Πόσο μπορείς ένας άνθρωπος να αντέξει την απομόνωση και
την μοναξιά; Πως μπορεί ένας άνθρωπος και η κοινωνία ολόκληρη να δεχτεί την διαφορετικότητα
ενός ανθρώπου; Σε έναν κόσμο όπου στερεότυπα και προκαταλήψεις, παραμένουν
μέχρι και σήμερα αναλλοίωτα στο χρόνο.
Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω ότι
αυτή μου η διαφορετικότητα θα προκαλούσε αργότερα σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή
μου...
16 χρονών ήμουν όταν παράτησα το
σχολείο. Η μάνα μου προσπαθούσε χωρίς όμως αποτελέσμα, να με αποτρέψει από αυτή
μου την απόφαση. Ο λόγος που το παράτησα; Δεν έβρισκα τίποτα που να γεμίζει την
άδεια μου ψυχή. Η απόρριψη είχε χτυπήσει από νωρίς την πόρτα μου. Η ταμπέλα του
ομοφυλόφιλου χτυπούσε σαν ρετσινιά στο πρόσωπο και την ψχή μου. Άρχιζα να
δουλεύω ως βοηθός αρτεργάτη 12 ώρες την ημέρα νομίζοντας πως με αυτό τον τρόπο
θα κοίμιζα την λύπη που κατέτρεχε μέσα
μου. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα...
................................
Τα χρόνια περνούσαν και εγώ μόνος μου
πλέον έχοντας φύγει από τους γονείς μου λίγους μήνες μετά την απόλυση μου από
το στρατό, κατέφυγα στην Κέρκυρα για να βρω όπως έλεγα τον εαυτό μου. Εκεί
δούλεψα ως βοηθός σε ζαχαροπλαστείο και παράλληλα παρακολουθούσα μαθήματα σε
μια ιδιωτική σχολή ζαχαροπλαστικής.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως από την μια
στιγμή στην άλλη βρέθηκα ανάμεσα σε υπόκοσμο και να τρυγυρνάω στα μαύρα
καταγώγια του νησιού. Αγοραίοι έρωτες και ναρκωτικά έγιναν πλέον η καθημερινή
μου εικόνα. Η ανάγκη μου για χρήματα μετά την απόλυση μου από το ζαχαροπλαστείο
και αφού πουθενά αλλού δεν έβρισκα κενή θέση εργασίας, ήταν η αιτία να
αναγκαστώ να δουλέψω σε ένα από τα πιο κακόφημα μαγαζιά της νύχτας ως μπάρμαν.
-
Θ
α σε συστήσω σε έναν καλό μου φίλο και θα δουλέψεις για εκείνον. Ό,τι βλέπεις
και ότι ακούς κράτα το στόμα σου κλειστό. Για το δικό σου καλό φυσικά.
Αυτά ήταν τα λόγια του φίλου μου λίγο
πριν με συστήσει σε αυτόν τον άνθρωπο και ξέροντας πως και ο ίδιος ήταν λίγο –
πολύ μπλεγμένος με την νύχτα.
Ο Μάρκος, όπως τον αποκαλούσαν οι άνθρωποι της
νύχτας, χωρίς να γνωρίζω αν αυτό ήταν το
πραγματικό του όνομα, ήταν ένας ψηλός και γεροδεμένος τύπος με μαύρα μαλλιά και
ένα ψυχρό βλέμμα στο πρόσωπο του. Ήταν ιδιοκτήτης του μαγαζιού τα τελευταία δύο
χρόνια και όλο αυτό τον καιρό είχε φροντίσει να έχει ένα ΄΄καλό΄΄ όνομα στην
΄΄πιάτσα΄΄.
Κρύος ιδρώτας έσταζε στο πρόσωπο μου σε
κάθε μικρο – εξυπηρέτηση που μου ανέθετε επιπλέον ο Μάρκος.
Κανείς από την οικογένεια μου δεν ήξερε
δεν ήξερε τίποτα για τις καινούριες μου δραστηριότητες. Καθησύχαζα τους γονείς
μου ότι όλα κυλούσαν όμορφα στο νησί και πως συνέχιζα κανονικά στη δουλειά μου
και στην ιδιωτική σχολή την οποία όμως είχα και αυτή παρατήσει μετά την απόλυση μου.
Λίγους μήνες αργότερα και ενώ συνέχιζα
να δουλεύω και να συχνάζω πλέον στα σοκάκια της άγριας νύχτας αναζητώντας το
εύκολο χρήμα ένα ακόμη χτύπημα ήρθε να ταράξει και πάλι την ζωήμου. Ο τραγικός
θάνατος των δύο αδερφών μου με συγκλόνισε όσο τίποτε άλλο στο κόσμο.
Σοκαρισμένος κατέβηκα την ίδια κιόλας ημέρα στην Αθήνα για να είμαι κοντά στους
γονείς μου. Αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Πέθαναν και οι δύο ακαριαία. Αυτό μονάχα έμαθα. Ένα γεγονός που δεν μοιράστηκα
ποτέ με κανέναν και προτίμησα για ακόμη μια φορά να κλειστώ στον εαυτό μου και
λίγες εβδομάδες μετά γύρισα πάλι στο νησί.
Ξαναεπέστρεψα στο κακόφημο μαγαζί όπου
δούλευα αφού ήταν το μόνο που μου εξασφάλιζε εύκολο χρήμα και σιγουριά.
Κάτι όμως μέσα μου ένιωθα ότι είχε
αλλάξει. Τα χνώτα των ανθρώπων που σύχναζαν κάθε μέρα στο μαγαζί, μού
προκαλούσαν μια δυσφορία αφήνοντας μια παγωμένη έκφραση στο πρόσωπο μου.
-
Εσύ
δεν κάνεις για τα δικά μας στέκια.
Η φωνή του Ιορδάνη με έκανε να γυρίσω
ξαφνιασμένος προς το μέρος του την ώρα που έφερνα καθαρά ποτήρια από την
κουζίνα.
Ήταν γύρω στα 40 και δούλευε στο μαγαζί
τουλάχιστον 10 χρόνια. Ήταν γεροδεμένος τύπος, όχι πολύ ψηλός και τα ανοιχτά
γαλαζοπράσινα μάτια του έκρυβαν ένα καθαρό βλέμμα.
- Τι εννοείς; τον ρώτησα απορημένος.
- Ερμή, σε ξέρω τόσο καιρό. Δεν μιλάς
πολύ αλλά από τα λίγα που έχουμε μοιραστεί εμείς οι δύο έχω καταλάβει πολλά για
‘σένα. Φύγε από εδώ όσο έχεις καιρό. Γύρνα πίσω στην οικογένεια σου και ξεκίνα
μια καινούρια ζωή. Και αλήθεια; Γιατί δεν συνεχίζεις τις σπουδές σου; Αν
θυμάμαι καλά σου άρεσε να ζωγραφίζεις...
- Μα πώς να συνεχίσω τις σπουδές μου;
Με δουλεύεις; Πλησιάζω πια τα 30 και εκτός αυτού δεν έχω αν θυμάσαι ούτε καν
απολυτήριο Λυκείου.
Η ειρωνία στο πρόσωπο μου ήταν εμφανής
αφού δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο της συζήτησης που είχε ανοιχτεί.
- Φίλε μου, υπάρχουν και τα βραδινά...
συνέχισε ο Ιορδάνης γελώντας με την γεμάτη επιπλέον απορία έκφραση στο πρόσωπο
μου και με τον ίδιο στομφατικό τόνο στη φωνή του.
- Εκεί να ξέρεις δεν υπάρχουν όρια
ηλικίας. Ποτέ δεν είναι αργά για να κάνεις μια καινούρια αρχή. Μην κοιτάς
εμένα...Εγώ ξέφτισα πια..Φύγε λοιπόν εσύ από εδώ όσο είναι καιρός....
........................................................
Το κουδούνι χτύπησε. Οι μαθητές έτρεξαν
γρήγορα στο αμφιθέατρο για να πιάσουν όσοι μπορούν τις μπροστινές θέσεις. Θα
παρακολουθούσαμε ένα ντοκιμαντέρ για την Τένεδο και την Ίμβρο με αφορμή το
μάθημα της Ιστορίας. Κάθισα στην 4η σειρά ΄΄κρατώντας΄΄ και δύο
ακόμη θέσεις για τις δύο καλές μου φίλες. Την Αριάδνη και την Λυδία. Ήταν 8
χρόνια μικρότερες από εμένα αλλά αυτό δεν με εμπόδισε στο να δεθώ γρήγορα μαζί
τους και να κάνουμε μαζί σχέδια για το μέλλον και τις σπουδές.
4 χρόνια πέρασαν από τότε που άφησα
πίσω μου το παρελθόν. Τώρα πια δεν φοβόμουν τίποτα. Ούτε χρειαζόταν πια να
κρύβομαι. Παρέμενα βέβαια κλειστός στον εαυτό μου, μα είχα πλέον λίγους και
καλούς φίλους που δέχτηκαν αυτό που είμαι.
Το φως του κτιρίου γέμιζε τόσα χρόνια με
δύναμη την ψυχή μου. Και όχι μόνο την δική μου απ’όσο μπόρεσα τόσα χρόνια να
καταλάβω. Συνάντησα πολλά παιδιά εκεί μέσα που το καθένα έκρυβε ένα παρελθόν
που ήθελαν να ξεχάσουν. Κάτι καινούριο που ήθελαν να δοκιμάσουν. Και μέσα από
το σχολείο γεννήθηκε μέσα τους μια ελπίδα ότι μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο
στη ζωή του. Όπως και εγώ. Όπως και οι δύο φίλες μου. Όσο για τους καθηγητές; Ήταν όλοι τους εκεί και
για τον καθένα χωριστά... Αυτό ήταν αλήθεια κάτι που δεν περίμενα να
αντιμετωπίσω όταν πήρα την απόφαση να ξεκινήσω ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή
μου. Η κα Μελίνα μάς έδειχνε πάντοτε την σιγουριά ότι θα τα καταφέρναμε. Εγώ
και η Λυδία στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και η Αριάδνη στην Θεατρολογία
Αθηνών.
Τελικά το σακίδιο στον ώμο μου έγινε το
πιο γλυκό μου βάρος.
Ο Πέτρος Προδρομίδης είναι μαθητής της Β' τάξης του σχολείου μας .Σεμνός και με ήθος και ευγένεια που σπανίζουν στις μέρες μας, έχει αποδείξει ότι διαθέτει πολλές ικανότητες που μας εκπλήττουν κάθε στιγμή.ξεπερνώντας τον ίδιο του τον εαυτό.Πρωταγωνιστής στα θεατρικά μας ,τώρα και συγγραφέας,μας δίνει τη σιγουριά ότι θα πετύχει και τον απώτερο στόχο του :να περάσει στη Γυμναστική Ακαδημία.( Από το βιβλίο)
Το διήγημα αυτό εντάσσεται στη Συλλογή Διηγημάτων "Μη μετράς τα χρόνια ..." του Εσπερινού Λυκείου Καλλιθέας .
Ειδική αναφορά έχουμε κάνει στη διεύθυνση:
EJAIRETIKO
ΑπάντησηΔιαγραφήBRAVO