Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Οι Σουλιώτες....οι ανίκητοι ..ΜΕΡΟΣ Α

Γράφει ο Γιάννης Δημάκης


Τι ήταν το Σούλι και η «Σουλιώτικη Συμπολιτεία»

Η προέλευση και ετυμολογία του ονόματος του Σουλίου δεν έχει αποσαφηνιστεί αν και έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες
Ο μεγάλος ποιητής Aνδρέας Kάλβος, πιστεύει ότι οι Σουλιώτες είναι απόγονοι των Σελλών και ονομάζει την περιοχή «Σελλαΐδα» εξ ου και το όνομα «Σούλι». Σύμφωνα με τον ιστορικό Kων/νο Πανταζή, η ερμηνεία αυτή του ποιητή, στηρίζεται στην ιστορική πραγματικότητα. Η περιοχή αυτή κατοικήθηκε από το 800 π.X. από τους πρώτους Έλληνες και ονομάστηκε Θεσπρωτία.
Γύρω στο 1550  πολλοί  που ήθελαν να αποφύγουν  την τουρκική δουλεία, ανέβηκαν στα Κασσιώπια όρη(σε μια τοποθεσία, η οποία βρίσκεται περίπου 100 χμ. Νοτιοανατολικά από τα Γιάννενα) και ίδρυσαν  εκεί το χωριό Σούλι. Το Σούλι βρίσκεται σε μια μικρή πεδιάδα, στην κορυφή ενός απότομου υψώματος, 600 μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού Αχέρoντα. Ένα απότομο και πολύ επικίνδυνο μονοπάτι κατεβαίνει στο ποτάμι, ενώ πίσω του υψώνεται μια επιβλητική αλυσίδα βουνών, που ήταν η φυσική άμυνα του Σουλίου
Με την προσέλευση πολλών κυνηγημένων από τους Τούρκους , -οι οποίοι εύρισκαν στο Σούλι καταφύγιο-, δημιουργήθηκαν άλλα τρία χωριά πάνω στους ίδιους βράχους, (που ήταν ένα είδος φυσικών Κάστρων), κι έτσι σχηματίστηκε το «τετραχώρι», που το αποτελούσαν τα χωριά : Σούλι,  Σαμονίβα,  Κιάφα,  και  Αβαρίκος.

Όταν το τετραχώρι δεν μπορούσε να χωρέσει , που συνεχώς ερχότανε για να ξεφύγουν την τουρκική καταπίεση, επειδή «Κατέφυγον εις Σούλιον άπαντες οι λίθον ξηρόν αντί δούλου θανάτου ασμένως προαιρούμενοι» , σχηματίστηκαν άλλα εφτά χωριά στις πλαγιές και στους πρόποδες των Κασσιώπιων βουνών. Τα χωριά αυτά ήταν : το Τσεκουράτι, το Περεχάτι, τα Βίλια, το Αλποχώρι, η Κοντάτες, η Γκιονάλα, και η Ρουσιάτσα.
Συνολικά τα έντεκα αυτά χωριά, που αποτελούσαν την «Σουλιώτικη Συμπολιτεία», είχαν πληθυσμό έξι χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι 2000 ήταν πολεμιστές. Από την ίδρυσή της (1550) μέχρι την εγκατάλειψη του Σουλίου (1803) η Σουλιώτικη Συμπολιτεία ήταν πάντα αυτόνομη, ανεξάρτητη και ελεύθερη.

Οι Σουλιώτες δεν ήταν μόνο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, εν μέσω καταπιεστικής Τουρκοκρατίας, αλλά είχαν καταφέρει  «δια των όπλων να κυριεύσουν εκ των Αγάδων Μαργαριτίου( νομού Θεσπρωτίας)και  της Παραμυθίας  εξήκοντα έξ χωρία», τα οποία πλήρωναν σ’αυτούς φόρο υποτέλειας. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών ονομάζονταν «παρασουλιώτες"

Αρχή Δημόσιου Δικαίου...............
Η αρχή του Δημοσίου Δικαίου, που σκέφθηκαν μόνοι τους και εφάρμοζαν οι Σουλιώτες ήταν η παρακάτω :
 «Οι τόποι τους οποίους κατέχουν οι Τούρκοι, δεν ανήκουν εις τους Τούρκους. Είναι οι τόποι των πατέρων μας. Οι πατέρες μας εστερήθησαν αυτούς δια της βίας και ημείς τα τέκνα των και οι κληρονόμοι των, έχομεν δικαίωμα να ανακτήσωμεν, δια να ζήσωμεν, ο,τι δυνάμεθα δια της δυνάμεως να ανακτήσωμεν. Ως προς τους Έλληνας και τους λοιπούς Χριστιανούς, οι οποίοι μοχθούν χάριν των Τούρκων, άς λάβουν τα όπλα μαζί με ημάς δια να ανακτήσουν την κοινήν χώρα, ή ας υποταχθούν, ώστε ημείς να μεταχειρισθώμεν αυτούς, όπως εκείνοι, οι οποίοι μας είχον αρπάσει την χώραν».

Με άλλα λόγια έδιναν οι Σουλιώτες στους εαυτούς τους το δικαίωμα να «ανακτήσουν δια της δυνάμεως» (δηλαδή με πόλεμο) όσους τόπους μπορούσαν, και ακόμα μεταχειριζόταν τους λοιπούς Έλληνες και Χριστιανούς, αυτούς που δεν έπαιρναν τα όπλα για να πολεμήσουν μαζί τους, και οι οποίοι «μοχθούσαν χάριν των Τούρκων», όπως οι Τούρκοι τους ραγιάδες τους. Τους ανάγκαζαν δηλαδή να πληρώνουν στη Σουλιώτικη Συμπολιτεία φόρους υποτέλειας.  Αυτά ήταν τα έσοδα τους.

H "ΣOYΛIΩTIKH ΣYMΠOΛITEIA"

Το Σούλι αποτελούσε τον αρχαιότερο οικισμό και πρωτεύουσα του τετραχωρίου (Σούλι, Σαμονίβα, Κιάφα, Αβαρίκος) και κάλυπτε έκταση 1.000 στρεμμάτων.
Όθεν ο βίος των Σουλιωτών ουδέποτε απέβη βιομηχανικός ή εμπορικός ή λόγιος όπως ο βίος των άλλων ελληνικών κοινοτήτων. Το κύριον αυτών ενασχόλημα ήτο ο πόλεμος ή η προς πόλεμον παρασκευή.«. . ούτε τέχνην, ούτ’ εμπόριον μετεχειρίζετό τις εξ αυτών, το μόνον και κύριον επάγγελμά των είναι η κτηνοτροφία. Όλη η σπουδή και αφοσίωσίς των παιδιόθεν περιστρέφεται εν τοις όπλοις, τα οποία περιπατούντες, καθήμενοι, τρώγοντες και κοιμώμενοι δεν αμελούσι.»γράφει ο Χ. Περραιβός.(στρατιωτικός και συγγραφέας.)
Οι Σουλιώτες είχαν μια δική τους μορφή κοινωνικής οργάνωσης που βασιζόταν στην οικογενειοκρατία, τη λεγόμενη φάρα (= πατριά), που έφθαναν σε αριθμό περίπου τις 47, που αντιπροσώπευαν 150 οικογένειες. Σπουδαιότερες εξ αυτών ήταν η φάρα του Δημοδράκου, του Ζορμπά,του Ζέρβα, του Μπότσαρη, του Τζαβέλλα, του Δαγκλή, του Καραμπίνη, του Κουτσονίκα κ.ά.
Κάθε φάρα είχε τον δικό της αρχηγό του οποίου το αξίωμα ήταν κληρονομικό κατ΄ αρρενογονία. Οι αρχηγοί των "φαρών" συγκροτούσαν μια μορφή κυβέρνησης που λεγόταν «Κριτήριο της Πατρίδας» με κύριο καθήκον να κρίνει επί παντός και να αποφασίζει σχετικά, με αναμφίβολα και δικαστική εξουσία που βασιζόταν στο έθιμο.
Θεμελιώδεις θεσμοί ήταν :  
  Η Εκκλησία του Δήμου.  
  Η Γερουσία. 
   Οι πολέμαρχοι με το πολεμικό Συμβούλιο. 
Η εκκλησία του Δήμου συνεδρίαζε στον Αη-Δονάτο σε κρίσιμες περιστάσεις, όταν επρόκειτο να ληφθεί σοβαρή απόφαση για πόλεμο ή για ειρήνη.
 Η Γερουσία είχε νομοθετικές δικαστικές, πολιτικές και ποινικές αρμοδιότητες, την συγκροτούσαν οι αρχηγοί από τις 45 Φάρες.
Ο Χρ. Περραιβός γράφει σχετικά : « ουδένα νόμον γραπτόν, ούτε δικαστήριον τακτικό είχον οι Σουλλιώται, αλλά, δια την εσωτερικήν ευταξίαν, και πειθαρχίαν, όταν τις των πολιτών ήθελε πράξη τι αμάρτημα συνήρχοντο οι προεστώτες των φυλών, εξέταζον την υπόθεσιν και εξέδιδον την απόφασιν προφορικώς, εις την οποίαν άνευ προφασιολογίας ώφειλεν ο καταδικασθείς να υπακούση, τουναντίον, υποχρεούτο η φυλή του να εκτελέση την απόφασιν δια της βίας.»
Δεκαμελές πολεμικό Συμβούλιο με τους αρχηγούς από τις 10 κυριότερες φάρες περιστοίχιζε τον Πολέμαρχο ο οποίος ήταν ο αρχηγός της μεγαλύτερης φάρας. Συνήθως κάποιος Τζαβέλας, ή κάποιος Μπότσαρης.
Οι Σουλιώτες δεν ασκούσαν κανένα επάγγελμα, εκτός από την κτηνοτροφία και τον πόλεμο, με τον οποίον προστάτευαν την ελευθερία τους και λεηλατούσαν του Αγάδες και τους Μπέϊδες της ευρύτερης περιοχής. 
Πόλεμοι προ Αλή Πασά 

Οι Αγώνες των Σουλιωτών (A 1600 – 1788)
Μετά την κυρίευση των Ιωαννίνων στις 9 Οκτωβρίου 1430 από τον Τούρκο Σινάν Πασά και στη συνέχεια την κατάληψη της Αρτας στις 24.03.1449, ολόκληρη η Ήπειρος υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Δεν είχαν περιέλθει στην Τουρκική κυριαρχία τα παράλια της Ηπείρου, η Πάργα, το Άκτιο, και η Βόνιτσα, επειδή  τα κατείχαν οι Ενετοί και παρέμειναν σ’αυτούς μέχρι τη χρονιά που διαλύθηκε η Ενετική πολιτεία, οπότε  περιήλθαν στους Γάλλους με την συνθήκη του Καμποφορμίου .
Στο εσωτερικό όμως της Ηπείρου υπήρχε ένας Φάρος ελευθερίας. Το Σούλι με την Σουλιώτικη Συμπολιτεία του, το οποίο όχι μόνο παρέμενε ελεύθερο και ανεξάρτητο, αλλά είχε κυριεύσει κι άλλα 66 χωριά και εισέπραττε από αυτά φόρους υποτέλειας και φόρους για να τα προστατεύει από τους Τούρκους ! !

Η κατάσταση αυτή  ανησυχούσε τους Τούρκους και η Υψηλή Πύλη ήθελε οπωσδήποτε να καταστρέψει, ή να κυριεύσει το Σούλι. Άρχισαν λοιπόν από τα τέλη του 1600 να γίνονται  τακτικές και πολυπληθείς επιθέσεις των Τούρκων εναντίων των Σουλιωτών, οι οποίες απόκρούσθηκαν όλες. Πολλές φορές οι Σουλιώτες κυνήγησαν του Τούρκους μέχρι τα Γιάννενα.
Ως το 1760 είχαν ήδη την επικυριαρχία σε όλη σχεδόν τη ΝΑ. Ήπειρο (το τμήμα της Ηπείρου που περιλαμβάνεται μεταξύ Λούρου - Ιωαννίνων - Παραμυθιάς - Μαργαριτίου και Πάργας), έχοντας στο κέντρο το Σούλι όπου ήταν η πρωτεύουσα της Συμπολιτείας.
Η Συμπολιτεία του Σουλίου κατοικείται από 12.000 κατοίκους, Παρασουλιώτες και συντηρούσε στρατό που ανερχόταν σε 2.000 έως 2.500. Οι Σουλιώτες ήσαν λιτοδίαιτοι, ολιγαρκείς και πολύ σκληραγωγημένοι. Τίποτε δεν θεωρούσαν ανώτερο και πολυτιμότερο από την ανδρεία.
Στην αρχή οι Τούρκοι δεν αντέδρασαν, γιατί οι Παρασουλιώτες ήταν συνεπείς στις φορολογικές υποχρεώσεις απέναντί τους. Η Συμπολιτεία πλήρωνε ετησίως φόρο στο σουλτάνο τον οποίο έπαιρνε από τους Παρασουλιώτες συγκεντρωμένο από τον κεφαλικό φόρο και το Προβατονόμιο. Οι Παρασουλιώτες πλήρωναν στους Σουλιώτες και φόρο υποτέλειας σε είδη και τρόφιμα.
Η περιοχή αποτελούσε ένα είδος «ουδέτερης» ζώνης ανάμεσα στους Τούρκους και στους Βενετούς. Πολλές φορές οι Τούρκοι κινούμενοι από συμφέροντα βοηθούσαν τους Σουλιώτες στους πολέμους τους. Η Βενετία θεωρούσε αναγκαία τη διατήρηση σχέσεων με την ημιανεξάρτητη αυτή πολιτεία γιατί έτσι αναχαιτίζονταν κάθε τουρκικό κίνδυνο στις παραθαλάσσιες κτήσεις της.
Αργότερα συγκρούονται τα συμφέροντα Τούρκων, Ρώσων, Γάλλων και Άγγλων, κυρίως για τον έλεγχο των παραλίων του Ιονίου. Οι Γάλλοι, οι οποίοι διαδέχτηκαν τους Βενετούς, άνοιξαν στενές σχέσεις με τους Σουλιώτες. Το γεγονός αυτό οι Τούρκοι το θεώρησαν εχθρική πράξη, γι' αυτό και δεν αντέδρασαν στις προσπάθειες των τοπικών πασάδων να υποτάξουν τους Σουλιώτες.
Γενικά οι Σουλιώτες επιδείκνυαν χαρακτηριστική τυφλή υπακοή και πειθαρχία στους αρχηγούς τους στην περίοδο των πολέμων τους. Θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη της ζωής τους. Τα δε ήθη τους ήταν πολύ αυστηρά Σέβονταν τις γυναίκες τους, τιμούσαν τους διακρινόμενους σε μάχες, περιφρονούσαν τους δειλούς όπως και τις γυναίκες αυτών. Μία απλή υπόνοια για την ηθική μιας γυναίκας αρκούσε για να λιθοβολιθεί με απόφαση του αρχηγού της φάρας. Σε περίπτωση μοιχείας τη μοιχαλίδα την έβαζαν μέσα σε τσουβάλι (σάκκο) και την γκρέμιζαν σε φαράγγι του Αχέροντα.
Οι Σουλιώτες διακρίνονταν για τις υποσχέσεις και συμφωνίες τους που θεωρούσαν ιερές (κοινώς: μπεσαλήδες), και θανάτωναν όσους παρέμβαιναν τις αρχές τους. Η αντεκδίκηση (κοινώς βεντέτα) ήταν νόμος απαράβατος (ιερός).  

Οι Αγώνες των Σουλιωτών (A 1600 – 1788)

J.Cartwright, Σουλιώτης,
 έγχρωμη χαλκογραφία
«Η ολιγομάθεια των Σουλιωτών και η έλλειψης αρχείων» γράφει ο Δημήτριος Νότη Μπότσαρης σε έναν πανηγυρικό του Λόγο το 1972 «μας απεστέρησε της διαυγούς γνώσεως κυρίως των αγώνων των κατά τον 17ον  και το πλείστον του 18ου αιώνος». Όσοι έγραψαν λοιπόν για τους αγώνες των Σουλιωτών πρίν από τον πόλεμο του 1792, για τον οποίο έχουμε αναλυτική περιγραφή από τον Άγγλο W.Eton, στηρίχθηκαν στη μνήμη των γεροντοτέρων και στη προφορική παράδοση. 
Μια πολύ μεγάλη επίθεση των  πρώτων τακτικών οθωμανικών στρατευμάτων πραγματοποιήθηκε την τελευταία δεκαετία του 1600. Μία δύναμη από 5.000 Οθωμανούς μαχητές επιτέθηκε κατά των Σουλιωτών, αλλά αυτοί, που είχαν μερικές μόνο εκατοντάδες πολεμιστών, αντεπιτέθηκαν βράδυ και κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού των Οθωμανών, «τρέποντας τους υπόλοιπους σε άτακτη φυγή».
Το 1721   ο Πασάς των Ιωαννίνων Χατζή Αχμέτ  παίρνει διαταγή από το Διβάνι να εξολοθρεύσει την επικίνδυνη αυτή εστία του Σουλίου. Ο Πασάς αξιώνει υποταγή. Οι Σουλιώτες απάντησαν ότι είναι και θα παραμείνουν ελεύθεροι, καμία δε δύναμη δεν μπορεί να τους μεταπείσει. Συνεπώς αν επιμένει ο Πασάς θα του δημιουργήσουν μεγάλες ζημιές παντού.
Ο Πασάς συγκέντρωσε 8000 σκληρούς μαχητές, στρατοπέδευσε στη Λάκκα και πολιόρκησε το Σούλι. Οι Σουλιώτες 300 ως 500 πολεμιστές συνολικά, αντιστάθηκαν ακλόνητοι και «νύκτωρ εφώρμησαν κατά των εχθρών, τους οποίους επλήγωσαν, εζώγρησαν, εφόνευσαν. Όσοι εκ τούτων ηδυνήθησαν να σωθώσι και να διαφύγωσι τα θανατηφόρα όπλα των τέκνων τούτων του Άρεως, έτρεχαν έντρομοι και πεφοβισμένοι έφθασαν εις Ιωάννινα. ΄Ετσι ο Πασάς ουδέν άλλο ετόλμησε.» 
Αλλά οι Σουλιώτες  είχαν και μια ιδιόμορφη διπλωματία. Κάνανε Δεσμούς αδελφοποιίας, ή συνδέονταν  με κουμπαριές που δημιουργούσαν με Μουσουλμάνους οι οποίες συχνά τους ωφελούσαν.
 Το 1732 προτρεπόμενοι από τους Βενετούς επαναστατούν μαζί με τους Μαργαριτιώτες εναντίον της Πύλης. Επεμβαίνουν οι εχθρικές δυνάμεις και υποτάσσουν τους Μπέηδες Μαργαριτιώτες, αλλά τους Σουλιώτες ούτε που τολμούν να τους επιτεθούν. Μια αδερφοποιητή όμως φιλία έσπασε όταν ο μουσουλμάνος Μαργαριτιώτης Ομέρ Βέλιας παγίδεψε στο σπίτι του τον Σουλιώτη Βήτο Τσάλια με τους συντρόφους του και τους έστειλε αλυσο-δεμένους με συνοδεία στον Δερβέναγα για θανάτωση. Όταν το έμαθαν αυτό οι Σουλιώτες, από κάποιον σύντροφο του Βήτο Τσάλια που ξέφυγε, όρμισαν στη πεδιάδα, έδωσαν μάχη σώμα με σώμα, σκότωσαν τον Ομέρ Βέλια και όλη την συνοδεία του, απελευθέρωσαν  τους αδερφούς τους και επέστρεψαν στο Σούλι σώοι.
 Η ισχυρή προσωπική ένοπλη παρέμβαση του Πασά των Ιωαννίνων κατέληξε σε συντριβή και ταπείνωσή του. Έτσι μεγάλωνε διαρκώς η φήμη των Σουλιωτών σε όλη την περιοχή.
Κατά το 1754  ο αρματολός Λάπας και ο σύντροφός του Τρίψας βρισκόταν στη περιοχή του Λούρου και της Λάμαρης και «επεκηρύχθησαν υπό της Πύλης». Οι Πασάδες Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ιωαννίνων διατάχθηκαν να συλλάβουν «πάση θυσία τους αντάρτας ζώντας, ή νεκρούς». Ο Κουμπάρος του Λάπα Οθωμανός Σαϊτ Τσαπάρης διατάχθηκε από την Πύλη,  να τον προσκαλέσει με κάποιο πρόσχημα και να τον φονεύσει, διαφορετικά η Πύλη θα σκότωνε τον ίδιο τον Τσαπάρη. 
Ο Τσαπάρης κάλεσε τον Λάπα και τον Τρίψα για να παραστούν δήθεν στους γάμους του υιού του, όπου, παρά την αντίθετη γνώμη των Σουλιωτών, πήγαν και συνελήφθησαν αμέσως. Κάποιος συνοδός τους διέφυγε και ειδοποίησε τους Σουλιώτες, οι οποίοι αποφάσισαν να ελευθερώσουν τους δύο μελλοθανάτους. Γράφει ο Κοσομούλης : «Νέος θερμός ο Γεώργιος Βότζιαρης (εννοεί τον Μπότσαρη), λαβών μετ αυτού πέντε Σουλιώτας, τρέχοντες να παραλάβουν αρμόδιον θέσιν και ευρόντες ως κατάλ-ληλον την γέφυραν Μπουρλίσιας (Σ. τ. Μ. Μπουρέλεσα) κειμένην μεταξύ Παραμυθιάς και Ιωαννίνων…» κ.λ.π. κ.λ.π. «. .εφόνευσαν όλην την έφιππον συνοδεία και μετ αυτής ακουσίως τον Τρίψαν, απηλευθέρωσαν δε τον Λάπαν» Για το περιστατικό αυτό υπάρχει και σχετικό τραγούδι που λέει :   «Χρυσός αητός εκάθονταν στον έρημο το Λούρο.    Άλλος αητός εδιάβαινε και τον καλημερίζει. . . .»
Έτσι οι Σουλιώτες κηρύχθηκαν επισήμως «αποστάται πολέμου» κατά της Πύλης, η οποία εξέδωσε Φιρμάνι «ορίζον ότι το Ασί Βιλαέτ (=απειθής επαρχία) Σούλι κηρύσσεται άξιον καταστροφής.  Όλοι οι  υποκείμενοι εις την σημαίαν του Μωάμεθ πρέπει να χύσουν το αίμα των δια να το αφανίσουν».  Ο Πασάς των Ιωαννίνων διατάχθηκε να εκστρατεύσει με μυστικότητα εναντίον του, από φόβο μήπως οι Ενετοί συνδράμουν στο Σούλι. Μία φάλαγγα από τα Ιωάννινα και μία άλλη από την Τσαμουριά (= Θεσπρωτία) με 5000 στρατιώτες η κάθε μία επιτέθηκαν ξαφνικά στο Σούλι. 
Οι Σουλιώτες ολιγάριθμοι αμύνθηκαν σκληρά και αποσύρθηκαν στην Κιάφα. Την Νύχτα όμως αντεπετέθηκαν και τους αποδεκάτισαν καταδιώκοντάς τους και τρέποντάς τους σε φυγή.
Μετά την παταγώδη αποτυχία  του Μουσταφά Πασά, στρατός 8000 μαχητικών Λιάπηδων και Δελβινιωτών κάτω από τις διαταγές του ισχυρού Ντόστ Μπέη επιτίθεται κατά των Σουλιωτών, πιθανά το 1759. Η αντίσταση των Σουλιωτών ανέτρεψε πλήρως την κατάσταση και  κατέστρεψε ολόκληρο το εκστρατευτικό Σώμα των Λιάπηδων, πρίν προλάβει να υποχωρήσει.
Μετά από τρία χρόνια ένας άλλος «κραταιός», ο Μαξούτ Αγάς Μουσελίμης, της Άρτας, αμφισβητώντας τα ανατολικά όρια των Παρασουλιώτικων χωριών, επιτέθηκε κατά της Λακοπούλας κοντα στο Λέλοβο (=Θεσπρωτικό),  με μία δύναμη 6000 στρατιωτών. Κατανικήθηκε με την σειρά του κι αυτός και κυνηγήθηκε μέχρι την Άρτα.
Τα Δερβίζιανα κατοικούνταν από Μουσουλμάνους, που καταπίεζαν προκλητικά μέσα στην ίδια την Λάκκα τους παρασουλιώτες. 
Οι Σουλιώτες συνεδριάζουν την 17 Ιουλίου, γιορτή της Αγίας Μαρίνας, και επτακόσιοι επιτίθενται, κυριεύουν με έφοδο τα Δερβίζιανα, συντρίβουν τους εχθρούς και εγκαθίστανται σ’αυτά, ενώ οι Οθωμανοί καταφεύγουν στην Άρτα. Σίγουρα τα γεγονότα αυτά και η κατάληψη των Δερβίζιανα είχαν κάποια σχέση με την προηγούμενη επίθεση του Μαξούτ Αγά της Άρτας.
Η σπουδαιότερη πρίν από τον Αλή Πασά επίθεση κατά του Σουλίου έγινε το 1772.
  Ήταν η περίοδος αμέσως μετά τα Ορλωφικά γεγονότα, τα οποία έπληξαν κυρίως την Πελοπόννησο. Κατά την διάρκεια της Επανάστασης αυτής, ο πρώην Μέγας Βεζύρης Μεσύνογλου, που βρισκόταν εξόριστος στη Κορώνη, ζήτησε με δική του πρωτοβουλία από τον Πασά των Ιωαννίνων την άμεση αποστολή Αλβανικών στρατευμάτων. ΄Ετσι  έφτασε μεγάλος αριθμός Αλβανικών στρατευμάτων, κατέπνιξε την Επανάσταση πριν προλάβει να φουντώσει, αιχμαλώτισε και διασκόρπισε τους ‘Ελληνες δια πυρός και σιδήρου και παρέμεινε εκεί.
Η Πύλη τότε διέταξε τον Χασάν Πασα να διώξει τους Αλβανούς από την Πελοπόννησο. Ο Χασάν Πασάς κατάφερε να επιβάλει την τάξη και να διώξει τους Αλβανούς. Ο Σημαντικότερος από τους Αλβανούς Μπέηδες ήταν ο Σουλεϊμάν Τσαπάρης, ο οποίος είχε γίνει βαθύπλουτος από τις λεηλασίες των ελληνικών σπιτιών, και ο οποίος διέφυγε με ένα πλοίο και πήγε στο  Μαργαρίτι. 

  Εκπληκτος ξαναείδε τους Σουλιώτες να φορολογούν τους Αγάδες του. Έγινε έξω φρενών και διακήρυξε ότι «πρέπει το Σούλι να χαθεί οπωσδήποτε». Τότε «οι πρόκριτοι Αλβανοί στρατολογούν και εξασφαλίζουν την συνδρομή του Διοικητού των Ιωαννίνων, ο οποίος διατάζει και τον Γενικό Δερβέναγα των Αγράφων Μάλιο Κοζίνα Τόσκα να επιτεθεί και αυτός πανστρατιά, ενισχυμένος και με τον στρατό του Βεζύρη». Η Επίθεση ήταν σκληρή και άμεση. Αντεπιτίθενται όμως και οι Σουλιώτες, εφαρμόζοντας την στρατηγική των «εσωτερικών γραμμών», μία εξαιρετικά περίπλοκη κίνηση που επιτρέπει σε έναν μικρότερο στρατό να κατανικά μεγαλύτερος, μην επιτρέποντας σε όλες τις φάλαγγες τους να ενωθούν, αλλά επιτιθέμενος ξεχωριστά σε κάθε τμήμα.  (που αργότερα εφήρμοσε και ο Μέγας Ναπολέων) πρίν καταφθάσει ο Τσαπάρης. Νικούν την Φάλαγγα από τα Ιωάννινα μετά από επίμονες μάχες, την απομακρύνουν, πέφτουν στα χέρια τους πολλά λάφυρα και «αναστρέφουν πορεία». Την επομένη μέρα φθάνει ο Τσαπάρης με τον υιό του Χασάν και 9.000 επίλεκτους Αλβανούς και 40 αρχηγούς Αγάδες. Οι Σουλιώτες συγκρούονται με μανία. Παρατούν, όπως έκαναν συχνά, την πρωτεύουσά τους το Σούλι και αποσύρονται στη Σαμονίβα και Κιάφα.
Οι Αλβανοί με «. . .τους Χοτζάδες επικεφαλής δοξολογούντες, ορμούν ξιφήρεις κατά των εστρατοπεδευμένων Σουλιωτών, που τους δέχονται ακλόνητοι, μαχόμενοι είς έκαστος προς πολλούς». Γράφει ο Περραιβός:
 «Τον Σουλειμάν Τσαπάρην με 9000 μετα του υιού του και άλλων 40 συμμάχων συνέλαβον ζώντας, διότι το στρατόπεδον των Τούρκων υπήρχε μέσα εις το Σούλι, ο δε στρατός ηττηθείς μακράν του Σουλίου, μεταξύ Κιάφας και Σαμωνίβας και μη δυνηθείς να επιστρέψει και συσσωματωθή μετα του στρατοπέδου, όπου ήσαν οι Αγάδες, διεσκορπίσθη και ετράπη εις φυγήν, διηρημένος εις μικρά σώματα, τήδε κακείσε. Οι δε Αγάδες, μείναντες μετά τινών σωματοφυλάκων, εκλείσθησαν εις τον εν τω  Σουλίω Ναόν του Αγίου Γεωργίου, δια να αποφύγωσι τον επικείμενον κίνδυνον.» «Αλλά κατά το μεσονύκτιον αναβάντες εις την σκέπην του Ναού ο Δήμος Δράκος και άλλοι δύο, οπήν δε ποιήσαντες επί την σκέπην, έρριψαν δι’ αυτής εν τω Ναώ, σμήνος μελισσών. Μη δυνάμενοι να υποφέρωσι αυτών τα κεντρίσματα, διαπραγματεύθησαν την ειρήνην και δόντες λύτρα χιλίων φλωρίων απελύθησαν».
Έτσι οι πολλοί νικήθηκαν από τους λίγους και συνθηκολόγησαν «συντετριμμένοι, ταπεινωμένοι», και τσιμπημένοι από τις μέλισσες !!. Ζήτησαν «μπέσσα», παραδέχθηκαν ότι «γιαγκλί αλντού» (=λάθος έγινε) και έδωσαν «σάρτια» (=όρκους) ότι δεν θα το ξανακάνουν και ότι όσα χωριά πληρώνουν φόρους στους Σουλιώτες, θα συνεχίσουν να πληρώνουν, οι δε Σουλιώτες βεβαίωσαν ότι θα προστατεύουν πάντα τα Τσιφλίκια των Αγάδων.΄Ετσι άδοξα για τον Τσαπάρη τελείωσε ο μεγάλος πόλεμος που κήρυξε κατά της Σουλιώτικης Συμπολιτείας το 1772.
Ένα χρόνο μετά ο ηγεμόνας του Δελβίνου  Γκόγκα Πασάς με 5.000 μαχητές επιτίθεται με την σειρά του κατά του Σουλίου. Αν νικούσε θα προβάλλονταν στην υψηλή Πύλη και ίσως γινότανε Πασάς των Ιωαννίνων. Οι Σουλιώτες πολέμησαν γενναία και τον νίκησαν «κατά κράτος».
Τα ίδια έπαθε και ο αμέσως μετά τον Γκόγκα Πασά επιτεθείς Μπεκίρ Πασάς με 5.000 πολεμιστές. 
 Επίσης τα ίδια και χειρότερα έπαθε και ο Χασάν Ιμπραίμ αγάς, που στηριζόμενος στον Τσαπάρη και 5000 μάχιμους Αλβανούς «επήλθε κατά του Σουλίου λαύρος και γαύρος, αλλά συντριβείς απήλθε μαύρος και άραχνος.»
Θα ηταν πολύ μεγάλος ο κατάλογος αυτός, των αγώνων των Σουλιωτών  για την ελευθερία τους, αν τους γνωρίζαμε όλους. Δυστυχώς όμως υπάρχουν πολλοί άγνωστοι αγώνες που δεν καταγράφηκαν με αρκετές λεπτομέρειες, επειδή οι Σουλιώτες ήταν «ολιγομαθείς» και δεν «χειρίζονταν καλά την γραφή της ελληνικής γλώσσας, όπως η επίθεση του Καλιό-Πασά εναντίον του Σουλίου με μεγάλες δυνάμεις. Δεν γνωρίζουμε πιά χρονιά έγινε, πόσοι ήταν οι επιτιθέμε-νοι,  και γενικά λεπτομέρειες για τις μάχες. Το μόνο που γνωρίζουμε από προφορικές διηγήσεις γέρων Σουλιωτών, είναι πως σκοτώθηκε ο γυιός του Καλιό-Πασά, ο Πασάς συνετρίβη και τα όπλα του γυιού του, τα έστειλαν οι Σουλιώτες στην Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας.  

               Πόλεμοι του Αλή Πασά.


Οι Αγώνες των Σουλιωτών (Β 1788 – 1797)  
Το 1788 εμφανίζεται στο Ηπειρωτικό στερέωμα η μορφή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, η ισχυρότερη ενσάρκωση της κυριαρχίας και της αγριότητας. Η περίοδος αυτή είναι η σκοτεινότερη για την Ήπειρο. Από το 1791 απασχολεί τον Αλή Πασά πολύ σοβαρά η κατάκτηση του Σουλίου. Στις 20 Ιουλίου του 1792 εκστρατεύει  με 10.000 Αλβανούς εναντίον του Σουλίου αλλά παθαίνει τέτοια πανωλεθρία που αναγκάζεται για πολλά χρόνια να αναβάλει την δεύτερη στρατιωτική του εκστρατεία εναντίον των Σουλιωτών.
Ο Άγγλος ιστορικός William Eton στο Βιβλίο του «A surrez of the Turkish Empire»,  περιγράφει πολύ αναλυτικά και με πολλές λεπτομέρειες τον πολύ σκληρό αυτόν πόλεμο των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά και εκφράζεται με μεγάλο θαυμασμό για την ανδρεία των Σουλιωτών. 
Οι πληροφορίες που δίνει ο William Eton στο βιβλίο του για την εκστρατεία αυτήν του Αλή Πασά εναντίον των Σουλιωτών, αποτέλεσαν την βάση της συντάξεως των κειμένων και του Χριστόφορου Περραιβού και του Γάλλου PouquevilleO Eton βρισκόταν στο Παλάτι του Αλή Πασά από την άνοιξη του 1792, όταν ο Αλή Πασας έκανε τις προετοιμασίες του για την εκστρατεία του εναντίον των Σουλιωτών. Οι πληροφορίες του Eton συλλέχθηκαν επι τόπου. Μερικές τις πήρε και από τον ίδιο τον Αλή Πασά. Τις περισσότερες πληροφορίες τις πήρε από κάποιον Έλληνα διερμηνέα, «Δραγουμάνο» όπως λεγόταν τότε, ο οποίος βρισκόταν εκείνη την εποχή στο Παλάτι του Αλή Πασά μαζί με τον συγγραφέα.
Ο απολογισμός της εκστρατείας αυτής ήταν τρομακτικός σε απώλειες για τον Αλή Πασά, ενώ ελάχιστοι σκοτώθηκαν από την πλευρά των Σουλιωτών. Σ’αυτήν την μάχη τραυματίστηκε και ο Λάμπρος Τζαβέλας, ο οποίος κατά μεν τον Eton πέθανε στη μάχη, κατά άλλους δε πέθανε μετά από δύο χρόνια εξαιτίας αυτών των τραυμάτων του. 
Γράφει λοιπόν ο Eton στο βιβλίου του για πόλεμο του Αλή Πασά των Ιωαννίνων εναντίων των Σουλιωτών το1792.  
 «Οι Σουλιώτες διατηρούν ακόμα την ελευθερία τους. Οι Τούρκοι πολλές φορές επετέθησαν εναντίον τους αλλά πάντοτε απέτυχαν. Έγιναν 17 μάχες, ή «κιρμίς» μεταξύ τους, αλλά η πιο σημαντική που έγινε τελευταία και η οποία  υπήρξε μοιραία για τους Τούρκους.
Το 1792 όταν ήμουν διερμηνέας στις Γαλλικές υπηρεσίες με έστειλαν από την Θεσσαλονίκη, από τον πρόξενο της Γαλλίας κύριο Cofenety για ορισμένες υποθέσεις συσχετιζόμενες με το Προξενείο και τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων που είναι η πρωτεύουσα της Ηπείρου. Έφτασα εκεί την πρώτη Μαϊου και βρήκα τον Πασά σε μεγάλες προετοιμασίες πολέμου. Συνάντησα επίσης εκεί τον πρόξενο της Γαλλίας στην Πρέβεζα τον κύριο de la Sala (απόγονο της οικογένειας Salas!!!!!!!!!!, που  παρέδωσε τον Μωριά στους Τούρκους μετά από την ιδιοκτησία των Ενετών) και ενεργούσε σαν Διοικητής όχι μόνο να προμηθεύεται Ξυλεία από την Ήπειρο για τον γαλλικό στρατό, αλλά επίσης προετοίμαζε αυτή την χώρα για επανάσταση. 
Μου έταξε χρηματική προμήθεια υπαινισσόμενος ότι αν τον βοηθούσα, θα είχα μεγάλη ανταμοιβή. Μια μέρα όταν ήμασταν με τον Αλή Πασά η συνομιλία μας γύρισε στην Γαλλική επανάσταση,  η οποία είχε προκαλέσει τον Αλή Πασά τόσο, ώστε να θέλει να δείξει ανυπακοή προς την Πύλη. Ο Πασας μας είπε : «Τώρα θα δείτε τον Αλή Πασά τον απόγονο του βασιλέως Πύρου να  ξεπερνάει ακόμα και αυτόν στις Επιχειρήσεις που αναλαμβάνει.»
Αλή Πασάς

Ο Πασάς συνέχισε να συγκεντρώνει ομάδες στρατιωτών χωρίς να καθιστά γνωστές τις προθέσεις του. Τον Ιούλιο ο στρατός του αποτελείτο από 20.000 Τούρκους στρατιώτες, όλοι τους ανδρείοι, επειδή όλοι τους ήταν Αλβανοί. Δήλωσε ότι τα σχέδιά του ήταν να επιτεθεί εναντίον των Μωαμεθανών του Αργυροκάστρου που βρίσκεται δώδεκα λεύγες μακριά από τα Γιάννενα, το οποίο Αργυρόκαστρο δεν ήθελε να κυβερνιέται από αυτόν που έστειλε γι
αυτόν το σκοπό, ούτε να πειθαρχήσει ακόμα σ’αυτό το πρόσωπο. Με αυτό το πρόσχημα έγραψε στον Καπετάνιο Μπότσαρη (Bogia στο κείμενο) και στον Καπετάνιο Τζαβέλα, δύο από τους πιο ξακουστούς αρχηγούς των Ελλήνων κατοίκων στα βουνά του Σουλίου, παρακαλώντας τους να τον συναντήσουν με τα παλικάρια τους, ή τους συντρόφους τους για να τον βοηθήσουν σ’ αυτήν την Επιχείρηση.
 Το γράμμα του ήταν γραμμένο στη νεοελληνική γλώσσα, το κείμενο του οποίου (σας παραθέτω) παρακάτω, είναι ένα αντίγραφο το οποίο εσωκλείω και ο αναγνώστης μπορεί να δει πόσο πολύ, ή πόσο λίγο διαφέρει (η νεοελληνική) από την αρχαία γλώσσα :
Φίλοιμε Καπιτάν Μπόζια κ’ Καπιτάν Τζαβέλα, εγώ ο Αλύ Πασάς, σας χαιρετώ, κ’ σας φιλώ τα μάτια, επειδή κ’ εγώ ξεύρω πολλά καλά την ανδραγαθείαν σας κ’ παλλικαρίαν σας μου φαίνεται νάχω μεγάλην χρείαν από λόγου σας, λοιπόν μη καμετε αλλέως παρακαλώ, αλλ’ ευθύς οπού λάβετε την γραφήν  μού, να μαζοξέτε όλα σας τα παλλικάρια κ’ να ελθέτε νε με εύρετε δια να πάγω, να πολεμήσω τους εχθρούς μου. Τούτη ίναι η όρα κ’ ο καιρός οπού έχω χρείαν από λόγου σας, κ’ μένω να ειδώ την φιλιαν σας κ’ την αγάπην όπού έχετε δια λόγου μου. Ο λουφές σας θέλει ίναι διπλός απ’ όσον δίδω εις τους Αρβανίτας δια τι κ’ η παλλικαρία σας ξεύρω πως ίναι πολλά μεγαλύτερη από την εδικήν τους. Λοιπόν εγώ δεν πάγω να πολεμήσω πρίν έλεθετε εσείς, κ’ σας καρτερώ ολλίγορα να έλθετε. Ταύτα κ’ σας χαρετώ.
Οι Έλληνες αποκαλούν τους αρχηγούς τους Καπετάνιους. Ήμουν παρών όταν του Πασά ο Έλλην Γραμματεύς έγραψε αυτό το γράμμα και πήρα αντίγραφο αυτού, χωρίς ούτε αυτός αλλά ούτε κι εγώ να θεωρήσουμε τούτο σαν μυστική υπόθεση. Ο Αλή Πασάς είναι ένας Αλβανός από το Τεπελένι. Είναι γυιός του Βελή Πασά ο οποίος διοικούσε ένα μέρος της Αλβανίας. Αν και είναι Μωαμεθανός καταλαβαίνει πολύ λίγο τα τούρκικα, και μιλάει μόνο ελληνικά και Αλβανικά, που είναι ένα μίγμα της Σλαυϊκής , Τουρκικής Ελληνικής και λίγων λέξεων της Γαλλικής, αλλά απολύτως ακατανόητα  για εκείνον ο οποίος γνωρίζει όλες αυτές τις γλώσσες.
Λαμβάνοντας αυτήν την κολακευτική επιστολή οι Καπετάνιοι έκαναν ένα Συμβούλιο με όλα τους τα παλικάρια.
 Ο Καπετάν Μπότσαρης και η πλειοψηφία των παλικαριών, νόμισαν ότι η πρόταση του Πασά ήταν απλώς ένα τέχνασμα να τους θέσει κάτω από την δύναμή του και να τον κάνει κύριο των τόπων και των βουνών τους.  Ο Καπετάν Μπότσαρης κατά συνέπεια έγραψε στον Πασά ότι έλαβε το γράμμα του με πολύ ενδιαφέρον και υπακοή και ότι ήταν έτοιμος να υπακούσει στις διαταγές του. Αλλά επειδή όμως δεν μπόρεσε να πείσει τους συντρόφους του να τον ακολουθήσουν, ήταν ανώφελο σ’ αυτόν να πάει μόνος του.
καπετάν Τζαβέλας



Ο καπετάν Τζαβέλας από φιλαργυρία ή φιλοδοξία επηρεάστηκε από το αίτημα του Πασά και πήγε τον στρατό του αλλά μόνο με δεκαεφτά άνδρες. Τον υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές και φιλία. Ο Πασάς και ο στρατός του βαδίζοντας απόσταση τεσσάρων λευγών προς τον δρόμο του Αργυροκάστρου κατασκήνωσαν. Αλλά έστειλε μια προχωρημένη ομάδα από 400 άνδρες κάτω από έναν Μπουλούπασα, κατά τη στιγμή που η πόλη και ο κόσμος έβγαιναν έξω και δημιούργησε μιά (φανταστική) μάχη. Ο Τζαβέλας και οι άνδρες του ήταν τώρα τελείως πεισμένοι για τα σχέδια του Πασά αλλά έκαναν ότι δεν καταλάβαιναν. 
Έξι μέρες μετά συνελήφθησαν  όλοι τους ανερώτητα ενώ ήταν διασκορπισμένοι στο τουρκικό στρατόπεδο και έβαλαν αυτούς σε βαριές φυλακές, εκτός από τρεις οι οποίοι παίρνοντας τα ντουφέκια τους αμύνθηκαν μέχρι που σκοτώθηκαν. Οι άνδρες (του Τζαβέλα) στάλθηκαν στα Γιάννενα και φυλακίσθηκαν στη μικρή Νήσο της λίμνης των Ιωαννίνων (Αχερουσία στο κείμενο) στις όχθες της οποίας βρίσκονται τα Γιάννενα. Αλλά ο Τζαβέλας ήταν αιχμάλωτος στο στρατόπεδο. Ο Πασάς αμέσως έστρεψε την πορεία του προς το Σούλι και έφθασε μπροστά από το Βουνό του Σουλίου την επόμενη μέρα.
 Οι Σουλιώτες οι οποίοι είναι πάντοτε επιφυλακή, αντελήφθησαν το πλησίασμα του Πασά από τους κατοίκους των γειτονικών χωριών, έξι ώρες πρίν φτάσει αυτός.(Ο Πασας) Συγκεντρώθηκαν όλοι και έδωσαν την γενική αρχηγία στον Καπετάν Μπότσαρη του οποίου ήξεραν τις ικανότητες. Το βουνό του Σουλίου, ή το Κακοσούλι  όπως ονομάζεται από τις κακουχίες που υπέστησαν οι Τούρκοι από αυτούς Σουλιώτες, βρίσκεται οχτώ λεύγες (=Μία λεύγη = 3 μίλα, δηλαδή 4.800 Μάτρα) από την Λευκάδα του Ιονίου Πελάγους έχοντας την Πρέβεζα (Νικόπολις) νοτιοανατολικά σε απόσταση δέκα λευγών.
 Προς το Νότο αυτό το βουνό ενώνεται με τα Χειμέρια όρη, τα οποία κατοικούνται επίσης από ανεξάρτητους ‘Ελληνες Χριστιανούς, συμμάχους των Σουλιωτών. Ανατολικά στις ρίζες του Βουνού είναι μια μικρή πεδιάδα έξι τετραγωνικών λευγών η οποία είναι πολύ εύφορη. Εδώ κτίσθηκαν τα τέσσερα χωριά για να καλλιεργούν τα χωράφια. Αλλά σε καιρό κινδύνου οι κάτοικοι μαζεύονται στο Βουνό. Επειδή δεν υπάρχει νερό στον μικρό αυτόν κάμπο φτιάξανε δεξαμενές για να μαζεύουν τα νερά της βροχής. Το Βουνό είναι ένα φυσικό φρούριο. Οι τρείς πλευρές του καταλήγουν σε απότομους γκρεμούς στη βάση τους.

 Την κορυφή του Βουνού την αποκαλούν τρύπα που σημαίνει κοιλότητα. Υπάρχει μόνο ένα στενό απόκρημνο πέρασμα για να ανεβεί κανείς επάνω και αυτό υπερασπίζεται από τρείς Πύργους, σχεδόν απόστασης ενός μιλίου από τον έναν πύργο ως τον άλλον, περιτριγυριζόμενο από γκρεμούς και ο δρόμος είναι πολύ δύσκολος. Από την μεριά προς τα Χειμέρια βουνά, υπάρχει ένα μικρό λαγκάδι, το οποίο σχηματίζεται από το λιώσιμο των χιονιών αυτών των βουνών, από τα οποία στην ανάγκη οι κάτοικοι του Σουλίου παίρνουν νερό με σφουγγάρια, επειδή οι πλευρές αυτού του μικροχείμαρου δεν επιτρέπουν να αντληθεί το νερό με κουβάδες ή άλλα δοχεία. Τα νερα αυτά δεν μπορούν να τα αποκόψουν οι Τούρκοι επειδή υπερασπίζονται από τα ψηλά βουνά.
Ο Καπετάν Μπότσαρης διέταξε να μεταφερθεί το σιτάρι, , διάρκειας έξι μηνών, από όλα τα χωριά στην τρύπα, κάτι που έγινε με προθυμία. Τα τέσσερα χωριά επομένως άδειασαν. Μισοί από τους κατοίκους πήγαν στη Κιάφα και οι άλλοι μισοί στην Τρύπα, το τελευταίο λημέρι τους, το οποίο μπορούσε να χωρέσει δέκα χιλιάδες άνδρες. Αφού έγιναν αυτές οι προετοιμασίες πετάχθηκε ως τις γούρνες στα βράχια για να εμποδίσει τους Τούρκους να πάρουν το νερό.
Ο Πασάς εγκαταστάθηκε στα χωριά και απέκλεισε το βουνό εμποδίζοντας έτσι να δοθεί βοήθεια από τους Χειμαριώτες, ή πολεμοφόδια από την Λευκάδα, ή την Πρέβεζα απ’ όπου συνήθως εφοδιάζονται. Το κύριο σώμα του Τουρκικού στρατού εγκατεστημένο στα χωριά διευθύνονταν  προσωπικά από τον ίδιο τον Αλή Πασά. Το σώμα προς τα Χειμέρια όρη (διευθύνονταν) από τον γυιό του Μουχτάρ Πασά της Άρτας (δύο μεραρχιών) και τον Καπετάν Πρόγνιο έναν αρχηγό από το Παραμάνθιο της Αλβανίας. Η πλευρά προς την Πρέβεζα από τον Μάμη Μπέη και τον Οσμάν Μπέη τον αδερφό του. Το σώμα δε προς την πλευρά της Άρτας από τον Σολιμάν Κιαπίρ, έναν άλλο Αρχηγό από την Αλβανική πόλη της Παραμυθιάς, έναν άνδρα ογδόνταπέντε χρονών, ψηλό και με μια υπέροχη κορμοστασιά που του έκρυβε την ηλικία αλλά μαρτυρούσε την αλήθεια η άσπρη γενειάδα του. Είχε μαζί του έντεκα γυιούς του, ηλικίας από τριάντα ως εξήντα χρονών, όλοι ψηλοί και δυνατοί σαν τον πατέρα τους. Η σωματική τους δύναμη και το προσωπικό τους θάρρος τους έκανε να φαίνονται σαν ήρωες και τους έδινε ξεχωριστή υπεροχή μεταξύ των άλλων. Πήγαιναν πάντα μαζί ώστε αν κανείς από αυτούς σκοτωνόταν, οι άλλοι να εκδικηθούν τον θάνατό του. Μεταξύ αυτών των λαών είναι έθιμο οι συγγενείς να πηγαίνουν στον πόλεμο μαζί να εκδικείται ο ένας τον θάνατο του άλλου. Εκείνοι οι οποίοι έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό από συγγενείς είναι οι πιο ισχυρές οικογένειες και οι πατέρες των κύριων οικογενειών είναι οι αρχηγοί τους.

Την δεύτερη μέρα, όταν ο στρατός του εγκαταστάθηκε στην πεδιάδα του Σουλίου ο Πασάς κάλεσε τον Καπετάν Τζαβέλα να παρουσιαστεί μπροστά του και του είπε, αν τον πληροφορήσει τον τρόπο με τον οποίο θα κυρίευε το βουνό, θα του χάριζε όχι μόνο την ζωή αλλά θα τον έκανε και Μπουλο-Πασα της περιοχής. O Tζαβέλας απάντησε ότι αν τον άφηνε ελεύθερο θα μπορούσε να πάει στο Σούλι να υποχρεώσει την φάρα του και τουλάχιστον τους μισούς από τους κατοίκους να υπακούσουν σ’ αυτόν και να πάρουν τα όπλα εναντίον του Μπότσαρη.
 Ακόμα με αυτόν τον  τρόπο θα μπορούσε να περάσει τις δυνάμεις του Πασά στην Τρύπα, ενώ οι άλλες φάρες θα είναι ευχαριστημένες να κάνουν ειρήνη χωρίς πόλεμο. Ο Πασάς τον ρώτησε τι εγγυήσεις θα τούδινε για να πραγματοποιήσει αυτές τις υποσχέσεις. Ο Τζαβέλας αποκρίθηκε ότι θα μπορούσε να του δώσει σαν όμηρο τον μοναχογυιό του, ένα αγόρι ηλικίας 12 χρονών, τον οποίο λάτρευε περισσότερο από τη ζωή του και αν δεν τηρούσε τις υποσχέσεις του θα μπορούσε να τον θανατώσει.
 Ο Τζαβέλας σύμφωνα μ’αυτά κάλεσε τον γυιό του  να έλθει κάτω  από το βουνό. Αλλά αμέσως μόλις έφτασε στο Σούλι έγραψε στον Πασά το εξής  γράμμα :
Αλι Πασιά, χαίρομαι όπου εγέλασα έναν δολιο, είμαι δώ να διαφεντεύσω την πατρίδα μου εναντίον εις έναν κλέπτην. Ο υιός μου θέλει αποθάνει εγω όμως απέλπιστως θελω τον εκδικεισω πριν να αποθάνω. Καπιοι Τούρκοι καθως εσενα θελουν ειπουν ότι ειμαι άσπλαχνος πατερας με το να θυσιασω, τον υιον μου δια τον εδικον μου λιτρομον αποκρινομαι, ότι αν εσύ πάρεις το βουνό θελεις σκοτοσει τον υιόν μου με το επιλιπον της φαμελειας μου κ’ συνπατριοτες μου, τοτες δεν θα μπορεσω να εκδικησω τον θανατον του αν ήαν νικησωμεν θελει έχω άλλα πεδια η γενεκα μου ήναι νεα. Εάν ο υιός μου νεος καθως ήναι δεν μενει ευχαριστημενος να θυσιαστή δια την πατρίδα του, αυτος δεν ήναι άξιος να ζήση κ’ να εγνωριζεται ως υιός μου. Προχορησε άπιστε είμαι ανυπόμονος να εκδικηθω. Εγώ ο ομοσμένος εχθρος σου, Καπιταν Τζιαβέλλας .
Ο Πασας δεν έκρινε καλό μέσα στην λύσσα του να θανατώσει τον όμηρό του αμέσως, αλλά τον έστειλε στα Γιάννενα στο γυιό του Βελήμπεη ο οποίος Κυβερνούσε κατά την απουσία του. ΄Ημουν παρών όταν το παιδί παρουσιάστηκε μπροστά του. Απαντούσε στις ερωτήσεις που του έκαμναν με ένα θάρρος και με μία θρασύτητα που εξέπληξε τους πάντες. Ο Βελή Πασάς του είπε ότι περιμένει τις διαταγές του Αλή για να τον σουβλίσει ζωντανό. Δεν σε φοβάμαι, απάντησε το παιδί. Ο πατέρας μου θα κάνει το ίδιο στον πατέρα σου, ή στον αδερφό σου όταν τους πιάσει. Μετά το παιδί το βάλανε σε μια σκοτεινή φυλακή και του έδιναν για τροφή ψωμί και νερό.
Κιάφα

Ο Πασας επιτέθηκε στο χωριό της Κιάφας αλλά οπισθοχώρησε τρείς φορές με μεγάλες απώλειες ο Καπιτάν Μπότσαρης όμως έχοντας υπόψη του αριθμούς, επειδή οι Σουλιώτες είχαν μόνο 900 άνδρες στην Τρύπα, αποφάσισε να εγκαταλείψει αυτή την θέση, την οποία οι Αλβανοί κατέλαβαν στην επόμενη επίθεσή τους, αλλά με μεγάλες απώλειες, οι Σουλιώτες πυροβολούσαν εναντίον τους από τους βράχους (όπου βρισκόταν) σε ασφάλεια. Οι μονάδες του Πασά υπέφεραν πολύ από την έλλειψη νερού, το οποίο το έφερναν από απόσταση έξι λευγών με άλογα,  καθόσον όλοι εκείνοι οι οποίοι προσπάθησαν να πάνε να φέρουνε νερό από το λαγκάδι, κάτω από το βουνό του Σουλίου σκοτώθηκαν από πέτρες που κυλούσαν οι γυναίκες από πάνω από την κορυφή εναντίον τους, ή σκοτώθηκαν από άνδρες κατά την διάρκεια των εχθροπραξιών.
Ο Πασας παρ’ όλα αυτά αποφάσισε να καταλάβει με έφοδο την επόμενη μέρα την Τρύπα, έχοντας συγκεντρώσει τους κυριότερους  αξιωματικούς και διαλέγοντας 800 Αλβανούς, τους έδειξε όλο τον θησαυρό που είχε στη σκηνή του και ο οποίος αποτελείτο από νομίσματα των Ενετών και τους είπε ότι όλα αυτά θα τους δοθούν αν καταλάβουν την Τρύπα, προσθέτοντας ακόμα ότι θα έχουν όλους τους θησαυρούς στη διάθεσή τους, που ήταν γνωστό πολύ καλά ότι βρισκόταν εκεί. 


ΜΕΡΟΣ Γ " ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΗΡΩΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΣΕΛΤΣΟΥ"
http://homouniversalisgr.blogspot.gr/2013/06/blog-post_7635.html



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου