Είχε αυτή τη βραχνάδα στη φωνή που τρέλαινε τους άντρες. Οι πιο μεγάλοι την παρομοίαζαν με την Τζάνις Τζόπλιν και τη Μαριάν Φέιθφουλ. Οι μικρότεροι λέγανε πως είχε τη φωνή της Μπόνι Τάιλερ. Πολλοί νόμιζαν ότι κάπνιζε αλλά η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν είχε βάλει τσιγάρο στο στόμα της. Τη βραχνάδα την είχε από φυσικού της. Την είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά της, τη Μελανίτσα χανούμ με τ’ όνομα, την ανατολίτισσα, που ξετρέλαινε τους μάγκες στα ρεμπέτικα κουτούκια. Θηλυκό Βαμβακάρη τη λέγανε.
Αυτά σκεπτόταν η Μέλανι μέσα στο ταξί που ανηφόριζε από τη Σμύρνη προς το βουναλάκι του Κουρού-τεπέ με προορισμό το Μπουνάρμπασι. Η μελαχρινή Νεοϋορκέζα αναζητούσε μια ρίζα να πιαστεί. Ψάχνοντας σε παλιά περιοδικά, σε βιβλιοθήκες και σε ξεχασμένους συγγενείς είχε φτάσει ως τα τουρκικά παράλια.
-ο-ο-ο-
Κοριτσάκι είχε φύγει η Μελανίτσα από το Μπουνάρμπασι, με τη Μερτζανή μωρό μέσα σε ένα καλάθι. Το χωριό της βρισκόταν ανατολικά της Σμύρνης, στους πρόποδες του Κουρού-τεπέ. Είχε μια μεγάλη πλατεία με αιωνόβια πλατάνια και σπίτια με ωραίους κήπους. Γύρω έτρεχαν νερά, νερά να δουν τα μάτια σου. Τα καλοκαίρια κατέφευγαν στο δροσερό χωριό τους οι άρχοντες της Σμύρνης: Ρωμιοί, Αρμένηδες, Οβριοί και Τούρκοι, για να γλιτώσουν από τον καύσωνα της πόλης. Η Μελανίτσα δούλευε στον καφενέ του πατέρα της, με τα πράσινα παράθυρα και το σκαλιστό δικέφαλο στο πανωπόρτι. Τους σέρβιρε κρύα λεμονάδα, παγωτό καϊμάκι και σουτζούκ λουκούμ με γεύση τριαντάφυλλου ή μαστίχας.
Το απομεσήμερο πίνανε ρακή και μασουλούσαν στραγάλια, φουντούκια και παστουρμά. Κάπνιζαν το ναργιλέ τους, ξεχνούσαν τα μεράκια τους και έρχονταν στο κέφι. Ρωμιοί, Αρμένηδες, Οβριοί και Τούρκοι αγαπούσαν τη μικρή Μελανίτσα και όταν έρχονταν στο κέφι, της ζητούσαν να τους τραγουδήσει, πότε ένα βαρύ αμανέ, πότε έναν καρσιλαμά. Κι αυτή καθόταν στο σκαλί της πόρτας κάτω από το σκαλιστό πέτρινο δικέφαλο, έπιανε το Τζιβαέρι, τη Γιωργίτσα ή την Κανελόριζα κι αναστέναζαν τα πλατάνια.
Κόρην αγαπώ ξανθή και μαυρομάτα
Δώδεκα χρονών που ο ήλιος δεν την είδε
Παρά η μάνα της κανέλα τη φωνάζει
Κανελόριζα και άνθος της κανέλας
Μα όταν έπιανε το Ιμιτλερίμ, Ρωμιοί, Αρμένηδες, Οβριοί και Τούρκοι κατέβαζαν τη ρακή σα νερό και κλαίγανε σα μωρά παιδιά από το σεβντά τους για τη Μελανίτσα.
Ιμιτλερίμ, αχ! χεκιλντί – Οι ελπίδες μου, αχ! έχουν γκρεμιστεί
Άσκιμ γκερί, αχ! γκελμεγιετσέκ – Η αγάπη μου, αχ! δεν θα ξαναρθεί
Γκιοζ γιασλαρίμ, αχ! ντοκούλουρκεν – Τα δακρυά μου, αχ! χύνονται
Δεκατεσσάρω χρονώ ήταν αλλά τη βραχνάδα στη φωνή της την είχαν ερωτευτεί οι άρχοντες της Σμύρνης που έρχονταν τα καλοκαίρια να βρουν λίγη δροσιά στα πλατάνια του Μπουνάρμπασι. Αυτή η βραχνάδα την έσωσε, όταν ο θεός έκλεισε τα αυτιά και τα μάτια του κι άφησε Ρωμιούς, Αρμένηδες, Οβριούς και Τούρκους να σφάζονται σαν τραγιά.
-ο-ο-ο-
Τη βραχνάδα της γιαγιάς της είχε η Μέλανι, που είχε και τ’ όνομά της και την τσαχπινιά της και τα μαύρα μάτια της και όλα τα χούγια της Μελανίτσας. Αυτή η βραχνάδα στη φωνή της τρέλαινε τους άντρες. Τους θύμιζε την Τζάνις Τζόπλιν και τη Μαριάν Φέιθφουλ. Στους νεότερους την Μπόνι Τάιλερ.
Ίσα που την πρόλαβε τη γιαγιά της. Αν δεν υπήρχαν κάποιες φωτογραφίες της, τη μορφή της δεν θα την ήξερε καθόλου. Τα περισσότερα γι’ αυτήν τα είχε μάθει από την μητέρα της, την Μιρτζάν Χαρακιάν, την Μερτζανή Σιαμέτογλου, τη θυγατέρα του Αχμέτη από το Κουρού-τεπέ, που δεν ήξερε αν έπρεπε να λέει πως ήταν Ρωμιά, Αρμένισσα ή Τουρκάλα.
-Πάντως Αμερικάνα δεν είμαι, της έλεγε η μάνα της. Από την Ανατολή βαστάω. Αχμέτη λέγανε τον πατέρα μου, Αρμένης με ανάστησε, Ρωμιά ήτανε η μάνα μου. Τούρκικα, ρωμαίικα κι αρμένικα τραγούδια, τραγουδούσε.
Στα κουτουρού τ’ άκουγε αυτά η μικρούλα Μέλανι. Σύντομα τα ξέχασε.
-Εγώ είμαι Μποστόνιαν μάδερ, μουρμούριζε δειλά στα αγγλορωμέικα, όσο ήτανε μικρή.
-Άι αμ ε Μποστόνιαν, ξεστόμισε με θράσος στα δεκάξι της, γουάτ δε χελ αρ γιου τόκινγκ, μάμι;
Παιδί του Γούντστοκ και των σίξτις, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη κι άρχισε να παίζει στην κιθάρα της: 'Πίπολ αρ στρέιντζ', 'Δε χάουζ οβ ράιζινγκ σαν', 'Φόλινγκ φρομ γκρέις', τέτοια. Έπαιξε και σε κάποια μπαρ για το χαρτζιλίκι της, αλλά πιο πολύ έπαιζε για την παρέα και τους φίλους και φυσικά για τους εφήμερους εραστές της.
Ίδια η γιαγιά της και σ’ αυτό.
-ο-ο-ο-
Αυτή η βραχνάδα έσωσε τη Μελανίτσα, όταν ο θεός βαρέθηκε τον κόσμο κι άφησε Ρωμιούς, Αρμένηδες, Οβριούς και Τούρκους να σφάζονται σαν τραγιά. Ένα Τουρκάκι, ο Αχμέτης, που την αγαπούσε, τήνε ξύπνησε, όταν μπήκαν οι Τσέτες στο χωριό. Την έντυσε αντράκι και την έκρυψε στο μαντρί του, ψηλά στο Κουρού-τεπέ. Εκεί, μαζί με τα γίδια, έζησε για είκοσι μήνες, γυναίκα του Αχμέτ. Εκεί γέννησε την κόρη της, τη Μερτζανή, εκεί τη βύζαξε.
Ώσπου ημέρεψαν οι άνθρωποι και αποφάσισε να κατέβει στο χωριό, να δει τι απόγιναν οι δικοί της. Χάλασμα το καφέ του πατέρα της, χάρβαλο το πατρικό της, ραγισμένος ο δικέφαλος στο πανωπόρτι. Ρωμιοί, Αρμένηδες και Οβριοί άφαντοι. Μόνο Τούρκους σκέπαζε το μεγάλο πλατάνι. Κάποιος τη θυμήθηκε και φώναξε: «σόιλε Ιμιτλερίμ, Μελανίτσα χανούμ». Για πότε φάνηκαν οι τζανταρμάδες, για πότε τη φόρτωσαν σε έναν αραμπά ούτε που πήρε χαμπάρι. Τι κι αν έδειχνε το μωρό της, τη Μερτζανή, στο καλάθι, τι και αν φώναζε «Ισί Άχμετ».
«Μιμπάντελε Γιουνάν», της έλεγαν κι ανάθεμα αν καταλάβαινε τι σημαίνει.
Τη φόρτωσαν σε ένα πλοίο κι έφτασε στον Πειραιά. Έκλαιγε συνέχεια.
«Είμαι γυναίκα του Αχμέτη, γιατί με φέρατε εδώ;», έλεγε σε όποιον έβρισκε μπροστά της. «Ισί Άχμετ, ισί Άχμετ», μα όλο και λιγότεροι την καταλάβαιναν.
«Σιαμέτογλου», είπε κάποιος πίσω από ένα γραφείο. «Χήρα με παιδί», συμπλήρωσε ένας άλλος σε ένα κατάστιχο. Έτσι έγινε Μελανία Σιαμέτογλου με χαρτιά και σφραγίδες του Ελληνικού κράτους.
Μόνο αυτή γλίτωσε από τη φαμελιά της. Ούτε πατέρα, ούτε μάνα, ούτε άλλο συγγενή ξαναείδε. Σφάχτηκαν, τούρκεψαν; Γλίτωσαν και πήγαν αλλού; Τι απόγιναν, δεν έμαθε ποτέ. Ούτε για τον Αχμέτη έμαθε πως τρελάθηκε, όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί, και πως χρόνια ολόκληρα τριγύριζε στα ρουμάνια και στις κορφές του Κουρού-τεπέ, φωνάζοντας τ’ όνομά της και τ’ όνομα της θυγατέρας του: «γκιουζέλ σιβγκιλίμ», «γκιουζέλ Μερτζάν».
-ο-ο-ο-
Πέρασε η τρέλα της νιότης, τέλειωσε από κολέγια και σπουδές, άρχισε να δουλεύει ξεναγός σε ταξιδιωτικά γραφεία. Πάντα είχε μια κιθάρα μαζί της και τραγουδούσε τα βράδια, να φτιάχνει τη διάθεση στα γκρουπ. Σύντομα η βραχνάδα της φωνής της την έκανε περιζήτητη. Όλοι ζητούσαν τη Μέλανι, αφού μαζί της οι εκδρομές κατέληγαν σε μαγικές βραδιές αναπόλησης της ανέμελης νιότης τους.
Ένα τέτοιο βράδυ, μετά από μια κουραστική εκδρομή στο Γκραν Κάνυον, τους αποζημίωσε με το αγαπημένο της 'Τράι τζαστ ε λιλτ μπιτ χάρντερ', που όλοι ομολογούσαν πως το έλεγε καλύτερα και από τη συχωρεμένη Τζόπλιν. Μόλις είχε τελειώσει και μάζευε την κιθάρα της, όταν την πλησίασε ένα ζευγάρι. Ελληνοαμερικάνοι ήταν, μεγάλοι άνθρωποι, στην ηλικία της μητέρας της περίπου, και της ξύπνησαν τη καταχωνιασμένη μνήμη.
-Μίσες Μέλανι, η φωνή σας μοιάζει με τη φωνή μιας παλιάς τραγουδίστριας. Την έχουμε σε πλάκα γραμμοφώνου, της είπαν.
Όταν επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη, πήγε και τους βρήκε. Μόλις άκουσε τη φωνή της γιαγιάς της να τραγουδά το Ιμιτλερίμ, βούρκωσε. Μελάν Χαρακιάν έγραφε η ετικέτα. Το όνομα δεν της έλεγε τίποτα. Ούτε που ήξερε πως η γιαγιά ήταν φίρμα, ούτε που ήξερε πως είχε βγάλει δίσκο, ούτε που ήξερε πως είχαν γραφτεί γι’ αυτήν ύμνοι σε εφημερίδες και περιοδικά, τα οποία έψαξε και βρήκε στις βιβλιοθήκες.
Θυμήθηκε τα λόγια της μάνας της: «Αμερικάνα δεν είμαι. Από την Ανατολή βαστάω. Αχμέτη λέγανε τον πατέρα μου, Αρμένης με ανάστησε, Ρωμιά ήτανε η μάνα μου. Τούρκικα, ρωμαίικα κι αρμένικα τραγούδια, τραγουδούσε».
Μια επιθυμία, μια ανάγκη, να πιαστεί από μια ρίζα, της γεννήθηκε. Να ξαναβρεί τον τόπο που γέννησε τη φωνή που κουβαλούσε στο λαιμό της.
-ο-ο-ο-
Στον Πειραιά καμώθηκε τη μεγάλη, δήλωσε πως είχε κλείσει τα δεκαοχτώ και μπήκε στο μεροκάματο. Λουκουματζού, σε ένα ζαχαροπλάστη Μπουρνόβαλη, που είχε στήσει εργαστήριο στο Κερατσίνι. Εκεί την άκουσε να τραγουδά την Αλατσατιανή ένας μάγκας και το σφύριξε στην πιάτσα. Σύντομα η Μελανίτσα χανούμ έγινε φίρμα. Σπάζανε καρδιές, όταν έβγαινε στο πάλκο. Κοκκινιά, Ταμπούρια, Πέραμα, Δραπετσώνα, όλος ο Πειραιάς έπεφτε στα πόδια της, για ν’ ακούσει από τη βραχνή φωνή της το Ιμιτλερίμ, το κλάμα της προσφυγιάς.
Όταν έπιανε τον αμανέ, αναθυμόταν το Μπουνάρμπασι, τη μεγάλη βρύση, θυμόταν πως Ρωμιοί, Αρμένηδες, Οβριοί και Τούρκοι κατέβαζαν αδελφωμένοι τη ρακή κάτω από το πλατάνι, και έβριζε Χριστό κι Αλλάχ που κλείσανε τα μάτια και τ’ αυτιά τους κι αφήσανε τους ανθρώπους να γίνουνε θεριά και να χαλάσουν εκείνο τον παράδεισο. Γιατί το Μπουνάρμπασι ήταν ο παράδεισος για τη Μελανίτσα. Το Κουρού-τεπέ ήταν ο παράδεισος για τη Μελανίτσα. Θυμόταν τον Αχμέτη και αναστέναζε:
Ιμιτλερίμ, ωχ! χεκιλντί.
Βδομάδα με τη βδομάδα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο η φήμη της απλωνόταν. Ο Πειραιάς δεν τη χωρούσε. Την καλούσαν στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο, στη Γιάφα, στη Βηρυτό. Όπου υπήρχε Ρωμιός ανατολίτης, όπου υπήρχε Αρμένης κυνηγημένος ήθελε ν’ ακούσει τοΙμιτλερίμ, ήθελε να κλάψει τη χαμένη αγάπη, τις χαμένες ελπίδες, το χαμένο του Παράδεισο.
Στη Βηρυτό ήταν, όταν γνώρισε τον Νταν Χαρακιάν, Αρμενοαμερικάνο από το Μπόστον, που είχε έρθει να δει τους συγγενείς του. Σαν την είδε τρελάθηκε. Η βραχνάδα της, η ματιά της, το μελαμψό της μάγουλο, δεν έλεγαν να φύγουν από το μυαλό του. Κάθε βράδυ ήταν στο καφέ-αμάν. Την έπεισε και την πήρε μαζί του στη Βοστώνη.
Έτσι για άλλη μια φορά η Μελανίτσα άλλαξε όνομα. Έγινε Μελάν Χαρακιάν και η κόρη της η Μερτζανή, Μιρτζάν Χαρακιάν. Και έκλαψαν μαζί της οι πονεμένοι Ρωμιοί και οι Αρμένηδες του Μπόστον. Άκουγαν το Ιμιτλερίμ και θρηνούσαν τη χαμένη πατρίδα, τη χαμένη αγάπη, το χαμένο Παράδεισο.
Η βραχνή φωνή της Μελάν Χαρακιάν έγινε δίσκος στο γραμμόφωνο, έγινε σύμβολο της πονεμένης Ανατολής. Από το πλατάνι του Μπουνάρμπασι και τις λαγκαδιές του Κουρού-τεπέ, από τους τεκέδες του Πειραιά και τα καφέ αμάν της Βηρυτού, έφτασε στο Μπόστον. Κι έπειτα απλώθηκε σ’ όλο το Μασατσούσετ, στο Νιού Ίγκλαντ, στο Ιλινόι, στην Αστόρια, στο Νιου Τζέρσι.
-ο-ο-ο-
Σαν έφτασε η Μέλανι στο Μπουνάρμπασι και είδε την πλατεία με τα πλατάνια, ένας λυγμός πνίγηκε στο λαιμό της. Τραπεζάκια, τσάγια σε ποτηράκια, τουρίστες με κάμερες. κορίτσια με μαντίλες έτρωγαν παγωτό καϊμάκι. άντρες ρουφούσαν ναργιλέ. Στο βάθος ένας μιναρές υμνούσε τον Αλλάχ.
Κάθισε σε ένα τραπεζάκι. Ζήτησε να της φέρουν έλμαλου τσάγ και ένα σιμίτι. Απέναντι το παλιό κτίσμα με τα σκαλάκια και τα πράσινα παράθυρα. Ο ραγισμένος πέτρινος δικέφαλος αετός στο πανωπόρτι ξύπνησε τις μνήμες.
Ήταν το καυτό τσάι που της έκοψε την ανάσα ή η φωνή που ακούστηκε μέσα από το ανοιχτό παραθύρι;
Ιμιτλερίμ, αχ! χεκιλντί.
Πλησίασε. Μια μαντιλοδεμένη γιαγιά φάνηκε στο πρεβάζι. Τουρίστες με κάμερες έσπευσαν να τραβήξουν βίντεο.
-Νεϊλάν χανούμ, νε γκιουζέλ σάρκι, φώναξε ένας μουστακαλής από τον καφενέ προς τη φωνή που τραγουδούσε στο παραθύρι.
Άσκιμ γκερί, αχ! γκελμεγιετσέκ, συνέχισε η Νεϊλάν.
Γκιοζ γιασλαρίμ, αχ! ντοκούλουρκεν.
Κάμερες, βίντεο, φωτογραφίες, χαμός! Η Μέλανι μαγεμένη κάθισε στο σκαλί της πόρτας, κάτω από τον πέτρινο δικέφαλο. Το τραγούδι τέλειωσε, οι τουρίστες έφυγαν, τα κορίτσια τέλειωσαν το παγωτό τους, οι άντρες άφησαν τους ναργιλέδες και πήγαν στα σπιτικά τους να τσακωθούν με τις γυναίκες τους.
Απόμεινε η Μέλανι, στο σκαλί της πόρτας, κάτω από τον ραγισμένο πέτρινο δικέφαλο να αντικρίζει το πλατάνι. Στο μυαλό της κλωθογύριζαν τα λόγια της μάνας της: Αμερικάνα δεν είμαι. Από την Ανατολή βαστάω.
Και ξαφνικά όλα γίνανε καθαρά: ο Αχμέτ, η γιαγιά Μελανίτσα, η Μερτζανή, Ρωμιοί, Αρμένηδες, Τούρκοι ανάκατα κάτω από το πλατάνι.
Και ξεπήδησε μόνος του από μέσα της ο πόνος των απλών ανθρώπων:
Ιμιτλερίμ, αχ! χεκιλντί.
Θοδωρής Μπελίτσος
Ν. Σμύρνη, Μάιος-Ιούνιος 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου