Το βιβλίο του Γιώργου Βλαχάκη "Γράμματα στην Αάβησαρ" Εκδόσεις "Ζάθεον Πυρ" θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 25 Ιουνίου στις 8:30 μ.μ. στο "Ελευσις & Υδράνη" Ευμολπιδών 9Α στον Κεραμεικό.
Το βιβλίο θα παρουσιάσουν οι :
Γιώργης Δρυμωνιάτης.
Γιάννης Λαγογιάννης,
Μαρία Στρίγκου και
Αγγελίνα Ρωμανού .
Τη βραδιά θα πλαισιώσει ζωντανά με την κιθάρα του ο Δημήτρης Ψαριανός.
Αργεντίνικο tango θα χορέψει η Στέλλα Δήμα με τον Edgar Avetikian.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Γεννήθηκα το Δεκέμβρη του 1955
στο Ηράκλειο, στην Κρήτη, από τον Λευτέρη και τη Σοφία. Κόρη περιμένανε. Μέχρι τα οχτώ
μου φορούσα μάλλινες φανέλες Ήμουνα αρρωστιάρης.
Ο πατέρας μου στο καφενείο και
στο κυνήγι έπαιρνε μαζί του τον αδελφό μου , τον Αλέξη. Μια φορά που με πήρε
μου έφυγε ο λαγός μέσα από τα χέρια. Τον σκοτωμένο έκανε.
Μεγάλωνα , έβγαλα το Δημοτικό, το
Γυμνάσιο, την Παιδαγωγική Ακαδημία της
πόλης μου.
Ερωτεύτηκα,
Αγάπησα και Ζω με τη Λουλίνα μου.
Προσπαθούσα τριάντα τέσσερα
χρόνια να γίνω καλός δάσκαλος στα παιδιά του Δημοτικού σ΄ όποιο σχολειό με
στέλνανε.
Τώρα είμαι συνταξιούχος .
Μα αλήθεια είναι πως είμαι ό,τι
ανάθρεψα μόνος μου, ό,τι μου δόθηκε ως εμπειρία ή πάθος ή λέξεις, ό,τι ξέχασα, ό,τι
με κάνει να ντρέπομαι, ό,τι στόλισα με χαμόγελα, ό,τι λαχτάρησα, ό,τι πίστεψα,
ό,τι με θύμωσε ή με εξόργισε, ό,τι έχω πει, ότι ονειρεύτηκα, ό,τι μου δίδαξαν,
ό,τι με ανάγκασαν, ό,τι πέταξα, ό,τι μουρμούρισα, ό,τι χάιδεψα, ό,τι με
χάιδεψε, ό,τι αγάπησα, ό,τι μούρθε και το έκανα, ό,τι με έκανε να μεθύσω, ή να τραγουδήσω, ό,τι με στάλαξε
με τα δάκρυά του, ό,τι φοβάμαι ή φοβήθηκα, ό,τι δεν έχω ακόμα πει, ό,τι
περπάτησα, ό,τι αγκάλιασα, ό,τι με αγκάλιασε, ό,τι διάβασα, ό,τι βαρέθηκα, ό,τι
νοσταλγώ ή νοστάλγησα, ό,τι χρησιμοποίησα, ό,τι αρνήθηκα, ό,τι δεν
επιθύμησα, ό,τι άφησα, ό,τι δεν ακολούθησα, ό,τι με έκανε να σιωπήσω, ό,τι μετάνιωσα,
ό,τι προσευχήθηκα, ό,τι με άφησε άυπνο, ό,τι με έκανε να χαθώ, ό,τι έχασα, ό,τι
θυμάμαι, ό,τι μου επέβαλε να ψευδολογήσω, ό,τι ....
Είμαστε όλοι οι άλλοι που πέρασαν
με κάποιο τρόπο δίπλα μας ή μέσα μας. Να η αιτία που αγαπώ τους ανθρώπους.
Να η αιτία που αγωνιώ για τα παιδιά. Να η αιτία που δεν φοβάμαι τον θάνατο.
Γ Βλαχάκης
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Σε σένα μιλάω.
Που αυτή η στιγμή διαβάζεις τούτη τη σελίδα.
Δε ξέρω ποια είναι η Αάβησαρ.
Μα κολυμπά στο αίμα μου .
Στο αίμα σου .
Αλήθεια σου λέω
Μοιάζει
σαν ένα καρφί, που στράβωσε,
σαν ένας κόκκος άμμου που δεν έφυγε,
σα μια λέξη που δεν ειπώθηκε,
σαν ένας κόμπος χαλάζι, που δεν πρόλαβε να φτάσει στη γη,
σαν ένα πέταλο μιας μαργαρίτας, που ποτέ δεν κόπηκε,
σαν ένα ζευγάρι παπούτσια, που ποτέ δεν ξεσκονίστηκε,
σαν ένα παλτό, που δε χρειάστηκε,
σαν ένα τραγούδι, που κολλάει,
σα μια ζωγραφιά που δεν τελείωσε,
σαν ένας αποχαιρετισμός που σιώπησε,
σαν ένας λυγμός , που δεν
έφερε δάκρυ κανένα,
σα μια άσπρη γραμμή από κιμωλία, που δε σβήστηκε,
σα παιδικό παιχνίδι, που δεν έσπασε,
σα μια γουλιά κρασί, που έμεινε στο ποτήρι,
σαν ένα χάδι, που απλώθηκε πάνω σ’ ένα κύμα,
σαν ένα παράθυρο μισάνοιχτο,
σαν ένα χαμομηλάκι κι ένα κρινάκι της θάλασσας, αμίλητο,
σαν ένα γέλιο, που κρύφτηκε,
σα μια φωτογραφία, που έπεσε από το άλμπουμ,
σαν το βλέμμα ενός
τροχονόμου που κουράστηκε,
σαν το φανάρι του δρόμου, που τρεμοσβήνει,
σαν παραμύθι της γιαγιάς, που δεν τελείωσε ποτέ,
σα μια σκηνή από ένα έργο στα προσεχώς,
σα τη γεύση απ’ το γλυκό της μάνας που κλέβαμε,
σαν την ελιά, που δε μαζεύτηκε και την άφησαν στη τύχη της,
σαν ένα κομμάτι ήλιου, που πέρασε αλώβητο το κρύσταλλο του
πολυελαίου στο σαλόνι,
σαν ένα γράμμα γραμμένο πάνω στη σκόνη,
σα μια χειραψία, που έμεινε μετέωρη,
σα περπάτημα στο σκοτάδι,
σα φθόγγος άγνωστος , που στριμώχτηκε σε μια λέξη,
σα χνάρι πάνω στο σώμα ενός φακίρη,
σαν το χαμόγελο ενός κούρου,
σαν την αγωνία ενός μολυβιού, που δεν έχει μύτη,
σαν μια αφίσα, που ανεμίζει περήφανη και μισοξεκολλημένη,
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Λένε οι παλιοί
Λένε οι παλιοί,
τα βράδια στις ψαροταβέρνες,
από κείνες που είναι φτιαγμένες πρόχειρα
και αγαπούν τα κύματα
πως κάποτε, λέει,
έστυψες ένα κομμάτι
από την επιδερμίδα του χεριού σου
και μια στάλα βγήκε
και τη βύθισες στη θάλασσα
κι η θάλασσα σε ρούφηξε
κι από τότε γίνηκε μπλε...
Και πως η άμμος ζήλεψε
και κάτι σου ζήτησε ,
να της δώσεις
και δάγκωσες, λέει. ένα φιλί σου
και τη μπουκιά
της πέταξες,
όπως πετάει κάποιος ένα κόκαλο
σ’ ένα πεινασμένο σκύλο
που τον περιτριγυρίζει.
κι έτσι η άμμος γίνηκε μελένια
και χρυσαφένια μαζί .
Κι αργότερα, λένε οι παλιοί ,
πως τα χάδια σου γινήκανε σύννεφα άσπρα
και πως οι λέξεις σου
φτιάξανε τη βροχή
κι η σιωπή σου τους ανθρώπους.
Τα λουλούδια , λένε,
όταν πια έχουν μεθύσει ,
γινήκανε από τα βήματα σου
και πως ο αέρας
έγινε από το βλέμμα σου.
Μετά τους πιάνει το πρωί .
Και σταματούν να λένε ιστορίες.
Ξαφνικά
Έβγαλες
στα ξαφνικά, μικρή μου Αάβησαρ, την επιδερμίδα σου και την
άφησες απαλά πάνω
στη κούνια.
Κι
έπιασε τις αλυσίδες, που την κρατούσαν κι άρχισε να κουνιέται
δυνατά. Κι η
θλίψη μες στα μάτια σου γελούσε.
Είχε
συννεφιά θυμάμαι.
Μα
μια μικρή ρυτίδα , εκείνη που γέννησες
ένα πρωινό, έκανε με τα
πόδια της μια
τρύπα στον ουρανό.
Το
φως που φάνηκε, ντροπαλό και με μάγουλα κόκκινα, έγινε μια
ομίχλη από χώμα και
νερό, που άρχισε να απλώνεται σιγά σιγά. Και τα
χέρια σου χορτάριασαν.
Μικρές
τουλίπες ξεπρόβαλαν και κρίνοι και χαμομήλια.
Άλλη
ελπίδα δε σου έμενε παρά να γίνεις καταιγίδα, που με μια στάλα
της όλα να τα
παρασύρει και να μείνουν μόνο οι ρίζες
τους μέσα στο
κρέας των λογισμών σου.
Μα
έγινες θάλασσα.
Κι
ένα κύμα άρπαξε στην αγκαλιά του ό,τι είχε μείνει πάνω στη κούνια
και σ' έντυσε.
Από
τότε κυκλοφορείς γυμνή στα μάτια των αντρών.
Που
κατρακυλάνε παιχνιδιάρικα στη σχισμή του στήθους σου.
Βουβοί.
εραστές της σιωπής σου.
Να το θυμάσαι.
Να το θυμάσαι.
Θα έρθει καιρός που
οι δρόμοι θα
έχουν απλωμένα τα πρόσωπά μας.
Ανέκφραστα.
Έτσι που ο καθένας
να τραβάει για όπου θέλει.
Θα υπάρχει κι ένα τρακτέρ
διπλωμένο
στις άκρες των δρόμων.
Για να σπέρνει ο καθένας τα χαμόγελά του.
Μόνο αυτά θα διατίθενται
για σπορά.
Θα βρίσκουμε σακούλες
γεμάτες με σύννεφα .
Έτσι για τη διακόσμηση τους
αν αυτό απαιτείται.
Οι δρόμοι τότε θα είναι
γεμάτοι
από άδεια παπούτσια.
Και ρούχα θα υπάρχουν.
Πεταμένα από δω κι από κει.
Να το θυμάσαι.
Θa ‘ρθει καιρός που
δε θα χρειάζονται τα ονόματά μας.
Τι να τα κάνει ο χρόνος;
Α...ξέχασα να σου πω
πως
θα υπάρχει μόνο ένα μεγάλο
χρωματιστό ρολόι.
Λυπημένο.
Δίχως δείκτες.
Και οι άνθρωποι δε θα μιλούν.
Θα έχουν ξεχάσει τις λέξεις.
Θα είναι όλοι κωφάλαλοι.
Μόνο χειρονομίες θα διεκδικούν.
Και θα κοιτάζονται στα μάτια.
Μην ξαφνιάζεσαι που γδύνομαι
Μην ξαφνιάζεσαι που γδύνομαι . Μόνο έτσι μπορώ να σε πλησιάσω . Τα ρούχα μυρίζουν τα βλέμματα των άλλων. Χαμογελάς. Ντρέπομαι. Θυμάμαι τότε που είχα φτερά κι έκρυβα εύκολα τη γύμνια μου. Τώρα εδώ που είμαι, γίνανε τα χέρια μου φτερά. Σκούρα και σκληρά και μικρά κι ασήκωτα… Τι ;;;...Δε με βλέπεις;;;… Ναι… η γύμνια κάνει διάφανα τα σώματα. Για να μπαινοβγαίνουν στα όνειρα . Κρατώντας κρινάκια της θάλασσας. Μόνο αυτά μένουν πάνω στα μάρμαρα , τα καλογυαλισμένα και φροντισμένα από τη μνήμη . Που δε λέει να βγάλει το σκασμό… Που πας ;;;;…Μη φεύγεις… «…Πάω να περπατήσω στους δρόμους που ξεχάστηκαν κι έχουν φώτα αναμμένα… Κι ας είναι μέρα…» .. Δεν υπάρχουν πια αυτοί οι δρόμοι , μικρή μου Αάβησαρ… Σε συμβουλεύω να συντροφέψεις ένα τυφλό. Είμαι σίγουρος πως θα σε οδηγήσει σε μένα. Οι τυφλοί θυμούνται. Όπως τ’ αγάλματα, τον πηλό που τα γέννησε.
ανωνυμος Τόση τρυφεράδα μου πονάει την καρδιά Γιώγργο. ''σαν μια αφίσα, που ανεμίζει περήφανη και μισοξεκολλημένη,΄΄ σαν σεξ που τελείωσε μόνο στην φαντασία.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ...ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ....
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά Γιώργο!! Καλοτάξιδο το βιβλίο σου :))
ΔιαγραφήΩραία ποίηση από καρδιάς!!!!!! Συγχαίρω για την ευαισθησία και την ευελιξία του στίχου !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήανωνυμος
ΑπάντησηΔιαγραφήΤόση τρυφεράδα μου πονάει την καρδιά Γιώγργο.
''σαν μια αφίσα, που ανεμίζει περήφανη και μισοξεκολλημένη,΄΄
σαν σεξ που τελείωσε μόνο στην φαντασία.
Γιώργος Βλαχάκης...Ο άνθρωπος που αγγίζει τις ψυχές...!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή