Πίνακας: Yoshiro Tachibana |
Η μέρα που λαχταρά ν’ αρχίσει λες κι έχοντας ολονυχτίς μαζέψει όλα τα πεφταστέρια, αδημονεί να μας τα προσφέρει στις ανοιχτές της παλάμες, ρευστή χαραυγή για την καθημερινή κοσμογονία. Ολόκληρος μια διαστολή, ανασαίνω τη αύρα του απροσμέτρητου κι ολάκερος μια δέηση, με ρίγη συνδιαλέγομαι το αχανές. Ο κόσμος λάμπει και λάμπει πιότερο γιατί πλάι μου υπάρχεις εσύ. Θάλασσα μου, φεγγοβολάς το απέραντο των ονείρων σου, κυματίζεις με ρυθμικές αναπνοές, πουλιά τα βλέμματα μου σε συντροφεύουνε πετώντας. Μπορώ να σε κοιτώ μέχρι την ύστατη μου ανάσα που θα φυλάξω να αποδώσω ποταμό από τα βάθη μου τη θεία χάρη σου. Ένθεος μπρος στην εικόνα σου, σκύβω στα χείλη σου και φιλάω την ιερότητα της ζωής. Κι ανατέλεις στα μάτια μου, χαρίζοντας στον κόσμο το φως σου! Καλή μας μέρα αγάπη μου, σου ψιθυρίζω γελώντας, αναζητώντας το βλέμμα σου για να αρχίσω να υπάρχω. Αγάπη μου…Διάβασε στα χείλη μου τούτο το κάλεσμα στην απεραντοσύνη, έτσι που να καταυγαστεί ο κόσμος γύρω απ’ το πρόσωπο σου, κουβαλώντας κομμάτια από την άκρη τ’Απρίλη. Χάδι-χάδι συνάζω τη χαραυγή απ’ το κορμί σου. Σ’ αγαπώ τόσο απέραντα. Ένα φιλί σου ανάσα απείρου. Κι αγαπώ και τη ζωή τόσο, τον κόσμο ολάκερο τόσο.
Κόσμος προφέρω και σε καλώ. Κοίταξέ με και δες στα μάτια μου τον καταρράκτη της λάμψης του. Κόσμος προφέρω κι είναι τούτη η πρωινή προσευχή των ψυχών μας. Νιώσε τα γράμματα όλα ένα προς ένα. Νιώσε το Κ στα κλαδιά της λεμονιάς που μεγαλώνει μέσα μας, το Ο στο άλαλο δέος, το Σ στα απλωμένα μου σε σένα χέρια, το Μ στις κορυφογραμμές του νοήματος που παίρνει τούτη η ζωή. Και πρόφερέ το όλο μαζί ξανά, έκρηξη φωτεινή μέσα στα στήθια.
Έλα, σε καλώ, στην κρήνη του γέλιου μου να σε λούζω. Έλα και γέλα μου κι εσύ, σε μια συμφωνία μυστική ν’ αφεθούμε στο ρυθμό που προστάζει η ζωή. Γιατί πηγάζουμε από τη δίψα. Γιατί εμείς είμαστε η ροή, εμείς η βοή, εμείς και του ποταμού της η αλήθεια. Πλατυνόμαστε στο δέλτα του στήθους μας τραβώντας το δρόμο για να χυθούμε στο απέραντο. Να γεννιόμαστε κάθε πρωινό, θαμπωμένοι απ’ το φως. Να βαφτιζόμαστε την κάθε μέρα μες στο ανεξάντλητο ποτάμι της ζωής. Δες πώς στάζουμε διάφανο απ’ τα νερά της, δες τον μικρό παράδεισο που μας χαρίζεται κάθε αυγή για να γεννιόμαστε αδιάκοπα, πρωτόπλαστοι στα χόρτα των αισθημάτων καθώς οι αχτίδες του πρωινού διαπερνούνε τα φύλλα των κορμιών μας. Δες κι όλα μας τα όνειρα, δέντρα που θα καρπίσουνε στο φως. Αρκεί μονάχα να μου κρατάς το χέρι, να μετρώ τούτο το φως με το άνοιγμα των φτερούγων, από τον μικρό στεναγμό των μπουμπουκιών ίσαμε το ένστικτο της ρίζας που βαθαίνει στο χώμα πλεγμένη μαζί σου και πίνει από θαμμένους αμφορείς λάδι ονείρων και μέλι αισθήσεων. Γιατί αυτό είναι η ζωή. Σφραγισμένοι αμφορείς γύρω, που περιμένουν να τους ανοίξουμε και να γευτούμε το κρασί τους. Γεμάτη απροσόρατα δέντρα που απλώνεις και χορταίνεις. Δες, άκου, νιώσε, μύρισε! Και πάνω απ’ όλα άγγιξε. Φως, αέρας, χρώματα, ατέλειωτη η μαγεία της ζωής στα επτά της θαύματα. Οι πέντε αισθήσεις μας, ο κόσμος γύρω μας κι η αγάπη που τα ενώνει σε ένα. Η αγάπη, αγάπη μου. Που αξιώνει ν’ απλώσουμε την καθαρότητα του βλέμματος μας, λευκό τραπεζομάντηλο στο καλωσόρισμα της μέρας. Έλα, να σου πλύνω τούτη την πρώτη ώρα να γευτείς κομμάτι-κομμάτι τις στιγμές, άπληστα να στάζει η ζωή πάνω στα κορμιά μας. Μέλι, βούτυρο, ψωμί, οπός από μυριάδες δώρα. Εσύ ν’ απλώνεις το χέρι κι εγώ να προσφέρομαι, να κόβω ψίχα από τα μάτια σου, να πίνεις γάλα απ’ τα δικά μου. Να πλέκω τον ήλιο μας με αχτίδες απ’ τα μαλλιά σου, να πλάθουμε τη ζωή με χώμα απ’ την αθωότητα του βλέμματος μας και το νερό της αγάπης μας. Να εμφυσούμε στα πλάσματα των μυριάδων σμιξιμάτων μας πνοές από τη ψυχή μας. Γιατί μονάχα με ρίγη μαθαίνεται η ζωή. Μονάχα έτσι χλοϊζει το στήθος. Γίνεται ο αυλός και οι άπειρες πνοές του. Οι χορδές και τ’ αόρατα χέρια πάνω τους. Με νιώθω στους βλαστούς να μεγαλώνω. Κι η ζωή δροσερό αεράκι στις κορφάδες. Από λευκό χάος, σαν μουσική γεννούμε τις μορφές, με τα κορμιά μας να κοσμογονούνε την Εδέμ, θαυματουργούμε κι όλα τα ελάχιστα πληθύνονται, όλα τα πουλιά μας επιστρέφουν σε μια κατάφαση ζωής, διακόσιοι βίσωνες σφυγμοί στις όχθες μας σβήνουνε τη δίψα τους, λιβάδια ηλιοτρόπια τα μάτια μας στραμένα σε όλους τους ήλιους. Κι εμείς με τη γύμνια της αθωότητας, ανοιχτές φτερούγες του έρωτα να αγκαλιάζουνε τα πλάτη. Μια προσευχή που ανεβαίνει να απαντήσει το θεό της.
Με φυλακτό στον κόρφο μου τούτη την αγάπη, εγώ να κινώ να συναπαντήσω τον κόσμο. Χαιρετώ σε, κόσμε, να φωνάζω! Γάργαρα να τη λες την καλημέρα σου κόσμε μου, σαν άφατο ευχαριστώ για το δώρο που μας χαρίστηκε. Μελωδούμε με κάθε μας άγγιγμα. Να σου απλώνω το χέρι μου αγιόκλημα, να μου απλώνεις το δικό σου, να πλέκουμε πύρινο κύκλο να σφίξουμε γερά, θηλιά στο λαιμό της αποξένωσης, και πάντα τώρα, γιατί μόνο το τώρα είναι η στιγμή να αγγίξουμε το χέρι του διπλανού μας, μόνο το τώρα μπορεί να φτιάξει μια αδιάρρηκτη ανθρώπινη αλυσίδα κόσμε μου. Που θα σπέρνουμε σπίθες κι ο χρόνος θα θερίζει τις φλόγες, που θα μοιράζουμε τη φωτιά, να βρίσκουν οι μοναξιές απάγκιο κι οι φοβισμένες ψυχές το ανθρώπινο σχήμα της φλόγας που είμαστε. Με σώματα ιπτάμενα, από όνειρο σε όνειρο να δούμε τον κόσμο στα μάτια του θεού. Και κάθε μα κάθε μέρα να ‘ναι μια ατέρμονη πορεία από φως. Κι εμείς τα κλειδιά της πόρτας στο αχανές. Είναι η αγάπη που καλεί τους δρόμους που ονειρεύεται. Κι εμείς γινόμαστε ο δρόμος για να συναπαντήσουμε την άνοιξη που πάντα περιμένει, και που ξεκινάει απ’ τα σπλάχνα μας. Με το τραγούδι των πλεγμένων μας χεριών. Με εκρήξεις λευκότητας να διανοίγουμε περάσματα, κι όπου υπάρχει αδιάβατο να γεννιούνται μονοπάτια, τοπία καινούργιου κόσμου που αναβλύζουν δέος. Όλοι ενωμένοι με μυριάδες αόρατους λώρους, ο ένας τον άλλο θρέφει, ο ένας στον άλλον να δίνει την ανθρώπινη μορφή του, τη μορφή που μας δόθηκε να υπάρξουμε. Γέφυρα το χέρι που δεν αφήνουμε μας ενώνει, και το ποτάμι που αναβλύζει απ’ τα σωθικά μας ανάμεσα μας να περνά, να τραγουδάει τη ζωή. Που αξίζει μονάχα αν την προσφέρεις. Αίμα, καρδιά, ψυχή, κοινή η μοίρα που μας δένει. Ένας πονάει, πονάμε όλοι μας. Κι είναι μονάχα το μοίρασμα που κάνει τα σώματα να προφέρουν μία μία τις λέξεις από τη γλώσσα των ονείρων, να μαθητεύει η φλόγα με ανάσες πουλιών στο παραμύθι της ζωής. Το φως της η λαβή η φιλνιτσένια βαθιά μπηγμένη στο είναι μας κι η λάμψη κυλώντας στο χάρτη των κορμιών μας να χαράζει την πορεία για την ενδοχώρα των ονείρων. Γιατί μονάχα έτσι μπορούμε να σταθούμε απέναντι στο θάνατο, φλεγόμενοι από ζωή. Γιατί αθάνατοι είμαστε μονάχα όσο ζούμε.
Και να επιστρέφει η μέρα μου κοντά σου με πνεύμα προσκυνηματικό, με ένα φιλί που θα ‘χει πάντα το ριγητό του πρώτου και το συλλαβισμό του άπειρου στα χείλη. Να σε κρατώ σφικτά, κουλουριασμένοι στη μήτρα μας, ενωμένοι με πλακούντες από φως σε μια ζωή που κάθε πρωινό ανασκάβει τα σώματα για να φυτεύει φωτόδεντρα. Με τις καρδιές μας να πάλλονται σαν μία, καθώς θα τρέχουμε γυμνοί σαν ιαχή στο λιβάδι με τις ανθισμένες μας αγκαλιές. Με νούφαρα τα λόγια που δε χρειάζεται να ειπωθούν, να πλέουνε στη λίμνη της δικής μας σιωπής. Ν’ αναπαυόμαστε χλωροί πάνω σε μία αιώρα από πόες. Άνοιξη να γίνομαι ανάμεσα στις καρπισμένες σου ροδιές. Ν’ ανθίζει το σώμα μου εκατόφυλλα όνειρα κι ένα μελίσσι η ζωή στη γύρη του κορμιού σου. Να λιώνω στο πύρωμα του καταμεσήμερου, να χύνομαι σε άπειρα πουλιά που από έκσταση σε έκσταση αξιώνονται τοπία αισθημάτων. Να μαθαίνω αέναα τη γλώσσα του δέρματος. Το άψογο συντακτικό της ματιάς, την καθαρή άρθρωση της ζήσης. Σάρκα και αίμα να σου προσφέρω, να γίνομαι ποίημα ζωντανό στα χείλια σου. Ένα παλίμψηστο με φως δυνατοτήτων είναι η ζωή, ζωή μου, μια αέναη συμφωνία που μας καλεί να την ακούσουμε, να την τραγουδήσουμε στη γλώσσα των καταρρακτών, με νότες σμήνη πουλιών που επιστρέφουν από τα ρίγη του αίματος, που ανέρχονται απ’ την πηγή των προσευχών και ανοίγονται σε μεγάλες κόκκινες φτερούγες που μας τραβάνε στα ουράνια.
Και να έρχεσαι να παίζουμε. Να κάνω πως σε κυνηγάω, να κάνεις τάχα πως θέλεις να ξεφύγεις και να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια, και πάντα, μα πάντα να σε πιάνω, να σε τραβάω πάνω μου, να βρίσκουν όλα τα κομμάτια μας τη θέση τους. Να μ’ αγκαλιάζεις, να μ’ ευλογεί η ευχή του κορμιού σου, να σπας το ρόδι σου στο κατώφλι του έρωτα, να σκορπίζεις μυριάδες κόκκινους σπόρους. Να πυρωνόμαστε μαζί, σπουδή στη φύση της φωτιάς. Μια νεογέννητη αιωνιότητα η κάθε μας στιγμή. Νησιά που αναδύονται στο ρόχθο του ωκεανού. Στιγμές, ύπεροι λευκοί μέσα στα πέταλα της χαράς, κι εμείς να πνέουμε για την επικονίαση του απείρου. Να περπατάμε τα σούρουπα στις θάλασσες, θεοί που όλα τα μπορούν. Πιασμένοι χέρι χέρι να βαθαίνουν οι γραμμές ζωής στις παλάμες μας. Και να χαρίζω σε ένα αστέρι το όνομα σου. Και κάθε μα κάθε νύχτα θα το αναζητώ, μέχρι να γίνουμε φωτοστέφανο του αγγέλου μας. Να πλένω ταπεινά τα πόδια σου, να σε χτενίζω και να φυλάω τα αποχτενίδια, να σε ξεδιψάω με κρασί από το στόμα μου, κι η ώρα πάντα να είναι της αρμονίας μας ακριβώς.
Με τα ακροδάχτυλα να διαβάζεις τους στίχους που γράφονται με τα αποτυπώματα των άστρων που τρυφερά αποθέτεις στο δέρμα μου, στη διάλεκτο του αίματος θα ‘χω σαράντα λάμψεις για τη φλόγα, μοναχά το δόσιμο για όλες τις καταφάσεις. Κι ο ερχομός σου να μου μεταγγίζει φως, να πλάθουμε έννοιες καινούριες στη μητρική της ψυχής μας γλώσσα. Τόσα ποιήματα έχω να σου γράψω, ποιήματα στη γλώσσα των χεριών. Να ομοιοκαταληκτήσω με το άπειρο μέσα σου σώμα σου το διάπυρο. Άλλη μου κοίτη, να σου ψιθυρίζω, ακολουθούμε τη ροή μας ως την άκρη του φωτός, κι ένα πέλαγος θα πάρει το όνομα μας. Εσύ, φλεγόμενο μου όνειρο στην εύφλεκτη θάλασσα του πόθου μας, με τις λάμψεις της αγάπης να φέρνουν το όραμα στο γόνο των δρομώνων, για τη μακρά πορεία για Σαργάσσες. Με τα δελφίνια μεσοπέλαγα στα μάτια το φως μας ν’ ακολουθούνε στο αχανές. Ως να έρχονται οι νύχτες αχνίζοντας αγάπη. Στο μυστικό μας τόπο που σαρκώνονται οι κραυγές μας. Και θα κοιμόμαστε αγκαλιά, εγώ στερέωμα αχανές κι εσύ η αστροφεγγιά που τρέμει. Κι η νύχτα αδιάκοπα να ριγεί. Μία διαρκής εισπνοή. Κι ύστερα να γαληνεύει. Ν’ αποκοιμιέται με τα φτερά της διπλωμένα. Όνειρα πουλιά στη φωλιά των βλεφάρων σου…
Πρωτόπλαστα αισθήματα οδηγούν το χέρι σου που κεντάει δαιδαλώδεις διαδρομές στην απλότητα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥποκλίνομαι στην πένα σου ποιητή!