Δυο τραπεζάκια στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Άντρες και γυναίκες κάθονται και ξεκουράζονται με έναν καφέ ή χυμό. Ή και παγωτό, αρχές του Σεπτέμβρη που ήταν. Στο ένα κάθονταν τρεις φίλες κι έλεγαν τα δικά τους. Στο άλλο, τέσσερις άντρες σχολίαζαν τα περίπτερα της Έκθεσης. Μικρός ο χώρος, σχεδόν αγγίζονταν οι πλάτες τους.
Κάποια στιγμή, ο Θωμάς γυρίζει στη Μαρίνα και ζητάει πληροφορίες για την άγνωστη Θεσσαλονίκη. Γυρίζει κι αυτή και τον βλέπει κατάματα. Σχεδόν ακούει την ανάσα του. Σχεδόν νιώθει τη ζεστασιά από το σώμα του. Της κόπηκε η αναπνοή από την εγγύτητα της αντρικής παρουσίας, από τη φωνή του που ξεχείλιζε το πρόσχημα της ερώτησης.
«Ώστε πρώτη φορά έρχεστε στη Θεσσαλονίκη;»
Ο γοητευτικός πληθυντικός που κρατάει τις αποστάσεις για όσο χρειάζεται… Η φωνή της ακούγεται αγνώριστη στα ίδια τα αυτιά της. Αυτή μιλάει έτσι; Έχει γυρίσει ελαφρά προς αυτόν, το ίδιο κι εκείνος. Τους χωρίζουν μόλις λίγα εκατοστά. Μυρίζει τον ιδρώτα του. Εκείνος το άρωμά της, μα πιο πολύ τη φωνή που βγάζει μια μαθήτρια όταν κοκκινίζει για πρώτη φορά…
«Έχω έρθει κι άλλες φορές, μα πάντοτε βιαστικά. Γι’ αυτό και ήρθα τώρα με τους φίλους μου, να δω τη Θεσσαλονίκη στα γιορτινά της».
Γύρω στα σαράντα πέντε αυτή, γύρω στα 50 εκείνος. Άρχισε να του μιλάει, συνέχισε να την ακούει. Οι υπόλοιποι δεν υπήρχαν, απλώς εμφανίστηκαν εκεί όταν τελείωσαν οι ερωταποκρίσεις.
«Εμείς φεύγουμε το βράδυ. Αν θέλεις, μου δίνεις το τηλέφωνό σου».
Η Μαρίνα έδωσε το τηλέφωνό της και πήρε το δικό του.
Οι άντρες έφυγαν πρώτοι. Οι γυναίκες έμειναν πίσω και άρχισαν τα πειράγματα. Πόσο της άρεσε που την πείραζαν! Πόσο της άρεσαν τα σκανταλιάρικα υπονοούμενά τους!
Όταν σηκώθηκαν, τις πήρε αγκαλιά και τις δύο. Εκείνη την ώρα θα ήθελε ν’ αγκαλιάσει όλον τον κόσμο, να του πει πόσο όμορφα ένιωθε… Γιατί ήταν και λίγο συνεσταλμένη και δεν ήθελε ν’ αφεθεί σε άλλες σκέψεις και εικόνες…
Μικρός ο κόσμος και μ’ ένα τηλεφώνημα καταργείται κάθε απόσταση. Ακολούθησαν δεκαπέντε μέρες καθημερινής επικοινωνίας. Κάθε τηλεφώνημα, τους έφερνε πιο κοντά, κάθε τηλεφώνημα συνομιλούσαν τ’ άστρα με το φως… Ρομαντική επανάληψη λέξεων, σταθεροποίηση της φωνής σε νότες ευτυχίας, πρελούδια για ανείπωτα όνειρα. Αναπόφευκτα ήρθε η σειρά των μαγικών φράσεων που περιγράφουν σκιρτήματα καρδιάς, χάδια φωνής, αδημονία για το περισσότερο που αργούσε βασανιστικά και γλυκά.
Είχαν και οι δύο face book, αλλά δεν το πρότειναν ο ένας στον άλλον, δεν το χρειάζονταν. Της το είπε ότι είχε από τις πρώτες μέρες, το ήξερε. Αυτή βρισκόταν στη φάση όπου είχε κουραστεί να της την πέφτουν οι λεβέντες του φ. β., οι οποίοι θεωρούν ότι με 3 λάικ η άλλη είναι τσιμπημένη μαζί τους…
Αφέθηκαν και οι δύο στη μαγεία της ζωντανής συνομιλίας, στον ανεπανάληπτο ήχο της φωνής, εκεί όπου τρέμεις σε κάθε θρόισμα του νου.
Εκείνος βρήκε και τις προφάσεις και το χρόνο να ξανακάνει ένα σύντομο ταξιδάκι από την Πάτρα στη Θεσσαλονίκη. Επέστη ο καιρός, λοιπόν.
Αυτή δεν το ήξερε ακόμα, αλλά διαισθάνθηκε ότι εκείνος αδημονούσε για κάτι.
«Θωμά, σ’ αγαπάω», είπε όμορφα, γλυκά, με φωνή που έσβηνε από ευτυχία.
«Εγώ να δεις πόσο σ’ αγαπάω», είπε εκείνος με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Μπορεί να ήταν μακριά, όμως αυτή θυμόταν πολύ καλά πόσο ομόρφαινε το πρόσωπό του όταν της χαμογελούσε. Αλλά κι αυτός ήταν σίγουρος ότι κοκκίνισε όταν ομολόγησε τον έρωτά της.
Έτσι, βρέθηκαν για τρεις μέρες στο εξοχικό μια φίλης της. Εδώ αδυνατώ εγώ να περιγράψω τις τρεις μέρες στον παράδεισο. Αν και μέσες-άκρες γνωρίζω κάποια πράγματα, γνωρίζω όμως ότι δεν περιγράφεται η απόλυτη ευτυχία. Θα σας το πω με λίγες λέξεις: δυο ερωτευμένοι ζουν τελείως μόνοι την πρώτη ερωτική τους συνάντηση σε μια βίλα, δίπλα στη θάλασσα της Χαλκιδικής.
Ακολούθησε ένας ολόκληρος, μοναδικός χρόνος. Υπήρξαν μέρες, όπου η Μαρίνα δεν προλάβαινε να βγάλει το νυχτικό της επειδή μιλούσαν ατέλειωτες ώρες στο τηλέφωνο. Στο φ. β. δεν έγιναν καν φίλοι, γιατί φοβήθηκαν ότι αν αρχίσουν εκεί μέσα τα μηνύματα, θα χάσουν το χρώμα και τη μαγεία της ζωντανής επικοινωνίας. Γράμματα ήξεραν και οι δυο, δε θα δυσκολεύονταν να εκφραστούν, όμως η φωνή άγγιζε όλα τα μύχια της ύπαρξης. Κάποια μέρα της είπε:
«Γιατί άργησες να απαντήσεις; Σε είδα που μοίραζες λάικ…»
Η Μαρίνα ντράπηκε. Τι θα λέει τώρα, ότι αντί να τον ακούω, κάθομαι και διαβάζω ό,τι ανεβάζει κάθε πικραμένος… Μίλησε αποφασιστικά.
«Θωμά, αυτή τη στιγμή κλείνω το φ. β. Δε θέλω να χάσω καμιά στιγμή, καμιά ανάσα σου». Γιατί όταν μιλούσαν κρατούσε την ανάσα της για να θυμάται το γέλιο του και τη φωνή του, πώς θα άφηνε κάτι άλλο να της στερήσει αυτή τη χαρά;
Εκείνος τρελάθηκε από τη χαρά του όταν είδε το κενό στη φωτό-προφίλ της. Κανένα σύννεφο δε θα σκίαζε ποτέ τη χαρά της. Ο έρωτας είναι η ζωή.
Ο χρόνος ανηφόριζε και η Μαρίνα λάτρευε το δικό της θεό. Ήταν χωρισμένη και ζούσε με τα μεγάλα πλέον παιδιά της, που έκαναν τη ζωή τους και χαίρονταν που η μάνα τους χαμογελούσε πάλι ευτυχισμένη.
Εκείνος; Στον δικό του, ωραίο κόσμο… Όταν δεν άντεχε, που δεν μπορούσε να της μιλήσει, έβαζε πρόχειρο διαγώνισμα στους μαθητές. Τοποθετούσε την τσάντα του μπροστά στην έδρα και πίσω ακριβώς το κινητό έπαιρνε φωτιά από τα μηνύματα. Τι υπέροχες μέρες, τι υπέροχος ο καιρός του έρωτα…
Λένε πως η απόσταση σκοτώνει τον έρωτα. Εγώ πιστεύω πως αν υπάρχει ο έρωτας, η απόσταση τον δυναμώνει, γιατί κάνει πιο επιτακτική την επιθυμία για συνάντηση και απίστευτα όμορφη την ίδια τη συνάντηση.
Στους δεκαοχτώ μήνες συναντήθηκαν έξι φορές, πέραν της συνάντησης γνωριμίας. Όμως ο έρωτας είναι και κτητικός. Αυτή ήταν απόλυτα δική του. Μπορούσε να την παίρνει τηλέφωνο όποια ώρα της μέρας ή της νύχτας ήθελε. Αυτή, γιατί δεν μπορούσε να τηλεφωνεί όποτε τον είχε ανάγκη; Εντάξει, το πρωί ήταν στο σχολείο, αλλά το απόγευμα, το βράδυ; Έτσι φάνηκαν τα πρώτα σύννεφα στον ουρανό τους.
«Γιατί δεν μπορώ να σε πάρω τηλέφωνο μια φορά κι εγώ;»
Όχι, δεν μπορεί, δεν ήταν εκείνος… Δεν ήταν ο Θωμάς που μίλησε…
«Δε θέλω να με ξαναρωτήσεις. Είναι αδιακρισία. Θα αρκείσαι σε ό,τι σου λέω».
«Θωμά, εσύ μίλησες ή ήταν άλλος στη γραμμή;»
«Μαρίνα, σε παρακαλώ… Μη με ξαναρωτήσεις. Κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα καταλάβεις. Μια άλλη φορά θα σου πω…»
Όντως, η φωνή του τώρα δεν ήταν τελείως αυταρχική. Είχε κάτι σαν σπάσιμο, σαν χρόνιο πόνο που δεν φεύγει…
«Θωμά, είσαι παντρεμένος;» ρώτησε μια ραγισμένη φωνή. «Μου είχες πει ότι ήσουν ελεύθερος…»
Οι λέξεις έσβηναν, η καρδιά μάτωνε, τα μάτια βούρκωναν.
«Σε παρακαλώ, μη ξαναρωτήσεις…. Έχω μια κόρη άνεργη, έχω προβλήματα…., είμαι πολύ στριμωγμένος…»
«Θωμά, δε μου απάντησες… Ζεις με τη γυναίκα σου… Να το ξέρω μόνο…»
Ποιο φίδι έχυνε δηλητήριο στην ψυχή της; Πώς γίνεται, από τη μια στιγμή στην άλλη, και ο παράδεισος να έχει πάρει όλο το μαύρο της κόλασης; Ποιος αστράφτει και ποιος βροντάει; Ποιος λύκος ουρλιάζει έτοιμος να σε κατασπαράξει;
«Αυτό που σου είπα. Θα αρκείσαι σε ό,τι σου λέω εγώ. Δε θα ξαναρωτήσεις».
Είπε άλλα, έβρισε, την έκανε σκουπίδι; Απάντησε εκείνη πληγωμένη και ξεστόμισε ανήκουστες φράσεις; Δε θυμόταν να μου πει ξεκάθαρα, παρά μόνο ότι ένιωθε σαν να είχε μείνει άδεια από αισθήματα και ζωή. Μάλλον τον έβρισε κι εκείνη…, γιατί ακολούθησαν μακροσκελή μηνύματα στο κινητό, στα οποία περιέγραφε αυτός τη δική του νέκρωση. Ότι ήταν εκείνη που τον έκανε να είναι ερωτευμένος σαν έφηβος και εκείνη ήταν που τελείωσε ό,τι όμορφο υπήρχε στη ζωή του.
Παράπονο, θλίψη, οδύνη… Αλλά και ενοχές που του μίλησε τόσο άσχημα… Γι’ αυτό και άρχισε μια απέλπιδα προσπάθεια εκ μέρους της. Αυτή έφταιξε, αυτή θα μπορούσε και να επανορθώσει, να του εξηγήσει, να ξαναβρεί η αγάπη τους τη μυθική ομορφιά που έζησαν. Ναι, ξαναμίλησαν ύστερα από δύο μέρες. Ξαναβρήκαν το κουράγιο να χαμογελάσουν, γιατί δεν τελειώνει έτσι απλά ένας μεγάλος έρωτας. Αυτή, όμως, έβλεπε να έχει σπάσει κάτι μέσα του. Κατηγορούσε τον εαυτό της και αποφάσιζε πως δε θα τον πιέσει, δε θα ξαναρωτήσει τίποτε που τον στενοχωρεί.
Άλλες φορές εξαγριωνόταν με την αφέλειά της και του έστελνε μηνύματα πως δεν αντέχει άλλο, ότι τελείωσαν. Εκείνος δεν έδειχνε πως ήθελαν να τελειώσουν. Αν δεν την ηρεμούσαν οι απαντήσεις του, της έστελνε γλυκά υπονοούμενα, λέξεις που θύμιζαν τον παράδεισό τους, έλιωνε την καρδιά της με όλα τα κόλπα του έρωτα.
«Μου βγάζεις δυο συναισθήματα. Άλλοτε σε νιώθω τόση εύθραυστη που φοβάμαι να σ’ αγγίξω, μην και σε τσακίσω άθελά μου. Άλλες φορές, μου ξυπνάς τα πιο άγρια ερωτικά συναισθήματα…»
Έτσι πέρασε ένας χρόνος ακόμα. Δε συναντήθηκαν άλλη φορά, παρότι εκείνος έδινε συνέχεια αόριστες υποσχέσεις. Του είπε να κατέβει αυτή να τον βρει, και ο Θωμάς ξαναέγινε θηρίο. Ένταση, διαξιφισμοί, μούτρα για μέρες ή και μήνα. Κι ύστερα πάλι τα ίδια.
Μέχρι που δεν άντεξε η Μαρίνα και μου εξομολογήθηκε όλη την ιστορία, με το φως και τα σκοτάδια της, με τον πόνο και τον τρόμο του τέλους, με την ηδονή του παράδεισου και την οδύνη της βάρβαρης κόλασης. Αναγνώστη μου, πρόσεξε! Οι λέξεις που χρησιμοποιώ δεν είναι τυχαίες. Βάλε μόνος σου τις προεκτάσεις σε κάθε λέξη και έννοια…
Όταν μου τα έλεγε, την κοίταξα περίεργα.
«Μαρίνα, νομίζω ότι είσαι άρρωστη. Τι δεν καταλαβαίνεις; Ο τύπος είναι παντρεμένος και το παίζει και υπεράνω. Πώς μπορείς ν’ αγαπάς κάποιον, με τον οποίον κάθε τρεις και λίγο βρίζεστε; Λίγη αξιοπρέπεια δεν έχεις; Ούτε σ’ αγαπάει ούτε σε σέβεται… Ένα παιχνιδάκι του κατάντησες…»
Ας μην υπεισέλθουμε σε ψυχαναλυτικές εξηγήσεις γιατί κάποιοι δε βλέπουν ολοφάνερα πράγματα. Ο έρωτας είναι τυφλός, για κάποιους η τυφλαμάρα παραμένει ως το τέλος...
«Τι να κάνω;» ρώτησε κλαίγοντας.
«Ένα από τα δύο: ή θα αποδεχτείς τη δικτατορία στη σχέση σας και θα τρέχεις πίσω του σαν υπάκουο ζώο, ή θα σηκωθείς όρθια και θα φύγεις επιτέλους».
«Πώς να φύγω; Κάθε μέρα μου στέλνει μηνύματα, πρωί-βράδυ».
«Θα του απαντάς με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Ούτε ‘‘αγάπη μου όμορφη’’, ούτε άλλα παρόμοια σαν να εκλιπαρείς για λίγη αγάπη…»
Τρεις μέρες κράτησαν οι εκνευριστικές της απαντήσεις. Του χάλασε τα σχέδια. Δεν μπορούσε πια να κοκορεύεται στους φίλους του- δείχνοντας τα μηνύματά της- ότι έχει μια γκόμενα στη Θεσσαλονίκη που είναι τρελή γι’ αυτόν και την έχει σαν το σκυλάκι του. Της έστειλε ένα χυδαίο μήνυμα.
Του απάντησε.
«Από έναν άνθρωπο του δικού σου επιπέδου, δεν περιμένω να καταλάβει τι ένιωσα για σένα. Άντε και …»
Ύστερα η Μαρίνα βγήκε στη βεράντα. Πήρε τον καφέ της, τα τσιγάρα και απολάμβανε τη βροχή που κατέκλυζε καλοκαιριάτικα τη Θεσσαλονίκη. Προς στιγμήν λυπήθηκε σφόδρα… Ήθελε να ήταν εκεί ο Θωμάς, να περπατούσαν χέρι-χέρι στη βροχή, ν’ ανταλλάξουν μουσκεμένα φιλιά, όπως στις διαφημίσεις, κι ύστερα να παραδοθούν στα στεγνά σεντόνια. Βρήκε το κουράγιο να χαμογελάσει, έστω και πικρά.
Στο κινητό, οι ειδοποιήσεις μηνυμάτων ακούγονταν σαν πυροβολισμοί. Τα διάβασε και τον σιχάθηκε. «Σ’ αγαπάω… Έλα να κάνουμε σχέδια για το μέλλον μας». Όχι πια, όχι άλλα παιχνίδια με την ψυχή και τα αισθήματά της. Τα διέγραψε όλα.
‘‘Αυτό το όνειρο έχει τελειώσει για σένα, Μαρίνα…’’
Η ζωή, όμως, ήταν ακόμα δική της και αυτή αποφάσιζε πλέον τι θα έκανε. Σηκώθηκε, πλησίασε τα κάγκελα και ύψωσε τα χέρια ανοιχτά. Έγινε μούσκεμα ως τα κατάβαθα, γέμισε η αγκαλιά της δάκρυα, ρούφηξε αχόρταγα απ’ το ουράνιο νερό κι ύστερα από πολύ καιρό ένιωθε ξανά ευτυχισμένη.
Το νήμα του πάθους και του λάθους…
Καταπληκτικό!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή