Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Σπύρος Πλασκοβίτης ( 1917 – 7 Οκτωβρίου 2000 )


Ο Σπύρος Πλασκοβίτης (πραγματικό όνομα Σπύρος Πλασκασοβίτης) γεννήθηκε στην Κέρκυρα, γιος του αξιωματικού Ηλία Πλασκασοβίτη και της Αλεξάνδρας Καββαδία. Τα μαθητικά και πρώτα γυμνασιακά του χρόνια ως το 1931, οπότε μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, τα πέρασε στην Κέρκυρα. Στην Αθήνα τέλειωσε το Γυμνάσιο. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών (αποφοίτησε το 1939) και φιλοσοφία του Δικαίου στο πανεπιστήμιο του Παρισιού (1963). Εργάστηκε υπάλληλος στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, όπου παρέμεινε ως το 1951, με διακοπή κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οπότε εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Από το 1946 ως το 1948 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών και το Α΄ Σώμα Στρατού. Το 1951 διορίστηκε στο Συμβούλιο Επικρατείας με το βαθμό του εισηγητή και το 1959 έγινε πάρεδρος, θέση την οποία διατήρησε ως το 1968, οπότε απομακρύνθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου, εξορίστηκε στην Κάσο και καταδικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών σε πενταετή φυλάκιση, λόγω της συμμετοχής του στην αντιστασιακή οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα. Βασανίστηκε στην Ασφάλεια και τις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Κορυδαλλού και αποφυλακίστηκε κατά την αμνηστία του 1973. Μετά τη μεταπολίτευση επέστρεψε στο Συμβούλιο Επικρατείας όπου παρέμεινε στη ως το 1977, οπότε παραιτήθηκε λόγω της αθώωσης των υπαιτίων στρατηγών για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Από το 1977 ξεκίνησε η πολιτική του σταδιοδρομία. Εκλέχτηκε βουλευτής επικρατείας με το ΠΑΣΟΚ (1977), ευρωβουλευτής (1981), κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος (1981), εκλεγμένος αντιπρόεδρος του προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Προεδρείου της Σοσιαλιστικής Ομάδας (1984-1986). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε από τις στήλες του περιοδικού Διάπλασις των παίδων (1929-1933) με το ψευδώνυμο Λευκάτας. Το 1948 δημοσίευσε το διήγημα Τα στερνά στη Νέα Εστία. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις αφηγηματικών και δοκιμιακών έργων του σε περιοδικά όπως τα Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Νέα Πορεία, Το περιοδικό μας, Ευθύνη, Η συνέχεια, Η λέξη, Εποχές, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας πήρε μέρος επίσης στις αντιστασιακές εκδόσεις Δεκαοχτώ Κείμενα και Νέα Κείμενα. Τιμήθηκε με το Β΄ κρατικό βραβείο διηγήματος (1956) , το βραβείο της Ομάδας των 12 (1961) και το Α΄ κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1980). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Ο Σπύρος Πλασκοβίτης τοποθετείται στους μεταπολεμικούς έλληνες πεζογράφους. Το έργο του κινείται στα πλαίσια του ποιητικού ρεαλισμού, με συχνή χρήση της τεχνικής της αναγωγής αντικειμένων, καταστάσεων ή προσώπων σε συμβολικό επίπεδο και της συνακόλόυθης τοποθέτησής τους στο επίκεντρο της δράσης και της εξέλιξης της πλοκής. Γενικότερα ο Πλασκοβίτης αναπλάθει τη δική του αντίληψη της πραγματικότητας, φιλτράροντάς την μέσω της επαγρυπνούσας συνείδησης και σκέψης του και προβάλλοντας με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο την αγωνία και τον προβληματισμό του για το μέλλον του κόσμου και της θέσης του σύγχρονου ανθρώπου στα πλαίσιά του.


Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Νουβέλες- Διηγήματα
• Το γυμνό δέντρο. Αθήνα, Μαυρίδης, 1952.
• Η θύελλα και το φανάρι. Αθήνα, Εστία, 1955 (και β’ έκδοση, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη με το διήγημα Ιστορία μιας παράλογης νύχτας, 1978).
• Οι γονατισμένοι. Αθήνα, Φέξης, 1964 (και έκδοση β’ , αναθεωρημένη και συμπληρωμένη με το Ραντάρ, Αθήνα, Πλειάς, 1975).
• Το συρματόπλεγμα. Αθήνα, Πλειάς, 1974.
• Το τρελό επεισόδιο. Αθήνα, Κέδρος, 1984.
• Το πουκάμισο του καθηγητή. Αθήνα, Κέδρος, 1994.

ΙΙ.Μυθιστορήματα
• Το φράγμα. Αθήνα, Εστία, 1960.
• Η πόλη. Αθήνα, Κέδρος, 1979.
• Η κυρία της βιτρίνας. Αθήνα, Κέδρος, 1990.
• Η άλλη καρδιά · Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 1995.

ΙΙΙ. Δοκίμια
• Η πεζογραφία του ήθους και άλλα δοκίμιαΑ΄. Αθήνα, Κέδρος, 1986.
• Γραφές και συναντήσεις· Δοκίμια και άλλα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1998.

ΒΙΒΛΙΑ 

Το φράγμα

"Το φράγμα" - μυθιστόρημα σταθμός στη μεταπολεμική μας περίοδο, όπως χαρακτηρίστηκε κατά την πρώτη έκδοση - είναι το πολυδύναμο σύμβολο της δομής του σημερινού κόσμου ένα ελκυστικό και συνάμα τερατώδες κατασκεύασμα, ένα μεγαλειώδες επίτευγμα της επινοητικότητας του ανθρώπου, αλλά και μια αισχρή ύβρη προς τους φυσικούς και ηθικούς νόμους. Χαρίζοντας, όσο στέκεται όρθιο, την ευημερία σε όλους, απειλεί με την κατάρρευση του να μηδενίσει τα πάντα. 

Ένα κρυφό ελάττωμα, ένα απροσπέλαστο ρήγμα φωλιάζει μέσα σε τούτη την εξωτερικά πανίσχυρη κατασκευή. Η πίστη στη σταθερότητα του αρχίζει προοδευτικά να κλονίζεται στην κοινή συνείδηση. Από τους ψίθυρους ανησυχεί και η εξουσία. Αποφασίζει τότε να αναθέσει σ’ ένα ξεχωριστό επιστήμονα, την υδρολόγο-μηχανικό Βαλέρη, να το επισκεφτεί και να μελετήσει την κατάσταση επιτόπια. Μα η πρόθεσή της είναι στην πραγματικότητα όχι να ερευνηθούν οι πληγές του συστήματος, παρά να χρησιμοποιήσει το κύρος του επιστήμονα σαν κάλυμμα στην προσπάθεια της να παραπλανήσει, να καθησυχάσει το κοινό, ν' απομακρύνει την αμφισβήτηση. Το μυθιστόρημα αρχίζει ουσιαστικά από το σημεία αυτό...

Το 1982 το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στον ελληνικό κινηματογράφο από τον Δημήτρη Μακρή, με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο (τελευταία ταινία στην οποία έπαιξε).


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 

Εχει Διατυπωθεί η άποψη ότι το μυθιστόρημα αυτό συμβολίζει το άγχος του σημερινού ανθρώπου από την απειλή τωv ανέλεγκτων δυνάμεων, που ο ίδιος νομίζει ότι έχει τιθασεύσει κι ωστόσο ξεπερνούν τ' ανθρώπινα μέτρα του ελέγχου.

Το φράγμα είναι ένας τεράστιος υδατοφράχτης που εκτείνεται σε μερικά χιλιόμετρα σε μια περιοχή που δεν προσδιορίζεται γεωγραφικά. Είχε χτιστεί, για να συγκεντρώνει τα νερά σε μια πεδινή έκταση γεμάτη βάλτους, χειμάρρους και ποτάμια. Και χάρη σ' αυτό το τεχνικό έργο ο τόπος μεταμορφώθηκε γρήγορα σε μια εύφορη πεδιάδα. Στα κράσπεδα του φράγματος αναπτύχθηκε η Γκρίζα, μια βιομηχανική πόλη με έντονη οικονομική δραστηριότητα. Τίποτε δε διατάραζε την πρόοδο και το ρυθμό της ζωής στην περιοχή ως τη στιγμή που οι συντηρητές του φράγματος νόμισαν ότι παρατήρησαν κάποια ύποπτα φαινόμενα σχετικά με την αντοχή του, τα οποία όμως δεν ήξεραν να εξηγήσουν. Οι αόριστες φήμες που κυκλοφορούν αρχίζουν να κλονίζουν την πίστη για την ανθεκτικότητα του φράγματος χωρίς ωστόσο να υπάρχει συγκεκριμένη αιτία, που να δικαιολογεί τη γενική ανησυχία του πληθυσμού.

Η κυβέρνηση στέλνει εσπευσμένα το διακεκριμένο υδρολόγο μηχανικό Αλέξη Βαλέρη με εντολή να εξετάσει το φράγμα και να της υποβάλει μια επιστημονική έκθεση που θα διαλύσει τον αόριστο φόβο. Τον μηχανικό φιλοξενεί στο αρχοντικό του ο Μπεναρδής Χαρίτος, ένας ογδοντάχρονος κτηματίας της περιοχής, ο οποίος στα νιάτα του είχε προφτάσει να δει το χτίσιμο του φράγματος.

...Πριν από μισόν αιώνα το φράγμα δεν υπήρχε, δεν είχε φτάσει ακόμα ως εδώ το χτίσιμό του. Ήταν μονάχα ένα μεγάλο πέτρινο γιοφύρι, που το νόμιζαν κιόλα στοιχειωμένο και γι' αυτό σπάνια το διάβαιναν με τ' άλογα ή τα καρότσια. Εκείνο λοιπόν τον καιρό ο Μπεναρδής Χαρίτος είχε έναν πλούσιο μπάρμπα, έμπορο γουναρά, στην κοντινή πολιτεία με τα εργαστήρια των γουναρικών. Μα, καθώς ο Μπεναρδής έδειχνε από νωρίς κακοκέφαλος, δεν έκανε για την πολιτεία. Ήταν ολόκερος ένα πηχτό κομμάτι σκοτάδι... Το κρέας του μονάχα θα 'ταν από μέσα κόκκινο, σα βουβαλίσιο. Το κεφάλι του έμοιαζε ίδια αγριαγκαθιά και μέσα κει τριγύριζαν ένα σωρό ζουζούνια που βούιζαν και τον κεντρούσαν.

Βρήκε έτσι δουλειά στο κυνήγι του καστοριού και της βίδρας, για λογαριασμό του μπάρμπα του. Δύσκολο κυνήγι. Μπροστά πήγαινε η πονηριά, πίσω η αντοχή στο περπάτημα, η υπομονή να λουφάζεις ώρες και να σε βρίσκουν τα χαράματα καταπίνοντας μεγάλες μπουκιές πάχνη, μασώντας την ίδια την αναπνοή σου σαν κομμάτια βρεγμένο μπαμπάκι. Έσκαζε καμιά φορά ο ήλιος στο ζερβί σου χέρι, πίσω απ' τη μαύρη φαλακριά κορφή, και τότε τούτα τα βουνά τριγύρω ξεχώριζαν στο μάτι δυο πιθαμές ψηλότερα απ' ό,τι σήμερα —δυο και τρεις πιθαμές ψηλότερα— γιατί το νερό δεν το σταματούσε τότε το φράγμα. Το νερό ήταν πιο χαμηλά κι απλωμένο εδώ όσο του χρειαζόταν, όσο ήθελε· μια τεράστια θέληση, απλωμένη σαν τα πλοκάμια του χταποδιού. Σκόρπιζε δεξιά κι αριστερά απ' το κορμί του μεγάλου ποταμού, κι έφτιαχνε αλλού λίμνες, αλλού βαθιές λακκούβες γιομάτες χέλια, αλλού καταρράχτες να τρίβουν τ' ασπρόχειλα της λίγης πέτρας που 'χε ο τόπος, κι αλλού απέραντες βαλτοτοπιές, όπου ανάμεσα στα καλάμια κατοικούσαν σκορπιοί και μαύρες καραβίδες.

Δυο κυνηγόσκυλα τα 'χασε έτσι ο Μπεναρδής, εκείνο δα τον καιρό, παραπλανημένα απ' τη μυρουδιά του κυνηγιού, που στάθηκε γι' αυτά δόκανο του θανάτου μέσα στις σιωπηλές τούτες ακίνητες χώρες των βάλτων. Τ' άκουγε μιαν ολάκερη νύχτα να σκούζουν απελπισμένα, αλυσοδεμένα στη λάσπη. Βούλιαζαν σιγά σιγά, κι ο Μπεναρδής λύσσαγε απ' το κακό του. Μα δεν ήταν τρόπος να τα βοηθήσει κανένας. Μόνο, δυο μέρες αργότερα, ξέσπασε πια η λύσσα του πάνου στ' αγρίμια, καθώς είχε πετύχει κάποιο κόλπο κι έπεσαν μαζωμένα κάμποσα από δαύτα στα δίχτυα του. Θυμάται τι γρήγορα που σκίζονταν οι κοιλιές τους κάτου απ' το γυριστό του μαχαίρι! Μερικά τους ακόμα σπαρταρούσαν στο σκίσιμο. Πετούσε όξω εκείνος τα βρώμικα άντερα, τα 'γδερνε ξεκολλώντας άσφαλτα το πετσί απ' τη λιγνή ματωμένη σάρκα, κι έπειτα κάρφωνε τη γούνα τους για ένα πρώτο στέγνωμα γύρω τριγύρω στα σανίδια της ξυλοκαλύβας, που την έπνιγε όλη νύχτα η κάπνα της φωτιάς.

Σαν τέλειωνε κάποτε τούτη η εκδικητική δουλειά, ξάπλωνε το κορμί κατάχαμα στο βοϊδοτόμαρο. Το μυαλό έπιανε άξαφνα τότε να ρωτιέται: «Τάχα τι θα γινόσουν, Μπεναρδή, αν δεν χρειάζονταν για τίποτα τα κυνηγάρικά σου κι αν όλα τα καστόρια της γης, μα και καθετί που μοιάζει σ' αυτό τον κόσμο με τα καστόρια, δεν άξιζαν για κυνήγι; Αν ήταν άχρηστα, ναι, περιττά και ξένα... Δε θα 'χες τότε κι εσύ με τι ν' αγαπήσεις, δε θα 'χες που να τροχίσεις την έχθρα σου, Μπεναρδή!».

Α, τι τρομερή ιδέα! Εκείνη δα τη βραδιά, πάνου στο βοϊδοτόμαρο... Έτριβε τη ράχη του στο βοϊδοτόμαρο — ένα με το χώμα, ένα με το τρίχωμα του θανατωμένου ζωντανού— όταν το φαντάστηκε αυτό πρώτη του φορά. Έναν κόσμο, τάχα, όπου τίποτα δε θα 'ταν στον άλλον αναγκαίο. Ούτε για τη γούνα του, ούτε για την καρδιά, μήτε για το κορμί του! Ένα θαυμαστά άχρηστον κόσμο, όπου το καθετί θα περιπλανιόταν ξεμοναχιασμένο, όπως περιπλανιούνται τ' άστρα τη νύχτα. «Τι θα γινόμουν;» σκέφτηκε. «Α, πρέπει να κυνηγάς, να κυνηγάς όλο και περισσότερες βίδρες, όλο και περισσότερα όμορφα δέρματα! Να μη σε φτάνουν ποτέ τα δέρματα, για να 'σαι στ' αλήθεια ο Μπεναρδής!». Έτσι είπε.

Ξημέρωνε. Ίσα που ερχόταν η άνοιξη κι έλιωναν τα χιόνια. Όχι όλα μαζί, μόνο έλιωναν σιγά σιγά όπου τα χτυπούσε πιο πολύ ο ήλιος — ένας ήλιος κόκκινος, σα ματωμένο καλάθι. Σήκωσε τον ασημένιο κόκορα του σανσεπώ κι έριξε δυο κατά τον ήλιο. Ξεκίνησε έπειτα χωρίς σκοπό. Ένας αέρας πάλευε πάνου απ' τη γη να ξεκαθαρίσει τις θολές ανασεμιές του νερού, κι η γη όλη ήταν, τόπους τόπους, πράσινα κι άσπρα κομμάτια. Κατά τ' απομεσήμερο βρισκόταν κιόλας ενάμισι χιλιόμετρο πέρα απ' το ψηλό γεφύρι. Ο ήλιος έπαιρνε πια την κάτου βόλτα. Τ' ανοιχτά σκέλια του γεφυριού ζωγραφίζονταν πελώρια μέσα στο βάλτο, κι ο Μπεναρδής ένιωθε, απ' τα χαμηλά εδώ, σα μπερδεμένος ανάμεσα στις χαρακιές του ίσκιου τους — όταν, άξαφνα, κάτι που δεν το 'χαν ξαναδεί τα μάτια του φανερώθηκε μπρος του... Μόλις έκλεινε ίσα ίσα τα φτερά κι αλαφροζυγιαζόταν στην άκρη του καλαμιώνα. Ένας ερωδιός. Ήταν ένας σπάνιος ερωδιός, σωστή ξωτικιά πριγκίπισσα! Πρόλαβε έτσι να δει το φτερό πριν διπλώσει κι αμέσως το 'νιωσε: δεύτερο τέτοιο πουλί μήτε σε δέκα χρόνια δε θα το συναντούσες! Στάθηκε και το φερμάριζε ολάκερο λεφτό, σα λαγωνίκα. Η καρδιά του βροντούσε. Το 'θελε δικό του το πουλί, τ' αγάπησε κιόλας φανατικά καταλαβαίνοντας πως πρώτη φορά τώρα θα ντουφεκούσε στα στραβά, μες στα όλα, δίχως πονηριά και δίχως σταθερότητα, μόνο τρυφερά στ' αλήθεια, μόνο απ' την ανάγκη να το σταματήσει εκεί το πέταγμά του, να το φέρει κοντύτερα, ν' αγγίξει το θαυμάσιο φτερό!

Χωρίς να το παρατά απ' τα μάτια του, έκαμε τότε κομμάτι λοξά, να του βρεθεί απ' το πλάι. Ήταν μια λουρίδα γης, εκεί ανάμεσα στον καλαμιώνα, στρωμένη ακόμα με σπειρωτό χιόνι, σα να σκόρπιζες φούχτες ρύζι. Για να βρίσκεται το χιόνι σ' αυτή την κατάσταση, θα πει ήταν το χώμα από κάτω στέρεο. Ωστόσο, σε μια διαφορετική περίσταση ο Μπεναρδής θα τ' απόφευγε. Μα είχε αρματώσει κιόλας το σανσεπώ. Το βαστούσε έτοιμο στο ζερβί του. Δεν είχε μετρήσει ούτε πέντε βήματα, ούτε σωστά πέντε βήματα... Έγινε ένας μικρός κρότος, ένα κούφιο χτύπημα, καθώς που πέφτει το σαγόνι του δόκανου, καλά σκεπασμένο μέσα στα χώματα και τα κλαριά. Την ίδια στιγμή η μια του μπότα αφανίστηκε κάτου απ' την ασπράδα του χιονιού παρασέρνοντας μαζί και το πόδι του πιο ψηλά απ' το γόνυ, ενώ ένα μανιτάρι νερό και βούρκος ξεχύθηκε απ' τα χείλια της λακκούβας, που του το κατάπιε. Έχασε αμέσως την ισορροπία του. Με την πρώτη προσπάθεια να την ξαναποχτήσει, αντίκρισε και τ' άλλο του πόδι βουλιαγμένο ως το γοφό. Τότε κατάλαβε... Έτσι λοιπόν: Ούτε οι βίδρες, ούτε τα κυνηγόσκυλα, μόνο ένας ερωδιός, ένας θαυμάσιος ερωδιός! Αυτό λοιπόν ήταν: Αυτός θα τον κολλούσε, θα τον έχτιζε για πάντα μέσα στη λάσπη; Η ομορφιά των φτερών του ήταν η ίδια η λάσπη, λάσπη και θάνατος.

Από δω και μπρος, ήξερε πια ο Μπεναρδής τι έπρεπε να περιμένει. Ο θαυμασμός του θα τέλειωνε σ' αυτή την αργή και βρωμερή αιχμαλωσία. Στάθηκε όσο γινόταν ασάλευτος, γιατί κι η πιο μικρή κίνηση θα 'ταν ικανή να τον βουλιάξει μιαν ώρα αρχύτερα. Και τότε ο ερωδιός ξεδίπλωσε τα φτερά του, τα 'δειξε μιαν ύστερη φορά κι απομακρύνθηκε. Το κορμί του Μπεναρδή άρχισε από κείνη τη στιγμή να κατεβαίνει δυο πόντους την ώρα. Δυο και τρεις πόντους την ώρα, η λάσπη ανέβαινε ολοένα γύρω του ψηλότερα. Μόνο αν θα περνούσε κανένας απ' το γιοφύρι μέσα σε δέκα ώρες είχε την ελπίδα να γλιτώσει. Όμως χρειαζόταν να στέκει ασάλευτος. Μπορεί έτσι να 'πηζε κάμποσο κι η λάσπη πάνου στο μάλλινο ρούχο του και να τον συγκρατούσε, τότε οι ώρες να γίνονταν πιο πολλές από δέκα. Μα οπωσδήποτε ο βούρκος θα 'φτανε με τις ώρες ως το πηγούνι...

Στο σημείο αυτό ο γερο-Μπεναρδής έκοψε απότομα τη διήγησή του ρίχνοντας απελπισμένα βλέμματα πάνου στον υδρολόγο. Ο ιδρώτας φάνηκε μονομιάς να κομπαλιάζει στο μέτωπό του και μερικές σταγόνες είχαν πάρει την κατηφοριά απ' τα μενίγγια του και κυλούσαν σκαλώνοντας στο σγουρό γενάκι του.

«Περίεργο! σκέφτηκε ο μηχανικός. Είναι σαν ακόμα να μην το συνήθισε τούτο το παλιό περιστατικό... Σα να βρίσκεται ακόμα κολλημένος στο βάλτο...»
— Κι όμως, του λέει, η λάσπη, να, που δεν έφτασε βέβαια στο πηγούνι. Πολύ μ' ενδιαφέρει η ιστορία σου, άρχοντα Μπεναρδή!

Αλλά η απόκριση ήρθε το ίδιο απροσδόκητη κι ακατανόητη, όπως ακατανόητο ήταν και το πάθος, που καθώς προχωρούσε η μακριά τούτη αφήγηση φαινόταν ολοένα να πυρώνει τα χείλια και τα μάτια του Μπεναρδή Χαρίτου.

— Και ποιος σατανάς μπορεί τάχα να το μαντέψει! φώναξε έξαλλα, ενώ πεταγόταν όρθιος απ' το μιντέρι. Με το συμπάθιο, δηλαδή... Μα πώς μπορείς ακόμα να το ξέρεις, ότι δε θα φτάσει;... Ε, καλά, πως δεν έφτασε δηλαδή η λάσπη... Όταν σκέφτομαι την αιτία! Φαντάσου, ήταν μονάχα για έναν ερωδιό!

«Δε θα βρίσκεται, σίγουρα, στα καλά του!» συλλογίστηκε ο υδρολόγος, ενώ ο γέρος, σέρνοντας τώρα απ' την τσέπη το μεγάλο χρωματιστό μαντίλι του, σκούπιζε φαρδιά πλατιά με δαύτο το πρόσωπό του.
— Το χειρότερο που ένιωθα, συνέχισε πάλι επίμονα, ήταν πως όλα γύρω μου έστηναν μάτια και παρακολουθούσανε, λες, το βούλιαγμά μου. Έμοιαζε σα να μουν γυμνός κι όλα τα καλάμια του βάλτου μουρμούριζαν μεταξύ τους παρατηρώντας τη γύμνια μου. Νύχτωνε. Κανένας δε φαινόταν στο γιοφύρι. Σφάλιξα τα μάτια. Ο βούρκος είχε χίλια στόματα, χίλιες βεντούζες χταποδιού. Βύζαινε με δαύτες όσο κομμάτι απ' το κορμί μου είχε καταπιεί κι εγώ κατέβαινα ετσιδά στητός στον πάτο. Δυο και τρεις πόντους την ώρα, κατέβαινα...

Όταν ξανάνοιξε τα βλέφαρα, το φεγγάρι έβγαινε στον ουρανό. Το φεγγάρι σιγά σιγά γιόμιζε λάμψη. Έδιωχνε το σκοτάδι της νύχτας απ' το στερέωμα, κι εκείνο σούρωνε, σαν πηχτό κατακάθι, στο βάλτο. Έπειτα από κάμποση ώρα, αντίκρισε ψηλά το γιοφύρι να χορταίνει φως. Η νύχτα θα περνούσε δω ανέλπιδα. Ήξερε πως θαρρούσαν το γιοφύρι στοιχειωμένο και γι' αυτό σπάνια το διάβαιναν μ' άλογα ή με καρότσια, ακόμα και την ημέρα. Στα πολύ παλιότερα χρόνια φαίνεται πως στη θέση του βρισκόταν κάποιο άλλο ξύλινο γιοφύρι με μερικά σιδεροδοκάρια για ενίσχυση. Ήταν βγαλμένο χαμηλά χαμηλά, στο πιο στενό πέρασμα του ποταμού, και κάθε τόσο, όπως φούσκωνε το ρέμα, τα νερά το παράσερναν. Αργότερα, σε χρόνια που κι αυτά δεν τα 'χε προλάβει ο Μπεναρδής, κάποιοι μαστόροι, άνθρωποι με μεράκι, έβαλαν μπρος να φτιάξουν γιοφύρι πέτρινο. Ένα ψηλό γιοφύρι, να μην το φτάνει τάχα το νερό, να 'χει δυνατές και καλοσχεδιασμένες καμάρες, να 'ναι μακρύ κι αλαφρό, σαν τούτο που 'βλεπαν απόψε τα μάτια του.

Ο Μπεναρδής, κολλημένος στο βάλτο, θαρρεί πως το βλέπει απόψε για πρώτη φορά. Ήταν φοβερό το νυχτερινό κρύο. Οι βδέλλες κατάτρωγαν τα αιχμάλωτα πόδια του. Το ποτάμι μούγκριζε από μακριά. Κι ο θάνατος πάντα — ο θάνατος του ανέβαινε ως το λαιμό, δυο πόντους την τώρα.
Κατά τα ξημερώματα φάνηκε ανέλπιστα μια καρότσα με διπλά άλογα.

Θα τραβούσε, ωστόσο, μακριά τούτη η ιστορία, αν καθόταν κανένας να καταγράψει όλα όσα ένας πολύξερος παραμυθάς, όπως αποδείχτηκε κείνο το βράδυ ο γερο-Μπεναρδής, μπόρεσε ν' αραδιάσει. Κάποια στιγμή αναστέναξε και, μονομιάς, ξαναγύρισε στο φράγμα.

— Σταθείτε, τον έκοψε τότε ο μηχανικός. Σταθείτε. Πρέπει να σημειώσω κιόλας από μέρους σας μια πρώτη παρασπονδία. Γιατί βιάζεστε να σηκώσετε το φράγμα μέσα στο κενό; Μου λείπει η μισή ζωή σας... Αν όχι χρονικά, λογαριάζω ουσιαστικά. Ουσιαστικά, φίλε Μπεναρδή, μου λείπετε τουλάχιστο ο άλλος μισός! Ποτέ μου δεν κατάλαβα, αλήθεια, για ποιο λόγο όλες οι ιστορίες που έτυχε ν' ακούσω πάσχουν από μιαν υποτονία του αισθήματος της συνέχειας. Πόσα χρόνια ζήσατε τάχα;

Εκείνος δεν αποκρίθηκε αμέσως. Ύστερ' απ' την ολονύχτια ένταση, μια απότομη εξάντληση ανακατεμένη με υποψία έδειχνε τώρα τ' αχνάρια της στo πρόσωπό του. Έσκυψε το κεφάλι.

— Τι θες να μάθεις, μηχανικέ; μουρμούρισε. Το πιο σπουδαίο ήταν που είδα πάνω στο χτίσιμο του το φράγμα. Δεν υπάρχουν άλλοι, εξόν δυο πατέρες του μοναστηριού κι εγώ... Όχι, δεν έσωσε κανένας άλλος να το προφτάσει, μα την πίστη μου!

Ο Βαλέρης αρκέστηκε να βάλει καινούρια φωτιά στην πίπα του.

— Ας τελειώνω, λοιπόν! συνέχισε. Κοντεύει να ξημερώσει. Το καλοκαίρι, αυτή την ώρα άρχιζαν ίσα ίσα... Γλίτωναν έτσι κομμάτι απ' το λιοπύρι. Έλα κοντά μου! φώναξε, κι ανασηκώθηκε τραβώντας τον απ' το χέρι ως το σημείο που κρέμονταν οι κιτρινισμένες χαλκογραφίες1 στον τοίχο. Πάλιωσαν πια, είπε δείχνοντάς τις με το δάχτυλο. Σίγουρα δε βγάζεις από δαύτες και πολλά πράματα. Μα παίρνει κανένας μια ιδέα... Εμ, τι να ξέρουν οι σημερινοί που βρίσκονται εδώ, πίσω απ' το φράγμα, για τη δουλειά των γονικών τους; Ανοίγουν το πρωί τα μάτια τους, κι έτσι καθώς αντικρίζουν τον ήλιο να σκοντάφτει πάνου στ' αψηλό στεφάνι του τοίχου, λογιάζουν πως το φράγμα είναι τάχα φτιαγμένο από σίδερο και τσιμέντο. Ένα βουνό σίδερο και τσιμέντο, θα σου πούνε... Δεν το μαντεύει, λογου-χάρη, κανένας πως μέσα στο φράγμα κλείσανε ολάκερο το στοιχειωμένο γιοφύρι! Μα, ναι, όπως σ' τα λέω, το χτίσανε! Χτίσανε τις καμάρες του με πέτρα και το 'κλεισαν μέσα. Κι όλο το πρώτο χτίσιμο και το θεμέλιο ήταν ατόφιο με πέτρα. Χιλιάδες κομμάτια πέτρα και πηλός και άμμος! Χρειάστηκαν κάπου δέκα χρόνια να τ' ανεβάσουν σε μάκρος δεκαπέντε χιλιόμετρα. Στο μεταξύ, η επιχείρηση έβγαζε χαρτιά και προσκαλούσε τον κόσμο να τ' αγοράσει. Ύστερ' άλλαξε τα χαρτιά με χωράφια, απ' αυτά τα καινούρια που φανερώθηκαν πίσω απ' το φράγμα, σα συμπληρώθηκαν τα έργα. Οι πιο πολλοί, τους θυμάμαι, φαίνονταν δισταχτικοί. Φοβόντουσαν ν' ακουμπήσουν τα λεφτά τους, πριν την ώρα που το νερό θα 'ρχόταν να χτυπήσει πάνου στο φράγμα για να 'μπει μια και καλή στη θέση του. Τι θα γινόταν τάχα εκείνη την ώρα; Θ' άντεχε ο τοίχος να το σηκώσει το νερό; Αν όχι, πήγαιναν όλα του χαμού. Μα γω είπα: Θ' αντέξει! Σκανταλίστηκα άσκημα, επειδή ίσα ίσα οι άλλοι δυσκολευόντουσαν να ρισκάρουν. Μια και δυο τα μαζώνω που λες. Ένα σακούλι ναπολεόνια και τέτοια, κλερονομιά του μακαρίτη του μπάρμπα μου... Τραβάω ίσα στο γκισέ της εταιρείας και τ' ακουμπώ. Με κοίταζαν. Φορούσα κιόλας το κοντογούνι μου από μαλλί κατσικιού, κι ως φαίνεται ήμουν άγριος στην όψη, σα ληστής. Μετρούσαν τα λεφτά μου τρομαγμένοι, λες κι έπαιρναν λύτρα. Γέλασα. «— Μη φοβάστε», τους κάνω. «Εγώ λέω, θ' αντέξει! Τ' ακούτε;».

Ξανακάθισαν κι ο δυο εκεί στη γωνιά πάλι, δίπλα στο παράθυρο. Θαμποχάραζε. Τα φώτα έμοιαζαν όλο να πέφτουν, όλο και να γίνουνται πιο χλωμά μέσα σε τούτο το γυμνό, πέτρινο χώρο. Ο Μπεναρδής Χαρίτος άφησε για λίγο το κομπολόι βουβό στην παλάμη του.

— Είμαι γέρος πια, μηχανικέ, κακά τα ψέματα! Έφτιαξα φαμίλια μεγάλη. Και τα χωράφια που πήρα τότε, μ' εκείνα τα χαρτιά, αβγάτισαν. Ογδόντα χρόνια ζωή, ε; Α δε βαριέσαι τις ιστορίες, έχουμε πολλά να ξαναπούμε... Μα δε θέλω τώρα να ρωτήσω τίποτα. Τάχα γιατί να ρωτήσω ποιος είν' ο λόγος που σ' έστειλαν; Όχι· καλύτερα δε ρωτώ! Το ξέρω ωστόσο. Κάτι μοιάζει ν' άλλαξε πάλι δωχάμου τα τελευταία χρόνια. Κάτι μου χτυπάει στη μυρουδιά. Είναι πάντα η δύναμη του νερού, που παραφυλάει πάνω απ' τα κεφάλια μας. Μα γω και τώρα το ξαναλέω: Δε γίνεται αλλιώς... Δεν το χωράει αλλιώς το μυαλό τ' ανθρώπου... Θ' αντέξει, μηχανικέ! Θ' αντέξει και τούτη τη φορά! Γιατί με κοιτάς έτσι αμίλητος κι εσύ, σαν τους άλλους; Τι έχω λοιπόν; Τι βλέπεις απάνου μου; Τη στολή μου κοιτάς έτσι; Τη... στο...λή... μου;

Και με τις ύστερες τούτες κουβέντες έγινε άξαφνα κάτι, που όχι μονάχα γιόμισε απορία το μηχανικό Βαλέρη, μα τον έκανε ξανά να υποψιαστεί πως ο γέρος δεν ήταν, αλήθεια, ολότελα στα συγκαλά του. Έτριξε η πόρτα της τραπεζαρίας και, την ίδια στιγμή, ο Μπεναρδής Χαρίτος χλιώμιασε σαν το φλουρί... Τίναξε απότομα τη ραχοκοκαλιά απ' την πλάτη του ντιβανιού που ακουμπούσε, ενώ τα μακριά αδύνατα χέρια του και το κατωσάγονό του τρεμόπαιζαν άσχημα, λες κι είχαν φύγει απ' τη θέση τους.

— Τι φανερώθηκες πάλι μπροστά μου; γρύλισε κατά τη μεριά της πόρτας, έτσι που έκαμε το μηχανικό να γυρίσει κι εκείνος κατά κείθε. Τι γυρεύεις εδώ τέτοιαν ώρα; ξαναρώτησε δίχως να πάρει απόκριση απ' το πρόσωπο που στεκόταν στ' άνοιγμα της πόρτας.

Ο Βαλέρης, στρέφοντας, αντίκρισε τότε το σώμα μιας νέας κοπέλας2, που φωτιζόταν λοξά, καθώς έκανε να μπει, απ' το λιγοστό φως της αίθουσας, ενώ τ' άλλο μισό κορμί της στεκόταν βυθισμένο στο σκοτάδι του διαδρόμου. Μια χοντρή πλεξούδα των μαλλιών της χυνόταν μπροστά στον ώμο.

— Φύγε, λοιπόν! Χάσου απ' τα μάτια μου! πρόφτασε ακόμα να φωνάξει μ' οργισμένο πάθος ο γέρος, πριν ξανακλείσει η πόρτα και, μαζί μ' αυτή, πριν αφαλήξει προσώρας τούτη η αρχοντική ιστορία της νύχτας.



Διηγήματα

Επιλογή από τα καλύτερα και περισσότερο αντιπροσωπευτικά - κατά την κρίση του επιμελητή - διηγήματα του Σπύρου Πλασκοβίτη, όπως τα δυο κορυφαία του Παροξυσμός και Το ραντάρ, αλλά και Το πηλήκιο, Συντροφιά με τον Αντρέα Φόρτη, Τ' άλογο και τ' αεροπλάνο, Η τελευταία επίσκεψη, Τα χρυσόψαρα, "Αποφυλάκιση", Ο φίκος, Το τρελό επεισόδιο και άλλα από τα πιο ολοκληρωμένα στο είδος τους. Με πρώτο κριτήριο την ποιότητα και το ουσιαστικό τους αντίκρισμα, ανθολογήθηκαν δεκατέσσερα από τα πενήντα ένα συνολικά των έξι τυπωμένων διηγημάτων συλλογών, έτσι ώστε ν' αντιπροσωπεύονται, κατά το δυνατόν, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και οι σταθμοί της πορείας του. Όλα, εξ' άλλου, δημοσιεύονται εδώ στην οριστική τους μορφή, δεδομένου ότι συχνά στις μετέπειτα εκδόσεις έχει κάνει προσθήκες και τροποποιήσεις.



Το πουκάμισο του καθηγητή κι άλλα διηγήματα


... Δεν μπορείς να τα έχει όλα. Αλλά, και γιατί να μην τα έχεις όλα, όταν ξέρεις να φοράς ένα κομψό κι όμορφο πουκάμισο και, προπάντων, να το αλλάζεις κατά την "αισθητική" της εποχής; Από υφηγητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, πριν και μετά το '65, πριν και μετά τον Απρίλη του '67, ένας αξιόλογος μεσήλικας δε θα πάψει κοινωνικά να κερδίζει χάρη στην επενδυτική του κομψότητα.
Πίσω του ένας άλλος κόσμος ακολουθεί, έως τις ημέρες μας. Ένας κόσμος όπου τα πράγματα, τ' αντικείμενα που τον τριγυρίζουν γίνονται γι' αυτόν μάρτυρες της αιχμαλωσίας του. Ένας κόσμος που γυρεύει απάντηση -σκοτεινός και σαρκαστικός...




Η πόλη

Ένα τραγικό ερωτικό επεισόδιο, δεμένο με την πολιτική ζωή, την ειδυλλιακή φύση και τις κοινωνικές συνθήκες μιας πολιτείας στο Ιόνιο, δίνει στο καινούργιο μυθιστόρημα του Σπύρου Πλασκοβίτη την ευκαιρία να ιστορηθεί ένας κόσμος καταπιεσμένος από ένοχα αισθήματα κι ανταγωνιστικά συμφέροντα, που προμηνύουν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλαίσιο μιας αμετακίνητης ακόμα επαρχιακής ζωής. «Η πόλη» γίνεται έτσι ο πραγματικός πρωταγωνιστής, ο κυριότερος ήρωας σε τούτη την αφήγηση, όπου το ομαδικό στοιχείο συμπλέκεται ολοένα με τον ψυχισμό και τα ηθικά προβλήματα κάποιων χαρακτηριστικών ανθρώπων της. Το τέλος των αθώων σημαδεύει την είσοδο της νέας εποχής - μια «άλλη πόλη»... 
Ο συγγραφέας του «Φράγματος» επιχειρεί κι εδώ να καταγράψει, από διαφορετική γωνία, τη βαθύτερη αλήθεια του καιρού και του τόπου του, με τη βοήθεια πάντοτε του συνειδητού αναγνώστη. 
Το μυθιστόρημα «Η πόλη» είναι μια ιστορία φανταστική, που συμβαίνει κάποτε ν' ακουμπά πραγματικά περιστατικά, μα που δεν είναι καθόλου πρόθεση του συγγραφέα να την ταυτίσει με συγκεκριμένα πρόσωπα. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Η κυρία της βιτρίνας

"Η κυρία της βιτρίνας" αποτελεί ως ένα σημείο συνέχεια του μυθιστορήματος του Σπύρου Πλασκοβίτη "Η Πόλη". Ως ένα σημείο όμως. Γιατί εκτός από την Αγγελίνα Ντάσιου -την κυρία της βιτρίνας- κύριο πρόσωπο εκείνης της παλιότερης ιστορίας, που κάνει τώρα εδώ και πάλι την εμφάνισή της σε προχωρημένη ηλικία, στο νέο τούτο μυθιστόρημα άλλα πρόσωπα και περιστατικά καινούρια συνθέτουν μιαν αυτόνομη περιπέτεια του καιρού μας, καθώς στροβιλίζονται στο κοινωνικό και πολιτικό χάος του τόπου μας.
Η Αγγελίνα Ντάσιου, με το ασυνήθιστο παρελθόν της και με τα χρόνια που τη βαραίνουν, είναι μολοντούτο από τη φύση της πλάσμα γεννημένο να προκαλεί το ερωτικό πάθος και ν' αποκαλύπτει σκεπασμένες καταστάσεις ζωής μέσα στον κόσμο που την κυκλώνει. Ο αναγνώστης θα μπορέσει να εκτιμήσει έτσι με τη βοήθειά της πόσο φανταστική είναι ή δεν είναι τούτη η συνέχεια της ιστορίας της. Κι ακόμα θα μπορέσει ίσως να θυμηθεί πόσες φορές, και πού, του έτυχε να σκοντάψει πάνω στα τραγικά, τα κωμικά κι επίφοβα πρόσωπά της... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


ΤΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ

Τα διηγήματα αυτού του βιβλίου γράφτηκαν όλα μέσα στη φυλακή από το 1969 ως τις αρχές του 1972. Ήταν έτοιμα να κυκλοφορήσουν από πέρσι το φθινόπωρο. Ωστόσο η δεύτερη φάση της δικτατορίας έκανε τη συνολική τους έκδοση αδύνατη. Οι συλλήψεις εκδοτών κι ο τρόμος στα βιβλιοπωλεία δεν επιτρέψανε παρά τη σκόρπια μόνο δημοσίευση μερικών απ' αυτά σε περιοδικά ή ανθολογίες της εποχής. Τώρα που ήρθε ο καιρός τους, ίσως να πέρασε κιόλας. Εγώ όμως τα χρωστώ. Και, πρώτα - πρώτα, σ' εκείνους που τους έδωσαν πρόσωπο, που τα διάβασαν κρυφά σε χειρόγραφο: Στους παλιούς φυλακισμένους του Αβέρωφ, της Αίγινας και του Κορυδαλλού. (Από την έκδοση)



Τα βιβλία και οι περιγραφές τους από:

✧    ✧    ✧    ✧

Σπύρου Πλασκοβίτη, «Κέρκυρα – Αγάπη Αγέραστη», σ.266-269, περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 127: Αφιέρωμα «Ταξίδια στην Ελλάδα», Ιούνιος 1995

Κέρκυρα – Αγάπη Αγέραστη


Την ίδια εποχή –κι ακόμα μισόν αιώνα μετά την απελευθέρωση– ούτε μια αληθινή πολιτεία δεν έβρισκες στην υπόλοιπη Ελλάδα· η Πάτρα, η Καλαμάτα, το Μεσολόγγι, η Λαμία, τα Γιάννενα, η Αθήνα–μικρά ή μεγάλα τουρκοχώρια όλες τους…

Κι ο εφτανησιώτης λαός κράτησε τη γλώσσα του – τη φυσική γλώσσα της μάνας του και του σπιτιού του, την ελληνική – μέσα απ’ όλους αυτούς τους αιώνες, για να την παραδώσει, σαν ήρθε ο καιρός, στους δασκάλους του και τους ποιητές του, χωρίς ν’ αφήσει να του την κάμουν πρόβλημα οι λογιώτατοι – καθαρεύουσα ή δημοτική. Γλώσσα του στάθηκε ως το τέλος η γλώσσα του Σολωμού. Κράτησε και τη θρησκεία του, αλλά δεν άφησε να του την κάμουν μαύρο φανατισμό και μισαλλοδοξία. Ανέχθηκε τον λατίνο σαν αδελφό χριστιανό. Κι από τον δικό του παπά ζήτησε περισσότερη γνώση και λιγότερο προσευχητάριο. Με τα ήμερα ήθη του, με την πειραχτική του ειρωνία καιτ ην αγάπη του για τη ζωή και τον έρωτα, με το βαθύ σεβασμό του για τη Φύση, τη Μουσική και τις Τέχνες – μακάρι να είχε διώξει τον αθηναϊκό μεγαλοϊδεατισμό, πριν αγγίξει τα όρια της εθνικής συμφοράς! Πόσα προβλήματα, που δεν παύουν να βασανίζουν και σήμερα τον τόπο μας, δεν θα είχαν ίσως έγκαιρα ξεπεραστεί…

Μισόν αιώνα τώρα, μετά τον τελευταίο πόλεμο, η Κέρκυρα –λιγότερο τ’ άλλα νησιά– εξακολουθεί να ζει από τους ξένους πουλώντας το χώμα της και κατασπαράζοντας τις ακτές της και τις δασωμένες της πλαγιές. Τούτος ο βιασμός της ομορφιάς της ξεπέρασε στη διάρκεια της δικτατορίας των απριλιανών κάθε προηγούμενο. Θα χρειαζόταν, σίγουρα, ειδικό δικαστήριο και μόνο για να λογοδοτήσουν οι φονιάδες του «Κανονιού» – μιας από τις μαγευτικότερες τοποθεσίες στον κόσμο – που το κατάστρεψαν, το ανασκολόπισαν, το θάψανε μέσα στο μπετόν, παραδίδοντας το νεκρό του στην ξενοδοχειακή βουλιμία και στην ταβερνόβια αδηφαγία, ανάμεσα σε δυο στενές λουρίδες άσφαλτο, όπου πανικόβλητος ο διαβάτης θ’ αποπειραθεί να φυλαχτεί – μην τον τσακίσουν τ’ αυτοκίνητα –, δίχως να το καταφέρνει πάντοτε…

Η τουριστική «αξιοποίηση» της Κέρκυρας, όπως έγινε κι εξακολουθεί να γίνεται, δεν είναι υπερβολή να τη χαρακτηρίσει κανένας σα μια δεύτερη φάση βομβαρδισμού της, έπειτα από τους βομβαρδισμούς του ’40 και του ’43 που εξαφάνισαν ένα μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης. Εκείνοι γκρέμισαν γειτονιές και σπίτια, μα δεν μπόρεσαν να παραμορφώσουν το κορμί του νησιού. Η «αξιοποίηση» όμως σώριαζε κάθε χρόνο χιλιάδες τόνους μπετόν πάνω στα πιο ευαίσθητα σημεία του, σε κάθε σπιθαμή της κερκυραϊκής ακρογιαλιάς, σε κάθε τρυφερό κόλπο ή κολπίσκο. Μόνο όποιος δε γνώρισε την Κέρκυρα – την υπαίθρια και θαλάσσια Κέρκυρα – στα παλιότερα ειρηνικά της χρόνια μπορεί σήμερα να θαυμάζει τη..δόξα των ξενοδοχείων της και την πλημμύρα των αυτοκινήτων της τα καλοκαίρια! Πόσο χτίσιμο θα μπορέσει ν’ αντέξει ακόμα; Ως πότε ο αριθμός των «προσφερομένων κλινών και διανυκτερεύσεων» θ’ ανεβαίνει, χρόνο με χρόνο, απειλώντας να καταπιεί όλη την ύπαιθρο και να μετατρέψει τις μοσκοβολημένες αμμουδιές της σε γη καταυλισμών;

Είναι φόβος να σκεφτείς ότι αν υποχωρήσει κάποτε ο τουρισμός, που σήμερα εμπνέει τη μέθη του κέρδους στους ντόπιους και στους μη κερκυραίους ξένους επιχειρηματίες (οι οποίοι εκμεταλλεύονται το κερδισμένο χρήμα έξω από την Κέρκυρα), το νησί θα έχει απομείνει δίχως άλλους οικονομικούς πόρους, με την εγκατάλειψη των χωραφιών, τη σταθερή ελάττωση του αγροτικού πληθυσμού που παρατηρείται, την παραμέληση της ελιάς και την αδιαφορία για την όποια άλλη βιομηχανία εκτός της τουριστικής. Η άνοδος και η πτώση του τουριστικού ενδιαφέροντος για τη μια ή την άλλη περιοχή του κόσμου είναι γνωστό πως αποτελεί έναν αστάθμητο παράγοντα και κάθε χώρα θα πρέπει να υπολογίζει όλα τα ενδεχόμενα.

Ας μην είμαστε απαισιόδοξοι, θα σου απαντήσουν οι «αρμόδιοι». Μα εμείς, οι … αναρμόδιοι, θα επιμένουμε να λέμε για την Κέρκυρα: ας κρατήσουμε τουλάχιστον την ελιά! Ψηλό, γέρικο δέντρο η ελιά της Κέρκυρας – ένας μεγάλος αριθμός τους βρίσκεται ριζωμένος στα ίδια χώματα από την εποχή των Βενετσιάνων. Είναι ο ίσκιος κι η ομπρέλα του νησιού, το προστατεύει από τον πολύ τον ήλιο, σώζει τη γη του στις μεγάλες κατηφοριές των λόφων της Κέρκυρας από το κατρακύλισμα και τη διάβρωση. Στην πείνα και στην πολιορκία του εχθρού, σε σκοτεινά χρόνια, το φυλαγμένο λάδι φτωχού και πλούσιου ήταν το καταφύγιο της ζωής κι η ελπίδα των σωμάτων για να σταθούν όρθια. Χρειάζονται χέρια σήμερα για τον αδυνατισμένο από την ηλικία των δέντρων καρπό – και που να βρεθούν τα χέρια, αφού έγιναν όλα χέρια γκαρσονιών και κουβαλάνε δίσκους; Πάλι καλά που…»οι συνήθως ύποπτοι» μετανάστες από την απέναντι Αλβανία έφεραν τελευταία μια κάποια λύση…

Ψηλά, γέρικα δάση – τα δάση της ελιάς στην Κέρκυρα. Κι αν δεν είναι πια εκείνο που ήταν, χρόνια και καιρούς, ως τα δικά μου παιδικά χρόνια, η πρώτη και κυριότερη εισοδηματική πηγή του αγρότη και του εμπόρου, μα και γενικότερα του μόνιμου κάτοικου του νησιού, τουλάχιστο χρησιμεύουν για να στήνουν τα τσαντίρια τους – σκηνές του ξανθού έρωτα, μέσα στον ίσκιο τους και τη δροσιά τους – οι καλοκαιρινοί σταυροφόροι της χαράς.

Είναι ένα χάρμα των ματιών όλη αυτή η αγκαλιασμένη νιότη, που φλυαρεί και γελοκοπάει μ’ εξωτικές φωνές ξεμπαρκάροντας από τα στολισμένα καΐκια στους παλιούς, αμμουδερούς όρμους των Φαιάκων. Που γιομίζει μελίσσι τα πράσινα βράχια ή σημαδεύει με τα ξυπόλητα πόδια της τα στενά «καντούνια» και την «Πάνω Πλατεία» της πόλης, και μαζεύει στις φούχτες της μπουγαρίνια έξω από κάποιες μάντρες αρχοντικών. Τα παλιά αφεντικά του «λιμπροντόρο», κι οι απόγονοί τους με τις κορακίσιες ρεδιγκότες τους, ξεθωριάζουν ολοένα και σβήνουν στα βάθη από τα σκοτεινά τους πορτραίτα, κρεμάμενοι στους τοίχους – όπου ακόμα σώζονται – και στα διοικητήρια της αγγλοκρατίας. Οι θλιμμένες αυτοκράτειρες του Χρηστομάνου, οι εγγλέζοι ναύαρχοι, οι «Μεγάλοι Δούκες» και πρίγκιπες επισκέπτες της «μπελ-επόκ», τίποτα περισσότερο πια από μια σκονισμένη επιγραφή σε σκουριασμένο μέταλλο, έχοντας κιόλας σαρωθεί από τον όλεθρο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, βουλιαγμένοι για πάντα στα νερά της Γιουτλάνδης. Χιλιάδες επόμενοι νεκροί βιάστηκαν να τους σκεπάσουν στον Δεύτερο Παγκόσμιο – ποιος θυμάται ότι υπήρξαν κάποτε ζωντανοί…

Τούτη η σημερινή νιότη, με το δισάκι, την κονσέρβα και το φιλί στο στόμα, είναι οι καινούριοι πρίγκιπες, οι ανήσυχοι άγγελοι μιας ελπιζόμενης ειρήνης, διαφορετικής απ΄ όσες «ειρήνες» δοκιμάσαμε εμείς οι παλιότεροι, και κοιτάζοντάς την στα μάτια θέλεις να πιστέψεις ότι πρέπει να της έχεις εμπιστοσύνη· ότι δεν θ’ αφήσει να τη βουλιάξει σε άπατα βάθη ο άλλος τρίτος πόλεμος – ο παγκόσμιος των ναρκωτικών…

Ας ήταν, λες, αυτός μόνο ο καλοδεχούμενος τουρισμός, ο ακίνδυνος για το σχήμα και το χώμα του νησιού της Κέρκυρας! Δεν θα είχε το φόβο να την κατακερματίσουν σε οικόπεδα και να τη γιομίσουν αγκαθωτό συρματόπλεγμα όπου πατήσεις – σημάδια κυριαρχίας του «ιερού συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας», στα πλαίσια μιας κοινωνίας ανίερης…

Αλλά το ξέρω πως θα χαμογελάσουν, αν τα διαβάσουν ετούτα που αραδιάζω εδώ, οι οικονομικοί μας σύμβουλοι και οι επί του τουρισμού παραχαράκτες του ελληνικού τοπίου. Γιατί, ίσα-ίσα, τους «υψηλής στάθμης» ξένους θα σου πουν ότι αγωνίζεται κάθε χώρα να τραβήξει κοντά της· αυτοί κουβαλούν στα φουστάνια και στα γιλέκα τους το μαγικό φίλτρο της εποχής μας, το συνάλλαγμα. Αυτοί στηρίζουν και δικαιολογούν τη ντόπια και την πολυεθνική «ατσιδωσύνη», την ξενοδοχειακή έκρηξη, το τράφικο και την αγοραπωλησία στο χώρο των ηθών. Οι άλλοι – νεαροί εργάτες και μικροϋπάλληλοι, φοιτητές, φτωχοεπαγγελματίες του ποδαριού – τι να τους κάνεις; Σπουργίτες και λιανοπούλια, που δεν θα γίνουν ποτέ τους φασιανοί και παγώνια, λογαριάζονται μονάχα για μπελάς…

Μα εμείς, οι πάντοτε «αναρμόδιοι»–τι δυστυχία, αλήθεια, να βρίσκεσαι διαρκώς με τόσους πολλούς στην πλευρά των «αναρμόδιων» και πάντα οι «αρμόδιοι» σε κάθε ζήτημα, οι κατέχοντες το «μυστικό», να είναι οι λίγοι, πολύ λίγοι, πολύ βλοσυροί και δύσκολοι να μιλήσουν! Εμείς λοιπόν, οι «αναρμόδιοι», έχουμε το δικαίωμα να φωνάζουμε πως για κανένα λόγο και για κανενός είδους «συμφέροντα» μια χώρα δεν μπορεί να παίζει το ρόλο του εκμαυλιστή, μετατρέποντας σε γκαρσόνια, καμαριέρες και τσιτσερόνε το εργατικό δυναμικό της και σε ρουλέτες τα ιστορικά παλάτια της.

Η Φύση του νησιού ακόμα αντιστέκεται, ακόμα πρασινίζει τις πυρπολημένες πλαγιές, ανεβάζοντας στο φως καινούρια κλαριά και φύλλα μέσα από τις κρυμμένες ρίζες, χωρίς να περιμένει τη βοήθεια των …«Υπηρεσιών» αναδάσωσης. Μπαίνοντας στο λιμάνι της Κέρκυρας, στον ίσκιο του Παλιού και του Νέου Φρουρίου της, περιτρέχοντας με το καΐκι τις κρυφές, τις ερωτικές καμπύλες του νησιού και ανασαίνοντας το θαλασσινό τους άρωμα, μοιάζει σα να χαϊδεύει το αγέραστο σώμα – πάντοτε νέο κι επιθυμητό, παρ΄ όλα τα χτυπήματα και τις αδικίες των καιρών. Καθώς σου το θυμίζει ο σολωμικός στίχος

Χθες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλυκόν αέρα
…Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.

Μάης 1995

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://www.greek-language.gr/






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου