Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ " Η Σκάλα στο Πηγάδι " - ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


Γιώργος Παυλίδης - Η Σκάλα στο Πηγάδι
Σειρά: Νεοελληνική πεζογραφία - Διήγημα
Εκδότης: Όστρια Βιβλίο
ISBN: 960-604-377-0
Έκδοση: Σεπτέμβριος 2018
Σελίδες: 246, Μαλακό εξώφυλλο
Το εξώφυλλο του βιβλίου  το φιλοτέχνησε η ζωγράφος Εύα Πελεκίδου, ειδικά για αυτό το βιβλίο
Ο τίτλος του βιβλίου "Η Σκάλα στο Πηγάδι" είναι και τίτλος ενός από τα 20 διηγήματα (θρίλερ-φαντασίας)


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1) ΑΕΡΑΣ ΤΗΝΙΑΚΟΣ - Ταξιδιωτικό
2) Η ΣΚΑΛΑ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ – Φαντασίας / Θρίλερ
3) ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΜΕ ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ – Πραγματική Ιστορία
4) ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΠΟΛΟ – Αστυνομικό
5) ΜΠΛΕ ΚΑΣΚΕΤΟ ΚΑΙ ΒΕΡΜΟΥΔΑ - Κοινωνικό
6) ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΑΙΖΕΙ - Κωμικό
7) ΜΙΑ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ – Κοινωνικό
8) ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΑ – Αθλητικό / Ερωτικό
9) Γ. ΘΑΛΑΣΣΗ 25 – Συναισθηματικό
10) ΜΑΘΗΜΑ ΖΩΟΛΟΓΙΑΣ – Επιστημονική Φαντασία
11) ΧΟΝΤΡΕΣ BUSINESS - Κωμικό
12) MATROSKA – Κατασκοπείας
13) Ο ΠΙΝΑΚΑΣ - Θρίλερ
14) Η ΒΟΛΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΒΟΛΤΑ - Φαντασίας
15) ΣΤΟ ΠΑΤΑΡΙ - Κωμικό
16) ΣΤΟ ΒΑΓΟΝΙ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟ - Κοινωνικό
17) ΤΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ - Ερωτικό
18) ΑΓΡΙΑ ΝΥΧΤΑ – Περιπέτεια
19) ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ ΣΥΜΦΟΡΑ – Κωμικό
20) Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ – Ερωτικό

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

1 ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ :  ΣΤΟ ΒΑΓΟΝΙ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟ

Ο Σπύρος κοίταζε αφηρημένα έξω. Έβλεπε… τι έβλεπε; Τούνελ σκοτεινά, σαν κι αυτά που ήταν χωμένοι τα τελευταία χρόνια, χωρίς φως. Μετά μία στάση, φώτα, κόσμος λίγος ή πολύς, διαφημίσεις, από την εποχή που οι διαφημίσεις είχαν ένα κάποιο κοινό να τις χαζεύουν και όχι άδειες ματιές να προσπερνούν αδιάφορα το περιεχόμενο τους.

Ο γιός μιας φίλης του τον χαιρέτησε προχωρώντας προς την πόρτα του βαγονιού, μάλλον θα κατέβαινε στην επόμενη στάση. Κώστα πρέπει να τον λέγανε αν θυμόταν καλά, πρωτοετής σε κάποια σχολή στο Πολυτεχνείο. Προς το παρόν φόραγε τα νιάτα του ο Κώστας και φαινόταν άνετος. Σε λίγα χρόνια θα άρχιζαν και γι αυτόν τα δύσκολα. Μπορεί να γινόταν ένας ακόμα από αυτούς που έφευγαν κάθε λίγο για έξω, με κάθε τρόπο και με πολλές θυσίες. Πολλοί από όσους θα ήταν κάποια στιγμή το μέλλον της χώρας, αποχαιρετούσαν το παρόν της στα αεροδρόμια. Μια ολόκληρη γενιά αδειασμένη από την εποχή της στα σκουπίδια της ιστορίας, στον μεγάλο σκουπιδοτενεκέ των χαμένων της. Στάση, ο Κώστας κατέβηκε, έπαψε να τον σκέφτεται. 
…..
«Ε ρε κάτι μπούτια !» σκέφθηκε ο Μιχάλης κοιτώντας λοξά τα μπούτια της γυναίκας που καθόταν δίπλα του. «Όλα έξω, μάς τα μοστράρει. Τα θέλει, πάω στοίχημα!» Γύρισε λίγο προς το παράθυρο, και το δεξί του πόδι ακούμπησε «τυχαία» στο γόνατο της. Η καστανομάλλα σαραντάρα δίπλα του δεν αντέδρασε. 
«Δεν το τράβηξε! Θα κατέβω όπου κατέβει και θα της την πέσω στο άνετο!» σκέφθηκε ο Μιχάλης. Ένοιωθε την έξαψη να ανεβαίνει μέσα του… Θα ‘τρωγε καλά, το ένοιωθε! Στους φίλους του το έπαιζε μεγάλος κατακτητής, ούτε το ένα δέκατο από όσα τους έλεγε δεν είχε κάνει. Κορόιδευε μερικούς φίλους του που καυχιόντουσαν για τις κατακτήσεις τους, φουχτογκόμενους τους έλεγε. Άλλοι όμως έβαζαν και αυτόν στην ίδια κατηγορία. 
«Να μου κάτσει αυτή η φάση…» σκέφτηκε «… θα τους βουλώσω το βρωμόστομα τους. Και είναι και καλή η τύπισα, εντάξει λίγο μεγάλη αλλά μια χαρά. Αν παίξει κάτι θα τον σκίσω τον Πέτρο που μας τα έχει πρήξει με το πώς πήδηξε την καθηγήτρια των Αγγλικών». Χαμογέλασε με την ιδέα, ο σούπερ της παρέας θα γινόταν ! 
…..
Η Αφρούλα είδε κι εκείνη έξω… Πλησίαζαν. Σε λίγο θα ήξερε… από τα λόγια του γιατρού θα ήξερε το αν θα γύρναγε ξέγνοιαστη ή τελειωμένη. «Έχει σκοτούρες ο κόσμος» σκέφθηκε «όχι μόνο εγώ. Παναγιά μου, βοήθα μας όλους! Όσους το αξίζουν τουλάχιστον. Είμαι δεν είμαι μέσα!». Ο γιος της με διακόσια ευρώ νυχτοφύλακας, είχε δυο παιδιά να θρέψει. Είχε και πτυχίο φιλόλογου αλλά δεν μέτραγε πια αυτό, πού παιδιά να κάνει μαθήματα, βοήθαγε τη γυναίκα του όταν εκείνη έλειπε, ασχολούταν μόνο με τα δικά του. Η νύφη της αναγκάστηκε να γίνει παραδουλεύτρα σε δυό σπίτια που την ήξεραν. Την είχαν διώξει από το σούπερ μάρκετ που δούλευε πριν, έπρεπε λέει να κάνουν κάποιες αναγκαίες περικοπές στο προσωπικό. Το ότι είχε μείνει ένα βράδυ παραπάνω και είδε πράγματα που δεν έπρεπε σχετικά με τα κρέατα την έφαγε. Έτσι έλεγε ο γιος της, δεν ήξερε αν είχε δίκιο ή ήταν λόγια θυμού.
…..
Η Ρίτα, ένοιωσε το πόδι του νεαρού να ακουμπά διστακτικά και μετά να τρίβεται στο δικό της και τραβήχτηκε. Του έριξε ένα βλέμμα, κοίταζε αλλού αλλά κάτι της έλεγε ότι έπαιζε. Νεαρός, το στυλάκι του συνοικιακού γόη, με ηλικία γύρω στα είκοσι και μυαλά πιο κάτω. «Μόνο αυτό με μάρανε» σκέφτηκε. Σε λίγο όμως θα έφταναν, δεν άξιζε να αλλάξει θέση. Ίσως το ότι τράβηξε το πόδι της να τον έκανε να πάρει το μήνυμα, να καταλάβει ότι δεν είχε καμιά όρεξη για παιχνιδάκια. 
Έσφιξε την τσάντα της, το ρολόι που της είχε δώσει η μάνας της μέσα, δυο λίρες από τότε που είχε παντρευτεί, κάτι καλά δαχτυλίδια και βραχιόλια. Από τις καλές εποχές, τότε που δεν είχαν πολλά, αλλά κάτι είχαν. Μετά ο άντρας της έμπλεξε με κτηματομεσιτικά για να βγάλει περισσότερα, τον γέλασαν, ήρθε η κατάρρευση, οι πιστωτικές πού να πληρωθούν πια. Κάποτε πλήρωναν άνετα τα διακοποδάνεια και γύρναγαν με τον Τάκη της σε Ελλάδα και Ευρώπη… Τώρα μια κακομοιριασμένη οικογένεια που ανήμπορη, σκυφτή, έτρωγε σφαλιάρες. Η τσάντα σα να βάρυνε… θα τα σκότωνε. Σκοτωμένοι ήταν όλοι τους έτσι κι αλλιώς…

✦    ✦    ✦    ✦

ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ : ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΑ

Δύο χρόνια ο Γιάννης Χρυσάφης και ο Νίκος Πλατίνας στη Ασπίδα Χαλανδρίου. Τριπλαδόροι και οι δυό τους, γρήγοροι, όταν έπαιζαν και οι δυό και είχαν τα κέφια τους οργίαζαν. 
Ο κόσμος τους λάτρευε. Τα "Μέταλλα" τους φώναζε, από τα επίθετα τους. Όταν έπαιρνε την μπάλα ο Χρυσάφης, έφευγε βολίδα ο Πλατίνας μπροστά, ήξερε που να την περιμένει. Και ένα γήπεδο σειόταν από την κραυγή "Μέταλλα" ! Μέταλλα !" Και αν άρχιζαν τα κόλπα οι δυό τους και κατέληγε η μπάλα στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας, αποθέωση. Στα χέρια τούς κουβάλαγαν. 
Το καλύτερο... και από εκεί αρχίζει η ιστορία να έχει ενδιαφέρον, κολλητάρια οι δυο τους. Είχαν μάλιστα τάξει ότι όποιος παντρευτεί πρώτος θα τον στεφάνωνε ο άλλος. Και αργότερα θα διπλοκουμπάρευαν με βαφτίσια. Ξεκαθαρισμένα αυτά. 
Έβγαιναν παρέα με τις εκάστοτε γκόμενες, έβγαιναν και αντροπαρέα για καμιά μπύρα. Κι αν ο ένας από τους δυό ήθελε "άλλοθι" για καμία πονηρή φάση, καμιά τσαχπίνα «παρανόμα» πέρα από την εκάστοτε «μόνιμη» που είχε εκείνη την περίοδο, ο άλλος έβαζε πλάτη. "Μαζί είμαστε κορίτσι μου, μη το συζητάς. Ναι, μπύρα και μπιλιάρδο όλο το βράδυ". Του ποδόγυρου και οι δυό, φανατικοί στο σπορ, ομορφάντρες, διάσημοι, με φράγκα, ευκαιρίες δεν τους έλειπαν. Τρυγούσαν από πολλά αμπέλια...
Πως το λέει το ρητό το σοφό ; Όλα τα πράγματα έχουν κάποτε ένα τέλος. Το τέλος στην περίπτωση τους λεγόταν Μαίρη. Μαίρη Διονυσίου, αοιδός το επάγγελμα. Έτσι δήλωνε. 
Η φωνή της ; Δύο μέτρα πόδια που με το ζόρι τα κάλυπτε μία μπλούζα κολλητή που το έπαιζε φόρεμα. 
Το ρεπερτόριο της ; Τυρέμποροι, ζωέμποροι, παντός είδους έμποροι εις τας Ελληνικάς επαρχίας, απ’ όπου και ξεκίνησε. Έπαιρνε μέρος σε διάφορα σχήματα τραγουδιστών, τραγουδιστριών, ηθοποιών επιθεώρησης, των απαραίτητων τεχνικών βοηθών κ.λ.π. Λίγα δεύτερα ονόματα σαν κράχτες, αρκετοί τρίτης τάξης και πολύ σαβούρα. Όπως ήταν δηλαδή πολλά «μπουλούκια» όπως τα ονόμαζαν.
Μετά, το μέγα πάθος ενός καναλάρχη την έκανε ντίβα στην Αθήνα. Έφαγε καλά ο καναλάρχης, δε λέμε, έφαγε και ο γραμματέας του, έφαγε και η αδελφή του καναλάρχη που έλυνε και έδενε τις βάρκες στο κανάλι του αδελφού της. 
Μανία με τις βάρκες οι αδελφή, ξανθές, μελαχρινές, τις αρμένιζε όλες... Ο bigbrother δεν ήξερε ή μάλλον δεν ήθελε να ξέρει. Εκείνος να πέρναγε καλά, με την αδελφή του θα ασχολούταν ; Την είχε του γενικού προστάγματος στο κανάλι, τι άλλο να κάνει ; Ενήλικο άτομο η μικρά αδελφή, στο 2017 ζούσαν. Οπότε, μάζευε η αδελφή όποια βάρκα ήταν κάπως λάσκα περί τα σαπφικά, ή όποια ήθελε το κανάλι με όποιο τίμημα.
Έγινε όνομα το Μαράκι, το έκανε Μάρια, επί το εξωτικότερον. Άφησε το κανάλι, άφησε τους μικρούς σπόνσορες, μεγαλοπιάστηκε. Από κανάλι πιάστηκε πάλι, την τραβούσε το καναλάτο, αλλά τώρα έπεσε σε μεγαλύτερο. Χωρίς γραμματέα και αδελφή αυτή τη φορά. Τα έδινε όλα στον μεγάλο. Στον ένα που την απογείωσε καλλιτεχνικά (πληρώνοντας τα μαλιοκέρατα του). Μέχρι και σε δημοφιλές σήριαλ του σταθμού εμφανίστηκε. Γκεστ σταρ η Μάρια, είπε και δυό τρεις κουβέντες στα πέντε λεπτά που εμφανίστηκε, όχι παίζουμε. 
Και πήγαν μετά από μία νίκη της ομάδος τους τα μέταλλα στην Μάρια για να γλεντήσουν. Με παρέα τις δικές τους – τις τότε δικές τους, τίποτα το σοβαρό - και άλλους της ομάδας. Και η Μάρια τους πήρε χαμπάρι. 
Η Μάρια με την μακριά μπλούζα που το έπαιζε και φούστα και τις δωδεκάποντες. Η Μάρια με τις διχτυωτές κάλτσες και το αβυσσαλέο ντεκολτέ εμπρός, χωρίς σουτιέν από μέσα. Η Μάρια με το κόψιμο στη μία μεριά να φτάνει μπούτι ψηλά και το φόρεμα μπλούζα με σκίσιμο στην πλάτη που τέλειωνε εκεί που άρχιζαν τα "κάτω βουνά". Η Μάρια που ερχόταν στο τραπέζι τους και δώς του να αφιερώνει τραγούδια στα μέταλλα, αγκαλιάζοντας μια τον ένα και μια τον άλλο. Ένα χαρτάκι με κινητό στον ένα, ένα ίδιο και απαράλλαχτο στον άλλο. Το χαρτάκι είχε ακόμα και ένα μήνυμα που επιδέχονταν δύο ερμηνείες : "Θέλω να με πάρεις ". 
Τι είπατε ; Μία η ερμηνεία ; Συμφωνώ μαζί σας ! 
Και το δράμα άρχισε...
✦    ✦    ✦    ✦


ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ : ΜΠΛΕ ΚΑΣΚΕΤΟ ΚΑΙ ΒΕΡΜΟΥΔΑ.

Οι μεγάλες αλλαγές στο Εργοστάσιο που δούλευε ο Ηλίας έγιναν όταν πέθανε το μεγάλο αφεντικό. Ο Μάριος Βανδής το είχε πάρει από τον πατέρα του πριν μισό αιώνα, εκείνος το είχε δημιουργήσει. Όταν πέθανε το πήρε ο γιος του και η πρώτη του έννοια να το πουλήσει.
Στο τζόγο το μυαλό του Αναξίμανδρου, χαρτιά,ιππόδρομος, ζάρια, στοιχήματα… σε όλα μέσα ήταν.Ήταν ομορφάντρας, καλοζωισμένος αλλά στο γυναικείο φύλο ήθελε «ποικιλία». Περιζήτητος γαμπρός ο Αναξίμανδρος αλλά εκείνος πετούσε «από κανάρα σε κανάρα» όπως λέει και το παλιό τραγούδι, σπάνια τον έβλεπαν με το ίδιο θηλυκό δυό φορές. Τα πάρτι που έκανε στη βίλλα του στην Εκάλη όλοι τα συζητούσαν μέχρι να κάνει το επόμενο. 
Όλα αυτά ήθελαν λεφτά… Το γιωτ, τα ακριβά αυτοκίνητα, τα ακριβά δώρα στις ακριβές μοντέλες, οι αποδράσεις σε διάφορους πανάκριβους τροπικούς «παραδείσους» και αλλού… Έτσι όταν μαθεύτηκε ότι το εργοστάσια πουλήθηκε σε μία Ιαπωνέζικη πολυεθνική, το νέο δεν ξάφνιασε ιδιαίτερα κανένα. Πάγωσαν όλοι όμως. Περίμεναν να δουν πως θα φερθούν τα νέα αφεντικά. 
Και τα νέα αφεντικά έφεραν καινούργια μηχανήματα. Φουλ αυτοματοποιημένα μερικά από αυτά, δεν δούλευαν σαν ρομπότ, ήταν ρομπότ. Ούτε απεργίες, ούτε να ζητούν αυξήσεις, ούτε να τα πληρώνεις για υπερωρίες… Η νέα εποχή ήρθε και στο εργοστάσιο του Ηλία. Και εκείνος ήταν από τα θύματα της… 
Πράσινο το φανάρι… Έφευγαν τα αυτοκίνητα, .έφευγε και το μυαλό του Ηλία… Τα νέα αφεντικά ζήτησαν από τους διευθυντές όλων των τμημάτων του εργοστασίου να εισηγηθούν περικοπές. Και εκείνοι, είτε με βαριά καρδιά είτε όχι, το έκαναν. 
Τρεις έφυγαν από το τμήμα του Ηλία. Η Μάρω, ο Σπύρος και εκείνος. Η Μάρω το μισοπερίμενε ότι θα έφευγε. Παντρεμένη τέσσερα χρόνια η Μάρω, με ένα μικρό κοριτσάκι, τον αγαπούσε τον άνδρα της και παρά την σέξυ εμφάνιση της δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα σε κανένα. Είχε αποκρούσει ευγενικά τις επίμονες και επανειλημμένες προτάσεις του τμηματάρχη της να «βγουν για ένα καφέ» και εκείνος τής το φύλαγε. Η ίδια η γραμματέας του διευθυντή που ήταν φίλη της, τον είχε ακούσει να την κατηγορεί. Δεν έστεκαν οι κατηγόριες του κυρίου τμηματάρχη για την Μάρω, όλοι το ήξεραν, ίσως ακόμα και ο ίδιος ο διευθυντής του τμήματος να το ήξερε. Αλλά κάποιους έπρεπε να απολύσει και δεν ήθελε να αποφασίσει ο ίδιος… 
Κοίταξε ο Ηλίας το ρολόι του. Δέκα είχε πάει και είχε βγάλει ελάχιστα. Εφτά μπουκάλια είχε πουλήσει. Σκέφθηκε την Ντίνα που έπρεπε να πάει στο γιατρό για εκείνους τους πόνους στα πόδια. Την Μυρτώ τους που ήθελε τόσο να πάει σε εκείνη τη σχολική εκδρομή στην Κέρκυρα… Λεφτά όλα αυτά… Με ότι έβγαζε πια εκείνος και η Ντίνα στο βιβλιοπωλείο που δούλευε δύσκολα τα έβγαζαν πέρα.
«Γειά σου όμορφε !»
Άλλη γνωστή φωνή. Η κυρία Τασία με το κόκκινο Άουντι, χωρισμένη πριν λίγα χρόνια όπως του είχε πει, στην ηλικία του, με το πλούσιο κοκκινόξανθο μαλλί, εμφανίσιμη για τα 45 χρονάκια της και το κυριότερο, δεν έλεγε να το βάλει κάτω. Τακτική και καλή πελάτισσα. Η κυρία Τασία δεν έκρυβε ότι ο Ηλίας της άρεσε, δεν είχε καμία διάθεση να το κρύψει. Εξ’ άλλου το να φλερτάρει φαινόταν ότι ήταν στο αίμα της. 
«Τι σας δίνω σήμερα κυρία Τασία ;» Ο Ηλίας την κρατούσε ευγενικά σε απόσταση, δεν ήθελε να παρεξηγηθεί η συμπεριφορά του, να της δώσει ελπίδες. Σαν γυναίκα η κυρία Τασία δεν του άρεσε, δεν θα την έλεγε άσχημη, αλλά δεν ήταν ο τύπος του. Ακόμα κι αλλιώς να ήταν τα πράγματα, δεν θα ένοιωθε καμία ιδιαίτερη έλξη. Δεν ήταν της σχολής «ότι μου κάτσει», ποτέ του δεν ήταν. Η κυρία Τασία όμως ήταν καλή πελάτισσα, δεν το παράκανε, έτσι και ο Ηλίας ήταν ευγενικός μαζί της. 
«Δύο νερά γλυκέ μου ! Ένα για μένα και ένα για αυτόν που θα κάθεται σε λίγο δίπλα μου ! Πάω να τον πάρω, θα πάμε Σούνιο σήμερα !»
«Καλά να περάσετε κυρία Τασία!» της είπε ο Ηλίας ενώ έπαιρνε το ευρώ που του έδωσε. 
«Θα προσπαθήσω καλέ μου ! Είπαμε, εγώ δεν το βάζω κάτω ! Το παλεύω ακόμα… και όπως λένε το παλεύω καλά ! Το κατέχω το άθλημα ! »
Άναψε το πράσινο και το κόκκινο Άουντι έφυγε.

✦    ✦    ✦    ✦

ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ :  ΑΕΡΑΣ ΤΗΝΙΑΚΟΣ

Δε νύσταζα εκείνο το τελευταίο βράδυ στο νησί. Ύπνος δε με έπαιρνε, όνειρα δεν μου έρχονταν, όσο για τους εφιάλτες αυτοί με περίμεναν να γυρίσω, να υπογράψω το «τέλος διακοπές» και μετά να χιμήξουν.
Άνοιξα τα πράσινα παραθυρόφυλλα, ζωντανό πράσινο, φωτεινό ακόμα και στην ανταύγεια της φεγγαράδας στο ασβεστωμένο λευκό των τοίχων. Βγήκα στη βεράντα, οι δύο ανοιχτές πολυθρόνες με περίμεναν να ξαπλώσω αναπαυτικά για να μου θυμίσουν με το γνωστό τους τρίξιμο-διαμαρτυρία ότι πρέπει να χάσω κάποια κιλά.
Δεν κάθισα όμως. Έβαλα τα χέρια μου στο γείσο του ξύλινου φράχτη που έζωνε μαζί με κάτι πράσινα φυτά με μυτερά φύλα τη μικρή μου βεράντα. Όχι τόσο ευχάριστα στην αφή αλλά ανθεκτικά στην αρμύρα της θάλασσας που έπαιζε με την άμμο της ακτής, διακόσια μέτρα πιο κάτω. 
Κοίταξα γύρω, το συγκρότημα Πόρτο Τάνγκο κοιμόταν, αγκαλιά με το Πόρτο στον Άη Γιάννη, μια και τάνγκο (όχι τανγκό) σημαίνει αγκαλιά. Το βλέμμα μου κατηφόρισε και βυθίστηκε στον πίνακα που ζωγράφιζαν το φεγγάρι με τη νύχτα, σκοτάδι με ασημένιες πινελιές, φως σε σκούρο φόντο. 
Το πρώτο άγγιγμα το είχα καταλάβει με το που βγήκα στη βεράντα, ήταν έντονη η παρουσία του, τότε όμως ψάχνοντας ακόμα που να βολευτώ, τι θα κάνω, δεν είχα δώσει σημασία.
Ξαναγύρισε όμως. Σα να με σκούντησε, «εδώ είμαι» μου ψιθύρισε στο αυτί… Και κάθισα και τον άκουσα. Τον αέρα τον Τηνιακό, τον ασίγαστο εκείνο το βράδυ… Και είχε πολλά να μου δείξει, είχε πολλά να μου πει… Τρεις από τις έξη κυράδες που με διαφεντεύουν, η ακοή, η όσφρηση και η αφή είχαν ήδη ανοίξει κουβεντολόϊ μαζί του. Οι υπόλοιπες περίμεναν ανυπόμονες να γνωρίσουν τον μουσαφίρη, να δουν, να γευτούν, να νοιώσουν…
Τον ένοιωσα από το πώς γεννήθηκε, σαν αιγαιοπελαγίσια αύρα που περιπλανιόταν εδώ κι εκεί. Άλλο ήχο έπαιρνε από κάθε κυκλαδονήσι που πέρναγε, άλλο χρώμα, άλλη μυρωδιά. Στη διάβα του μεγάλωσε, θύμωσε και γαλήνεψε αρκετές φορές. Χωρισμένος από τα τέσσερα βέλη του ορίζοντα, από τα βουνά και τη θάλασσα, ήρθε και βούτηξε στη Τήνο από παντού. Με λαχτάρα σε κάθε του κομμάτι που φιδοστρέφονταν να βρει τα αδέλφια του, να γίνει πάλι ένα.
Η τραμουντάνα, το ορμητικό αγέρι του Βοριά μπήκε από τον Κουμελά και το Άξενο με κάθε επισημότητα, ενώ ένα άλλο κομμάτι του, πιο ταπεινό, τρύπωσε από το Βαθύ. Τα δυό τους συναντήθηκαν στην Αετοφωλιά, τα ήπιαν παρέα, ενώθηκαν σε ένα άνεμο δυνατό και ιαματικό που φόρεσε την καθάρια λευκή του στολή και φύσηξε προς τα μέσα. Ήταν ο θεραπευτής, ο «γιατρός της Τήνου» όπως τον έλεγαν παλιότερα ντόπιοι και ξένοι. Μπήκε από ένα ανοιχτό παράθυρο στη Κόμη και χάιδεψε το φλογισμένο μέτωπο ενός τετράχρονου κοριτσιού χαρίζοντας της δροσιά και το πρώτο σημάδι ότι όλα αύριο θα ήταν καλύτερα. Πήρε ανταμοιβή το χαμόγελο του κοριτσιού που τον ένοιωσε κι ας κοιμόταν. Τι καλύτερο ; Φύσηξε κουράγιο και στη μάννα που ήταν στριμωγμένη δίπλα στο κορίτσι στο ίδιο φτωχικό κρεβάτι, της μουρμούρισε στ’ αυτί να ξαποστάσει… Τον άκουσε, έβαλε μηχανικά το χέρι στο κοριτσίστικο μέτωπο, αναστέναξε ανακουφισμένη και ξαναβυθίστηκε στα όνειρα της. Αυτή τη φορά είχαν περισσότερο φως και χρώματα

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 


 Η ηθοποιός Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους  και η ποιήτρια Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου , οι οποίες διάβασαν αποσπάσματα , μαζί με τον συγγραφέα .

Το βίντεο της παρουσίασης 

… 
ΚΡΙΤΙΚΗ 

Κριτική για το βιβλίο από την ποιήτρια Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

Mεστά, ανθρώπινα και ανιδιοτελή. Έτσι θα περιέγραφα εγώ τα διηγήματα του Γιώργου Παυλίδη, που περιλαμβάνονται στη συλλογή διηγημάτων του, Η ΣΚΑΛΑ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ. Είκοσι ιστορίες που περιγράφουν καθημερινές στιγμές της ζωής μας. Εικόνες που συναντάμε συχνά, δοσμένες μοναδικά από τον συγγραφέα. 
Ο Γιώργος Παυλίδης δεν σμιλεύει τις στιγμές, τις καταγράφει με σαφήνεια φωτίζοντας πτυχές και αναδεικνύοντας με μαεστρία σημεία που είτε η συστολή είτε η ρουτίνα δεν μας αφήνουν να δούμε.
Η πεπειραμένη πένα του, μα και το διαυγές του χαρακτήρα του δεν έρχονται για να κλέψουν εντυπώσεις, αλλά να χαρίσουν μιαν ευφορία νοητική και ψυχική κερνώντας μας σφηνάκια αδρεναλίνης που άλλωτε μας κάνουν να γελάμε ή να σκανδαλιζόμαστε κι άλλωτε μας προβληματίζουν. 
Πολυποίκιλη η εσάνς της γραφής του Γιώργου Παυλίδη, θα σας διασκεδάσει και θα σας ταξιδέψει σε είκοσι μικρές πραγματικότητες. 
Κλείνοντας το βιβλίο με τα διηγήματά του ένιωσα πως του χρωστούσα είκοσι ευχαριστώ.
Με εκτίμηση,
Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

Δείτε  επίσης μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Συγγραφέα εδώ :


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 


Ο Γιώργος Παυλίδης σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην επιχειρησιακή έρευνα και σε θέματα σχετικά με την ανάλυση και τον προγραμματισμό μηχανογραφικών εφαρμογών. Εργάστηκε στη ΔΕΗ (Κέντρο Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, Κέντρο Δοκιμών Εφαρμογών και Προτύπων, Διεύθυνση Περιφερείας Νήσων).

Από μικρός έγραφε διηγήματα, μυθιστορήματα και ποίηση. Τον γοήτευε να αποτυπώνει τις σκέψεις του, τα αισθήματα του, τους φόβους και τις ελπίδες του σε ένα χαρτί. Με την βοήθεια της φαντασίας του έπλαθε την δική του πραγματικότητα ή τους δικούς του κόσμους στα παραμύθια που αργότερα έλεγε στα παιδιά του. Αργότερα έκανε το ίδιο για τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα που εξέδιδε.
Ευθυμογραφήματα του σχετικά με το σκάκι και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα έντυπα. Άρθρα του σχετικά με διάφορα επιστημονικά θέματα σε εκλαϊκευμένη μορφή έχουν εκδοθεί στο περιοδικό «Περισκόπιο της Επιστήμης».
Το αστυνομικό του μυθιστόρημα «Η δέκατη Φωτογραφία» έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Από τις εκδόσεις Βookstars έχει εκδοθεί το δεύτερο βιβλίο του, μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο
«Μυθιστορίες δεκαέξι και μία». Η παρούσα συλλογή διηγημάτων είναι το τρίτο βιβλίο που εκδίδει.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου