Φωτογραφίες - Adrian Gray, the Art of Stonebalancing
Γλείφω μια πέτρα. Οι πόροι της γλώσσας μου σοφιλιάζουν με τους πόρους της πέτρας. Στεγνώνει η γλώσσα μου και σέρνεται ως τη μεριά της πέτρας που ακουμπάει στο χώμα, που ΄χει μούχλα κολλημένη επάνω της σαν αίμα. Ξαφνικά μου ξανάρχεται σάλιο, υγραίνει την πέτρα κι η πέτρα κυλάει μες στο στόμα μου.
Την πέτρα αυτή την λέω Οιδίποδα. Γιατί όπως ο Οιδίποδας είναι κι αυτή ακανόνιστη με βαθιές αυλακιές για μάτια. Κατρακυλάει κι εκείνη με πρησμένα πόδια. Κι όταν ακίνητη, κρύβει από κάτω της μια μοίρα, ένα ερπετό, τον λησμονημένο μου εαυτό.
Την πέτρα αυτή τη λέω Οιδίποδα.
Γιατί ενώ από μόνη της δεν έχε κανένα νόημα, έχει το σχήμα και το βάρος της εκλογής.
Τη λέω και τη γλείφω.
Ως το τέλος της ιστορίας μου.
Όσο να καταλάβω τα θα πει εκλογή.
Όσο να καταλάβω τι θα πει τέλος.
Αρης Αλεξάνδρου - ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ
Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο
πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο
πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.
Αρης Αλεξάνδρου Η Πρώτη Πέτρα
Ορθός στη μέση του ναού
στέκεται και ζυγιάζει
στο χέρι το σπαθί του την ελπίδα στο μυαλό του.
Μπορεί οι φίλοι του στην Σπάρτη κάτι να πετύχουν
ίσως και πέρα στην Αθήνα συμβεί καμιά μεταβολή
κι ο Ξέρξης
όσο κι αν είναι απίθανο
κάπως να συμβάλει.
Φτάνει να μείνει ζωντανός, ορθός ή κι ακουμπώντας στον βωμό
πεσμένος έστω μπρούμυτα στις πλάκες
φτάνει να κρατήσει λίγες μέρες
να μην βιαστεί να προδικάσει την κρίση των Θεών.
Ίσως να γίνουν όλα πιο απλά.
Σαν πέσει η νύχτα, μπορεί να κοιμηθούνε οι φρουροί
και τότε ξεγλιστρώντας θα φτάσει ως τη Μεσσηνία.
στέκεται και ζυγιάζει
στο χέρι το σπαθί του την ελπίδα στο μυαλό του.
Μπορεί οι φίλοι του στην Σπάρτη κάτι να πετύχουν
ίσως και πέρα στην Αθήνα συμβεί καμιά μεταβολή
κι ο Ξέρξης
όσο κι αν είναι απίθανο
κάπως να συμβάλει.
Φτάνει να μείνει ζωντανός, ορθός ή κι ακουμπώντας στον βωμό
πεσμένος έστω μπρούμυτα στις πλάκες
φτάνει να κρατήσει λίγες μέρες
να μην βιαστεί να προδικάσει την κρίση των Θεών.
Ίσως να γίνουν όλα πιο απλά.
Σαν πέσει η νύχτα, μπορεί να κοιμηθούνε οι φρουροί
και τότε ξεγλιστρώντας θα φτάσει ως τη Μεσσηνία.
Την πρώτη πέτρα
την έχτισαν τα χέρια της μητέρας.
Μια μια οι σειρές υψώνονται στην πύλη και καθώς γέρνει ο ήλιος
Βυθίζονται στον ίσκιο
τα πόδια
το κορμί
τα χέρια των χτιστάδων.
Λίγο ακόμα
και θα πέσουν στο σκοτάδι
καρατομημένα
τα κεφάλια.
Τότε αυτός
ορθός στη μέση του ναού
θα μπήξει μες στο στήθος του το ξίφος.
την έχτισαν τα χέρια της μητέρας.
Μια μια οι σειρές υψώνονται στην πύλη και καθώς γέρνει ο ήλιος
Βυθίζονται στον ίσκιο
τα πόδια
το κορμί
τα χέρια των χτιστάδων.
Λίγο ακόμα
και θα πέσουν στο σκοτάδι
καρατομημένα
τα κεφάλια.
Τότε αυτός
ορθός στη μέση του ναού
θα μπήξει μες στο στήθος του το ξίφος.
Εδώ που έχω καταφύγει
σωριάζονται μια μια οι εποχές
βαριές σαν πέτρες.
Ορθός στη μέση της ζωής
δεν ζυγιάζω τίποτα.
Ξέρξης κι Αθήνα δεν υπάρχουν.
Είμαι προδότης για τη Σπάρτη και για τους είλωτες σπαρτιάτης.
Με το σπαθί χαράζω
στα στεγνωμένα χείλη
το χαμόγελό μου
σωριάζονται μια μια οι εποχές
βαριές σαν πέτρες.
Ορθός στη μέση της ζωής
δεν ζυγιάζω τίποτα.
Ξέρξης κι Αθήνα δεν υπάρχουν.
Είμαι προδότης για τη Σπάρτη και για τους είλωτες σπαρτιάτης.
Με το σπαθί χαράζω
στα στεγνωμένα χείλη
το χαμόγελό μου
Καίσαρας Βαλιέχο (César Αbraham Vallejo Mendoza) - Οι πέτρες
στις πέτρες - ω οι πέτρες!
Και προκάλεσα και σφράγισα
μια πυγμαχία από πέτρες.
Μητέρα των θνητών αν στον κόσμο
πονούν τα βήματά μου,
είναι από τα χτυπήματα φωτιάς
μιας παράλογης αυγής.
Οι πέτρες δεν προσβάλουν , ούτε
φθονούν τίποτα. Ζητάνε μόνο
αγάπη για όλους, και ζητάνε
αγάπη ακόμα κι απ' το Τίποτα.
Κι αν κάποιες απ' αυτές
είναι θλιμμένες, ή
ντροπιασμένες, είναι
γιατί έχουν κατιτί το ανθρώπινο...
Αλλά δεν απολείπει αυτός που κάποια
πέτρα χτυπάει από καπρίτσιο μόνο.
Τέτοια άσπρη πέτρα είναι το φεγγάρι
που πέταξε στον ουρανό από μια κλωτσιά...
Μητέρα των θνητών, σήμερα το πρωί
έτρεξα με τις πέτρες,
βλέποντας το γαλάζιο καραβάνι
από πέτρες,
πέτρες,
πέτρες...
http://art4oursoul.blogspot.gr/
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ, - Άπτερη πέτρα στο χάος…
Άπτερη πέτρα στο χάος
κι όμως πετάει.
Γυρνάει.
Γύρω από τον ήλιο
γύρω από τον άξονά της
γύρω γύρω όλοι
όλο και πιο πολλοί
και πιο ηχηροί
πιο οχληροί
φωνασκούντες
ασχημονούντες
αναλώσιμοι
ανακυκλώσιμοι
αιωνίως.
κι όμως πετάει.
Γυρνάει.
Γύρω από τον ήλιο
γύρω από τον άξονά της
γύρω γύρω όλοι
όλο και πιο πολλοί
και πιο ηχηροί
πιο οχληροί
φωνασκούντες
ασχημονούντες
αναλώσιμοι
ανακυκλώσιμοι
αιωνίως.
– Αιωνίως;
(Από την ποιητική συλλογή «Άψινθος», εκδ. Μελάνι, 2012.)
Κική Δημουλά - Η περιφραστική πέτρα
«Μίλα .
Πες κάτι, οτιδήποτε.
Μόνο μη στέκεις σαν ατσάλινη απουσία.
Διάλεξε έστω κάποια λέξη,
που να σε δένει πιο σφιχτά
με την αοριστία.
Πες:
«άδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πες:
«θα δούμε»,
«αστάθμητο»,
«βάρος».
Υπάρχουν τόσες λέξεις που ονειρεύονται
μια σύντομη, άδετη, ζωή με τη φωνή σου.
Μίλα.
Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Εκεί που τελειώνουμε εμείς
Αρχίζει η θάλασσα.
Πες κάτι.
Πες «κύμα», που δεν στέκεται.
Πες «βάρκα», που βουλιάζει
αν την παραφορτώσεις με προθέσεις.
Πες «στιγμή»,
που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,
μην τη σώζεις,
πες,
«δεν άκουσα».
Μίλα.
Οι λέξεις έχουν έχθρες μεταξύ τους,
έχουν τους ανταγωνισμούς:
αν κάποια απ αυτές σε αιχμαλωτίσει,
σ’ ελευθερώνει άλλη.
Τράβα μία λέξη απ΄ τη νύχτα
στην τύχη.
Ολόκληρη νύχτα στην τύχη.
Μη λες «ολόκληρη»,
πες «ελάχιστη»,
που σ αφήνει να φύγεις.
Ελάχιστη
αίσθηση,
λύπη
ολόκληρη
δική μου.
Ολόκληρη νύχτα.
Μίλα.
Πες «αστέρι», που σβήνει.
Δεν λιγοστεύει η σιωπή με μια λέξη.
Πες «πέτρα»,
που είναι άσπαστη λέξη.
Έτσι, ίσα – ίσα
να βάλω έναν τίτλο
σ αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια. »
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος)
Πες κάτι, οτιδήποτε.
Μόνο μη στέκεις σαν ατσάλινη απουσία.
Διάλεξε έστω κάποια λέξη,
που να σε δένει πιο σφιχτά
με την αοριστία.
Πες:
«άδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πες:
«θα δούμε»,
«αστάθμητο»,
«βάρος».
Υπάρχουν τόσες λέξεις που ονειρεύονται
μια σύντομη, άδετη, ζωή με τη φωνή σου.
Μίλα.
Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Εκεί που τελειώνουμε εμείς
Αρχίζει η θάλασσα.
Πες κάτι.
Πες «κύμα», που δεν στέκεται.
Πες «βάρκα», που βουλιάζει
αν την παραφορτώσεις με προθέσεις.
Πες «στιγμή»,
που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,
μην τη σώζεις,
πες,
«δεν άκουσα».
Μίλα.
Οι λέξεις έχουν έχθρες μεταξύ τους,
έχουν τους ανταγωνισμούς:
αν κάποια απ αυτές σε αιχμαλωτίσει,
σ’ ελευθερώνει άλλη.
Τράβα μία λέξη απ΄ τη νύχτα
στην τύχη.
Ολόκληρη νύχτα στην τύχη.
Μη λες «ολόκληρη»,
πες «ελάχιστη»,
που σ αφήνει να φύγεις.
Ελάχιστη
αίσθηση,
λύπη
ολόκληρη
δική μου.
Ολόκληρη νύχτα.
Μίλα.
Πες «αστέρι», που σβήνει.
Δεν λιγοστεύει η σιωπή με μια λέξη.
Πες «πέτρα»,
που είναι άσπαστη λέξη.
Έτσι, ίσα – ίσα
να βάλω έναν τίτλο
σ αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια. »
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος)
Ν. Εγγονόπουλος
-«….Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω – έτσι είτανε, λεν, ο Μπολιβάρ – και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο….»
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω – έτσι είτανε, λεν, ο Μπολιβάρ – και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο….»
…Με τι πέτρες, τι αίμα, και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν αεροβάτες
Το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει (…)
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν αεροβάτες
Το πώς περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει (…)
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου, όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο, με τι πέτρες, τι αίμα, τι φωτιά
Χτίζουμε, ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου, όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο, με τι πέτρες, τι αίμα, τι φωτιά
Χτίζουμε, ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!
Ανδρέας Εμπειρίκος, - Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ
…κουρνιάζει στην βρεφοδόχο της αντί της ύλης των γιγάντων και στάζει στην περιφέρεια του μαγικού ματιού τις σποραδικές της σπίθες αυτομάτων κυναρίων. Τα τροχοφόρα δεν μιλούν. Είναι το θάμπος πεδιάδα μακρινή μα περιβρέχεται και φωτίζεται επάνω από την συννεφιά από τον εκδικητή που οι στιλβωτές αποκαλούνε ήλιο και το μαράζι διαλύεται. Παρόμοια διελύθη και το ιώδιον των λυπημένων κοριτσιών και τώρα περισσότερο παρά κάθε πρωί συμπίπτουν οι χαμηλοί μας ψίθυροι και τα δύστροπα κελεύσματα μαχόμενα με την άδηλη παράτασι των κόλπων της σιωπής. Το παρατηρητήριον δεν μούχλιασε μπροστά μας. Διατηρεί την κόμη του και τίποτε μα τίποτε σ` αυτόν τον κοσμικό πυθμένα δεν έχει ψαύσει την γλυκυτάτη του προεξοχή.( Από την Υψικάμινο )
Έκτωρ Κακναβάτος - Λέγοντας πέτρες
«Αλλιώς δε γίνονταν ως φαίνεται.
Αρχή-αρχή ακέραιος και βόνασος
ύστερα χίλια κομμάτια με την άρνηση
κλασματικός ακόμα υπήρχες
συνεχίστηκες σημάδι από πουλιά
ή τρία δάχτυλα
σμιχτά του μόσχου χαράζοντας γητειές
κ’ ευθείες κάθετες, ώσπου χαμήλωνες
τσακίδια και μαδάρες καταμεσί των αριθμών
ώσπου μετριόσουνα
μετριόσουνα που δεν έλεε να σωπάσεις…
…χαρτογραφούσες τον πηλό αυτόν το δαίμονα
τη φτερούγα μέσα σου που έτρεμε κ’ εμίλειε
λέγοντας πέτρα περπατώντας θάματα
φωνάζοντας: σώστε το παράλογο
το άλλο σας εντόσθιο που άρπαξε το σκυλί
και χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία…
Όλην τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι
κόκκινο·
το πρωί σε βρήκανε μες στ’ αποτσίγαρα.»
Αρχή-αρχή ακέραιος και βόνασος
ύστερα χίλια κομμάτια με την άρνηση
κλασματικός ακόμα υπήρχες
συνεχίστηκες σημάδι από πουλιά
ή τρία δάχτυλα
σμιχτά του μόσχου χαράζοντας γητειές
κ’ ευθείες κάθετες, ώσπου χαμήλωνες
τσακίδια και μαδάρες καταμεσί των αριθμών
ώσπου μετριόσουνα
μετριόσουνα που δεν έλεε να σωπάσεις…
…χαρτογραφούσες τον πηλό αυτόν το δαίμονα
τη φτερούγα μέσα σου που έτρεμε κ’ εμίλειε
λέγοντας πέτρα περπατώντας θάματα
φωνάζοντας: σώστε το παράλογο
το άλλο σας εντόσθιο που άρπαξε το σκυλί
και χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία…
Όλην τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι
κόκκινο·
το πρωί σε βρήκανε μες στ’ αποτσίγαρα.»
ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ - Αιχμαλωσία
Πέτρες πάνω στις πέτρες
κορμιά πεσμένα πάνω σε κορμιά
γενιές επάνω από γενιές χτισμένες
εδώ που της ασπίδας την κλαγγή θαμπώνει το μπαρούτι
όταν αστράφτει και πηδούν τα τείχη
κίτρινα, μουσκεμένα από καμακωμένα ψυχομαχητά
με δάχτυλα, που δεν ξεψύχησαν ακόμα, στις ρωγμές τους…
κορμιά πεσμένα πάνω σε κορμιά
γενιές επάνω από γενιές χτισμένες
εδώ που της ασπίδας την κλαγγή θαμπώνει το μπαρούτι
όταν αστράφτει και πηδούν τα τείχη
κίτρινα, μουσκεμένα από καμακωμένα ψυχομαχητά
με δάχτυλα, που δεν ξεψύχησαν ακόμα, στις ρωγμές τους…
Σ’ ένα ξεστράτισμα -που δε σου ταίριαζε-
τρεκλίζεις στο κενό
νιώθεις της μοίρας σου το χέρι να γλιστράει σαν άμμος μέσ’
απ’ το δικό σου
ρωτάς τι έγιναν όλοι αυτοί που λίγο πριν στέκονταν πλάι σου
πώς το παραδέχτηκαν, πώς το παραδέχτηκες
ώσπου και συν να γίνεις ένα κύμα που θα σπάσει.
τρεκλίζεις στο κενό
νιώθεις της μοίρας σου το χέρι να γλιστράει σαν άμμος μέσ’
απ’ το δικό σου
ρωτάς τι έγιναν όλοι αυτοί που λίγο πριν στέκονταν πλάι σου
πώς το παραδέχτηκαν, πώς το παραδέχτηκες
ώσπου και συν να γίνεις ένα κύμα που θα σπάσει.
Πέτρες πάνω στις πέτρες
βράχοι ξυμένοι σαν κρανία νεκρών απ’ τους βοριάδες,
τι γκρεμνοί, τι αγκάθια,
κάτω από τ’ ανατολικά τείχη του Ακροκορίνθου που σε
μάθανε
πόσο πικρό είναι να υπάρχεις…
Ποίηση: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Γκάτσος
Σύνθεση & διεύθυνση ορχήστρας: Σταύρος Ξαρχάκος
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Σαντούρι: Τάσος Διακογιώργης
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης
Ερμηνεία: Κώστας Πασχάλης
Έργο: Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας (1969)
βράχοι ξυμένοι σαν κρανία νεκρών απ’ τους βοριάδες,
τι γκρεμνοί, τι αγκάθια,
κάτω από τ’ ανατολικά τείχη του Ακροκορίνθου που σε
μάθανε
πόσο πικρό είναι να υπάρχεις…
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα -Σώμα στην πέτρα
Ποίηση: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Γκάτσος
Σύνθεση & διεύθυνση ορχήστρας: Σταύρος Ξαρχάκος
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Σαντούρι: Τάσος Διακογιώργης
Αφήγηση: Μάνος Κατράκης
Ερμηνεία: Κώστας Πασχάλης
Έργο: Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας (1969)
Η πέτρα είναι ένα μέτωπο μ’ όνειρα που στενάζουν
Μα δεν κρατάει κυρτό νερό και κρύα κυπαρίσσια
Η πέτρα πλάτη είναι γυμνή τον χρόνο να σηκώσει
Με δένδρα δακρυοπότιστα, κορδέλες και πλανήτες
Είδα βροχές σταχτιές βροχές στα κύματα να τρέχουν
Τα τρυπημένα υψώνοντας και τρυφερά τους χέρια
Να μην πιαστούν στο αγκάλιασμα της πλαγιασμένης πέτρας
Που καταλεί τη σάρκα τους και δε ρουφάει το αίμα
Γιατί η πέτρα είναι ανοιχτή σε σπόρους και σε νέφη
Σε σκελετούς κορυδαλλών και σ’αμφιλύκης λύκους
Μα ήχο κανένα δε γεννάει και κρύσταλλα και φλόγες
Παρά μονάχα ατέλειωτες αρένες δίχως τοίχους
Πάνω στην πέτρα ο Ιγνάθιο ο καλογεννημένος
Τέλειωσε πια. Τι μένει εδώ; Την όψη του κοιτάχτε:
Ο θάνατος τη σκέπασε με κερωμένα θειάφια
Και σκοτεινού μινώταυρου του φόρεσε κεφάλι
Τέλειωσε πια. Τώρα η βροχή στ’άδειο του στόμα μπαίνει
Τώρα ο αγέρας σαν τρελός φεύγει απ’ τα κούφια στήθη
Και ποτισμένος ο έρωτας με του χιονιού τα δάκρυα
Πάει ζεστασιά να ξαναβρεί ψηλά στα βοσκοτόπια
Ποιος μίλησε; Βαριά σιωπή σαν μπόχα βασιλεύει
Μπροστά μας είναι ένα κορμί στη σκοτεινιά δοσμένο
Μια κατακάθαρη μορφή που κάποτε είχε αηδόνια
Και τώρα τρύπες άπατες γεμάτη απ’ άκρη σ’άκρη
Ποιος θρόισε το σάβανο; Όχι, δε λέει αλήθεια
Κανείς εδώ δεν τραγουδάει κανείς εδώ δεν κλαίει
Κανείς σπιρούνια δε χτυπά και την οχιά δε σκιάζει:
Μόνο τα μάτια ολάνοιχτα θέλω εδώ πέρα να’χω
Να βλέπω τούτο το κορμί που αναπαμό δε θα’βρει
Τους άνδρες θέλω εδώ να ιδώ με τη φωνή την άγρια
Που τιθασεύουν άλογα, ποτάμια κυβερνάνε
Που σύγκορμα τραντάζονται καθώς τραγούδια λένε
Με ήλιο και πετροχάλικα στο φλογερό τους στόμα
Εδώ να’ρθούνε να τους δω. Μπροστά σ’αυτή την πέτρα
Μπροστά σε τούτο το κορμί με τα σπασμένα γκέμια
Εδώ να’ρθούνε να μου ειπούν ποιος δρόμος τώρα μένει
Για τούτον τον παλικαρά που ο θάνατος ορίζει
Θέλω έναν θρήνο να μου ειπούν να μοιάζει σαν ποτάμι
Με καταχνιές ανάλαφρες και δασωμένες όχτες
Μακριά να πάρει το κορμί του Ιγνάθιο, ώσπου να σβήσει
Χωρίς ν’ακούει το ανάσασμα το καυτερό του ταύρου
Να σβήσει εκεί στου φεγγαριού την ασημένια αρένα
Που όντας παιδί καμώνεται βουβάλι πονεμένο
Να σβήσει μέσα στη νυχτιά χωρίς ψαριών τραγούδι
Στ’άσπρα τα θάμνα του καπνού που η παγωνιά πετρώνει
Δε θέλω να του βάλουνε στην όψη του μαντίλια
Για να του γίνει ο θάνατος πικρός σταυραδερφός του
Πήγαινε Ιγνάθιο. Μην ακούς την πυρωμένη ανάσα
Κοιμήσου, πέτα, ησύχασε. Και η θάλασσα πεθαίνει
-«Τίποτα δεν χτίζεται πάνω στην πέτρα, όλα πάνω στην άμμο χτίζονται, όμως το χρέος μας είναι να χτίζουμε σα νά ’τανε η άμμος πέτρα…»
(Χόρχε Λουίς Μπόρχες)
OCTAVIO PAZ - ΑΝΕΜΟΣ, ΝΕΡΟ, ΠΕΤΡΑ
Στον Ροζέ Καγιουά
Το νερό τρυπάει την πέτρα,
ο άνεμος σκορπίζει το νερό,
η πέτρα ανακόπτει τον άνεμο.
Νερό, άνεμος, πέτρα.
Ο άνεμος σμιλεύει την πέτρα,
η πέτρα είναι αγγείο του νερού,
το νερό το σκάει και είναι άνεμος.
Πέτρα, άνεμος, νερό.
Ο άνεμος στους στρόβιλούς του τραγουδάει,
το νερό στον πηγαιμό του μουρμουράει,
η πέτρα ακίνητη σωπαίνει.
Άνεμος νερό, πέτρα.
Το καθετί είναι άλλο τι και τίποτα:
ανάμεσα στα κενά τους ονόματα
περνούν και εξαφανίζονται
νερό, πέτρα, άνεμος.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ -Η Πέτρα
Δίχως διάκριση εχτός, αχ, μιας, Θεέ μου. Της βαριάς,
της οξείας εκείνης Πέτρας, που έταξες μερικών ανθρώπων
να τους βαραίνει το στήθος τις νύχτες τόσο πολύ και ασφυχτικά,
τόσο απελπιστικά και ωραία. Που, αν πρόκειται να αποσειστεί ποτέ,
θα ’ναι για να την διαδεχτεί η διαρκής του τάφου.
Τόσο κυριαρχικά, τόσο έμμονα έχει στηθεί για πάντα.
,«Η Πέτρα», 28-33. Εκλογή Α´. Ίκαρος, 1962. 12.
Τίτος Πατρίκιος
V
‘Ετσι έμαθα πόσο βαριά είναι η άμμος
πόσο σκληρή είναι η πέτρα που δε σπάει
πως ξερριζώνονται τα σκοίνα κ’ οι αφάνες.
Η άμμος έμεινε για πάντα μες στο στόμα μου
η πέτρα για πάντα στην καρδιά μου
τ’ αγκάθια μείναν για πάντα καρφωμένα μες στα νύχια μου.
Τίτος Πατρίκιος (από τη συλλογή «Μαθητεία 1952-1962», Πρίσμα, 1978) -Από την ενότητα «Χρόνια της πέτρας»
Γιώργης Παυλόπουλος - Η πέτρα
«Νύχτα πείνα κατοχή
και στη θράκα για ψωμί
ψέναμε μια πέτρα.
Έσκασε στα τέσσερα
μαύρισε και ράισε
μα δεν έγινε ψωμί.
Και την έκανα κομμάτια
την μοίρασα στα πιάτα
μα κανείς δεν άγγιζε.
Τότε γονατίζοντας
ζήτησε συγχώρεση
ούρλιαξε η μάνα.»
(«Το σακί», 1980)
Φ. ΠΕΣΣΟΑ
Μερικές φορές ξεκινώ να κοιτώ μια πέτρα.
Δεν αρχίζω να σκέφτομαι, Έχει αισθήσεις;
Δεν κάνω φασαρία ονομάζοντας την αδελφή μου.
Αλλά παίρνω ευχαρίστηση από την ύπαρξη της,
Τη χαίρομαι γιατί δεν νιώθει τίποτα,
Τη χαίρομαι γιατί δεν έχει καμία σχέση μ' εμένα.
Καμιά φορά ακούω τον άνεμο να φυσά,
Και βρίσκω ότι απλά να ακούς τον άνεμο να φυσά, τον καθιστά άξιο να έχει γεννηθεί.
Δεν ξέρω τι θα σκεφτούν οι άλλοι διαβάζοντας αυτό·
Αλλά νομίζω ότι πρέπει να είναι καλό αφού είναι αυτό που σκέφτομαι χωρίς προσπάθεια,
Χωρίς καμιά ιδέα του τι σκέφτονται οι άλλοι ακούγοντας με,
Γιατί το σκέφτομαι χωρίς σκέψεις,
Γιατί το λέω όπως το λένε οι λέξεις μου.
Sometimes I start looking at a stone.
I don't start thinking, Does it have feeling?
I don't fuss about calling it my sister.
But I get pleasure out of its being a stone,
Enjoying it because it feels nothing,
Enjoying it because it is not at all related to me.
Occasionally I hear the wind blow,
And I find that just hearing the wind blow makes it worth having been born.
I don't know what others reading this will think;
But I find it must be good since it's what I think without effort,
With no idea other people are listening to me think,
Because I think it without thoughts,
Because I say it as my words say it.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ- ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΕΞΟΡΙΑΣ
«24 Νοεμβρίου 1948»
Πέτρινη μέρα, πέτρινα λόγια.
Κάμπιες ανηφορίζουνε στον τοίχο.
Ένα σαλιγκάρι, κουβαλάει το σπίτι του
βγαίνει στην πόρτα του
μπορεί να σταθεί, μπορεί να φύγει.
Όλα είναι όπως είναι.
Δεν είναι τίποτα.
Το τίποτα δεν είναι μαλακό.
Είναι πέτρινο.
Όλα ξεχάστηκαν πριν ειπωθούν.
Κι η σιωπή δεν είναι καταφύγιο.
…………………………………..
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - Πέτρινος Χρόνος
Στον Δημήτρη Φωτιάδη
4.
…Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες·
τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.
Πληγωμένος από το δικό μου χώμα
τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο
καταδικασμένος από τους δικούς μας θεούς,
τούτες τις πέτρες.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Σαν πέτρα
Η Άνοιξη είναι για τους ευτυχισμένους
τότε έλεγες
τώρα έγινες σκληρή
σαν πέτρα.
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - Με κοιμισμένες πέτρες
Σε μιαν εκστατική αγκαλιά
Φυτρώσαμε
με αναστεναγμένες ανεμώνες
—«Με κοιμισμένες πέτρες
βασιλιάς
σε ματωμένους κήπους»
κυλάει το μαύρο τόπιο ήλιος
μες στη θάλασσα
δαιμονισμένα ψάρια
Πένθιμα
το κοιτούν
καίγοντας το ασήμι
ένα μεγάλο δέντρο φυτρώνει ξάφνου
στο βυθόχιονίζει μες στα μάτια μου
χρυσάφι
—«Με κοιμισμένες πέτρες
Βασιλιάς
σε ματωμένους κήπους»
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ Σχέδια για ένα καλοκαίρι. [Άνθη της πέτρας]
Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
γυαλίζοντας στ' αργό ψιχάλισμα,
άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες
που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν
που μ' άφησαν να τις αγγίξω ύστερ' απ' τη σιωπή
μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια.
Γ. Σεφέρης - Η λυπημένη
Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς
κάθισες πρὸς τὸ βράδυ
μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι
δείχνοντας πὼς πονεῖς•
κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμὴ
ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει
σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη
καὶ δέουνται οἱ λυγμοί•
κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπὸ
ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ
κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη
γυρίζει στὸν καρπό•
μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμὸς
δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη
τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει
ἔναστρος οὐρανός.
Γιώργος Σεφέρης , Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «Ποιήματα» 20η ἔκδοση, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, Ἀθῆναι 2000.
-«Ποιος είχε πει που σου ’μελλε, πέτρα, να βγάλεις ρόδο;»
(Δ. Σολωμός)
Μαρίνα Τσβετάγιεβα - Άλλος είναι πλασμένος από πέτρα
Άλλος είναι πλασμένος από πέτρα, άλλος από λάσπη,-
Μα εγώ είμαι πλασμένη απ’ ασήμι και λαμποκοπώ!
Έργο δικό μου είναι η προδοσία, το όνομα μου – Μαρίνα,
Εγώ είμαι ο εφήμερος της θάλασσας αφρός.
Άλλος είναι πλασμένος από λάσπη, άλλος από σάρκα –
Γι’ αυτούς είναι ο τάφος και οι επιτάφιες πλάκες…
Στης θάλασσας την κολυμβήθρα βαπτίστηκα –
και στην πτήση τη δική μου – διαρκώς τσακίστηκα!
Μέσα από κάθε καρδιά, μέσα από κάθε δίχτυ
Περνάει η βούλησή μου.
Εμένα βλέπεις σε τούτα τα λυμένα μαλλιά; –
Από χώρα αλάτι δε φτιάχνεις.
Τσακισμένη στα γρανιτένια γόνατά σας,
Εγώ με κάθε κύμα ανασταίνω!
Ζήτω ο αφρός – ο χαρούμενος αφρός –
Ο μεγάλος της θάλασσας αφρός !
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
Κώστας Χαραλαμπίδης - ΠΕΤΡΑ ΣΚΛΗΡΗ
Πέτρα που πίστεψες
Πως ήσουνα σκληρή
Και πως κανείς δεν θα μπορέσει
Να σ´ αλλάξει
Τώρα έχεις γίνει στρογγυλή
Λιάζεσαι στ ακρογιάλι εκεί
που η θάλασσα σ' έχει πετάξει
Πέτρα που η θάλασσα
Βότσαλο σ έχει κάνει τώρα
Δεν ήρθε ακόμη η ώρα
Της θάλασσας τη δύναμη να νοιώσεις
Και θα το μετανιώσεις
Που πίστεψες πως ήσουνα
Εσύ η πιο σκληρή
Ο άνεμος όταν φυσήξει πάλι
το κύμα θα σ αρπάξει
Απ τ ακρογιάλι
Μύργιες φορές θα σε χτυπήσει
Θα σε λιώσει ,άμμο θα σε κάνει ,και θα σ' απλώσει
Εκεί στην ακροθαλασσιά για να θυμάσαι
Πως δεν υπάρχουνε σκληροί
Και πως το μαλακό νερό
Είναι από σένα πιο σκληρό !!
Κλαρίνο : Βασίλης Σαλέας
Ηχογράφηση το 1988
Σκληροί καιροί μες την φωτιά
εφτά καημοί πληγές εφτά
Και γω κρατώ κλαδί ελιάς
και συ να κλαίς σαν με κοιτάς
Ελλάδα στους ώμους την γή κουβαλάς
εσύ που χάραξες τους δρόμους
την φωνή σου να βρείς ζητάς
Σαν μια γιορτή απ ' τα παλιά
χρυσή εποχή θα ρθείς ξανά
Ελλάδα στους ώμους την γή κουβαλάς
εσύ που χάραξες τους δρόμους
την φωνή σου να βρείς ζητάς
ΠΗΓΕΣ
Εξαιρετικό θέμα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Σοφία
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Σοφία
Διαγραφή