Γράφει ο Γιάννης Δημάκης
Η υφαντική αποτελεί μία από τις βασικές οικοτεχνικές δραστηριότητες τόσο στην αρχαιότητα, όσο και μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής προβιομηχανικής κοινωνίας και είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη γυναικεία δραστηριότητα, καθώς προορίζεται για αυτοκατανάλωση μέσα στα όρια του οίκου. Παράλληλα, αποτελεί σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας της οικογένειας της οικίας και για το λόγο αυτό συναντάται στηγλώσσα, στους μύθους, στη λατρεία, αλλά και στις διάφορες μορφές της τέχνης των αρχαίων, πηγές χάρη στις οποίες αντλούμε σήμερα ένα σύνολο σχετικών πληροφοριών για όλα τα επιμέρους στάδια των υφαντικών εργασιών.
Η υφαντική αποτελεί μία από τις βασικές οικοτεχνικές δραστηριότητες τόσο στην αρχαιότητα, όσο και μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής προβιομηχανικής κοινωνίας και είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη γυναικεία δραστηριότητα, καθώς προορίζεται για αυτοκατανάλωση μέσα στα όρια του οίκου. Παράλληλα, αποτελεί σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας της οικογένειας της οικίας και για το λόγο αυτό συναντάται στηγλώσσα, στους μύθους, στη λατρεία, αλλά και στις διάφορες μορφές της τέχνης των αρχαίων, πηγές χάρη στις οποίες αντλούμε σήμερα ένα σύνολο σχετικών πληροφοριών για όλα τα επιμέρους στάδια των υφαντικών εργασιών.
Η υφαντική αποτελεί αγαθό συσχετιζόμενη αποκλειστικά με τη γυναίκα στην οποία ανήκε η ευθύνη για την παραγωγή των υφαντών, κατά την προϊστορική και κλασική αρχαιότητα, όταν δηλαδή προοριζόταν για αυτοκατανάλωση μέσα στα όρια του σπιτιού και της οικογένειας. Παρ' όλα αυτά, εργαστήρια υφαντουργίας που παρήγαγαν και πολυτελή υφάσματα υπήρχαν σε διάφορα μέρη του ελληνικού κόσμου.
Η υφαντική, όρος γενικός και αμφίσημος, περιλαμβάνει τη συγκεκριμένη τεχνική της ύφανσης, δηλαδή της διαπλοκής των νημάτων για την παραγωγή του ενδύματος, αλλά ταυτόχρονα δηλώνει και ολόκληρο το σύνθετο κύκλο παραγωγής των υφασμάτων, περιλαμβάνοντας δηλαδή και διάφορες επιμέρους τεχνικές, όπως η βαφική και η νηματουργία. Οι πληροφορίες που διαμορφώνονται μέσα από τη μελέτη του υλικού, μαρτυρούν ότι από πολύ νωρίς στον ελλαδικό χώρο υπήρχε μία συσσωρευμένη γνώση η οποία αφορούσε τα διάφορα στάδια παραγωγής των υφασμάτων και η οποία επέτρεπε την άσκηση διαφόρων μορφών ελέγχου επάνω σε αυτά.
Η πλούσια σωζόμενη εικονογραφία αποτυπώνει μία πληθώρα υφασμάτων κάθε λογής, με πολύπλοκα σχέδια και ποικίλα χρώματα, γεγονός που προϋποθέτει μία μακρόχρονη ιστορία με πλήθος πρώτων υλών, εργαλείων, υπολογισμών, ανθρώπινου χρόνου και τεχνικών γνώσεων. Λόγω του φθαρτού του υλικού τους, τα διατηρημένα υλικά κατάλοιπα είναι περιορισμένα αλλά και μοναδικά, καθώς τα υφάσματα είναι άκρως ευαίσθητα οργανικά υλικά και έτσι αποτελούν ένα σπάνιο αρχαιολογικό εύρημα.
Τα ενδύματα, το τελικό προϊόν της υφαντικής, άμεσα συσχετιζόμενα με την ταυτότητα, την κοινωνική θέση, την ιδεολογία και το φύλο, η κύρια μαρτυρία δηλαδή από την οποία οι αρχαιολόγοι θα μπορούσαν να εξάγουν τα συμπεράσματά τους, απουσιάζουν. Έτσι οι πληροφορίες εξάγονται αποκλειστικά από τις αναπαραστάσεις, απ' όλες δηλαδή αυτές τις μορφές της τέχνης όπου απεικονίζονται τα διάφορα είδη των αρχαίων ενδυμάτων.
Κατά συνέπεια οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την τεχνολογία της υφαντικής διαδικασίας προέρχονται τόσο από τα υπόλοιπα υλικά κατάλοιπα, όπως από τα σφοντύλια ή τις αγνύθες που σώθηκαν στο χρόνο λόγω του άφθαρτου υλικού τους, όσο και από τις προαναφερθείσες πηγές της τέχνης.
Ο πλούτος όλων αυτών των εικονογραφικών παραστάσεων καταδεικνύει τον υψηλό βαθμό τεχνογνωσίας της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας ως προς την παραγωγή των υφασμάτων, μέσα από μία αλληλουχία πολύπλοκων διαδικασιών.
Η όλη διαδικασία για την παραγωγή ενός υφαντού ξεκινούσε ουσιαστικά από την κουρά των προβάτων και την ταλασιουργία, ενώ σε δεύτερο στάδιο αφορούσε τη νύσι, το στήσιμο του αργαλειού, το στημόνιασμα, την ύφανση του υφαντού και τέλος την επεξεργασία των υφαντών σε ειδικά εργαστήρια, τα κναφεία.
Η Αθηνά ήταν η προστάτιδα της υφαντικής τέχνης, την οποία είχε διδαχτεί από τους Κύκλωπες. Όταν οι θεοί έπλασαν τους ανθρώπους, η Αθηνά δίδαξε με τη
σειρά της την υφαντική στην πρώτη γυναίκα, την Πανδώρα
Χωρίς να μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πότε γεννήθηκε η υφαντική, τις
πρώτες ενδείξεις για ρούχα τις συναντάμε ήδη στην προϊστορία. Έχουν βρεθεί βελόνες ραψίματος ακόμα και από την Παλαιολιθική εποχή!
Από τη Νεολιθική εποχή (6800-3200 π.Χ.) και την Εποχή του Χαλκού (3200-1100 π.Χ.) έχουν βρεθεί πολλά εξαρτήματα υφαντικής (σφοντύλια), αποτυπώματα υφασμάτων σε αγγεία, ίχνη υφασμάτων, καθώς και σπόροι λιναριού. Οι
πινακίδες της μυκηναϊκής Γραμμικής Β, της πρώτης γραφής της ελληνικής γλώσσας, αναφέρουν το λινάρι και το μαλλί. Από τα στοιχεία αυτά συμπεραίνουμε ότι το λινάρι χρησιμοποιήθηκε στη Νεολιθική εποχή και το μαλλί στην Εποχή
του Χαλκού, ενώ μια άποψη θεωρεί πιθανό ότι ήδη τότε ήταν γνωστό και το μετάξι. Σε ορισμένα μουσεία έχουν αναπαραστήσει πώς ήταν οι αργαλειοί της
Νεολιθικής εποχής.
Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια αρκετές είναι οι σκηνές με γυναίκες στον αργαλειό των αρχαίων Ελλήνων, αρχικά ήταν «άρραφτα»: όπως έβγαινε το ύφασμα από τον αργαλειό, το τύλιγαν γύρω από το σώμα και το στερέωναν στους ώμους με μεγάλες καρφίτσες, τις περόνες.
Στην Αθήνα, η υφαντική ήταν η μόνη ασχολία που την θεωρούσαν κατάλληλη για τις γυναίκες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Υπήρχε, μάλιστα, το έθιμο να κρεμούν έξω από το σπίτι όπου γεννήθηκε κορίτσι μια τούφα μαλλιού.
Η Πραξαγόρα, ηρωίδα του Αριστοφάνη στη Λυσιστράτη (στ. 542-586), λέει ότι, για να «καθαρίσουν» την Αθήνα από τα κακά στοιχεία, οι γυναίκες θα έπρεπε να ακολουθήσουν τη διαδικασία επεξεργασίας του μαλλιού: να πλύνουν, να διώξουν τις βρομιές (τους μοχθηρούς), να μαζέψουν κάθε χρήσιμη τούφα (τους μέτοικους, τους ξένους), να τα βάλουν σε αγγείο (καλαθίσκο), να γνέσουν ένα μεγάλο κουβάρι και να υφάνουν χλαίνα για τον δήμο.
Στην αρχαιότητα ύφαιναν πέπλους, που τους πρόσφεραν σε λατρευτικά αγάλματα θεοτήτων, σε γιορτές της Ήρας στην Ηλεία και της Αθηνάς στην Αθήνα. Στα Μεγάλα Παναθήναια, τη μεγάλη γιορτή προς τιμήν της Αθηνάς, πρόσφεραν στο λατρευτικό άγαλμα της θεάς τον πέπλο, ο οποίος υφαινόταν από κορίτσια αριστοκρατικής τάξης.
Για πολλά χρόνια, οι άνθρωποι έφτιαχναν τα ρούχα τους και ολα τα υπόλοιπα από φυσικά υλικά:
μαλλί, βαμβάκι, λινάρι, μετάξι και το σπάρτο...
Μέχρι τη δεκαετία του 1960 όλες οι νοικοκυρές ύφαιναν τα ρούχα της φαμελιάς στον αργαλειό τους. Κάθε σπίτι είχε τον αργαλειό του, που τον στήνανε στο παραγώνι ή στο πάτωμα, για περισσότερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το μέγεθος της οικογένειας και τον αριθμό των κοριτσιών του σπιτιού. Γιατί, εκτός από τα «σκουτιά» του σπιτιού, είχαν να φτιάξουν και τις προίκες των κοριτσιών.
Τα υφαντά ήταν δύο κατηγοριών:
τα ράσινα, που ήταν χοντρά και γίνονταν με μαλλί (τρίχωμα των προβάτων), κοζιά (τρίχωμα των γιδιών) ήσπάρτο (φυτικές ίνες που τις έβγαζαν από τα κλωνιά του σπάρτου, με ειδική επεξεργασία)
και τα πάνινα που γίνονταν με βαμβακερό νήμα (νέμα το έλεγαν)
Ράσινα ήταν τα ρούχα που κοιμόνταν, (ματαράτσια, σαΐσματα, μαντανίες, κουβέρτες, προσκεφαλάδες), ρούχα που έστρωναν στο πάτωμα ή κρέμαγαν στον τοίχο, (κιλίμια, κουρελούδες, πάντες), ρούχα που φορούσαν (κάπες, γιούρτες, ποδιές) και ρούχα που χρησιμοποιούσαν στις δουλειές τους (σακιά, τορβάδες, σακούλια, δισάκια και πα(γ)ιά).
Τα ράσινα ήταν κατά κανόνα ευκολότερα στην ύφανση.
Με τα πάνινα υφαντά έφτιαχναν σεντόνια, μαξιλάρια και κυρίως τα ρούχα που φορούσαν (γυναικεία φορέματα και μεσοφόρια, ανδρικά πουκάμισα, παιδικά ρουχαλάκια). Μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αγοραστά υφάσματα για ρούχα ήταν μόνο το ντρίλι, με το οποίο έραβαν τα παντελόνια των ανδρών και μερικές φορές το τσίτι για τα γιορτινά φορέματα των γυναικών. Όλα τα άλλα ρούχα που φορούσαν τα έραβαν με υφαντό ύφασμα. Έτσι το πάνινο ύφασμα που προοριζόταν για φορεσιές το έκαναν με όμορφα σχέδια και χρώματα. Για να προκύψει ένα όμορφο σχέδιο, έβαφαν και το στιμόνι και το υφάδι.
Η κάθε οικογένεια κάλυπτε τις ανάγκες της σε ρούχα και σε εξοπλισμό του σπιτιού (πετσέτες, τραπεζομάντιλα, στρωσίδια, κουρτίνες) χρησιμοποιώντας κυρίως το μαλλί και το λινάρι.
Το μαλλί
Το μαλλί προέρχεται από τα πρόβατα, που τα κουρεύουν την άνοιξη. Οι γυναίκες πλένουν το μαλλί σε καυτό νερό, το στεγνώνουν και μετά το ξεπλένουν στη βρύση ή στο ποτάμι. Αφού στεγνώσει, το χτυπούν και μετά το ξανοίγουν με τα χέρια, για να φύγουν τα αγκάθια, τα ξυλαράκια, κ.ά. που έχουν κολλήσει επάνω, αλλά και για να χωρίσουν μεταξύ τους οι κολλημένες ίνες.
Μετά το λαναρίζουν (το χτενίζουν), με μεταλλικές χτένες (λανάρια), για να γίνει πιο μαλακό. Έπειτα σχηματίζουν τούφες (τουλούπες) και το γνέθουν (το στρίβουν) στη ρόκα, για να γίνει κλωστή
Το βαμβάκι
Το βαμβάκι το σπέρνουν την άνοιξη και η συγκομιδή του γίνεται στο τέλος Αυγούστου. Ο καρπός του είναι μια κάψα με σπόρους. Η κλωστή παράγεται από τις ίνες που τους περιβάλλουν. Οι ίνες αυτές είναι οδοντωτές, γι’ αυτό και ενώνονται εύκολα μεταξύ τους.
Το χειμώνα καθαρίζουν τις ίνες από τους σπόρους, χρησιμοποιώντας το μαγγάνι ή το ροδάνι. Αυτή η διαδικασία λέγεται ξεκούκκισμα. Έπειτα, το κόβουνμε το δοξάρι, για να γίνει πιο αφράτο.αυτή η δουλειά αντιστοιχεί στο ξάσιμο και το λανάρισμα των μαλλιών και γίνεται από όλη την οικογένεια. Μετά οι γυναίκες το κλώθουν, δηλαδή το κάνουν κλωστή με τη ρόκα και το αδράχτι
Το λινάρι
Τον καλύτερο λιναρόσπορο τον σπέρνουν γύρω στις 1-15 Σεπτεμβρίου, με τα πρωτοβρόχια. Η επεξεργασία του είναι πολύ κοπιαστική, γι’ αυτό και έχει μείνει η έκφραση «πέρασα του λιναριού τα πάθη». Όταν κιτρινίσει ο κορμός του φυτού, το ξεριζώνουν, το δένουν δεμάτια, που τα στήνουν όρθια, να ξεραθούν καλά στον ήλιο. Μετά τα τινάζουν, για να πέσει ο σπόρος. Ύστερα τα βρέχουν: τα βάζουν στο νερό, σε ποτάμι ή σε λάκκους, και τα σκεπάζουν με χώμα και πέτρες για 10-15 ημέρες, ώστε να σαπίσουν τα ξυλώδη μέρη και να μείνουν οι ίνες. Μετά τα στεγνώνουν και τα χτυπούν με τον κόπανο
(τα κοπανίζουν), για να πέσει το λινόξυλο, από το οποίο προέρχεται η δεύτερης ποιότητας κλωστή. Η καλύτερη κλωστή παράγεται από το χτύπημα του λιναριού στη μέλιγκα και
βουρτσίζεται με βούρτσα από γουρουνότριχα.
Το μετάξι
Η σηροτροφία ξεκινά με την παραγωγή του μεταξόσπορου, με «εργάτες» τους μεταξοσκώληκες και «πρώτη ύλη» τη μοναδική τροφή τους, τα μουρόφυλλα.Αφού εκκολαφθεί ο σπόρος, ο μεταξοσκώληκας μεγαλώνει, διανύοντας πέντε ηλικίες, ανάμεσα από τις οποίες μεσολαβούν τέσσερις «ύπνοι». Στο τέλος της ανάπτυξής του, ο μεταξοσκώληκας, ανεβαίνοντας στα κλαδιά που του στρώνουν, υφαίνει το κουκούλι, μέσα στο οποίο μεταμορφώνεται σταδιακά σε πεταλούδα. Επτά ημέρες αφού μαζέψουν τα κουκούλια από τα κλαδιά (ξεκλάδωμα), «ψήνουν» τα κουκούλια σε ατμό, και οι χρυσαλλίδες θανατώνονται. Από αυτά τα κουκούλια, τα οποία αναπηνίζονται, δηλαδή ξετυλίγονται με τη βοήθεια απλών εργαλείων, βγαίνει το καλύτερο μετάξι. Διαφορετικά,
οι χρυσαλλίδες, μεταμορφωμένες πλέον σε πεταλούδες, θα βγουν από τα κουκούλια για να ζευγαρώσουν «τρυπώντας» τα, δηλαδή εκκρίνοντας υγρό και κόβοντας τη συνέχεια της ίνας. Έτσι γνέθονται, δηλαδή γίνονται κλωστή στο χέρι, όπως το μαλλί και το βαμβάκι. Αυτά τα κουκούλια είναι κατάλληλα μόνο για δεύτερης ποιότητας μεταξωτό.
το σπάρτο.
Από τα σπάρτα του λόγγου οι γυναίκες φτιάνανε κλωνές και υφαίνανε, με τη βοήθεια του στρίμματος (χοντρονεσμένο βαμπάκι), διάφορα υφάσματα, που κατασκεύαζαν μ' αυτά: σακκιά, δισάκια, ματαράτσια, προσκέφαλα, σακκούλια, λιοπάνες κλπ. Τα ψημένα βλαστάρια του σπάρτου τα μαζεύουνε οι γυναίκες με το κλαδευτήρι και τα δένανε χερόβολα. Τα χερόβολα τα βράζανε στα λεβέτια ίσαμε που να χωρίζει η φλούδα από το ξύλο. Στη συνέχεια τα βουλιάζουνε σε νερό μια βδομάδα. Απάνου στη βδομάδα τα βγάνανε και τα στουμπάγανε με τον κόπανο απάνου σε πλάκες πέτρινες, ίσαμε που να χωρίσει η κλωνά από το ξύλο. Τότε μέσα στο νερό τραβάνε από τις κλωνές τα ξύλα και τα πετάνε. Στο νερό μέσα μενουνε οι κλωνές. Αυτές τις κλωνές τις στεγνώνανε στον ήλιο κι ύστερα τις δουλεύανε όπως και το μαλλί αλλά μόνο για υφάδι. Στα χωριά που δεν έχουν σπάρτα δεν ξέρουν και την κατεργασία του και τη χρησιμότητα του Το σπάρτο και το σπάρτινο σκουτί, φουντώνει σα μπαρούτη στη φωτιά, είναι δροσερό, δεν κρατεί ζέστα, σαπίζει εύκολα, είναι άγριο, κάνει για τρίχες και προβάζια.
Λίγα λόγια για την αρχαία βαφική
Τα νήματα ή τα υφάσματα μπορούσαν να βαφούν σε διάφορα χρώματα. Τα νήματα, μετά τη διαδικασία του στρουθισμού στεγνώνονταν και εμβαπτίζονταν σε διάλυμα με στυπτηρία η οποία προέρχονταν από τη Μήλο ή την Κίμωλο. Η στυπτηρία βοηθούσε ώστε να παραμείνει ανεξίτηλη η βαφή. Για το χρωματισμό τους τα νήματα εμβαπτίζονταν μέσα σε δεξαμενές, σε διάλυμα βαφής, και απομακρύνονταν όταν πια είχαν αποκτήσει το επιθυμητό χρώμα.
Ο κρόκος, η πορφύρα, το ερυθρόδανο και το ινδικό θεωρούνται τα αρχαιότερα βαφικά υλικά που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος.
Στο Αιγαίο οι Έλληνες χρησιμοποίησαν αυτά τα υλικά, καθώς και όμοια, από τους προϊστορικούς χρόνους.
Η χρήση του κρόκου και ειδικά των στιγμάτων του άνθους, ως άρωμα, φαρμακευτικό και κίτρινο βαφικό υλικό μαρτυρείται στην τέχνη της εποχής, καθώς και σε γραπτά κείμενα Γραμμικής Β.
Τα χρώματα προέρχονταν από διάφορα φυτά διαφορετικών προελεύσεων. Το κυανό χρώμα προέρχονταν από το ινδικόν, ένα φυτό από την Ινδία, ή από το ίσατις. Το πορτοκαλί προέρχονταν από το κνήκος, το φύκος, την κιννάβαρη ή την άγχουσα. Το κίτρινο από τον κρόκο ή το φλοιό του θάψου.
Οι γυναίκες έβαφαν,παλιά, τα νήματα και τα υφάσματά τους με φυσικές πρώτες
ύλες. Η υφάντρα ή η κεντήστρα παρασκεύαζε τα χρώματα από τα φύλλα, τη ρίζα, τον καρπό ή τη φλούδα δέντρων και φυτών του τόπου της, σύμφωνα με πατροπαράδοτες συνταγές. Τα χρώματα αυτά συνδυάζονταν αρμονικά μεταξύ τους.Πριν από τη βαφή, έβραζαν τα νήματα ή τα υφάσματα, τα έπλεναν με καυτό νερό, σαπούνι και στάχτη. Εν συνεχεία, πρώτα μούσκευαν καλά τις θηλιές, τις κρεμούσαν σε ξύλο και τις βουτούσαν στο καζάνι (μπακίρα) με τη βαφή. Το μεταξωτό ύφασμα πρώτα το έβρεχαν και μετά σταθεροποιούσαν τα χρώματα προσθέτοντας στο νερό διάφορες ουσίες, όπως αλάτι.
Για να πετύχουν το κόκκινο, χρησιμοποιούσαν δύο ουσίες: το αρζάρι (ριζάρι) και το κρεμέζι, παράσιτο του πουρναριού. Κίτρινο έβαφαν με φύλλα μουριάς, αμυγδαλιάς, ξινομηλιάς, ή ροδιάς. Πράσινο με κίστο ή άλλα φυτά, ανάλογα με την απόχρωση. Μωβ με μούρα, ή με καρπούς κουφοξυλιάς. Καφέ με καρυδότσουφλα. Σκούρο γαλανό, «γεράνιο», έβαφαν με λουλάκι του εμπορίου, διαλυμένο σε νερό από το πλύσιμο μαλλιών των προβάτων («σούκο»).
η ύφανση
Το ύφασμα δημιουργείται καθώς «μπλέκονται» (διασταυρώνονται) τα κάθετα
και τα οριζόντια νήματα στον αργαλειό, ο οποίος ήταν όρθιος στην αρχαιότητα και καθιστός στα νεότερα χρόνια.
Προκειμένου να αρχίσει η ύφανση στον αργαλειό, η κλωστή περνά μια σειρά
από διαδικασίες: με το ροδάνι μαζεύεται σε καλάμια, ενώ μετά μετριέται το στημόνι (τα κάθετα νήματα) και τακτοποιούνται οι κλωστές. Το διασίδι, δηλαδή
τα νήματα που θα γίνουν το στημόνι, μαζεύεται σε αλυσίδα και δένεται σε ογκώδες ξύλινο αντικείμενο, τη σβάρνα. Οι ελεύθερες άκρες του δένονται στο πίσω αντί του αργαλειού. Όταν το στημόνι τοποθετηθεί στα μιτάρια και στο χτένι, η υφάντρια περνά το υφάδι, δηλαδή τα οριζόντια νήματα, με τη σαΐτα.
Η κατασκευή του καθιστού αργαλειού γινόταν από μαραγκούς ή πρακτικούς τεχνίτες. Πρώτα τοποθετούσαν τέσσερις ξύλινους στύλους, σε σχήμα παραλληλόγραμμου. Έπειτα στήριζαν στις στενές πλευρές δύο κυλινδρικά ξύλα. Στο ένα τύλιγαν το στημόνι (κάθετα νήματα). Οι κλωστές του περνούσαν μια μια από τα μιτάρια, και έπειτα από κάθε δόντι του ξυλόχτενου.
Τα νήματα ανεβοκατέβαιναν με τη βοήθεια δύο ξύλων που βρίσκονταν στα πόδια της υφάντρας (πατήθρες) και συνδέονταν με τα μιτάρια με σκοινιά. Όταν πατούσε η υφάντρα τη μια πατήθρα, κατέβαινε το μιτάρι, και μαζί κατέβαιναν και οι κλωστές του στημονιού που ήταν περασμένες σε αυτό. Ανάμεσα στα δυο μιτάρια δημιουργούσαν κενό, από το οποίο περνούσε το υφάδι (οριζόντια νήματα), που ήταν τυλιγμένο στη σαΐτα.Πατούσε μετά η υφάντρα την άλλη πατήθρα και κατέβαινε το δεύτερο μιτάρι, που σταύρωνε το στημόνι. Τότε η υφάντρα χτυπούσε το υφάδι με το ξυλόχτενο, για να το επαναφέρει στη θέση του. Έτσι υφαινόταν το πανί και συγχρόνως τυλιγόταν στο μπροστινό κυλινδρικό ξύλο, το αντί, που παρέμενε σταθερό με τη βοήθεια του σφίχτη, τον οποίο κρατούσε στο δεξί χέρι η υφάντρα.
Η επεξεργασία του υφάσματος μετά τον αργαλειό ήταν απαραίτητη καθώς το ύφασμα έβγαινε αδρό, αραιοϋφασμένο, όχι αρκετά στερεό, με αποτέλεσμα για να αποκτήσει συνοχή και να γίνει ταυτόχρονα μαλακό και αφράτο να πρέπει να περάσει από δύο στάδια κατεργασίας. Το πρώτο απαιτούσε το ύφασμα να βραχεί για αρκετές ώρες σε νερό περιδινούμενο και το δεύτερο να χτυπηθεί για αρκετές ώρες μέχρι να φουσκώσουν οι ίνες και να αποκτήσουν πάχος και συνοχή.
Στην κλασική Ελλάδα οι εργασίες επεξεργασίας των υφασμάτων ήταν αποχωρισμένες από τον κύριο κορμό των υφαντικών εργασιών οι οποίες γίνονταν στα πλαίσια του οίκου, και πραγματοποιούνταν από άνδρες επαγγελματίες τους κναφείς στα αρχαία κναφεία. Οι κναφείς στην αρχαιότητα και κυρίως στην ελληνιστική περίοδο ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες και τα εργαστήριά τους ήταν κλειστά, μέσα στην πόλη. Για να εξασφαλίσουν το απαραίτητο για τη δουλειά τους νερό, έπρεπε να προβούν σε ειδικές συνεννοήσεις με τις αρχές, ενώ η τέχνη τους είχε να κάνει τόσο με την κατεργασία των καινούργιων υφαντών, όσο και με το πλύσιμο και τη μεταποίηση των παλιών υφασμάτων.
Τα υφάσματα βρέχονταν με άφθονο νερό και περιδινούνταν με ένα εργαλείο, πιθανόν σαν μακρύ μπαστούνι, τον στροβέα (Σχολ. Αριστοφάνη, Ιππής, 386). Παράλληλα, χρησιμοποιούνταν διάφορες χημικές ουσίες για την απομάκρυνση των λιπαρών ουσιών, όπως π.χ. το νίτρον ή λίτρον (Πολυδεύκης VII 39, X 135), κυρίως το προερχόμενο από τη Χαλάστρα της Μακεδονίας (λίτρον Χαλαστραίον, Πολυδεύκης VII 39), ή η κιμωλία γη, η αργιλώδης γη, με ιδιότητες κατάλληλες για την επεξεργασία των μαλλιών (Στράβων X, 484 και Πλίνιος,
Μετά την απομάκρυνση των λιπαρών ουσιών έστειβον τα υφάσματα, τα πατούσαν δηλαδή μέσα σε μεγάλες γούρνες προφανώς για αρκετή ώρα, ενώ έπειτα τα στέγνωναν σε βέργες που κρέμονταν από την οροφή. Αφού λοιπόν το ύφασμα είχε αποκτήσει το επιθυμητό πάχος, έπρεπε να το βουρτσίσουν ή να το περάσουν μ' ένα εργαλείο με δόντια ή μ' ένα αγκαθωτό αντικείμενο ή ίσως ακόμη και να το κείρουν, να αφαιρέσουν δηλαδή όλες τις τριχούλες που περίσσευαν ώστε να ξεμπλέξουν οι ίνες του μαλλιού και να γίνει μαλακό στην υφή.
ΠΗΓΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου