Γράφει ο Γιάννης Δημάκης
Στην Ανατολική άκρη του νομού Άρτας, και στην περιοχή που ο ποταμός Αχελώος ή Ασπροπόταμος χωρίζει το νομό αυτό από τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσας, υψώνεται το εντυπωσιακό ορεινό συγκρότημα της Φρούσιας, το οποίο έχει σχήμα πετάλου ανοικτού προς τα Θεσσαλικά Άγραφα. Από την ψηλότερη δηλαδή κορυφή της Φρούσιας, τα Στεφάνια (1760 μ.), ξεκινάνε δύο βραχώδεις ράχες, από τις οποίες η μεν βόρεια, που περνάει από την κορυφή Τσούκα (1756 μ.) και καταλήγει κάθετα σχεδόν στον Αχελώο λέγεται από τους ντόπιους ράχη της Φρούσιας, η δε νότια, που περνάει από την κορυφή Κοκκινόλακος ή Νεγκόζη (1750 μ.) και καταλήγει το ίδιο σχεδόν απότομα στον Αχελώο, είναι γνωστή ως ράχη του Φράξου. Ανάμεσα στις δύο αυτές ράχες κατεβαίνει ακόμα πιο απότομα, από τα Στεφάνια στον Αχελώο, η κακοτράχαλη και επικίνδυνη χαράδρα Νεγκόζη ή Νιγκόζι από την οποία πήρε το όνομά της και η ομώνυμη κορυφή της Φρούσιας.
Στην Ανατολική άκρη του νομού Άρτας, και στην περιοχή που ο ποταμός Αχελώος ή Ασπροπόταμος χωρίζει το νομό αυτό από τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσας, υψώνεται το εντυπωσιακό ορεινό συγκρότημα της Φρούσιας, το οποίο έχει σχήμα πετάλου ανοικτού προς τα Θεσσαλικά Άγραφα. Από την ψηλότερη δηλαδή κορυφή της Φρούσιας, τα Στεφάνια (1760 μ.), ξεκινάνε δύο βραχώδεις ράχες, από τις οποίες η μεν βόρεια, που περνάει από την κορυφή Τσούκα (1756 μ.) και καταλήγει κάθετα σχεδόν στον Αχελώο λέγεται από τους ντόπιους ράχη της Φρούσιας, η δε νότια, που περνάει από την κορυφή Κοκκινόλακος ή Νεγκόζη (1750 μ.) και καταλήγει το ίδιο σχεδόν απότομα στον Αχελώο, είναι γνωστή ως ράχη του Φράξου. Ανάμεσα στις δύο αυτές ράχες κατεβαίνει ακόμα πιο απότομα, από τα Στεφάνια στον Αχελώο, η κακοτράχαλη και επικίνδυνη χαράδρα Νεγκόζη ή Νιγκόζι από την οποία πήρε το όνομά της και η ομώνυμη κορυφή της Φρούσιας.
Σε μία μικρή επιφάνεια της ράχης του Φράξου, 300 με 400 μέτρα πάνω από την απόκρημνη δεξιά όχθη του Αχελώου, απέναντι από το χωριό Πετρωτό (παλιά Λιάσκοβο) και σε απόσταση 2 ωρών με τα πόδια από το χωριό Πηγές (παλιά Βρεστενίτσα) και το δημόσιο δρόμο Άρτας - Καρδίτσας, είναι χτισμένο το ιστορικό μοναστήρι του Σέλτσου ή Σέλτζου ή της Παναγίας της Σελτσιώτισσας
Η Μονή Σέλτσου οφείλει τη φήμη της στην ιστορική μάχη που έγινε στην περιοχή της τον Απρίλη του 1804 μεταξύ των στρατευμάτων του Αλή Πασά και των Σουλιωτών, και στον ηρωισμό και την αυτοθυσία των τελευταίων, οι οποίοι, όπως στο Ζάλογγο, προτίμησαν το θάνατο και το γκρέμισμα στον Αχελώο από την αιχμαλωσία και την ατίμωση.
Μετά την παράδοση του Σουλίου στον Αλή Πασά με την συνθήκη στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 οι Σουλιώτες άρχισαν να εγκαταλείπουν κατά τμήματα το Σούλι.Οι οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο, με αρχηγούς τους Κίτσο Μπότσαρη και Κουτσονίκα , με σκοπό ένα τμήμα αυτών να εγκατασταθεί στη Λάμαρη, πεδιάδα Λούρου και Ζαλόγγου, ενώ το άλλο τμήμα, το πιο πολυάριθμο, μόλις φθάσει εκεί να προχωρήσει στην συνέχεια προς το Βουργαρέλι όπου από το 1800 έχει εγκατασταθεί η οικογένεια των Μποτσαραίων, όταν ο Γεώργιος Μπότσαρης, πατέρας του Κίτσου, εγκατέλειψε την περιοχή του Σουλίου και πήρε ως αντάλλαγμα το αρματολίκι των Τζουμέρκων. Μετά την αποχώρησή τους απ’ το Σούλι, αντιμετώπισαν και πάλι τη μανία του στρατού του Αλή. Όταν η κατάσταση έγινε κρίσιμη άλλοι από τους Σουλιώτες έκαναν απελπισμένοι έξοδο και διέφυγαν άλλοι όμως βρήκαν το θάνατο ή αιχμαλωτίστηκαν. 22 Γυναίκες και 6 άνδρες στις 18 Δεκεμβρίου του 1803 προτίμησαν να γκρεμιστούν στο βάραθρο από το ψηλότερο μέρος του βουνού -οι μητέρες εκσφενδόνισαν πρώτα τα παιδιά τους- παρά να πέσουν στα χέρια των εχθρών.
http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis16.html |
Μετά τη μάχη του Ζαλόγγου ο Αλή Πασάς έστειλε δύναμη 500 στρατιωτών για να συλλάβουν 23 οικογένειες Σουλιωτών οι οποίες διέμεναν στη Ρηνιάσα (περιοχή ανάμεσα στην Πάργα και την Πρέβεζα). Οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό και άρχισαν χωρίς διάκριση να σκοτώνουν και να αιχμαλωτίζουν. Μια Σουλιώτισσα, ηΔέσπω Σέχου, σύναξε όλη τη φαμίλια της στον πύργο του Δημουλά και άρχισε τον πόλεμο στους Τουρκαρβανίτες. Για ν' αποφύγει τη σκλαβιά έβαλε φωτιά στη μπαρουταποθήκη και ο πύργος με 11 ψυχές σωριάστηκε σε ερείπια.
Ένα σώμα από 160 Σουλιώτες υπό του Κίτσου Μπότσαρη κατάφερε να διασπάσει τις γραμμές των πολιορκητών και να φθάσει στο Βουργαρέλι....
Όταν έφθασε ο Κίτσος Μπότσαρης στο Βουλγαρέλι και πληροφορήθηκε τα παραπάνω γεγονότα, αποφάσισε να εγκαταλείψουν την περιοχή του Βουργαρελίου όπου κινδύνευαν να κυκλωθούν και να υποστούν την τύχη του Ζαλόγγου. Τους συμβούλευσε να βαδίσουν προς την Βρεστενίτσα στην περιοχή των Αγράφων, όπου υπήρχαν φυσικά οχυρές θέσεις.
Περί τα τέλη του Δεκέμβρη του 1803 αναχώρησαν από το Βουργαρέλι προς την Βρεστενίτσα 1.148 Σουλιώτες, άνδρες γυναίκες και παιδιά, υπό την αρχηγία του Κίτσου και Νότη Μπότσαρη ενώ συγχρόνως απέστειλαν στα Γιάννενα τον Χρήστο Παλάσκα να διαμαρτυρηθεί στον Αλή Πασά. Ήθελαν έτσι από τη μια μεριά να κερδίσουν χρόνο, από την άλλη να έλθουν σε συνεννόηση με τον Αλή για να μπορέσουν να απομακρυνθούν ανενόχλητοι από την Ήπειρο.
Ο Αλή Πασάς απάντησε στον Παλάσκα ότι αγνοούσε τα γεγονότα, τον διαβεβαίωσε ότι θα τιμωρήσει τους ενόχους και τον προέτρεψε να πείσει τους Σουλιώτες να μεταβούν στα Γιάννενα όπου κανένα κίνδυνο δεν θα διέτρεχαν. Συγχρόνως όμως διέταξε δύο εμπειροπόλεμους στρατηγούς, τον Άγο Μπουχαρδιάρη ή Βασιαρή και τον Μπεκήρ Τζογαδούρο να ετοιμάσουν σώμα από 5.000 Τουρκοαρβανίτες για να καταδιώξουν τους Σουλιώτες. Οι Σουλιώτες μετά από κοπιώδη και μακρά πορεία έφθασαν στην Βρεστενίτσα( είναι η πρώτη ονομασία με την οποία είναι επίσημα καταγεγραμμένο το χωριό, οι Πηγές,)και περίμεναν τον Παλάσκα.
Η άφιξη του Παλάσκα διέψευσε και τις τελευταίες ελπίδες σωτηρίας. Ο Κίτσος Μπότσαρης έκανε τότε το μοιραίο σφάλμα -για να μην απομακρυνθούν οι Σουλιώτες από τα αρματολίκια Ραδοβιζίου και Τζουμέρκων που εξουσίαζαν, και στην περιοχή των οποίων είχαν συγκεντρωμένα τρόφιμα, πολεμοφόδια και χρήματα- να οχυρωθεί στη φυσικά οχυρή Μονή Σέλτσου. Η περιοχή του Σέλτσου είναι μεν φυσικά οχυρή θέση, έχει όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα αφού στερείται εξόδου διαφυγής όπως η τακτική του πολέμου απαιτεί.
Πάντως αποφάσισαν να μείνουν στην περιοχή της Μονής και εάν υπάρχει ανάγκη να αμυνθούν βασιζόμενοι στην πείρα και στη γενναιότητα που είχαν αποκτήσει από τα τόσα χρόνια πολέμου και θέτοντας σε εφαρμογή και εκεί στο Σέλτσο την τακτική που τόσα χρόνια εφάρμοζαν στα βράχια του Σουλίου. Άρχισαν να συγκεντρώνουν τρόφιμα και ζωοτροφές από τις γύρω περιοχές, στο εσωτερικό και στα κελιά της Μονής εγκατέστησαν τα γυναικόπαιδα, και τέλος κατασκεύασαν τρία οχυρά στην κορυφογραμμή του Φράξου.Το πρώτο ακριβώς πάνω από το μονοπάτι που οδηγεί από το χωριό Βρεστενίτσα στη Μονή και τα άλλα δύο προς το πάνω μέρος της κορυφογραμμής Φράξου και προς την κορυφή Νεγκόζη. Από τα φυλάκια αυτά, το πρώτο ήταν περισσότερο ενισχυμένο γιατί βρισκόταν στο μονοπάτι που οδηγούσε στο μοναστήρι και λογικά θα δεχόταν τη μεγαλύτερη πίεση των δυνάμεων του Αλή. Την αρχηγία του είχε αναλάβει ο Κίτσος Μπότσαρης που παράλληλα διεύθυνε και την όλη άμυνα των οχυρωμάτων αυτών. Τα δύο άλλα οχυρώματα «Φράξος» και «Προφήτης Ηλίας» φυλάσσονταν από μικρότερες δυνάμεις ανδρών αφού δεν ήταν δυνατή από τα μέρη εκείνα η κατά μέτωπο επίθεση του εχθρού και επειδή οι περιοχές αυτές ήταν καλυμμένες με χιόνια. Υπήρχε και ένα τέταρτο φυλάκιο πάνω από την Μονή και την πλευρά του Νεγκόζη επανδρωμένο με λίγους άνδρες που φύλαγε δύσβατους δρόμους που οδηγούν από την κορυφογραμμή και από την χαράδρα τουΝεγκόζη στο μοναστήρι.
Εκτός των οχυρωμάτων της γραμμής αυτής οι Σουλιώτες σε απόσταση 400-500 μέτρων από τη Μονή σε χαμηλότερα υψώματα είχαν αναγείρει πρόχειρα φυλάκια δεύτερης αμυντικής ζώνης, επανδρωμένα με τους γηραιότερους των ανδρών και τις γυναίκες που μπορούσαν να κρατήσουν όπλο. Στο μοναστήρι μαζί με τους Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν και άλλοι (καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους) Έλληνες κάτοικοι του Ραδοβιζίου με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των Σουλιωτών να φτάσει τους 1.400. Απ' αυτούς ένοπλοι, άνδρες και γυναίκες, ήταν μόνο 500 (360 άνδρες και οι υπόλοιπες γυναίκες).
Στις 12 Γενάρη του 1804 οι οχυρωμένοι στη Μονή Σέλτσου Σουλιώτες περικυκλώθηκαν από 8.000 Τουρκαρβανίτες υπό τους Μπεκήρ Τζογαδούρο, Άγο Μπουχορδάρη ή Βασιάρη, και Βέλη Πασά, καθώς και από τους υπηρετούντες τον Αλή Πασά Έλληνες αρματολούς με τους άνδρες τους, Ζήκο Μίχα και Αλέξη Τζήμα της Λάκκας Λελόβων, Κωνσταντίνο Πουλή των Τζουμέρκων και Δημήτριο Καραΐσκο (τον πατέρα του Γ. Καραϊσκάκη) του Βάλτου. Μετά από μικρή προπαρασκευή τριών ημερών, στις 15 Γενάρη ακολούθησε η πρώτη επίθεση των Τουρκοαλβανών, η οποία αποκρούσθηκε από τους οχυρωμένους στην Μονή του Σέλτσου Σουλιώτες που πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση. Ο απολογισμός της πρώτης μάχης ήταν 78 νεκροί Τουρκαλβανοί και 6 Σουλιώτες. Τον κύριο όγκο της επίθεσης δέχθηκε το πρώτο οχυρό. Οι Σουλιώτες του φυλακίου αυτού έμπηξαν στο μέρος εκείνο, σύμβολο της γενναίας αντίστασης και της σιδερένιας θέλησης, ένα σιδερένιο Σταυρό.
Από το γεγονός αυτό ονομάσθηκε το μέρος εκείνο «Σιδερένιος» ονομασία που και σήμερα κατέχει η θέση αυτή. Από την πρώτη αυτή αναμέτρηση οι Τούρκοι έλαβαν σκληρό μάθημα και κατανόησαν ότι δεν ήταν δυνατό με βίαιη τακτική και κατά μέτωπο επίθεση να καταλάβουν το Μοναστήρι και άρχισαν πάλι τη γνωστή τους τακτική, τον αποκλεισμό, περιμένοντας από την πείνα, τον άλλο εχθρό των Σουλιωτών να πετύχει ότι αυτοί δεν μπορούσαν. Ολόκληρο το χειμώνα του 1804 οι Σουλιώτες έμειναν στενά αποκλεισμένοι στο μοναστήρι του Σέλτσου.
Στις 20 Απρίλη ο Αλή Πασάς στέλνει και νέες ενισχύσεις και με επιστολή του παραγγέλνει στους στρατηγούς του να ξεπαστρέψουν μια «φούχτα κατσικοκλεφτών» όπως τους αποκαλούσε, εντός δέκα ημερών.
Την επόμενη μέρα, 21 Απρίλη του 1804 μετά από τρίμηνη πολιορκία και προδοσία του Γιώργου Κύργιου, ανιψιού του Ζίκου Μίχου -του είχε υποσχεθεί ο Αλή Πασάς το αρματολίκι της Λάκκας εάν τους βοηθούσε να πάρουν το μοναστήρι- μία ομάδα από 3.000 Τουρκοαλβανούς και άλλους 1.200 εφεδρικούς Αλβανούς εξουδετέρωσε την αντίσταση του Φυλακίου «Προφήτης Ηλίας» που βρισκόταν πάνω από τη Μονή Σέλτσου και εισέβαλε στο χώρο του μοναστηριού. Στη φονική και άνιση μάχη που επακολούθησε και γενικεύτηκε με την προσθήκη και άλλων Τουρκαλβανών, άλλοι Σουλιώτες σκοτώθηκαν, άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν -όπως ο Νότης Μπότσαρης, η γυναίκα του Χριστίνα και τα παιδιά του Κίτσου Μπότσαρη, Κώστας, Δέσποινα και Αγγελική.
Άλλοι σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ 250 γυναικόπαιδα, για να μην πέσουν στα χεριά των εχθρών, έστησαν ένα νέο μεγαλύτερο ΖΑΛΟΓΓΟ και γκρεμίσθηκαν σε βάραθρο 300 μέτρων, αφήνοντας τα κορμιά τους στον Αχελώο.. Εκείνη την ημέρα, οι ιστορικοί αναφέρουν ότι χάθηκαν τρεις γενιές Μποτσαραίων.
Περιγραφή του Ολοκαυτώματος από τον Γάλλο περιηγητή και ιστορικό Πουκεβίλ
« Η ΦΑΛΑΓΞ [1148] ΤΩΝ ΑΡΧΗΓΩΝ ΚΙΤΣΟΥ ΚΑΙ ΝΟΤΗ ΜΠΟΤΣΑΡΗ -ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΩ- ΒΑΔΙΖΕΙ ΠΡΟΣ ΣΕΛΤΣΟ. ΑΠΙΣΤΙΑΝ ΑΛΗ ,ΤΡΙΜΗΝΟΝ ΑΝΙΣΟΝ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΘΥΣΙΑ. ΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΕΦΟΔΙΑ, ΑΣΙΤΟΙ ,ΚΥΚΛΩΜΕΝΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΕΞΟΔΟΝ Η ΘΑΝΑΤΟΝ ΗΡΩΟΣ.
ΞΙΦΗΡΕΙΣ 300 ΑΚΑΛΥΠΤΟΙ ΣΑΡΩΝΟΥΝ ΤΟ ΠΑΝ ΠΛΗΝ ΓΕΦΥΡΑΣ ΚΟΡΑΚΟΥ. Ο ΝΟΤΗΣ ΠΙΠΤΕΙ ΜΕ 5 ΠΛΗΓΑΣ ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΦΟΝΕΥΟΝΤΑΙ. ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΧΟΜΕΝΑΙ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΘΑΝΑΤΟΣ.
ΥΠΕΡΔΙΑΚΟΣΙΟΙ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΠΗΔΟΥΝ ΚΑΙ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΧΕΛΩΟ.ΧΑΛΑΣΜΟΣ. ΜΟΝΟ 10 ΚΑΙ Ο ΚΙΤΣΟΣ ΣΩΖΟΝΤΑΙ»
[ΠΟΥΚΕΒΙΛ 1824 Τ. Ι. ΣΕΛ. 207-212]
Οι Σουλιώτισσες αυτές δεν πρόλαβαν να τελειώσουν το χορό του θανάτου που έστησαν στο Σέλτσο. Κυνηγημένες 250 και πλέον τον αριθμό , γυναίκες, μάνες και παιδιά όπως ήταν φώναξαν όλες μαζί «θάνατος» και όρμισαν χωρίς δεύτερη σκέψη, από τον «Πέτακα» προς το απύθμενο βάραθρο της Γκούρας πίσω από τη Μονή σχεδόν τρέχοντας, λες και διαβαίναν ρυάκι. Σήμερα ακόμη αν θελήσεις να κοιτάξεις στο βάθος του, σε καταλαμβάνει ζάλη, δέος και ρίγος. Καμία αρχαία τραγωδία δεν μπορεί να παραστήσει αυτό το ασύλληπτο που συνέβη στο Σέλτσο. Χαλασμός!. θάνατος πέρα ως πέρα! …»
Ο Κίτσος Μπότσαρης με το γιο του Μάρκο πολέμησαν τον εχθρό, γλίτωσαν σε μια σπηλιά κρυμμένοι -γνωστή στην περιοχή ως «η Σπηλιά του Κίτσου Μπότσαρη»- και μετά από πολλές περιπέτειες έφθασαν στην Πάργα όπου βρίσκονταν και οι άλλοι Σουλιώτες με τον Φώτη Τζαβέλλα.
Ο τελικός απολογισμός από τη μάχη του Σέλτσου και το χαλασμό των Μποτσαραίων ήταν η διάσωση μόνο 80 Σουλιωτών από τους οποίους οι 65 - σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες 54- πέρασαν τον Αχελώο σε διάφορα σημεία και κατέφυγαν στ' Άγραφα.
«Αρετή είναι να επιλέγεις το σωστό στην κάθε στιγμή και να το πράττεις. Κι έρχονται στιγμές που η επιλογή είναι πολύ σκληρή -όπως ήταν πράγματι για τους έγκλειστους στο Σέλτσο Σουλιώτες. Μπροστά η άβυσσος. Πίσω ο αμείλικτος εχθρός. Μπροστά ο θάνατος. Πίσω μια άτιμη συνθηκολόγηση. Κι η απόφαση παίρνεται σε μια στιγμή. Παίρνεται με την καρδιά, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει χρόνος να παρέμβει η λογική, αλλά γιατί ήρωας δε γίνεσαι με τη λογική: με την καρδιά γίνεσαι.( από την ομιλία του
Δήμαρχου Γ.Καραϊσκάκη, Δημήτρη Γαλλίκα κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων στη μονή
Σέλτσου , στις 23 Αυγούστου 2012)
Το Σέλτσο κλείνει την τριλογία των θυσιών των Σουλιωτών μακριά από το Κακοσούλι (Ζάλογγο - Ρηνιάσσα - Σέλτσο) που ακολούθησε μετά την συνθηκολόγηση του 1803. Σαν ένα άλλο Ζάλογγο, πιο οδυνηρό όμως από χαμένες ανθρώπινες ψυχές μαρτυρεί ότι ο τόπος ούτε δίνει ούτε αφαιρεί την ανδρεία.
ΠΗΓΕΣ.
Α ΜΕΡΟΣ "Οι Σουλιώτες...Οι ανίκητοι.."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου