Εκεί όπου το φθινοπωρινό θρόισμα δεν θα
ακουστεί και τα κρυστάλλινα γλυπτά του χιονιού δεν θα ‘χουν που να σταθούν,
μονάχα στων βράχων την σχισμάδα δειλά ένα κυκλάμινο θα ανθεί χαιρετίζοντας μια
μοναχική απορημένη ανεμώνη, μήνυμα χαρμολύπης και ελπίδας αναστάσιμης.
Επιστρέφοντας κάποιες μέρες πριν… Θα ήταν κάπου στα μέσα του Ιούλη, όταν μια βραδιά, εκεί που ο νους και η καρδιά γυρνούν πίσω, στάθηκα στα αποκαΐδια της Πάρνηθας, αναπολώντας στιγμές όπου το δάσος αυτό με δίδαξε σιωπηλά το μυστικό κόσμο της φύσης. Μου έμαθε όλα αυτά που ορατά δεν είναι, μα κρατούν τη γέννηση και το θάνατο σε μια σχισμάδα στο νωπό χώμα. Αυτό το δάσος αποτελούσε το καταφύγιο στις δραπετεύσεις μας από τη βοή της τσιμεντούπολης και βεβηλώθηκε πιότερο από την αδιαφορία για την προστασία του, παρά από τον πύρινο εφιάλτη που το αγκάλιασε.
Με σκέψεις νοσταλγικές και ένα αιχμάλωτο δάκρυ, σαν μικρό παιδί που κρύβει το αγαπημένο του παιχνίδι μην τύχει και χαλάσει, φώλιασα στην καρδιά την ανάμνηση της καταπράσινης ανάσας της Πάρνηθας, αρνούμενη να εισχωρήσουν στην ψυχή οι εικόνες της καταστροφής, με μια ίσως ανέλπιδη προσμονή ότι όλα θα αναγεννηθούν από την δύναμη της φύσης, αν της το επιτρέψουμε. Με σκέψεις και συναισθήματα πόνου έκλεισα, μετά λίγες ημέρες, τις αποσκευές μας για να βρεθούμε στην αγκαλιά της φύσης, έπειτα από πολλές περιπέτειες, αγώνα και ελπίδας θα κάναμε και πάλι διακοπές . Στις πρώτες μέρες του Αυγούστου βρεθήκαμε στο δάσος της Βασιλικής, στον πανέμορφο, μοναδικό Ταΰγετο. Θαύμαζα πως «Όλα εν σοφία Εποίησε». Σε αυτές τις υπέροχες στιγμές, όπου οι παιδικές φωνές ζευγάρωναν με τους παράξενους ήχους του δάσους, συχνά μονολογούσα ότι τα παιδιά μου, ίσως να μην προλάβουν να ανακαλύψουν τη γνώση, τη χαρά, το μυστήριο και τη σοφία του βουνού. Ταξίδευα σιωπηλά στις σκέψεις μου όταν άκουσα από ένα φίλο δυνατά τα ίδια λόγια. Αρνιόμουν πεισματικά να δεχτώ την προφητεία του. Όμως από το ραδιόφωνο καθημερινά αναγγέλλονταν και μια καινούρια καταστροφή, μετά την Πάρνηθα και το Αίγιο η Πεντέλη και πάλι, πριν επουλωθούν οι πληγές της. Ειδήσεις που σημάδευαν την καρδιά. Ο Αύγουστος κυλούσε με την ελπίδα που κράτα στο βάθος της ψυχής του ένας ναυαγός και με την αγωνία τι θα απομείνει αλώβητο από την ξεχωριστή αυτή ομορφιά της πατρίδας μας. Σαν να ήθελα να τα κλείσω όλα στην ψυχή για πάντα, με τους μικρούς μου γιους ρουφούσαμε κάθε χρώμα, κάθε γεύση , κάθε ήχο, κάθε λίκνισμα. Απολάμβανα τον ενθουσιασμό τους καθώς ανακάλυπταν τη ζωή στο χώμα, στον κορμό των δέντρων, στον ουρανό, σε ένα φύκι, στο πέταγμα των πουλιών και κατανοούσαν τι κρύβει η πραγματική ζωή. Εκεί στην ακροθαλασσιά να ξυπνάμε με την Ηώ και να μας καληνυχτίζει ένα τρεμάμενο αστέρι, μάθαιναν να σέβονται, να αγαπούν, να εκτιμούν, να οικονομούν, να προστατεύουν ότι τα περιβάλλει. Κινήσαμε λίγες μέρες μετά για το σπιτικό μας με τις αισθήσεις μας ξέχειλες ευωδιά. Μια ανάπαυλα και έπειτα ξανά για νέες εξορμήσεις. Όμως δεν είχαμε προλάβει τις αποσκευές μας να ακουμπήσουμε ακόμα, όταν ένα πελώριο μαύρο ποτάμι καπνού σκοτείνιασε τον ήλιο. «Ο Ταΰγετος καίγεται». Σαν κρότος περιστρόφου αντήχησε στο μυαλό η φράση αυτή. Ευθύς η πόλη βουβάθηκε. Άνθρωποι στα μπαλκόνια, με στραμμένο το βλέμμα προς το βουνό, να υψώνουν τα χέρια, να κάνουν το σταυρό τους.
Περπατήσαμε μέχρι την παραλία, χωρίς την αίσθηση της ύπαρξης αέρα, παρά τον μανιασμένο άνεμο. Μάταια προσπάθησα να απαντήσω στην ερώτηση των παιδιών μου «γιατί καίνε το δάσος»; Στη θάλασσα εκατομμύρια αποκαΐδια, φύλλων, κλαδιών, φλοιών, πούπουλων, χόρευαν στην ύστατη πορεία τους πριν ακουμπήσουν στον γαλάζιο μανδύα της. Βούτηξα στο νερό γεμίζοντας τις ισχνές παλάμες μου καρβουνιά, νιώθοντας το κουφάρι του δάσους να αναζητά τα γιατί. Ο μοιραίος αυτός χορός έγραφε ακαθόριστα μαύρα σχήματα στους καρπούς μου, καθώς ο έλικας των ελικοπτέρων ανταγωνίζονταν την ταχύτητα του ανέμου και οι πύρινες γλώσσες κορόιδευαν τη μικρότητά μας. Ο μικρός Νεκτάριος θρυμμάτισε τον εκκωφαντικό ήχο ρωτώντας: «μαμά κάηκε και η φωλιά του αετού»; μονάχα τα μάτια του απαντούσαν. Ο χρόνος σταμάτησε κι από το μεσημέρι της 23 Αυγούστου κάθε είδηση, κάθε κουβέντα, κάθε συναλλαγή έκλεινε εικόνες φρίκης, εικόνες ενός διαφορετικού ακήρυχτου πολέμου. Η μια είδηση μετά την άλλη αναφέρονταν σε μια καινούρια μεταμόρφωση του παράδεισου σε κόλαση. Αρεόπολη, Ταΰγετος, Καϊάφας, Μεγαλόπολη, Πάρνωνας και αμέτρητοι άλλοι τόποι. Αμέτρητες εκτάσεις δάσους, χιλιάδες ζώα, σπιτικά και βίος παραδομένα στην πυρά . Ο τόπος σε πύρινο κλοιό. Χωρίς διέξοδο διαφυγής προς την πρωτεύουσα, που και αυτή δοκιμάζονταν με τον Υμηττό σε εγκατάλειψη. Στο κέντρο της πόλης αυτό το σαββατιάτικο πρωινό ελάχιστοι «σχολιαστές», «ούτε στον πόλεμο δεν είχαν βγει τόσο λίγοι στην πλατεία» ακούστηκε από έναν γέροντα, «ούτε οι συνταξιούχοι δε βγήκαν» απάντησε ένας άλλος. Απελπισία. Η ενημέρωση περνούσε ανάγλυφα μέσα από τα σκαμμένα πρόσωπα, τα ροζιασμένα χέρια, που μαρτυρούν τη στενή σχέση με τη γη. Δάκρυα, κραυγές, θρήνος. Η φράση της γερόντισσας «έχασα τα ζοντοβολάκια μου, γιατί να ζήσω τώρα»; αποκάλυψε έναν άλλο κόσμο, όπου η κατανάλωση, ο ατομισμός , η έγνοια του φαίνεστε, το κυνήγι ενός ακόμη υλικού «αγαθού» καλύπτει. Μα ο κόσμος αυτός εκεί στωικά κρατά «Θερμοπύλες» καλωσορίζοντας τις εποχές, το ταξίδεμα των χελιδονιών, την επιστροφή των πελεκάνων, τα πρώτα δειλά βήματα ενός πουλαριού, το πρώτο χάδι του αγέρα στο νεογέννητο βλαστό, το τραγούδι στο πανηγύρι του ελιομαζόματος, του τρύγου, της σποράς… Τώρα, όλοι κοινωνοί της απόγνωσης, του πόνου, του θρήνου μα και της αδυναμίας να αντιταχθείς τον «εχθρό». Έναν φίλο της προόδου, της επιστήμης, που με μιας έγινε δυνάστης απογυμνώνοντας τον σκουριασμένο κρατικό μηχανισμό, αποδεικνύοντας πόσα πολλά μένουν να γίνουν στη χώρα τούτη. Το κραυγάζουν οι δεκάδες νεκροί που με μιας γίνανε από ξέχωρες ψυχές ένας παγερός αριθμός στον κατάλογο των απωλειών. Ποιος δημιουργός , ποιητής, γλύπτης, ζωγράφος, λογοτέχνης μπορεί να αποδώσει σε φόρμα, χρώμα λέξεις τον τρόμο και την αγωνία της μάνας με τα τέσσερα παιδιά της, που την αγκάλιασε ο πύρινος χείμαρρος και κατέγραψε μια ακόμα τραγωδία; Ποιος φόρος τιμής ή οικονομική αποζημίωση μπορεί να αντισταθμιστεί με την αυτοθυσία τόσων νέων στο καθήκον;
Όταν από όλα τα μέσα επικοινωνίας ακούστηκε η φωνή του εποχικού πυροσβέστη, όπου μέσα από το γλαφυρό του λόγο τόνιζε τι θα ήθελε να λησμονήσει και τι δεν θα ήθελε ποτέ να ξεχάσει, τότε μεταφέρθηκα στην «επόμενη μέρα». Ξοδευτήκαμε σε προγνώσεις, προβλέψεις και ευχολόγια . Στα γόνατα δεν πέσαμε, παράκληση δεν κάναμε, οι καμπάνες δεν προσκάλεσαν, μονάχα μια τυπική λιτανεία με περισσή προβολή και ελάχιστη ταπεινότητα, μονάχα ως παντοδύναμοι μελετούσαμε τα γυρίσματα του καιρού και τα αποθέματα των δυνάμεων της πυρόσβεσης. Ο άνθρωπος υποταγμένος στην εγωιστική ψευδαίσθηση της υπεροχής του ανδρώνεται καθώς η φύση ταπεινώνεται, αποφεύγοντας να αναλογιστεί ότι έξω από αυτή δεν μπορεί να υπάρξει, ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της. Με το βλέμμα να παρατηρεί, το μυαλό να διερευνά και η καρδιά να θρηνεί, λίγες μέρες μετά, αφότου οι φλόγες υπέκυψαν στη δύναμη του νερού, κινήσαμε με τα παιδιά για τα χωριά της Ηλίας. Ολοσχερής καταστροφή.
Όλα μαύρα και γκρίζα. Απέραντοι ελαιώνες από φουντωτές νεκρές ελιές, σε οδηγούν σε πλάνη ότι ανασαίνουν ακόμα καθώς το φύλλωμά τους χρυσίζει κάτω από τις ηλιαχτίδες που μας περιγελούν. Λυγερόκορμα κυπαρίσσια, σαν μαυροφορεμένα καλογέρια έχουν σκύψει το κεφάλι κρύβοντας τον τρόμο. Καβουρνιασμένα κουφάρια ζώων. Ούτε ένα περαστικό πουλί, ούτε ένας ήχος. Αποκαΐδια το βιος των ανθρώπων. Σπασμένες γλάστρες, σκόρπια κουζινικά, μισοκαμμένα παιχνίδια, θρυμματισμένα γυαλικά… Όλα ένας σωρός να θυμίζουν πως λίγες μόνο μέρες πριν όλα καμάρωναν τακτοποιημένα.
Συστάδες πανύψηλων γυμνών δέντρων στέκουν με τα κλαδιά πλεγμένα να μαρτυρούν την έσχατη προσπάθεια αντίστασής τους. Τα παιδιά «εκπαιδεύονται» με δάσκαλο τον τόπο του μαρτυρίου. Πότε- πότε μονολογούν : « εγώ θα φυτέψω δέκα δέντρα», «αυτός ο γαϊδαράκος και η γατούλα πώς έζησαν»;
«τι θα τρώνε τώρα τα ζώα»; «γιατί δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε»; «τα χελιδόνια δε θα ξαναβρούν τις φωλιές τους» «δεν πρέπει οι μεγάλοι να καπνίζουν» «γιατί δεν έριξαν πιο πολύ νερό»; «θα ξαναγίνει το δάσος ή θα το κάψουν πάλι»;
«ποιος φταίει»; Όλοι φταίμε, όλοι πρέπει να προσπαθήσουμε πάλι, μονολογώ όταν, μόνο δέκα μέρες μετά ταξιδεύοντας για την Αθήνα, σε διαδρομή πολλών χιλιομέτρων δε συνάντησα ούτε ένα πράσινο φύλλο. Μέχρι όπου έφτανε το βλέμμα το γκρίζο με το μαύρο εναλλάσσονταν . Ο ήλιος φωτίζει την ταπείνωση των βουνών μεγεθύνοντας την ενοχή και την ευθύνη μας. Ένας απέραντος τάφος.
Η γη στρωμένη με παχιά στάχτη αναζητά δεσμεύσεις και μέσα από το θρήνο της στρέφει το πρόσωπό της στον ουρανό ελπίζοντας στην αναγέννησή της από τα δάκρυα του.
Ένα μήνα μετά, τα μάτια πλημμυρίζουν, καθώς ταξιδεύοντας προς την Πάτρα, διασχίζοντας το μαύρο δάσος του Καϊάφα, ζωντάνεψαν εικόνες της ιστορίας μας . Εικόνες της επανάστασης του 1821, της μικρασιατικής καταστροφής, του εμφυλίου, καθώς κουφάρια αιωνόβιων δέντρων κείτονταν πεσμένα στο μαύρο χώμα. Όμοια με τα σώματα των αγωνιστών. Η υλοτόμηση αποκαλύπτει μια ακόμη εικόνα της φρίκης. Το περιβάλλον γυμνό ατιμασμένο κραυγάζει «σταματήστε την εξόντωσή μου» και οι προφητείες Αγίων Πατέρων επαληθεύονται «στην εποχή της αφθονίας ο άνθρωπος δεν θα μπορεί να απολαύσει τα αγαθά». Το νερό μολύνθηκε. «Κάηκαν τα παιδικά μου χρόνια, είπε ο καθηγητής μου Νεκτάριος Στελλάκης, τέσσερα ολόκληρα χωριά όπου δίδαξα και διδάχτηκα». Ο λόγος φτωχός να συμπληρώσεις, οι λέξεις ανύπαρκτες να περιγράψεις. Όμως το χρέος παρόν και σύνθετο. Ο καθένας από το μετερίζι του πρέπει να κάνει γόνιμη πράξη τον πόνο της ψυχής του, τις εικόνες της καταστροφής, την ανημποριά αυτών που «ρυθμίζουν» τη ζωή μας και μονάχα με περισσή υποκρισία ατσαλάκωτοι περιδιαβαίνουν τα αποκαΐδια αργοκουνόντας το κεφάλι για να κάνουν πιότερο πιστευτή τη θλίψη τους.. Εμείς, ως παιδαγωγοί ας αφυπνιστούμε μέσα από τα παιδιά μας. Να σχεδιάσουμε προγράμματα όπου μέσα από δράσεις και προσεγγίσεις , θα τα κάνουν να αγαπούν, να σέβονται, να προσέχουν, να εκτιμούν, να οικονομούν, να δοξολογούν. Να μάθουμε μαζί τους πως «άξιον εστί» η παρθένα ελιά που ανηφορίζοντας το λόφο υμνεί το πέρασμα των αιώνων…..
π.γ. (Νοέμβρης , 2007, με την οσμή της
στάχτης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου