«Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο ρεβίθι
Χαρά στα μάτια του γαμπρού που διάλεξαν την νύφη
Γαμπρέ, πώς κατάφερες και μπήκες στο μπαξέ μας
και διάλεξες και έκοψες τον ωραίο μενεξέ μας
Τη νύφη μας την είχαμε σε κόλλα διπλωμένη
και τώρα σας τη δίνουμε, άξια και τιμημένη
Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο κεράσι
τ’ ανδρόγυνο που γίνεται να ζήσει να γεράσει
Η νύφη είναι όμορφη, επίσης κι γαμπρός μας
αν πεις για τον κουμπάρο μας, είναι ο λεβεντονιός σας
Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο πεπόνι
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός κι οι συμπεθέροι όλοι
Ωραία είν’ η νύφη μας, ωραία τα προικιά της
Ωραία κι η παρέα της που κάνει την χαρά της»[1]
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη γιορτή σ’ ένα σπιτικό από το γάμο. Το ευχάριστο γεγονός στο οποίο συμμετέχουν συγγενείς, φίλοι και άλλοι προσκεκλημένοι και απρόσκλητοι. Ο γάμος, λοιπόν, είναι η χαρά στο σπιτικό και η έναρξη μιας νέας ζωής, το αντρόγυνο ξεκινά την κοινή ζωή του, μαζί στις χαρές και τις λύπες, με αγάπη να δημιουργήσουν οικογένεια, να χαρούν και να απολαύσουν τη νέα τους ζωή. «…ἀπὸ δὲἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς ὁ Θεός· ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ μία σάρξ· οὕς ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω».[2]
Η παράδοσή μας έχει να επιδείξει πλήθος δρώμενων που έχουν σχέση με τον αρραβώνα, το γάμο, τη γέννηση και τη βάπτιση.
«Έχω χαρά στο σπίτι μου, παντρεύω το παιδί μου.
Κι ήρθαν γνωστοί και συγγενείς για να χαρούν μαζί μου.
Γλεντάω, πίνω και χορό ανοίγω στην αυλή μου.
Και μέσα απ' την καρδούλα μου του δίνω την ευχή μου.
Άιντε παιδί μου στο καλό και κοίτα να προκόψεις.
Στους παιδεμένους σου γονείς και 'συ χαρά να δώσεις»[3]
Παλαιότερα, μέχρι να φτάσουμε στο γάμο, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα. Ήταν απόφαση του αφέντη πατέρα πότε θα παντρευτεί ο γιός ή η κόρη και ποιον ή ποια θα πάρει.
Η ζωή στην ύπαιθρο ήταν πολύ δύσκολη, στενεμένη και στερεμένη, ιδιαίτερα για τις κοπέλες. Θα τέλειωναν το Δημοτικό Σχολείο, αλλά όχι πάντοτε, γιατί το εγκατέλειπαν, είτε γιατί μεγάλωναν και δεν έπαιρναν τα γράμματα, είτε γιατί οι γονείς ήθελαν εργατικά χέρια στο χωράφι ή το στάβλο. Και από τότε, σπίτι, στην αυλή, τα χωράφια ή το στάβλο με τα ζώα. Οι κοπέλες δύσκολα έβλεπαν έξω κόσμο, κι αυτό συνέβαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία ή άλλη βαριά γιορτή, ή σε κάποιο πανηγύρι, ή σε κάποιον άλλο γάμο ή άλλο γιορτάσι.
Τα αστικά κέντρα ήταν άγνωστα για τη νεολαία μέχρι το τέλος της 10ετίας του ’50. Οι κοπέλες που τέλειωναν το Δημοτικό Σχολείο, δεν πήγαιναν Γυμνάσιο για να μη «χαλαστούν», να μην έχουν έξοδα οι γονείς, για να έχουν ένα επί πλέον ζευγάρι χέρια στις εργασίες του νοικοκυριού. Όταν κοπέλες κι αγόρια έφταναν στην ηλικία των 18 ετών περίπου, λίγο παρακάτω οι κοπέλες, οι γονείς αποφάσιζαν να τα παντρέψουν. Παλιά οι οικογένειες ήταν πολυμελείς. Πολλά κορίτσια, πολλά αγόρια. Η σειρά όμως στην παντρειά τηρούταν πολύ αυστηρά. Δεν επιτρεπόταν να παντρευτεί αγόρι, ενώ είχε ανύπαντρες αδελφές. Ούτε ένα κορίτσι που είχε αδελφή μεγαλύτερη απ’ αυτή. Και πολλές φορές κοπέλες και αγόρια έμεναν ανύπαντρα στο βωμό της ιεραρχίας της παντρειάς.
Από τη στιγμή που γεννιόταν ένα κορίτσι, η μάνα άρχιζε να της φτιάχνει την προίκα, ώστε όταν έρθει η ευλογημένη ώρα, τα προικιά να ήταν έτοιμα. Χωρίς προικιά και ξεστίχι το συνοικέσιο δεν έστρεγε. Και κορίτσι χωρίς προίκα δεν παντρευόταν εύκολα, έστω κι αν ήταν πεντάμορφη. Η προίκα περιλάμβανε κυρίως είδη κλινοστρωμνής, μάλλινα, βαμβακερά, λινά, κεντήματα, κουζινικά σκεύη και ό,τι άλλο απαραίτητο χρειάζεται σε εξοπλισμό ένα νοικοκυριό, πέραν των κτημάτων, ζώντων ζώων, λιρών ή άλλων μετρητών. Τα μάλλινα ρούχα κατασκευάζονταν στον αργαλειό του σπιτιού από τη μάνα ή την ίδια την κόρη.
Οι προετοιμασίες ήταν μεγάλες: βάψιμο μαλλιού, μετατροπή σε γνέμα και τοποθέτηση στον αργαλειό. Ώρες αμέτρητες περνούσαν οι κόρες στον αργαλειό φτιάχνοντας την προίκα τους και ονειρευόμενες κάποια στιγμή τον καλό τους που θα πήγαινε στο σπίτι με τον προξενητή να τις ζητήσουν… Όνειρα, ουτοπίες, ξανάμματα, πεσίματα, ενθουσιασμός, στεναχώρια, τα συναισθήματα εναλλάσσονταν στις κόρες που χτυπούσαν τις πατήθρες του αργαλειού και έριχναν τη σαΐτα από τη μια μεριά του στημονιού στην άλλη, το τραγούδι πολλές φορές έδιωχνε τη μονοτονία της υπαίθρου και πολλοί σταματούσαν τις δουλειές τους για ν’ ακούσουν τη λάγνα φωνή της «Λενιώς»
- Τσωπάτε, λαρώστε, ν’ ακούσουμε τη Λενιώ! Μωρέ, τι φωνή έχει…
«Πέτα σαΐτα μου γοργή με το ψηλό μετάξι,
να ‘ρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν’ αλλάξει.
Τάκου τάκου ο αργαλειός μου,
τάκου κι έρχεται ο καλός μου.
Μαντήλι από το δάκρυσμα δεν του ‘μεινε στα ξένα,
αρχοντοπούλες τον ζητούν κι αυτός πονεί για μένα.
Τάκου τάκου στην αυλή μου,
ώσπου να ‘ρθει το πουλί μου.
Εγώ το ‘φάδι θα γενώ κι εκείνος το στημόνι,
που να μπλεχτεί μες το πανί και πια να μην γλυτώνει.
Τάκου και σε λίγο φτάνει,
για φιλί και για στεφάνι.
Πέτα σαΐτα μου γοργή χτύπα χρυσό μου χτένι,
η ατέλειωτη Σαρακοστή μερόνυχτο να γένει.
Τάκου τάκου ο αργαλειός μου
τάκου κι έρχεται ο καλός μου»[4]
Στην αρχή, παρέκαμπταν το αίσθημα της αγάπης και του έρωτα, και μια σχέση αγοριού και κοριτσιού επισφραγίζονταν με την οριστικοποίηση του συνοικεσίου και το «σιάξιμο της δουλειάς». Αγόρι ή κορίτσι δεν είχε λόγο για τον σύντροφό του.
- Αφού το λες εσύ, πατέρα, καλά είναι, τον θέλω ή τη θέλω.
Δικαιολογίες τύπου «πως δεν είμαι ακόμα έτοιμη να παντρευτώ, είμαι μικρή κ.λπ.», δεν έπιαναν τόπο, αφού είχε προαποφασιστεί το συνοικέσιο. Οι αρνήσεις αντιμετωπίζονταν πολλές φορές και με βάναυσο τρόπο και η εν γένει διαβίωσή τους μέσα στην οικογένεια ήταν λίαν επιεικώς καταπιεστική και περιφρονητική.
Για να εξευρεθεί σύντροφος σε αγόρι ή κορίτσι, χρησιμοποιούνταν οι προξενητές και προξενήτρες. Άνθρωποι καπάτσοι, πειστικοί, έμπειροι στη ζωή, πολλές φορές λέγοντας και ψέματα για να πείσουν τη μια μεριά, μα πάνω απ’ όλα εχέμυθοι. Ήταν όμως και άτομα σεβάσμια που ενέπνεαν εμπιστοσύνη και προσπαθούσαν μέσα από τις ενέργειές τους να φτιάξουν μια δουλειά και να φέρουν σε αρραβώνα και γάμο ένα ζευγάρι, να κάνουν ψυχικό κι ο θεός να το εκτιμήσει. Το ρόλο του προξενητή πολλές φορές αναλάμβαναν και συγγενείς που έφεραν σε επαφή τους υποψήφιους συμπεθέρους. Συνήθως προξενιά πήγαινε από τον υποψήφιο γαμπρό στην υποψήφια νύφη.
Οφείλουμε εδώ να μνημονεύσουμε τον προξενητή Αριστείδη (Τέλια) Μήλιο (1919-2008) από το Ψαθοτόπι Άρτας. Ένας καλοκάγαθος άνδρας με αυξημένο το αίσθημα του χιούμορ, που του άρεσε να διαβάζει ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια του και, παρά τις φτωχές γραμματικές του γνώσεις, είχε γνώμη επί παντός του επιστητού, από τα πολιτικά, κομματικά, ιστορικά, θρησκευτικά, μέχρι και τα λογοτεχνικά θέματα. Έτσι παράλληλα με τις αγροτικές ενασχολήσεις του, στην αρχή για πλάκα, άρχισε να ασχολείται με τα συνοικέσια και έφερε σε επαφή πολύ κόσμο, κορίτσια και αγόρια. Ο τελικός απολογισμός του είναι οι πολυάριθμες προξενιές με εξαιρετικά υψηλό το ποσοστό της επιτυχίας τους.
Οι τσέπες του ήταν γεμάτες φωτογραφίες υποψηφίων, καρνέ με πολλά τηλέφωνα και πολλή πεζοπορία. Αν στη διαδρομή του έβρισκε κάποιο συγκοινωνιακό μέσο, το χρησιμοποιούσε, διαφορετικά πεζοπορία μέχρι τον προορισμό του, όσο μακριά και να ήταν. Βροχή, ζέστη, κρύο δεν τον σταματούσε. Με την αθόρυβη, έμπιστη και έντιμη δραστηριότητά του έγινε γνωστός όχι μόνο στον κάμπο της Άρτας, αλλά η φήμη του ως προξενητού έφτασε σε όλα τα μήκη και πλάτη της πατρίδας μας. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και δημιούργησε πολλές οικογένειες με τις προξενιές του. Απογοητευμένοι γονείς που δεν «μπορούσαν» να παντρέψουν κόρη ή γιό, κατέφευγαν στον Τέλια, και τις περισσότερες φορές οι επιτυχίες και στις προξενιές, αλλά και στο γάμο που επακολουθούσε ήταν μεγάλες.
Ασκούσε αυτή τη δουλειά μέχρι τα βαθιά γεράματά του, όσο βαστούσαν τα πόδια του. Πολλές οι ιστορίες που είχε να διηγηθεί. Για τον ανθρώπινο πόνο, τη δυστυχία, τα απάνθρωπα αισθήματα, τους καιροσκόπους, τις αγαθές ψυχές, την αγάπη και τον έρωτα που γεννιούνταν μέσα από μια γνωριμία, ύστερα από συνοικέσιο. Ποτέ δε μάθαμε για την αμοιβή του, ούτε ο ίδιος ήθελε να αναφέρεται σ’ αυτή. Ό,τι είχε ευχαρίστηση ο καθείς… ψυχικό έκανε, θα το βρει η ψυχή του…
Η συνάντηση, λοιπόν, γινόταν σε ουδέτερο μέρος για να μην τους δουν άτομα και αρχίσουν τα κουτσομπολιά, όπως σε κάποιο καφενείο της Άρτας ή άλλο ερημικό σημείο. Αν επρόκειτο από το ίδιο χωριό του κάμπου, η συνάντηση γινόταν βράδυ στο σπίτι της υποψήφιας νύφης. Οι κινήσεις ήταν προσεκτικές και μυστικές, για να μην το μάθει τρίτος, μπει στη μέση και χαλάσει τη δουλειά. Άσε μετά με το ντόρο που θα δημιουργούνταν και θα εκτιθόταν ανεπανόρθωτα η κοπέλα. Οι κακοήθεις και λασπολόγοι δε λείπουν από καμιά κοινωνική τάξη, εποχή ή περίοδο. Ο προξενητής ή προξενήτρα άρχιζαν να εγκωμιάζουν τον υποψήφιο γαμπρό ή νύφη:
- Είνι καλό πιδί, δεν του βλέπιτι κάθε μέρα, λεβέντης δγιό μέτρα, τι μάτια έχ’, τι μπράτσα, δουλευταράς, ήσυχος, δεν σκών’ μάτια, μολαΐμκος, σέβεται τον κόσμο όλο, έχ’ περιουσία, γιλάδια, πρόβατα, χουράφια καλλιέργειες, κρατιέται κι απού λιφτά… άνθρωπος τ’ς εκκλησίας, του μιλάς και κοκκινίζει, θα περάσ’ ζουή κι κότα… θα σ’ έχ’ στα όπα-όπα.
- Είνι κουπέλα αυτή; Σαν τα κρύα τα νιρά, αγνή από τον κόρφο τ’ς μάνας της, τ’ γλιέπουν όλα τα πιδιά κι λιώνουν, τι μαλλιά έχ’, τι φρύδια, τι χείλια, τι κορμοστασιά, είναι γναίκα μι τα ούλα της, ουόχ αστεία… είνι εργατική κι υπάκουη, θα γέν’ μια καλή μάνα που θα τιμήσ’ τ’ν οικογένειά σας, έχ’ κι προίκα μιγάλ’, αυτό πού του βάζετε; Ρούχα, ζωντανά, χουράφια κι λίρες…
Κι από τα πολλά τα όμορφα και παινεμένα λόγια των προξενητάδων οι γονείς πείθονταν να προχωρήσει η δουλειά. Για το τυπικόν της υποθέσεως καλούνταν και οι υποψήφιοι γαμπρός ή νύφη και ρωτούσαν «τις λες Λάκη… Κούλα, είπαμε να σε παντρέψουμε να ξεγνοιάσουμε και μεις και συ να φτιάξεις την οικογένειά σου τώρα που είναι νωρίς, είναι ευκαιρία μεγάλη, τέτοια τύχη να μην τη κλωτσήσουμε και γρουσουζέψει το πράμα…».
Ο υποψήφιος, όπως αναφέραμε και παραπάνω, «στρέονταν», και έτσι η δουλειά προχωρούσε. Σε μερικές υποθέσεις, κυρίως όταν οι υποψήφιοι δεν γνωρίζονταν και ήταν από μακρινά μέρη, έπρεπε να ιδωθούν, να σμίξουν για λίγο, για το τυπικόν της υποθέσεως (γιατί υπήρχαν και προξενιές που έστρεγαν μόνο και μόνο με την ανταλλαγή φωτογραφιών και χωρίς να γνωρίζει ουδείς εκ των δύο το ποιόν και τα σωματικά προσόντα του άλλου). Να δουν τουλάχιστον τα πιο ουσιαστικά φανερά προσόντα, μήπως πέσουν σε κάνα άτομο με αναπηρία, παρασάνταλο κ.λπ. Έκλειναν ένα ραντεβού ο προξενητής ή η προξενήτρα σ’ ένα ουδέτερο δημόσιο μέρος, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, και έπιναν έναν καφέ ή μια λεμονάδα. Αφού ο προξενητής έλεγε τα υπέρ δέοντα, τους άφηναν για ελάχιστο χρόνο μόνους, ενώ εξ εγγυτάτης αποστάσεως παρακολουθούσαν οι γονείς.
- Γειά σ’, Κούλα….
- Γειά σ’ κι σένα…
- Τι κάν’ς, καλά είσι;…
Και μετά το αντάμωμα αυτό και την κατ’ αρχήν συμφωνία, επακολουθούσε άλλη συνάντηση γονιών και προξενητή για να καθορίσουν την προίκα.
Το έθιμο-θεσμός της προίκας ίσχυε μέχρι πρόσφατα και καταργήθηκε νομικά το έτος 1983. Με τη νομική κατάργηση της προίκας, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία πήρε τη θέση που της αρμόζει και έπαυσε πλέον να θεωρείται αποκλειστικός σκοπός της ζωής της ο γάμος και τα παιδιά και να είναι η υπηρέτρια του σπιτιού και του χωραφιού. Με την κατάκτηση όλων σχεδόν των επαγγελμάτων και την ποιοτική αναβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης, άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά η ισοτιμία των δύο φύλων.
Κοινωνικά το φαινόμενο της προίκας περιορίστηκε, αλλά, αθόρυβα όμως σε πολλές περιπτώσεις, ισχύει και σήμερα. Πολλοί γαμπροί αναζητούν πλούσιες νύφες, είναι οι λεγόμενοι προικοθήρες. Παλαιότερα οι γονείς, εκτός από την προίκα, ήθελαν να παντρέψουν τις κόρες τους με γαμπρούς που «ήταν πιασμένοι από θυρίδα», ήτοι γαμπροί που είχαν μόνιμη απασχόληση και «ζούσαν καλά».
Ο θεσμός της προικοδότησης των κοριτσιών έρχεται από το μακρινό παρελθόν, από τα Ομηρικά χρόνια ακόμη, και φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Η προίκα είχε να κάνει με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Δεν ήταν μόνο έθιμο, αλλά μια απάνθρωπη υποχρέωση των γονέων προς τις κόρες τους. Γι’ αυτό, όταν γεννιούνταν κορίτσια, πέραν του ευχάριστου γεγονότος, κατά βάθος στο σπιτικό μελαγχολούσαν, γιατί από την επομένη της γέννησης του «θηλυκού» ήταν υποχρεωμένοι ν’ αρχίσουν να φτιάχνουν την προίκα της.
Με τη συμφωνία της προίκας, έπρεπε να κατονομαστούν επακριβώς, ποσοτικά και αριθμητικά, τα προσφερόμενα είδη. Αν δεν κατέληγαν σε συμφωνία, έστω και να αγαπιούνταν τα παιδιά, η δουλειά χάλαγε. Τα πάντα γίνονταν για την προίκα και παίζονταν πολλά παιχνίδια από τους γονείς του γαμπρού, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν πολλές φορές την επιθυμία της άλλης πλευράς να παντρέψουν την κόρη τους, γιατί από πίσω ακολουθούσαν κι άλλες και τ’ αγόρια. Πολλοί ήταν στυγνοί στις απαιτήσεις τους, «δεν με νοιάζει εμένα, να πας να βρεις για να παντρέψεις τ’ν κουπέλα σ’». Ήταν όμως και πολλοί που ικανοποιούνταν με όσα είχε να προσφέρει ο υποψήφιος συμπέθερος: «ότι δύνασαι και ότ’ έχ’ς ευχαρίστησ’… στ’ν κουπέλα σ’ τα δίν’ς, εμείς καλό άνθρωπο θέλουμε να τιμήσει το παιδί μας, όχι λίρες, πρόβατα κι χουράφια!».
Πολλές κοπέλες κατά το παρελθόν, όμορφες και νοικοκυρές σαν τα κρύα τα νερά, έμεναν ανύπαντρες, επειδή δε διέθεταν προίκα.
Παραθέτουμε παρακάτω ντοκουμέντο για τη σημασία που είχε η προίκα σ’ ένα γάμο: συγκεκριμένα μια νύφη, μετά από μία εβδομάδα έγγαμου βίου και με τα επιστρόφια, που γίνονται εθιμικά μετά από οκτώ ημέρες στο σπίτι της νύφης, δεν επέστρεψε ξανά στο σύζυγό της και παρέμεινε στην πατρογονική στης εστία. Παρά το ότι ο γάμος φαινόταν ότι δε θα ευδοκιμούσε, ο γαμπρός απαιτούσε από τον πενθερό να του δώσει τη συμφωνηθείσα προίκα, αλλά επειδή κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει, κατέφυγε στη Δημογεροντία[5] για να επιλύσει το πρόβλημα:
«ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΙΑΣ ΛΟΥΡΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΟΣ –
Συνεδρία τῆς 16ης Μαρτίου 1912[6]
Συνεδριαζόντων τῶν δύο Σωματείων ὑπό τοῦ προεδρεύοντος αὐτοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Αἰδεσιμωτάτου Οίκονόμου Νέστορος, παρόντων τῶν κ.κ. Ἀρχιμανδρίτου Ε. Σφύκα, Χ. Σπύρου, Γ. Γιάννη, Δ. Γαζέτα, Ἀθαν. Ναστούλη καί Εὐστ. Παππᾶ, ἐγένοντο καί ἀπεφασίσθησαν καθ’ἑξῆς:
Αον):….
Βον): Αἴτηση Γ.Σ. ἐξ Ἁγίας Παρασκευῆς κατά του Δ.Ξ. ἐξ Ἁγίου Βλασίου (σημείωση δική μου, Αλήμπεη, σημερινό Ψαθοτόπι) περί παραδόσεως προικός του. Ἐπειδή ὅμως ἡ σύζυγός του εὑρίσκεται παρά τῷ πατρί της, παραπέμπεται ἡ ὑπόθεσις εἰς τό Πνευματικόν Δικαστήριον πρῶτον περί συμβιώσεως καί εἶτα περί προικός…..
Γον)…..
Μέθ’ᾦ διελύθη ἡ συνεδρίασις
Ὁ Πρόεδρος καί
Άρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἡ Δημογεροντία Ἡ Εφορεία
(Τ.Υ.)»
Για την ιστορία αναφέρουμε ότι μετά από πολλές παλινωδίες, δίκες και προσφυγές, το έτος 1913 η Δημογεροντία αποφάνθηκε όπως η νύφη επιστρέψει στη συζυγική της εστία και καταβληθεί άμεσα στο γαμπρό η συμφωνηθείσα προίκα. Η νύφη, τελικά, δεν επέστρεψε στη συζυγική εστία και δε γνωρίζουμε αν ο «δυστυχής» πατέρας της νύφης κατέβαλε την προίκα.
Επανερχόμενοι στα διαδικαστικά ενός συνοικεσίου (προξενιάς), αφού συμφωνούσαν όλοι να προχωρήσει η δουλειά, καθοριζόταν το κρίσιμο ραντεβού για τη σύνταξη του ξεστιχιού (προικοσύμφωνου). Προφορικά είχαν συμφωνηθεί όλα και έμελλε να επισφραγιστεί το χαϊρλίδικο γεγονός με την υπογραφή του προικοσύμφωνου. Συνήθως αυτό γινόταν νύχτα στην κατοικία της υποψήφιας νύφης, μεταξύ των γονέων, του ιερέως, του γραμματικού του χωριού και πολλές φορές παρουσία και δύο μαρτύρων, για να μη γίνει καμιά στραβή από τον συμπέθερο και δεν παραδώσει επακριβώς όλα τα συμφωνηθέντα είδη της προίκας.
Παραθέτουμε παρακάτω ένα ξεστίχι (προικοσύμφωνο) που συνήφθη στα μέσα της 10ετίας του ’50 για ένα κορίτσι που πήγε νύφη στο Ψαθοτόπι από διπλανό χωριό:
«Προικοσύμφωνον
Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦὙιοῦ καί τοῦἉγίου Πνεύματος ἀμήν.
Εἰς τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Χριστοῦ νά γίνῃ
Σήμερον τήν …., ἐγώ προικώνω τή θυγατέρα μου … καί τής δίνω τήν κάτωθι προῖκα:
1) Πέντε (5) ὀκάδες χάλκωμα
2) Ἑβδομήκοντα (70) λίρες χρυσές Ἀγγλίας
3) Ἑπτά (7) στρέμματα χωράφι
4) Δέκα (10) πρόβατα
5) Μία ντουλάπα - ἕν μπαοῦλον
6) Μία βελέντζα στεῖρα
7) Τέσσαρες φλουκιαστές
8) Τέσσαρα χεράμια
9) Δύο στρώσεις
10) Ἕν πάπλωμα
11) Μία πλωμάτσα
12) Δέκα μαντανίες
13) Δύο καμηλό
14) Πέντε κουβέρτες
15) Πέντε σεντόνια
16) Πέντε τραπεζομάντηλα
17) Δύο μαλλινοσέντονα
18) Δύο μπάντες
19) Δέκα ἐννέα (19) ἀλλαξιές ροῦχα
20) Δύο παλτά
21) ‘Εννέα ὑποκάμισα
22) ‘Εννέα κομπινεζόνια
23) Μία δωδεκάδα πετσέτες
24) Τρία (3) ζεύγη ντιμέλιες
25) Δύο (2) ζεύγη βαλίτσες
26) Δύο (2) ζεύγη καναπέ
27) Δύο διαδρόμους
28) Δώδεκα ταπέτα
29) Δώδεκα τρουβάδια
30) Δύο ζεύγη κουρτίνες
31) Τέσσαρα ζεύγη κουρτινάκια
32) Τέσσαρες ζακέτες
33) Μία σάλπα καί ἕνα σάλι
34) Δύο εικονοστάσια
35) Δύο μπαουλοσκεπάσματα καί δύο ντιβανόπανα
36) Ἐννέα ποδιές
37) Δέκα μαντήλια κεφαλῆς καί δέκα χειρομάντηλα
38) Δέκα ζεύγη κάλτσες
39) Τέσσερες μπλοῦζες
Ἐμεῖς ὀλίγα κι ὁ Θεός πολλά.
(Ὑπογραφή)
Μετά τη 10ετία του ’60 καταργήθηκε το προικοσύμφωνο και ίσχυε ο προφορικός λόγος (τιμής).
Με τη σύναψη πλέον του ξεστιχιού (προικοσύμφωνου), άνοιγε ο δρόμος για αρρεβωνίσια, την επισημοποίηση δηλαδή του συνοικεσίου. Οι γονείς του υποψηφίου ζευγαριού άρχιζαν να αποκαλούνται συμπέθεροι, να ανταλλάσσουν φιλιά και να πίνουν τα πρώτα ρακιά και λικέρ. Αμέσως μετά, το ζευγάρι, συνοδευόμενο από γονείς, τον προξενητή και άλλους συγγενείς, πήγαινε στην Άρτα και έκοβε τις βέρες. Αγόραζαν όμως και μερικά άλλα κοσμήματα και ρούχα κυρίως για τη νύφη (εσώρουχα, ταγιέρ, παπούτσια κ.λπ.) Τα αρρεβωνίσια γίνονταν είτε σε μια σεμνή τελετή όπου άλλαζε τις βέρες ο ιερέας ή ο προξενητής, είτε σε μια προγραμματισμένη γιορτή στο σπίτι της νύφης, όπου γίνονταν τρικούβερτο γλέντι και ανταλλάσσονταν τα πρώτα δώρα, κυρίως χρυσές λίρες ή πεντόλιρα από γιαγιάδες, προγιαγιάδες, προπαππούδες κ.λπ. προς τον γαμπρό και έδιναν την ευκαιρία στους συμπεθέρους να γνωριστούν καλύτερα και να συζητήσουν τα του γάμου και ιδιαίτερα την ημερομηνία τέλεσής του.
Η πρώτη επαφή του ζευγαριού περιοριζόταν στο να κάθονται τα παιδιά δίπλα-δίπλα σε καθίσματα και τίποτ’ άλλο, ένα βλέμμα λάγνο ή απογοήτευσης, κι αυτό πολύ ήταν. Να «μαλάξει» ο ένας τον άλλο θεωρούνταν αμαρτία και τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν. Έτσι έπρεπε να οδηγηθούν μέχρι το γάμο «αγνοί και αμόλυντοι». Οι μόνες δημόσιες εμφανίσεις ήταν σε γιορτάσια, σε γάμους και πανηγύρια, στην εκκλησία και με τη συνοδεία της μάνας ή του πατέρα.
Οφείλουμε να τονίσουμε εδώ πως, την επομένη της επισημοποίησης του προξενιού, η είδηση της ημέρας στις μικρές τοπικές κοινωνίες ήταν αυτή, και όλοι συζητούσαν το ευχάριστο γεγονός, συγγενείς και φίλοι χαίρονταν, ενώ οι χαιρέκακοι έσταζαν δηλητήριο για τα προσόντα του ζευγαριού, ανακαλύπτοντας κουσούρια κακιωμένοι πως προτίμησαν άλλον ή άλλη, παρά το γιό ή την κόρη τους.
Αν στράβωνε η δουλειά και χάλαγε το συνοικέσιο, οι εχθροί έπαιρναν τα «χάκια τους» και προσποιούνταν ότι λυπούνταν και ρωτούσαν τις δυστυχείς μητέρες:
- Τι έγινε, Κούλα, μάθαμε τα χαϊρλίκια, αρριβουνιάσκει η Λενιώ;
- ‘Οχ’, Ρούλα μ’, χάλασε η δλιά, κατηγόρησε ο Χρήστος… ή
- Ναι, Ρούλα μ’, αλλάξαμαν δαχτλύδια ιχτές κι στα πιδιά σ’! (κόκαλο η Ρούλα).
Συνήθως ο γάμος οριζόταν περίπου πέντε μήνες μετά τα αρρεβωνίσια ή και περισσότερο, ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε οικογένειες. Μετά τους αρραβώνες, υψίστη προτεραιότητα στο σπίτι της νύφης έπαιρνε η τακτοποίηση των προικιών, ούτως ώστε να είναι έτοιμα την ημέρα που θα έρθουν οι συμπέθεροι να τα πάρουν. Τυχόν ελλείψεις στα προικιά τακτοποιούνταν είτε στον αργαλειό, είτε από τους πλανόδιους πωλητές ασπρόρουχων, είτε από το μουχούστι της Άρτας, είτε σε κάποιο μεγάλο εμπορικό μαγαζί της Άρτας που διέθετε από εσώρουχα καλής ποιότητες μέχρι και μοντέρνες για την εποχή κουβέρτες καμηλό.
Τα μάλλινα κλινοσκεπάσματα μετά τον αργαλειό οδηγούνταν στις νεροτριβές και πλένονταν για να αποκτήσουν αφράτη υφή, ιδιαίτερα οι φλουκιαστές κουβέρτες. Κι όσο πλησίαζε ο γάμος, συγγένισσες της νύφης, γειτόνισσες και φίλες καθημερινά προσέρχονταν στο σπίτι και τακτοποιούσαν τα ρούχα και έδιναν οι πιο έμπειρες συμβουλές στη νύφη. Μεταξύ των άλλων, έπρεπε να συγυριστεί και το σπίτι για να είναι καθαρό, ξαραχνιασμένο, ασβεστωμένο και να λάμπουν από καθαριότητα όλοι οι χώροι, έστω κι αν επρόκειτο για σπιτοκάλυβα του παλιού καιρού. Το ίδιο γινόταν και στο σπίτι του γαμπρού.
Ένα μήνα περίπου πριν τον γάμο, οι γονείς του γαμπρού και της νύφης, αυτοπροσώπως, έπρεπε να μεταβούν στα σπίτια των πιο στενών συγγενών και να τους καλέσουν στα προικιά και το γάμο. Και θα επακολουθούσαν μετά και τα καλεστήρια προς όλους τους συγγενείς, φίλους, χωριανούς. Το κείμενο του παλαιού καλεστηρίου (προσκλητηρίου) ήταν λιτό και κατατοπιστικό, σε αντίθεση με τις εξυπνάδες του σήμερα:
«Ὁ κος καί ἡ κα Ν. Παπαδοπούλου ἔχουν τήν τιμήν νά σᾶς προσκαλέσουν εἰς τόν γάμον τοῦ υἱοῦ τους Χαριλάου μέ τήν δίδα Εὔα Παππᾶ, τήν Κυριακήν 25ην Σεπτεμβρίου 1960 καί ὥραν 05:00 μ.μ. εἰς τόν Ἱερόν Ναόν τοῦ Αγίου Βλασίου Ψαθοτοπίου Ἄρτης».
Η μη αυτοπρόσωπη παρουσία των γονέων σε σπίτι στενού συγγενούς για κάλεσμα αποτελούσε λόγο παρεξήγησης και πεισμώματος, και πολλοί συγγενείς δεν πήγαιναν στο γάμο.
Το τελετουργικό παλαιότερα άρχιζε τη Δευτέρα πριν την Κυριακή του γάμου και όλη την εβδομάδα περιλάμβανε ετοιμασίες και μικρά γλεντάκια. Πριν την Κυριακή του γάμου, την Παρασκευή είχαμε το πάρσιμο των προικιών από το σπίτι της νύφης. Ήταν μια μεγάλη στιγμή που την περίμεναν όλοι, καλεσμένοι και ακάλεστοι. Οι καλεσμένοι να βοηθήσουν και να χαρούν, οι ακάλεστοι, παρακολουθώντας από τη διπλανή φράχτη ή από άλλη κοντινή απόσταση, να δουν τι προικιά έχει η νύφη, είναι αρκετά; έχει απ’ όλα;… και ανάλογα να συζητήσουν καλόπιστα ή να κουτσομπολέψουν.
Συγγενείς και γείτονες βοηθούσαν για να γίνουν τα ψώνια της τελευταίας εβδομάδας. Ποτά, κρασιά, κρέατα, τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, πιρούνια, πιάτα, ρύζι, κουφέτα, ξηροί καρποί, μπομπονιέρες. Εφόσον η οικογένεια ήταν κάπως εύπορη, ιδίως παλαιότερα, έκλειναν και ένα μουσικό συγκρότημα με όργανα κλαρίνο, ούτι και σαντούρι, που θα έπαιζε στο σπίτι της νύφης, πριν το γάμο και μέχρι την εκκλησία, και στο σπίτι του γαμπρού μετά το μυστήριο. Εφόσον δεν υπήρχε ζωντανή μουσική, τότε μετά βίας έβρισκες ένα γραμμόφωνο, ώσπου ήρθε το πικάπ και μετά ο άρχων των γάμων και των καφενείων, το ηλεκτρόφωνο. Επακολούθησαν τα στερεοφωνικά συγκροτήματα, αλλά και πλήρη μουσικά συγκροτήματα.
Τα προικιά είχαν πλυθεί και σιδερωθεί και ήταν έτοιμα για το δίπλωμα. Αυτό γινόταν την Πέμπτη από τις ανύπαντρες κοπέλες, συγγενείς, γειτόνισσες και φιλενάδες της νύφης. Για να δουν το δίπλωμα, μαζεύονταν και πολλές γυναίκες, άλλες εθιμικά προσκομίζοντας και το καθιερωμένο δώρο σε είδος ή χρήματα, άλλες γιατί τους άρεσε η διαδικασία, αλλά και να κουτσομπολέψουν, να πουν αστεία και να δημιουργήσουν μια ευχάριστη και εορταστική ατμόσφαιρα. Μερικές είχαν και ωραία φωνή:
«Ωραία που 'ναι η νύφη μας, ωραία τα προικιά της
ωραία κι η παρέα της που κάνει τη χαρά της.
Νύφη μου να τα χαίρεσαι τα δέκα δάκτυλά σου
που κόψανε και ράψανε τα ωραία τα προικιά σου…»
Τα προικιά βγαίνανε από το γοίκο και τα κλινοσκεπάσματα, όπως χοντρά μάλλινα σκεπάσματα (βελέντζες), φλοκωτές (φλοκάτες ή φλουκιαστές), περίτεχνες πολύχρωμες και με πυκνά σχέδια μάλλινες στρώσεις και διάδρομοι, μαντανίες, νερομαντανίες, μαλλινοσέντονα, καραμελωτές, βελούδινες και λινές πολύχρωμες μπάντες, γίνονταν μικρά δεματάκια που δένονταν με λευκές κορδέλες φιόγκο. Παρομοίως και τα λευκά είδη, ενώ τα κεντήματα, κοφτά, σεμέν με πολλά σχέδια βελονιών, μεταξωτά, τραπεζομάντηλα, δαντελωτά κ.λπ. αριστουργήματα της εποχής αραδιάζονταν όμορφα-όμορφα σ’ όλους τους χώρους του δωματίου, πάνω σε κρεβάτι, τραπέζι, μπαούλα, καναπέδες. Και στο κάθε είδος, αφού τακτοποιούνταν, έριχναν ρύζι και κουφέτα.
Στα μπαούλα έμπαιναν τα εσώρουχα και λεπτά ρούχα, ενώ τα χαλκώματα, λοιπά σκεύη της κουζίνας και άλλα έπιπλα κατά μήκος των διαδρόμων του σπιτιού. Όλα τα προικιά, λοιπόν, αραδιασμένα να τα δουν όλοι και να ευχηθούν καλορίζικα, η ώρα η καλή, καλά στέφανα. Και ερχόταν η Παρασκευή που τα προικιά θα έφευγαν για το σπίτι του γαμπρού. Αυτό γινόταν απόγευμα, και οι συμπέθεροι έφθαναν παλαιότερα με τ’ άλογα και τις σούστες, μετά με τα τρακτέρ και τέλος με τα αγροτικά αυτοκίνητα. Με την άφιξη, τους υποδέχονταν η νύφη, γονείς κ.λπ. συγγενείς και τους κερνούσαν το καθιερωμένο γλυκό του γάμου, καθώς και ποτό.
Συνήθως το γλυκό ήταν πτι φουρ τυλιγμένο σε διαφανή ζελατίνα, αγορασμένο από κάποιο ζαχαροπλαστείο της Άρτας, όπως π.χ. του «Τόδουλου», και το ποτό ήταν ούζο ή λικέρ μπανάνα, καθώς και αναψυκτικά κατά τη νεότερη περίοδο. Οι συμπέθεροι, αφού έπαιρναν τα πρώτα κεράσματα, κάθονταν στα τραπέζια και απολάμβαναν τους μεζέδες που ήταν στρωμένοι. Στη συνέχεια το έριχναν στο χορό και άρχιζαν να… κλέβουν μικροαντικείμενα. Ήταν ένα παλιό έθιμο να κλέβουν όταν έρχονταν να πάρουν τα προικιά της νύφης. Ποτηράκια, ανθοδοχεία, τασάκια στις τσέπες, και οι… άλλοι συμπέθεροι να προσπαθούν να τους τα ξαναπάρουν πίσω. Κακό έθιμο για μένα, δεν έλειπαν και οι μικροεντάσεις.
Έφτανε τελικά η ώρα που θα φορτώνονταν τα προικιά. Πάνω στα προικιά συγγενείς της νύφης τοποθετούσαν ένα μικρό αγόρι που δεν κατέβαινε αν πρώτα δεν το κέρναγαν οι συμπέθεροι με χρήματα. Η τοποθέτηση αγοριού πάνω στα προικιά κατ’ άλλους ήταν και γούρι, προκειμένου το πρώτο παιδί του ζευγαριού να είναι αγόρι. Η νύφη, κατά το διάστημα φόρτωσης των προικιών της, τοποθετούσε στα καπίστρια των αλόγων, στις σούστες, στα φώτα των τρακτέρ και αυτοκινήτων πετσέτες ή χειρομάντηλα που στη μια γωνία τους ήταν κομποδιασμένο ασήμι (νόμισμα), ως δώρο στους μεταφορείς. Τα προικιά φορτώνονταν και οι συμπέθεροι, όρθιοι στις σούστες, στις καρότσας των τρακτέρ ή αγροτικών, αποχαιρετούσαν τραγουδώντας και υπονοώντας ότι σας τα πήραμε όλα, ενώ από την πλευρά της νύφης έριχναν ρύζι και κουφέτα.
Η σκηνή αυτή με τα φορτωμένα οχήματα, τα πολύχρωμα προικιά να κρέμονται στις πλευρές των καροτσών και τον κόσμο όρθιο ήταν εξόχως ευχάριστη και συγκινητική. Τα προικιά ακολουθούσαν και μερικοί συγγενείς της νύφης, στους οποίους προσφέρονταν εδέσματα και γλυκά όταν έφταναν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί είχαν την τιμητική τους. Αφού έμπαιναν στο χορό μαζί με τους συγγενείς του γαμπρού, αναχωρούσαν μετά από κάμποση ώρα για το σπίτι της νύφης, όπου συνεχιζόταν το γλέντι και εκεί.
Την ίδια ημέρα καθιερώθηκε η συνήθεια, παράλληλα με τα προικιά, να ανταλλάσσουν μπουγάτσες ή μεταγενέστερα τούρτες. Επίσης, την ίδια ημέρα επισκέπτονταν τον κουμπάρο με μπουγάτσα ή τούρτα κι αυτό αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή γι’ αυτόν. Για το λόγο αυτό παρατιθόταν και σύντομο τραπέζι. Η μπουγάτσα ήταν μυρωδάτο, αφράτο και νόστιμο, γλυκό σταρένιο λευκό ψωμί, κεντημένο και διακοσμημένο με διάφορα ζυμαρένια σχέδια. Το σχήμα της ήταν στρογγυλό με διπλή επίστρωση. Είναι η λεγόμενη μπγάτσια (μπουγάτσα) του γάμου. Γαμήλιο δώρο που το προσέφεραν συγγενείς και φίλοι ή οι γονείς του γαμπρού και της νύφης. Τη μπγάτσια την κόβουν κάποια στιγμή του γαμήλιου γεύματος ή δείπνου και ο κάθε προσκεκλημένος παίρνει από ένα κομματάκι. Όταν προσφερόταν από το γαμπρό, νύφη ή κουμπάρο, είχε πάνω της για γούρι ασημένιο νόμισμα, ρύζι και ζαχαράτα (κουφέτα).
Και μετά τα προικιά της Παρασκευής, φθάναμε αισίως, με χαρές και γλέντια, προς το τέλος της μεγάλης εβδομάδας του γάμου που ήταν αφιερωμένη στη νύφη και το γαμπρό. Οι συγγενείς και κουμπάρος έφερναν το κανίσκι στο σπίτι της νύφης ή του γαμπρού, το οποίο αποτελούταν από σφάγιο (κρέας, π.χ. αρνί), κρασί, μπίρες και μπουγάτσα. Είχε προηγηθεί, βέβαια, και το προσωπικό δώρο προς τον γαμπρό ή τη νύφη σε είδος ή χρήματα. Στο σπίτι της νύφης έκαναν μεγάλο γλέντι το βράδυ της Παρασκευής και μεταγενέστερα της Πέμπτης, ενώ στου γαμπρού το βράδυ του Σαββάτου και μετά το μυστήριο της Κυριακής. Νύφη και γαμπρός δεν επιτρεπόταν στα γλέντια πριν το γάμο να επισκεφθούν τα αντίθετα σπίτια. Και η τιμωρία τους ήταν ένα γερό γάνωμα. Το μυστήριο γινόταν πάντοτε Κυριακή, πλην ελάχιστων περιπτώσεων, στην εκκλησία του χωριού της νύφης.
Την Κυριακή το πρωί άρχιζαν στο σπίτι του γαμπρού προετοιμασίες για το μεγάλο τραπέζι μετά το μυστήριο. Το τραπέζι στρωνόταν στην αυλή του σπιτιού, κάτω από παχιές κληματαριές ή βαθύσκιωτα δένδρα, ενώ, αν δεν υπήρχε φυσικός ίσκιος ή για ν’ αποφευχθεί μια ξαφνική μπόρα, έφτιαχναν πρόχειρα παραπήγματα με μουσαμάδες ή νάιλον. Πολύ παλαιότερα το γαμήλιο τραπέζι γινόταν στριμωγμένα σε κάποιο δωμάτιο σπιτοκάλυβου όπως-όπως για να περάσει η βραδιά. Συνήθως το μενού περιλάμβανε προβατίνα σούπα, ζεματισμένη, αυγοκομμένη με μπόλικο μαύρο πιπέρι και στιφάδο από το ίδιο σφαχτό. Υπήρχαν περιπτώσεις που έσφαζαν μοσχάρι και το μαγείρευαν κοκκινιστό με μπόλικα μπαχαρικά. Εκτός από το κρέας υπήρχαν οι πίτες, οι ξηροί καρποί, τα ξερά σύκα και άλλα εδέσματα της εποχής. Μεταγενέστερα μπήκε στο τραπέζι το ψητό αρνί για να φθάσουμε στα δαπανηρά τραπέζια των δημοσίων κέντρων. Έτσι ο γάμος εμπορευματοποιήθηκε πλήρως και χάθηκε η αίγλη και τα συναισθήματα που γεννούν οι εκδηλώσεις γύρω από το γαμήλιο τραπέζι.
Η νύφη άρχισε να ντύνεται και να στολίζεται τις πρώτες απογευματινές ώρες με τη φροντίδα των κοριτσιών της περιοχής. Κομμώτριες παλαιότερα δεν υπήρχαν, αρκούσαν τα ρολά στα μαλλιά της νύφης, μια ημέρα πριν, και το κρεπάρισμα με λακ πριν το μυστήριο, λίγο ρουζ, κραγιόν και τριανταφυλλόνερο. Στη μέση της νύφης, κάτω από το νυφικό (όπως και του γαμπρού), τοποθετούνταν ένα κομμάτι δίχτυ δεμένο με κλειδαριά για τη γλωσσοφαγιά και για να μη τους πιάνουν μάγια. Κι όταν ήταν σχεδόν έτοιμη για τη μεγάλη έξοδο από το πατρικό σπίτι, η μητέρα έβαζε σ’ ένα καθαρό πιάτο λίγο αγίασμα και την έραναν οι παππούδες και οι γονείς με τα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού τους.
Και την κατάλληλη ώρα κατέφθαναν δυο τρία συμπεθερόπουλα με τα παπούτσια της νύφης. Η παράδοση το απαιτούσε την τελευταία στιγμή ναπαραδίνονται τα νυφικά παπούτσια από το γαμπρό στη νύφη. Κι αυτή, πριν τα φορέσει, έγραφε κάτω στις γυαλιστερές σόλες τα ονόματα των ανύπαντρων κοριτσιών. Τα κορίτσια των οποίων τα ονόματα δεν είχαν σβηστεί ως το τέλος του γλεντιού, θα παντρεύονταν σύντομα. Πριν όμως φορέσει τα παπούτσια, τα… δοκίμαζε αν της έρχονται, κι αυτό ήταν ένα κολπάκι προκειμένου τα συμπεθερόπουλα να τοποθετήσουν κάποια χαρτονομίσματα στην πατούσα του παπουτσιού. Κι αυτό γινόταν δυο τρεις φορές, μέχρι η νύφη να αποφασίσει να φορέσει τα παπούτσια της.
Σ’ ένα συγκινησιακό περιβάλλον η νύφη πιανόταν από τον πατέρα ή αδερφό ή νονό και έβγαινε απ’ το σπίτι, όπου τα νταούλια έπαιζαν ακατάπαυστα γαμήλιους σκοπούς. Γυρνούσε προς την πόρτα του πατρικού της σπιτιού και προσκύναγε τρεις φορείς, ενώ η μητέρα της την έραινε με ρύζι και με μικρά ζαχαράτα (κουφέτα). Στη συνέχεια έσερνε τον χορό με τους γονείς και άλλους συγγενείς και άρχιζε η πεζή (συνήθως) πορεία προς την εκκλησία, με τη συνοδεία βιολιών ή των αυθόρμητων τραγουδιών των συγγενών κ.λπ. προσκεκλημένων. Κατά μήκος της διαδρομής και μέσα από τους φράκτες των σπιτιών μαζεύονταν μικροί μεγάλοι που δεν ήταν προσκεκλημένοι στο γάμο και έραιναν το ψίκι με ρύζι ευχόμενοι καλά στέφανα.
«Ένα Σαββάτο βράδυ, καλέ Mαρία
μια Κυριακή πρωί,
αμάν Mαρία, μια Kυριακή πρωί.
Πω πω πω Mαρία, πω πω πω Mαρία
πω πω πω Mαρία σ’ αγαπώ.
Επήρα την απόφαση, Mαρία,
για να σε παντρευτώ
αμάν Mαρία, για να σε παντρευτώ.
Πω πω πω Mαρία, πω πω πω Mαρία
πω πω πω Mαρία σ’ αγαπώ.
Kαι όργανα θα φέρω, καλέ Mαρία,
μια Κυριακή πρωί
αμάν Mαρία, μια Kυριακή πρωί.
Πω πω πω Mαρία, πω πω πω Mαρία
πω πω πω Mαρία σ’ αγαπώ.
Γλέντι τρανό θα κάνω, καλέ Μαρία,
σε όλα τα χωριά
αμάν Μαρία, σε όλα τα χωριά.
Πω πω πω Mαρία, πω πω πω Mαρία
Πω πω πω Mαρία σ’ αγαπώ…»
Ο γαμπρός είχε φθάσει στην εκκλησία συνοδευόμενος από συγγενείς και φίλους και περίμενε τη νύφη στο καμπαναριό, ενώ η καμπάνα χτυπούσε χαρμόσυνα προαναγγέλλοντας την έναρξη του μυστηρίου. Αυτή η στιγμή του γαμπρού με την ανθοδέσμη στα χέρια ήταν κάπως περίεργη: τον γέμιζε τρακ και άγχος, αφού τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν από τους φίλους.
- Μήτσο, τήρα να τ’ φιλήσεις καλά…, να τ’ ρουφήξ’ς, τόσο καιρό περίμενες… μη ντρέπεσαι και μην τ’ν αφήσεις να σε πατήσει… ε ρε μάνα μ’, τι έχ’ να γίνει το βράδ’, Μήτσου μ’!
Δε γνωρίζω αν το έθιμο του «στησίματος του γαμπρού» είναι ελληνικό ή ξενόφερτο, εγώ δεν το θεωρώ όμως παραδοσιακό και καλόν θα ήταν να εκλείψει αυτό το απαράδεκτο και ανιαρό φαινόμενο.
Στη διάρκεια του μυστηρίου που διαβάζεται η αποστολική περικοπή (Εφεσσ. 5,33) κατά την τελευταία φράση «Ἡ δε γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα»,επικρατεί το «έθιμο» η νύφη να πατά στο πόδι τον γαμπρό (ή και το αντίθετο). Είναι μια επιπολαιότητα, θέλοντας να δείξουν η μεν νύφη ότι είναι χειραφετημένη και δε φοβάται τον άνδρα και θα τον εξουσιάζει κατά τον έγγαμο βίο τους, ο δε γαμπρός ότι δε χαμπαριάζει από πατήματα, αυτός είναι ο αφέντης, γι’ αυτό και προλαβαίνει και την πατά πρώτος.
Τον τελευταίο καιρό το έθιμο αυτό τείνει να εκλείψει, ευτυχώς, διότι διαφορετικά είναι ασέβεια προς το μυστήριο, που υποτίθεται πως οι νεόνυμφοι θα πρέπει να προσεύχονται όπως ο θεός ευλογήσει το γάμο τους. Χαχανητά, ποικίλα σχόλια, τα μάτια όλων στα πόδια του γαμπρού και της νύφης και «χάβρα» επικρατεί στο σημείο του «πατήματος», κατάσταση απαράδεκτη για ένα μυστήριο της ορθόδοξης πίστης.
Παλαιότερα, πριν τον «Ησαΐα», ο κουμπάρος σκέπαζε τις πλάτες των νεονύμφων με ένα μεγάλο κομμάτι υφάσματος, το λεγόμενο «στεφανοσκέπασμα», και μ’ αυτό στις πλάτες τους «χόρευαν τον Ησαΐα». Ένα εξαιρετικής ποιότητας ύφασμα, με το οποίο αργότερα η νύφη θα έραβε ταγιέρ ή άλλο φόρεμα. Το «στεφανοσκέπασμα» ήταν έθιμο, δεν το προβλέπει το ιερό μυστήριο του γάμου και καταργήθηκε, σιωπηλώς θα λέγαμε, για άγνωστο λόγο. Είναι περιοχές της πατρίδας μας που το διατηρούν ακόμη, όπως π.χ. στην Κρήτη.
«Ἡσαΐα χόρευε, ἡ Παρθένος ἔσχεν ἐν γαστρί, καὶ ἔτεκεν υἱὸν τὸν Ἐμμανουήλ, Θεόν τε καὶ ἄνθρωπον, Ἀνατολὴ ὄνομα αὐτῷ· ὃν μεγαλύνοντες, τὴν Παρθένον μακαρίζομεν».
Αυτό το υπέροχο χαρμόσυνο θεομητορικό τροπάριο-ψαλμός ψάλλεται κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του μυστηρίου του γάμου. Και δεν έχει τη σημασία να «χορέψει ο Ησαΐας» ή να χορέψουν οι νεόνυμφοι. Είναι μια προτροπή στον προφήτη Ησαΐα να χαρεί (όχι να χορεύει), επειδή πραγματοποιήθηκε η προφητεία του, δηλαδή η Παρθένος (η Παναγία) γέννησε τον Χριστό, και μια ευχή-ευλογία προς το νεόνυμφο ζεύγος.
Αυτή την άγια στιγμή του μυστηρίου, κατά το παρελθόν, γινόταν ένας ιδιότυπος πόλεμος μεταξύ των φίλων του ανυπεράσπιστου γαμπρού. Υπήρχε η συνήθεια με το «Ησαΐα χόρευε» να εκσφενδονίζουν προς τους νεόνυμφους ρύζι με ζαχαράτα (κουφέτα) και ροδοπέταλα. Ένας πόλεμος ρυζιού, κουφέτων και άλλων εδωδίμων, μέσα στην εκκλησία. Το βάρβαρο έθιμο ήθελε τους φίλους του γαμπρού να προμηθεύονται μεγάλα και χοντρά κουφέτα και να χτυπούν μ ’αυτά τον γαμπρό. Βέβαια, τα πυρά έπαιρναν και τον ιερέα, τον κουμπάρο κ.λπ. συγγενείς. Οι εκκλήσεις-παρατηρήσεις του ιερέα έπεφταν στο κενό και με τις φωνές του στοχοποιούταν και ο ίδιος ακόμη περισσότερο.
Ο μακαριστός ιερέας Αναστάσιος Σιαπέρας, κατά τη στιγμή του «Ησαΐα», το είχε πάρει απόφαση ότι αυτό έθιμο δεν κοβόταν και την κρίσιμη ώρα φώναζε από μόνος του, απευθυνόμενος προς τους φίλους του γαμπρού, «είστε έτοιμοι; άρξασθε πυρ». Και κουκουλωνόταν με το άμφιο, τοποθετώντας στο κεφάλι του το ιερό ευαγγέλιο. Αυτή τη στιγμή είχαμε και έναν άλλο «πόλεμο», αυτόν της περισυλλογής κουφέτων από τους μικρούς που έρχονταν στο μυστήριο γι’ αυτό το λόγο. Παλαιότερα η τροφή βρισκόταν πολύ δύσκολα και ακόμη πιο δύσκολα τα ζαχαρωτά. Νεαροί εφορμούσαν, μπουσουλώντας στο δάπεδο της εκκλησίας, να μαζέψουν όσα περισσότερα κουφέτα μπορούσαν και στη μάχη τους παράσερναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Τη «νύφη» πλήρωναν οι γυναίκες σαν πιο ευάλωτες λόγω ενδυμασίας…
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ότι από πλευράς εκκλησίας απαγορεύτηκε η ρίψη ρυζιού και άλλων αντικειμένων κατά τη διάρκεια του μυστηρίου, και το φαινόμενο περιορίζεται κατά την έξοδο του ζεύγους από την εκκλησία.
Με την έναρξη του μυστηρίου οι ανύπαντρες κοπέλες έπαιρναν μερικά κουφέτα από το δίσκο των στεφάνων και τα έβαζαν στις τσέπες του γαμπρού ή σε ειδικά σημεία του νυφικού της νύφης. Με το πέρας του μυστηρίου, τα έπαιρναν και τα τοποθετούσαν κάτω από το προσκεφάλι τους για να δουν ποιον θα παντρευτούν.
Μετά το τέλος του μυστηρίου οι νεόνυμφοι, αφού δέχονταν τις ευχές συγγενών και φίλων, επιβιβάζονταν σε κάποιο λαμπερό όχημα συγγενούς ή φίλου –παλαιότερα σε ταξί– με κατεύθυνση το σπίτι του γαμπρού. Πίσω τους κομβόι τα οχήματα συγγενών και φίλων, καθώς και το λεωφορείο για τα άτομα που δε διέθεταν όχημα, και σε κάθε κατοικημένη περιοχή ενδιάμεσων χωριών τα κορναρίσματα ήταν συνεχή και παρατεταμένα κι όλοι έτρεχαν σε κομβικά σημεία να δουν τον γαμπρό με τη νύφη.
Πριν την εποχή των οχημάτων, χρησιμοποιούνταν οι σούστες και τ’ άλογα. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής άλλαζαν δρόμο για να μην είναι ο ίδιος που ακολουθήθηκε κατά την άφιξη του γαμπρού στην εκκλησία, το θεωρούσαν γρουσουζιά και έπρεπε να γίνεται αυτό να μη στρένε τα κακά, οι κατάρες και το ζευγάρι να είναι «στέρεο». Έτσι από τις δύο διαφορετικές διαδρομές σταυρωνόταν ο δρόμος.
Στο σπίτι είχαν καταφθάσει συγγενείς, φίλοι και απρόσκλητοι που παρακολουθούσαν τα δρώμενα, έχοντας περιέργεια να δουν αν η νύφη είναι «καλή», όμορφη δηλαδή, γιατί τα υπόλοιπα προσόντα της δεν μπορούσε να τα επιδείξει τη συγκεκριμένη στιγμή. Τα λαλούμενα άρχισαν να παίζουν δυνατά, πολλοί τραγουδούσαν, ενώ η πεθερά περίμενε στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού τη νύφη:
«Έβγα, μανούλα του γαμπρού
και πεθερά της νύφης,
να δεις τον ακριβό σου γιο
τι νύφη που σου φέρνει.
Σου φέρνει ρούσα πέρδικα
και ελάτινη τρυγόνα.
Έβγα, μανούλα του γαμπρού
και πεθερά της νύφης,
να δεις τον ακριβό σου γιο
ποια πέρδικα σου φέρνει,
πώς σειέται, πώς λυγίζεται,
πώς βεργοκαμαρώνεται...»
Ο ενθουσιασμός και η συγκίνηση τη συγκεκριμένη στιγμή περίσσευε, πατέρας και μάνα καμάρωναν το γιό τους γαμπρό που κρατούσε αγγαζέ την αγαπημένη τους νυφούλα. Στην πόρτα του σπιτιού η νύφη, μπροστά από τον πεθερό και πεθερά, προσκυνούσε το νέο της σπίτι τρεις φορές. Στη συνέχεια νύφη και πεθερά έριχναν αντίθετα ρύζι με κουφέτα, τα οποία σταυρώνονταν στον αέρα, και μόλις τέλειωνε το περιεχόμενο, η νύφη έσπαγε με το παπούτσι της το αδειανό φιρφιρένιο πιάτο. Πολλές φορές το πιάτο αποδεικνυόταν πολύ γερό και το νυφικό παπούτσι έμενε χωρίς τακούνι. Παλαιότερα το αδειανό πιάτο το πέταγαν στα κεραμίδια των χαμηλόσκεπων σπιτιών.
Μετά το ρύζι και τα κουφέτα (ζαχαράτα), εξ ου και η ρήση «ζαχαράτα τ’ς νύφ’ς», στη νύφη προσφέρονταν τα δώρα από τα πεθερικά: χρυσαφικά, ρολόγια κ.λπ. συναφή, τα λεγόμενα κεράσματα. Και η νύφη όμως είχε προνοήσει να φέρει κι αυτή δώρα όχι μόνο στα πεθερικά, αλλά και στα λοιπά μέλη της οικογένειας, καθώς και στον κουμπάρο, τα οποία θα διαμοιράζονταν την αμέσως επομένη ημέρα. Τα δώρα της νύφης ήταν συνήθως ρούχα ένδυσης (υποκάμισα, παντελόνια, πετσέτες, εσώρουχα, κομπινεζόν, κάλτσες κ.λπ.).
Με τα κοσμήματα στο νυφικό της η νύφη έμπαινε στο καινούργιο της σπίτι, αφού δρασκέλιζε ένα σίδερο (π.χ. τσεκούρι), για να είναι γερή σαν αυτό, ενώ η πεθερά της προσέφερε μέλι για να έχει γλυκιά ζωή και να λέει πάντοτε γλυκά λόγια. Είχε καθιερωθεί η συνήθεια, μετά τον νυφιάτικο χορό, η νύφη να βγάζει το νυφικό και να φορά το δεύτερο λεγόμενο φόρεμα, το καλό που είχε ραφτεί με κάθε επιμέλεια, ειδικά για τη βραδιά αυτή, για τα επιστρόφια, καθώς και για κάθε άλλη επίσημη εμφάνιση του ζεύγους.
Το γλέντι σε λίγο άρχιζε με χορό και φαγοπότι και κρατούσε πολλές φορές μέχρι το χάραμα της Δευτέρας. Εκτός από τα λαλούμενα, το λόγο έπαιρναν κάποια στιγμή οι γηραιότεροι του τραπεζιού, που είχαν δει πολλά τα μάτια τους, ήταν σεβάσμιοι κι άρχιζαν να ερμηνεύουν τραγούδια της τάβλας γουρλώνοντας τα μάτια, στρίβοντας τα αρειμάνια μουστάκια τους και κάνοντας τις φλέβες του λαιμού τους να πετάγονται έξω:
«Σε τούτ’ την τάβλα πού ’μαστε,
σε τούτο το τραπέζι,
τον άγγελο φιλεύουμε
και το Χριστό κερνάμε
και την παρθένα Παναγιά
κι αυτή την προσκυνάμε»…
….«Σε τούτ’ την τάβλα που ‘μαστε,
γραμμένα μαύρα μάτια μου,
σε τούτο το τραπέζι,
τρεις μαυρομάτες, ρούσα μ’, μας κερνούν.
Τρεις μαυρομάτες μας κερνούν,
γραμμένα μαύρα μάτια μου,
και οι τρεις καλές κοπέλες,
η μια κερνά, ρούσα μ’, με το γυαλί.
Η μια κερνάει με το γυαλί
γραμμένα μαύρα μάτια μου,
και η άλλη με την κούπα,
κι η Τρίτη, ρούσα μ’, η μικρότερη.
Κι η τρίτη η μικρότερη
γραμμένα μαύρα μάτια μου,
με μαστραπά στο χέρι,
κέρνα μας, ρούσα μ’, κέρνα μας γλυκό κρασί»
Και κάποια στιγμή θα πήγαιναν να κοιμηθούν, όλοι κατάκοποι από τα τρεξίματα των ημερών. Στο οικείο κεφάλαιο περί κατοικίας περιγράψαμε την οικτρή κατάσταση των καταλυμάτων (δωματίων) των σπιτιών που έμειναν οι οικογένειες. Οι οικογένειες παλαιότερα ήταν πολυμελείς, και πού να βολευτούν όλοι για ύπνο; Στρωματσάδα οι περισσότεροι στη σειρά, μικροί μεγάλοι, κι αν υπήρχε και κάποιο κρεβάτι, το χρησιμοποιούσαν οι γηραιότεροι. Έτσι και οι νεόνυμφοι, την πρώτη βραδιά του γάμου τους, μαζί με τους άλλους καταγής σε άθλιες συνθήκες. Το ήξεραν από πριν, νύχτα είναι, θα περάσει, έλεγαν, αλλά και τις επόμενες; Και μια χρονιά πολύ παλαιά, σε κάποιο χωριό, ο γαμπρός δεν αναγνώρισε τη μητέρα του που κοιμόταν δίπλα του. Το ατύχημα έγινε και την επόμενη ημέρα η μητέρα «έσκασε» πραγματικά από τη στεναχώρια της…
Στα επόμενα χρόνια και ειδικότερα από τη 10ετία του ’60 και μετά, τα καταλύματα των οικογενειών βελτιώθηκαν, οι νεόνυμφοι είχαν κάποιο δωμάτιο και οι έχοντες και κατέχοντες πήγαιναν και κάποιο «νυφικό ταξίδι» για να κοιμηθούν στο δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου και να απολαύσουν την αγάπη τους…
Τέλος, τα στέφανα του ζευγαριού τοποθετούνταν σε περίτεχνα σκαλισμένη ξύλινη θήκη, τη λεγόμενη στεφανοθήκη, και εκεί έμειναν νυν και αεί, ως ενθύμιο και ευλογία. Η στεφανοθήκη τοποθετούταν ψηλά στον τοίχο αριστερά από το εικόνισμα του σπιτιού ή στην κρεβατοκάμαρά τους.
Την επομένη Κυριακή του γάμου είχαμε να λεγόμενα πιστρόφια, την επιστροφή. Οι νεόνυμφοι επέστρεφαν στο πατρικό σπίτι της νύφης, πήγαιναν στην εκκλησία, όπου ο ιερέας τους φύλαγε μεγάλο αντίδωρο, και στη συνέχεια στο σπίτι παρέθεταν ωραίο γεύμα προς τιμήν των νεονύμφων, με κυρίαρχο φαγητό τη σούπα πουλερικού ή προβατίνας.
Και η ζωή συνεχιζόταν, το ζευγάρι έβαζε μπροστά για ν’ αποκτήσουν παιδιά… πολλά παιδιά!
- Μωρή Λενιώ, σε γκάστρωσε αμέσως; Πιστεύω τι να τραβάς… μπράβο… μπράβο!
- Γλιέπω, Γιάννη, τ’ Λενιώ φουσκωμένη, της τά ’πιασες τα νερά αμέσως, Μπράβο Γιάννη!
Η γέννα πραγματοποιούνταν στο σπίτι ή όπου αλλού έπιαναν οι πόνοι τη γκαστρωμένη και έσπαγαν τα υγρά. Στο χωράφι, στο δρόμο, στο σπίτι. Όπως ο υποφαινόμενος, που γεννήθηκε σε κάρο καθ’ οδόν από το Ψαθοτόπι προς την Άρτα, μεταξύ Γαβριάς και Κωστακιών, στο λεγόμενο «βάλτο».
Τη γέννα αναλάμβαναν οι μαμές. Πού να βρεθούν τότε Νοσοκομεία, ιατροί, μαίες, μέσα μεταφοράς, οι αποστάσεις φαίνονταν μεγάλες λόγω και της έλλειψης καλού οδικού δικτύου. Σεβάσμιες γερόντισσες με εμπειρία ξεγεννούσαν τις γκαστρωμένες. Η μαμή, υποβοηθούμενη και από άλλη μία γυναίκα, έμπειρη κι αυτή, ξεγεννούσε με όσους κινδύνους περικλείει μια γέννα και μάλιστα σε δύσκολες εποχές με την έλλειψη μέσων. Η έγκυος κλεινόταν σ’ ένα δωμάτιο, απομακρύνονταν οι άντρες και τα παιδιά από το σπίτι, ενώ απ’ όξω άλλες γυναίκες είχαν έτοιμο ζεστό νερό. Και με τη βοήθεια του Θεού, αφού γεννιόταν το μωρό και η λεχώνα πλέον ήταν καλά, άρχιζε η μαμή να πλένει προσεκτικά το βρέφος με ζεστό νερό. Τον ομφάλιο λώρο τον έκοβε με μια γερή κλωστή. Και ανακοίνωνε κάποια στιγμή το ευχάριστο γεγονός λακωνικά: «έκανε πιδί», εννοώντας πως έτεκεν αγόρι ή αντιθέτως «κουπέλα έχουμι…»
Στη συνέχεια γινόταν το σπαργάνωμα του βρέφους και το φάσκιωμα, από τα πόδια και προς τα πάνω, για να γίνει το σώμα του στητό και ίσιο. Η μαμή του κάθε χωριού ήταν σεβάσμιο πρόσωπο και τύχαινε ιδιαίτερης τιμητικής μεταχείρισης σε διάφορες εκδηλώσεις, ενώ σε κάθε γέννα έπαιρνε και το κέρασμά της.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης, ένα ζευγάρι αποκτούσε πολλά παιδιά. Η θνησιμότητα, λόγω επιδημιών, μεγάλη, οι δυσκολίες πολλές, η ευτυχία όμως ανεκτίμητη! Και τα παιδιά περισσότερο τα μεγάλωναν οι προγιαγιάδες-γιαγιάδες παρά η μητέρα, που σχεδόν όλη τη μέρα ήταν στο χωράφι ή στα ζώα. Μετά βίας ένα βύζαμα το πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Τα υπόλοιπα οι γιαγιάδες, έχοντας στην ξύλινη σαρμανίτσα τον άγγονά της και λέγοντάς του νανουρίσματα και ταχταρίσματα. Με μεγάλο κόπο ανασύραμε από τη λήθη του παρελθόντος μερικά απ’ αυτά και τα παραθέτουμε για να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο ακόμη πιο ευχάριστα.
[1] Δημώδες του γάμου
[2] Κ.Δ., Ματθ.,19, 6-9, μετάφρ. «Αλλά από την αρχή της κτίσης ο Θεός τούς έκανε αρσενικό και θηλυκό. Γι’ αυτό θα εγκαταλείψει ο άνθρωπος τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του, και οι δύο θα είναι μία σάρκα. Ώστε δεν είναι πια δύο, αλλά μία σάρκα. Αυτό λοιπόν που ο Θεός συνέζευξε ο άνθρωπος ας μην το χωρίζει»
88 Στίχοι - Μουσική: Φώτη Χαριτίνη
[4] «ΤΑΚΟΥ ΤΑΚΟΥ Ο ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ ΜΟΥ»: Τραγούδι σε μουσική Θεόδωρου Παπαδόπουλου, στίχους Αργύρη Εφταλιώτη (ποιητική συλλογή: Παλιοί Σκοποί, 1909), σε πρώτη εκτέλεση το 1949 από τη Σοφία Βέμπο. Το τραγούδι έχει ερμηνεύσει και η Εύη Στυλ. Ο ρυθμός του κομματιού είναι 3/4 και μπορεί να χορευτεί ως «ΤΣΑΜΙΚΟΣ» (http://www.kanellatou.gr/)
[5]Δημογεροντία η: το σώμα των δημογερόντων που ασκούσε εξουσία στις αυτοδιοικούμενες χριστιανικές κοινότητες κατά την Τουρκοκρατία || το αξίωμα του δημογέροντα (λεξικό Κριαρά). Πρόεδρος της δημογεροντίας ήταν ο μητροπολίτης, ο οποίος και επέλεγε τα δώδεκα μέλη της. Η δημογεροντία είχε διοικητικά καθήκοντα – ενοικίαζε τα κτήματα της κοινότητας, εισέπραττε τις προσόδους της εκκλησίας, συντηρούσε τα σχολεία κ.ά.
Η Δημογεροντία κατήρτιζε τους κοινοτικούς προϋπολογισμούς και συγκέντρωνε τα εισοδήματα της Εκκλησίας και τις δωρεές. Ασκούσε την εποπτεία των κοινοτικών κτημάτων και του Φιλόπτωχου Ταμείου. Τέλος, επόπτευε στη λύση των διαφορών μεταξύ των Χριστιανών και ήταν εξουσιοδοτημένη για την έκδοση τυχόν διαζυγίων. Η Δημογεροντία διατηρούσε το δικαίωμα παρεμβάσεως ακόμη και στις παροχές προίκας.
Η πεδιάδα της Άρτας υπάγονταν στη Δημογεροντία Λούρου και Φιλιππιάδος και έχει σχέση και με τη διοικητική υπαγωγή που αναφέραμε σε άλλο κεφάλαιό μας.
[6] ΙΜ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ & ΠΡΕΒΕΖΗΣ: «Πρακτικά Δημογεροντίας Λούρου & Φιλιππιάδος», απόσπασμα της συνεδριάσεως της 16ης Μαρτίου 1912»
Από το βιβλίο :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου