Η Κυριακή της 17ης Ιουνίου 2012, ημέρα εθνικών εκλογών, ήταν καλοκαιρινά περίλαμπρη. Πήγα να ψηφίσω κεφάτος κατά το μεσημέρι στην αίθουσα ενός δημοτικού σχολείου, στην παλιά πόλη. Ωστόσο, όταν παραμέρισα το μπλε παραβάν, αντί για τον αναμενόμενο πάγκο με το στιλό, αντίκρισα μια κοντή πόρτα. Την άνοιξα παραξενεμένος, κατέβηκα μερικά σκαλοπάτια και διάβηκα ένα θαμπό διάδρομο που οδηγούσε σε μια καινούργια πορτούλα. Ξανά κατηφορικά σκαλιά και νέος διάδρομος, στενότερος και χαμηλότερος του πρώτου – κι αυτό επαναλαμβανόταν συνεχώς. Είχα εισχωρήσει από απερισκεψία σε μια σκοταδερή κατωφερή γαλαρία. Καθώς σε λίγο δεν έβλεπα καθόλου, χρησιμοποιούσα τα ψηφοδέλτια σαν μικρά δαδιά, που τ’ άναβα με τα σπίρτα μου. Οι διάδρομοι ολοένα στένευαν και χαμήλωναν, κι έτσι αναγκάστηκα να τους διασχίζω πρώτα λοξά, ύστερα σκυφτός και στο τέλος σχεδόν έρποντας. Κι όσο σερνόμουν σ’ εκείνα τα λαγούμια, άκουγα πίσω μου τα περάσματα να κλείνουν τριζοβολώντας, απαγορεύοντάς μου κάθε επιστροφή προς την ηλιόλουστη επιφάνεια. Έπειτα από ώρα εξαντλητικής καθόδου, ανοίγοντας ακόμα ένα πορτάκι, ορθώθηκα κατάπληκτος μέσα σε κάποια υπόγεια κάμαρα στο κέντρο της οποίας στεκόταν μια καμπουριασμένη, αναμαλλιάρα, γεμάτη πλαδαρές πέτσες γριά. Ο χώρος μόλις που φωτιζόταν από ελάχιστα κεριά, μύριζε θυμίαμα, ενώ οι τοίχοι ολόγυρα ήσαν καλυμμένοι με ράφια κατάφορτα από οστά. Η γριά, ατάραχη, σαν να με περίμενε, μου εξήγησε με βραχνή φωνή ότι βρισκόμουν στο πατρογονικό μου οστεοφυλάκιο και ότι αυτή ήταν η μόνιμη συντηρήτριά του. Και δίχως δεύτερη κουβέντα, γραπώνοντάς με απ’ τον καρπό, άρχισε ν’ ακουμπά την παλάμη μου πάνω σε νεκροκεφαλές σαλαμινομάχων ναυτών και Μακεδόνων φαλαγγιτών, βυζαντινών ακριτών και φουστανελοφόρων επαναστατών, φαντάρων του '40 και μαχητών του ΕΛΑΣ, εξεγερμένων φοιτητών και Κύπριων εθνοφυλάκων. Φρικιώντας, θέλησα απεγνωσμένα τη φυγή, αλλά πλέον δεν υπήρχε καμία διέξοδος. Ήμουν οριστικά εγκλωβισμένος στο ένδοξο οστεοφυλάκιο μαζί με την αρχαία, μισότρελη γριά, που χάιδευε τα κόκαλα με απέραντη τρυφερότητα λέγοντάς μου πως όλοι αυτοί οι δικοί μου υπήρξαν κάποτε οι παθιασμένοι εραστές της…
Τινάχτηκα κάθιδρος και με στεγνωμένο στόμα. Δόξα τω Θεώ, δεν ήταν παρά μονάχα εφιάλτης. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου ανακουφισμένος για να πιω λίγο νερό, όμως η πόρτα του δωματίου μου ως διά μαγείας είχε εξαφανισθεί, το ίδιο και τα παράθυρα. Αμέσως κατάλαβα: Τώρα βρισκόμουν παγιδευμένος στην επάνω, στη σημερινή Ελλάδα. Πήρα ήσυχα μια κηρομπογιά και σχεδίασα στο ταβάνι μια γαλανή τρύπα με λευκά κάγκελα – την ελληνική σημαία άθελά μου ζωγράφισα! Δεν νοείται φυλακή χωρίς φεγγίτη και μια στάλα ουρανό, σκέφτηκα προτού ξανακοιμηθώ.Φίλιππος Φίλιας
Μάνος Χατζιδάκις – Το Εμβατήριο της Μελισσάνθης
Δυστυχώς ο εφιάλτης παραμένει.Πιο αλτικός από ποτέ όσο υπάρχουν σύνορα.Πιο φτωχός από ποτέ όσο κραδαίνουν σημαίες αστερίσιες.Εκείνο το υπόγειο δεν το επισκέφτηκες απλά.Θα συναντηθούμε εκεί.Και κράτα μια γωνιά να τα πούμε ραγιάδικα.Στα ρακάδικα της λύπης.Πένθος είναι η Ελλάδα,πάντα πένθος.
ΑπάντησηΔιαγραφή