Α´
Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ
μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ
τὴν ἄλλη
τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα
τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης
νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα
στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν
εἶδες ὄμορφη,
μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿
ἀλέθουν οἱ
μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.
Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.
Β´
Ὅλοι βλέπουν ὁράματα
κανεὶς ὡστόσο
δὲν τ᾿
ὁμολογεῖ·
πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς
εἶναι μόνοι.
Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο
ἤτανε πάντα ἐδῶ
στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν
ὕπνο
δικό σου καὶ ἄγνωστο.
Ἀλλὰ
μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿
ἄγγιξαν
στ᾿ ἀπώτατα
φύλλα
ἔνιωσες τὸ
πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ
νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ -
τὸ φοβερὸ
παφλασμό.
Μὴ σπαταλᾷς τὴν
πνοὴ ποὺ
σοῦ χάρισε
τούτη ἡ ἀνάσα.
Δ´
Στὸ τρελὸ ἀνεμοσκόρπισμα
δεξιὰ ζερβὰ πάνω καὶ κάτω
στροβιλίζονται σαρίδια.
Φτενοὶ θανατεροὶ καπνοὶ
λύνουν τὰ μέλη τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ψυχὲς
βιάζουνται ν᾿ ἀποχωριστοῦν τὸ σῶμα
διψοῦν καὶ
δὲ βρίσκουν νερὸ πουθενά·
κολνοῦν ἐδῶ κολνοῦν
ἐκεῖ
στὴν τύχη
πουλιὰ στὶς
ξόβεργες·
σπαράζουν ἀνωφέλευτα
ὅσο ποὺ
δὲ σηκώνουν ἄλλο τὰ φτερά τους.
Φυραίνει ὁ τόπος ὁλοένα
χωματένιο σταμνί.
Στ´
Κάτω στὶς δάφνες
κάτω στὶς ἄσπρες πικροδάφνες
κάτω στὸν ἀγκαθερὸ βράχο
κι ἡ θάλασσα στὰ πόδια μας γυάλινη.
Θυμήσου τὸ χιτῶνα ποὺ ἔβλεπες
ν᾿ ἀνοίγει
καὶ νὰ
ξεγλιστρᾷ πάνω στὴ γύμνια
κι ἔπεσε γύρω στοὺς ἀστραγάλους
νεκρός -
ἂν ἔπεφτε
ἔτσι αὐτὸς ὁ ὕπνος
ἀνάμεσα στὶς δάφνες τῶν νεκρῶν.
Θ´
Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ
δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ
γελοῦσαν.
Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ
σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω νερά·
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλά, πεισματάρης
καὶ νὰ
γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ
πολύροζο λιόδεντρο -
ἄφησε κι ἂς
γελοῦν.
Καὶ νὰ
ποθεῖς νὰ
κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
στ᾿ ἀφανισμένο
τοῦτο παρὸν
-
ἄφησέ τους.
Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος
κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.
ΙΑ´
Ἡ θάλασσα ποὺ ὀνομάζουν
γαλήνη
πλεούμενα κι ἄσπρα πανιὰ
μπάτης ἀπὸ
τὰ πεῦκα
καὶ τ᾿
Ὄρος τῆς
Αἴγινας
λαχανιασμένη ἀνάσα·
τὸ δέρμα σου γλιστροῦσε στὸ
δέρμα της
εὔκολο καὶ
ζεστὸ
σκέψη σχεδὸν ἀκάμωτη κι ἀμέσως
ξεχασμένη.
Μὰ στὰ ρηχὰ
ἕνα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
καὶ στὸ
βυθὸ -
ἂν συλλογιζόσουν ὡς ποῦ
τελειώνουν τὰ ὄμορφα νησιά.
Σὲ κοίταζα μ᾿ ὅλο
τὸ φῶς
καὶ τὸ
σκοτάδι ποὺ ἔχω.
ΙΓ´
Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ
σταματήσει ὁ ἥλιος.
Τὰ ξωτικὰ τῆς αὐγῆς φύσηξαν τὰ στεγνὰ κοχύλια· τὸ πουλὶ κελάηδησε τρεῖς φορὲς τρεῖς φορὲς μόνο· ἡ σαύρα πάνω στὴν ἄσπρη πέτρα μένει ἀκίνητη κοιτάζοντας τὸ φρυγμένο χόρτο ἐκεῖ ποὺ γλίστρησε ἡ δεντρογαλιά. Μαύρη φτερούγα σέρνει ἕνα βαθὺ χαράκι ψηλὰ στὸ θόλο τοῦ γαλάζιου - δές τον, θ᾿ ἀνοίξει.
Ἀναστάσιμη ὠδίνη.
|
Τώρα,
μὲ τὸ λιωμένο μολύβι τοῦ κλήδονα τὸ λαμπύρισμα τοῦ καλοκαιρινοῦ πελάγου, ἡ γύμνια ὁλόκληρής της ζωῆς· καὶ τὸ πέρασμα καὶ τὸ σταμάτημα καὶ τὸ πλάγιασμα καὶ τὸ τίναγμα τὰ χείλια τὸ χαϊδεμένο δέρας, ὅλα γυρεύουν νὰ καοῦν.
Ὅπως τὸ πεῦκο
καταμεσήμερα
κυριεμένο ἀπ᾿ τὸ ρετσίνι βιάζεται νὰ γεννήσει φλόγα καὶ δὲ βαστᾷ πιὰ τὴν παιδωμή -
φώναξε τὰ παιδιὰ νὰ
μαζέψουν τὴ στάχτη
καὶ νὰ τὴ σπείρουν. Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι ἐκεῖνα ἀκόμη
ποὺ δὲν
πέρασαν
πρέπει νὰ καοῦν τοῦτο τὸ μεσημέρι ποὺ καρφώθηκε ὁ ἥλιος στὴν καρδιὰ τοῦ ἑκατόφυλλου ρόδου. |
Ο θεός Ήλιος στο ηλιακό άρμα του, συνοδευόμενος από τον λαμπαδιφόρο Φώσφορο, τον Ερμή και άλλους. Έργο του Γιόχαν Μπαπτίστ Τσίμερμαν |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου