Ένας αγρότης κατάφερε κάποτε να πιάσει με παγίδα ένα κοράκι
και ήταν έτοιμος να το σκοτώσει στρίβοντας του το λαιμό.
Τη στιγμή εκείνη κάποιος γείτονας τον είδε και του λέει :
-«δώσε μου το κοράκι και σου δίνω δύο δεκάρες»
-« όχι» του λέει ο αγρότης, « θέλω να το σκοτώσω»
-« δώσε μου το κοράκι και σου δίνω μία λίρα»
-« δικό σου το κοράκι και κάντο ό,τι θες»
Πήρε ο γείτονας το κοράκι και πηγαίνοντας λίγο παρακάτω,
ελεύθερο τ' αφήνει να πάει όπου θέλει.
Όμως το κοράκι δεν έφευγε από κοντά του.
Σα σκύλος τον ακολουθούσε όπου πήγαινε.
–«Καλά λοιπόν, αφού το θες, κάτσε μαζί μου»
Σαν έφτασε στο σπίτι του, ή πρώτη του κίνηση ήταν
να φτιάξει ένα ξύλο με τέτοιο τρόπο που να μπορεί το κοράκι
να κάθεται πάνω του και να κοιμάται τα βράδια.
Αφού τελείωσε με την κατασκευή, είπε στο κοράκι καληνύχτα κι έπεσε για ύπνο.
Την άλλη μέρα τί να δει!
Επάνω στο τραπέζι της κουζίνας ένα πουγκί γεμάτο λίρες.
-« Ποιος να μου άφησε τούτο το πουγκί; Χρυσό που δεν εργάστηκα εγώ, δεν το ξοδεύω.
Θα πάω να το μοιράσω στους φτωχούς.»
Κι έτσι από φτωχογειτονιά σε φτωχογειτονιά έκανε ελεημοσύνη
και όταν του λέγανε ευχαριστώ και τί να κάνουμε για σένα, εκείνος απαντούσε:
-« Να πείτε μία προσευχή για αυτόν που μου ‘δωσε τις λίρες να σχωρεθούν οι αμαρτίες του».
Αφού άδειασε το πουγκί, λέει στο κοράκι:
« Πάμε να σου πάρω λίγο κρέας. Και πάμε για το σπίτι»
Όταν φτάσανε στο σπίτι, μία ομάδα αντρών τον ρώτησε αν είδε την κόρη του βασιλιά.
Είναι μήνες που έχει χαθεί και ψάχνουν να την βρουν.
-« Όχι λεβέντες μου δηλαδή και να την είδα πως να το ξέρω πως την είδα.
Τάχα το πρόσωπό της το ήξερα και χτες;»
-«Έννοια σου και αν την έβλεπες, ερωτευμένος θα σουν!
Γιατί πιο όμορφη από εκείνην δεν έχεις δει ούτε θα δεις ποτέ σου»
-« Α!! Ε τότε σίγουρα ποτέ μου δε την είδα».
Σαν ήρθε ή αυγή μία νέα έκπληξη τον περίμενε.
Μία πανέμορφη γυναίκα κοιμόταν δίπλα του
«Πω πω!!! Τι πλάσμα είναι αυτό! Δεν μπορεί, ακόμα θα ονειρεύομαι.»
-« Όχι δεν ονειρεύεσαι, εγώ είμαι αυτή που έσωσες από πνιγμό
και από τα μάγια που μόνη μου έκανα στον εαυτό μου.
Είμαι το κοράκι, η κόρη του βασιλιά. Όμορφη και εγωίστρια,
μία κακομαθημένη καθώς ήμουν, έφτασα στο σημείο ν’ ασχοληθώ με την μαγεία.
Αγόρασα ένα βιβλίο που έλεγε με τρόπο Σολωμονικό πώς να γίνεις η ομορφότερη του κόσμου.
‘Ομως διαβάζοντας τα λόγια αυτά που έλεγε στο βιβλίο, μεταμορφώθηκα σε κοράκι.
Όταν με συνάντησες, με έσωσες από πνιγμό, από τα χέρια εκείνου του αγρότη. Θέλοντας να σε ευχαριστήσω μπήκα κρυφά τη νύκτα στο παλάτι του πατέρα μου και πήρα από αυτόν το πουγκί με τις λίρες για να το φέρω σε εσένα. Εσύ όμως δεν κράτησες τον πλούτο για εσένα, το μοίρασες στους φτωχούς λέγοντας τους να πουν μία προσευχή συγχώρεσης για τις αμαρτίες αυτού που σου ‘δωσε τις λίρες. Κι έτσι έγινε καλέ μου! Πήρα ξανά την μορφή μου χάρη σ’ εσένα.
Θέλεις να γίνεις ο άντρας μου;"
-«Θέλω», της απαντάει εκείνος.
Κι από τότε ζουν μαζί ευτυχισμένοι!
Και συμβουλή το δίνουν σε όσους κάποια ενέργεια κακή τους πνίγει ή κάποιον άνθρωπο δικό τους ψάχνουν που ίσως έχει αλλάξει ή μορφή του κι αγνώριστος έχει γίνει από τα μάγια αυτά τα ισχυρά, που εμείς οι ίδιοι κάνουμε στον εαυτό μας, τάχα για να ’μαστε καλύτεροι από τους άλλους. Τάχα γιατί κάτι μας λείπει.
Και κορακιάζει έτσι η ψυχή, η άσπρη περιστερά.
Κάντε ελεημοσύνη συμβουλεύουν τα μάγια να λυθούν.
ΗΛΙΑΣ ΠΑΡΑΘΥΡΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου