Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

ΚΑΡΑΜΟΛΕΓΚΟΥ ΘΑΛΛΕΛΑΙΑ - ΙΑΚΩΒΙΝΑ " ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ, ΣΥΜΒΟΛΟ ΜΙΑΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ, ΕΝΟΣ ΑΛΥΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ, ΑΣΚΗΤΑΡΙΑ."




- "Περπάτα. Μη διστάζεις. Προχώρα. Τι κόβεις τον βηματισμό;" Το πρόσωπό του τρομαγμένο κοιτούσε πίσω του. Τέντωσε το δεξί του χέρι και έσπρωξε τον μπροστινό του, που μήτε μιλιά έβγαζε μήτε ιδρώτα. Παγωμένος έσερνε ένα καρότσι υλικά και υπάκουε, απλά υπάκουε. "Πιο γρήγορα, πιο γοργά, μπορείς! Θα μας φτάσουν, δεν καταλαβαίνεις. Σε λίγο ξημερώνει και θα μας προδώσει το φως".


Ο ήλιος ίσα που ξεπρόβαλε από την άκρη του πελάγους όταν έφτασαν μπροστά από τη μύτη ενός βουνού. Ανακουφισμένοι έκατσαν στην άκρη του κύματος και αγναντεύοντας λιγάκι την ανατολή σχεδίαζαν την ανάβασή τους. Πώς θα ήταν καλύτερο, πιο βολικό, λιγότερο επίπονο με τόσα υλικά, που κουβαλούσαν. Δεν ήταν από τούτο τον τόπο ούτε πολλοί, μονάχα πέντε, μα ήταν αρκετοί να μοιραστούν το βάρος. Ο γηραιότερος έφτιαχνε με τις πέτρες σπίτια και άρχισε να διηγείται μια ιστορία στους υπόλοιπους. Θα περίμεναν λίγο ακόμα να ξεκουραστούν κι έπειτα θα έπαιρναν το δρομάρι για τα απάτητα χώματα του βουνού μπροστά τους. Ήταν μακρύς ο δρόμος από τον Μονόλιθο και ο Άη Γιάννης ήταν βοηθός τους, πίστευαν κι έλεγαν κι έπαιρναν θάρρος.


Μήτε μια ώρα δεν πρόλαβαν να μετρήσουν οι δείκτες, όταν μία δάδα αναμμένη πλησίαζε προς το μέρος τους. "Ποιος είναι εκεί;" Τσίριξε ο ένας, μα ο διπλανός του, του βούλωσε το στόμα. "-Πέτρο, σστ" ψιθύρισε και με απαλές κινήσεις έκανε νεύμα στους άλλους να ετοιμαστούν. Είχε φτάσει η ώρα, η ώρα της ανάβασης. Έπιασαν με μια κίνηση όσα υλικά μπορούσαν, κάποια πετάχτγτηκαν στην άμμο, κάποια διασκορπίστηκαν, μα δε γύρισαν να τα μαζέψουν. Με έναν ταχύ βηματισμό κρύφτηκαν στο βουνό.

Τρεχαλητά ακούστηκαν στο σημείο, που κάθονταν πριν. Πλήθος κόσμου κρατούσε μια δάδα αναμμένη, μα ανάμεσά τους ένας, ο Παύλος, που σαν ψυχαναγκαστικά να τους ακολουθούσε φώναξε: " Ορίστε! Δεν είναι εδώ, λάθος κάνατε πάλι". Σύσσωμοι κινήθηκαν προς τα πίσω, δίχως να ψάξουν για στοιχεία. Μονάχα εκείνος που φώναξε, όταν πλέον οι άλλοι είχαν απομακρυνθεί αρκετά γύρισε το κεφάλι του στις πέτρες, είδε ένα αυτοσχέδιο σπιτάκι και με μια γρήγορη κίνηση του ποδιού του το γκρέμισε. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το βουνό, ένα κρυφό χαμόγελο ίσα που φάνηκε στα μάτια του και γύρισε ακολουθώντας το πλήθος. Ήταν σίγουρος πως ήταν καλά και αυτό του έφτανε.



Θαρρείς πως υπήρχαν στιγμές, ναι στιγμές, που άκουγες χτυπήματα στον βράχο, σαν να χτίζονται οικίες στο βουνό. Θαρρείς πως αν πήγαινες κοντά εκείνες τις μέρες άκουγες προσευχές και τραγούδια χαμηλά, φωνές να μιλάνε μεταξύ τους και λιγοστά γέλια τα βράδια και το πρωί πάλι σιωπή. Πρόσεχαν πολύ, να μην τους δει, να μην τους ακούσει ανθρώπου μάτι. Δεν ήταν και καθημερινοί άνθρωποι,είχαν συγκεκριμένο πρόγραμμα, μια άλλη ζωή, ήταν μοναχοί, ω μα τι λέω όχι, ήταν ασκητές. Ω ναι, ήταν εκεί στα ασκηταριά, όπως ο κόσμος το ονόμαζε και είχαν φτιάξει πολιτεία. Λίγοι από τους ανθρώπους ήθελαν να πλησιάσουν, οι περισσότεροι ήθελαν να τους διώξουν. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία. Πέντε μόνοι ασκητές σε ένα έρημο μέρος. Κυνηγημένοι να προσπαθούν να επιβιώσουν και να ευζωίσουν. 

Ο Πέτρος τα σκεφτόταν συχνά και στενοχωριόταν, απορούσε και φοβόταν. Μήτε μην τους κυνηγήσουν πάλι οι ντόπιοι, μήτε μην τους διώξουν. Μονάχα μην τον ανακαλύψουν οι δικοί του και οι άλλοι πως έδινε λεφτά, πως βοηθούσε έναν κάτοικο εκεί. Τον Παύλο. Του είχε πει πως αν μιλήσει στους συγχωριανούς του δε θα του ξαναδώσει τίποτα. Μα είχε μέρες να φανεί και μήνες. Και εκείνος προσευχόταν και προσευχόταν μη γίνει αυτό ακριβώς που δεν ήθελε. Μήπως αυτομόλησε με τους άλλους; Ρωτούσε και το Θεό και τη θάλασσα ακόμα, περιμένοντας κάποιο σήμα του... Μα τίποτα. Μονάχα στο όνειρό του έβλεπε την σκιά του Παύλου να τον πλησιάζει επιθετικά και μετά ξυπνούσε.

Εκείνη την ημέρα δεν ήθελε να ξημερώσει, δεν ήθελε να αντικρίσει τους άλλους για ακόμα μια φορά με τις τύψεις του, επειδή συναναστράφηκε με έναν κάτοικο. Ήταν απαράβατος όρος και αυτός με ευκολία τον καταπάτησε. Όπως και να είχε δικαιολογηθεί στον εαυτό του ότι ο Παύλος πεινούσε και τον βοήθησε, τίποτα δεν ανακούφιζε την σκέψη του. Πήρε μια μεγάλη ανάσα και την κράτησε. Ένιωθε ολοένα και πιο αδύναμος, ήξερε πως είχε φτάσει η ώρα, είχε τη διαίσθηση. Έκανε τον σταυρό του και περίμενε.



Φωνές άρχισαν να ακούγονται στο μονοπάτι, που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Φωτιά σπινθήριζε στον ουρανό, οι εναπομείναντες εκεί άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους και πήδηξαν σε μια βάρκα. Σίγουροι πως τους είχαν ανακαλύψει έφευγαν άτακτα και άφηναν πίσω ό,τι δεν μπορούσαν ταχέως να μεταφέρουν ή το ξεχνούσαν. Ένας όχλος έφτασε στο μέρος σε μερικά λεπτά, δεν τους πρόλαβαν, μονάχα κάτι απομεινάρια βρήκαν. Μεταξύ αυτούς και ο Παύλος κρατούσε ένα κερί αναμμένο και έψαχνε σημάδια από τον παλιό του φίλο.
"-Παύλο φεύγουμε εμείς, έλα" 
"-Πηγαίντε και έρχομαι" τους είπε "δε θα αργήσω". 

Ο κόσμος ίσα που διακρινόταν πια από την στροφή του βουνού, όταν εκείνος έμπαινε σε μία σπηλιά. Στον τοίχο της ήταν χαραγμένος ένας στρατιώτης. Τρόμαξε, πέταξε το κερί κάτω και το πάτησε να μην πάρει φωτιά. Αυτός στον τοίχο ήταν εκείνος. Η μορφή του του ταίριαζε απόλυτα. Η κάθε λεπτομέρεια. Έκανε ένα βήμα πίσω και έστριψε το κεφάλι του. Ήταν εκεί. Ήταν εκεί ο παλιός του φίλος. Ξαπλωμένος πάνω σε ένα ξύλινο κρεβάτι με διπλωμένα τα χέρια του και τα μάτια του κλειστά. Το ύφος του γαλήνιο και το πνεύμα του σε άλλες πολιτείες πλέον ταξίδευε. Ή ήταν κοντά του; Με βουρκωμένα μάτια τον πλησίασε. Δεν είχε σφυγμούς. 

Με μια απότομη κίνηση έσκυψε το κεφάλι του από πάνω του. Ένιωθε την αύρα του να τον κατακλύζει, τα δάκρυα κυλούσαν αδιάκοπα και άρχισε μονάχος του να ψιθυρίζει "Συγγνώμη, που τους οδήγησα εδώ, συγγνώμη που δε σε άκουσα, συγγνώμη... Εσύ με βοήθησες κι εγώ... Συγγνώμη. Με πίεσαν". Ένα γλυκό αεράκι κύλησε από πάνω του, σαν να του' χε δοθεί η συγχώρεση, σηκώθηκε του φίλησε το χέρι και απομακρύνθηκε κοιτώντας τη θάλασσα. "Θα ξαναρθω" του είπε, σύντομα, "μην ανησυχείς, δε θα σ' αφήσω έτσι. Θα ξαναφτάσω στα ασκηταριά και τότε όλα θα διορθωθούν". Το βήμα του επιταχυνόταν "Στο υπόσχομαι", είπε έντονα, "στην τιμιότητα και στη ζωή μου" και κατέβηκε γοργά τον βράχο κλαίγοντας.

"Μεγάλο μυστήριο θα' ναι πάντα αυτό το μέρος. Τα ασκηταριά χωριανοί και ποιος ξέρει πόσο καλοί άνθρωποι να' ταν" διαλαλούσε και έλεγε όπου περνούσε και όποιον κι αν έβλεπε. Τι κι αν τον περνούσαν για τρελό, σα μυστήριο πέρασε στις γενιές αυτός ο τόπος και οι άνθρωποί του. 
Δύσκολα πλέον τα φτάνεις, πιο δύσκολα τα περπατάς, μα ακατόρθωτο να νιώσεις την ιστορία τους. Τα Ασκηταριά. Μη φανταστείς! Εκείνα τα βράχια του αρχαίου βασιλιά Θήρα, όπως ο Παύλος προλόγησε, κρυφά θα κρατήσουν τα μυστικά τους εις έτι των αιώνων. Κοίταξα μία το βουνό και μία τη θάλασσα και έκλεισα τα μάτια. Ποιος ξέρει τι άλλα μυστικά μας κρύβει αυτός ο τόπος;


Πηγή Φωτογραφιών: Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιιτούτο 1896 & Συλλογή Εμμ. Λιγνού











,


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου