Επιμέλεια Γιάννης Δημάκης
Μοναχός Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος, ὁ καί ἐπονομαζόμενος Παπουλᾶκος (1770 περί–18 Ἰανουαρίου 1861)Γεννήθηκε στο χωριό Άρμπουνα της επαρχίας Καλαβρύτων και αρχικά υπήρξε κρεοπώλης. Ήταν τελείως αγράμματος, όταν πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο.
Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν υπάρχουν πολλά βιογραφικά στοιχεία, καθώς ζούσε μία απλή συνηθισμένη ζωή ενός χωρικού, η οποία με τίποτα δεν προμήνυε αυτά που θα επακολουθούσαν. Από τις σωζόμενες επιστολές του, φαίνεται ότι ήξερε πολύ λίγα γράμματα, ίσως να είχε φοιτήσει στις πρώτες τάξεις δημοτικού σχολείου ή είχε διδαχτεί από κάποιον μοναχό ή ιερέα, λόγω της ανάγκης ανάγνωσης των εκκλησιαστικών βιβλίων.
Σε προχωρημένη ηλικία αρρώστησε βαριά, πιθανώς από τυφοειδή πυρετό και έμεινε αναίσθητος επί τρεις ημέρες. Η ανάρρωση του ήταν ξαφνική, αλλά το γεγονός αυτό, τον συγκλόνισε με αποτέλεσμα εξίσου αιφνιδιαστικά να παραδώσει την περιουσία του στα αδέλφια του και να εγκαταλείψει τα εγκόσμια.
Αρχικά μόνασε στην Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, ενώ αργότερα ασκήτεψε σε καλύβι κοντά στο χωριό του.
Έμεινε στην απομόνωση για περίπου 20 χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων έμαθε γραφή και ανάγνωση. Σε ηλικία 80 ετών πήρε την απόφαση να κηρύξει.
Η ευγλωττία και η ευστροφία ήταν σύμμαχοί του στο νέο ξεκίνημα, που έκανε στα 81 του χρόνια. Ο λαός τον υποδέχτηκε θερμά αφού είχε τον δικό του τρόπο να συνεπαίρνει το κοινό του. και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Παπουλάκος είχε αποκτήσει φανατικούς οπαδούς σε όλα τα χωριά των Καλαβρύτων....
Η φήμη του απλώθηκε σε όλη την Πελοπόννησο και οι αντιδράσεις του κόσμου άγγιζαν τα όρια του παροξυσμού. Σε όποιο χωριό επισκεπτόταν, το διψασμένο, για τον λόγο του Θεού, πλήθος, του επιφύλασσε υποδοχή Αγίου. Οι πιστοί φιλούσαν το χώμα που πατούσε, έκοβαν κομμάτια από τα ράσα του και τα φύλαγαν μαζί με τα εικονίσματα, ενώ κρατούσαν ακόμα και τα κουταλοπίρουνα που χρησιμοποιούσε, σαν φυλακτά.
Ο μικρός παππούς, ο Παπουλάκος λοιπόν, παρηγορούσε τον λαό και έκανε προφητείες, όπως ότι τα άθεα γράμματα θα καταστρέψουν τον τόπο. Εννοούσε όλα τα κείμενα που δεν ήταν στη αγία γραφή.
Κυρίως κήρυττε εναντίον της μοιχείας, της κλοπής και υπέρ της προσευχής. Μέσα από τα κηρύγματα του καυτηρίαζε την πολιτική της Βαυαρικής διακυβέρνησης και την συγκατάβαση σε αυτήν της Συνόδου της Εκκλησίας. Παραπέμφθηκε ενώπιον του Επισκόπου Καλαβρύτων, ο οποίος τον επέπληξε και του ζήτησε να περιορίσει τα κηρύγματα του.
Επίσης έλεγε, ότι θα έρθει καιρός που όλη η Ευρώπη θα γίνει ένα. Ο Όθωνας ήταν νοητός εωσφόρος, τα πλοία καρότσες του διαβόλου, η πρωτεύουσα πορνεύουσα, οι διορισμένοι επίσκοποι κατάσκοποι κ.ο.κ. Τα λόγια του άγγιζαν τον κόσμο, που συμφωνούσε με τις καταγγελίες του σε βάρος της εξουσίας....
Ο Παπουλάκος «όργανο» των Ρώσων.
Σύντομα, η φήμη του Παπουλάκου έφτασε και στους ομόδοξους Ρώσους, οι οποίοι έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τη δημοτικότητά του για πολιτικούς σκοπούς. Μέσω του Ρώσου πρεσβευτή στην Αθήνα, Κατακάζη, ιδρύθηκε το 1833 μια συνωμοτική οργάνωση, η «Φιλορθόδοξος Εταιρία». Επίσημος σκοπός της οργάνωσης ήταν, να εμποδίσει τον Όθωνα να χωρίσει την Ελληνική εκκλησία από το Πατριαρχείο. Στην ουσία όμως, η «εταιρία» απέβλεπε στην εξαφάνιση της αγγλικής επιρροής στη χώρα και στη στροφή της προς της Ρωσία. Οι επικεφαλής της οργάνωσης προσέγγισαν τον Παπουλάκο και, μετά από «πλύση εγκεφάλου», τον έπεισαν να κηρύττει, μαζί με τον λόγο του Θεού και τα συνθήματα της εταιρίας. Η επιρροή τους στο γέροντα ήταν τέτοια, που σύντομα ο Παπουλάκος μετατράπηκε σε μεγάλο εχθρό του Όθωνα και της Ιεράς Συνόδου. Άθελά του, είχε γίνει όργανο της ρωσικής προπαγάνδας. Στα κηρύγματά του αποκαλούσε τον βασιλιά «Ψωριάρικο γίδι» και έλεγε ότι πρέπει να «βαπτισθεί ή να εξοριστεί». Με τον λόγο του, έπειθε τον κόσμο πως για όλα τα δεινά, τα υπάρχοντα αλλά και τα μελλοντικά, υπεύθυνοι ήταν ο Όθωνας, οι Άγγλοι και η Ιερά Σύνοδος....
Αργότερα ο Παπουλάκος ξεκίνησε περιοδεία στην νότια Πελοπόννησο συγκεντρώνοντας χιλιάδες κόσμο στο πέρασμα του.
Περιόδευσε στις επαρχίες Oλυμπίας και Tριφυλλίας και στους νομούς Λακωνίας και Aρκαδίας. Aπό όπου περνούσε τον ακολουθούσαν αρκετοί χωρικοί και έτσι απέκτησε μια ακολουθία περίπου 2.000 οπλισμένων χωρικών.
Έκτος από το φανατισμένο πλήθος, τα κηρύγματα του Παπουλάκου έτυχε να ακούσουν και κάποιοι λειτουργοί του κράτους, όπως νομάρχες, δάσκαλοι και αστυνομικοί, που έσπευσαν να ενημερώσουν την κυβέρνηση, για την επικίνδυνη δράση του γέροντα. Μάταια καλούσαν τον καλόγερο οι άνθρωποι του Όθωνα να παρουσιαστεί στην Ιερά Σύνοδο. Εκείνος αδιαφορούσε και συνέχιζε ανενόχλητος το έργο του. Όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, άρχισαν οι προσπάθειες σύλληψής του. Όποιος επιχειρούσε, μετά από εντολή ή οικειοθελώς, να τον συλλάβει, έπεφτε πάνω στο μαινόμενο πλήθος, που τον υποστήριζε. Οι πιστοί ήταν τόσο φανατισμένοι, που δε θα δίσταζαν να θυσιάσουν και την ίδια τους τη ζωή, για να σώσουν τον «Άγιό» τους....
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης αναλαμβάνει δράση .
Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες, η δύσκολη αποστολή της σύλληψης του Παπουλάκου ανατέθηκε στον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, γιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Μάλιστα, στον Γενναίο Κολοκοτρώνη δόθηκε το δικαίωμα να στρατολογήσει και άντρες της πολιτοφυλακής, για να μπορούν οι άντρες του στρατού και της χωροφυλακής να αφοσιωθούν στη σύλληψη του γέροντα.
Ο Παπουλάκος κατέφυγε στην Μάνη για να σωθεί.
Ο στρατός έφτασε τη νύχτα, αλλά το πρωί βρέθηκε περικυκλωμένος από 2000 Μανιάτες. Ακολούθησε εξέγερση των Μανιατών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο στρατός έδινε μάχη σώμα με σώμα με τους οπαδούς του Παπουλάκου.
Σύντομα ο έμπειρος στρατηγός διαπίστωσε πόσο δύσκολο ήταν να συλληφθεί ο Παπουλάκος, χωρίς να επικρατήσει «εμφύλιος» στην Πελοπόννησο. Τότε αποφάσισε να κινηθεί στρατηγικά. Προσέγγισε τους έμπιστους του καλόγερου και προσπάθησε να τους πείσει ότι ο «Άγιος» ήταν απατεώνας. Αρχικά «αλλαξοπίστησε» ο επίσκοπος Ασίνης Μακάριος, που μέχρι τότε ακολουθούσε πιστά τον Παπουλάκο στις περιοδείες του και τον υποστήριζε φανατικά.
Η δωροδοκία του παπά.
Ο άνθρωπος, όμως, που οδήγησε τον Γενναίο Κολοκοτρώνη στον καλόγερο, ήταν ο παπα- Βασίλαρος, που ήξερε την κρυψώνα του. Λέγεται ότι ο παπά- Βασίλαρος δεν πείστηκε με τα λόγια, για την απάτη του Παπουλάκου και χρειάστηκε να τον δωροδοκήσουν, για να τον προδώσει.
Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει και ο στρατός έσφιγγε συνεχώς τον κλοιό γύρω του. Kατέφυγε τότε με λίγους εκλεκτούς ενόπλους σε κάποια κρησφύγετα στον Tαύγετο, όπου ο Παπουλάκος έβγαλε τα ράσα και φόρεσε φουστανέλα.
Τελικά, όταν οι άντρες πλησίασαν την κρυψώνα, ο Παπουλάκος παραδόθηκε στις 21 Ιουνίου 1852. Με αυστηρά μέτρα ασφαλείας, μεταφέρθηκε στην Πάτρα με το πολεμικό πλοίο «Όθων»στις φυλακές του Ρίου όπου έμεινε δύο χρόνια στην απομόνωση. Επρόκειτο να δικαστεί από το κακουργιοδικείο Αθηνών ως στασιαστής, αλλά τα γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου υποχρέωσαν τον Όθωνα να του δώσει αμνηστία.
Το 1854 εξορίστηκε σε ένα μοναστήρι στηνΆνδρο, όπου και απεβίωσε το 1861. Αν και παραπέμφθηκε στη δικαιοσύνη, ο καλόγερος δε δικάστηκε ποτέ. Οι αρχές φοβήθηκαν εξέγερση του πλήθους, σε ενδεχόμενη καταδίκη του και του έδωσαν αμνηστία. Τον κράτησαν, όμως, σε απομόνωση στη μονή Παναχράντου στην Άνδρο, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέχρι τον θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1863. Εκεί, τον επισκέπτονταν πιστοί από τα νησιά και κυρίως την Πελοπόννησο....
Η «αγιότητα» του Παπουλάκου αμφισβητείται μέχρι σήμερα. Οι μελετητές του αναφέρουν, ότι πρόκειται για έναν αγράμματο απατεώνα, που εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη του λαού για την πίστη. Υπάρχουν όμως και σήμερα πολλοί, ειδικά στην Πελοπόννησο, που μνημονεύουν τον καλόγερο και τον θεωρούν «Άγιο», που έκανε σημαντικές προφητείες και επαληθεύτηκε.
Κατά καιρούς έχουν γίνει εισηγήσεις από ανθρώπους της εκκλησίας, για επίσημη αγιοποίηση του Παπουλάκου. Η πιο πρόσφατες αιτήσεις ήταν αυτές του μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιου και του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, οι οποίες ακόμη εκκρεμούν. Ωστόσο, η μορφή του βρίσκεται αγιογραφημένη σε κάποιους από του ναούς της χώρας....
ΠΗΓΕΣ............
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου