O Τζακ Κέρουακ (Jack Kerouac, πραγματικό όνομα: Jean-Louis Lebris de Kérouac, 12 Μαρτίου 1922 - 21 Οκτωβρίου 1969) ήταν Αμερικανός λογοτέχνης, εικονοκλάστης του γραπτού λόγου, ένας από τους κύριους εκπροσώπους, μαζί με τους Γουίλιαμ Μπάροουζ και Άλλεν Γκίνσμπεργκ, της Μπητ γενιάς (αγγλ. Beat Generation) και εισηγητής του ομώνυμου όρου. Ανάμεσα στα διασημότερα έργα του ανήκουν τα μυθιστορήματα Οι αλήτες του Ντάρμα, Οι υποχθόνιοι και πάνω απ΄όλα το Στο δρόμο.
Ο Κέρουακ αναγνωρίζεται για τη μέθοδο της αυθόρμητης πρόζας. Από θεματικής πλευράς, το έργο του εκτείνεταιν σε πεδία όπως η Καθολική πνευματικότητα, η τζαζ, η ελευθεριότητα, ο Βουδισμός, τα ναρκωτικά, η φτώχεια και τα ταξίδια. Κατέστη διασημότητα του underground και, μαζί άλλους Μπητ λογοτέχνες, ένας από τους προγόνους του κινήματος των χίπις, αν και παρέμεινε εχθρικός προς ορισμένα από τα πολιτικά ριζοσπαστικά στοιχεία του.
Το 1969, σε ηλικία 47 χρονών, ο Κέρουακ πέθανε από εσωτερική αιμορραγία εξαιτίας της μακροχρόνιας κατάχρησης αλκοόλ. Από το θάνατό του, το λογοτεχνικό κύρος του Κέρουακ έχει αυξηθεί, και πολλά απαρατήρητα στο παρελθόν έργα του έχουν δημοσιευθεί. Όλα τα βιβλία του είναι σε κυκλοφορία σήμερα, συμπεριλαμβανομένων των Η Κωμόπολη και η Πόλη, Στο δρόμο, Ντόκτορ Σακς, Οι αλήτες του Ντάρμα, Mexico City Blues, Οι υποχθόνιοι, Ο γυρισμός του ταξιδευτή, Οράματα του Κόντυ, Η θάλασσα τ' αδέρφι μου, και Μπιγκ Σερ
Οικογενειακή καταγωγή
Γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης στις 12 Μαρτίου 1922. Ήταν γιος του Λεό Αλσίντ Κιρουάκ ή Κερουάκ και της Γκαμπριέλ Ανιέ Λεβέκ. H καταγωγή του Κέρουακ ήταν γαλλο-καναδική. Οι πρόγονοι της οικογένειας είχαν φτάσει το 18ο αιώνα από τη Βρετάνη της Γαλλίας στο Νέο Κόσμο και εγκαταστάθηκαν στο Κεμπέκ.Ο παππούς του, Ζαν Μπατίστ, υπήρξε πιθανότατα ο πρώτος Κερουάκ που μετακινήθηκε γύρω στο 1890 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικότερα στο Νιου Χαμσάιρ, όπου εργάστηκε ως μαραγκός. Σύμφωνα με διηγήσεις του πατέρα του, η οικογένεια των Κερουάκ αποτελούνταν από αριστοκράτες απογόνους Κελτών που έφθασαν στην Κορνουάλη από την Ιρλανδία, για να μετεγκατασταθούν αργότερα στη Βρετάνη, όπου απέκτησαν ένα προγονικό οικόσημο που περιείχε το γνωμικό Aimer, Travailler et Souffrir (Να αγαπάς, να εργάζεσαι και να υποφέρεις). H οικογένεια του Κέρουακ έδινε μεγάλη σημασία στην γαλλική καταγωγή της και τη γλώσσα, καθώς και στην καθολική πίστη.
Παιδικά και νεανικά χρόνια
Ο Τζακ Κέρουακ, που σε όλη τη ζωή του παρέμεινε δίγλωσσος, μέχρι την ηλικία των έξι ετών δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά. Οι γονείς του συνεννοούνταν στο σπίτι στη ζουάλ (joual), μια εκδοχή της κεμπεκικής διαλέκτου της γαλλικής, η οποία θεωρείτο υποδεέστερη από τους αγγλόφωνους και στοιχείο διάκρισης - απομόνωσης. Γι' αυτό και ο Κέρουακ, που έζησε έως την ενηλικίωσή του στην εργατική γαλλο-καναδική συνοικία του Λόουελ, είχε κυρίως Ελληνοαμερικάνους για στενούς φίλους. Για τον Κέρουακ, η γαλλο-καναδική γλώσσα δεν ήταν ένα απλό εργαλείο συνεννόησης με τους οικείους του, αλλά βασικό στοιχείο ταυτότητας, όπως και ο αδιάσπαστα συνδεδεμένος με αυτήν καθολικισμός.
Το 1926 βίωσε το χαμό του αδελφού του Ζεράρ από ρευματικό πυρετό, γεγονός που τον επηρέασε βαθιά και τον ενέπνευσε να γράψει το μυθιστόρημα Visions of Gerard, όπου -μεταξύ άλλων- αποτύπωσε και το μαρτυρικό θάνατό του. Η καταπληκτική του μνήμη τού χάρισε από νωρίς το προσωνύμιο Memory Babeκαι τον βοήθησε στη συγγραφή των έργων του, που σε μεγάλο βαθμό βασίζονταν σε αναμνήσεις του παρελθόντος. Του άρεσε πάρα πολύ το διάβασμα κι από μικρή ηλικία έδειξε τάση προς την καλλιτεχνία, γράφοντας δικά του περιοδικά, τα οποία μάλιστα εικονογραφούσε μόνος του.
Σπουδές στη Νέα Υόρκη
Μεγαλώνοντας, ο Κέρουακ εξελίχθηκε σε εξαιρετικό αθλητή του στίβου, του μπέιζμπολ και πάνω απ΄ όλα του αμερικανικού ποδοσφαίρου, του οποίου ήταν και ο σχολικός ήρωας. Μετά το πέρας των γυμνασιακών σπουδών του (Ιούνιος 1939), ο προπονητής της ομάδας (αμερικανικού) ποδοσφαίρου του διάσημου νεοϋορκέζικου Πανεπιστημίου Κολούμπια κανόνισε να παρακολουθήσει ο Κέρουακ μια προπαρασκευαστική χρονιά στο Horace Mann School of Boys, στη Νέα Υόρκη. Έπρεπε να βελτιώσει τους σχολικούς βαθμούς του, ώστε να μπορέσει να λάβει μια πλήρη αθλητική υποτροφία σπουδών. Μια ανάλογη πρόταση έλαβε ο Κέρουακ και από το Κολέγιο της Βοστώνης (Boston College, γνωστό ως BC), φημισμένο Ιησουϊτικό καθολικό πανεπιστημιακό ίδρυμα των ΗΠΑ, με έδρα ένα προάστιο της Βοστώνης. Τελικά, επέλεξε να πάει στη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια της προπαρασκευής, ο Κέρουακ έβγαζε το χαρτζιλίκι του γράφοντας «πτυχιακές εργασίες» για λογαριασμό άλλων σπουδαστών, χρεώνοντας 2 δολάρια το κομμάτι, τους δίδασκε γαλλικά και, τελικά, εργάστηκε ως αθλητικογράφος στην εφημερίδα New York World-Telegraph.
Στο Κολούμπια, ως φοιτητής, ο Κέρουακ ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με αρκετά από τα μετέπειτα μέλη της λογοτεχνικής μπητ γενιάς, όπως τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ. Η φοίτησή του διήρκεσε περίπου ένα χρόνο: κατά το πρώτο εξάμηνο έσπασε το πόδι του στη διάρκεια ενός αγώνα (αμερικανικού) ποδοσφαίρου, γεγονός που σηματοδότησε μία κρίσιμη καμπή στη ζωή του καθώς του στέρησε τη δυνατότητα να ακολουθήσει σπουδαία σταδιοδρομία ως αθλητής. Το ατύχημα είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της υποτροφίας και ως εκ τούτου και των σπουδών του στο πανεπιστήμιο. Επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου τελικά ξεκίνησε να εργάζεται ως αθλητικός συντάκτης της εφημερίδας Λόουελ Σαν (Lowell Sun).
Στο ναυτικό
Μετά από διάφορα επαγγέλματα που άσκησε στο Λόουελ και στη Βοστώνη, όπου έζησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, τον Ιούλιο του 1942 μπάρκαρε ως λαντζέρης με το εμπορικό πλοίο Ντόρτσεστερ, με προορισμό τη Γροιλανδία. Είχε ανάγκη από χρήματα και αναζητούσε την περιπέτεια, θέλοντας να ξεφύγει από την ανιαρότητα της ζωής του: γι' αυτό επέλεξε να ταξιδέψει με ένα πλοίο που συμμετείχε σε συμμαχικές νηοπομπές, κάνοντας επικίνδυνες διαδρομές στο Βόρειο Ατλαντικό. Μετά την επιστροφή του (Οκτώβριος 1942), εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Νέα Υόρκη παρακολουθώντας μαθήματα στο Κολούμπια, κατόπιν πρόσκλησης του προπονητή του να επιστρέψει στον ποδοσφαιρικό σύλλογο του πανεπιστημίου. Σύντομα εγκατέλειψε για δεύτερη φορά και οριστικά την ομάδα, έπειτα από έντονη διαφωνία με τον προπονητή του. Την ίδια περίπου περίοδο ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημα The Sea Is My Brother, έργο που τελικά δεν ολοκληρώθηκε. Τον επόμενο χρόνο, κατατάχθηκε εθελοντικά στη σχολή αξιωματικών του Αμερικανικού Ναυτικού, από όπου απολύθηκε έξι μήνες αργότερα. Στη διάρκεια της παρουσίας του στη σχολή υπήρξε μάλλον απείθαρχος. Τέθηκε υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και τελικά οι γιατροί κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ήταν ακατάλληλος για το ναυτικό, χαρακτηρίζοντας τον στη διάγνωση τους ως «αδιάφορη προσωπικότητα». Αργότερα, του επετράπη να επιταχθεί ξανά στο Ναυτικό, και ταξίδεψε μεταξύ ΗΠΑ και Αγγλίας, υπηρετώντας ως απλός ναύτης στο πολεμικό πλοίο S.S. George Weens.
Τα χρόνια της ωριμότητας
Όταν επέστρεψε από την Αγγλία, ο Κέρουακ μαζί με την φίλη του Έντι Πάρκερ (Edie Parker), συνδέθηκε στενά με τους Λουσιέν Καρ (Lucien Carr) και Άλλεν Γκίνσμπεργκ, τότε φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, με τον Μπάροουζ, καθώς και με τον Νιλ Κάσαντι. Εκείνη την εποχή, σε μια συζήτησή του με τον συγγραφέα Τζον Κλέλον Χολμς, ο Κέρουακ περιέγραψε τους φίλους του και γενικά την γενιά του ως ψυχικά κουρασμένη με την ζωή και τον κόσμο, έχοντας ένα αίσθημα «ήττας» (beatness), εισάγοντας ουσιαστικά για πρώτη φορά τον όρο Beat Generation.
Παντρεύτηκε την Έντι Πάρκερ το 1944, λίγο μετά την φυλάκιση του Λουσιέν Καρρ για τη δολοφονία του κοινού φίλου τους Ντέιβιντ Κάμερερ. Ο Κέρουακ είχε συλληφθεί ως ύποπτος για συνενοχή στην πράξη και η οικογένεια της Πάρκερ προσφέρθηκε να πληρώσει την εγγύησή του -κάτι που είχε αρνηθεί να κάνει ο πατέρας του- με το όρο να παντρευτεί την κόρη τους. Ο γάμος του κράτησε μόλις μερικούς μήνες, χώρισε το 1945 και τον ίδιο χρόνο συνέπεσε ο θάνατος του πατέρα του.
Λίγο μετά τον θάνατο του, ο Κέρουακ άρχισε τη συγγραφή του πρώτου μυθιστορήματός του, Η κωμόπολη και η πόλη (The Town and the City), το οποίο δημοσιεύτηκε το 1950. Στο βιβλίο τον απασχόλησε το θέμα της διάστασης ανάμεσα στο γνώριμο κόσμο της γειτονιάς, της κωμόπολης, και της ζωής στη μεγαλούπολης. Επιπλέον, περιείχε δραματοποιημένα στοιχεία σπό τη νεανική σχέση του με τη Μαίρη Κάρνεϊ (Mary Carney), ένα θέμα στο οποίο θα επανέλθει διεξοδικότερα σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, με το Maggie Cassidy. Η Κάρνεϊ-Κάσιντυ υπήρξε για τον Κέρουακ η εξιδανικευμένη εικόνα της γυναίκας που οι άντρες συνήθως πλάθουν για την «πρώτη αγάπη» τους.
Το 1949 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι από τη Νέα Αγγλία στο Σαν Φρανσίσκο, μαζί με τον φίλο του Νιλ Κάσαντι και την πρώην σύζυγο του Κάσαντι, Λουάν (Luanne). Την επόμενη δεκαετία, ο Κέρουακ ταξίδεψε σχεδόν σε όλη την Αμερική και το Μεξικό, άλλοτε οδηγώντας με συνεπιβάτη τον Κάσαντι, κι άλλοτε κάνοντας ότο-στοπ. Η περιπλάνησή θα αποτελούσε τη βάση του περίφημου μυθιστορήματός του Στο δρόμο (On the Road).
Το 1950 παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Τζόαν Χάβερτυ. Το 1952 -ενώ το ζεύγος είχε ήδη χωρίσει- γεννήθηκε η κόρη τους Ζαν (Janet Kerouac), την οποία ο Κέρουακ εξαναγκάστηκε να αναγνωρίσει έπειτα από εννιά χρόνια. Το επόμενο διάστημα, αποτέλεσε μία ιδιαίτερα δημιουργική και παραγωγική περίοδο για τον Κέρουακ. Άρχισε να γράφει με μανία, τα γνωστά του μυθιστορήματα Στο δρόμο, βασισμένο στα ταξίδια του, τα Οράματα του Κόντυ (Visions of Cody), το Ντόκτορ Σακς (Dr. Sax), το Μάγκι Κάσιντι (Maggie Cassidy), τους Υποχθόνιους (The Subterraneans) και άλλα έργα.
Περίπου το 1955, άρχισε να μελετά το Βουδισμό, επηρεασμένος αρχικά από το έργο του Ντουάιτ Γκοντάρ (Dwight Goddard) A Buddhist Bible ενώ ασχολήθηκε έντονα με το διαλογισμό. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Μεξικό, ολοκλήρωσε την ποιητική του σειρά Μπλουζ του Μέξικο Σίτι (Mexico City Blues) καθώς και το μυθιστόρημα Τριστέσα (Tristessa) γραμμένο για μιά κοπέλα που γνώρισε εκεί. Το 1956 άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματα Τα οράματα του Ζεράρ(Visions of Gerard) γραμμένο για τον αδελφό του, Γραφές της αιωνιότητας (The Scripture of the Golden Eternity) καθώς και πολλά ποιήματα.
Μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του Στο δρόμο το 1957, άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα Οι αλήτες του Ντάρμα (The Dharma Bums). Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, και ειδικότερα μετά τη δημοσίευση του On the Road, ο Κέρουακ απέκτησε μεγάλη φήμη. Πραγματοποίησε αρκετές δημόσιες απαγγελίες ποίησης ή πεζογραφίας, συχνά με συνοδεία μουσικής τζαζ, στη Νέα Υόρκη -ο ίδιος, άλλωστε, παραλλήλιζε τον τρόπο που έγραφε με εκείνον που ένας μουσικός της τζαζ έπαιζε τρομπέτα ή σαξόφωνο. Επίσης, αρθρογράφησε στα περιοδικά Playboy, Swank, Holiday, Escapade και Esquire.
Το 1961 εγκαταστάθηκε στο Μπιγκ Σερ (Big Sur) της Καλιφόρνιας, όπου και έγραψε το τελευταίο του ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μπιγκ Σερ.
H παρακμή
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κέρουακ αισθανόταν ότι είχε ξοφλήσει ως συγγραφέας εμπορικών βιβλίων. Βίωνε τη σχεδόν καθολική απόρριψη του εκδοτικού κόσμου και της κατεστημένης κριτικής, που τώρα έστρεφε το ενδιαφέρον σε άλλα πρόσωπα τα οποία είχαν διδαχτεί από αυτόν, όπως ο Γκίνσμπεργκ. Έτσι, αφού παντρεύτηκε το 1966 την ελληνικής καταγωγής παιδική του φίλη Στέλλα Σάμπας, μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στην πόλη Σεντ Πίτερσμπεργκ, στη Φλόριντα, μαζί με την μητέρα του και και τις δυο αγαπημένες του γάτες Πιτού και Μινέτ.
Θάνατος
Πέθανε σε ηλικία 47 χρονών από αιμορραγία του στομάχου, αναμενόμενο αποτέλεσμα μιας αργής αυτοκτονίας με αλκοόλ, στις 21 Οκτωβρίου 1969, τα ξημερώματα, στο Νοσοκομείο του Αγ. Αντωνίου του Σεντ Πίτερσμπεργκ. Στις 24 του μηνός, στο Λόουελλ, στην εκκλησία του Αγ. Ιωάννου του Βαπτιστή, εκεί όπου συμμετείχε ως παπαδάκι όταν ήταν μικρός, τελέστηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Στους παρευρισκόμενους ήταν και οι Γκίνσμπεργκ, Πήτερ Ορλόσφσκι, Γκρέγκορυ Κόρσο, η πρώην σύζυγός του Έντι, ο Τζον Χολμς κ.άλ. Το προηγούμενο βράδυ, οι φίλοι των παιδικών και νεανικών του χρόνων, Ελληνοαμερικανοί ως επί το πλείστον, είχαν ξεφαντώσει με οργιαστικό τρόπο προς τιμήν του -μαζί τους και αρκετοί από τους επισκέπτες. Η ταφή έγινε στον οικογενειακό τάφο των Σάμπας στο Λόουελ, στο Νεκροταφείο Έντσον.
Αποτίμηση του έργου του
Στυλοβάτης και εμπνευστής της γενιάς των μπιτς, μιας γενιάς που απέρριπτε τη ζωή και τον κονφορμισμό της δεκαετίας του 1930 διψώντας για μια ριζική αλλαγή, ο Τζακ Κέρουακ έζησε και δημιούργησε πιστός στις αρχές του. Περιθώριο, ναρκωτικά, "Στο δρόμο". Όπως και ο τίτλος ενός από τα γνωστότερα βιβλία του, ο Κέρουακ όργωσε τις Η.Π.Α. και το Μεξικό, σε μια ταξιδιωτική οδύσσεια κατά τη διάρκεια της οποίας επιβίωνε κάνοντας διάφορες ευκαιριακές δουλειές. Τα Οράματα του Κόντι, Οι υποχθόνιοι, Οι αλήτες της Ντάρμα αναφέρονται στα καλύτερα δείγματα γραφής του Κέρουακ. Μαζί με τον ποιητή Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τον πεζογράφο Γουίλιαμ Μπάροουζ αποτέλεσαν τα εμβληματικά πρόσωπα της γενιάς των μπιτς
Σήμερα ο Κέρουακ αναγνωρίζεται ως ένας από τους μείζονες Αμερικανούς συγγραφείς, αν και κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν έτυχε της ίδιας αναγνώρισης από τους κριτικούς. Θεωρείται πλέον ένας «οραματιστής» συγγραφέας και τοποθετείται στη μεγάλη γραμμή της παράδοσης του Ουώλτ Ουίτμαν και του Μαρκ Τουαίην, ενώ συχνά αναφέρεται ως ο «πρώτος μεταμοντερνιστής».Το βιβλίο Στο δρόμο όμως οι εκδότες το απέρριψαν, λόγω του πειραματικού στυλ γραφής του και του συμπαθητικού τόνου του απέναντι στις μειονότητες και τις περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες της μεταπολεμικής Αμερικής. Πολλοί επιμελητές εκδόσεων ένιωθαν επίσης άβολα με την ιδέα της δημοσίευσης ενός βιβλίου που περιείχε αυτό που ήταν -για την εποχή- γραφικές περιγραφές της χρήσης ναρκωτικών και της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, μια κίνηση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποβολή κατηγοριών αισχρότητας, μια μοίρα που αργότερα έπληξε το Γυμνό γεύμα του Μπάροουζ και το Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ.
Το ύφος του, η πειραματική «αυθόρμητη πρόζα» και ο «αντι-ακαδημαϊσμός» που διέκριναν τον Κέρουακ, οδήγησαν «τη λογοτεχνία στα πεδία μιας τέχνης όπου κανόνας ήταν η αλληλουχία ιδεών και εντάσεων, οι οποίες στοιχειοθετούσαν έναν υψηλό και βαθύτατο τρόπο έκφρασης».[30] Το μεταθανάτιο Οράματα του Κόντυ, που συμπληρώνει το Στο δρόμο, αναγνωρίζεται από πολλούς ως το αριστούργημά του και ένα από τα πιο σπουδαία πεζογραφήματα του εικοστού αιώνα, που τοποθετεί τον Κέρουακ δίπλα σε άλλους πρωτοποριακούς συγγραφείς όπως ο Τζόυς και ο Φώκνερ. Ο γραπτός λόγος του, που σύμφωνα με τον Γκίνσμπεργκ ήταν καθαρά ποιητικός, και ο ίδιος ως προσωπικότητα επηρέασαν άμεσα[β] πολλούς σημαντικούς Αμερικανούς συγγραφείς και ποιητές, όπως τον Μπάροουζ, τον Λόρενς Φερλινγκέτι, τον ίδιο τον Άλ. Γκίνσμπεργκ, πολλούς Αφρο-Αμερικανούς λογοτέχνες, μέχρι και τον Μπομπ Ντύλαν.
Από πολιτική σκοπιά, ο Κέρουακ βρήκε εχθρούς και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος. Η Δεξιά αποστρεφόταν τη σχέση του με τα ναρκωτικά και τον σεξουαλικό ελευθερισμό του και η Αριστερά καταφρονούσε τον αντι-κομμουνισμό και τον καθολικισμό του. Χαρακτηριστικά ο ίδιος παρακολούθησε το 1954 τις ακροάσεις-ανακρίσεις του Μακάρθυ στην αμερικανική Γερουσία, καπνίζοντας μαριχουάνα και υποστηρίζοντας τον διαβόητο αντικομμουνιστή σταυροφόρο γερουσιαστή. Στο βιβλίο Ο γυρισμός του ταξιδευτή έγραψε: «όταν πήγα στο Κολούμπια το μόνο που προσπάθησαν να μας διδάξουν ήταν ο Μαρξ, λες και νοιαζόμουν», θεωρώντας το Μαρξισμό, όπως τον Φροϋδισμό, έναν απατηλό τρόπο σκέψη.
ΒΙΒΛΙΑ
Στο Δρόμο
Το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του "Στο Δρόμο" |
Το «Στο Δρόμο» είναι το δημοφιλέστερο μυθιστόρημα του Τζακ Κέρουακ κι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κείμενα της μπητ γενιάς. Πραγματεύεται τα ταξίδια και τις περιπέτειες του συγγραφέα στην αμερικανική ήπειρο μαζί με σημαίνουσες προσωπικότητες της μπητ λογοτεχνικής σκηνής. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1957 και αναδείχθηκε σε μπεστ σέλερ, ενώ εξέλαβε εξαιρετικές κριτικές. Στην ελληνική γλώσσα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πλέθρον για πρώτη φορά το 1981 και ξανά το 2015 στην αρχική μορφή του κειμένου.
Ο Κέρουακ ξεκίνησε να επεξεργάζεται το κείμενο το 1948 ενώ το 1951, μέσα σε διάστημα τριών εβδομάδων, ολοκλήρωσε την πρώτη εκδοχή του, το αρχικό χειρόγραφο. Για τη συγγραφή του κόλλησε μαζί σελίδες χαρτιού τηλετυπίας οι οποίες δημιούργησαν τελικά ένα ρολό περίπου 360 μέτρων. Μετά από περιπέτειες και διαδοχικές απορρίψεις του έργου, ο συγγραφέας προχώρησε σε αναθεώρηση του κειμένου, με προσθήκες ψευδώνυμων, φανταστικών περιστατικών και αποκοπή αρκετών τολμηρών σκηνών, το οποίο τελικά εκδόθηκε σε μια παραλλαγή της αρχικής μορφής του το 1957
Το βιβλίο
Στο αρχικό χειρόγραφο του «Στο Δρόμο» ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί ψευδώνυμα για τους χαρακτήρες του και περιγράφει τις σκηνές περισσότερο ωμά και άμεσα, σε μια προσπάθεια να αποτυπώσει τα γεγονότα «όπως ακριβώς συνέβησαν». Έτσι ξεκινά την αφήγησή του από τη στιγμή που γνωρίζει τον Νιλ Κάσαντι στην Νέα Υόρκη και αποφασίζει να διασχίσει τις Η.Π.Α για να φτάσει στη δυτική ακτή. Θα πραγματοποιήσει συνολικά τέσσερα ταξίδια προς διάφορες κατευθύνσεις της αμερικανικής ηπείρου στα οποία θα βρίσκονται μαζί του πρόσωπα όπως ο Νιλ και ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Γουίλλιαμ Μπάροουζ, αλλά και άγνωστοι χαρακτήρες τους οποίους θα τύχει να συναντήσει στο δρόμο. Όλη την αφήγηση διατρέχει η συνεχής οδήγηση στους αμερικανικούς δρόμους, οι διαρκείς και εκστατικοί διάλογοι των χαρακτήρων και η τζαζ των μικρών μπαρ και των δρόμων των αμερικανικών πόλεων. Η διαρκής μέθη, η χρήση ναρκωτικών, οι σεξουαλικές σκηνές και οι αντίξοες συνθήκες από την έλλειψη χρημάτων ακολουθούν τον αφηγητή και συμπληρώνουν τις περιπέτειές του.
Το βιβλίο αποτελεί μια αναγνωστική πρόκληση καθώς, εκτός από τους διαχωρισμούς ανάμεσα στα τέσσερα διαδοχικά ταξίδια, το κείμενο δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, ούτε καν σε παραγράφους. Όλη η αφήγηση επικεντρώνεται στην θυελλώδη προσωπικότητα του Νιλ, την σημαντική επίδραση που έχει η ενέργειά του στους άλλους αλλά και στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των χαρακτήρων. Παράλληλα, ο Κέρουακ από την πλευρά του αφηγητή δημιουργεί ένα εξαιρετικό μωσαϊκό τόσο της μεταπολεμικής αμερικανικής κοινωνίας, όσο και των βαθύτερων βιωμάτων και επιθυμιών της νεολαίας. Περιγράφει θαυμάσια τα πρόσωπα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, και τα φέρνει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, καλώντας τον σχεδόν να ταυτιστεί μαζί τους και να τα συνοδεύσει στην αδιάκοπη φυγή τους. Χρησιμοποιώντας μια γλώσσα χειμαρρώδη, ωμή, σχεδόν μια γλώσσα «του δρόμου», με μακροσκελείς προτάσεις και έλλειψη σημείων στίξης, διατρέχει όλη την αμερικανική επικράτεια και μεταφέρει άμεσα στον αναγνώστη τα πραγματικά του βιώματα, την ίδια τη μυθιστορηματική ζωή του.
Ο Τζακ Κέρουακ κρατώντας το αρχικό χειρόγραφο σε ρολό του «Στο Δρόμο»
Η θάλασσα τ' αδέρφι μου
Σε τούτο το βιβλίο θα υφάνω όλο το πάθος και τη δόξα της ζωής, το αεικίνητο και το γαλήνιο που έχει, τον πυρετό και την πλήξη, τα πρωινά, τα μεσημέρια και τα βράδια του πόθου, της ματαίωσης, του φόβου, του θριάμβου, και του θανάτου...
Άραγε αυτό το γλυκό, ηλιόλουστο απόγευμα στη θάλασσα, με τα πράσινα και χρυσαφένια λαμπυρίσματα, με το αεράκι ν' απλώνεται στα καταστρώματα όπου ραχάτευαν οι ναύτες, να ήταν το απόγευμα του θανάτου;
Προτού κατακτήσει τη φήμη με το Στο δρόμο, ο Τζακ Κέρουακ ήταν ναυτικός. Στη Θάλασσα τ' αδέρφι μου, το πρώτο του μυθιστόρημα, άντλησε την έμπνευσή του από την αγάπη του για τη θάλασσα. Μιλάει για τις τύχες του Γουέσλι Μάρτιν, ενός λιγόλογου μοναχικού άντρα που "αγάπησε τη θάλασσα με μια αγάπη αλλόκοτη και μοναχική", και του Μπιλ Έβερχαρτ, ενός δημεγέρτη διανοούμενου που λαχταράει τις στοιχειώδεις ελευθερίες και την απλή καθημερινή ζωή. Ύστερα από μιαν απόφαση της τελευταίας στιγμής, μπαρκάρουν με το S.S. Westminster στη Βοστόνη. Καθώς κατευθύνονται προς τη Γροιλανδία, καβγαδίζουν, πίνουν ουίσκι, χαρτοπαίζουν, ξεφεύγουν από τορπίλες, συλλογίζονται το αχανές που τους περιβάλλει και αναρωτιούνται αν θα φτάσουν στον προορισμό τους. Ο Κέρουακ υφαίνει την ιστορία τους σ' ένα όλο ένταση πορτρέτο φιλίας και αδελφοσύνης· σ' έναν υπαρξιστικό στοχασμό για τον διακαή πόθο ν' αποδράσεις από την κοινωνία και, πάνω απ' όλα, για τη θυελλώδη αδάμαστη δύναμη της θάλασσας.
Ο Κέρουακ άρχισε να γράφει αυτό το μυθιστόρημα λίγο μετά το πρώτο του ταξίδι ως ναύτης του εμπορικού ναυτικού στα τέλη του καλοκαιριού του 1942, κρατώντας λεπτομερείς σημειώσεις στο ημερολόγιό του για την τραχιά καθημερινή ρουτίνα της ζωής στη θάλασσα και για τα γνωρίσματα του χαρακτήρα των συντρόφων του στο καράβι. Λίγο μετά τον γυρισμό του στη στεριά, ύφανε αυτές τις αυθόρμητες παρατηρήσεις σε ένα χειρόγραφο 158 σελίδων, το οποίο χάθηκε όσο ζούσε. Τώρα εκδίδεται στο σύνολό του, μαζί με αποσπάσματα από πρώιμα διηγήματά του και επιστολές, καθώς και σχολιασμό που διαφωτίζει την εξέλιξή του ως συγγραφέα. http://www.biblionet.gr/
Απόσπασμα
Ένας νέος άντρας, με τσιγάρο στα χείλη και τα χέρια χωμένα στου παντελονιού τις τσέπες, κατέβηκε τα λίγα τούβλινα σκαλιά που οδηγούσαν στο φουαγιέ ενός ξενοδοχείου στο πάνω Μπρόντγουεϊ και στράφηκε προς τη μεριά της Ρίβερσαϊντ Ντράιβ, σουλατσάροντας μ’ ένα περίεργο, αργό σούρσιμο των ποδιών του.
Σουρούπωνε. Οι δρόμοι μες στον ζεστό Ιούλη, καλυμμένοι σε μιαν αχλή πνιγηρότητας που θόλωνε τα αιχμηρά περιγράμματα του Μπρόντγουεϊ, να βρίθουν από ένα σμάρι τύπους που σεργιανούσαν, από γραφικά μικρά οπωροπωλεία, από λεωφορεία, ταξί, απαστράπτοντα αυτοκίνητα, καταστήματα με τρόφιμα κοσέρ, μαρκίζες κινηματοθεάτρων, και τα αναρίθμητα άλλα φαινόμενα που φτιάχνουν το λαμπρό πανηγυριώτικο πνεύμα μιας οδικής αρτηρίας στην καλοκαιριάτικη πόλη της Νέας Υόρκης.
Ο νέος άντρας, ντυμένος ανέμελα μ’ ένα λευκό πουκάμισο χωρίς γραβάτα, μια πράσινη πολυφορεμένη καμπαρντίνα, μαύρο παντελόνι, και μοκασίνια, κοντοστάθηκε μπροστά σ’ ένα υπαίθριο οπωροπωλείο και έριξε μια καλή ματιά στην πραμάτεια. Στο λεπτό του χέρι βαστούσε ό,τι είχε απομείνει από τα χρήματά του – δυο εικοσιπενταράκια, μια δεκάρα, και μια πεντάρα. Αγόρασε ένα μήλο και συνέχισε το δρόμο του, μασουλώντας σκεφτικά. Τα ’χε ξοδέψει όλα σε δυο βδομάδες – πότε θα μάθαινε να ’ναι πιο συνετός! Οχτακόσια δολάρια σε δεκαπέντε μέρες – πώς; πότε; και γιατί;
Όταν πέταξε του μήλου το αποφάγι, δεν έπαψε να νιώθει την ανάγκη να ικανοποιήσει τις αισθήσεις του με κάτι [… ] – με το ένα ή το άλλο χασομέρι, κι έτσι μπήκε σ’ ένα καπνοπωλείο και αγόρασε ένα πούρο. Δεν το άναψε παρά μονάχα σαν πήγε κι έκατσε σ’ ένα παγκάκι στην Ντράιβ φάτσα στον Ποταμό Χάντσον.
Ήταν δροσερά εκεί σιμά στον ποταμό. Πίσω απ’ τον άντρα, ο δραστήριος υπόκωφος θόρυβος της Νέας Υόρκης ν’ αναστενάζει και να πάλλεται λες και το ίδιο το Μανχάταν Άιλαντ να ήταν μια δυσαρμονική χορδή που την κοπανούσε το χέρι κάποιου αδιάντροπου και φουριόζου δαίμονα. Ο άντρας στράφηκε και σάρωσε με τα βαθύχρωμα, περίεργα μάτια του τις ψηλές στέγες της πόλης, και πέρα κάτω το λιμάνι όπου η αλυσίδα απ’ τα φώτα του νησιού σχημάτιζε μιαν εντυπωσιακή αψίδα, πνιγηρές χάντρες μες στην αχλή του μεσοκαλόκαιρου να κρέμονται με μιαν ακανόνιστη σειρά.
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
2ο Χορικό
εκεί σε μια ωραία έκσταση
και ξαφνικά ένα ζεστό
πινέλο με σαπούνι θα
απλωθεί πάνω στο πρόσωπό σου
-θα είναι απρόσδεκτο
-κάποια μέρα ο
νεκροθάφτης θα σε ξυρίσει
Αυτά τα ποιήματα σχεδόν τα ονομάζω
Μπλουζ του Πορτοφολά
Γιατί είναι η αποστήθιση
από μνήμης
παλαιότερων ποιημάτων
που μου τα έκλεψαν
κ λ ε φ τ ε ς δ ώ δ ε κ α
✦ ✦ ✦ ✦
42ο Χορικό
Καλύτερα να είμαι ποιητής
Ή να πέσω νεκρός.
Μικρά παιδιά είναι άγγελοι
Που κλαίνε στον δρόμο
Φοράνε αστεία καπέλα
Περιμένουν τα πράσινα φανάρια
Κουαλούν σπασμένα σιφώνια
Στο λαιμό τους
Και πλανιούνται στους σιδηροδρόμους
Των μεγάλων πόλεων
Ψάχνοντας για τρένων μηχανές
Μες στο σκατό
Τρέχουν πέρα στην προκυμαία
Και ονειρεύονται την Κατάη
Γάντζο κατάρτια με Γλάρους
Αθανατοκενής σκέψης.
μετάφραση:Γιάννης Λειβαδάς
✦ ✦ ✦ ✦
Μπλουζ του κονιάκΜόλις που πρέπει να πληρώσεις
τα τέλη σου στον παράδεισο –
Ο παράδεισος θα ΄ναι αδιάφορος
γι’ αυτόν τον αδιάφορο σκύλο.
(Μα και πάλι, η τίμια αδιαφορία
ήταν καλύτερη απ’ την ανημποριά)
………………………………αλήθεια,
όταν ακούω σάπια λόγια
για δικαιοσύνη και δημοκρατία
και ξέρω πως οι υποκριτές
λένε ψέμματα μες απ’ τα
ψεύτικά τους δόντια
Δεν είμαι αδιάφορος προς τον θεό,
είμαι αδιάφορος για μένα
σ’ αυτή τη γη
Δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα
πιο γελοίο από μένα πάνω
στη γη –
Στ’ αλήθεια!»
Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς
https://elenapoly.blogspot.com/
https://elenapoly.blogspot.com/
✦ ✦ ✦ ✦
Κρασί στους αλήτικους δρόμους
Θα μπορούσα να κάνω κάτι χειρότερο
απ’ το να κάθομαι στους αλήτικους δρόμους
πίνοντας κρασί,
απ’ το να ξέρω πως τίποτα δεν έχει σημασία τελικά
να ξέρω πως δεν υπάρχει πραγματική διαφορά
ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς
να ξέρω πως η αιωνιότητα δεν είναι ούτε
νηφάλια ούτε μεθυσμένη, να ξέρω όλα τούτα
νέος και να ‘μια ποιητής,
θα μπορούσα να ήμουν επιχειρηματίας και να λέω
τρομερές βλακείες και να πιστεύω πως ο Θεός
νοιάζεται για μένα,
αντί γι αυτό έκατσα σταυροπόδι σε μοναχικές
παρόδους και κανείς δεν με είδε, μόνο το μπουκάλι
είδαν κι αυτό είχε αδειάσει
κι έκανα έρωτα σε καλαμποκοχώραφα
και σε νεκροταφεία
για να μάθω πως οι νεκροί δεν κάνουν φασαρία
για να μάθω πως τα καλαμπόκια μιλάνε
(το ’να στ’ άλλο με χέρια γέρικα ξερά)
έκατσα στα σοκάκια νιώθοντας τα φώτα του νέον
και κοιτώντας τους επιστάτες της μητρόπολης
να στύβουν τις πατσαβούρες τους κάτω στα
σκαλιά της εκκλησίας.
Κάθομαι πίνω κρασί
και αγιάζω στις γραμμές του τρένου
απ’ το να είμαι εκατομμυριούχος και πάλι προτιμώ
να σωριάζομαι με κάποιον άμοιρο και φτηνό ουίσκι
στην πόρτα μιας αποθήκης, με θέα μεγάλα ηλιοβασιλέματα
σε χορταριασμένους αγρούς του σιδηροδρόμου
να ξέρω πως όσοι κοιμούνται στο ποτάμι
έχουν μάταια όνειρα, να ‘μια σταυροπόδι
μες στη νύχτα και να γνωρίζω τα πάντα
να ‘μια μοναχικός σκοτεινός
με το οπτικό νεύρο παρατηρητής
του διαμαντιού του κόσμου
που στροβιλίζεται.
*Από την Ανθολογία “Μπιτ ποίησης” , εκδ. Ροές.
Θα μπορούσα να κάνω κάτι χειρότερο
απ’ το να κάθομαι στους αλήτικους δρόμους
πίνοντας κρασί,
απ’ το να ξέρω πως τίποτα δεν έχει σημασία τελικά
να ξέρω πως δεν υπάρχει πραγματική διαφορά
ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς
να ξέρω πως η αιωνιότητα δεν είναι ούτε
νηφάλια ούτε μεθυσμένη, να ξέρω όλα τούτα
νέος και να ‘μια ποιητής,
θα μπορούσα να ήμουν επιχειρηματίας και να λέω
τρομερές βλακείες και να πιστεύω πως ο Θεός
νοιάζεται για μένα,
αντί γι αυτό έκατσα σταυροπόδι σε μοναχικές
παρόδους και κανείς δεν με είδε, μόνο το μπουκάλι
είδαν κι αυτό είχε αδειάσει
κι έκανα έρωτα σε καλαμποκοχώραφα
και σε νεκροταφεία
για να μάθω πως οι νεκροί δεν κάνουν φασαρία
για να μάθω πως τα καλαμπόκια μιλάνε
(το ’να στ’ άλλο με χέρια γέρικα ξερά)
έκατσα στα σοκάκια νιώθοντας τα φώτα του νέον
και κοιτώντας τους επιστάτες της μητρόπολης
να στύβουν τις πατσαβούρες τους κάτω στα
σκαλιά της εκκλησίας.
Κάθομαι πίνω κρασί
και αγιάζω στις γραμμές του τρένου
απ’ το να είμαι εκατομμυριούχος και πάλι προτιμώ
να σωριάζομαι με κάποιον άμοιρο και φτηνό ουίσκι
στην πόρτα μιας αποθήκης, με θέα μεγάλα ηλιοβασιλέματα
σε χορταριασμένους αγρούς του σιδηροδρόμου
να ξέρω πως όσοι κοιμούνται στο ποτάμι
έχουν μάταια όνειρα, να ‘μια σταυροπόδι
μες στη νύχτα και να γνωρίζω τα πάντα
να ‘μια μοναχικός σκοτεινός
με το οπτικό νεύρο παρατηρητής
του διαμαντιού του κόσμου
που στροβιλίζεται.
*Από την Ανθολογία “Μπιτ ποίησης” , εκδ. Ροές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου