H Λούλα (Αγγελική-Θεανώ) Αναγνωστάκη (13 Δεκεμβρίου 1928 - 8 Οκτωβρίου 2017) ήταν Ελληνίδα θεατρική συγγραφέας και από τις σπουδαιότερες γυναικείες μορφές των ελληνικών γραμμάτων.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη.Σπούδασε στην Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στην Αυστρία. Παντρεύτηκε τον συγγραφέα και καθηγητή ψυχιατρικής Γιώργο Χειμωνά και ήταν η μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά.Πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 2017
Εργογραφία
Θέατρο
Έγραψε 12 θεατρικά έργα με τα οποία αναμοχλεύει τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα όπως το τραύμα, η μοναξιά, η ενοχή και η ήττα.
Τα πρώτα τρία μονόπρακτα έργα της ανέβηκαν για πρώτη φορά στη σκηνή το 1965 και εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1974 : ήταν η Η διανυκτέρευση, Η πόλη και Η παρέλαση. Αυτά πρωτοπαρουσιάσθηκαν σε μία ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν. Ακολούθησε το τρίπρακτο έργο Η συναναστροφή, που παρουσιάσθηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1967.
Τα μεταγενέστερα έργα της έχουν ανεβεί στην Ελλάδα από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης και σε πολλές ευρωπαϊκές σκηνές όπως στην Κύπρο, την Γαλλία, την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, την Γερμανία, την Ισπανία και τις ΗΠΑ. Τα ερμήνευσαν καλλιτέχνες όπως οι Πιττακή, Ζαβιτσιάνου, Κονιόρδου, Λαζαρίδου, Αρμένης, Τζώρτζογλου και τα σκηνοθέτησαν οι Κουν, Βογιατζής, Τριβιζάς, Παπαβασιλείου, Κουγιουμτζής και Αρδίττης. Αυτά είναι τα ακόλουθα :
Αντόνιο ή το μήνυμα (1972)
Η νίκη (1978)
Η κασέτα (1982)
Ο ήχος του όπλου (1987)
Διαμάντια και μπλουζ (1990)
Το ταξίδι μακριά (1995)
Ο ουρανός κατακόκκινος (μονόπρακτο, 1998)
Σ' εσάς που με ακούτε (2003)
Ο Γιώργος ως Άμλετ, Τα κείμενα των Φιλίππων 2009-2014 (2015) Κάπα Εκδοτική
Αυτή ήταν η Λούλα Αναγνωστάκη πίσω από τα μαύρα της γυαλιά
της Κατερίνας Λυμπεροπούλου
Ηταν περί τα μέσα της δεκαετίας του '60 όταν η Λούλα Αναγνωστάκη παρέδιδε στον Κάρολο Κουν δυο μονόπρακτα για να ακούσει από τον ίδιο να της λέει ότι θα ήθελε να του γράψει κι ένα τρίτο διότι εκείνα τα δυο από μόνα τους δεν ήταν ικανά για να συγκροτήσουν μια παράσταση. «Γύρισα σπίτι και το έγραψα σ’ ένα βράδυ» θα πει εκείνη σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της. Ο λόγος για το έργο της «Παρέλαση» που αποτέλεσε μέρος της τριλογία της Πόλης («Η διανυκτέρευση», «Η πόλη», «Η παρέλαση»), την οποία παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν το 1965.
«Η παρέλαση» ήταν εμπνευσμένη και από τη φυλάκιση του αδελφού της, του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, στο Γεντί Κουλέ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο και απελευθερώθηκε το 1951 με τη γενική αμνηστία. Ηταν η πρώτη εμφάνιση στο θέατρο της, 36χρονης τότε Θεσσαλονικιάς θεατρικής συγγραφέως που έφυγε από τη ζωή την Κυριακή τα ξημερώματα ήσυχα στον ύπνο της. «΄Ηθελα να γίνω γνωστή», έχει εξομολογηθεί για την παρθενική της συνεργασία στο «Υπόγειο» με το μεγάλο δάσκαλο Κάρολο Κουν. Κι αυτό ήταν και το έργο που της χάρισε τη θριαμβευτική είσοδό της στα θεατρικά πράγματα της χώρας. Στη συνέχεια, το Φεβρουάριο του 1967 ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το τρίπρακτο έργο της «Η συναναστροφή», σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν: «Αντόνιο ή το Μήνυμα» (1972), «Η νίκη» (1978), «Η κασέτα» (1982), «Ο ήχος του όπλου» (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη - Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο «Διαμάντια και μπλουζ», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε Το «Ταξίδι μακριά» από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο «Ο ουρανός κατακόκκινος» από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο «Σ' εσάς που με ακούτε» από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Υπήρξε μάλλον η γνωστότερη θεατρική συγγραφέας της μεταπολεμικής περιόδου τα περίπου 40 χρόνια της παρουσίας της στο θέατρο. Σύμφωνα με την Καθημερινή και τον Δημήτρη Αθηνάκη, τα έργα της, σχεδόν σε όλο τους το εύρος, εγχείριζαν προσεκτικά, με ένα σκοτεινό σαρκασμό, την ταυτότητα του Νεοέλληνα, όπως εκείνη διαμορφωνόταν από τις μεγάλες ιστορικές μεταβολές της περιόδου από το ’60 και μετά. Η Λούλα Αναγνωστάκη εξερεύνησε εις βάθος τα κοινά, συλλογικά τραύματα του Νεοέλληνα: την ενοχή, την ήττα, τη μοναξιά, όλα οικεία δείγματα των μεταπολεμικών λογοτεχνικών γενεών.
Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό που συνέβαλε στο μύθο της. Λεπτή κι αέρινη, μυστηριώδης πίσω από τα μαύρα της γυαλιά, υπήρξε μια χαρακτηριστική φιγούρα της τέχνης που άρχισε, ωστόσο, σταδιακά να αποτραβιέται από τον κόσμο από το 2000 όταν χάθηκε πρόωρα στα 60 του χρόνια ο καθηγητής ψυχιατρικής και γοητευτικός διανοούμενος, Γιώργος Χειμωνάς, με τον οποίο είχαν «συγκροτήσει» ένα εκκεντρικό ζευγάρι μέσα σε μια πολυτάραχη ζωή.
«Μια ζωή μέσα στον έρωτα. Με τον Χειμωνά, πιο πολύ;», θα ερωτηθεί το 2016 από τη δημοσιογράφο, Σόνια Ζαχαράρου, για λογαριασμό συνέντευξής της στο ΒΗΜΑgazino.«Με τον Χειμωνά, πάρα πολύ», θα απαντήσει. Ο έρωτάς τους άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του '60 όταν εκείνη ήταν παντρεμένη με τον κριτικό θεάτρου και ηθοποιό Μηνά Χρηστίδη και κράτησε γερός μέχρι το χαμό εκείνου. Καρπός του, ο Θανάσης Χειμωνάς, συγγραφέας και πολιτικός
«Στην οικογένεια γράφαμε πάντα κρυφά ο ένας από τον άλλο. Ο γιος μου ο Θανάσης μόνο δημοσιευμένα τα δείχνει. Το ίδιο έκανε και ο αδερφός μου, ο Μανόλης. Περίεργος άνθρωπος ο Μανόλης. Είχε έναν κρυμμένο δυναμισμό. Τον έπιανε ο ενθουσιασμός, αλλά τον τραβούσε η γυναίκα του πίσω. Άλλα πράγματα ήθελε από τη ζωή του. Δεν ήθελε να έχει παντρευτεί, ήθελε να πάει στον ένοπλο αγώνα. Ο άντρας μου, ο Γιώργος ο Χειμωνάς, μου τα έδειχνε πριν δημοσιευτούν. Αλλά σαν τελειωμένα. Εγώ τα έδειχνα στον Γιώργο. Ήθελα τη γνώμη του. Μου έλεγε πάντα ότι ήταν ωραία, πράγμα που δεν ξέρω καθόλου αν ήταν αλήθεια», έχει πει στο Γιώργο Διοσκουρίδη και στη Lifo.
Σπάνιες ήταν οι φορές που η Λούλα Αναγνωστάκη έδινε συνεντεύξεις. Γιατί; «Δεν έδινα, γιατί ρωτούσαν πολλά, έπρεπε να πω πολλά, να απαντήσω σε ορισμένα πράγματα που δεν ήθελα. Ενώ τώρα, όταν δεν θέλω να πω κάτι, το ρίχνω αλλού, απαντάω άλλα σε αυτά που με ρωτάνε και είμαι εντάξει. Βρίσκω δικαιολογίες», έχει πει στο ΒΗΜΑgazino.
Είχε να δει έργο της δέκα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα κι είχε περιορίσει τις μετακινήσεις της στο ελάχιστο. Τα προβλήματα επιδεινώθηκαν με δυο κατάγματα στο πόδι που συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο. «Δεν θέλω να βγαίνω έξω. Παλιά έβγαινα κάθε βράδυ. Εδώ, στο Κολωνάκι. Σινεμά στο Έμπασσυ, καθόμουν με τις ώρες στη Βιβλιοθήκη...Τελευταία φορά βγήκα πριν από τρία χρόνια, να πάω στον οδοντογιατρό. Μου αρέσει εδώ που κάθομαι. Έρχονται εδώ άνθρωποι που θέλω, που έχω κάτι να συζητήσω μαζί τους. Βλέπω τηλεόραση, αλλά δεν διακρίνω τα γράμματα. Πολλά ελληνικά έργα, συζητήσεις και ειδήσεις. Ευτυχώς που δεν πάω θέατρο πια. Μαρτύριο είναι το θέατρο. Μαρτύριο, επειδή γράφω θέατρο...» είχε πει στη Lifo
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://www.thetoc.gr/
Η Λούλα Αναγνωστάκη διαβάζει τον "Ουρανό Κατακόκκινο"
Ο ουρανός κατακόκκινος, 1997
1 γυναίκα (Μονόλογος)
Η Σοφία Αποστόλου, γόνος μιας αστικής οικογένειας, καθηγήτρια γαλλικής στο Δημόσιο με ανώτερες σπουδές στη Φιλολογία, κάτοχος επίσης της αγγλικής και της ρωσικής, χήρα ενός ωραίου κομουνιστή, απολυθείσα λόγω αλκοολισμού, ζει πια απέναντι από τις φυλακές Κορυδαλλού όπου είναι φυλακισμένος, ο άσχημος και λίγο πιο «αργός» γιος της. Ένας μονόλογος, σκέψεις δυνατές, μιας δυναμικής γυναίκας για τη ζωή, τις ελπίδες, τα όνειρα που διαψεύστηκαν μαζί με τις αξίες και τις ιδεολογίες και που είδε το παιδί της να μπλέκεται – και μαζί με αυτό και η ίδια- σε περίεργες «μπίζνες» με εμπόριο κοριτσιών από χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. http://www.greek-theatre.gr/
{ ....}
Το έργο της «Ο ουρανός κατακόκκινος» επισφραγίζει, θα έλεγα, όλα τα προηγούμενα. Ενα έργο που συμπυκνώνει όλη τη δραματουργική της ιδεολογία ή μυθολογία, απόσταγμα της δικής της θεατρικής περίπτωσης. Εκείνη που έδωσε με τόση δεξιοτεχνία τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, έδωσε το ασίγαστο τσεχοφικό πάθος, την τσεχοφική μιζέρια, πρόσωπα που κουβάλησαν στη σκηνή τις πρόσφατες μνήμες του διχασμού, του εμφύλιου, της δικτατορίας, πρόσωπα που έσταζαν το αίμα του προδομένου αντάρτικου, τώρα, σε τούτον τον τελευταίο της μονόλογο μοιάζει να κλείνει τη δική της θεατρική αυλαία με τη λέξη «Κατάρρευση». Κατάρρευση της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την κατάρρευση του Ενός Προσώπου, αυτού που την εκπροσωπεί. Που είναι εικόνα και ομοίωσή της. Του Προσώπου που διείσδυσε ώς τα βάθη της αποσύνθεσής της. Που την καταργεί, υψώνοντας τα δικά του ράκη της τελευταίας αξιοπρέπειας -ίδιο τραγικό πρόσωπο-, που την υπερβαίνει ακόμα με την αποδοχή της τέλειας συντριβής.{....}
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Αύγουστος, ήλιος στην παραλία,
φεύγουν τα πλοία σ’ άλλα νησιά,
φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία,
μια ησυχία σαν ερημιά.
Χάθηκα, χάθηκα μέσ’ στη ζωή μου,
χάθηκες, χάθηκες μέσ’ στη βροχή.
Σβήσαν τα φώτα στην παραλία
ήρθ’ ο Σεπτέμβρης, ήρθ’ η βροχή,
φεύγαν οι φίλοι, φεύγαν τα πλοία,
πήγε χαμένη η εκδρομή.
Χάθηκα, χάθηκα μέσ’ στη ζωή μου,
χάθηκες, χάθηκες μέσ’ στη βροχή.
Διαμάντια και Μπλουζ, 1990
3 άντρες - 4 γυναίκες
Η Άννα υπήρξε μια πολύ δυνατή προσωπικότητα. Γνωρίζει πολύ καλά που την έχουν οδηγήσει οι επιλογές της. Ανάμεσα στις αναμνήσεις της και στα ερωτηματικά της για το παρελθόν και τις επιλογές της είναι και ένας νεαρός έφηβος που κάποτε την περίμενε όμως εκείνη δεν πήγε στο ραντεβού τους χωρίς να του εξηγήσει τους λόγους. Εκείνος απάντησε στην απουσία της με ένα γράμμα και ένα ποίημα. Χρόνια μετά η κόρη της Άννας και η παρέα της ψάχνουν στίχους για ένα τραγούδι προκειμένου να συμμετάσχουν σε ένα φεστιβάλ τζαζ. Η Άννα τους δίνει το παλιό αυτό ποίημα και τους περιμένει σπίτι της για να προβάρουν το τραγούδι. http://www.greek-theatre.gr/
Απόσπασμα από το Σ΄εσάς που με ακούτε: «Κανένα έλεος για μας που αιώνες ολόκληρους βασανιστήκαμε, συρθήκαμε σε άσκοπους πολέμους, σε επαναστάσεις, νικήσαμε και νικηθήκαμε. Εμείς... Οι αισθηματικοί άνθρωποι. Οι ευσυγκίνητοι, οι άπληστοι για ζωή. Εμείς. Οι αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας». Το έργο ανέβηκε στη Νέα σκηνή του 2003 σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή. Απόσπασμα από το έργο Παρέλαση: «Δεν μου αρέσει η παρέλαση. Θυμάσαι τότε που ήμουν μικρή και στάθηκα πολλή ώρα στον ήλιο και μου πόνεσε το κεφάλι και έκανα εμετό και παραλίγο να πεθάνω; Ναι. Τι γυρεύουν τα σκυλιά στην παρέλαση; Ξεμπουκάρουν συνέχεια και τελειωμό δεν έχουν .Θα 'ναι καμιά εκατοστή. Τα σέρνουν στη μέση της πλατείας. Τα στριμώχνουν κολλητά το ένα με το άλλο. Δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα! Η χωροφυλακή. Προχώρησαν με τ' άλογά τους προς τα κει. Αν βέβαια είναι η χωροφυλακή. Δεν είμαι πια βέβαιος, δεν καταλαβαίνω τις στολές τους. Περίμενε. Πάλι αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονται και θέλουν να περάσουν κάτω απ' τα σκοινιά. Ήσυχα - ήσυχα. Ε, συ, κύριε, με τη τραγιάσκα πού πας, μέσα - μέσα. Και συ χοντρή, που μου θες να σταθείς πρώτη - πρώτη, κι εσύ, κι εσύ, μπρος γρήγορα στη θέση σας... Χα! Τα προσκοπάκια ξέρουν τη δουλειά τους. Το κάρο άρχισε να κυλάει σιγά, ξεπρόβαλε ολόκληρο - δε βλέπω καλά - μ' εμποδίζουν αυτοί πάνω στ' άλογα. Δεν είναι κάρο! Ζωή! Είναι ένα κλουβί, ένα μακρόστενο κλουβί πάνω σε ρόδες, και μέσα πρέπει να είναι ζώα, γιατί πηδούν αρπάζονται απ' τα κάγκελα. Πάλι αυτοί με τ' άλογά τους! Είναι, είναι άνθρωποι! Ζωή! Κουβαλούν ανθρώπους μέσα στο κλουβί! Αυτοί που είναι μέσα είναι όλοι ακρωτηριασμένοι. Άλλος χωρίς πόδια, άλλος χωρίς χέρια. Κι ένας χωρίς κεφάλι! Θε μου! Δεν κάνω λάθος, είναι χωρίς κεφάλι. Κι ωστόσο ο λαιμός του σαλεύει. Οι άνθρωποι όρμησαν και σπάσαν τα σκοινιά, χύμηξαν στην πλατεία. Αλλά δεν τους αφήνουν, τους σπρώχνουν πάλι πίσω, τους χτυπούν. Οι πρόσκοποι τους χτυπούν με τα σπασμένα σκοινιά, οι άλλοι κατέβηκαν απ' τ' άλογά τους και τους χτυπούν κι εκείνοι με τα κοντάρια τους. Ένας κρατά μια γυναίκα απ' τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, την κλωτσά στο πρόσωπο..." Το μονόπρακτο "Η παρέλαση" πρωτοπαίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Επίσης, τον Μάιο του 1968 ανέβηκε στο Παρίσι, στη Maison des Lettres, σε μετάφραση Νικηφόρου Παπανδρέου & J.Y.C. Fosse και σκηνοθεσία Antoine Vitez, με τους ηθοποιούς Colin Harris και Brigitte Jacques. Απόσπασμα από το έργο «Η Πόλη»: Ελισάβετ: Έχω την εντύπωση πως ούτε καν μ’ ακούς. Όταν σκοτείνιαζε εντελώς ανεβαίναμε στην ταράτσα. Μου ’δειχνε μακριά τις παλιές συνοικίες και τα κάστρα που τις περιβάλλουν… Τα’ χεις δει ποτέ αυτά τα κάστρα; Κίμων: Δε φαίνονται από το παράθυρο. Ελισάβετ: Όχι, δε φαίνονται από το παράθυρο. Μόνο από ψηλά –πολύ ψηλά. Αυτά τα κάστρα που άλλοτε ήταν το φρούριο της πόλης και τώρα έχουν γίνει φυλακές. Κίμων: Φυλακές; Ελισάβετ: Ναι, υγρές, σκοτεινές φυλακές. Κίμων: Τι κάνατε στην ταράτσα; Ελισάβετ: Κοιτάζαμε. Εκείνος τέντωνε το δάχτυλό του σε ένα σημείο. «Εκεί», μου έλεγε, «εκεί πέρα, τα χαράματα ντουφεκίζουν τους καταδικασμένους σε θάνατο». Δεν καταλάβαινα γιατί επέμενε να μου το λέει αυτό κάθε βράδυ και να μου δείχνει τεντώνοντας το δάχτυλό του προς το βορρά. Έπειτα χαθήκαμε κι έπειτα μια μέρα διάβασα το όνομά του στην εφημερίδα. Ήταν κι αυτός ανάμεσα στους καταδικασμένους σε θάνατο και είχε εκτελεστεί την αυγή. Δεν είναι παράξενο; Κίμων: Τι είναι παράξενο; Ελισάβετ: Δε με προσέχεις. Τόση ώρα σου μιλάω και δε με προσέχεις. Κανείς ποτέ δε με πρόσεξε πραγματικά. (…) Θες να σου πώ τι συνέβαινε όταν ήμουν μικρή; Οχτώ χρονών; Κίμων: Σε παρακαλώ, ηρέμησε. Δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Άλλωστε, είναι ώρα φαγητού. Ελισάβετ: Γυρνούσα από το σχολείο και το δωμάτιό μου ήταν άνω-κάτω. Το κρεβάτι ξέστρωτο, όπως το είχα αφήσει το πρωί, φεύγοντας. Κανείς, μα κανείς δε φρόντιζε να μου το στρώσει. (…). Κι όταν ήμουν δέκα χρονών, φεύγαν όλοι τα βράδια, μ’ άφηναν μόνη και στο απέναντι σπίτι μέναν κάτι γριές. Δεν ήξερα πώς να περάσω την ώρα μου, τις χάζευα. Χάζευα τις γριές, αυτή ήταν η διασκέδασή μου… Κίμων: Τι έχεις μέσα στα πακέτα; Ελισάβετ: Ήταν μια με κίτρινο δέρμα κι άσπρα μακριά μαλλιά, ίδια μάγισσα, δεν ξεκολλούσε ποτέ από το παράθυρο, τόσο που νόμιζα ότι ήταν ζωγραφισμένη στο τζάμι κι έπειτα ερχόταν μια άλλη και άναβε το καντήλι… Κίμων: Πάψε… Ελισάβετ: Κι είχαν κι έναν μπουφέ με καθρέφτη κι αυτό το καντήλι έκανε να φαίνονται σκιές στον καθρέφτη, έκανε να φαίνονται σκιές παντού, πελώριες σκιές και φοβόμουν… Κίμων: Πάψε, πάψε λοιπόν! Το μονόπρακτο "Η πόλη" πρωτοπαίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Τον Απρίλιο του 1967 παίχτηκε στο Tearto dei Verdi στην Πάντοβα σε μετάφραση Filippo Maria Pontani και σκηνοθεσία Ν. Τσιγγάκου, ενώ τον Ιούλιο του 1969 μεταδόθηκε από το BBC σε μετάφραση George Angell και σκηνοθεσία Martin Esslin. [Πηγή: www.doctv.gr]
Κίμων: Τι έχεις μέσα στα πακέτα; Ελισάβετ: Ήταν μια με κίτρινο δέρμα κι άσπρα μακριά μαλλιά, ίδια μάγισσα, δεν ξεκολλούσε ποτέ από το παράθυρο, τόσο που νόμιζα ότι ήταν ζωγραφισμένη στο τζάμι κι έπειτα ερχόταν μια άλλη και άναβε το καντήλι… [Πηγή: www.doctv.gr]
Απόσπασμα από το Σ΄εσάς που με ακούτε: «Κανένα έλεος για μας που αιώνες ολόκληρους βασανιστήκαμε, συρθήκαμε σε άσκοπους πολέμους, σε επαναστάσεις, νικήσαμε και νικηθήκαμε. Εμείς... Οι αισθηματικοί άνθρωποι. Οι ευσυγκίνητοι, οι άπληστοι για ζωή. Εμείς. Οι αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας». Το έργο ανέβηκε στη Νέα σκηνή του 2003 σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή. Απόσπασμα από το έργο Παρέλαση: «Δεν μου αρέσει η παρέλαση. Θυμάσαι τότε που ήμουν μικρή και στάθηκα πολλή ώρα στον ήλιο και μου πόνεσε το κεφάλι και έκανα εμετό και παραλίγο να πεθάνω; Ναι. Τι γυρεύουν τα σκυλιά στην παρέλαση; Ξεμπουκάρουν συνέχεια και τελειωμό δεν έχουν .Θα 'ναι καμιά εκατοστή. Τα σέρνουν στη μέση της πλατείας. Τα στριμώχνουν κολλητά το ένα με το άλλο. Δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα! Η χωροφυλακή. Προχώρησαν με τ' άλογά τους προς τα κει. Αν βέβαια είναι η χωροφυλακή. Δεν είμαι πια βέβαιος, δεν καταλαβαίνω τις στολές τους. Περίμενε. Πάλι αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονται και θέλουν να περάσουν κάτω απ' τα σκοινιά. Ήσυχα - ήσυχα. Ε, συ, κύριε, με τη τραγιάσκα πού πας, μέσα - μέσα. Και συ χοντρή, που μου θες να σταθείς πρώτη - πρώτη, κι εσύ, κι εσύ, μπρος γρήγορα στη θέση σας... Χα! Τα προσκοπάκια ξέρουν τη δουλειά τους. Το κάρο άρχισε να κυλάει σιγά, ξεπρόβαλε ολόκληρο - δε βλέπω καλά - μ' εμποδίζουν αυτοί πάνω στ' άλογα. Δεν είναι κάρο! Ζωή! Είναι ένα κλουβί, ένα μακρόστενο κλουβί πάνω σε ρόδες, και μέσα πρέπει να είναι ζώα, γιατί πηδούν αρπάζονται απ' τα κάγκελα. Πάλι αυτοί με τ' άλογά τους! Είναι, είναι άνθρωποι! Ζωή! Κουβαλούν ανθρώπους μέσα στο κλουβί! Αυτοί που είναι μέσα είναι όλοι ακρωτηριασμένοι. Άλλος χωρίς πόδια, άλλος χωρίς χέρια. Κι ένας χωρίς κεφάλι! Θε μου! Δεν κάνω λάθος, είναι χωρίς κεφάλι. Κι ωστόσο ο λαιμός του σαλεύει. Οι άνθρωποι όρμησαν και σπάσαν τα σκοινιά, χύμηξαν στην πλατεία. Αλλά δεν τους αφήνουν, τους σπρώχνουν πάλι πίσω, τους χτυπούν. Οι πρόσκοποι τους χτυπούν με τα σπασμένα σκοινιά, οι άλλοι κατέβηκαν απ' τ' άλογά τους και τους χτυπούν κι εκείνοι με τα κοντάρια τους. Ένας κρατά μια γυναίκα απ' τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, την κλωτσά στο πρόσωπο..." Το μονόπρακτο "Η παρέλαση" πρωτοπαίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Επίσης, τον Μάιο του 1968 ανέβηκε στο Παρίσι, στη Maison des Lettres, σε μετάφραση Νικηφόρου Παπανδρέου & J.Y.C. Fosse και σκηνοθεσία Antoine Vitez, με τους ηθοποιούς Colin Harris και Brigitte Jacques. Απόσπασμα από το έργο «Η Πόλη»: Ελισάβετ: Έχω την εντύπωση πως ούτε καν μ’ ακούς. Όταν σκοτείνιαζε εντελώς ανεβαίναμε στην ταράτσα. Μου ’δειχνε μακριά τις παλιές συνοικίες και τα κάστρα που τις περιβάλλουν… Τα’ χεις δει ποτέ αυτά τα κάστρα; Κίμων: Δε φαίνονται από το παράθυρο. Ελισάβετ: Όχι, δε φαίνονται από το παράθυρο. Μόνο από ψηλά –πολύ ψηλά. Αυτά τα κάστρα που άλλοτε ήταν το φρούριο της πόλης και τώρα έχουν γίνει φυλακές. Κίμων: Φυλακές; Ελισάβετ: Ναι, υγρές, σκοτεινές φυλακές. Κίμων: Τι κάνατε στην ταράτσα; Ελισάβετ: Κοιτάζαμε. Εκείνος τέντωνε το δάχτυλό του σε ένα σημείο. «Εκεί», μου έλεγε, «εκεί πέρα, τα χαράματα ντουφεκίζουν τους καταδικασμένους σε θάνατο». Δεν καταλάβαινα γιατί επέμενε να μου το λέει αυτό κάθε βράδυ και να μου δείχνει τεντώνοντας το δάχτυλό του προς το βορρά. Έπειτα χαθήκαμε κι έπειτα μια μέρα διάβασα το όνομά του στην εφημερίδα. Ήταν κι αυτός ανάμεσα στους καταδικασμένους σε θάνατο και είχε εκτελεστεί την αυγή. Δεν είναι παράξενο; Κίμων: Τι είναι παράξενο; Ελισάβετ: Δε με προσέχεις. Τόση ώρα σου μιλάω και δε με προσέχεις. Κανείς ποτέ δε με πρόσεξε πραγματικά. (…) Θες να σου πώ τι συνέβαινε όταν ήμουν μικρή; Οχτώ χρονών; Κίμων: Σε παρακαλώ, ηρέμησε. Δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Άλλωστε, είναι ώρα φαγητού. Ελισάβετ: Γυρνούσα από το σχολείο και το δωμάτιό μου ήταν άνω-κάτω. Το κρεβάτι ξέστρωτο, όπως το είχα αφήσει το πρωί, φεύγοντας. Κανείς, μα κανείς δε φρόντιζε να μου το στρώσει. (…). Κι όταν ήμουν δέκα χρονών, φεύγαν όλοι τα βράδια, μ’ άφηναν μόνη και στο απέναντι σπίτι μέναν κάτι γριές. Δεν ήξερα πώς να περάσω την ώρα μου, τις χάζευα. Χάζευα τις γριές, αυτή ήταν η διασκέδασή μου… Κίμων: Τι έχεις μέσα στα πακέτα; Ελισάβετ: Ήταν μια με κίτρινο δέρμα κι άσπρα μακριά μαλλιά, ίδια μάγισσα, δεν ξεκολλούσε ποτέ από το παράθυρο, τόσο που νόμιζα ότι ήταν ζωγραφισμένη στο τζάμι κι έπειτα ερχόταν μια άλλη και άναβε το καντήλι… Κίμων: Πάψε… Ελισάβετ: Κι είχαν κι έναν μπουφέ με καθρέφτη κι αυτό το καντήλι έκανε να φαίνονται σκιές στον καθρέφτη, έκανε να φαίνονται σκιές παντού, πελώριες σκιές και φοβόμουν… Κίμων: Πάψε, πάψε λοιπόν! Το μονόπρακτο "Η πόλη" πρωτοπαίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Τον Απρίλιο του 1967 παίχτηκε στο Tearto dei Verdi στην Πάντοβα σε μετάφραση Filippo Maria Pontani και σκηνοθεσία Ν. Τσιγγάκου, ενώ τον Ιούλιο του 1969 μεταδόθηκε από το BBC σε μετάφραση George Angell και σκηνοθεσία Martin Esslin. [Πηγή: www.doctv.g
Αποσπάσματα από την «Παρέλαση»
"Δεν μου αρέσει η παρέλαση. Θυμάσαι τότε που ήμουν μικρή και στάθηκα πολλή ώρα στον ήλιο και μου πόνεσε το κεφάλι και έκανα εμετό και παραλίγο να πεθάνω;
Ναι... Τι γυρεύουν τα σκυλιά στην παρέλαση; Ξεμπουκάρουν συνέχεια και τελειωμό δεν έχουν .Θα 'ναι καμιά εκατοστή... Τα σέρνουν στη μέση της πλατείας. Τα στριμώχνουν κολλητά το ένα με το άλλο... Δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα!
Η χωροφυλακή. Προχώρησαν με τ' άλογά τους προς τα κει. Αν βέβαια είναι η χωροφυλακή... Δεν είμαι πια βέβαιος, δεν καταλαβαίνω τις στολές τους...
Περίμενε... Πάλι αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονται και θέλουν να περάσουν κάτω απ' τα σκοινιά... Ήσυχα - ήσυχα... Ε, συ, κύριε, με τη τραγιάσκα πού πας, μέσα - μέσα. Και συ χοντρή, που μου θες να σταθείς πρώτη - πρώτη, κι εσύ, κι εσύ, μπρος γρήγορα στη θέση σας... Χα! Τα προσκοπάκια ξέρουν τη δουλειά τους. Το κάρο άρχισε να κυλάει σιγά, ξεπρόβαλε ολόκληρο - δε βλέπω καλά - μ' εμποδίζουν αυτοί πάνω στ' άλογα. Δεν είναι κάρο!... Ζωή! Είναι ένα κλουβί, ένα μακρόστενο κλουβί πάνω σε ρόδες, και μέσα πρέπει να είναι ζώα, γιατί πηδούν αρπάζονται απ' τα κάγκελα... Πάλι αυτοί με τ' άλογά τους!... Είναι, είναι άνθρωποι! Ζωή! Κουβαλούν ανθρώπους μέσα στο κλουβί!
Αυτοί που είναι μέσα είναι όλοι ακρωτηριασμένοι... Άλλος χωρίς πόδια, άλλος χωρίς χέρια.. Κι ένας χωρίς κεφάλι! Θε μου! Δεν κάνω λάθος, είναι χωρίς κεφάλι... Κι ωστόσο ο λαιμός του σαλεύει...
Οι άνθρωποι όρμησαν και σπάσαν τα σκοινιά, χύμηξαν στην πλατεία... Αλλά δεν τους αφήνουν, τους σπρώχνουν πάλι πίσω, τους χτυπούν. Οι πρόσκοποι τους χτυπούν με τα σπασμένα σκοινιά, οι άλλοι κατέβηκαν απ' τ' άλογά τους και τους χτυπούν κι εκείνοι με τα κοντάρια τους. Ένας κρατά μια γυναίκα απ' τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, την κλωτσά στο πρόσωπο...".
"Η πόλη"της Λούλας Αναγνωστάκη, (Κέδρος, 4η έκδοση - 1986) που περιέχει τα μονόπρακτα "διανυκτέρευση", "η πόλη" και "η παρέλαση".
Το μονόπρακτο "Η διανυκτέρευση" παίχτηκε για πρώτη φορά, μαζί με τα μονόπρακτα "Η πόλη" και "Η παρέλαση", έχοντας τον γενικό τίτλο "Η πόλη", από το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και σκηνικά-κοστούμια Μαρίας Ρούσσου. Είχαν λάβει μέρος: Σοφία Μιχοπούλου (Γριά), Κατερίνα Καραγιάννη (Σοφία), Νίκος Χαραλάμπους (Μίμης). Επίσης, μεταδόθηκε από το Rai3 Radio τον Οκτώβριο του 1966.
Το μονόπρακτο "Η πόλη" πρωτοπαίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και σκηνικά-κοστούμια Μαρίας Ρούσσου. Είχαν λάβει μέρος: Νεκτάριος Βουτέρης (Κίμων), Μάγια Λυμπεροπούλου (Ελισάβετ) και Γιώργος Λαζάνης (Φωτογράφος). Επίσης, τον Ιανουάριο του 1966 παρουσιάστηκε από την κυπριακή τηλεόραση σε σκηνοθεσία Εύη Γαβριηλίδη. Ακόμη, τον Απρίλιο του 1967 παίχτηκε στο Tearto dei Verdi στην Πάντοβα σε μετάφραση Filippo Maria Pontani και σκηνοθεσία Ν. Τσιγγάκου, ενώ τον Ιούλιο του 1969 μεταδόθηκε από το BBC σε μετάφραση George Angell και σκηνοθεσία Martin Esslin.
Αντόνιο ή το μήνυμα
(Στη σκηνή βρίσκονται η ΑΛΙΚΗ και ο ΑΝΤΟΝΙΟ. Ο φωτισμός είναι χαμηλός και κόκκινος. Η ΑΛΙΚΗ ειναι καθισμένη σε μια καρέκλα σε πρώτο πλάνο, απέναντι στην πλατεία. Φορά ένα κλειστό μαύρο φόρεμα. Κρατά το μέτωπό της σαν να θέλει να συγκεντρωθεί. Ο ΑΝΤΟΝΙΟ, στο βάθος, ζωγραφίζει αργά, με κόπο. Η ΑΛΙΚΗ αφήνει να πέσει το χέρι της, ανασηκώνει το κεφάλι, κοιτάζει ίσια μπροστά της. Το πρόσωπο της είναι σα μασκα. Μοιάζει σχεδόν σα μια γριά γυναίκα. Παύση. Έπειτα αρχίζει να μιλά χωρίς ν' αλλάξει έκφραση και κοιτάζοντας πάντα μποστά της. )
ΑΛΙΚΗ: Αντόνιο. Αντόνιο εδώ είσαι; Έλα να καθίσεις δίπλα μου. Έλα, σου λέω! Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Οι άλλοι θα γυρίσουν από στιγμή σε στιγμή και δε θα είμαστε πια μόνοι. Δε θα μπορούμε να μιλήσουμε ο ένας στον άλλον. Δεν έχουμε καιρό. Έλα. (Παύση) Δεν έχω καιρό. Είμαι βιαστική- γερνάω. Πόσο χρονών είσαι εσύ; Είκοσι; Εικοσιδύο. Σε σένα δεν έχει σημασία η ηλικία. Γι` αυτό σ` αγαπώ. Δε θα μεγαλώσεις ποτέ. Δε θα φύγεις ποτέ μακριά από τη μαμά σου. Την καλή-γριά μαμά σου. (Άργα) Έλα λοιπόν που σού λέω! Δεν έχουμε καιρό! Έλα, πρέπει ν` αρχίσουμε. (Παύση) Αχάριστο πλάσμα. Ξεχνάς τί ήσουν όταν σ` έφερα εδώ. Ένα ζώο. Ένα ζώο που τρεμούλιαζε στη γωνιά του δρόμου. Κι εγώ σού έμαθα να ντύνεσαι, να τρως, να ζωγραφίζεις, να σκέφτεσαι. Να μιλάς. Ναι ακόμα και να μιλάς σου έμαθα. Μίλα! Τώρα! (Παύση) Αχάριστε. Δε λες λέξη. Αναρωτιέμαι τί θα ήσουν χωρίς εμένα. Ένα σκυλί που του πετούν πέτρες. (Ξεσπά) Ώρες- ώρες μού 'ρχεται ν' ανοίξω την πόρτα και να σε πετάξω έξω! Έτσι. Να σ' ακούσω να γαβγίζεις μέσα στην κρύα νύχτα. Το ξέρεις πως μ' έχεις ανάγκη; Με χρειάζεσαι! Το ξέρεις ναι ή όχι; (Παύση) Εντάξει κι εγώ σε έχω ανάγκη. Έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Το παραδέχομαι. Τί ήμουν πριν σε φέρω εδώ; Μια γριά έρημη γυναίκα. Τέτοια ήμουν πάντα- σε όλη μου τη ζωή- έτσι γεννήθηκα. Ακόμα κι όταν ζούσα με τους γονείς μου. Ακόμα κι όταν ζούσα με τον άντρα μου. Ο άντρας μου μού το λεγε από τον πρώτο κιόλας καιρό και ήμουν δεν ήμουν είκοσι χρονών τότε. Είσαι μια γριά έρημη γυναίκα, μού έλεγε. Γριά και άσχημη. Μια μέρα θα σε εγκαταλείψω. Θα φύγω και δε θα με ξαναδείς. Κι οι φίλοι μου μού το έλεγαν κι εκείνοι. Ή μάλλον όχι- δε θυμάμαι πια. Δεν θυμάμαι αν αυτοί μού το έλεγαν. Το σκέφτονταν όμως, όσο γι αυτό είμαι βέβαιη. Το σκέφτονταν. Κι όταν εκείνος, ο άντρας μου έφυγε, τότε σίγουρα το σκέφτηκαν γι άλλη μια φορά. Το είδα στα μάτια τους. Δε γελιέμαι εγώ. Όμως είχα γνωρίσει κάποτε μια γυναίκα που ήταν χαρούμενη κι όμορφη. Η πιο χαρούμενη κι όμορφη γυναίκα που είδα ποτέ στη ζωή μου. Έμενε πλάι απο το πατρικό μου σπίτι. Κι είχε ένα παράξενο όνομα. Αμίνα. Έτσι την έλεγαν. Η μητέρα μου έλεγε: Πήγαινε στο παράθυρο να δεις την Αμίνα. Η Αμίνα βγήκε στο μπαλκόνι. Η Αμίνα φορά το άσπρο της φόρεμα. Η Αμίνα έκανε τα μαλλιά της κοτσίδα. Και μια μέρα μού είπε: Η Αμίνα κρεμάστηκε γιατί την άφησε ο άντρας της.
(Γελά σιγά)
Μια γριά έρημα γυναίκα. Πάντα. Σε όλη μου τη ζωή. Τριγύριζα στ' άδεια πάρκα. Στους άδειους δρόμους. Στ΄'αδεια σπίτια. Παντού πάρκα και δρόμοι. Σπίτια Φωνές. Άνθρωποι. Ποτέ δεν ένιωθα καλά με τους ανθρώπους. Πώς μπορεί να νιώθει κανείς καλά μαζί τους όταν- όταν υπάρχει αυτή η έλλειψη συντονισμού στις σχέσεις τους. Συντονισμός! Αυτό ακριβώς. Αντόνιο, τη βρήκα τη λέξη! Όλα μπορεί κανείς να τ` αντέξει στη ζωή. Γιατί όλα έγιναν για να σε βασανίζουν- στο τέλος συνηθίζεις. Το ανυπόφορο είναι πως πρέπει να τ' αντέξεις μονάχος. Οι άλλοι δεν μπορούν ποτέ να σε φτάσουν στη δυστυχία σου. Οι άλλοι αισθάνονται πάντα διαφορετικά από σένα- ακόμα κι αν λεν πως σ' αγαπούν- ακόμα κι αν λεν πως θέλουν να σε βοηθήσουν-πάντα ο πόνος τους θα είναι λιγότερος απ' το δικό σου. Είναι άδικο, δεν είναι; Εγώ δεν μπορώ να το υποφέρω. Εγώ όταν είμαι δυστυχισμένη θέλω όσοι με τριγυρίζουν να είναι και εκείνοι το ίδιο δυστυχισμένοι όπως εγώ. Για αυτό και φροντίζω να γίνουν. Τους βασανίζω, Αντόνιο, καταλαβαίνεις; Τους βασανίζω. Γιατί δεν τους ζητάω συμπόνια. Δυστυχία όση και η δική μου, τους ζητάω, στον ίδιο βαθμό, ούτε τόσο δα λιγότερη. Και δυστυχία αληθινή μόνο για δική τους αιτία μπορούν να νιώσουν, ποτέ για ξένη. Γι' αυτό και τους τη δίνω: την αιτία. Για να μη μείνω μόνη και αβοήθητη σε τέτοιες στιγμές. Είμαι σαν εκείνη τη γυναίκα που όταν πέθανε το παιδί της, σκότωσε το παιδί της αδελφή της για να έχει αληθινό σύντροφο στον πόνο της. Συντονισμός! (Γελά ανόρεχτα) Όμως πώς να τους το εξηγήσεις αυτό- πώς να τους δώσεις να καταλάβουν. Τα ηλίθια μούτρα τους- τα άδεια τους μάτια- οι στριγγλιάρικες φωνές τους. Θαρρώ πως ο μόνος που το κατάλαβε ποτέ ήσουν εσύ. Γι αυτό και σε έχω τόσο ανάγκη. Μη μ' αφήσεις ποτέ Αντόνιο! Μη μ' αφήσεις. Μη βγεις ποτέ μονάχος έξω τη νύχτα! (Κοιτάζει γύρω της) Τα παγωμένα δωμάτια. Το σκοτάδι. Εγώ κι εσύ είμαστε ένα τώρα. Βλέπεις πριν με γνωρίσεις δεν ήξερες τίποτα και τα 'μαθες όλα από μένα. Τώρα εσύ και εγώ είμαστε το ίδιο. Κλαίμε μαζί, χαιρόμαστε μαζί, έχουμε τα ίδια αισθήματα για τους άλλους κι όλα αυτά στον ίδιο βαθμό.Ούτε τόσο δα παρά κάτω ο ένας από τον άλλον. Ο συντονισμός. Τί σού έλεγα; Θυμήσου αυτή τη λέξη όσο κι αν είναι δύσκολη για σένα. Τότε που είχε πέσει το πριόνι και σού 'χε κόψει βαθιά το πόδι κι έτρεχε αίμα και ούρλιαζες και το πήρα κι εγώ κι έκοψα το δικό μου βαθιά- πονούσαμε μαζί, θυμάσαι, δεν ήσουν μόνος. Κανείς στον κόσμο δεν πέτυχε αυτό που πετύχαμε εμείς οι δυο. (Από ένα σημείο και πέρα ο ΑΝΤΟΝΙΟ έχει αρχίσει να τακτοποιεί τα χαρτιά του. Σηκώνεται αργά, πλησιάζει την ΑΛΙΚΗ, έχει πάρει μια καρέκλα και κάθεται. Είναι και οι δυο με τα πρόσωπα προς την πλατεία, στο προσκήνιο και κολλητά σχεδόν ο ένας στον άλλον. Το πρόσωπο της ΑΛΙΚΗΣ έχει μεταμορφωθεί. Το έχει πλημμυρίσει η τρυφερότητα) Ήρθες- ήρθες αγόρι μου. Δώσε μου το χέρι σου. Μικρό μου, τρυφερό χεράκι. Τί βλέπω; Τα δάχτυλά σου είναι γρατσουνισμένα. Τί έκανες πάλι, ε; Θα σε μαλώσω. Ξέρω, ξέρω τί κάνεις όταν δε σε βλέπω. Σκαρφαλώνεις τα μεσάνυχτα ως τις χελιδονοφωλιές και κλέβεις τα αυγά τους. Αυτό δεν κάνεις; Κακό παιδί, γι αυτό τα χέρια σου έχουν όλο γρατσουνιές. Έλα, αστεία το είπα, εσύ δεν κάνεις ποτέ τέτοια πράγματα. Εσύ δεν βγαίνεις ποτέ τις νύχτες έξω σαν τα άλλα αγόρια της ηλικίας σου. Εσύ δεν παρατάς τη γριά μάνα σου μόνη. (Παύση. Η ΑΛΙΚΗ αφαιρείται απότομα και κοιτάζει μπροστά της ακίνητη. Έπειτα στρέφεται προς την πόρτα. Η έκφρασή της αλλάζει πάλι) Όμως χάνουμε χρόνο. Δεν έχουμε καιρό. Και πρέπει να μιλήσουμε οι δυό μας, πριν έρθουν οι άλλοι. Τους ακούς; Έρχονται. Εγώ τους ακούω κιόλας. Εμπρός, μίλα. Θέλω ν' ακούσω τη δική σου φωνή. Τι μέρα έχουμε σήμερα;
ΑΝΤΟΝΙΟ: Κυριακή.
Ποίημα - Ένας ξένος στο μπαρ
Το 1966 ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έβγαλε από τη «Διαγώνιο» δύο βιβλιαράκια που συγκέντρωναν το μέχρι τότε μεταφραστικό του έργο. Στο «Εντευκτήριο Ι» μπήκαν μεταφράσεις αρχαίων λυρικών ποιητών και στο «Εντευκτήριο ΙΙ» μεταφράσεις σύγχρονων λογοτεχνών. Στο δεύτερο «Εντευκτήριο», και στην ενότητα «Ελλάδα – ποιητές που έγραψαν και στα αγγλικά», διαβάζουμε με έκπληξη ένα ποίημα της Λούλας Αναγνωστάκη: «Ένας ξένος στο μπαρ». Ο Χριστιανόπουλος σημειώνει: «Το ποίημα της Λούλας Αναγνωστάκη A stranger in the bar, που δημοσιεύτηκε ανώνυμα, το μετέφρασα από το περιοδικό The Record της Θεσσαλονίκης, December 1949, p. 8». Από την ημερομηνία κυκλοφορίας του περιοδικού συμπεραίνουμε ότι η Αναγνωστάκη ήταν έφηβη όταν έγραψε και δημοσίευσε αυτό το τόσο ώριμο ποίημα! Χρησιμοποιώντας την αγγλική γλώσσα και αποφεύγοντας να το υπογράψει – ούτε με ψευδώνυμο – έλαβε τις αναγκαίες προφυλάξεις. Στη μετεμφυλιακή Θεσσαλονίκη θα `ταν εντελώς παράτολμο και ριψοκίνδυνο για μια μαθήτρια να δημοσιεύσει ενυπόγραφα ένα ποίημα τέτοιο ∴
Ένας ξένος στο μπαρ
Ο άνθρωπος αυτός δε μου ανήκει.
Κάθεται στη γωνιά του μπαρ και κοιτάει τον τραγουδιστή.
Τα μάτια του έχουν δει τις πόλεις που ονειρεύτηκα,
τα χέρια του μοιάζουν τα χέρια εκείνων που αγάπησα κάποτε,
τα χέρια του μοιάζουν τα χέρια εκείνων που έχω πια χάσει.
Κάποτε γράψαμε ποιήματα, διαβάσαμε τα ίδια βιβλία,
με την ίδια μυστική σημαία πολεμήσαμε τους φασίστες.
Τώρα μες στη σιωπή κοιτάμε κατά τη θάλασσα.
Παντού η θάλασσα είναι ίδια, θλιβερή κι αφιλόξενη,
με τα μεγάλα φύκια της και τα ήσυχα νερά.
Ο άνθρωπος αυτός δε μου ανήκει.
Τα χέρια του, το στόμα, τα μαλλιά του είναι ξένα.
Κάθεται στη γωνιά του μπαρ και κοιτάει τον τραγουδιστή:
Ποτέ δε θα γυρίσει σε μένα ν’ ατενίσει τον εαυτό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου