Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Κάρλο Γκολντόνι ( 25 Φεβρουαρίου 1707 - 6 Φεβρουαρίου 1793 )

Ο Κάρλο Γκολντόνι (Βενετία, 25 Φεβρουαρίου 1707 - Παρίσι, 6 Φεβρουαρίου 1793) ήταν Ιταλός κωμωδιογράφος, ο οποίος θεωρείται ότι ανανέωσε την ιταλική κωμωδία, απομακρυνόμενος από τις χοντροκομμένες φάρσες, δημιουργώντας την «κωμωδία χαρακτήρων». Στα έργα του, παρουσιάζονται χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες της μεσαίας τάξης του καιρού του, ενώ ενσωμάτωσε στοιχεία και από τους χαρακτήρες της Κομέντια ντελ άρτε!.
Ο Γκολντόνι γεννήθηκε το 1707 στη Βενετία από τη Μαργκερίτα και τον Τζούλιο Γκολντόνι. Ενδιαφέρθηκε από τα παιδικά του κιόλας χρόνια για το θέατρο. Το 1723, o πατέρας του τον έστειλε στο αυστηρό Κολέγιο Ghislieri στην Παβία, ωστόσο ο Γκολντόνι περνούσε το χρόνο του διαβάζοντας αρχαίες ελληνικές και λατινικές κωμωδίες. Είχε αρχίσει ήδη να γράφει: εξαιτίας ενός ποιήματος-λίβελου και της επίσκεψής του σε τοπικό οίκο ανοχής, αποβλήθηκε από τη σχολή και έφυγε από την πόλη το 1725. Σπούδασε νομική στο Ούντινε και πήρε το πτυχίο του στη Μοδένα.
Παρότι εργάστηκε ως γραμματέας και σύμβουλος, επέστρεψε στη Βενετία και αφιερώθηκε στη συγγραφή έργων και στη διαχείριση θεάτρων. Το 1731, πέθανε ο πατέρας του κι ένα χρόνο αργότερα έφυγε για το Μιλάνο και τη Βερόνα, όπου ο θεατράνθρωπος Τζιουζέπε Ίμερ τον βοήθησε να γίνει κωμικός ποιητής, ενώ τον γνώρισε και με τη μελλοντική του σύζυγο, Νικολέτα Κόνιο, με την οποία επέστρεψε στη Βενετία μέχρι το 1743.
Στο ιταλικό θέατρο εμφανίστηκε με την τραγωδία Amalasunta στο Μιλάνο, το οποίο αποτέλεσε θεατρική και οικονομική αποτυχία. Ο διευθυντής της όπερας του τόνισε ότι στη Γαλλία ο συγγραφέας θα έπρεπε να προσπαθήσει να ευχαριστήσει το κοινό, αλλά στην Ιταλία έπρεπε να συμβουλευτεί και να ευχαριστήσει τα μέλη του θιάσου. Έπειτα από αυτό, ο Γκολντόνι έκαψε το χειρόγραφο του έργου. Το επόμενο έργο του με τίτλο Belisario (1734) είχε μεγαλύτερη επιτυχία. Ταυτόχρονα, έγραφε λιμπρέτα για όπερα, ενώ υπηρέτησε ως πνευματικός διευθυντής της βενετσιάνικης όπερας San Giovanni Grisostomo.
Σύντομα ανακάλυψε ότι είχε μεγαλύτερο ταλέντο στην κωμωδία, ενώ συνειδητοποίησε ότι η ιταλική σκηνή χρειαζόταν μια μεγάλη ανανέωση. Υιοθέτησε ως πρότυπό του το Μολιέρο και το 1738 παρουσίασε την πρώτη του κωμωδία, με τίτλο L'uomo di mondo. Ακολούθησαν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά του έργα, στα οποία διαφαινόταν το ιδιαίτερο στυλ γραφής του που συνδύαζε το ύφος του Μολιέρου και τη δυναμική της Κομέντια ντελ άρτε, προσθέτοντας παράλληλα τή δική του προσωπική πινελιά.
Μετά το 1748, ο Γκολντόνι συνεργάστηκε με το συνθέτη Μπαλτασάρε Γκαλούπι, συνεισφέροντας σημαντικά στην ανάπτυξη της Όπερα μπούφα.* Στις κωμωδίες του που ακολουθούσαν αυτή τη φόρμα, ο Γκολντόνι ενσωμάτωσε χαρακτήρες της Κομέντια ντελ άρτε με αναγνωρίσιμα στοιχεία από την σύγχρονή του πραγματικότητα, συνήθειες και χαρακτήρες της μεσαίας τάξης και της καθημερινότητας της Βενετίας.
Το 1761, εξαιτίας της διαμάχης του με το συγγραφέα Κάρλο Γκότζι, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι στέρησε από το Ιταλικό θέατρο την ποίηση και τη φαντασία, μετακόμισε αγανακτισμένος στο Παρίσι, όπου έγινε δεκτός στην Αυλή και τέθηκε υπεύθυνος του Ιταλικού Θεάτρου. Έμεινε στη Γαλλία μέχρι το τέλος της ζωής του, γράφοντας στα γαλλικά τα έργα του και τα Απομνημονεύματά του. Υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα. Όταν αποσύρθηκε στις Βερσαλλίες, δεχόταν σύνταξη από τον ίδιο το Βασιλιά, την οποία έχασε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά αποδόθηκε ξανά στη σύζυγό του μετά το θάνατό του.
Μοτίβα στο έργο του Γκολντόνι
Τα έργα που γράφτηκαν όσο ο συγγραφέας ήταν στην Ιταλία δεν έχουν θρησκευτικό ή εκκλησιαστικό θέμα ούτε εκφράζουν σκέψεις για το θάνατο ή τη μετάνοια, κάτι που προκαλεί εντύπωση λόγω της αυστηρής καθολικής ανατροφής του Γκολντόνι. Μετά τη μετοίκησή του στη Γαλλία, η θέση του έγινε πιο ξεκάθαρη, καθώς τα έργα του είχαν έντονο αντι-εκκλησιαστικό τόνο και συχνά σατίριζαν την υποκρισία των μοναχών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Ο Γκολντόνι ενδιαφερόταν για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, τη φιλοσοφία, το κίνημα του Ουμανισμού, ενώ ασκούσε κριτική στην αλαζονεία, στην αδιαλλαξία και την κατάχρηση εξουσίας. Συχνά σατίριζε τους υπερόπτες ευγενείς και τους φτωχούς που δεν είχαν τιμιότητα και αξιοπρέπεια.

*Η όπερα Μπούφα είναι κωμική όπερα. Γεννήθηκε στο τέλος της εποχής του Μπαρόκ (1720-1730) και προέκυψε από τα σύντομα κωμικά μουσικά επεισόδια που παίζονταν ανάμεσα στις τρεις πράξεις μιας σοβαρής όπερας.

Μεταφέρει στοιχεία της ιταλικής θεατρικής κωμωδίας (Κομέντια ντελ άρτε). Έχει τα ίδια στοιχεία με την σοβαρή όπερα, δηλαδή ρετσιτατίβο και άρια. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι το ανσάμπλ και τα περίφημα φινάλε που καμιά φορά είναι τόσο μεγάλα που μπορεί να καταλαμβάνουν τη μισή και παραπάνω διάρκεια της κάθε πράξης.




Ο υπηρέτης δύο αφεντάδων

Υπόθεση


«Πενία τέχνας κατεργάζεται». Έτσι και ο δαιμόνιος Τρουφαλδίνος-Αρλεκίνος, για να επιβιώσει, θα φορτωθεί στην πλάτη του δύο αφεντάδες. Δεν πρέπει όμως να το καταλάβουν, κι ας βρίσκονται στην ίδια λοκάντα. Αυτός έμπλεξε το θεατρικό κουβάρι, αυτός πρέπει τώρα με μαεστρία και σβελτάδα να το ξεμπλέξει.
Στην πασίγνωστη κωμωδία του, ο Γκολντόνι φέρνει επί σκηνής το άρωμα της Commedia dell’arte, ενώ ταυτόχρονα στρέφεται προς την κοινωνική παρατήρηση. Ο καινοτόμος Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί έναν αξιόλογο θίασο, με τον εξαιρετικό Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στο ρόλο του πιο αθώου και πονηρού συνάμα υπηρέτη όλων των εποχών.
Ο υπηρέτης Τρουφαλδίνο υπηρετεί δυο αφεντάδες. Είναι πονηρός και πολυμήχανος, γκαφατζής και συνάμα αναιδής. Τα θαλασσώνει και τα μπαλώνει, ενώ περιπλέκει τους πάντες και τα πάντα. Τελικά αποδεικνύεται αυτός αφέντης των αφεντάδων του αφού καταφέρνει να τους κοροϊδεύει και να πληρώνεται και από τους δύο. Τι γίνεται όμως όταν ο έρωτας τον επισκέπτεται;http://www.ishow.gr/



Ο "Υπηρέτης δύο Αφεντάδων" αποτελεί έργο-κλειδί στην αναμορφωτική πορεία του Γκολντόνι. Πόλος της πλοκής του είναι η "πλάνη γύρω από τα πρόσωπα". Το παιχνίδι του Είναι και του Φαίνεσθαι, καθώς οι ήρωες του είναι, συχνά, άλλο από εκείνο που φαίνονται : ο Τρουφαλδίνο παρουσιάζεται πότε σαν υπηρέτης ενός αφέντη, πότε σαν υπηρέτης άλλου. Οι πράξεις όλων σχεδόν είναι διαφορετικές από εκείνο που οι άλλοι νομίζουν - και απ' αυτές τις απάτες και τις αυταπάτες, μπερδεύεται και ξεμπερδεύεται το κουβάρι του μύθου.
Κυρίαρχος, φυσικά, είναι ο Τρουφαλδίνο - Αρλεκίνος που, για τον επιούσιο, βάζεται να υπηρετήσει δυο αφεντάδες μαζί, τα θαλασσώνει και τα μπαλώνει ακαριαία, περιπλέκει τους πάντες με λόγια κι έργα, και λύνει τα πάντα.
Αστραφτερός εκπρόσωπος μιας απέραντης οικογένειας "φτωχοδιαβόλων", που είναι όλοι τους πονηροί κι απλοϊκοί μαζί, χωρατατζήδες, γκαφατζήδες και καταφερτζήδες, αναιδείς κι ετοιμόλογοι, αμήχανοι και πολυμήχανοι, αχόρταγα πειναλέοι και διψαλέοι για έρωτα.
Τελικά, ο υπηρέτης Τρουφαλδίνο θ' αποδειχθεί αυτός αφέντης των αφεντάδων του - αφού καταφέρνει να τους κοροϊδεύει αδιάκοπα, να πληρώνεται κι απ' τους δυο, να σερβίρει και τους δυο και να τρώει το φαΐ και των δυο, να τους αναστατώνει ολοένα και να τους συμφιλιώνει, αλλά και να τους γλιτώνει. Ο πιο αδύναμος, ο πιο ταπεινός, ο πιο "χαζός", αναδείχνεται πιο δυναμικός, πιο έξυπνος, πιο σπουδαίος απ' τους "σπουδαίους" - απολαυστική ενσάρκωση του λαού, όπως ο Καραγκιόζης και ο Σαρλώ, σ' ένα θέατρο που αρδεύεται απ' τον λαό και τον λαό θέλει να ψυχαγωγήσει...Όλα αυτά ξετυλίσσονται μπροστά στα μάτια των θεατών στην ατμόσφαιρα της Βενετίας και του ξέφρενου καρναβαλιού της. http://radio-theatre.blogspot.gr/





Λοκαντιέρα


Η Μιραντολίνα μοναδική κληρονόμος μιας λοκάντας [πανδοχείου], καταφέρνει να διευθύνει με ιδιαίτερη επιτυχία την επιχείρησή της. Στο πλευρό της υπάρχει πάντα ο Φαμπρίτσιο ένας καμαριέρης της λοκάντας, ο οποίος προσβλέπει στην -δια του γάμου με τη Μιραντολίνα- οικονομική και κοινωνική ανέλιξή του. Στους χώρους της λοκάντας διαδραματίζεται η δράση της κωμωδίας. Εδώ συχνάζουν διάφοροι τύποι. ΄Ενας Κόμης [ένας λαικής καταγωγής άντρας που έχει αγοράσει τον τίτλο του] και ένας ξεπεσμένος και απολύτως χρεοκοπημένος Μαρκήσιος, διεκδικούν τον έρωτά της Μιραντολίνας. Στη λοκάντα διαμένει για λίγο και ο Ιππότης Ριπαφράτα, ένας αγριάνθρωπος –αλλά μόνο ως προς τη συμπεριφορά του στο γυναικείο φύλλο. Ένας άντρας που αρνείται θανάσιμα τον έρωτα των γυναικών. Δυο θεατρίνες που υποδύονται [με την ελπίδα πως θα βρουν κάποιο θύμα, γένους αρσενικού] μια κόμισα και μια μαρκησία, συμπληρώνουν τα πρόσωπα της κωμωδίας.Εξ αρχής ο Ιππότης διαπράττει το θανάσιμο αμάρτημα, να φερθεί ιδιαιτέρως προσβλητικά και κυρίως, περιφρονητικά στην Μιραντολίνα, η οποία με τη σειρά της αποφασίζει να εκδικηθεί. Ορκίζεται να αποδείξει πως κάθε γυναίκα μπορεί να διεκδικήσει με επιτυχία την ερωτική προσοχή όποιου αρσενικού επιθυμεί. Αρκεί να το θέλει…
Η αιώνια διαμάχη μεταξύ των δύο φύλλων είναι ο βασικός καμβάς, πάνω στον οποίο ο Κάρλο Γκολντόνι αναπτύσσει την κωμωδία του, με αριστουργηματικό τρόπο.


Η Λοκαντιέρα του Κάρλο Γκολντόνι, είναι μια κωμωδία χαρακτήρων, σε τρεις πράξεις, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό, στο Καρναβάλι της Βενετίας, το 1753.
Όπως και στα υπόλοιπα έργα του, ο Γκολντόνι απομακρύνεται από τις χοντροκομμένες φάρσες της ιταλικής comedia del’arte και δημιουργεί ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Βασικοί θεματικοί πυλώνες του έργου είναι ο ανθρώπινες σχέσεις και η κριτική της αλαζονείας και της υπεροψίας των ευγενών.
Το έργο διαδραματίζεται στη Φλωρεντία, στη λοκάντα της Μιραντολίνα, μιας νεαρής κοπέλας που ανέλαβε την επιχείρηση, πριν από έξι μήνες, μετά το θάνατο του πατέρα της. Η ομορφιά της, οι καλοί της τρόποι και η καπατσοσύνη της προκαλούν τον έρωτα κάθε αρσενικού που βρίσκεται στο δρόμο της. Η ίδια αρέσκεται να είναι αντικείμενο πόθου και δέχεται με ευχαρίστηση τα δώρα των πολιορκητών της.
Μόνιμοι θαμώνες του πανδοχείου, ο Κόμης Αλμπαφιορίττα και ο Μαρκήσιος Φορλιπόπολι, που προσπαθούν να κατακτήσουν την καρδιά της Μιραντολίνα. Ο πρώτος απέκτησε τον τίτλο του χάρη στην περιουσία του και ο δεύτερος είναι ένας άφραγκος αριστοκράτης που παλεύει να διατηρήσει το κύρος του. Καθένας χρησιμοποιεί τα δικά του όπλα για να κερδίσει τη Λοκαντιέρα:
«Ο κύριος Μαρκήσιος αγαπάει τη Λοκαντιέρα μας, αλλά κι εγώ την αγαπάω ακόμα πιο πολύ. Η αφεντιά του περιμένει ανταπόκριση για την ευγενική του καταγωγή, ενώ εγώ την περιμένω σαν ανταμοιβή στις φροντίδες που της προσφέρω».
Σε αντιδιαστολή, ο Ιππότης Ριπαφράττα, ένοικος κι αυτός της λοκάντα, αδιαφορεί για τη Μιραντολίνα καθώς εκ πεποιθήσεως περιφρονεί το γυναικείο φύλο. Παρότι είναι πλούσιος, προτιμά να μην αφήσει την περιουσία του σε απογόνους, διότι αδυνατεί να ανεχθεί την παρουσία μιας γυναίκας δίπλα του. Η άσχημη εντύπωση που έχει διαμορφώσει για τις γυναίκες, αφού τις θεωρεί ψεύτρες και υποκρίτριες, τον απομακρύνει αρχικά από τον κίνδυνο να είναι κι αυτός θύμα της όμορφης Λοκαντιέρας.

Εκείνη δεν θα ανεχθεί την κατατρόπωση του γυναικείου εγωισμού της:

«Και αυτός ο κύριος Ιππότης, αγροίκος σαν αρκούδα, να μου φερθεί τόσο χοντροκομμένα; Είναι ο μόνος πελάτης που ήρθε στη λοκάντα μου και δεν του άρεσε η συντροφιά μου. Δεν λέω πως όλοι με ερωτεύτηκαν με την πρώτη, αλλά να με περιφρονεί έτσι; Κοντεύω να σκάσω από το κακό μου. Είναι εχθρός των γυναικών; Μισογύνης; Ο θεοπάλαβος! Φαίνεται πως δεν βρήκε ακόμα τη δασκάλα του. Μα πού θα πάει; Θα την βρει. Και ποιος ξέρει αν δεν την βρήκε κιόλας; Με κάτι τέτοιους σαν κι αυτόν το βάζω πείσμα».

Χρησιμοποιώντας επομένως όλα τα όπλα της θα καταφέρει πολύ γρήγορα να κατακτήσει τον Ιππότη και μάλιστα εντός ολίγων ωρών. Καλή γνώστρια της ανδρικής ψυχολογίας, θα τον χειραγωγήσει με ιδιαίτερη ευκολία και θα τον πείσει για την ειλικρίνειά της, που τη διαχωρίζει από τις ψεύτρες ομόφυλές της. Ο Ιππότης, ερωτευμένος πλέον, ταλανίζεται από ένα άγνωστο έως τότε γι’ αυτόν συναίσθημα: το πάθος του για τη Λοκαντιέρα. Είναι φανερό πλέον σε όλους, αν κι εκείνος το αρνείται και δεν το παραδέχεται παρά μόνο στην ίδια.

Η Μιραντολίνα , ικανοποιημένη από την επιτυχία της, του αποκαλύπτει το τέχνασμά της:

«Κύριοι μου, εγώ είμαι μια γυναίκα απλή κι ειλικρινής (…) Προσπάθησα να κάνω τον κύριο Ιππότη να με ερωτευτεί (…)».

Ακολουθώντας την τακτική του αιφνιδιασμού, θα δώσει τέλος στο γαϊτανάκι των θαυμαστών της, ανακοινώνοντας το γάμο της με τον υπηρέτη του πατέρα της, Φαμπρίτσιο.

Μέσω της Λοκαντιέρας, ο Γκολντόνι σατιρίζει και διαψεύδει, όπως αναφέρει ο ίδιος στο εισαγωγικό του σημείωμα προς τον αναγνώστη, τις πλανεύτρες και υποκρίτριες γυναίκες. Δεν στέκεται στο ερωτικό συναίσθημα, αλλά επιχειρεί να εμβαθύνει στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην εκμετάλλευση των αφελών και αθώων από τους επιτήδειους.

Αν και οφείλουμε να σεβαστούμε τη θέση του δημιουργού, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ένα βασικό ερώτημα που γεννάται. Μήπως τελικά ο Ιππότης επιθυμούσε ενδόμυχα να βιώσει τον έρωτα που αρνιόταν πεισματικά; Στην πορεία του έργου εμφανίζεται εξαπατημένος από τα κόλπα της Μιραντολίνα. Έως εκείνην τη στιγμή όμως διατράνωνε την υποκρισία των γυναικών. Είχε αποφασίσει μάλιστα να εγκαταλείψει τη λοκάντα για να μην πέσει στη παγίδα της. Η λιποθυμία της τον αποτρέπει. Αποτελεί όμως αυτό το γεγονός μέρος της απάτης της νεαρής κοπέλας ή η δικαιολογία που ο ίδιος αποζητούσε για να μείνει κοντά της; Σύμφωνα με το Γκολντόνι, ο Ιππότης είναι θύμα μιας γυναίκας αράχνης που πλέκει αριστοτεχνικά γύρω του τον ιστό της. Αν όμως κάτω από την επιφανειακή αυτή εξήγηση υποκρύπτεται κάτι άλλο; Ο ήρωας οδηγείται εντέλει ακούσια ή εθελοντικά στο δρόμο που του χάραξε η Λοκαντιέρα;

Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι ο Γκολντόνι επηρεάστηκε από προσωπικά του βιώματα, ενδέχεται να αντιμετώπισε τη Μιραντολίνα υπό το πρίσμα της ανδρικής οπτικής και προκατειλημμένος υπέρ του Ιππότη. Σε κάθε περίπτωση απομένει στους αναγνώστες να εξάγουν τα συμπεράσματά τους και να κατανοήσουν τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών. Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά, η Λοκαντιέρα παραμένει ένα κλασσικό έργο που διαβάζεται ή παρακολουθείται στο θέατρο με ιδιαίτερη ευχαρίστηση ακόμη και σήμερα και δικαίως γεννά προβληματισμούς γύρω από το θέμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
 Ισμήνη Χαρίλα  - Αναδημοσίευση από http://writersgang.com/



Το καφενείο

Το καφενείο, γραμμένο κατά το 1750, είναι μία από τις πιο σημαντικές κωμωδίες του Κάρλο Γκολντόνι, εντός της οποίας αναπτύσσεται ένα ιντερλούδιο, από τον ίδιο τίτλο, από τον Γκολντόνι, το 1736.
Αρχικά δημιουργήθηκε ως ιντερλούδιο σε τρία μέρη, η τεράστια επιτυχία του οδηγεί τον θεατρικό συγγραφέα στο να επανέλθει σε αυτό, δημιουργώντας μια κωμωδία σε τρεις πράξεις. Θεωρείται μια από τις πιο πετυχημένες από τις δεκαέξι νέες κωμωδίες. Η κωμωδία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Μάντοβα, στις 2 Μαΐου του ίδιου έτους, με μεγάλη επιτυχία. Τότε ήταν που μεταφέρθηκε στη Βενετία, όπου παίχτηκε δώδεκα φορές.


Πλοκή

Η δράση του έργου ξεκινά με το πρώτο φως της ημέρας με ένα ήπιο χειμωνιάτικο πρωινό στη Βενετία, κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού, και τελειώνει όταν πέφτει η νύχτα.
Ο καφετζής Ροντόλφο ενδιαφέρεται πραγματικά για την τύχη του νέου έμπορου Ευγένιου, που εδώ και καιρό συχνάζει τακτικά στο καζίνο του κερδοσκόπου και κατεργάρη Παντόλφο, και έχει υποστεί αρκετές ήττες από τον Φλαμίνιο, έναν νέο από το Τορίνο που παριστάνει τον ευγενή, για να αποφύγει την σύζυγό του και να αλλάξει την ζωή του.
Η σύζυγος του Ευγένιου, η Βιτώρια, προσπαθεί μάταια να συνετίσει τον σύζυγό της. Για τον ίδιο σκοπό φτάνει στη Βενετία από το Τορίνο και η γυναίκα του Φλαμίνιο, Πλάσιντα, η οποία μεταμφιεσμένη σε ταξιδιώτισσα, αγνοεί τη νέα ταυτότητα του συζύγου της κι εκτίθεται στις επικίνδυνες παγίδες του δον Μάρτσιο.
Αυτός ο τελευταίος είναι ένας ευγενής ναπολετάνος σε παρακμή, υπερόπτης, αφερέγγυος και πολυλογάς, ο οποίος παίρνει ευχαρίστηση με το να θέτει εμπόδια στην επιθυμία των δυο συζύγων να συνετίσουν τον Ευγένιο και τον Φλαμίνιο και αντιθέτως προσπαθεί να ωθήσει τους δυο άντρες στο να γιορτάσουν αυτή την ελευθερία όταν καταφέρνει να απομακρύνει αυτές τις δυο γυναίκες, και βάζει μαζί στον εορτασμό και την μπαλαρίνα Λιζάουρα η οποία, αγνοώντας το γεγονός οτι ο Φλαμίνιο είναι παντρεμένος, επιθυμεί να γίνει σύζυγός του προκειμένου να εγκαταλείψει την πόλη.
Οι παγίδες του δον Μάρτσιο και του χαρτοπαίκτη Παντόλφο βρίσκουν ένα υπερήφανο αντίπαλο, τον καφετζή Ροντόλφο και τον σερβιτόρο Τράπολα, οι οποίοι ανοίγουν τα μάτια στον Ευγένιο και στον Φλαμίνιο: μετανιωμένοι και οι δυο ξανασμίγουν με τις γυναίκες τους, ενώ ο Παντόλφο συλλαμβάνεται για απάτη έπειτα από μια, κατά λάθος, αποκάλυψη του δον Μάρτσιο στον αρχηγό της αστυνομίας. Ο ευγενής ναπολιτάνος κατηγορείται πως είναι κατάσκοπος και συκοφάντης κι παραγκωνισμένος από όλους, φεύγει από την πόλη.




Η τριλογία του παραθερισμού


Στο Λιβόρνο της Ιταλίας, στο σπίτι του Λεονάρντο και του γείτονά του, Φίλιππο, οι προετοιμασίες για τον καλοκαιρινό παραθερισμό είναι πυρετώδεις. Ερωτευμένος με την κόρη του Φίλιππο, Τζακίντα, ο Λεονάρντο ελπίζει ο παραθερισμός να του δώσει την ευκαιρία να βρει ανταπόκριση στον έρωτά του αλλά και...διέξοδο από την δεινή οικονομική του κατάσταση αφού πιστεύει ότι η Τζακίντα διαθέτει μια γενναία προίκα. Η Τζακίντα όμως στο σπίτι της εξοχής θα ερωτευτεί το νεαρό Γουλιέλμο. Αντιμέτωπη με το δικό της δίλημμα, η νεαρή κοπέλα θα συνειδητοποιήσει τις πραγματικές διαστάσεις μιας ζωής φαινομενικά ανέφελης αλλά κενής νοήματος. Ο Κάρλο Γκολντόνι, στα τρία έργα που αποτελούν την Τριλογία του παραθερισμού (Η μανία του παραθερισμού, Οι περιπέτειες του παραθερισμού και Το τέλος του παραθερισμού), καυτηριάζει με άφθονο χιούμορ και πικρή ειρωνεία το πάθος των συμπατριωτών του για προβολή και κοινωνική αναγνώριση. Νεόπλουτοι της εποχής αλλά και ξεπεσμένοι αριστοκράτες υφαίνουν το δικό τους γαϊτανάκι ματαιοδοξίας σε ένα έργο με αποκαλυπτικά επίκαιρες αναφορές αφού από τα μέσα του 18ου αιώνα, εποχή που γράφτηκε η Τριλογία του παραθερισμού, μέχρι τις μέρες μας, λίγα πράγματα τελικά έχουν αλλάξει...https://www.youtube.com/


Η τριλογία του παραθερισμού αποτελείται από τις τρεις κωμωδίες του Γκολντόνι – του συγγραφέα που κινείται ανάμεσα στο ύφος του Μολιέρου και την Κομέντια ντελ Άρτε. Η μανία, οι περιπέτειες και το τέλος του παραθερισμού αντίστοιχα, μας εξιστορούν τις σχέσεις μιας μερίδας ξεπεσμένων νέων, ευγενικής καταγωγής, καθώς και των προσώπων του περιβάλλοντός τους. Η οικονομική χρεωκοπία που κρύβεται πίσω από μια δανειοδοτούμενη γενναιοδωρία, όπως και η συναισθηματική χρεωκοπία που φοράει το προσωπείο του καθωσπρεπισμού και της συμμόρφωσης στους κανόνες ορθής κοινωνικής συμπεριφοράς, είναι θέματα τα οποία, καίτοι γράφτηκαν το 1761, έχουν τις αναφορές τους στο 2011, την εποχή της οικονομικής κρίσης. Βαθειά ανθρωπιστής, ο Ιταλός συγγραφέας, κατακρίνει τα ήθη μιας εκμαυλισμένης ομάδας ατόμων, που εξακολουθούν να αναπαράγουν το σύστημα που τους οδήγησε στην καταστροφή. Μήπως σας θυμίζει κάτι;

Στο πρώτος μέρος του έργου βλέπουμε την προετοιμασία του ταξιδιού από το Λιβόρνο στην εξοχή, δύο οικογενειών και κάποιων περιφερειακών τους προσώπων. Τα αδέλφια Λεονάρντο και Βιττόρια από τη μια, ο Φίλιππο και η μοναχοκόρη του Τζακίντα από την άλλη, μαζί με τον Γκουλιέλμο και τον Φερντινάντο, σε ένα απολαυστικό ρεσιτάλ παρεξηγήσεων, κωμικών ανατροπών κι ένα παιχνίδι γάτας – ποντικού, όπου ο έρωτας, η ζήλεια κι ο ανταγωνισμός έχουν τον πρώτο ρόλο. Στο φόντο η δυσπραγία και του πατέρα και του αδερφού, που αφήνουν φέσια σε ράφτες, μπακάληδες και πάσης λογής εμπόρους, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του φαίνεσθαι.

Στη συνέχεια, αφού μετά από πολλά δεινά πραγματοποιείται η φυγή στην εξοχή, μεταφερόμαστε κι εμείς στη θερινή ραστώνη και τις ανούσιες διασκεδάσεις των βαριεστημένων ευγενών. Ο έρωτας για ακόμα μια φορά εμφανίζεται στο προσκήνιο για να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις, όμως την επαναστατική του ορμή αναχαιτίζει ο φόβος της κοινωνικής κατακραυγής.

Στο τελευταίο κομμάτι επιστρέφουμε στο Λιβόρνο, για να παρακολουθήσουμε την αυλαία της γιορτής. Σπίτια σφραγίζονται, περιουσίες έχουν εξαφανιστεί, νέες συμφωνίες προσπαθούν να περισώσουν την όποια αξιοπρέπεια, μακριά όμως από μια πράξη τιμιότητας – η εξιλέωση δεν θα ρθει ποτέ.

Το ίδιο το έργο μοιάζει να χαρτογραφεί τις συνήθειες των νεόπλουτων της εποχής μας. Όποιος έχει δουλέψει σε ένα γραφείο, δεν θα διστάσει να αναγνωρίσει τον εαυτό του στους χαρακτήρες του υπηρετικού προσωπικού, και στους ματαιόδοξους κι εκτός κάθε επαφής με την πραγματικότητα ρόλους, τα αφεντικά του. Άνθρωποι που πιάνουν το τιμόνι μιας επιχείρησης επειδή έχουν “κληρονομικό” δικαίωμα ή απέκτησαν από τύχη λεφτά, ανίκανοι να διαχειριστούν την περιουσία τους, τρώνε με χρυσά κουτάλια ενώ το πλοίο τους βυθίζεται, σπάταλοι, αλαζόνες και υπερφίαλοι. Μπροστά στο οικονομικό τους αδιέξοδο επιμένουν σε μεσοβέζικες λύσεις, όπως η μείωση προσωπικού, το ψαλίδισμα μισθών, όχι όμως στον περιορισμό άσκοπων δαπανών (όχι, ο Γκολντόνι δεν ζει στον 21 αιώνα).










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου