Σούνιο (ή Κάβο κολώνες ή Καβοκολώνες) ονομάζεται το ακρωτήριο που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο στην εσχατιά του νομού Αττικής. Τα παράλια του είναι βραχώδη και απότομα. Υψώνεται σχεδόν κάθετα από την θάλασσα σε μεγάλο ύψος σχηματίζοντας στους πρόποδες αυτού προς δυσμάς μικρό όρμο που με ισθμό χωρίζεται από έτερο ανατολικό ορμίσκο. Το Σούνιο είναι γνωστό λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης του αλλά και εξαιτίας των ερειπίων του αρχαίου ναού του Ποσειδώνα που βρίσκονται σε αυτό. Στα νεότερα χρόνια, η ευρύτερη περιοχή λόγω της περιβαλλοντικής αξίας της, ανακηρύχθηκε εθνικός δρυμός.
Αρχαίος ναός και οχυρωματική περίβολος
Η πρώτη γραπτή για το Σούνιο γίνεται από τον Όμηρο, που τον αποκαλούσε «Σούνιον ιερόν» (Οδύσσεια ) Συγκεκριμένα αναφέρει πως εκεί ο Μενέλαος στο ταξίδι της επιστροφής από τη Τροία, σταμάτησε για να θάψει τον καπετάνιο του πλοίου τον Φρόντη. Μαρτυρίες δίνουν επίσης οι Σοφοκλής (Αίας 1235), Ευριπίδης (Κύκλωπες 292), Παυσανίας(Ι, 1) και Βιτρούβιος (IV 7). Στη αρχαϊκή περίοδο αναπτύχθηκε το ιερό πολύ, κάτι που αποδεικνύεται από τους κολοσσιαίους κούρους που είχαν στηθεί εκεί. Βρέθηκαν τρεις εξ αυτών που βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εκείνη τη περίοδο φαίνεται κτίστηκε ο ναός της Αθηνάς Σουνιάδος σε χαμηλότερο γειτονικό λόφο. Η κατασκευή του πώρινου ναού του Ποσειδώνα χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα.. Όμως ο υπό κατασκευή αυτός ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί καταστράφηκε από τους Πέρσες στη διάρκεια των Μηδικών πολέμων. Ένας μικρός ναός του Ποσειδώνα, κτίστηκε λίγο αργότερα , προσωρινά για να καλύπτει τις ανάγκες της λατρείας. Το 444 π.Χ οι Αθηναίοι έκτισαν τον νεότερο ναό του Ποσειδώνα.
Το Σούνιο οχυρώθηκε κατά το 9ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου για την προστασία της από εκεί διέλευσης των σιτοφορτίων (Θουκυδίδης VIII 4) και μάλιστα το οχυρό αυτό θεωρούνταν το ισχυρότερο της Αττικής, όπως μαρτυρούν οι Δημοσθένης («Περί Στεφάνου» 238), Λίβιος(ΧΧΧΙ 25) και ο Σκύλαξ (21). Τα τείχη του, τμήματα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα, είχαν πάχος 3,5 μ. και περιέκλειαν κυκλικά το χώρο σε περιφέρεια 500 μ. ενώ ανά 20 μέτρα το τείχος εκείνο, έφερε προστατευτικούς τετράγωνους πύργους. Το οχυρό αυτό επανδρώθηκε από φρουρά στρατιωτών της Μακεδονικής φάλαγγας, η οποία όμως απομακρύνθηκε από τον Δημήτριο Πολιορκητή το 307 π.Χ. Το 263 π.Χ. η φρουρά του Σουνίου αντιστάθηκε σε επίθεση του Αντίγονου Γονατά, αλλά τελικά έπεσε το οχυρό και μια μακεδονική φρουρά ξαναεγκαταστάθηκε εκεί. Οι Αθηναίοι ανακατέλαβαν το φρούριο το 229 π.Χ. όταν ο Άρατος της Αχαϊκής Συμπολιτείας επενέβη και ο διοικητής αναγκάστηκε να παραδώσει τη θέση του με αντάλλαγμα χρήματα. Την περίοδο 104-100 π.Χ, το Σούνιο το κατέλαβαν χίλιοι επαναστατημένοι σκλάβοι από τα ορυχεία του Λαυρίου. Γενικά η τότε περιοχή του Σουνίου έφθανε προς μεν ανατολικά μέχρι τον όρμο του Θορικού, βόρεια του σημερινού λιμένα του Λαυρίου, από δε δυτικά μέχρι την Ανάφλυστο κατέχοντας έτσι την Σουνιακή άκρα «τον γουνόν τον Σουνιακόν» όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (IV 99).https://el.wikipedia.org/
Το Σούνιο οχυρώθηκε κατά το 9ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου για την προστασία της από εκεί διέλευσης των σιτοφορτίων (Θουκυδίδης VIII 4) και μάλιστα το οχυρό αυτό θεωρούνταν το ισχυρότερο της Αττικής, όπως μαρτυρούν οι Δημοσθένης («Περί Στεφάνου» 238), Λίβιος(ΧΧΧΙ 25) και ο Σκύλαξ (21). Τα τείχη του, τμήματα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα, είχαν πάχος 3,5 μ. και περιέκλειαν κυκλικά το χώρο σε περιφέρεια 500 μ. ενώ ανά 20 μέτρα το τείχος εκείνο, έφερε προστατευτικούς τετράγωνους πύργους. Το οχυρό αυτό επανδρώθηκε από φρουρά στρατιωτών της Μακεδονικής φάλαγγας, η οποία όμως απομακρύνθηκε από τον Δημήτριο Πολιορκητή το 307 π.Χ. Το 263 π.Χ. η φρουρά του Σουνίου αντιστάθηκε σε επίθεση του Αντίγονου Γονατά, αλλά τελικά έπεσε το οχυρό και μια μακεδονική φρουρά ξαναεγκαταστάθηκε εκεί. Οι Αθηναίοι ανακατέλαβαν το φρούριο το 229 π.Χ. όταν ο Άρατος της Αχαϊκής Συμπολιτείας επενέβη και ο διοικητής αναγκάστηκε να παραδώσει τη θέση του με αντάλλαγμα χρήματα. Την περίοδο 104-100 π.Χ, το Σούνιο το κατέλαβαν χίλιοι επαναστατημένοι σκλάβοι από τα ορυχεία του Λαυρίου. Γενικά η τότε περιοχή του Σουνίου έφθανε προς μεν ανατολικά μέχρι τον όρμο του Θορικού, βόρεια του σημερινού λιμένα του Λαυρίου, από δε δυτικά μέχρι την Ανάφλυστο κατέχοντας έτσι την Σουνιακή άκρα «τον γουνόν τον Σουνιακόν» όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (IV 99).https://el.wikipedia.org/
Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων, στα χρόνια πια του Περικλή, αποφασίστηκε η ανέγερση του Παρθενώνα, του οποίου οι εργασίες ξεκίνησαν το 447 και τέλειωσαν το 438. Ενώ λοιπόν ήδη κτιζόταν ο Παρθενώνας, ξεκίνησε και η ανέγερση του ναού του Ποσειδώνα, το 444 π.Χ. Σε τέσσερα μόλις χρόνια, το 440 π.Χ. ο ναός ήταν έτοιμος. Αν και δεν ξέρουμε τον αρχιτέκτονα πρέπει να είναι ο ίδιος που έκτισε και το Ηφαιστείο (το γνωστό Θησείο) στην Αθήνα.
Ο χώρος πρώτα καθαρίστηκε και ισοπεδώθηκε, και τα παλαιότερα αντικείμενα λατρείας τοποθετήθηκαν σε αποθέτη. Ανακατασκευάστηκε το πώρινο κρηπίδωμα, στο οποίο είχε στηριχτεί και ο παλιότερος ναός.
Ο νέος ναός ήταν δωρικός περίπτερος, με έξι κίονες στις στενές πλευρές και δεκατρείς στις μακριές (6Χ13). Ακολουθείται ο τυπική σχέση στον αριθμό των κιόνων, σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των κιόνων της μακριάς πλευράς είναι 2α+1 των κιόνων της στενής (2Χ6+1=13). Το μήκος του ήταν 31,12 και το πλάτος 13,47.
Χωρίζεται σε τρία μέρη: τον πρόναο, το σηκό, με το λατρευτικό άγαλμα του θεού και τον οπισθόδομο, όπου φυλάσσονταν τα αφιερώματα και το "ποσειδωνιακό χρήμα" από τα μεταλλεία του Λαυρίου. Ο πρόναος και ο οπισθόδομος καταλήγουν σε δύο κίονες μεταξύ παραστάδων. Επίσης ο πρόναος και ο οπισθόδομος χωρίζονται από το σηκό με τοίχο. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ναού είναι η έλλειψη εσωτερικής κιονοστοιχίας στο σηκό.
Το ύψος των κιόνων είναι 6,12 μ.. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελούν οι ραβδώσεις που είναι μόνο 16, αντί για είκοσι που ήταν το συνηθισμένο. Παρόμοια κατασκευασμένοι ήταν και οι κίονες του ναού της Αφαίας στην Αίγινα. Η επιλογή αυτή καθορίστηκε από τη μαλακή υφή του μαρμάρου και από τις ιδιαίτερα αντίξοες καιρικές συνθήκες της περιοχής. Ακόμη απουσιάζει η ένταση.
Πάνω στα κιονόκρανα των κιόνων στηριζόταν το επιστύλιο και ακολούθως οι μετόπες και τα τρίγλυφα. Καμία από τις μετόπες δεν ήταν διακοσμημένη. Ανάγλυφη παράσταση υπήρχε στο εσωτερικό χώρο που σχηματιζόταν ανάμεσα στην είσοδο του προνάου και την εξωτερική κιονοστοιχία και καταλάμβανε και τους τέσσερις τοίχους. Τα γλυπτά ήταν κατασκευασμένα από παριανό μάρμαρο και είχαν ως θέμα τη Γιγαντομαχία, την Κενταυρομαχία και τους άθλους του Θησέα. Λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών τα περισσότερα ανάγλυφα έχουν φθαρεί. Ό,τι έχει διασωθεί φυλάσσεται στο Μουσείο του Λαυρίου.
Γλυπτή διακόσμηση είχαν και τα αετώματα, από τα οποία σώζεται μια ακέφαλη γυναικεία καθιστή μορφή.http://users.sch.gr/
ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΥΡΟΝ «Τα Νησιά της Ελλάδας»
16.
Φέρετέ με στου Σουνίου τα γκρεμνά τα μαρμαρένια,Όπου εκεί, με το δικό μου και το κλάμα του κυμάτου,
Θα σαρώνουνται σμιγμένα δίχως καν αντίλαλου έννοια,
Σαν τον κύκνο ας να πεθάνω τραγουδώντας εκεί κάτου,
Τι δική μου δε θα γίνεις, ω των σκλάβων χώρα εσύ,
Κάτω τα ποτήρια, χύστε το Σαμιώτικο κρασί.
( Τελευταία στροφή )
μτφ. Στέφανος Μύρτας
[πηγή: Τραγούδια για την Ελλάδα, μτφ. Στέφανος Μύρτας, Εκδόσεις Μπάυρον, Αθήνα 21983, σ. 63-68]http://ebooks.edu.gr/
Αθηνά Κοτσόβολου - Η φωτογραφία
Σε τούτη τη φωτογραφία ήμουν ακόμα Ένας άνθρωπος ευτυχισμένος. Χαμογελάω Κάτω από τα μάρμαρα του αρχαίου ναού Στο Σούνιο. Πλάι μου είναι η θάλασσα Μια ολόκληρη θάλασσα Που αργοσαλεύει αιώνες τώρα Στα πόδια του θεού της. Ακούω ακόμα το μουρμούρισμα Του ωκεανού. Στα μάρμαρα στον ήλιο Ένα σιγοψιθύρισμα μιας εποχής Αλλόκοτα χαμένης… ( απόσπασμα )
JEAN-MOREAS - LE CAP SUNIUM
Sunium, sunium, sublime promontoire
Sous le ciel le plus beau,
De l’âme et de l’esprit, de toute humaine gloire
Le berceau, le tombeau;
Jadis, bien jeune encor, lorsque le jour splendide
Sort de l’ombre vainqueur,
Ton image a blessé, comme d’un trait rapide,
Les forces de mon Coeur.
Ah! Qu’il saigne, ce coeur ! et toi, mortelle vue
Garde toujours doublé,
au-dessus d’une mer azurée et chenue,
un temple mutilé.
JEAN-MOREAS- Το ακρωτήρι του Σουνίου
Σούνιο, Σούνιο, ύψιστο ακρωτήρι
Ψυχής και πνεύματος
Κάτω απ’τον καταγάλανο ουρανό,
Περικλείωντας όλη την ανθρώπινη δόξα
Είσαι συνάμα η κούνια μα και ο τάφος μου
Στην άλλοτε νιότη μου, όταν
η ένδοξη μέρα ανέτειλλε στην νικήτρια σκιά σου,
Η εικόνα Σου, φευγαλέα
κατατρόπωσε κάθε απόθεμα δύναμης
Της καρδιάς μου
Α! πώς αιμορραγεί αυτή η καρδιά! Κι εσύ θνητή όψη,
Φυλάς εις διπλούν
Αφ’υψηλού μια θάλασσα καταγάλανη μα και άχρωμη,
Έναν ναό μισογκρεμισμένο!
Μετάφραση: ΑΝΝΑ ΗΛΙΑΔΟΥ
http://www.poeticanet.gr/
Ν. Βρεττάκος - Ξημέρωμα στο Σούνιο
Τα όσα θωρείς στην ύπαρξή μου είναι όλα ξένα,
Κάτι απ΄τη θάλασσα, απ΄τον ήλιο κι από σένα,
κάτι απ΄του δάσους κι απ΄της νύχτας το στοιχείο.
Κι όταν πεθάνω το στοιχείο του θα πάρει
το φως, η θάλασσα, το δάσος, το φεγγάρι
κ΄εδώ στη θέση μου θα μείνει πιά η σιγή.
Κι αυτή η ψυχή που μες στο στήθος μου είχα φέρει,
απ΄του ουρανού ψηλά σαν έπεσα τα μέρη,
θα΄χει σε αγάπη σκορπιστεί πάνω στη γη.
Ν. Βρεττάκος -Lever du jour à Sounion
Je suis un amalgame de stature étrangère.
Tout ce que tu vois de mon être est tout autre,
Quelque chose de la mer, du soleil et de toi,
Quelque chose de la forêt et le spectre de la nuit.
Et quand je mourrai son spectre emportera
La lumière, la mer, la forêt, la lune
Et ici, à ma place, ne restera plus que le silence.
Et cette âme, que j'avais apportée dans mon sein,
Quand je suis tombé des hauteurs du ciel,
Sera parsemée, en amour, sur la terre.
http://www.info-grece.com/
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ "Επί Ασπαλάθων..."
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...
Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή: «Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει «τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαναπάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.
31 του Μάρτη 1971
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.
31 του Μάρτη 1971
Εἶναι τὸ τελευταῖο ποίημα τοῦ Σεφέρη καὶ δημοσιεύτηκε στὸ Βῆμα (23. 9. 71) τρεῖς μέρες μετὰ τὸ θάνατό του στὴν περίοδο τῆς δικτατορίας. Τὸ ποίημα βασίζεται σὲ μία περικοπῆ τοῦ Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ. ἑ.) ποὺ ἀναφέρεται στὴ μεταθανάτια τιμωρία τῶν ἀδίκων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἀρδιαίου. Ὁ Ἀρδιαῖος, τύραννος σὲ μία πόλη, εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα του καὶ τὸν μεγαλύτερό του ἀδερφό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ τιμωρία του, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων τυράννων, στὸν ἄλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Ὅταν ἐξέτισαν τὴν καθιερωμένη ποινὴ ποὺ ἐπιβαλλόταν στοὺς ἀδίκους καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ βγοῦν στὸ φῶς, τὸ στόμιο δὲν τοὺς δεχόταν ἀλλὰ ἔβγαζε ἕνα μουγκρητό. «Τὴν ἴδια ὥρα ἄντρες ἄγριοι καὶ ὅλο φωτιὰ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ καὶ ἤξεραν τί σημαίνει αὐτὸ τὸ μουγκρητό, τὸν Ἀρδιαῖο καὶ μερικοὺς ἄλλους ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν κάτω καὶ τοὺς ἔγδαραν, ἄρχισαν νὰ τοὺς σέρνουν ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ νὰ τοὺς ξεσκίζουν ἐπάνω στ᾿ ἀσπαλάθια καὶ σὲ ὅλους ὅσοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ ἐξηγοῦσαν τὶς αἰτίες ποὺ τὰ παθαίνουν αὐτὰ καὶ ἔλεγαν πὼς τοὺς πηγαίνουν νὰ τοὺς ρίξουν στὰ Τάρταρα». (Πλ. Πολιτεία 616).
Η μέρα του Ευαγγελισμού είναι και η μέρα της εθνικής μας γιορτής. Τη μέρα αυτή ο ποιητής αποφεύγοντας τους ψεύτικους εορτασμούς και τους πομπώδεις πανηγυρικούς της δικτατορίας προτίμησε να επισκεφτεί το Σούνιο, να ζήσει πιο κοντά στην ελληνική φύση και παράδοση.
Κική Δημουλά - Πάσχα προς Σούνιο
λες κι απ’ τις άκρες της σφιχτά
την έπιασ’ η στεριά και την τεντώνει.
Στην άκρη του γκρεμού,
που συγκρατεί το θέαμα,
ευωδιάζει ο ίλιγγος
κατρακυλούν αυτοκτονίες…
Αριστερά, η εποχή,
σε μια ακατάσχετη επιφοίτηση χρωμάτων.
Κι εκεί, προσκυνητάρι κατηφές,
έναν Χριστό, μη αναστάντα προφανώς, εγκλείει.
Γιατί στεφάνι εκ πλαστικού
επάνω του ακόμη ξεχασμένο
το πάθος της σταυρώσεως παρατείνει.
Περί διαγενομένου του Σαββάτου,
Μαγδαληνής, Σαλώμης, και αρωμάτων
ιδέαν δεν έχει.
Σύμπτωσις:
Κι απ’ την καρδιά μου ο λίθος
oυκ αποκεκύλισται·
ήν γαρ μέγας σφόδρα.
(«Επί τα ίχνη»,1963)
https://marthageorgiou.wordpress.com/
ΟΜΗΡΟΣ - ΟΔΥΣΣΕΙΑ
«Ημείς μεν γαρ άμα πλέομεν Τροίηθεν ιόντες
Ατρεϊδης και εγώ, φίλα ιδότες αλλήλοισιν·
αλλ' ότε Σούνιον ιρόν, αφικόμεθ' άκρον Αθηναίων...»
Μαζί αρμενίζαμε, λοιπόν, γυρνώντας απ' την Τροία,
αγαπημένα και πιστά, εγώ κι ο γιος τ' Ατρέα.
Κι όταν στο Σούνιο το ιερό φτάσαμε, στων Αθηνών τον κάβο..
Το 1762 στην περιοχή του Σουνίου ναυάγησε ο Άγγλος ποιητής Γουίλιαμ Φάλκονερ (1732-1769) που ταξίδευε από Βενετία προς Αλεξάνδρεια. Σχετικά για το ναυάγιο αυτό και την εμπειρία του περιέγραψε σε μια περίφημη ποιητική τριλογία με τον τίτλο «Το ναυάγιο»΄, η οποία και έτυχε ιδιαίτερης αποδοχής και θαυμασμού από τους κριτικούς και το κοινό της εποχής.
Πολλές πέρδικες στον αρχαιολογικό χώρο - εξοικειωμένες με το περιβάλλον και τους επισκέπτες |
Δημοτικό - Πετροπέρδικα
της αηδονολαλούσας,
που κάνει δεκαχτώ πουλιά,
κανένα δεν αρνιέται.
Κι αν πέσει και πάρει ο αετός,
ένα από τα πουλιά της,
κάνει καιρό να πιεί νερό,
θολώνει και το πίνει .
Κι όπου εύρει μαύρη καψαλιά
θα κάτσει να βοσκήσει
κι όπου εύρει μαύρο κούτσουρο
θα κάτσει να λαλήσει.
http://kynigos.net.gr/
Κρητική μαντινάδα
Πέρδικα όμορφο πουλίπου η φύση σου 'χει δώσει
το χάρισμα να κελαηδείς
π' άλλο πουλί δεν το 'χει.
*******
http://kynigos.net.gr/
Γ. Ζαλοκώστας - Ἡ πέρδικα
Βόσκουνε ᾑ ἄλλαις πέρδικες ἢ λούζονται στὸ αὐλάκι,Καὶ μιὰ στὰ νύχια περπατεῖ ἐπάνω σὲ κοτρώνι,
Καὶ γέρνει πίσω καὶ τηρᾷ μικρὸ ἕνα περδικάκι,
Καὶ πότε τοῦ γλυκομιλεῖ καὶ πότε τοῦ μαλλόνει.
«- Ἄκω τῆς μάννας τὴ λαλιά, καὶ ἀνέβα στὸ λιθάρι,
Γιατὶ ἡ καρδιά μου λαχταρεῖ, μονάκριβο πουλί μου.
- Γιά ᾿δὲ, μαννούλα, τὸ νερὸ ποὺ βρέχει τὸ θυμάρι,
Γιὰ ᾿δὲ τὰ συνομίληκα πῶς παίζουν ἀντικρύ μου.
- Ἔχουν ᾑ μάνναις τους πολλά! Ἔλα, πουλί, κοντά μου,
Κ᾿ εἶδα τὸν ἴσκιο γερακιοῦ ἐδῶ σιμὰ στ᾿ αὐλάκι.
- Πᾶμε, μαννούλα, στὰ νερὰ νὰ βρῶ τὴν συντροφιά μου·
Αὐτὸ ἦταν σύννεφο μικρό, δὲν ἤτανε γεράκι.»
Καὶ ὁ ἴσκιος πάλι ἐφάνηκεν ἐπάνω στὰ λιθάρια,
Καὶ κατεβαίνει ἡ πέρδικα ζητῶντας τ᾿ ἀκριβό της.
Καὶ αὐταὶς ποὺ ἦταν στὸ ῥίζωμα τρυπῶσαν στὰ θυμάρια…
Ἐκεῖθε ὁ ἴσκιος πέρασε τοῦ γερακιοῦ προδότης.
Καὶ ἀκούσθη ἕνα φτερούγισμα, μιὰ ταραχὴ, μιὰ ἀντάρα,
- Ὁπὤχει τὸ μονάκριβο ἔχει πικρὴ τὴν τύχη! -
Σκούζει, χτυπιέται ἡ πέρδικα μὲ τρόμο, μὲ λαχτάρα,
Καὶ τὸ ἀκριβό της σπαρταρᾷ στοῦ γερακιοῦ τὸ νύχι.
ᾙ μάνναις τῶν παιδιῶνε μας γεράκι δὲν φοβοῦνται
Τὸ μυριοχαϊδεμμένο τους στὰ νύχια του νὰ πάρῃ…
Ἀπὸ ἄλλα βάσανα σκληρὰ στὸν κόσμον τυραννοῦνται-
Ἔχουν ἀρρώστειες φοβερὲς καὶ Χάρο μακελλάρη.
http://www.greek-language.gr/
Και μια χελώνα
ΑΙΓΕΑΣ
Ο Αιγέας ήταν ο ένατος στη σειρά μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Αθήνας, όπου βασίλεψε γύρω στον 13ο αιώνα. Καταγόταν απ' ευθείας από τη γενιά του Ερεχθέα. Ήταν γιος τουΠανδίονα και της Πυλίας, θυγατέρας του βασιλιά των Μεγάρων Πύλαντα, και αδερφός τουΝίσου, του Πάλλαντα και του Λύκου. Ο πατέρας του, ο Πανδίων, ήταν βασιλιάς της Αθήνας, αλλά οι Μητιονίδες τον είχαν εκθρονίσει κι αυτός είχε καταφύγει στα Μέγαρα, όπου και πήρε γυναίκα του την κόρη του εκεί βασιλιά.
Σαν βασιλιάς της Αθήνας, ο Αιγέας έμπλεξε σε πόλεμο με τον πανίσχυρο βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα, ο οποίος έφτασε με τα καράβια και το στρατό του, κατέλαβε τα Μέγαρα και πολιόρκησε την Αθήνα. Ο πόλεμος αυτός είχε ως αιτία τη δολοφονία του Ανδρόγεω, γιου του Μίνωα, από τους Αθηναίους, επειδή τους είχε νικήσει στα αγωνίσματα μιας αθλητικής γιορτής ανάμεσα σε Κρήτες και Αθηναίους, όπως γίνονταν συχνά. Οι αρχηγοί των Αθηναίων κατέφυγαν τότε στο Μαντείο των Δελφών, ζητώντας τη συμβουλή των θεών για να σωθούν. Μα η Πυθία τούς απάντησε πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να δεχτούν τους όρους του Μίνωα. Μπροστά στον κίνδυνο μιας φοβερής καταστροφής, ο Αιγέας συνθηκολόγησε με τον Μίνωα, ο οποίος επέβαλε βαρύτατο φόρο για τους Αθηναίους: εφτά κοπέλες και εφτά νέοι από τις καλύτερες οικογένειες, έπρεπε να στέλνονται κάθε χρόνο στην Κρήτη για να παραδίδονται ως τροφή σ' ένα φοβερό θηρίο, τον Μινώταυρο.
Στο μεταξύ η Αίθρα απόκτησε ένα γιο, που δεν ήταν άλλος από τον ήρωα Θησέα. Όταν ο Θησέας μεγάλωσε Ο Αιγέας τον ενημέρωσε για τον βαρύ φόρο αίματος που πλήρωνε στον Μίνωα, και ο Θησέας αποφάσισε τότε να απαλλάξει τους Αθηναίους από τον φρικτό αυτό φόρο. Έτσι ξεκίνησε για την Κρήτη με σκοπό να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Καθώς τα πανιά στο καράβι ήταν μαύρα, λόγω του φόρου αίματος, ο Αιγέας ζήτησε ότι αν ο γιος του πετύχει στην αποστολή του και επιστρέψει ζωντανός, να σηκώσουν στην επιστροφή άσπρα πανιά.
Όμως ενώ ο Θησέας πέτυχε στην αποστολή του, πάνω στη χαρά τους ούτε ο ίδιος ούτε ο πλοίαρχος θυμήθηκαν να αλλάξουν τα πανιά. Όταν ο Αιγέας είδε από το Σούνιο να φτάνει το καράβι με μαύρα πανιά, νόμισε ότι ο Θησέας ήταν νεκρός και πάνω στην απελπισία του ρίχτηκε στη θάλασσα και σκοτώθηκε. Από τότε η θάλασσα ονομάστηκε Αιγαίο Πέλαγος. Οι Αθηναίοι για να τιμήσουν ακόμα περισσότερο τον Αιγέα, τον τοποθέτησαν στη σειρά των θεών της θάλασσας και τον ανακήρυξαν γιο τουΠοσειδώνα.https://el.wikipedia.org/
ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΥΡΟΝ «Τα Νησιά της Ελλάδας»
1.
Νάτα, νάτα της Ελλάδος τα νησιά, νάτην η γη
Που η πυρρή Σαπφώ κι αγάπες και τραγούδια έχει σκορπίσει,
Όπου εφανερώθη ο Φοίβος κι όπου η Δήλος έχει βγη
Κι όπου κάθε τέχνη ειρήνης και πολέμου έχει βλαστήσει,
Ένα αιώνιο καλοκαίρι λες κι' ως τώρα τα χρυσώνει,
Μα όλα τους, εξόν τον Ήλιο, τα βασίλεψαν οι χρόνοι.
Που η πυρρή Σαπφώ κι αγάπες και τραγούδια έχει σκορπίσει,
Όπου εφανερώθη ο Φοίβος κι όπου η Δήλος έχει βγη
Κι όπου κάθε τέχνη ειρήνης και πολέμου έχει βλαστήσει,
Ένα αιώνιο καλοκαίρι λες κι' ως τώρα τα χρυσώνει,
Μα όλα τους, εξόν τον Ήλιο, τα βασίλεψαν οι χρόνοι.
Να σ' αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ' το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ' τα μαλάματά* σου τα πολλά.
Κ. Βάρναλης
απ' το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ' τα μαλάματά* σου τα πολλά.
Κ. Βάρναλης
Γελάς κι εσύ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο. Δ. Σολωμός
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά* κάποτ' ένα καράβι
ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Κ. Βάρναλης
Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης»,Γ, Σεφέρης.
Μακρόνησος και Τζιά
Τη Λέρο, τη Μακρόνησο,
τα Κύθηρα, τη Τζιά
πες μου ποιες τάχα σφράγισαν
μισό αιώνα μνήμες.
( Τα νησιά)
Στίχοι: Στέλλα Χρυσουλάκη
Μουσική: Νένα Βενετσάνου
ΠΗΓΕΣ
https://el.wikipedia.org/http://users.sch.gr/ http://ebooks.edu.gr/ http://www.poeticanet.gr/ http://www.info-grece.com/ https://marthageorgiou.wordpress.com/ http://diastixo.gr/ http://kynigos.net.gr/ http://www.greek-language.gr/ . |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου