Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ ( 1 Απριλίου 1809 - 4 Μαρτίου 1852) ήταν Ουκρανός θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Έγραψε πολλά διηγήματα, ένα -το κορυφαίο του έργο - μυθιστόρημα, τις «Νεκρές ψυχές», θεατρικά έργα - από τα καλύτερα του παγκόσμιου δραματολογίου, όπως «Ο επιθεωρητής», καθώς και κάποια ποιήματα. Τα έργα του συγκαταλέγονται στα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ρωσικής ρεαλιστικής λογοτεχνίας στο 19ο αιώνα και θεωρείται εφάμιλλος μεγάλων συγγραφέων όπως οι Λέων Τολστόι, Ιβάν Τουργκένιεφ, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι κι ο ποιητής Αλεξάντρ Πούσκιν.
Ήταν ο μοναχογιός του Κοζάκου Βασίλι Αφανάσοβιτς Γκόγκολ- Γιαννόφσκι – γαιοκτήμονα και μέλους της τοπικής αριστοκρατίας – που ασχολούνταν με την ποίηση και την θεατρογραφία και ο οποίος πέθανε το 1824, όταν ο Γκόγκολ ήταν 15 χρονών. Ο πατέρας του ασχολούνταν με το θέατρο ερασιτεχνικά γράφοντας διάφορα εργάκια που τα έπαιζαν στο αυτοσχέδιο θέατρο της οικογένειας. Σίγουρα, εδώ μπορούμε να βρούμε τις ρίζες της λογοτεχνικής ενασχόλησης του Γκόγκολ καθώς και την αγάπη του για το θέατρο. Από τη μητέρα του πάλι, τη Μαρία Ιβάνοβνα Κοσιαρόφσκαγια- επίσης κοζάκικης καταγωγής και μέλος οικογένειας τοπικών αξιωματούχουν - βαθιά θρησκευόμενη σχεδόν θρησκόληπτη, φαίνεται να κληρονόμησε τον θρησκευτικό μυστικισμό που τόσο τον ταλαιπώρησε τα τελευταία κυρίως χρόνια της ζωής του.
Μετά το πέρας της βασικής εκπαίδευσης, ο Γκόγκολ από τα 11 μέχρι και τα 19, (1820 – 1828) σπούδασε στο ανώτερο γυμνάσιο της πόλης Νιζίν της Ουκρανίας. Στο Γυμνάσιο είχε διακριθεί σαν ηθοποιός στις σχολικές παραστάσεις αλλά και σε μίμος αφού μπορούσε να υποδοθεί καταπληκτικά διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους. Αυτή η ικανότητα όμως, δεν τον έκανε – όπως ίσως θα περίμενε κανείς – δημοφιλή. Αντίθετα, ήταν απομονωμένος, και οι φίλοι του ήταν ελάχιστοι.
Το 1828 αφού τέλειωσε το Γυμνάσιο μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη, και αναζήτησε δουλειά στο «Αυτοκρατορικό Θέατρο του Χραποβίτσκι». Έδωσε εξετάσεις μπροστά στον διευθυντή του θεάτρου της πόλης αλλά απορρίφθηκε. Μετά την απόρριψη του εγκατέλειψε αυτό το όνειρο, πικραμένος.
Ταυτόχρονα, ασχολούνταν με τη λογοτεχνία και δημοσίευσε ανώνυμα πρώτα ένα ποίημα με τον τίτλο «Ιταλία», που δεν το πρόσεξε κανείς και έπειτα με το ψευδώνυμο «Β. Αλώφ» ένα έμμετρο ειδύλλιο που είχε γράψει στα γυμνασιακά του χρόνια, το «Χανς Κιούχελγκάρντεν». Το ποίημα επικρίθηκε από μερικούς κριτικούς και ο Γκόγκολ μάζεψε όλα τα κυκλοφορούντα αντίτυπα και τα έκαψε. Ωστόσο δεν απογοητεύτηκε τόσο ώστε να σταματήσει κάθε ενασχόληση. Συνέχισε να δημοσιεύει σποραδικά, κάποια διηγημάτά του σε λογοτεχνικά περιοδικά ενώ παράλληλα βρήκε μια θέση γραμματέα στο υπουργείο εθνικής οικονομίας από την οποία κέρδιζε τα προς το ζην.
Το 1831 είναι η χρονιά που ο Γκόγκολ θα γνωρίσει την επιτυχία. Η δημοσίευση του πρώτου τόμου των διηγημάτων από την Ουκρανική γη, με τίτλο «Βραδιές στο μετόχι κοντά στη Ντινάνκα» ή «Βραδινές συντροφιές στο χωριό» θα τον κάνει γνωστό και αποδεκτό στον πνευματικό κόσμο της χώρας. Θα προκαλέσει μέχρι και τα ευνοϊκότατα σχόλια του μεγάλου Πούσκιν αλλά και του κορυφαίου κριτικού του καιρού του, του Βησσαρίωνα Μπελίνσκι.
Στα 23 του χρόνια, ο Γκόγκολ είναι πλέον μια προσωπικότητα των ρωσικών γραμμάτων.
Το 1832 θα γράψει και το πρώτο του θεατρικό έργο «Το παράσημο του Βλαδίμηρου γ' τάξης», που δεν το ολοκλήρωσε όμως, φοβούμενος οτι η λογοκρισία δεν θα του επέτρεπε να το ανεβάσει.(Την εποχή του τσάρου Νικόλαου του Α', εποχή κατά την οποία έζησε ο Γκόγκολ αλλά και ο Πούσκιν, η Αυτοκρατορική Επιτροπή Λογοκρισίας ήταν παντοδύναμη, και έλεγχε όλη την πνευματική παραγωγή της χώρας.) Το 1833 αρχίζει να γράφει την κωμωδία του «Τα Παντρολογήματα», αλλά την αφήνει στη μέση, για να αφοσιωθεί στην επόμενη που σχεδίαζε, τον περίφημο «Επιθεωρητή».
Με τη βοήθεια των καινούριων φίλων του διορίζεται καθηγητής σε ένα παρθεναγωγείο, θέση που αφήνει το 1834 για να δουλέψει σαν υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης στο μάθημα της Μεσαιωνικής Ιστορίας. Όμως και αυτή η απασχόλησε δεν του ταίριαζε και παραιτήθηκε.
Το 1835 δημοσίευσε την επόμενη συλλογή διηγημάτων του, το «Μιργκορόντ» (η πόλη της ειρήνης), με θέματα από την αγαπημένη του Ουκρανία από την οποία διάσημο θα γίνει το διήγημά του «Ταράς Μπούλμπα». Στη συλλογή «Αραβουργήματα» θα ασχοληθεί με την καθημερινή ζωή της Πετρούπολης, και θα μας δώσει το επίσης διάσημο, «Ημερολόγιο ενός τρελλού».
Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του «Μιργκορόντ», τελείωσε τη συγγραφή του θεατρικού έργου Ο Επιθεωρητής,το οποίο πρωτοπαίχτηκε τον Απρίλιο του 1836. Το έργο τάραξε τα λιμνάζοντα νερά και της θεατρικής γραφής αλλά και της κοινωνίας. Διαφεύγοντας από την λογοκρισία, η οποία θεωρώντας το έργο μια εύθυμη κωμωδία δεν κατάλαβε την πραγματική σημασία , σατιριζει αμείλικτα όλη τη γραφειοκρατική δομή της αυτοκρατορίας.Μια πολεμική ξεκίνησε εναντίον του από τους δημόσιους υπάλληλους, που τον αναγκάζει -πικραμένο- να φύγει από τη Ρωσία.
Πρώτος σταθμός η Ζυρίχη, μετά το Παρίσι. Εγκαθίσταται μόνιμα στη Ρώμη, και αρχίζει να γράφει τις «Νεκρές Ψυχές» ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα στην παγκόσμια λογοτεχνία. Το εξαιρετικό χιούμορ της ιστορίας προέρχεται από μοναδική και σαρδόνια σε σύλληψη ιδέα: Ένας φιλόδοξος, πονηρός κι αδίστακτος τυχοδιώκτης, πηγαίνει από μέρος σε μέρος, αγοράζοντας ή κλέβοντας από τους ιδιοκτήτες τους, τους τίτλους των... νεκρών δουλοπαροίκων. Με αυτήν την "ιδιοκτησία" ως ασφάλεια, προγραμματίζει να πάρει δάνεια με τα οποία θ' αγοράσει ένα κτήμα με... ζωντανές ψυχές. Το βιβλίο αυτό είναι εμπνευσμένο από τη ζωή των δουλοπάροικων της εποχής του. Οι δουλοπάροικοι ήταν σκλάβοι που ανήκαν στη γη, που τους αγόραζαν και τους πουλούσαν μαζί με τα κτήματα. Το μυθιστόρημα αντανακλά τη σχέση μεταξύ κολίγων κι αφεντάδων και φυσικά την ιδέα που είχαν οι δεύτεροι για τους πρώτους, καθώς επίσης κι ένα μεγάλο αριθμό εξόχως απεικονισμένων ρωσικών επαρχιακών χαρακτήρων. Με το τελείωμα του πρώτου μέρους του βιβλίου, το 1841 ξαναγυρίζει στη Ρωσία. Ύστερα απο 3 μήνες αγώνα με την επιτροπή λογοκρισίας το μυθιστόρημα δημοσιεύεται τον Μάη του 1842. Ο επόμενος σεισμός που επιφύλαξε ο Γκόγκολ στον πνευματικό κόσμο της χώρας είχε γίνει. Το έργο έκανε τεράστια εντύπωση, συγκλόνισε ολόκληρη τη Ρωσία και όχι μόνο τον πνευματικό κόσμο. Δίχασε ακόμα μια φορά, το κοινό (άλλοι το αγάπησαν, άλλοι το μίσησαν) ενώ ο Γκόγκολ που ίσως περίμενε πανεθνική ομόφωνη αναγνώριση θα εγκαταλείψει και πάλι και Ρωσία.
Θα ξαναγυρίσει στην αγαπημένη του Ρώμη. Τον ίδιο χρόνο θα τελειώσει το θεατρικό του έργο «Τα Παντρολογήματα» και τα στέλνει να παρουσιαστούν στο θέατρο της Ρωσίας. Το έργο πρωτοπαίχτηκε τον Δεκέμβρη του 1842.
Τελειώνει επίσης και την άλλη κωμωδία του, τους «Παίκτες», που την είχε αρχίσει το 1836. Το έργο ανέβηκε τον Φεβρουάριο του 1843.
Την ίδια χρονιά θα δημοσιεύεσει και το διήγημά του, το περίφημο «Παλτό», ένα έργο που θα κάνει τεράστια εντύπωση στους συγχρόνους του και θα επηρεάσει και τους μεταγενέστερους. Χαρακτηριστική της επίδρασης στην ρωσική πεζογραφία του διηγήματος αυτού είναι η φράση του Ντοστογιέφσκι: «Όλοι βγήκαμε από το «Παλτό» του Γκόγκολ».
Στη Ρώμη η ζωή του δεν είναι καθόλου εύκολη.
Η ψυχική αρρώστια που ο ίσκιος της απλωνόταν πάντα στη ζωή του, αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της πιο ευδιάκριτα. Νευρικοί πόνοι στο στομάχι τυραννούν το σώμα του, ενώ τύψεις τυραννούν την ψυχή του. Νιώθει οτι με τις «Νεκρές Ψυχές», αδίκησε τη Ρωσία, ότι δεν την αγαπάει όσο θα όφειλε, οτι της έκανε κακό και θέλει τώρα να επανορθώσει. Αποφασίζει να προσθέσει ακόμα δυο μέρη στο έργο, για να συμπληρώσει την πραγματική εικόνα της χώρας Θα ονομάσει το δεύτερο βιβλίο «Αφυπνιζόμενες Ψυχές» και το τρίτο, «Ξυπνημένες ψυχές». Και αρχίζει την προσπάθεια. Όμως δεν είναι ευχαριστημένος από το γράψιμό του, γράφει και σβήνει συνέχει και μάλιστα καίει τα χειρόγραφά του δυο φορές: το 1843 και ύστερα το 1845.
Πιστεύει τότε οτι δεν τα καταφέρνει γιατί είναι αμαρτωλός. Δεν μπορεί να αποδώσει στο χαρτί αυτό που σκέφτεται και νιώθει γιατί τον τιμωρεί ο Θεός.
Η ψυχική αρρώστια έχει πλέον το πάνω χέρι. Η μόνη διέξοδος που βρίσκει όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά για όλη τη ρωσική κοινωνία, είναι το πισωγύρισμα, η επιστροφή στα πατροπαράδοτα θεμέλια της Ρωσίας: την απόλυτη υποταγή στον Τσάρο και στην Ορθόδοξη εκκλησία. Το 1847 μάλιστα, θα παρουσιάσει αυτές τις σκέψεις του, στο «Διαλεγμένα αποσπάσματα από γράμματα σε φίλους μου», που υπό τη μορφή αλληλογραφίας (διαλόγου) μεταξύ φίλων παρουσιάζει τα καινούρια πιστεύω του. Μόνο η διατήρηση της παλιάς κατάστασης είναι η λύση. Ολη η χώρα πρέπει να αφοσιωθεί στο Τσάρο και στην Ορθοδοξία. Κάθε νεωτερισμός είναι έργο του Σατανά, ακόμα και η γνώση γραφής και ανάγνωσης κάνουν κακό στον αγνό Ρωσο χωριάτη.
Το βιβλίο αυτό συγκλονίζει ακόμα μια φορά την Ρωσία, για τους αντίθετους ακριβώς λόγους από τα προηγούμενα. Όλοι μένουν έκπληκτοι από την στροφή αυτή, του μέχρι τότε πρωτοπόρου συγγραφέα.
Ο Γκόγκολ δεν μπορεί να ξαναβρεί τον παλιό εαυτό του.
Πηγαίνει για ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και τον Απρίλη του 1848 ξαναγυρίζει στην πατρική του γη. Αφού επισκέπτεται το πατρικό του σπίτι, πάει στην Πετρούπολη και απο κεί στη Μόσχα, όπου θα εγκατασταθεί μόνιμα το φθινόπωρο του 1851. Θρησκομανής πλέον, την χαριστική βολή θα του την δώσει η γνωριμία του, με τον πατέρα (starets) Ματβέι Κονσταντινόφσκυ, έναν αμόρφωτο καλόγερο, εξορκιστή δαιμονίων. Υπό την καθοδήγηση του Ματβέι, και για να σώσει την ψυχή του, καίει τα χειρόγραφα του σχεδόν τελειωμένου δεύτερου τόμου, των «Νεκρών Ψυχών» στις 24 Φεβρουαρίου του 1852. Στο τέλος, -σαν ένα είδος αυτοκτονίας – σταματά να τρώει. Θα πεθάνει απο ασιτία στις 4 Μαρτίου του 1852 σε ηλικία μόλις 43 ετών. Ο συγγραφέας που την κηδεία του θα παρακολουθήσει ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, θα ταφεί στο Μοναστήρι Ντανίλωφ, στα περίχωρα της Μόσχας. Όταν το 1931, η σοβιετική κυβέρνηση αποφασίζει να γκρεμίσει το μοναστήρι, τα οστά του μεταφέρονται στον σημερινό τόπο ανάπαυσής του, στο νεκροταφείο Νοβοντέβιτσι. Όμως όταν ανοίγεται ο τάφος για την μεταφορά, το πτώμα βρίσκεται ξαπλωμένο μπρούμυτα. Η υπόθεση ότι ο Γκόγκολ τάφηκε ενώ ήταν ακόμα ζωντανός, κυριαρχεί μέχρι σήμερα.
https://el.wikipedia.org/
Εργογραφία
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2018) Η λεωφόρος Νιέφσκι, Οροπέδιο
(2018) Ο καυγάς των δύο Ιβάν, Ερατώ
(2018) Ταράς Μπούλμπα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(2018) Το παλτό, Εκδόσεις Πατάκη
(2017) Το ημερολόγιο ενός τρελού, Ερατώ
(2017) Το πορτρέτο, Εμπειρία Εκδοτική
(2016) Το ημερολόγιο ενός τρελού. Το παλτό, Εμπειρία Εκδοτική
(2015) Η μύτη, Ερατώ
(2015) Η μύτη, Εκδόσεις Πατάκη
(2015) Ο επιθεωρητής, Στοχαστής
(2015) Το ημερολόγιο ενός τρελού, Ερατώ
(2014) Παντρολογήματα, Δωδώνη
(2013) Στοχασμοί στη Θεία Λειτουργία, Ιερά Μονή Παρακλήτου
(2013) Το πορτρέτο, Ροές
(2012) Ο καβγάς των δύο Ιβάν, Ροές
(2011) Ο μαγικός κύκλος, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2010) Ο επιθεωρητής: Κωμωδία σε πέντε πράξεις. Τα παντρολογήματα: Ένα εντελώς απίθανο συμβάν σε δύο πράξεις, Εκδόσεις Γκοβόστη
(2010) Οι πεθαμένες ψυχές ή Οι περιπέτειες του Τσίτσικοφ, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2010) Το παλτό. Το ημερολόγιο ενός τρελού., Εκδόσεις Πατάκη
(2009) Ο επιθεωρητής, Ηριδανός
(2009) Οι παίκτες, Ηριδανός
(2009) Οι πεθαμένες ψυχές, Γράμματα
(2009) Παντρολογήματα, Ηριδανός
(2009) Ταράς Μπούλμπα, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Το παλτό. Το ημερολόγιο ενός τρελού., Εκδόσεις Πατάκη
(2008) Οι παίκτες, Νεφέλη
(2007) Η μύτη, Κοροντζής
(2006) Το ημερολόγιο ενός τρελού και άλλες νουβέλες, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(2006) Το παλτό, Κοροντζής
(2005) Το ημερολόγιο ενός τρελού. Το παλτό. Το πορτραίτο, Ηριδανός
(2003) Βραδιές στο Μετόχι, Φρυδά
(1999) Το ημερολόγιο ενός τρελού, Εκδόσεις Πατάκη
(1999) Το ημερολόγιο ενός τρελού, Δαμιανός
(1998) Η μύτη, Εκδόσεις Παπαδόπουλος
(1998) Ταράς Μπούλμπα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Νύχτα Χριστουγέννων. Ο μαγικός κύκλος, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1996) Το παλτό, Εκδόσεις Πατάκη
(1995) Ο επιθεωρητής, Στοχαστής
(1994) Η μύτη, Κέδρος
(1993) Νεκρές ψυχές, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1990) Ταράς Μπούλμπα, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1988) Ο μαγικός κύκλος, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1983) Ο καυγάς των δύο Ιβάν, Σμίλη
(1976) Παντρολογήματα, Δωδώνη
(1973) Ταράς Μπούλμπα, Εκδόσεις Γκοβόστη
http://www.biblionet.gr/
Το Παλτό
Στο τμήμα..., αλλά καλύτερα να μην κατονομάσουμε το τμήμα, διότι δεν υπάρχει τίποτε πιο εύθικτο από τα παντός είδους τμήματα, διοικήσεις, υπουργεία, τις εν γένει διοικητικές υπηρεσίες· τη σήμερον ημέρα ο καθένας πιστεύει ότι στο πρόσωπό του προσβάλλεται ολόκληρη η κοινωνία. Λέγεται πως πολύ πρόσφατα κατέφθασε η αναφορά ενός αστυνομικού διευθυντή –ποιας ακριβώς πόληςδε θυμάμαι–, με την οποία ο εν λόγω αξιωματούχος καταγγέλλει απερίφραστα ότι διακυβεύονται οι θεσμοί του κράτους και ότι αμαυρώνεται το τιμημένο του όνομα. Ως αποδεικτικό στοιχείο επισυνάπτεται της αναφοράς ένας ογκωδέστατος τόμος που περιέχει κάποιο ρομαντικό μυθιστόρημα, όπου κάθε δέκα σελίδες εμφανίζεται ένας αστυνομικός διευθυντής, ενίοτε εν πλήρει μέθη διατελών. Προς αποφυγήν, επομένως, δυσάρεστων καταστάσεων, το περί ου ο λόγος τμήμα θα το ονομάσουμε κάποιο τμήμα.
Σε κάποιο τμήμα λοιπόν υπηρετούσε κά ποιος υπάλληλος. Δε θα μπορούσαμε να πού με πως ο υπάλληλος αυτός ήταν εξαιρετικά εμφανίσιμος: αρκετά μικροκαμωμένος, αρκετά βλογιοκομμένος, αρκετά κοκκινωπός κι ακόμα αρκετά κοντόθωρος, ολίγον φαλακρός, με ρυτίδες στα μάγουλα και με ένα χρώμα στο πρόσωπό του που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε αιμορροϊδικό. Τι να κάνουμε! Ας όψεται το κλίμα της Πετρούπολης. Όσον αφο ρά τον βαθμό (γιατί εδώ στη Ρωσία πρέπει πριν απ’ όλα να προσδιορίζουμε τον βαθμό), ήταν αυτό που λέ-με αιώνιος υπάλληλος, ο τύπος που έχει γίνει το κατεξοχήν αντικείμενο κοροϊδίας από διάφορους συγγραφείς που έχουν την ευγενή συνήθεια να ξε-σπάνε πά νω σε όποιον δεν μπορεί να αντιδράσει.Το επώνυμο του υπαλλήλου ήταν Τσαρουχόφ. Είναι προφανές ότι το επώνυμο αυτό προέρχεται από τη λέξη «τσαρούχι». Ωστόσο δεν είναι γνωστό πότε και με ποιον ακριβώς τρόπο δημιουργήθηκε. Και ο πατέρας του και ο παππούς του, ακόμα και ο κου νιάδος του, όλοι γενικά οι Τσαρουχόφ φορού-σαν αποκλειστικώς και μόνο μπότες και μόνο τρεις φορές τον χρόνο άλλαζαν τις σόλες. Το όνομά του ήταν Ακάκιος Ακακίεβιτς. Το όνομα αυτό μπορεί να φανεί κάπως περίερ γο και εξεζητημένο στον αναγνώστη, είμαι όμως σε θέση να τον διαβεβαιώ-σω πως καθό λου δεν το επιζήτησαν και πως διαμορφώ θηκαν από μόνες τους ορισμένες συνθή-κες που δεν επέτρεπαν να δοθεί στο παιδί άλλο όνομα. Τα πράγματα συνέβησαν ως εξής: ο Ακά-κιος Ακακίεβιτς γεννήθηκε, αν δε με γελά η μνήμη μου, κατά το βραδάκι της εικοστής τρίτης Μαρτίου.
Μετάφραση από τα ρωσικά Γιώργος Τσακνιάς
http://www.patakis.gr/
*************************
Εδώ και λίγο καιρό ο Ακάκι Ακάκιεβιτς μάταια διέσχιζε τρέχοντας τη μοιραία απόσταση. Ένιωθε να τον περονιάζει το ψύχος και ιδιαίτερα στην πλάτη και στους ώμους. Κατέληξε να αναρωτηθεί μήπως τυχόν έφταιγε το παλτό του. Το εξέτασε στο σπίτι του σχολαστικά και ανακάλυψε πως σε δύο ή τρία σημεία, ακριβώς στην πλάτη και στους ώμους, το ύφασμα είχε πάρει τη διαφάνεια της γάζας και πως η φόδρα είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Πρέπει να ξέρουμε πως το παλτό του Ακάκι Ακακίεβιτς τροφοδοτούσε και αυτό τα σαρκαστικά αστεία του γραφείου του, του είχαν μάλιστα αφαιρέσει την ευγενική ονομασία του παλτού και το αποκαλούσαν περιφρονητικά πατατούκα.
https://3pointmagazine.gr/*************************
Εδώ και λίγο καιρό ο Ακάκι Ακάκιεβιτς μάταια διέσχιζε τρέχοντας τη μοιραία απόσταση. Ένιωθε να τον περονιάζει το ψύχος και ιδιαίτερα στην πλάτη και στους ώμους. Κατέληξε να αναρωτηθεί μήπως τυχόν έφταιγε το παλτό του. Το εξέτασε στο σπίτι του σχολαστικά και ανακάλυψε πως σε δύο ή τρία σημεία, ακριβώς στην πλάτη και στους ώμους, το ύφασμα είχε πάρει τη διαφάνεια της γάζας και πως η φόδρα είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Πρέπει να ξέρουμε πως το παλτό του Ακάκι Ακακίεβιτς τροφοδοτούσε και αυτό τα σαρκαστικά αστεία του γραφείου του, του είχαν μάλιστα αφαιρέσει την ευγενική ονομασία του παλτού και το αποκαλούσαν περιφρονητικά πατατούκα.
Η μύτη
Στις 25 Μαρτίου συνέβη ένα εξαιρετικό γεγονός στην Αγία Πετρούπολη. Ο κουρέας Ιβάν Γιακόβλεβιτς, κάτοικος της λεωφόρου Βοζνεσένσκι (το επώνυμό του έχει χαθεί και δεν φαίνεται ούτε στην ταμπέλα του μαγαζιού του, που απεικονίζει έναν κύριο με καλοσαπουνισμένα μάγουλα και την επιγραφή "Γίνονται επίσης αφαιμάξεις"), ξύπνησε νωρίς το πρωί και η μυρωδιά ζεστού ψωμιού του τρύπησε τη μύτη. Ανασηκώθηκε ελαφρά στο κρεβάτι του και είδε ότι ηγυναίκα του, μια καθ' όλα αξιοσέβαστη κυρία, που είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον καφέ, έβγαζε φρεσκοψημένες φραντζόλες από το φούρνο."Σήμερα, Πρασκόβγια Οσίποβνα, δεν θα πιω καφέ", ανάγγειλε ο Ιβάν Γιακόβλεβιτς, "αντίθετα, θα ήθελα να φάω ένα ζεστό καρβέλι με κρεμμύδι." (Στην πραγματικότητα, στον Ιβάν Γιακόβλεβιτς θα του άρεσενα πιει και καφέ, αλλά ήξερε ότι θα ήταν εντελώς μάταιο να ζητήσει ταυτοχρόνως και τα δυο, γιατί η Πρασκόβγια Οσίποβνα κατσούφιαζε γιατα καλά με τέτοιες ιδιοτροπίες). "'Aσε τον ανόητο γέρο να φάει ψωμί,τόσο το καλύτερο για μένα", σκέφτηκε η γυναίκα του, "θα πιω ακόμα ένα φλιτζάνι καφέ." Και πέταξε ένα καρβέλι στο τραπέζι.Χάριν αξιοπρεπείας ο Ιβάν Γιακόβλεβιτς έβαλε μια ρόμπα πάνω από την πουκαμίσα του, κάθισε στο τραπέζι, έβαλε λίγο αλάτι, καθάρισε δυο κρεμμύδια, πήρε ένα μαχαίρι και με εξαιρετικά σοβαρό ύφος άρχισε να κόβει το καρβέλι.Κόβοντάς το στη μέση κοίταξε μέσα και προς μεγάλη του έκπληξη είδε κάτι άσπρο. Το έβγαλε προσεκτικά με τομαχαίρι του και το πάτησε με το δάκτυλό του. "Είναι σκληρό..." σκέφτηκε,"τι στο καλό μπορεί να είναι;"Το πίεσε με τα δάκτυλά του και το έβγαλε -μια μύτη!... Στη θέα της τα χέρια του κρεμάστηκαν, ύστερα έτριψε τα μάτια του και ξανακοίταξε το αντικείμενο: ναι, μια μύτη, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, και μάλιστα του φαινόταν σαν να την ήξερε. Μια έκφραση φρίκης απλώθηκε στοπρόσωπο του Ιβάν Γιακόβλεβιτς.
Όμως αυτή η φρίκη δεν ήταν τίποτα σεσύγκριση με την αγανάκτηση που κατέλαβε την κυρία σύζυγό του."Από πού έκοψες αυτή τη μύτη, χασάπη;" έσκουξε, κιτρινίζονταςαπό την οργή της. "Ρεμπεσκέ! Μπεκρούλιακα! Εγώ η ίδια θα το αναφέρω στην αστυνομία. Εγκληματία με δίπλωμα! Κιόλας τρεις άνθρωποι μού 'χουν πει ότι τους τράβηξες τόσο δυνατά τις μύτες ενώτους ξύριζες, ώστε είναι θαύμα που αυτές είναι ακόμα στη θέση τους."
Όμως ο Ιβάν Γιακόβλεβιτς είχε αποσβολωθεί. Είχε αναγνωρίσει τημύτη: ανήκε στον κολεγιακό πάρεδρο 1, τον οποίο ξύριζε κάθε Τετάρτηκαι Σάββατο."Περίμενε, Πρασκόβγια Οσίποβνα! Θα την τυλίξω σε ένα πανί καιθα την βάλω εκεί στη γωνιά. 'Aφησέ την εκεί για λίγο, μετά θα τηνπάρω.""Μην συνεχίζεις! Νομίζεις ότι θα επιτρέψω να στέκεται στο δωμάτιόμου μια κομμένη μύτη; Βλάκα! Στο μόνο που είσαι καλός είναι νατροχίζεις το ξυράφι σου και σύντομα δεν θα μπορείς καθόλου να κάνειςσωστά τη δουλειά σου, μπουνταλά! Μασκαρά! Νομίζεις ότι θα πάρω τομέρος σου στην αστυνομία; Ούτε που να το σκέφτεσαι, ανίκανε,χοντροκέφαλε! Πάρ' την από δω! Αμέσως!
Ό που σου αρέσει, αλλά να μην την ξαναδώ!"Ο Ιβάν Γιακόβλεβιτς στεκόταν εκεί εμβρόντητος. Κόντευε να χάσειτα μυαλά του, τα είχε τελείως χαμένα. "Ο διάβολος ξέρει πώς έγινεαυτό", είπε τελικά, ξύνοντας το κεφάλι του. "
Ίσως ήρθα σπίτι μεθυσμένος χτες βράδυ, ίσως όχι, δεν μπορώ να πω. Αλλά τι σχέση έχει αυτό; Είναι εντελώς γελοίο. Εννοώ ότι το ψωμί είναι κάτι που το ψήνουμε και μια μύτη δεν έχει καμιά σχέση. Είναι μυστήριο για μένα!..." Ο ΙβάνΓιακόβλεβιτς βυθίστηκε σε σιωπή. Η σκέψη ότι η αστυνομία μπορούσε να τον βρει με τη μύτη και να τον συλλάβει τον τρομοκρατούσε.
Έ βλεπε κιόλας με τη φαντασία του το κόκκινο κολάρο, με το ωραίο ασημένιο σιρίτι, το σπαθί... και έτρεμε από την κορφή μέχρι τα νύχια. Τελικά πήρετη φανέλα του και τις μπότες του, τις φόρεσε και με τη συνοδεία τωνδυσοίωνων προσταγών της Πρασκόβγια Οσίποβνα τύλιξε τη μύτη σεένα πανί και βγήκε στο δρόμο.
Ή θελε να την κρύψει κάπου μακριά, ίσως να τη χώσει πίσω απόκαμιά πέτρα κοντά στις πύλες ή να την πετάξει τυχαία κάπου και ύστερανα στρίψει βιαστικά στον κοντινότερο δρόμο. Αλλά προς απογοήτευσήτου, έπεφτε συνεχώς πάνω σε γνωστούς, που του γίνονταν τσιμπούρι:"Πού πηγαίνεις;" ή "Ποιον πας να ξυρίσεις τόσο πρωί;" και δεν άφηνανκαμιά δυνατότητα στον Ιβάν Γιακόβλεβιτς να πραγματοποιήσει το σχέδιότου. Κάποια στιγμή κατάφερε να την πετάξει, αλλά ένας αστυφύλακαςπου έκανε περιπολία τον φώναξε δείχνοντας με τη λόγχη του: "Ε, εσείς!Σας έπεσε κάτι!" Και ο Ιβάν Γιακόβλεβιτς ήταν υποχρεωμένος να πάρει τη μύτη και να την παραχώσει στην τσέπη του. Είχε αρχίσει νααπελπίζεται, γιατί ο δρόμος γέμιζε κόσμο καθώς άνοιγαν τα μαγαζιά καιοι πάγκοι.Αποφάσισε να τραβήξει για τη γέφυρα Ισακιέβσκι, όπου αν είχε τύχη θα μπορούσε να την πετάξει στον Νέβα...
https://www.scribd.com/
Ο Επιθεωρητής
Υπόθεση: Σε μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας αναμένεται η επίσκεψη ενός κυβερνητικού επιθεωρητή, που ταξιδεύει ινκόγκνιτο. Στην πόλη καταφεύγει και ένας αδέκαρος απατεώνας, ο οποίος ταυτίζεται από σύμπτωση με το πρόσωπο του επιθεωρητή. Τη μοιραία αυτή παρεξήγηση ακολουθεί ένας καταιγισμός από ξεκαρδιστικά επεισόδια, με τα οποία ο Γκόγκολ, με το καυστικό του χιούμορ, ξεσκεπάζει την ανοησία, τη δουλοπρέπεια, τη ματαιοδοξία, τη δολιοφθορά, την αισχροκέρδεια και την υποκρισία της κρατικής μηχανής αλλά και τη σήψη μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Στις 25 Μαρτίου συνέβη ένα εξαιρετικό γεγονός στην Αγία Πετρούπολη. Ο κουρέας Ιβάν Γιακόβλεβιτς, κάτοικος της λεωφόρου Βοζνεσένσκι (το επώνυμό του έχει χαθεί και δεν φαίνεται ούτε στην ταμπέλα του μαγαζιού του, που απεικονίζει έναν κύριο με καλοσαπουνισμένα μάγουλα και την επιγραφή "Γίνονται επίσης αφαιμάξεις"), ξύπνησε νωρίς το πρωί και η μυρωδιά ζεστού ψωμιού του τρύπησε τη μύτη. Ανασηκώθηκε ελαφρά στο κρεβάτι του και είδε ότι ηγυναίκα του, μια καθ' όλα αξιοσέβαστη κυρία, που είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον καφέ, έβγαζε φρεσκοψημένες φραντζόλες από το φούρνο."Σήμερα, Πρασκόβγια Οσίποβνα, δεν θα πιω καφέ", ανάγγειλε ο Ιβάν Γιακόβλεβιτς, "αντίθετα, θα ήθελα να φάω ένα ζεστό καρβέλι με κρεμμύδι." (Στην πραγματικότητα, στον Ιβάν Γιακόβλεβιτς θα του άρεσενα πιει και καφέ, αλλά ήξερε ότι θα ήταν εντελώς μάταιο να ζητήσει ταυτοχρόνως και τα δυο, γιατί η Πρασκόβγια Οσίποβνα κατσούφιαζε γιατα καλά με τέτοιες ιδιοτροπίες). "'Aσε τον ανόητο γέρο να φάει ψωμί,τόσο το καλύτερο για μένα", σκέφτηκε η γυναίκα του, "θα πιω ακόμα ένα φλιτζάνι καφέ." Και πέταξε ένα καρβέλι στο τραπέζι.Χάριν αξιοπρεπείας ο Ιβάν Γιακόβλεβιτς έβαλε μια ρόμπα πάνω από την πουκαμίσα του, κάθισε στο τραπέζι, έβαλε λίγο αλάτι, καθάρισε δυο κρεμμύδια, πήρε ένα μαχαίρι και με εξαιρετικά σοβαρό ύφος άρχισε να κόβει το καρβέλι.Κόβοντάς το στη μέση κοίταξε μέσα και προς μεγάλη του έκπληξη είδε κάτι άσπρο. Το έβγαλε προσεκτικά με τομαχαίρι του και το πάτησε με το δάκτυλό του. "Είναι σκληρό..." σκέφτηκε,"τι στο καλό μπορεί να είναι;"Το πίεσε με τα δάκτυλά του και το έβγαλε -μια μύτη!... Στη θέα της τα χέρια του κρεμάστηκαν, ύστερα έτριψε τα μάτια του και ξανακοίταξε το αντικείμενο: ναι, μια μύτη, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, και μάλιστα του φαινόταν σαν να την ήξερε. Μια έκφραση φρίκης απλώθηκε στοπρόσωπο του Ιβάν Γιακόβλεβιτς.
Όμως αυτή η φρίκη δεν ήταν τίποτα σεσύγκριση με την αγανάκτηση που κατέλαβε την κυρία σύζυγό του."Από πού έκοψες αυτή τη μύτη, χασάπη;" έσκουξε, κιτρινίζονταςαπό την οργή της. "Ρεμπεσκέ! Μπεκρούλιακα! Εγώ η ίδια θα το αναφέρω στην αστυνομία. Εγκληματία με δίπλωμα! Κιόλας τρεις άνθρωποι μού 'χουν πει ότι τους τράβηξες τόσο δυνατά τις μύτες ενώτους ξύριζες, ώστε είναι θαύμα που αυτές είναι ακόμα στη θέση τους."
Όμως ο Ιβάν Γιακόβλεβιτς είχε αποσβολωθεί. Είχε αναγνωρίσει τημύτη: ανήκε στον κολεγιακό πάρεδρο 1, τον οποίο ξύριζε κάθε Τετάρτηκαι Σάββατο."Περίμενε, Πρασκόβγια Οσίποβνα! Θα την τυλίξω σε ένα πανί καιθα την βάλω εκεί στη γωνιά. 'Aφησέ την εκεί για λίγο, μετά θα τηνπάρω.""Μην συνεχίζεις! Νομίζεις ότι θα επιτρέψω να στέκεται στο δωμάτιόμου μια κομμένη μύτη; Βλάκα! Στο μόνο που είσαι καλός είναι νατροχίζεις το ξυράφι σου και σύντομα δεν θα μπορείς καθόλου να κάνειςσωστά τη δουλειά σου, μπουνταλά! Μασκαρά! Νομίζεις ότι θα πάρω τομέρος σου στην αστυνομία; Ούτε που να το σκέφτεσαι, ανίκανε,χοντροκέφαλε! Πάρ' την από δω! Αμέσως!
Ό που σου αρέσει, αλλά να μην την ξαναδώ!"Ο Ιβάν Γιακόβλεβιτς στεκόταν εκεί εμβρόντητος. Κόντευε να χάσειτα μυαλά του, τα είχε τελείως χαμένα. "Ο διάβολος ξέρει πώς έγινεαυτό", είπε τελικά, ξύνοντας το κεφάλι του. "
Ίσως ήρθα σπίτι μεθυσμένος χτες βράδυ, ίσως όχι, δεν μπορώ να πω. Αλλά τι σχέση έχει αυτό; Είναι εντελώς γελοίο. Εννοώ ότι το ψωμί είναι κάτι που το ψήνουμε και μια μύτη δεν έχει καμιά σχέση. Είναι μυστήριο για μένα!..." Ο ΙβάνΓιακόβλεβιτς βυθίστηκε σε σιωπή. Η σκέψη ότι η αστυνομία μπορούσε να τον βρει με τη μύτη και να τον συλλάβει τον τρομοκρατούσε.
Έ βλεπε κιόλας με τη φαντασία του το κόκκινο κολάρο, με το ωραίο ασημένιο σιρίτι, το σπαθί... και έτρεμε από την κορφή μέχρι τα νύχια. Τελικά πήρετη φανέλα του και τις μπότες του, τις φόρεσε και με τη συνοδεία τωνδυσοίωνων προσταγών της Πρασκόβγια Οσίποβνα τύλιξε τη μύτη σεένα πανί και βγήκε στο δρόμο.
Ή θελε να την κρύψει κάπου μακριά, ίσως να τη χώσει πίσω απόκαμιά πέτρα κοντά στις πύλες ή να την πετάξει τυχαία κάπου και ύστερανα στρίψει βιαστικά στον κοντινότερο δρόμο. Αλλά προς απογοήτευσήτου, έπεφτε συνεχώς πάνω σε γνωστούς, που του γίνονταν τσιμπούρι:"Πού πηγαίνεις;" ή "Ποιον πας να ξυρίσεις τόσο πρωί;" και δεν άφηνανκαμιά δυνατότητα στον Ιβάν Γιακόβλεβιτς να πραγματοποιήσει το σχέδιότου. Κάποια στιγμή κατάφερε να την πετάξει, αλλά ένας αστυφύλακαςπου έκανε περιπολία τον φώναξε δείχνοντας με τη λόγχη του: "Ε, εσείς!Σας έπεσε κάτι!" Και ο Ιβάν Γιακόβλεβιτς ήταν υποχρεωμένος να πάρει τη μύτη και να την παραχώσει στην τσέπη του. Είχε αρχίσει νααπελπίζεται, γιατί ο δρόμος γέμιζε κόσμο καθώς άνοιγαν τα μαγαζιά καιοι πάγκοι.Αποφάσισε να τραβήξει για τη γέφυρα Ισακιέβσκι, όπου αν είχε τύχη θα μπορούσε να την πετάξει στον Νέβα...
https://www.scribd.com/
Ο Επιθεωρητής
Υπόθεση: Σε μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας αναμένεται η επίσκεψη ενός κυβερνητικού επιθεωρητή, που ταξιδεύει ινκόγκνιτο. Στην πόλη καταφεύγει και ένας αδέκαρος απατεώνας, ο οποίος ταυτίζεται από σύμπτωση με το πρόσωπο του επιθεωρητή. Τη μοιραία αυτή παρεξήγηση ακολουθεί ένας καταιγισμός από ξεκαρδιστικά επεισόδια, με τα οποία ο Γκόγκολ, με το καυστικό του χιούμορ, ξεσκεπάζει την ανοησία, τη δουλοπρέπεια, τη ματαιοδοξία, τη δολιοφθορά, την αισχροκέρδεια και την υποκρισία της κρατικής μηχανής αλλά και τη σήψη μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου