Γράφει ο Γιάννης Δημάκης
Την άλλη μέρα 800 Αλβανοί έχοντας επικεφαλής τον Μεχμέτεμπερ και στο κύριο σώμα του στρατού τους δυό γυιούς του Σόλιμαν Γκιάπαρ και στο τέλος του σώματος τον Καπετάν Μπρόγνο βάδισαν επιτιθέμενοι, και βγάζοντας τα γιαταγάνια τους δήλωσαν ότι θα επιστρέψουν μόνο νικητές.
Ο Καπετάν Μπότσαρης άφησε 400 άνδρες στο οχυρό της Τρύπας και έστειλε 400 άλλους να στήσουν ενέδρα μέσα στο δάσος και στις δυό μεριές του δρόμου με την διαταγή να μην επιτεθούν πρίν (ακούσουν) το ειδικό σύνθημα που θα δινόταν από τον δεύτερο Πύργο μέσα στον οποίο και κρύφτηκε μαζί με 60 άνδρες και από εδώ με νοήματα έλεγχε όλες τις κινήσεις.
Ο Τζαβέλας πήγε με τους πολλούς στο Δάσος σαν ένας απλός στρατιώτης, το καλλίτερο που είχε να κάνει για να πάρει πίσω την εκδίκησή του για το παιδί του που ήταν αιχμάλωτος και δεν ήξερε την τύχη του.. Η ενέδρα έγινε από τον Δημήτρη τον γυιό του Μπότσαρη.
Οι άνδρες του Πασά που ήταν στην αρχή της Αλβανικής μονάδας προχώρησαν ανενόχλητοι περικύκλωσαν τον δεύτερο Πύργο καλώντας τον Μπότσαρη να παραδοθεί. Εκείνος απάντησε ότι δεν έχει εμπιστοσύνη σ’αυτούς αλλά θα υπακούσει στον Καπετάν Πρόγνο όταν θα έρθει. Μετά βάδισαν περισσότερο προς τον βράχο της Τρύπας αφήνοντας αυτόν (τον Μπότσαρη) σαν σίγουρο αιχμάλωτο, όπως νόμιζαν. Ο Στρατός του Πασά βλέποντας τους Αλβανούς να προχωρούν χωρίς αντίσταση μέχρι τον βράχο της Τρύπας (Αβαρίκο)και φοβούμενοι ότι θα έμεναν έξω από τα λάφυρα που βρισκόταν στον βράχο της Τρύπας, άφησαν τις σκηνές τους και αναρριχήθηκαν στο Βουνό με κραυγές νίκης.
Όταν ο Μπότσαρης είδε ότι ο εχθρός που ανερχόταν σε 4.000 προχωρούσε προς τον τρίτο Πύργο που ήταν κοντά στη Τρύπα (Αβαρίκο) χτύπησε ένα κουδούνι, το σύνθημα της γενικής επίθεσης, που προξένησε πανωλεθρία στους Τούρκους. Η ενέδρα δεν άφηνε καμία δυνατότητα για οπισθοχώρηση.
΄Ετσι ήταν εκτεθειμένοι από παντού στα πυρά των Σουλιωτών, οι οποίοι καλυπτόμενοι από τους βράχους, ή τα δένδρα και από τον δεύτερο Πύργο ο Μπότσαρης, τους δημιούργησε μεγάλη πανωλεθρία. Οι γυναίκες από τις ράχες κυλούσαν κάτω μεγάλες πέτρες οι οποίες γιαυτό τον σκοπό είχαν μαζευτεί. Ο εχθρός αμύνθηκε και ενώ οι Σουλιώτες βγήκαν να τους συναντήσουν με επιδεκτικότητα εκτός από τους 140 που παραδόθηκαν όλοι οι άλλοι είχαν σκοτωθεί. Μεταξύ των νεκρών ήταν ο γιος του Σόλιμαν Κιαπάρ και πολλοί αξιωματικοί.
Οι Σουλιώτες από την πλευρά τους είχαν πενηνταεφτά νεκρούς και εικοσιεφτά τραυματίες. Ο Τζαβέλας ήταν μεταξύ των φονευθέντων, επειδή είχε βγεί έξω από την ενέδρα του, μαζί με μερικούς φίλους του, για να εκδικηθεί τον υποτιθέμενο θάνατο του γυιού του και να σκοτώσει όσο γίνεται περισσότερους εχθρούς, ή να σκοτωθεί ο ίδιος. Αφού πρώτα επέφερε μεγάλη πανωλεθρία στον εχθρό από το δάσος, σε όλες τις σειρές του εχθρού, βγήκε προς τα έξω και απελπισμένα έπεσε καλυπτόμενος από τραύματα και παραδόθηκε πάνω στον σωρό των φονευθέντων (εχθρών).
Σούλι, Πύργος Δαγκλή |
Τα (χιλιάδες) σώματα των φονευθέντων (Τούρκων) πατάχθηκαν κάτω από τους βράχους στο τουρκικό στρατόπεδο, ο υπόλοιπος στρατός καταλήφθηκε από τέτοιο πανικό, ώστε έφυγαν όλοι τρέχοντας για τα Γιάννενα με τέτοια βιασύνη ώστε εγκατέλειψαν τον Πασά. Ο Μπότσαρης εκμεταλλευόμενος τον γενικό πανικό στέλνει 200 άνδρες οι οποίοι πέσανε πάνω στους τελευταίους δημιουργώντας μεγάλες απώλειες. Ο Πασάς ο ίδιος διασώθηκε μετά δυσκολίας και του φόνευσαν δύο άλογα προτού επιστρέψει στα Γιάννενα. (Ο Βαλαωρίτης γράφει «Τ’ άλογο, τ’ άλογο Ομέρ Βρυώνη, το Σούλι χίμηξε και μας πλακώνει. Άνοιξε η κόλασης και μου ξερνάει, τον μαύρο κόσμο της για να με φάει !»)
Όλα τα πράγματα, τα πυρομαχικά, όπλα, τρόφιμα και ο θησαυρός του Πασά έπεσαν στα χέρια των Σουλιωτών καθώς και τέσσερα μεγάλα κανόνια, τα οποία τα ανέβασαν στην Τρύπα και ήταν απόκτημα μεγάλης αξίας για τους Σουλιώτες.
Τα άλλα πολεμικά σώματα προς την Πρέβεζα, Άρτα και Χειμέρια όρη, ακολούθησαν το παράδειγμα του κυρίου σώματος και έφτασαν στα Γιάννενα το συντομότερο. Τόσο μεγάλος αλήθεια ήταν ο πανικός τους ώστε κανένας από αυτούς δεν σταμάτησε στον δρόμο για λίγο, επειδή νόμιζαν ότι τους καταδιώκουν ακόμα οι Σουλιώτες.
Εν τω μεταξύ οι δρόμοι και οι Επικοινωνίες άρχισαν να ξαναγίνονται με τους Χειμαριώτες, ο στρατός του Σουλίου αυξήθηκε σε δυό μέρες τόσο πολύ ώστε πήγαν μέχρι την πεδιάδα έξω από την πόλη του Πασά σε ανοιχτή μάχη. Έφτασαν μέχρι ένα κτήμα του Πασά έξω από τα Γιάννενα, το κατάλαβαν και μετά του έγραψαν ένα γράμμα απειλώντας τον ότι θα τον αιχμαλωτίσουν μέσα στο χαρέμι του. Καταδίωξαν τους Παραμυθιώτες μέχρι την χώρα τους και έφεραν πολλά γιδοπρόβατα στο Σούλι.
Ο Πασάς φοβούμενος για την ασφάλεια της πρωτεύουσάς του έστειλε τον Δεσπότη να προτείνει ειρήνη με τους Σουλιώτες. ΄Έγινε δε αυτή η Συνθήκη με τους εξής όρους :
1ο) Ο Πασάς παραχωρεί στους Σουλιώτες όλη την περιοχή γύρω από τα Δερβίζιανα (έξι λεύγες από τα Γιάννενα).
2ο) Όλοι οι Σουλιώτες οι οποίοι ήταν αιχμάλωτοι θα απελευθερωθούν (έτσι και ο γιος του Τζαβέλα Φώτος επέστρεψε στο Σούλι σώος και ασφαλής).
3ο) Ο Πασάς θα πληρώσει 100.000 πιάστρες (φλουριά) για να απελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι που είχαν πιάσει οι Σουλιώτες.
Γιάννενα |
Με τους Παραμυθιώτες κλείσθηκε ιδιαίτερη ειρήνη επειδή δεν εξαρτιόταν από τον Πασά. Οι όροι ήταν ότι στο μέλλον θα είναι σύμμαχοι και σε όλες τις περιπτώσεις θα βοηθούν τους Σουλιώτες και με άνδρες (στρατό), άρματα και τρόφιμα όταν αυτοί θα βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου.
Επιστρέφοντας στα σπίτια τους, στο βουνό τους οι Σουλιώτες διαίρεσαν τα λάφυρα και τις 100.000 «πιάστες» σε πέντε ίσα μέρη. Το πρώτο μέρος ήταν προορισμένο για να επισκευαστούν οι Εκκλησίες, τις οποίες οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει και να χτίσουν μια καινούργια στην Τρύπα, αφιερωμένη στην Παναγία. Το δεύτερο μέρος μπήκε στο δημόσιο ταμείο για τα έξοδα της κοινότητας. Το τρίτο μέρος διαιρέθηκε σε ίσα μέρη και μοιράστηκε μεταξύ όλων των κατοίκων, χωρίς διάκριση βαθμού ή ηλικίας. Τα άλλα δυό μέρη διανεμήθηκαν στις οικογένειες που είχαν χάσει άνδρες στο πεδίο της μάχης.
Αυτή η συνθήκη –γράφει ο Eton στο Βιβλίο του (Το Βιβλίο εκδόθηκε το 1798 στο Λονδίνο και σώζεται ένα μόνο αντίτυπό του στην Βασιλική Βιβλιοθήκη του Λονδίνου.) καταπατήθηκε ύστερα από λίγο από τον Πασά, ο οποίος δυό φορές ακόμη νικήθηκε και οι Σουλιώτες κέρδισαν ακόμα περισσότερη δόξα ! ».
Oι Αγώνες των Σουλιωτών (Γ. Χρονολόγιο 1797 – 1803)
1797 (18 Οκτωβρίου). Συνθήκη Κάμπο Φόρμιο. Οι Γάλλοι στα Επτάνησα.
1797 (Δεκέμβριος). Αντιπροσωπεία Σουλιωτών συναντάται με τον Γάλλο στρατηγό Roze, με αίτημα την παροχή προστασίας εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας.
1798 (12 Οκτωβρίου). Μάχη της Πρέβεζας. Συμμετοχή στο πλευρό των γαλλικών δυνάμεων 60 Σουλιωτών υπο τον Καπετάν Χρηστάκη Καλόγερο. Ο Αλής καταλαμβάνει την Πρέβεζα και Βόνιτσα και κατευθύνεται προς Πάργα. Συμμετοχή των Σουλιωτών στην επιτυχή άμυνα της Πάργας, (ο στρατός του Αλή ηττήθηκε και απεχώρησε) με αποστολή 300 μαχίμων από όλα τα γένη υπό τους Καπετάνιους Κόγκα Δράκο, Νάσιο Σούλο και Γώγα Γκιώνη.
1799 – 1800 Ο Γ. Μπότσαρης εγκαταλείπει το Σούλι και προσχωρεί στην οθωμανική νομιμότητα. Ο Αλής του αποδίδει το αρματολίκι των Τζουμέρκων. Ολόκληρο το γένος Μπότσαρη αποχωρεί από Σούλι και Λάκκα και εγκαθίσταται στο Βουλγαρέλι.
1800 (21 Μαρτίου). Σύμβαση Κωνσταντινουπόλεως. Δημιουργία ανεξάρτητης Επανήσου Πολιτείας υπο τουρκική επικυριαρχία και ρωσσική προστασία. Οι πρώην βενετικές κτήσεις Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα και Βόνιτσα ενσωματώνονται στην Οθωμανική αυτοκρατορία ως προνομιακές κτήσεις του σουλτάνου.
1800 (Ιούνιος). Ο Αλή Πασάς εφοδιασμένος με σουλτανική διαταγή, εκστρατεύει, επικεφαλής 15.000 τουρκαλβανικών δυνάμεων, εναντίον του Σουλίου. Η επίθεση αποτυγχάνει. Οργανώνεται πολιορκητικός κλοιός γύρω από το Σουλιώτικο όρος. Οι Σουλιώτες που διαισθάνθηκαν τι τους περιμένει άρχισαν να ψάχνουν για συμμάχους για να εξασφαλίσουν την προμήθεια πυρομαχικών, αλλά και των αναγκαίων τροφών. Μεταξύ των άλλων έγραψαν και στους Διοικητές της Κέρκυρας. Τελικά έμειναν αβοήθητοι.
Μία από τις σημαντικότερες μάχες που έδωσαν τότε οι Σουλιώτες, ήταν η μάχη του Βουνού Κορύλλα. (στην Παραμυθιά είναι ο ορεινός όγκος του βουνού (1658μ).
Κατεβαίνοντας μια ομάδα Σουλιωτών με επικεφαλή τον Φώτο Τζαβέλα για να αγοράσουν πολεμοφόδια και τροφές από τα πεδινά χωριά, έρχεται αντιμέτωπη με πεντα-πλάσια δύναμη στρατιωτών του Αλή. Αρχίζει μια λυσσαλέα μάχη σώμα με σώμα. Ο Φώτος Τζαβέλας τραυματίζεται. Οι Σουλιώτες σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω από τον πληγωμένο αρχηγό τους,(σαν τους Σπαρτιάτες) για να τον προστατεύσουν. Ο Φώτος Τζαβέλας που τους παρακολουθεί τους παρακαλεί, αλλά περισσότερο παρακαλεί τον αδερφό του Γιώργο λέγοντας : «Κόψατέ μου αδέρφια το κεφάλι για να μην το πάρουν οι εχθροί και το δώσουν στον Πασσάν, όστις θα το ρίψει εις τα σκυλιά». Οι σύντροφοι του Φώτου του απαντούν : «Τότε θα πάρουν οι εχθροί το κεφάλι σου, όταν αποθάνωμεν ημείς όλοι έως εις τον τελευταίον». Η μάχη εξακολουθούσε, τελικά ο Φωτος σώθηκε και οι εχθροί νικήθηκαν και πήραν το δίδαγμα πως η νίκη δεν έρχεται από την αριθμητική υπεροχή, αλλά από την προθυμία για την νίκη και την θυσία.
Στη νέα πολιορκία του Σουλίου από τον Αλή Πασά οι Σουλιώτες κάτω από τις κακουχίες, έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων, αναγκάζονται με αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα να δεχθούν τις προτάσεις ειρήνης του Αλή,στα χέρια του οποίου, για ασφάλεια ότι θα τηρήσουν τους όρους της συνθήκης, αφήνουν εικοσιτέσσερις ομήρους από τις πιο φημισμένες φάρες.
Ο Αλής αφού παίρνει τους Ομήρους εκβιάζει τους Σουλιώτες ότι θα σκοτώσει αυτούς τους Ομήρους, αν δεν του παραδώσουν τον τόπο τους. Ο Πασάς μεταφέρει τους ομήρους στο νησί των Ιωαννίνων, όπου ο ηγούμενος του Μοναστηριου του Προφήτη Ηλία τους δέχεται στην Εκκλησία, συμβουλεύοντάς τους, -και εκτελώντας εντολή του Αλή-, να αφήσουν τα όπλα τους έξω από τον Ναό για θρησκευτικούς λόγους. Όλοι τους χωρίς πονηριά πειθαρχούν εκτός από τον Δεμύρη Φωτομάρα, που λέει στον Ηγούμενο : «Όταν είναι πόλεμος καλόγερε, τ’άρματα δεν αφήνονται από τα χέρια και ούτε του Θεού κακοφαίνεται, που μπαίνομεν στην εκκλησιά αρματωμένοι.» Ο Φωτομάρας δικαιώνεται όταν οι όμηροι βγαίνοντας από την Εκκλησία δε βρίσκουν τα άρματά τους και δέχονται τις απειλές των 200 Αλβανών που τους έχουν περικυκλώσει και καλούν τον Φωτομάρα να παραδώσει τα όπλα του. Ο Φωτομάρας τους απαντάει :« οι κιώτιδες (=οι άνανδροι),βάζουν κάτω τ’άρματα ζωντανοί, τα δε παλληκάρια όταν αποθάνουν. Εγω δε καταδέχομαι να χάνω το φουσέκι μου δια έτζη κιώτιδες σαν και εσάς !» Ύστερα έβαλε το πιστόλι του στο μετωπό του, πυροβολήθηκε και έπεσε νεκρός.
Ο Αλή πασάς προσπαθεί με τα φλουριά του να εξαγοράσει ορισμένους Σουλιώτες. Ο Τσίμας Ζέρβας στέλνει στον Αλή Πασά το παρακάτω γράμμα.
«Βεζύρη Αλή Πασσά. Σευχαριστώ πολύ για την αγάπην που έχεις γιατ’ εμένα μόν τα πουγκιά σου που μου γράφεις με τον Μπέτσο να μου στείλεις, να μη μου τα στείλεις, γιατί δεν ξέρω να τα μετρήσω και δεν ξέρω τι να τα κάνω, μόν και αν ήξερα πάλιν δεν είμαι ευχαριστημένος να σου δίνω ούτε ένα λιθάρι από τους βράχους της πατρίδας μου, και όχι να φύγω από το Σούλι δια τα πουγκιά σου, καθώς όπου φαντάζεσαι. Τιμαίς και δόξαις , που μου υπόσχεσαι να μου δίνης, δεν μου χρειάζονται, γιατί εις εμένα πλούτος, δόξαις και τιμαίς είναι τ’άρματά μου, όπού με εκείνα φυλάω την πατρίδα μου, την ελευθερίαν μου και τα παιδιά μου και τιμώ τ’όνομα του Σουλιώτου και αποθανατίζω και το εδικό μου όνομα. Τσίμας Ζέρβας. Σούλι τη 4 Μαϊου 1801».
Η συμμαχία των Σουλιωτών με τους Πασάδες και τους Αγάδες της Ηπείρου σβήνει με την προδοσία των τελευταίων. Με την παράδοση από τον φρούραρχο Γαρδικιώτη του κάστρου του Δελβίνου στον Αλή Πασά, παραδίνονται και οι έξι Σουλιώτες όμηροι που φυλάγονταν σ’αυτό. Τους τέσσερις από αυτούς τους σκότωσε ο Πασάς στα Γιάννενα. Τους άλλους δύο, που ήταν ο αδερφός του Φώτου Τζαβέλα και ο γιος του Δήμου Δράκου, τους κράτησε στη ζωή για να εκβιάζει τους Σουλιώτες Καπετάνιους. Ο Αλή Πασάς χρησιμοποιεί τον φίλο των Σουλιωτών Χασάν Τσαπάρη, τον οποίο διατάζει μυστικά να αναλάβει να μεσιτέψει για την ζωή των δύο αυτών ομήρων με τον όρο να του παραδώσουν οι Σουλιώτες τον τόπο τους.
Η μηχανορραφία του Αλή έγινε γνωστή στους Σουλιώτες, χωρίς όμως να φέρει τα αποτελέσματα που περίμενε ο πασάς. Οι Σουλιώτες είχαν αποφασίσει και τους δυό πατριώτες που κρατούνταν ακόμα ζωντανοί στα Γιάννενα, να τους θεωρήσουν πεθαμένους. ΄Ετσι κάνουν το μνημόσυνο και των έξη ομήρων στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου !
1802. Ο Κίτσος Μπότσαρης επιστρέφει στο Σούλι, κομιστής προτάσεων ειρήνης του Αλή πρός τους Σουλιώτες, μαζί με ένα μεγάλο τμήμα του γένους του. Γίνεται ρυθμιστής της κατάστασης στο Σούλι.
Ο Αλής σφίγγει την πολιορκία του Σουλίου. Παράλληλα στις αρχές του 1802 τους προτείνει μια ειρηνική τακτοποίηση και υπόσχεται να λύσει την πολιορκία αν δεχθούν τους όρους του, που ανάμεσά τους ήταν και ο όρος να φύγει από το Σούλι ο αρχηγός τους Φώτος Τζαβέλας, με το δικαίωμα να κατοικήσει σ’όποιο μέρος της Ηπείρου ήθελε.
Οι Δημογέροντες δέχονται τις προτάσεις του Αλή και παρακαλούν τον Φώτο να υπακούσει στην απόφασή τους, που την έβγαλαν για το καλό της πατρίδας. Ο Φώτος φεύγει από το Σούλι με την οικογένειά του και 17 παλικάρια.
1803 (Άνοιξη- Καλοκαίρι).
Διάσπαση εσωτερικού μετώπου Σουλιωτών. Σουλιώτικά γένη, –Ζερβάτες, Κουτσονικάτες-, προσέρχονται μεμονωμένοι σε μυστικές συμφωνίες και συνεργάζονται με τον Αλή. Οι Σουλιώτες, μετά την διάλυση της συμμαχίας με τις μουσουλμανικές δυνάμεις και με τους Ρώσσους, που συμπράττουν πλέον με τους Οθωμανούς, βρίσκονται απομονωμένοι από συμμάχους.
Ο Αλή Πασάς προδίνει την Συμφωνία και συνεχίζει την πολιορκία του. Η κατάσταση των Σουλιωτών είναι τραγική. Δεν έχουν ούτε τρόφιμα , ούτε πολεμοφόδια. Η λύση του δράματος είναι αμφίβολή. Ο Φώτος Τζαβέλας είναι ο τραγικός ήρωας. Προσποιείται υποταγή στον Αλή, αφήνει για εγγύηση στα χέρια του όλη την οικογένειά του, και επιστρέφει στο Σούλι και ξανανάβει την φλόγα του πατριωτισμού στους Σουλιώτες με φλογερά λόγια : «Συμπολίται και αδερφοί ! δεν σας λανθάνει πλέον ότι ο κίνδυνος της πατρίδος μας επίκειται είναι μέγας! Μένει όμως ακόμα μια ελπίς να την σώσωμεν, αν έκαστος θυσιάσει σήμερον ό,τι τον αποβλέπει εις τον βωμόν της πατρίδος, όπως εγώ εθυσίασα υπέρ αυτής την σύζυγόν μου και τα τέκνα μου, καθώς άλλοτε και ο πατήρ μου εθυσίασεν εμέ εις τον ίδιον βωμόν. . . »
Ο πόλεμος και η πολιορκία εξακολουθεί. Οι Σουλιώτες κάνουν βραδινές εξόδους, σπάζουν την πολιορκία, μαζεύουν τρόφιμα και πολεμοφόδια και ξανακάνουν βραδινή έφοδο για να μπορέσουν να περάσουν οι συμπατριώτες τους, που πρίν μερικές μέρες είχαν βγεί για τροφές και σφαίρες.
Πηγάδια στο Σούλι |
Η Συνθήκη παράδοσης του Σουλίου (12.12.1803)
Ο Αλή πασας επιτίθεται στο Κούγκι καθημερινά και οι Σουλιώτες αμύνονται λυσσαλέα. Σε κάθε επίθεση σκοτώνονται πάνω από 70 ως 100 Τουρκαλβανοί. Ο Αλή Πασάς απογοητεύεται. Δεν πιστεύει ότι μπορεί να νικήσει τους Σουλιώτες. Φεύγει πικραμένος για τα Γιάννενα και αφήνει εντολή στον γιο του Βελή, να διαπραγματευθεί την ειρήνη.
Παρόλη την ανδρεία, τις νυχτερινές εφόδους και τις ηρωϊκές επιθέσεις των Σουλιωτών τον Δεκέμβριο του 1803 (τέσσερα χρόνια μετά την αρχή της πολιορκίας τους) οι Τούρκοι μπήκαν μέσα στο Σούλι, με προδοσία. Οι Σουλιώτες καταγγέλουν τον Κουτσονίκα ως προδότη και συνεργό στην κατάληψη του Σουλίου από τον εχθρό. «. . . Και περισσότερη τιμή τους πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανή στο τέλος κι οι Μήδοι επι τέλους θα διαβούνε. . .» (Καβάφης)
Και διαβήκανε οι Τούρκοι με την προδοσία κ’οι Σουλιώτες οπισθοχώρησαν. Ο Δήμο Δράκος που κρατούσε με 65 παλικάρια στο Σούλι χτυπιέται από πίσω.Οι Σουλιώτες συμπτύσσονται στην Εκκλησία του Αγίου Δονάτου. Τα νώτα τους προστατεύονται από τον καλόγερο Σαμουήλ που με εξακόσια παλικάρια κρατάει το κάστρο της Αγίας Παρασκευής στο Κούγκι. Τα μάτια τους καρφώνεται στο Σούλι που καταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Είναι η 7η Δεκεμβρίου 1803. Ο Βέϊκος Ζάρμπας βγαίνει από το Κούγκι και αρχίζει διαπραγματεύσεις με τον Τσάμη Αγά Μπάλιο Χούσο.
1803 (8 – 12 Δεκεμβρίου) Συνθηκολόγηση γένους Ζάρμπα, το οποίο εξέρχεται από το Κούγκι. Οι Ζερβάτες και ο Κουτσονίκας παραδίνουν αναίμακτα την Κιάφα έναντι εξακοσίων πουγκίων και της υποχρέωσης να αποχωρήσουν από το Σούλι. Ο Φώτος Τζαβέλας μπαίνει στο Κούγκι προκειμένου να πείσει και τα τελευταία ανθιστάμενα γένη να παραδοθούν
1803, 12 Δεκεμβρίου. Υπογράφεται η συνθήκη παράδοσης του Σουλίου
Δύο χιλιάδες περίπου Σουλιώτες με Αρχηγούς τους τον Φώτο Τζαβέλα, Δήμο Δράκο, και Τζίμα Ζέρβα οδοιπορούν για την Πάργα. Ανάμεσα σ’ αυτούς και η φάρα των Θανασάτων (με τις οικογένειες των Σούλων), η οποία κουβαλάει μαζί της και το οικογενειακό χειρόγραφο.
Άλλοι χίλιοι περίπου με Αρχηγούς τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κουτσονίκα φέυγουν για το Ζάλογγο. Άλλες μικρότερες ομάδες φεύγουν για το Βουλγαρέλι και άλλα κοντινά χωριά.
1803,16 Δεκεμβρίου. Ο Καλόγερος Σαμουήλ με τέσσερις Σουλιώτες παρέμεινε στο Κούγκι φυλάγοντας τα πολεμοφόδια των Σουλιωτών, αυτά που δεν πήραν μαζί τους αυτοί που έφυγαν. Όταν πηγαίνουν οι Τούρκοι να τα παραλάβουν ο Σαμουήλ βάζει φωτιά στο μπαρούτι και ανατινάζει το Κούγκι μαζί με τον εαυτό του, τους τέσσερις Σουλιώτες και τους Τούρκους.
Την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης από τον Σαμουήλ πήρε σαν αφορμή ο Βελή Πασάς και δεν τήρησε τους όρους της Συμφωνίας του για την Ειρήνη. Κι’ ενώ το Σώμα του Φώτου Τζαβέλα έφτασε στην Πάργα, το Σώμα του Κίτσου Μπότσαρη και του Κουτσονίκα χτυπιέται στα στενά του Ζαλόγγου από τους Τουρκαλβανούς του Βελή Πασά. Έγιναν τιτανικές μάχες, στις οποίες οι άνδρες σκοτώθηκαν. Τότε 55 γυναίκες, οι ατρόμητες Σουλιώτισσες ανέβηκαν στους βράχους του Ζαλόγγου και προτίμησαν τον θάνατο παρά την ατιμία.
Ήταν η 17η Δεκεμβρίου του 1803.
Η τραγωδία συνεχίζεται στη Ρινιάσσα και κορυφώνεται στο Σέλτσο(τα γεγονότα εδώ θα περιγραφούν σε ξεχωριστό κεφάλαιο). Στις 23 Απριλίου 1804. « Ύστερα από νικηφόρο, αλλά άπελπιν αγώνα, κατά ασυγκρίτως υπερτέρων δυνάμεων, χίλιοι Σουλιώτες και Ραδοβιζινοί πίπτουν ηρωϊκώς στις 23 Απριλίου 1804, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Από τους υπερχιλίους μαχητές άνδρας και γυναίκας, εσώθησαν μόνον 80 με τον Κίτσο. Εκεί εχάθη το άνθος του Σουλίου.» .
Οι Σουλιώτες από την Πάργα πηγαίνουν στη Κέρκυρα. Η θέληση να γυρίσουν στην πατρίδα τους όμως ήταν πολύ μεγάλη. Στις 2 Ιουλίου 1804 υπογράφουν στην Πάργα μία Συμφωνία Συμμαχίας με τους δυσαρεστημένους, εναντίον του Αλή Πασά Μπέηδων της Τσαμουριάς. Τριακόσιοι περίπου Σουλιώτες δίνουν πάλι την παρουσία τους σε μάχες κοντά στο Γλυκή.
«Ηχούν τα καριοφύλια και η ελπίδα θεριεύει. Λίγο ακόμα και θα ξαναστήνονταν το Σούλι». Όλα όμως χάνονται από διάφορες αιτίες. Τον Σεπτέμβριο του 1804 ξαναγυρνάν στην Κέρκυρα. Τι τους περιμένει πιά ; Το ατομικό και οικογενειακό δράμα.
Ζάλογγο |
Οι Σουλιώτες αποχώρησαν οριστικά από τον τόπο που κατοίκησαν επί τετρακόσια χρόνια. Έφυγαν συγκροτημένοι σε γένη, διατηρώντας αναλλοίωτη την ιδεολογία της αυτονομίας του γένους, η οποία τους συνόδευε σε όλη αυτή την μακρά περίοδο, από τότε που ως νομάδες ποιμένες διείσδυσαν και εποίκισαν το όρος. Μαζί τους συναποκομίζουν ένα βασικό εφόδιο για ν’ανταπεξέλθουν στις σκληρές συνθήκες που τους αναμένουν μετά τον εκπατρισμό τους. Είναι η γνώση των όπλων και οι εμπειρίες των ένοπλων συγκρούσεων. Και τα δύο έχουν αποκτηθεί κατά τη μακρά εκείνη περίοδο, όταν θητεύουν στις παράλληλες δραστηριότητες και τον εναλασσόμενο ρόλο «του ποιμένα-ληστή και , εν τέλει, ένοπλου φορέα προστασίας στην ευρύτερη περιοχή» . Στις γνώσεις και τις εμπειρίες αυτής της θητείας θα βασιστεί η επιβίωσή τους και μετά τον εκπατρισμό τους στα Επτάνησα.
Ο κύριος όγκος των Σουλιωτών προσφύγων θα διοχετευθεί στην Κέρκυρα και ένα μικρό μέρος στους Παξούς. Η άφιξη ενός πληθυσμού δυόμιση περίπου χιλιάδων ορεινών πολεμιστών, συμπεριλαμβανομένων και των μελών των οικογενειών τους, δημιούργησε οξύτατο πρόβλημα στέγασης και σίτισης των προσφύγων.
Οι Ρώσοι, που έχουν ήδη συγκροτήσει ιδιαίτερα στρατιωτικά σώματα Μοραϊτών και Μανιατών με σκοπό την ενίσχυση των δυνάμεών τους στα Επτάνησα, προβαίνουν αμέσως στη σύσταση και άλλου στρατιωτικού σώματος, το οποίο επανδρώνουν με Σουλιώτες, οι οποίοι εντάσσονται έτσι στους καλούμενους «Αλβανικούς λόχους», με όρο τη διατήρηση της περιβολής και της πατροπαράδοτης τακτικής τους. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίστηκε ο βιοπορισμός των ορεινών πολεμιστών και των οικογενειών τους.
Μετά τη συνθήκη του Τίλσιτ, το 1807, και την εκχώρηση των Επτανήσων στους Γάλλους, εκείνοι δεν θα υποτιμήσουν τις πολεμικές ικανότητες των Σουλιωτών. Αμέσως θα συγκροτήσουν ιδιαίτερο στρατιωτικό σώμα, το «Αλβανικό Σύνταγμα», απαρτιζόμενο από 6 τάγματα, επανδρωμένα στο σύνολό τους από Σουλιώτες και ορισμένους πρόσφυγες οπλαρχηγούς από την Χιμάρα, Ήπειρο Στερεά και Πελοπόννησο. Κατά την διοργάνωση του εν λόγω συντάγματος έλαβαν, κυρίως, υπόψη την ιδιαιτερότητα της κοινωνικής οργάνωσης των Σουλιωτών, την αποκλειστική υπακοή στον αρχηγό της φάρας καθώς και τη οικεία σ’αυτούς πολεμική τακτική.
Η επιβίωση όμως των Σουλιωτών, μέσω παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών, καθίσταται επισφαλής μετα την κατάληψη των νησιών του Ιονίου από τους Αγγλους. Οι τελευταίοι όταν καταλαμβάνουν την Κέρκυρα, το 1814 προχωρούν στη διάλυση του «Αλβανικού Συντάγματος», στο οποίο υπηρετούσε μέχρι τότε το μεγαλύτερο μέρος των Σουλιωτών προσφύγων. Στερούμενοι πλέον κάθε τρόπου βιοπορισμού, οι Σουλιώτες, απελπισμένοι θα απευθύνουν κατά την διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, το 1814, έκκληση βοήθειας προς τους Ρώσους. Ζητούν να προσληφθούν στο ρωσικό στρατό.
Μετά την απόρριψη των αιτημάτων τους και ενώπιον του φάσματος της οικονομικής εξαθλίωσης, ορισμένοι, κυρίως οι φτωχότεροι Σουλιώτες, θα αποτολμήσουν την επιστροφή στην Ήπειρο και την ένταξη στη στρατιωτική υπηρεσία του Πασά των Ιωαννίνων. Στην Ήπειρο του Αλή Πασά είχαν ήδη καταφύγει και αρχηγικά μέλη ισχυρών γενών, όπως ο Νικολός, γυιός του Φώτου Τζαβέλα, τον οποίο ο Αλή Πασάς διορίζει, στις 23. Δεκεμβρίου 1813, «Καπετάνον εις τα κόλια του Πλαχάβα» . Ο Κίτσος Μπότσαρης επίσης επιστρέφει μαζί με την οικογένειά του, το 1813, στην Ήπειρο, εμπιστευόμενος πρόταση του Αλή πασά για ανάκτηση του αρματολικιού των Τζουμέρκων. Δολοφονείται όμως στην Άρτα, πιθανόν κατ εντολή του Αλή, από τον ανταγωνιστή του αρματολό Γώγο Μπακόλα . Τέλος άλλοι Σουλιώτες θα προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες εκτός Ήπειρου, όπως ο Φωτομάρας, που θα προσληφθεί στην Υπηρεσία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, στη Μάνη.
Οι περισσότεροι όμως Σουλιώτες παραμένουν στην Κέρκυρα απασχολούμενοι σε χειρωνακτικές εργασίες. ΄Εχουν περιπέσει σε κατάσταση πλήρους φτώχειας : «οι καλλίτεροι καπετάνιοι μας έκαναν φασίνες και τες επωλούσαν στη χώρα για το μαύρο ψωμί», αφηγείται ο γέροντας Σουλιώτης αγωνιστής.
Η διασπορά και η οικονομική εξαθλίωση των Σουλιωτών θα ανακοπούν το 1820, όταν θα κληθούν να συμπράξουν με τα σουλτανικά στρατεύματα στον αγώνα εναντίον του «φερμανλή» Αλή πασά των Ιωαννίνων. Ως αντάλλαγμα τους παρέχεται το δικαίωμα ανάκτησης του τόπου τους. Επειδή όμως οι όροι της συμφωνίας δεν τηρήθηκαν, οι Σουλιώτες έρχονται σε συνεννόηση με τον πολιορκούμενο Αλή, ο οποίος επιτρέπει την άμεση επανεγκατάσταση στον, υπό τον έλεγχό του, χώρο του Σουλίου, έναντι της συστράτευσης των Σουλιωτών, ως συμμάχων πλέον, στον αγώνα του εναντίον του σουλτάνου.
Η Συμμετοχή των Σουλιωτών στην Ελληνική Επανάσταση.
Οι Σουλιώτες, εμπλεκόμενοι στην ενδο-Οθωμανική σύγκρουση, με μοναδικό κίνητρο την ανάκτηση των βουνών τους, θα συνδεθούν, επίσης, στην αυγή του 1821, με την υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, συσπειρωμένοι, με τις δυνάμεις του μαχόμενου ελληνισμού ενάντια στον κοινό εχθρό. Γράφουν στις 6 Ιουνίου 1822, από το Κάστρο της Κιάφας, προς τον Μάρκο Μπότσαρη, που έχει κατέβει στο Μεσολόγγι για να συντονίσει τον κοινό αγώνα: « Ελάβομεν την τιμίαν σας, σημειωμένην από 25 Μαϊου, την ελάβομεν εις τας 5 Ιουνίου. Είδαμεν το χοστρέ κάτι του κινήματος και εχαρήκαμεν κατά πολλά, όπου αρχίνησεν ο χριστιανισμός με την ένωσιν δια να λάβη και κατάστασιν».
Ωστόσο, μετά την πτώση του Αλή Πασά και τον θάνατο του τελευταίου, τον Ιανουάριο του 1822, η συνδρομή των ελληνικών δυνάμεων δεν θα αποτρέψει την πολιορκία του Σουλίου από τα σουλτανικά στρατεύματα, την συνθηκολόγηση των Σουλιωτών και την οριστική πλέον αποχώρηση, τον Αύγουστο του 1822, από τον τόπο τους.
Στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, όπου θα καταλήξουν πάλι ως πρόσφυγες, η παραμονή τους θα αποδειχθεί εξαιρετικά προβληματική, καθώς δεν έχουν την δυνατότητα να διασφαλίσουν τα προς το ζήν έναντι της παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών. Ζητούν λοιπόν τη άδεια να περάσουν στην «αντίκρυ ξηρά», στον χώρο δηλαδή της επαναστατημένης Ελλάδος, προκειμένου να εξασφαλίσουν ασφαλή τόπο εγκατάστασης και πόρους ζωής.
Μετά την κρυφή, λόγω της επίσημης απαγόρευσης από τις αγγλικές αρχές, έξοδό τους από τα Επτάνησα και την σταδιακή, κατά μεμονωμένα άτομα, ή κατά γένη, προσέλευσή τους στον χώρο της επαναστατημένης Ελλάδας, κυρίως στο Μεσολόγγι, ο βιοπορισμός τους και το όραμα της επανόδου στον τόπο τους θα ταυτιστούν με την έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης, στην οποία εντάσσονται πλέον, ως ένοπλα σώματα.
Οι Σουλιώτες «. . . επετέλεσαν θαύματα ανδρείας, προκαλέσαντες τον θαυμασσμόν των απανταχού της γής φίλων της Ελευθερίας και των Ελλήνων υπερμάχων της. Ανάλογα θαύματα επετέλεσαν και εις όλας τας μάχας, εις τας οποίας έλαβον μέρος.. και συνέβαλον αποφασιστικά στην απελευθέρωση του έθνους !.»
Για τους Σουλιώτες της διασποράς δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Το μόνο δράμα τους είναι ότι όπου πηγαίνουν για να πολεμήσουν, τους ακολουθούν και τα γυναικόπαιδά τους, επειδή δεν είναι πουθενά εγκατεστημένα. Οι πείσμονες αγώνες να τους επικυρωθεί, από τα ελληνικά πολιτικά σώματα, μόνιμος τόπος εγκατάστασης επί απελευθερωθέντων εδαφών θα προσκρούουν συχνά στην άρνηση των «αυτοχθόνων» να μοιραστούν τη γή τους με τους «ετερόχθονες» Σουλιώτες.
Εν τέλει, ή Ε’ Εθνική Συνέλευση ψηφίζει, το 1932, την δωρεάν παραχώρηση τόπου εγκατάστασης στους Σουλιώτες επί εθνικών γαιών του Βραχωρίου (Αγρίνιο) και της Ναυπάκτου, στην απελευθέρωση της οποίας είχαν άλλωστε, ουσιαστικά συμβάλει σουλιώτικα στρατιωτικά σώματα.
Ο κύριος όγκος των Σουλιωτών θα συνοικισθεί στη Ναύπακτο και το Αγρίνιο. Τα σουλιώτικα γένη θα εγκατασταθούν εκεί, ισχνά και ολιγομελή, λόγω των απωλειών του πολέμου και των κακουχιών. Αρκετές οικογένειες θα εγκατασταθούν επίσης στο Μεσολόγγι και λιγότερες στην Αθήνα. Σουλιώτικη παρουσία, ολιγομελών οικογενειών ή μεμονομένων ατόμων, θα επισημανθεί και σε άλλες κωμοπόλεις, χωριά και νησιά της απελευθερωμένης Ελλάδος. Μεγάλος αριθμός από τους εγκατεστημένους στη Ναύπακτο και το Αγρίνιο θα συνεχίσουν τη στρατιωτική ζωή, εντασσόμενοι στα νέα στρατιωτικά σώματα που, έκτοτε, θα δημιουργηθούν, καταρχήν στα Ελαφρά Ελληνικά Τάγματα και κατόπιν στην Εθνοφυλακή και Φάλαγγα.
Αρχηγοί επώνυμων σουλιώτικων γενών θα ανέλθουν σε υψηλούς βαθμούς στη στρατιωτική ιεραρχία, ή θα καταλάβουν αξιώματα στις εκάστοτε κυβερνήσεις, ή στην Αυλή.
Οι παρατεταμένες πολεμικές συγκρούσεις των Σουλιωτών με τους Οθωμανούς κατακτητές καταγράφηκαν από την ευρωπαϊκή ιστοριογραφία σαν προοίμιο των αγώνων της εθνικής ανεξαρτησίας. « Η επακολουθήσασα ένταξη της ένοπλης σουλιώτικης δύναμης στο πλευρό της Ελληνικής Επανάστασης κατέταξε τους Σουλιώτες μεταξύ των πρωτεργατών της ενσάρκωσης των εθνικών οραμάτων. Στις συνθήκες διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής ιδέας των αρχών του 19ου αιώνα, η πολεμική ανδρεία των Σουλιωτών ενέπνευσε την αναγκαία, για την σφυρηλάτηση των εθνικών ιδεωδών, παραγωγή συμβόλων και συλλογικών αναπαραστάσεων.
ΠΗΓΕΣ.
Α ΜΕΡΟΣ -"Οι Σουλιώτες...Οι ανίκητοι.."
http://homouniversalisgr.blogspot.gr/2013/06/blog-post_1644.html
Γ ΜΕΡΟΣ - " ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ
ΗΡΩΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΣΕΛΤΣΟΥ"
http://homouniversalisgr.blogspot.gr/2013/06/blog-post_7635.html
http://homouniversalisgr.blogspot.gr/2013/06/blog-post_7635.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου