ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Χαρίτων Γιωτάκης γεννήθηκε, μεγάλωσε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα όπου και διαμένει μόνιμα. Για λίγα χρόνια έζησε στην Κέρκυρα όπου έλαβε μουσικές σπουδές. Είναι ελεύθερος επαγγελματίας και ασχολείται επίσης με τον αθλητισμό και τις μελέτες ανανεωσίμων πηγών ενεργείας.
Εκδοθέντα έργα του είναι τα εξής:
το μυθιστόρημα με τίτλο: «Τιμωρία η λέξη των θεών» (367 σελ., εκδόσεις ‘‘Εκών’’, Ιούλιος 2011),
το ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο: «Σπαρτιάτες οι σκλάβοι του Πολέμου» (587 σελ., εκδόσεις ‘‘Χριστάκη’’, Μάρτιος 2013),
και το επίσης ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο: «Εμαυτόν και μετά απάντων» (872 σελ., εκδόσεις ‘‘Εκών’’, Ιανουάριος 2016
Εκδόσεις - Εκών
Ετος - Ιούλιος 2011
Σελίδες - 367
Διαστάσεις - 21x14εκ.
ISBN - 978-960-93-3198-2
ISBN - 978-960-93-3198-2
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ο Αλέξανδρος είναι ένας ευαίσθητος και συναισθηματικός άνθρωπος. Όμως η έντονη σεξουαλικότητά του τον ώθησε στα εφηβικά του χρόνια να αναζητήσει με πάθος τον έρωτα. Αυτή του η αναζήτηση τον έμπλεξε στα δίχτυα ενός φοβερού κυκλώματος πορνείας, που έλεγχαν σημαίνοντα, αλλά διεφθαρμένα πρόσωπα της Αθηναϊκής κοινωνίας. Αυτό τον οδήγησε με την ενηλικίωση του να στρατολογηθεί αναγκαστικά σε ομάδες αδίστακτων μισθοφόρων στρατιωτών - σκλάβων, οι οποίοι ανήκουν διά βίου σε διάφορους πλούσιους ανθρώπους. Οι μαχητές αυτοί ονομάζονται "Φρουροί". Ο Αλέξανδρος, ίσως σε μια άλλη εποχή να ήταν χορευτής ή ποιητής, όμως η μπερδεμένη προσωπικότητά του τον έκανε με την πάροδο των ετών να μεταβληθεί σε ένα τέρας με το κωδικό όνομα "Μάρων". Απλός οικογενειάρχης στα μάτια όλων, μεταμορφώνεται τις σκοτεινές του ώρες σε Μάρωνα, αναλαμβάνοντας κάθε είδους επικίνδυνη ενέργεια, δημιουργώντας ένα φρικιαστικό θρύλο γύρω απ' το όνομά του. Τώρα καλείται να απαλλαγεί απ' τα δεσμά του με μια αποστολή αυτοκτονίας, κλέβοντας το έκθεμα, που ανά τους αιώνες συμβολίζει την απόλυτη ελευθερία
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
i) Είχε ακούσει για την ομορφιά της. Άνθρωποι που την είχαν δει, όταν την περιέγραφαν στους άλλους, θα μπορούσες να ανοίξεις εργοστάσιο παραδοσιακών γλυκών, μόνο με τα «σιρόπια» που έτρεχαν απ’ τα στόματά τους εκείνες τις παραμυθένιες στιγμές... Βέβαια Αυτός δεν έδινε σημασία σε φήμες και λόγια. Μέχρι που την είδε... Η ομορφιά της ήταν ασύλληπτου μεγέθους για τον κοινό ανθρώπινο εγκέφαλο ! Γύρω στο 1.75μ., κατάξανθη σαν άγγελος, με τις τελειότερες αναλογίες σώματος που είχαν αντικρίσει τα καημένα τα ματάκια του... Το δέρμα της, εξωπραγματικά μεταξένιο και τα μάτια της σαν καταγάλανοι πλάνητες σ’ ένα λευκό σύμπαν, σε υπνώτιζαν επικίνδυνα. Το πρόσωπο της σε μάγευε. Έχασε τα λόγια του αρκετές φορές την ώρα που έδινε αναφορά στον πατέρα της και τότε για πρώτη φορά σκέφτηκε πως ίσως, να υπάρχει πραγματικά Θεός !! Μόνο ο Θεός θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα τέτοιο πλάσμα.
Μέσα στους επόμενους μήνες τη συναναστράφηκε όσο χρειαζόταν για να βγάλει ένα ασφαλές συμπέρασμα γι αυτήν. Ήταν (και είναι) μια σκληρή φαινομενικά γυναίκα, που συνεχώς ανταγωνιζόταν κάποιον. Της άρεσε να εκμηδενίζει τους ηττημένους αντιπάλους της και η λέξη οίκτος γι αυτήν, ανήκε στη γραμμική Α14 ! Έξυπνη, ικανή και ματαιόδοξη, έκανε πολλές σχέσεις και ενώ θα περίμενες, οι άνδρες αυτοί να κομπάζουν για την επιτυχία τους, ο ερωτικός, και όχι μόνο, εξευτελισμός στον όποιο εκτίθονταν, κατά τη διάρκεια των επαφών τους μ’ αυτήν, αλλά και μετά, σχεδόν τους ευνούχιζε και τους στιγμάτιζε για πάντα. Πολλά τα θύματά της και ανάμεσα τους διάσημοι, πλούσιοι και ισχυροί κατά τ’ άλλα άνδρες. Από τότε που ήταν μικρούλα και πολύ περισσότερο αργότερα, τα δάκρυα των ερωτοχτυπημένων εραστών, σχημάτιζαν ποταμούς. Δεν έλειψαν και οι απόπειρες αυτοκτονίας... Ήξερε να χειρίζεται την ομορφιά της, φορώντας με απόλυτη επιτυχία, ένα προσωπείο αγγελικής, γλυκιάς παρθένας, που σ’ έκανε να λιποθυμάς από πόθο.
Όμως το κυνήγι της ερωτικής νίκης, έχει απώλειες, κυρίως συναισθηματικές και ένα βαρύτατο τίμημα : τη μοναξιά... Και η Κίρα ήταν σκληρή μόνο φαινομενικά ! Ήθελε πραγματική αγάπη κι όχι τρόπαια. Ήθελε πραγματικό σύντροφο κι όχι συνέταιρο. Έψαχνε τον πραγματικό άνδρα κι όσο δεν τον έβρισκε, τόσο κλεινόταν στην αδιαπέραστη συναισθηματική της πανοπλία. Τόσο κατατρόπωνε αυτούς που τόλμησαν να την παραπλανήσουν, με την ψευδή εντύπωση του αγνού έρωτα. Η εσωτερική της ανασφάλεια και η υπερβολική της ματαιοδοξία, την οδηγούσαν σε λάθη, όχι μόνο ερωτικά, αλλά και επαγγελματικά. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που ο κυρ Γιώργης είχε σώσει την τελευταία στιγμή, δεκάδες, παραλίγο χαμένα εκατομμύρια, απ’ τις αλόγιστες ενέργειες της, στις οποίες την εξωθούσαν τα απίστευτα νεύρα της. Την είχε βάλει στις επιχειρήσεις για να μαθαίνει τη «δουλειά», μιας κι είναι η μοναδική κληρονόμος του. Η μητέρα της είχε πεθάνει, όταν αυτή ήταν τεσσάρων ετών. Ο πατέρας της δεν μπόρεσε ποτέ να το ξεπεράσει. Ούτε όμως και να την αντικαταστήσει στα πλαίσια της ανατροφής ενός κοριτσιού...
Ο Μάρων και η Κίρα αντιπάθησαν ο ένας τον άλλο, από την πρώτη στιγμή (η τουλάχιστον έτσι νόμισαν). Αυτός υπερόπτης και αδιάφορος, δε δίσταζε, ειδικά από τότε που ο πατέρας της του ανέθεσε την προστασία της, να τη διατάζει και να τη βρίζει όταν διαφωνούσαν σε κάποιο ζήτημα και μάλιστα μια - δυο φορές να τη χαστουκίσει, επειδή τον είχε βάλει σε μπελάδες... Τα ήξερε αυτά ο κυρ Γιώργης, αλλά δυσκολευόταν να αντιδράσει όπως θα ήθελε. Απ’ τη μια, το ότι Αυτός είχε δίκιο για τη συμπεριφορά του και απ’ την άλλη, το ότι μέρα με τη μέρα αναγνώριζε στο πρόσωπο του, τον άνθρωπο που, επιτέλους, θα την έβαζε σε μια τάξη, τον έκαναν να βάζει νερό στο κρασί του στο θέμα της κόρης του. Η Κίρα απ’ την πλευρά της, είχε επιδοθεί σε έναν πόλεμο νεύρων με σκοπό την τελική του πτώση. Τον εξευτέλιζε δημοσίως, κάνοντας διαφορές χοντράδες και τον αποκαλούσε τσάτσο και γλυφτρόνι ! Έκανε όλα τα ερωτικά προκαταρκτικά, με τους κατά καιρούς συντρόφους της, μπροστά του, για να τον κάνει να τρελαθεί. Τον έβαζε να τρέχει νύχτα - μέρα με τα τερτίπια της, τα οποία τις περισσότερες φορές, ήταν στημένα από πριν, για να τον εξοντώσει ψυχικά και σωματικά. Όχι λίγες φορές την είχε αποσπάσει με τα όπλα, δίνοντας πραγματικές μάχες, από καταστάσεις που θα μπορούσαν να είχαν αποβεί μοιραίες για τη ζωή της εάν δεν ήταν Αυτός εκεί ! Αυτό όμως που τον εξόργιζε και δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει με τίποτα, ήταν όταν τον αποκαλούσε φονιά... Αυτή είχε καταλάβει από νωρίς πόσο πολύ τον πείραζε αυτός ο χαρακτηρισμός και του το ούρλιαζε συνέχεια! Όμως ήταν άσχημα χτυπημένη. Άδικα προσπαθούσε να βγει από την παγίδα, που η ίδια είχε στήσει γι’ Αυτόν. Τον είχε ερωτευτεί παράφορα.
ii) «Έτοιμοι. Ήσυχα, ήσυχα. Εντοπίστε την Κίρα», μίλησε κοφτά. «Σιγά. Σιγά. Όταν θα πω εγώ». Τα δευτερόλεπτα αιώνες. Οι ιδρώτες ποτάμια. Οι κόρες διεσταλμένες. Τα δάχτυλα κολλημένα στις σκανδάλες.
Ξαφνικά οι πλαϊνοί τοίχοι και η οροφή του ξύλινου κτίσματος έπεσαν πίσω και πλάγια. Κι όπως είχε προλεχθεί απ’ τον μάντη Μάρωνα, φάνηκε ένα ελικόπτερο. Είχαν ήδη αναπτύξει τις έλικες του στροφείου, το οποίο σε ελάχιστα δευτερόλεπτα θα άρχιζε, με φοβερά αργό ρυθμό, να στρέφεται γύρω απ’ τον άξονά του.
«Σκοπευτές. Το πλήρωμα πρώτα και ύστερα όποιον διακρίνετε», γαύγισε σαν παλιός λοκατζής λοχίας.
Αμέσως ο Μέγας και ο Λοχίας ρύθμισαν βιαστικά τα σκοπευτικά των όπλων τους και σημάδεψαν.
Αυτός κοίταξε τον Αλφεό με νοσταλγία. Πόσο θα ‘θελε να ήταν σε κάποιο νησί – καλοκαίρι – και αυτή η μάτια να σήμαινε τον εντοπισμό μιας ερημικής παράλιας και την εφόρμηση τους σ’ αυτήν, για ανέμελο μπανάκι με τα κορίτσια τους !
«Πυρ», φώναξε και άρχισε να τρέχει. Πίσω του έτρεξαν και οι υπόλοιποι τρεις.
Οι παράνομοι και ανήθικοι σύγχρονοι «Μαραθωνομάχοι», ξεκίνησαν το παράλογο τρέξιμο τους προς το θάνατο. Ο εξοπλισμός τους έκανε θόρυβο και τους βάραινε σαν άγκυρα. Ο τρόμος και η αγωνία τον έκαναν ακόμη πιο βαρύ. Έτσι θα ένιωθαν κι οι άλλοι, δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν. Θα ίδρωναν και θα αγκομαχούσαν μέσα στο μεταλλικό καβούκι τους και απ’ τις σκοτεινές σχισμές της περικεφαλαίας, τα μάτια τους θα διέτρεχαν όλο το πεδίο, προσπαθώντας να βρουν έστω και έναν ελπιδοφόρο οιωνό νίκης.
Πριν προλάβουν καν να πραγματοποιήσουν τον πρώτο ελιγμό τους, ο Μέγας (ο όποιος ήταν ικανός από απόσταση χιλιόμετρου, να μετατρέψει με το όπλο του αρσενική μύγα σε ευνούχο, εξ’ ου και τ’ όνομά του) έριξε την πρώτη του βολή. Το γυάλινο ταμπλό του ελικοπτέρου απέκτησε μια τρύπα και γέμισε τιναγμένα πηχτά αίματα. Ο πιλότος ήταν νεκρός. Ούτε δευτερόλεπτο μετά, ο συγκυβερνήτης, με χυμένα τα μυαλά του στα χειριστήρια, ξάπλωνε κι αυτός πάνω στα όργανα του σκάφους, για τον αιώνιο ύπνο. Το όπλο του Λοχία κάπνιζε. Μια τρίτη βολή ακούστηκε και το τζάμι ενός παράθυρου έσπασε. Απ’ έξω μπορεί να μη φάνηκε, αλλά ο βαρκάρης απέκτησε κι άλλον έναν επιβάτη στη βάρκα του. Δυο απαγωγείς που βρίσκονταν στην αποθήκη, έπεσαν κάτω και έρποντας κατευθύνθηκαν προς την πλαϊνή πόρτα του σπιτιού. Ο τρίτος δεν πρόλαβε ούτε καν να γονατίσει, η βολίδα τον ξάπλωσε κατευθείαν. Άλλος ένας επιβάτης επιβιβάστηκε στη μακάβρια βάρκα, την ώρα που άνοιγε το φινιστρίνι της σοφίτας του εξοχικού για να πυροβολήσει.
Οι μαχητές αυτοί, παρόλο που φορούσαν πολιτικά ρούχα, είχαν όλοι όπως διαφάνηκε, εξοπλισμό αν όχι ανώτερο, τουλάχιστον τον ίδιο με αυτόν της ομάδας του Μάρωνα.
Την ώρα που ο Μέγας κι ο Λοχίας μοίραζαν τα δηλητηριώδη κουφέτα τους, οι σύντροφοί τους έτρεχαν με μανία, κάνοντας τρελούς ελιγμούς και πυροβολώντας ό,τι πίστευαν πως κινήθηκε. Είχαν καλύψει ήδη τη μισή απόσταση, όταν δέχτηκαν τις πρώτες ανταποδοτικές ριπές. Τύφλες και άστοχες όμως, αφού οι απαγωγείς απ’ την έκπληξή τους και μη ξέροντας πόσοι, ίσως άριστοι ελεύθεροι σκοπευτές και από πού, τους σημάδευαν, είχαν ταμπουρωθεί και έριχναν στα κουτουρού ! Ο Σωσίας γονάτισε και το Μ16 Μ20330 του, ξέρασε μια βομβίδα, η οποία μετά από μια όχι και τόσο σταθερή πορεία, κατέληξε στην κεντρική είσοδο του σπιτιού και έσκασε με τρομακτικό κρότο. Φωνές ακούστηκαν από μέσα, που περισσότερο έμοιαζαν με διαταγές. Δύο ακόμη τέτοιες ακολούθησαν από την υποστήριξη. Είχαν στόχο τα δυο μεγάλα παράθυρα. Η μία κατέληξε στον τοίχο δίπλα στο ένα παράθυρο, ανοίγοντας μια μικρή τρύπα, ενώ η δεύτερη σπάζοντας το τζάμι του άλλου, πέρασε μέσα στο εσωτερικό του εξοχικού και διέλυσε τα πάντα γύρω της. Ταυτόχρονα ο Αριστογείτων αμόλησε άλλη μια στη σοφίτα, που πέτυχε τον ξύλινο τοίχο της και την κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Οι σφαίρες των έξι ανδρών, έπεφταν βροχή σ’ όλα τα μέρη του μπροστινού μέρους του σπιτιού, δημιουργώντας το απόλυτο χάος ! Τότε ένα μπαράζ πυρών, έκανε τους τέσσερις μαχητές της ομάδας κρούσης να πέσουν στο έδαφος και να συρθούν σα σαύρες. Δυο χειροβομβίδες πετάχτηκαν από τα κατεστραμμένα παράθυρα, χωρίς συγκεκριμένη πορεία και προσγειώθηκαν σε μια απόσταση περίπου εικοσιπέντε με τριάντα μέτρα μακριά τους. Ο θόρυβος της έκρηξης τους ήταν εκκωφαντικός. Καυτά φονικά θραύσματα εκτοξεύτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Όλοι όπως ήταν ξαπλωμένοι, ένιωσαν το φρικιαστικό σφύριγμα τους, πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Του Αλφεού, ένα από δαύτα άλλαξε πορεία προσκρούοντας στο κράνος του, κάνοντας τον να βγάλει μια κραυγούλα αγωνίας. Ο Μάρων ένιωσε κάνα δυο να καρφώνονται σ’ ένα μικρό γυλιό μάχης31 , που είχε αναρτημένο στο ύψος της λεκάνης του και εξείχε πίσω του, σα διπλός κώλος ! Έσφιξε τα δόντια του και ο δεύτερος του εαυτός άρχισε να προσεύχεται σιωπηλά. Έσφιγγε τα δόντια του με απίστευτη δύναμη και όλοι οι μυς του κορμιού του είχαν γίνει πέτρινοι !
ΚΡΙΤΙΚΗ
Χρησιμοποιώντας χιούμορ και αστείες εκφράσεις της καθομιλουμένης, ο συγγραφέας κάνει την πρώτη του συγγραφική απόπειρα να είναι ένα έργο κοντινό στην καθημερινότητα. Το ότι οι ήρωές του δρουν στην Ελλάδα, του δίνει μια ξεχωριστή γοητεία και μια ευχάριστη οικειότητα.
Προσωπικά, θα ήθελα πάρα πολύ να δω το «Τιμωρία, η λέξη των θεών» να μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη. Είναι πρώτης τάξης υλικό για μια ταινία δράσης –περιπέτειας, που θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει ο αγαπημένος μου Bruce Willis. Μέχρι να γίνει αυτό, εσείς μπορείτε να απολαύσετε τις περιπέτειες του Μάρωνα διαβάζοντας το βιβλίο και εγώ να περιμένω το δεύτερο δείγμα γραφής από την πένα του Χαρίτωνα Γιωτάκη.
Είδος - Ιστορικό μυθιστόρημα
Εκδλόσεις - Χριστάκης,
Ετος - Μάρτιος 2013.
Σελίδες - 589
Διαστάσεις · 21x14εκ.
ISBN 978-960-7086-42-6
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το μυθιστόρημα αυτό είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης και κοπιώδους μελέτης των ιστορικών πεπραγμένων της περιόδου στην οποία εκτυλίσσεται. Παρόλο που οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες του παρόντος έργου καθώς και οι διάλογοι με τους οποίους πλαισιώνονται είναι προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα, εν τούτοις δεν παύουν να κινούνται λογοτεχνικά μέσα στην απτή πραγματικότητα εκείνων των χρόνων. Ενδυμασία, οπλισμός, συμπεριφορές, γεγονότα, μάχες, πρόσωπα, καταστάσεις και, γενικότερα, η πλειονότητα των δρώμενων που περιγράφονται αντλήθηκαν από την προσεκτική μελέτη τής εν λόγω ιστορικής περιόδου.
Η επιλογή των χαρακτήρων και της δράσης τους έγινε με βάση την επιθυμία να παρουσιάσουμε τα πραγματικά γεγονότα της εποχής εκείνης (520 – 480 π.Χ.) μέσω ενός μυθιστορήματος, με μοναδικό γνώμονα τον σεβασμό της Ιστορίας. Σε αυτό συνετέλεσαν η συνεχής μελέτη τόσο των αρχαίων πηγών της περιόδου που εξετάζεται όσο και του συνόλου των σύγχρονων –τεκμηριωμένων και αποδεκτών από την επιστημονική κοινότητα– συγγραμμάτων, μελετών, επιστημονικών άρθρων και διατριβών, καθώς και η έγκυρη πληροφόρηση και οι συμβουλές ειδημόνων της Ιστορίας και της Αρχαιολογίας, οι οποίοι ανιδιοτελώς προσέφεραν τις πολύτιμες γνώσεις τους.
Ελπίζοντας ότι με το παρόν έργο κατορθώσαμε να προσφέρουμε έστω και ελάχιστα στον δύσκολο αλλά αγαπημένο χώρο της λογοτεχνίας, ευχόμαστε σε όσους μας τιμήσουν αφιερώνοντάς μας ένα μικρό μέρος απ’ τον πολύτιμο χρόνο τους, να έχουν μια απολαυστική ανάγνωση.
Χαρίτων Γιωτάκης
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Σπάρτη, 520 π.Χ.
Στον οίκο του Ευγενούς Σπαρτιάτη Ιπποκλή γεννιέται ο γιος του, ο Αρχίας. Όπως όλα τα παιδιά της Πόλης, έτσι και αυτός θα ανατραφεί με μοναδικό σκοπό να γιγαντώσει το μεγαλείο της Λακεδαίμονος, κάνοντας την αρχή της μαθητείας του στο πιο φρικιαστικό σύστημα εκπαίδευσης παίδων όλων των εποχών, την Αγωγή! Μαζί με όλα τα αρσενικά παιδιά της Σπάρτης, ξεκινά η διαμόρφωση του σώματος, του πνεύματος, κυρίως όμως του χαρακτήρα του, με έναν διαρκή βιασμό της ψυχής του. Απελπιστικά μόνος, χωρίς τη μητρική αγάπη, της οποίας την ύπαρξη έχουν απαγορεύσει οι Σπαρτιάτισσες, βιώνει την απύθμενη ωμότητα της εκπαίδευσης, με μοναδικούς συντρόφους τον πόνο, τον φόβο και το αίμα! Ακολουθεί η εκπαίδευσή του στο κολαστήριο της Κρυπτείας, όπου νεκρώνονται τελειωτικά όλα του τα ανθρώπινα συναισθήματα. Ονομάζεται οπλίτης της Σπάρτης, ορκιζόμενος σε αυτήν απόλυτη πίστη και αναρριχάται σε όλα τα αξιώματα της Πόλης, ακολουθώντας τον μέντορά του και μελλοντικό Βασιλιά, τον Λεωνίδα. Για να επιβιώσει, αναγκάζεται να συμπράττει σε ανίερες συνεργασίες εκτελώντας κάθε είδους βιαιοπραγία. Καθώς ο περσικός κίνδυνος πλησιάζει, ο Αρχίας στηρίζει αναντίρρητα τις αποφάσεις του Λεωνίδα, ο οποίος, ευφυής και καινοτόμος, εφαρμόζει με αργές και προσεκτικές κινήσεις ένα πρωτοφανές σχέδιο για τα αυστηρά αλλά υποκριτικά δεδομένα της Πόλης τους. Το σχέδιο αυτό θα τους επιτρέψει, μετά από χρόνια, στα στενά των Θερμοπυλών, να παραπλανήσουν εχθρούς και συμμάχους, θέτοντας μυστικά σε εφαρμογή μια προμελετημένη και απίστευτα ριψοκίνδυνη στρατιωτική επιχείρηση, η οποία έμελλε να αποτελέσει τη βάση ενός νέου μη συμβατικού είδους μάχης, το οποίο έκτοτε ονομάζεται ανορθόδοξος πόλεμος…
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
i) «Σήμερα θα έχουμε μια πρωτοτυπία. Οι ραβδισμοί θα σταματήσουν, όταν εγκαταλείψει ένας από εσάς. Όμως αυτός, θα ορίσει άλλους πέντε οι οποίοι θα δεχθούν κι αυτοί, έναν αριθμό χτυπημάτων!» είπε χαμογελαστά ο Παιδονόμος λύνοντας την απορία του αγοριού, λες κι είχε μπει στο μυαλό του. Τα αγόρια αλληλοκοιτάχτηκαν. Τα μάτια δε λένε ποτέ ψέματα. Κανείς τους δε θα ανεχόταν να υποδείξει προς τιμωρία πέντε αθώους και μάλιστα φορτωμένος με την ντροπή της εγκατάλειψης. Οι σκέψεις τους συντονίστηκαν: καλύτερα θάνατος παρά ατίμωση! Οι Μαστιγοφόροι άρχισαν να χτυπούν τα παιδιά. Ένας απ’ αυτούς, αριθμούσε, με χαρά θα ‘λεγε κάποιος παρατηρητής, τα χτυπήματα: «…ένδεκα, δώδεκα, δεκατρία…». Οι ραβδισμοί συνεχίζονταν χωρίς κάποιο αγόρι να εγκαταλείπει. Ο Κνίδις κοίταξε με «ματωμένα» μάτια τον Κλεομήδη και του ψιθύρισε: «μόνο νεκρός…» αλλά ο καημένος ο Αθηναίος είχε ρημάξει απ’ τον αφόρητο πόνο και μάλλον ούτε που πρόσεξε το μήνυμα του συμμαθητή του. Τα νύχια τους είχαν χωθεί στο φλοιό του δέντρου, τα μάτια τους σφαλισμένα, οι χτύποι της καρδιάς τους τραγούδι αφοσίωσης στον σύντροφο! Είχαν αγκαλιάσει το πεύκο, όπως δεν το έκαναν ποτέ στη μάνα που τους γέννησε. Η βέργα από λυγαριά έσκιζε τον αέρα, σφυρίζοντας σ’ ένα ρυθμό που όλοι οι μαθητές της Αγωγής γνώριζαν. Ένα ρυθμό τρομερό, ανατριχιαστικό. Ένα ρυθμό που σε κάνει να θέλεις να παραδοθείς πριν καν να σε αγγίξει αυτός ο Θεός24, που στο βωμό του έχουν προδοθεί αιώνιες φιλίες, αλλά και έχουν γραφτεί κατορθώματα απίστευτης γενναιότητας! Το ευλύγιστο κλωνάρι κόλλαγε αχόρταγα στις γυμνές και καταματωμένες σάρκες των μαθητών και με την φυγή του ξεκολλούσε κι από ένα κομμάτι ιστών, αλλά και αντοχής των άμοιρων παιδιών. Σ’ αυτή τη σκληρή Πόλη δοκιμάζονται τα καταραμένα παιδιά της, υπό τον ήχο του μαστιγίου και της αντοχής στην ιδέα της πίστης και της ανδρείας! Αναστεναγμοί που καμιά μουσική νότα δεν μπορεί να τους αποτυπώσει, δραπέτευαν από τα ξεραμένα στόματα των αγοριών. Σάλια πότιζαν το πεύκο σε κάθε χτύπημα. Οι μύξες έτρεχαν γλοιώδεις, από τα διογκωμένα ρουθούνια τους, το μέτωπό τους ματωμένο από το σφίξιμο πάνω στο σκληρό φλοιό του δέντρου. Ούρλιαζε μέσα στο μυαλό τους η αυτοσυντήρηση: «παραδόσου να σωθείς» αλλά έπεφτε πάνω στην, κτηνώδους σκληρότητας, πίστη στον σύντροφο, που έλεγε: «άντεξε τώρα και θα πεθάνεις μια φορά…παραδόσου και θα πεθαίνεις κάθε μέρα». Τα μαστιγώματα τρόμαζαν τα ζωντανά του δάσους, που σε κάθε χτύπημα γούρλωναν τα μάτια τους ακόμη πιο πολύ, νιώθοντας την αγωνία των βασανιζομένων. Οι συμμαθητές τους τραντάζονταν, κάνοντας απαίσιες γκριμάτσες απέχθειας με το πρόσωπό τους σε κάθε ραβδισμό. Οι Μαστιγοφόροι, είχαν χάσει πια το συντονισμένο ρυθμό τους και οι ιδρώτες της ανησυχίας, είχαν δώσει τη θέση τους στο σίγουρο και ειρωνικό χαμόγελο του βασανιστή. Η ώρα περνούσε και κανείς δεν παραδινόταν. Ο Παιδονόμος έδωσε εντολή, τα χτυπήματα να είναι σε πιο «καίρια» σημεία! Τότε Ο Αρχίας δεν άντεξε, το σώμα του τον πρόδωσε…κατουρήθηκε πάνω του, όμως δεν εγκατέλειψε. Σε λίγο ο Φιλαχαιός, το ζευγάρι του Κνίδι κατέρρευσε. Το παιδί δεν αναγνωριζόταν απ’ τα αίματα. Ένας Άμπαις πλησίασε τον μαθητή, βάζοντας τα δάχτυλά του σε διάφορα σημεία του ξεσκισμένου κορμιού του. Κοίταξε παγωμένος τον αρχιεκπαιδευτή. Ο Παιδονόμος πλησίασε και σκούντηξε αδιάφορα με το πόδι του, το κεφάλι του αγοριού.
«Είναι νεκρός Παιδονόμε» είπε όχι και ιδιαίτερα ταραγμένος ο Άμπαις.
«Να παραδοθεί στην οικογένειά του. Να πληροφορηθούν ότι πέθανε σαν γνήσιο παιδί της Πόλης» διέταξε ψυχρά και στη συνέχεια απευθύνθηκε στον Κλεομήδη: «…εάν δεν το ‘βλεπα, δε θα το πίστευα ότι ένα Αθηναίος θα άντεχε τόσο πολύ!»
Το αγόρι στεκόταν όρθιο τρέμοντας ολόκληρο και έχοντας κάπου κάπου σπασμούς που του έκοβαν την αναπνοή, όμως παρ’ όλα αυτά βρήκε – άγνωστο πώς –τη δύναμη να αρθρώσει μια φράση: «Ο πατέρας μου…έλεγε…ότι όποιοι το πίστεψαν αυτό…συνέτριψαν τη σιγουριά τους…πάνω στις ασπίδες…της αθηναϊκής φάλαγγας!!…». Τότε μια γροθιά στα μούτρα από έναν Μαστιγοφόρο, τον «ξάπλωσε» αναίσθητο!
ii) Τα πάντα ψεύτικα… Πόσα ακόμη θα μάθαινε για το μεγαλείο της Πατρίδας του, που και αυτά με τη σειρά τους, θα έκρυβαν ένα τεράστιο μυστικό;…
Το ίδιο βράδυ, συνευρέθηκε με την Αστερόπη.
«Πρέπει να σου πω κάτι…» της είπε με θλιμμένο ύφος, αφού τελείωσαν την αισθησιακή, ερωτική «πάλη» τους. Ήταν ξαπλωμένοι πάνω σε κάτι αθώα χορταράκια, κοιτώντας τον ξάστερο βραδινό ουρανό. Οι ιδρώτες, αποτέλεσμα αυτού του γλυκού πολέμου, τους δρόσιζαν ευχάριστα τα κορμιά. Ένα ελαφρύ αεράκι, έτρεχε στα απέραντα λιβάδια της Λακωνικής, σιγοψιθυρίζοντας ερωτικά τραγούδια αφοσίωσης και αγάπης…
«Κατάλαβα, βαρέθηκες…αναμενόμενο…τι θα κάνεις με μένα και με το παιδί μου;…» τον ρώτησε αυστηρά και αποφασιστικά. Αυτός ανασηκώθηκε στον αριστερό του αγκώνα και την κοίταξε χαμογελώντας της απαλά. Της έφτιαξε λίγο τα μαλλιά, ξεκολλώντας τα απ’ το μέτωπό της. Είδε τις κόρες των ματιών της, να τρεμοπαίζουν σαν αδύναμη φλόγα σε λυχνάρι , που αγωνίζεται μάταια να κρατηθεί αναμμένη. Περιέτρεχαν το πρόσωπό του, με απίστευτη ταχύτητα. Ήταν φανερό ότι ρουφούσαν τις τελευταίες γουλιές, απ’ την αγαπημένη εικόνα του!
«Πες μου άλλη μια φορά το πόσο μ’ αγαπάς…μ’ αρέσει να τ’ ακούω…να τ’ ακούω συνέχεια…» της είπε αυτός γλυκά.
«Σ’ αγαπώ χωρίς τέλος…» του είπε με τρεμουλιαστή φωνούλα…
«Από τώρα και στο εξής, οι συναντήσεις μας θα χαρακτηρίζονται απ’ τον απόλυτο κίνδυνο…» της είπε με σοβαρό ύφος, εξακολουθώντας να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Η νεαρή, που ήταν έτοιμη ν’ ακούσει άλλα λόγια νομίζοντας ότι θα την παρατήσει μόνη της, έπεσε απ’ τα σύννεφα.
«Πιο πολύ κίνδυνο από τώρα;… Γιατί, μας υποψιάζεται η Κρυπτεία;…»
«Σε λίγες μέρες θα λογοδοθώ με μια κοπέλα και μετά θα γίνει ο γάμος…» ξεστόμισε νεκρός απ’ τη στεναχώρια του. Η κοπέλα έσυρε τα μάτια της μακριά του, πέρα στ’ αστέρια… Τι να πει; Ό,τι και να ‘λεγε θα ήταν περιττό. Δεν της ήταν κάτι άγνωστο. Όπως ήξερε τη μοίρα των ειλώτων, έτσι γνώριζε και τη μοίρα των Ομοίων και των γόνων τους. Κι αν δεν ήταν τώρα, θα γινόταν του χρόνου… Πάντως η ώρα που θα έπρεπε να κάνει μια νόμιμη οικογένεια, πλησίαζε έτσι κι αλλιώς.
«Δε θα πεις κάτι;…» την ρώτησε απογοητευμένος.
«Όχι…».
«Θα βλεπόμαστε, αλλά πιο προσεκτικά και πιο αραιά…καταλαβαίνεις έτσι; Θα πρέπει να ‘‘βλέπω,, κι εκείνη…» είπε γυρνώντας τα μάτια αλλού από ντροπή.
«Ναι, μέχρι να μας πιάσουν και τότε… Πώς σου φαίνεται τώρα που βλέπεις και την άλλη πλευρά Σπαρτιάτη; Σου αρέσει αυτό που συμβαίνει;…» του είπε και δάκρυσε.
«Κι εσείς κι εμείς, είμαστε δούλοι…εσείς των κατοίκων της Σπάρτης κι εμείς του νόμου της Σπάρτης. Κι αν δεν ήταν έτσι η κατάσταση, πάλι σκλάβοι άλλων θα ήμασταν…»
«Κι εσείς κι εμείς, είμαστε δούλοι…εσείς των κατοίκων της Σπάρτης κι εμείς του νόμου της Σπάρτης. Κι αν δεν ήταν έτσι η κατάσταση, πάλι σκλάβοι άλλων θα ήμασταν…»
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η χρήση της ελληνικής γλώσσας είναι εντυπωσιακή. Ο λόγος του μυθιστορήματος στρωτός, από πεπαιδευμένο λογοτέχνη απεικονίζει την εποχή με τη μεγαλύτερη δυνατή ιστορική ορθότητα. Η ροή των γεγονότων συνεχόμενη, κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο. Η συγκινησιακή φόρτιση μέσα από την απρόσμενη εναλλαγή των διαδραματιζόμενων περιστατικών και οι απρόβλεπτες εξελίξεις αναπόφευκτες. Οι σκηνές μάχης κόβουν την ανάσα.
Ειδικές οδηγίες μελέτης δεν υπάρχουν για ένα μυθιστόρημα. Συνιστάται η απόλυτη ψυχική παράδοση του αναγνώστη στη ροή της πλοκής του κειμένου ....Διαβάστε περισσότερα εδώ
Γ.Σιδερής ( elisme.gr)
ii) .....Προφανώς οι απέραντες γνώσεις του συγγραφέα για το πλαίσιο της εποχής και το κοινωνικό γίγνεσθαι της Αρχαίας Σπάρτης είναι το αυτονόητο εφόδιο για την προσπάθεια του. Ο κ. Γιωτάκης διαφωτίζει τον αναγνώστη του για το κοινωνικό γίγνεσθαι της Σπάρτης με πολλές κατατοπιστικές υποσημειώσεις που βρίσκονται διάσπαρτες στο βιβλίο. Αυτό που κάνει το βιβλίο ιδιαίτερα ελκυστικό, είναι κατά την γνώμη μου, η αντικειμενικότητα του συγγραφέα έναντι του θέματος του. Ο κ. Γιωτάκης όχι μόνο κρατάει σαφείς αποστάσεις από μια εξιδανίκευση του Σπαρτιατικού κλέους, αλλά αντιθέτως μέσα από την περιγραφή της ζωής ενός Σπαρτιάτη ευγενή, του Αρχία, μας δείχνει μια υποκριτική κοινωνία που καταπιέζει αφόρητα και απάνθρωπα τις επιθυμίες των πολιτών της, ενώ στους κόλπους της δεν λείπουν οι σκληροί και πολλές φορές, αθέμιτοι ανταγωνισμοί μεταξύ των ισχυρών οικογενειών της πόλης για την κατάκτηση της εξουσίας. Η Σπάρτη μας παρουσιάζεται ως μια πολιτεία ανισοτήτων με τους "Όμοιους" να έχουν τα ίδια δικαιώματα μόνο στα χαρτιά και όχι επί της ουσίας. Επίσης περιγράφεται χωρίς ωραιοποιήσεις όλη η σκληρή καταπίεση των Μεσσήνιων ειλώτων και η τάση τους για εξέγερση, αλλά και η απάνθρωπη σκληράδα της Σπαρτιάτισσας μητέρας και συζύγου έναντι του Σπαρτιάτη "Όμοιου" καθώς και το Αρχαίο "η ταν η επι τας". .....
..................
Συμπερασματικά το βιβλίο είναι προϊόν μεγάλης προσπάθειας, σκληρής μελέτης και προσωπικού μόχθου του συγγραφέα, ο οποίος αναμφισβήτητα έχει μεγάλες ικανότητες στην δημιουργία χαρακτήρων και πλοκής. Μετά από τις πρώτες 50 σελίδες το βιβλίο σε εγκλωβίζει οριστικά για να το διαβάσεις μέχρι τέλους. Ο κ. Γιωτάκης είναι έντιμος έναντι του αναγνώστη του, και ειλικρινής μέχρι παρεξηγήσεως, καθώς η αφήγηση και οι περιγραφές του μοιάζουν αυθεντικές και αντίστοιχες της εποχής όπως την συνέλαβε και την κατάλαβε χωρίς στρογγυλοποιήσεις ώστε να είναι απαραίτητα συμβατές με τις σημερινές αντιλήψεις και προκαταλήψεις του αναγνώστη. Το έργο του κ. Γιωτάκη αποτελεί απαραίτητο απόκτημα για κάθε βιβλιοθήκη και μπορεί να αποτελέσει βασικό ανάγνωσμα για όσους ενδιαφέρονται για την Αρχαία Σπάρτη. Διαβάστε περισσότερα εδώ
Φιλίστωρ Ι. Β. Δ. ( istorikathemata.com)
Γιωτάκης, Χαρίτων - Εμαυτόν και μετά απάντων
Είδος - Ιστορικό μυθιστόρημα
Εκδόσεις - Εκών
Ετος - Ιανουάριος 2016.
Σελίδες - 870
Διαστάσεις - 21x14εκ.
ISBN - 978-618-82350-0-7
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το μυθιστόρημα αυτό είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης και κοπιώδους μελέτης των ιστορικών πεπραγμένων της περιόδου στην οποία εκτυλίσσεται. Παρόλο που οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες του παρόντος έργου καθώς και οι διάλογοι με τους οποίους πλαισιώνονται είναι προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα, εν τούτοις δεν παύουν να κινούνται λογοτεχνικά μέσα στην απτή πραγματικότητα εκείνων των χρόνων. Ενδυμασία, οπλισμός, συμπεριφορές, γεγονότα, μάχες, πρόσωπα, καταστάσεις και, γενικότερα, η πλειονότητα των δρώμενων που περιγράφονται αντλήθηκαν από την προσεκτική και ενδελεχή μελέτη τής εν λόγω ιστορικής περιόδου.
Η επιλογή των χαρακτήρων και της δράσης τους έγινε με βάση την επιθυμία να παρουσιάσω τα πραγματικά γεγονότα της εποχής εκείνης (501 – 480 π.Χ.) μέσω ενός μυθιστορήματος, με μοναδικό γνώμονα τον σεβασμό της Ιστορίας. Σε αυτό συνετέλεσαν η συνεχής μελέτη τόσο των αρχαίων πηγών της περιόδου που εξετάζεται όσο και του συνόλου των συγχρόνων –τεκμηριωμένων και αποδεκτών από την επιστημονική κοινότητα– συγγραμμάτων, μελετών, επιστημονικών άρθρων και διατριβών. Ειδοποιού σημασίας υπήρξε η έγκυρη πληροφόρηση και οι συμβουλές ειδημόνων της Ιστορίας και της Αρχαιολογίας, όπως και εκείνη στρατηγικών αναλυτών, οι οποίοι ανιδιοτελώς προσέφεραν τις πολύτιμες γνώσεις τους.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί, ότι κατά την περίοδο την οποία αναλύει το μυθιστόρημα αυτό, η Ελλάδα βρισκόταν σε μια μεταβατική κατάσταση, ως εκ τούτου θα πρέπει κατά την ανάγνωση του κειμένου να ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός τού ότι κάθε τι που περιγράφεται αφορά αυστηρά αυτή και μόνον την ιστορική περίοδο, αφού ακόμη και λίγα χρόνια μετά οι αναγκαστικές κοινωνικοπολιτικές και στρατιωτικές αλλαγές υπήρξαν καταλυτικές κατά τη διάρκεια της ειρήνης αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Εν προκειμένω, θα πρέπει να εκτιμηθούν αναλόγως οι πληροφορίες οι οποίες παραδίδονται στο παρόν μυθιστόρημα, για να αποφευχθεί η σύγχυσή τους με ανάλογες που αφορούν μεταγενέστερες περιόδους οι οποίες από κεκτημένη ταχύτητα συνηθίζεται να παρουσιάζονται ως γενική αρχή στην μακρά ιστορία των πόλεων-κρατών της ελληνικής αρχαιότητος.
Ελπίζοντας ότι με το παρόν έργο κατόρθωσα να προσφέρω έστω και ελάχιστα στον δύσκολο αλλά αγαπημένο χώρο της λογοτεχνίας, εύχομαι σε όσους με τιμήσουν αφιερώνοντάς μου ένα μικρό μέρος απ’ τον πολύτιμο χρόνο τους, να έχουν μια απολαυστική ανάγνωση.
Χαρίτων Γιωτάκης
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αθήνα, 501 π.Χ.
Ο Κλεομήδης, ο γιος του ισχυρού Αθηναίου αριστοκράτη Ιππονίκου, επιστρέφει στην Αθήνα μετά την ολοκλήρωση της δωδεκαετούς σκληρότατης μαθητείας του στο φρικιαστικό σύστημα εκπαιδεύσεως παίδων, τη Σπαρτιατική Αγωγή. Θεωρώντας ότι το τρομακτικότερο μέρος του βίου του έχει παρέλθει, ενσωματώνεται στην πολιτικοστρατιωτική κοινωνική δομή των Αθηνών αντιλαμβανόμενος ότι η ζωή στην Πόλη αυτή τού επιφυλάσσει αναπάντεχα βίαιες εξελίξεις.
Ακολουθεί η εκπαίδευσή του στην «Εταιρεία», το διετές στρατιωτικό πρόγραμμα των εφήβων, όπου λαμβάνει τη σκληρότατη εκπαίδευση του Αθηναίου οπλίτου. Κατόπιν αυτού, εντάσσεται στην κοινωνία της Πόλεώς του, ελισσόμενος γύρω από καταστάσεις βίας, υπόγειων ενεργειών και δολιότητος και μετέχοντας στη μαχητική αντιμετώπιση κάθε εχθροπραξίας που επιχειρούν εναντίον των Αθηνών οι έξωθεν αλλά και οι εκ των ένδον εχθροί της Πατρίδος του.
Η φιλία, η συντροφικότητα αλλά, κυρίως, η αγάπη επεμβαίνουν με σφοδρότητα στη ζωή του, κατευθύνοντας την πορεία της. Στην πεδιάδα του Μαραθώνος δοξάζεται, αλλά στο πεδίο της μάχης του έρωτα συντρίβεται ολοκληρωτικά!
Αναρριχάται στην ηγεσία της Πόλεως, κινούμενος ανάμεσα στις αμφίρροπες καταστάσεις και τις εσωτερικές έριδες που επιβάλλουν οι ισχυρότεροι πολιτικοί άνδρες της εποχής του. Σύντομα, ο περσικός κίνδυνος κάνει ξανά τη φρικαλέα εμφάνισή του∙ όμως, τώρα πλέον η ορμητική φάλαγγα οπλιτών αντικαθίσταται από το φονικό έμβολο της Τριήρους. Οι Αθηναίοι, «Ελλήνων Προμαχούντες», όπως πάντα, δεν υπολογίζουν κανέναν κίνδυνο και χωρίς δεύτερη σκέψη διατάσσουν άμεση έφοδο, αυτή τη φορά όχι από το σταθερό πεδίο του Μαραθώνος, αλλά πάνω από τα «Ξύλινα Τείχη»…
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
i) Ίσως είκοσι φορές μέχρι τώρα, το εαρινό άρωμα εκείνου του άνθους, που μυρίζει τόσο έντονα την εποχή της αναγέννησης της πλάσης, να πότισε με φυσική ευωδία το βρεφικά απαλό και άτριχο δέρμα της. Δεν είναι η ομορφιά της που του σάλεψε τα λογικά…είναι οι κινήσεις της…οι κινήσεις της που μιλούν τόσο φλύαρα, τόσο μοναδικά, που κανένα άλλο πλάσμα των θεών δεν θα μπορούσε να τις μιμηθεί. Την πόθησε με κάθε ελάχιστο σημείο της ύπαρξής του… Τη θέλησε με όλη τη δύναμη της γνήσιας αντρικής του ορμής… Την αγάπησε με κάθε σταγόνα τού, άπειρες φορές και τόσο άσκοπα χυμένου, αίματός του…του αίματός του που πλημμύριζε την καταπονημένη του καρδιά…εκείνη που τόσες φορές του είχε ψιθυρίσει την ώρα του αβάσταχτου πόνου της Αγωγής: κάνε κουράγιο καλέ μου…κι εγώ θα στο ξεπληρώσω κάποτε…θα σε κάνω να πονέσεις τόσο γλυκά και αφόρητα, που θα ικετεύεις να συνεχίσω με όλη μου τη δύναμη!... Έκανε υπομονή να περάσουν από μπροστά του και κοίταξε ξελιγωμένος τον Ξενόφιλο. «Πρέπει να φύγω… Μην πεις ποτέ τίποτα γι’ αυτά που σε ρώτησα…» του είπε, αλλά μόνον ο Δίας ήξερε αν κι ο ίδιος καταλάβαινε πια αυτά που ξεστόμιζε… «Μην το κάνεις άρχοντά μου…» τον συμβούλευσε ο Ξενόφιλος, ο οποίος είχε καταλάβει τα πάντα. «Να τη χάσω χωρίς μάχη;… Μόνο νεκρός!...» του απάντησε αποφασισμένος. «Ανοίγεις πόλεμο παιδί μου…» «Ναι…ανοίγω πόλεμο…» «Θα χάσεις…και το ξέρεις πολύ καλά…» «Όλοι τον χάνουν αυτόν τον πόλεμο Ξενόφιλε…» «Δεν είναι τίμιο αυτό που σκέφτεσαι να κάνεις… Ούτε και κείνοι θα ‘‘παίξουν,, τίμια όταν θα σε αντιληφθούν…και θα σε αντιληφθούν κάποτε… Είσαι πολεμιστής Κλεομήδη…αυτό που σκέφτεσαι να κάνεις δεν επιτρέπεται στον πόλεμο…» «Σε αυτόν τον πόλεμο, ΟΛΑ επιτρέπονται!...» απάντησε σαστισμένος, και έφυγε αφήνοντας τη θύρα ανοιχτή… Έτρεξε γρήγορα για να βρει τον αρχηγό της συνοδείας του. «Ακολουθήστε με από μακριά…και διακριτικά, έτσι;…» τους διέταξε. Ο αρχηγός στέναξε σα βόδι στην ανηφόρα. Προμηνυόταν μάχη, απ’ την οποία ακόμη κι αν κατάφερνε να επιβιώσει, σίγουρα δεν θα έβγαινε ζωντανός απ’ τα χέρια του Ιππονίκου… Ο Κλεομήδης έτρεξε με όλη του τη ταχύτητα για να προλάβει να παρακάμψει, κυκλωτικά, την πορεία της συνοδείας και να βρεθεί μπροστά τους ξαφνικά. Έτρεχε μέσα στα χωμάτινα δρομάκια αλαφιασμένος, πήδαγε πάνω από βραχάκια και λακκούβες, ελισσόταν ανάμεσα στις δύο πλευρές του αύλακα ομβρίων υδάτων και τελικά χώθηκε στο μικρό αλσύλλιο που βρέθηκε μπροστά του. Οι συνοδοί του έτρεχαν πίσω του με δυσκολία, ετοιμάζοντας τα ξίφη και τα μαχαίρια τους, βλαστημώντας ταυτόχρονα τους Ευγενείς όλου του κόσμου, και τον Δία μαζί, που δεν έδωσε φρόνηση στα άμυλα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα… Τους βλέπει να έρχονται και σταματά πίσω από μια τεράστια γέρικη ελιά. Τους κοιτά και αποφασίζει: επίθεση!... «Μην το κάνεις Κλεομήδη… Δεν έχεις ακούσει τίποτα για τον Τιμαγόρα και τον Σόστρατο;…» πρόλαβε να του ψιθυρίσει ο αρχηγός, ο οποίος ασθμαίνοντας τον άρπαξε απ’ τον ώμο την ώρα που ετοιμαζόταν για «έφοδο»… «Ούτε που με νοιάζει ποιοι είναι…» του απάντησε και ετοιμάστηκε να κάνει εκ νέου αισθητή την παρουσία του, όμως ο αρχηγός επέμεινε. «Είναι ξαδέλφια… Οι Λακεδαιμόνιοι, οι Χαλκιδείς και οι Βοιωτοί, ακόμη τους θυμούνται!... Δρουν πάντοτε μαζί…έχουν εμμονή να γίνουν ήρωες και αγωνίζονται να μείνουν στην ιστορία όπως ο Θησέας… Τις σκοτεινές ‘‘επιχειρήσεις,, τους εναντίον των εσωτερικών εχθρών τους, τις αναλαμβάνουν οι ίδιοι προσωπικά…με τα χέρια τους!... Επίσης γνώριζε, ότι οι μισθοφόροι τους είναι οι κορυφαίοι της Ελλάδας! Εάν αποφασίσουν εκδίκηση δεν σταματούν εάν δεν χυθεί αίμα…αλλά πολύ αίμα…πολύ αίμα Κλεομήδη!...» «Έχω δει τόσο στη Σπάρτη, που μου φτάνει για δυο ζωές…» «Όχι όσο νομίζεις…θυμήσου με!...» τον αποστόμωσε ο φρουρός του. Απ’ όλα τα τρομαχτικά που άκουσε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, μόνον αυτό το τελευταίο τον συγκλόνισε… Τι εννοούσε ο αρχηγός του; Όλοι γνώριζαν τη βιαιότητα της εκπαίδευσής των Λακεδαιμονίων… Πώς μπορούσε κάποιος, και μάλιστα τόσο έμπειρος, να πιστεύει ότι μπορούσε να χυθεί περισσότερο αίμα από μια δωδεκαετή θητεία στην Αγωγή;… Είχε δει βέβαια, ήδη, αιματηρότατες μάχες μεταξύ των Ευγενών και των φρουρών τους, στους δρομίσκους και τις μεθορίους των Αθηνών, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν αφορούσε το σύνολο του πληθυσμού και δεν δικαιολογούσε τέτοιον τρόμο… Δεν με νοιάζει τίποτα…εγώ θα πάω κι ας γκρεμιστεί κι ο Όλυμπος!... Άμυαλε νέε! Αλλά και πάλι, τι φταις κι εσύ;… Αυτός ο παιγνιδιάρης νεαρός θεούλης φταίει… Ο Έρωτας!...
ii) Ο Επιβάτης Φαντίας Νικοστράτου προσπάθησε να τον τρυπήσει με το δόρυ του, αλλά ο Πέρσης Ευγενής με μια επιδέξια κίνηση του δρεπάνου τού απέκοψε την αιχμή και με μια χορευτικής δεινότητας στροφή γύρω απ’ τον εαυτό του χτύπησε με τον ακινάκη του την πλάτη του Φαντία ο οποίος γονάτισε στενάζοντας απ’ τον πόνο. Εάν ο οπλίτης δεν φορούσε τον ανθεκτικό λινοθώρακά του, τώρα θα ήταν νεκρός. Ευτυχώς ο Φαντίας το μόνο που έπαθε ήταν ένας μεγάλος μώλωπας στην πλάτη. Ο Πρωτομάχος επιχείρησε να πλήξει με το ξίφος του τον Τριήραρχο, αλλά εκείνος με ένα λάκτισμα σάρωσε τα πόδια του Έλληνα ο οποίος κατέληξε με έναν γδούπο ξαπλωμένος στο κατάστρωμα. Ο Κλεομήδης του επετέθη αιφνιδιαστικά δεχόμενος απανωτά χτυπήματα εναλλάξ με τον ακινάκη και με το δρέπανο…ευτυχώς η ασπίδα γι’ άλλη μια φορά φάνηκε άξια του φοβερού ονόματος και της περιωνύμου φήμης της! Με μια κοφτή κίνηση, ο Κλεομήδης, προσπάθησε να διαλύσει το κρανίο του αντιπάλου του, αλλά εκείνος διασταυρώνοντας τα ξίφη του σταμάτησε την κοπίδα πάνω απ’ το κεφάλι του, ενώ ταυτοχρόνως, πάλι, με μια στροφική χορευτική κίνηση βρέθηκε στα δεξιά αφύλακτα πλευρά του Έλληνα αριστοκράτη… Τότε ένα βέλος σφηνώθηκε στο στήθος του Πέρση. Ο ανδρείος Τριήραρχος έπεσε ημιθανής στην «αγκαλιά» του Κλεομήδη, αφήνοντας τα πιστά όπλα του να καταλήξουν στο ξύλινο δάπεδο τού επιστέγου, βγάζοντας έναν άδοξο ήχο. Ο Έλληνας Ευγενής συγκράτησε με το δεξί του χέρι, την πτώση του γενναίου αυτού ανθρώπου, ως μια ένδειξη πολεμικής αβρότητος, αρχοντιάς και στρατιωτικού σεβασμού. Τα θολά μάτια του κοίταξαν, αγέρωχα, τα αντίστοιχα του Έλληνα εχθρού τους. Το κορμί του σφίχτηκε από έναν προθανάτιο σπασμό, και βγάζοντας μια μακρόσυρτη ανάσα παρέδωσε την ανδρεία ψυχή του στα στοργικά χέρια του Αχούρα Μάζντα…του θεού των όμορφων πολεμιστών!... Η καρδιά του Αθηναίου Ευγενούς σπάραξε για τον άδικο χαμό αυτού του αξιόλογου ανδρός, αλλά οι ώρες αυτές δεν άφηναν περιθώρια για συγκινήσεις…η Πατρίδα κινδύνευε… Ο Κλεομήδης και ο Πρωτομάχος έτρεξαν προς τα σκαλιά της πρωραίας εξέδρας και άρχισαν να σφάζουν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Μερικοί οπλίτες εισέβαλαν από τις σκάλες της πρυμναίας εξέδρας και αφού εκτέλεσαν τον Φοίνικα Κυβερνήτη και δύο ακόμη αξιωματούχους, συνέχισαν τη σφαγή προς τους συνωστισμένους βαρβάρους. Σε λίγο οι φωνές των συμπολεμιστών τους από την Τριήρη, τους ειδοποιούσαν να εγκαταλείψουν άμεσα το εμβολισμένο πλοίο διότι το σκάφος του Αριστοναύτη έπλεε κατά πάνω του με σκοπό να το εμβολίσει και να βοηθήσει στον απεγκλωβισμό τους από το σιδωνιακό πλοίο. Ο Κλεομήδης και οι υπ’ αυτόν Επιβάτες, επιβιβάστηκαν ταχέως στην Τριήρη τους και πήραν την σχετικά ασφαλή ημιγονυπετή θέση προσκρούσεως. Ο γιος του Ιππονίκου, δεν ξέχασε κατά τη φυγή του να ξεσφηνώσει το δόρυ του από το πτώμα που το φιλοξενούσε εδώ και λίγη ώρα…το χρειαζόταν, είχε πολλούς φόνους να κάνει ακόμη… Μόλις που πρόλαβαν, γιατί με ένα φοβερό χτύπημα το σκάφος του Αριστοναύτη σχεδόν διέλυσε την πλώρη και αποκόλλησε το έμβολο του πλοίου της Σιδώνας. Το τρομερό τράνταγμα ξεσφήνωσε τα δύο εγκλωβισμένα σκάφη, και οι Έλληνες ερέτες κατάφεραν επιτέλους να ξεκολλήσουν την Τριήρη, ανακρούοντας, ενώ αμέσως έλαβαν ξανά τις θέσεις τους οι θρανίτες οι οποίοι είχαν καθίσει ανάστροφα για την εκτέλεση του ελιγμού αποκόλλησης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τέλος, χαίρομαι που το βιβλίο αποδεικνύει το μεγαλείο των Ελλήνων στην κοιτίδα τους. Ο συγγραφέας είναι άξιος συγχαρητηρίων, όχι μόνο για το αριστουργηματικό αποτέλεσμα του έργου του, αλλά και για το άσβεστο πάθος του για δημιουργία. Διαβάστε περισσότερα εδώ
ΕΠΙΜΈΛΕΙΑ ΓΕΏΡΓΙΟΣ ΣΙΔΕΡΉΣ, ΥΠΟΝΑΎΑΡΧΟΣ Ε.Α. ΠΝ, ΜΈΛΟΣ ΕΛΙΣΜΕ
( elisme.gr)
( elisme.gr)
ii) Αξίζουν πολλά και θερμά συγχαρητήρια στον συγγραφέα Χαρίτωνα Γιωτάκη για το πραγματικά ανεπανάληπτο αυτό έργο του, το «Εμαυτόν και Μετά Απάντων», γιατί πέρα από μια σοβαρή και αξιόπιστη διδαχή Ιστορίας, είναι ένα μυθιστόρημα επικό και αξιομνημόνευτο το οποίο αξίζει να διαβάσει κάθε Έλληνας αναγνώστης, και όχι μόνο, αλλά κυρίως γιατί μας υπενθυμίζει πως πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που είμαστε Έλληνες, να ακολουθούμε το παράδειγμα των ένδοξων προγόνων μας και να μη σκύβουμε το κεφάλι στον οποιονδήποτε επίδοξο κατακτητή! Διαβάστε το, Φίλοι μου!
Κλειώ Τσαλαπάτη( filoithslogotexnias.blogspot.gr/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου