Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΤΑΕΤΟ

Ό,τι μπόρεσα ν΄ αποχτήσω  μία ζωή από πράξεις ορατές για  όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το  χρωστώ σ΄ ένα είδος ειδικού θάρρους που μοῦ ῾δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για το χαρταετό και χαρταετός για  τον άνεμο, ακόμη κατ όταν ουρανός δεν υπάρχει…..
(Ο. Ελύτης, Μικρός Ναυτίλος)

 Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας " Χαρταετοί στην Ακρόπολη "


 Θωμάς Γκόρπας - Ποίηση

Ποίηση 
ανάμνηση από φίλντισι
περίπατος τα ξημερώματα
άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
χαρταετός που ξέφυγε απ’ τα χέρια παιδιού
κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού
φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες
κλωνάρι που ταξιδεύει.....
( Απόσπασμα )

Αλέκος Φασιανός -Χαρταετός

Ο. Ελύτης - Ο χαρταετός

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη
και όταν έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη ώρες και ώρες.
ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
-δεν ονειρευόμουν- ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση τον μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε-
ν’αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες
σαν όρχεις και να χάνομαι. . .
Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελουσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι:
«δεσποινίς» φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·είχανε γενειάδες
και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια
«μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι  « Ή Άννέτα με τα σάνταλα»
 «Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν αίφνης εκείνο
το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα»
Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο
κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε το δωμάτιο μου
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη καί
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες
όπως ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση αείποτε μ’ έθρεψε
και αυτό εναπόκειται σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν.
Κάποτε η φωνή της σάλπιγγας
από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα
και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν
-απίστευτων χρόνων θραύσματα μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό
πού με πιτσίλιζαν·τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος
Μαρία Νεφέλη




Πίνακας με χαρταετό του Γ. Τσαρούχη / 1959

Οδυσσέας Ελύτης

Της Εφέσου.

Ο ουρανός όπως τον θέλουν τα παιδιά
με κοκόρους και με κουκουναριές και με
κυανούς χαρταετούς
σημαίες
του Αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
παιδός ή βασιληίη.
 Δυτικά της λύπης.

Αγήνωρ Αστεριάδης 

Ανδρέας Εμπειρίκος - Οι χαρταετοί

Σε ορισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες. Στα Ακρο-
κεραύνεια πετούν γυπαετοί. Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασ-
σα και αναγαλλιάζει. Στις ανοικτές πλατείες τα παιδιά πε-
τούν το Μάρτη χρωματιστούς αετούς από χαρτί.
Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι, οι
Χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές, πετούν επάνω
Από την πόλη, όπως επάνω από την φτέρη των υψηλών βου-
νών οπι αετοί.
Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια. Δείχνουν τους
χάρτινους κομήτες με τις μακριές ουρές. Ουράνιοι δράκοι
πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν και γράφουν στο στερέω-
μα με άσπρους καπνούς τις λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
Είναι η ώρα κάτασπρη, η έκστασις γαλάζια. Η πόλις
αχνίζει από ηδονή. Κουνούν τις χέρες τα παιδιά και, ακόμα,
από τα στόματά των πηδούν σαν πίδακες οι λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, εκδ. Ίκαρος)

 Αλέκος Φασιανός


Ρένα Καρθαίου - Χαρταετοί στον ουρανό


Κάθε Καθαρή Δευτέρα
ανοιξιάτικέ μου αέρα ,
στα παιδιά μας λες : εντάξει
ο αετός σας θα πετάξει .

Φύσα αγέρα λεβεντιά
παίξ’ αετό με τα παιδιά
φεύγει ο αετός ψηλά
και στον άνεμο μιλά .

Φρρρ! Ακολουθούν κι άλλοι ,
πιο μικροί και πιο μεγάλοι .
Ένας χάρτινος στρατός
ξάφνου κολυμπάει στο φως .

Του αγέρα οι καλεσμένοι ,
τα πολύχρωμα ντυμένοι ,
παν σε ουρανού γιορτάσι ,
σκουλαρίκια , ουρά , κεφάλι .

Φύσα , λεβεντιά μου αγέρα !
Κάθε Καθαρή Δευτέρα ,
των παιδιών ψυχή και νους
χαρταετός στους ουρανούς .

Γιάννης Μαγγανάρης -Ο Χαρταετός.


Νίκος Καρούζος - Γαλάζια σπλάχνα.

...Κάλλιο να πλανηθεί ο χαρταετός μου

δε θέλω πια ν' αγγίξω τα χρώματά του
κλείνω τα μάτια μου για να δώ.
Είναι η φωνή που με διασχίζει
κι άλλοτε που χτυπά στον άκμονα
χίλιες φορές.
Είναι η φωνή απο ένα βάθος:
Για πάντα να μην έχεις
τίποτα για τ' αληθινά χέρια
μονάχος
ανήμπορος εκστατικός
σ' αυτή την άξαφνη γιορτή του δευτερολέπτου
που παραδίδεται ο κόσμος.
Απόσπασμα 



Φαίδων Πατρικαλάκις



Γ Ρίτσος - Ορέστης

Άκου την, — η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος
κι είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της
σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,
ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο ή άσπιλη ερημιά των βράχων
και κάτω η ταπεινή ησυχία του κάμπου, υπογραμμίζοντας
αυτή την αδικαίωτη παραφορά, πού γύρω της
σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ’ αναρίθμητα αστέρια

με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.


 Σπύρος Βασιλείου 

Κοσμάς Πολίτης -  Στου Χατζηφράγκου

Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -είτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. […] Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορονίζανε ψηλά. Θα που πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα είταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.

Δημήτρης Μυταράς - Χαρταετοί


 Φερεϋντούν Φαριάντ  - Όνειρα με χαρταετούς και περιστέρια

Στο βιβλίο παρακολουθούμε την καθημερινή ζωή δύο αγοριών φτωχικής οικογένειας στην Περσία. Ο Αλβάν γράφει ωραίες εκθέσεις και λατρεύει τους χαρταετούς. Ο Μεϊλού, ο μεγαλύτερος αδελφός, αγαπά τα περιστέρια. Ο καλύτερος φίλος του Αλβάν είναι ο Σαλέμ. Τα καλοκαίρια, τα παιδιά χωρισμένα σε δύο ομάδες, την ομάδα Τακ και την ομάδα Ζαρίν, παίζουν πετροπόλεμο. Όμως ξεσπά πραγματικός πόλεμος. Γίνονται μεγάλες καταστροφές και σκοτώνονται πολλοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και οι δύο μικρές αδελφές του Σαλέμ, η Τουλή και η Σεκουλή. Τα παιδιά υπερασπίζονται ενωμένα την πατρίδα τους. Κι ο Αλβάν ονειρεύεται ότι κάποτε ο πόλεμος θα τελειώσει.


Οι βροχοσταγόνες του μεγάλου συννεφόδεντρου γέμισαν όλο τον ουρανό με μικρά πράσινα λιόφυλλα. Τα φύλλα τύλιξαν ολόγυρα τ' αυτόματα και τα ντουφέκια και τα έκαναν σαν ανάλαφρα κλωνάρια δέντρων. Απ' τις κάννες των όπλων, αντί για σφαίρες, μπαρούτι και καπνό, τινάζονται λουλούδια, πεταλούδες, λιμπελούλες και μπομπόνια. Τα παιδιά της ομάδας Ζαρίν πυροβολούν την ομάδα Τακ όχι με σφαίρες, αλλά με μικρά μπουκέτα λουλούδια και πολύχρωμες πεταλούδες. Κι απ' αντίκρυ, η ομάδα Τακ απαντάει με λιμπελούλες και μπομπόνια. Ο αέρας έχει γεμίσει μυρωδιές απ' τα λουλούδια κι απ' τα μπομπόνια. Ήταν σαν μέρα Πρωτοχρονιάς ή σαν γιορτή των Αγίων Πάντων. Τα παιδιά των δύο αντίθετων μαχαλάδων ξεσπούν σε γέλια και τα γέλια τους ανεβαίνουν ως τον έβδομο ουρανό*. Γέλια, γέλια, χαρές και αγάπες κυριεύουν τα πάντα. Ο Αλβάν, εκεί ψηλά, πλάι στο πελώριο δέντρο που οι ρίζες του είναι στον ουρανό και τα κλαδιά του σ' όλον τον κόσμο, ο Αλβάν με τα χρωματιστά μπαλόνια του πετάει ανάλαφρα, πλημμυρισμένος από χαρά και νιώθει πως ο ήλιος και το φεγγάρι είναι δυο ρόδες στο δικό του ποδήλατο. Θέλει να πηδήσει στη σέλα των άστρων και κρατώντας το τιμόνι του ανέμου να φύγει μες στο άπειρο.

Άξαφνα, κάτω στη γη, ανάμεσα απ' τους καπνούς και τα σκοτάδια, βλέπει ένα περιστέρι ν' ανεβαίνει. Το περιστέρι είναι ο Ριπιδάτος, τ' αγαπημένο περιστέρι του Μεϊλού. Λίγο πιο κει, η Τουλή κι η Σεκουλή, οι αδερφές του Σαλέμ, για δες, στους ώμους τους έχουν φυτρώσει κάτι μικρά χρυσά φτεράκια και φτερουγάνε πίσω απ' το Ριπιδάτο κι έρχονται κοντά του. Ο Αλβάν απ' την πολλή χαρά έγινε ανάλαφρος σαν πούπουλο. Το μυρωδάτο αεράκι περνάει απ' το διάφανο βλέμμα του κι απ' τ' ολόδροσο χαμόγελο του.

Τούτη τη στιγμή, ο Σαλέμ, καβάλα σ' ένα κίτρινο περιστέρι, πλησιάζει τον Αλβάν. Οι δυο φίλοι αναπήδησαν κι έδωσαν τα χέρια. Και τότε, όλα τα παιδιά, κι απ' τις δυο ομάδες, πιάστηκαν χέρι χέρι σ' ένα μεγάλο κύκλο χορού. Ο Αλβάν έτρεξε ίσα στο χαρταετό του τον Κοκκινολαίμη και πήρε το μεγάλο τηλεγράφημα κρεμασμένο στο σπάγκο του. Πάνω στο τηλεγράφημα βλέπει γραμμένη την έκθεση του που πρέπει να διαβάσει στην τάξη του σχολείου του τον επόμενο χρόνο. Όλα τα παιδιά τον παρακαλούν να τους τη διαβάσει. Ο Αλβάν πλησιάζει το χαρτί κοντά στα μάτια του κι αρχίζει να διαβάζει αργά αργά τις λέξεις και τις φράσεις γεμάτες φως. Έτσι που διαβάζει, είναι σαν να διαβάζει για τους ανθρώπους όλου του κόσμου, κι έτσι ψηλά που στέκεται μοιάζει σαν να 'ναι η ψυχή όλων των παιδιών του κόσμου κι έχει να πει ένα παγκόσμιο μήνυμα.
Η έκθεσή του αρχίζει μ' αυτά τα λόγια:
Τα όνειρά μου είναι όλο περιστέρια, χαρταετούς και πολύχρωμα μπαλόνια...
μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος

Ο Φερεϊντούν Φαριάντ (6 Δεκεμβρίου 1949 - 5 Φεβρουαρίου 2012) ήταν Ιρανός ποιητής, συγγραφέας παιδικών βιβλίων και μεταφραστής, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. Από το 1986 ζούσε και εργαζόταν στην Αθήνα. Είχε λάβει την ελληνική υπηκοότητα. Στην Αθήνα σπούδασε νεοελληνική φιλολογία και αρχαία ελληνικά. ) 

Σπύρος Βασιλείου, 1950 - Τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας 


ΜΟΥΣΙΚΗ 



Στίχοι: Μανώλης Φάμελλος Μουσική: Μανώλης Φάμελλος Άλμπουμ: Χαρταετός (2002) Έσβησαν τα όνειρα, έσβησαν έγινε πρωί άνοιξα την πόρτα, άνοιξα ήλιος να με δει ήρθες και στο δρόμο μου φώτισε ο ουρανός να η καρδιά μου πέταξε κόκκινος χαρταετός σ' έχω ανάγκη σαν παιδί μη μ' αφήσεις να γυρίσω εκεί στον εαυτό μου στη σιωπή κρύα θάλασσα, έρημο νησί άψυχα κορμιά στα χέρια μου άχρηστα κλειδιά δε μου μένει τίποτα τίποτα δε μου φτάνει πια έλα ας περπατήσουμε μακριά απ' το θόρυβο τις πληγές να κλείσουμε έχουμε όλο τον καιρό σ' έχω ανάγκη σαν παιδί μη μ' αφήσεις να γυρίσω εκεί στον εαυτό μου στη σιωπή κρύα θάλασσα, έρημο νησί




Στίχοι: Νικήτας Κλιντ - Δημήτρης Καρρας - Στέλιος Μακρυπλίδης
Μουσική: Γιωργος Καρυδακης - Στέλιος Μακρυπλίδης

Καμαρώστε με κυρίες και κύριοι Είμαι ένας χαρταετός με χρώματα τρελά Με γεννήσαν δυο τεμπέληδες εργάτες Είπαν και οι δυο τους στα κρυφά πως θα πιάσω πολλά Και ξέρεις κάτι ρε συ; Είχανε δίκιο Καθαρά Δευτέρα σήμερα και βρέχει απ' το πρωί Μα εγώ χορεύω πάνω απ' τη συννεφοσκεπή Στέλνω χαιρετίσματα,γιορτάζω την φυγή Σαν τους παλιούς πειρατές έχω μεγάλα σκουλαρίκια Και μιαν ουρά σαν αρχαίος διάκος Πως μ' αρέσει να πετάω πάνω απ' την αλήθεια Να μου φαίνονται όλ' αστεία και μικρά και αλλιώς Ν' ακούω τις φωνές από τα σπίτια Να παραλλάζω αρρωστημένα μυστικά Δεν μετανιώνω και αν τον χρόνο έφερνα πίσω πάλι το σπίρτο μου θα έκαιγα και θα 'στελνα φιλιά Chorus Φεύγω και στέλνω σ' όλους σας φιλάκια Θέλω να φτάσω τ' αστεράκια Για να γλιτώσω απ'τ' ανθρωπάκια Θέλω να φύγω μακριά Κ' ενώ οι τρελοί κάτω κρατάνε σημειώσεις ασταμάτητα για το αύριο και την πιθανότητα Υποανάπτυκτα πρωτεύοντα στέλνουν ανθρώπους σε τροχιά μ' έναν πράσινο Πήγασο που 'χει μια κόκκινη νυχιά στα πλευρά Και 'γώ εστιάζω από ψηλά σαν τατουάζ της ασφάλτου και στα χίλια σκυλιά που φυλάν την απαγορευμένη πόλη Και με καίει η βροχή σαν να βρέχει βιτριόλι Μα το σκάω μετά και χώνομαι κάτω απ' τα εμπόδια Τα ηλεκτροφόρα καλώδια Και την κεραία της Βαβέλ Μου αφήνει δυο αναμνηστικά καψίματα στην ουρά Βουτάω να τα σβήσω βιαστικά στο ποτάμι με τα παλιοσίδερα Όλα μου τύχαν μαζεμένα σήμερα Σαν να χω δέρμα φιδιού και δρακόντεια αρματωσιά Την βγάζω καθαρή Μου στέλνει η νύχτα την δροσιά Και αναμνηστικά cartpostal από μακριά σ' όσους μας κράτησαν χαμηλά σ' όσους μας κράτησαν μακριά Χ-ray εδώ ακούω αυτό το πράγμα που έχει φτιαχτεί από ζωντανή μπάντα και δεν το πιστεύω σαν να χεις κλέψει λούπες μια κιθάρα σόλο Ναι Ρόδες 2004 Chorus Φεύγω και στέλνω σ' όλους σας φιλάκια (Καμαρώστε με κυρίες και κύριοι) Θέλω να φτάσω τ' αστερακια (Είμαι ένας χαρταετός με χρώματα τρελά) Για να γλιτώσω απ' τ' ανθρωπάκια (Και ξέρεις κάτι ρε συ Στέλνω χαιρετίσματα, γιορτάζω τη φυγή Σαν τους παλιούς τους πειρατές) Θέλω να φύγω μακριά Θέλω να φύγω μακριά Λαλαλαλαλαλαλα λαλαλαλα



 Ακριθάκης Αλέξης-Χαρταετός, 1986




Στίχοι: Βασίλης Μπουσιώτης Μουσική: Απόστολος Καλδάρας Τώρα μην ψάχνεις για εξηγήσεις, όλα τα βλέπω ανθρώπινα ακόμα πιο πικρό το δάκρυ αν μού'δινες θα τό'πινα τώρα μην ψάχνεις για εξηγήσεις, όλα τα βλέπω ανθρώπινα και άλλο σφάλμα πιο μεγάλο αν έκανες θα τό'σβηνα Εγώ είμ'ένας χαρτετός κι όσο ψηλά ανεβαίνω τόσο καταλαβαίνω και τόσο συγχωρώ εγώ είμ'ένας χαρταετός και απ'τ'ουρανού τα βάθη τ'ανθρώπινα τα λάθη τα βλέπω και γελώ Στης Κυριακής μου το σακάκι σε είχα το γαρύφαλλο όμως παράπονο κανένα που μ'έριξες σε ύφαλο στης Κυριακής μου το σακάκι σε είχα το γαρύφαλλο τώρα μην ψάχνεις για εξηγήσεις, μην ψάχνεις σε παρακαλώ Εγώ είμ'ένας χαρταετός κι όσο ψηλά ανεβαίνω τόσο καταλαβαίνω και τόσο συγχωρώ εγώ είμ'ένας χαρταετός και απ'τ'ουρανού τα βάθη τ'ανθρώπινα τα λάθη τα βλέπω και γελώ


 Διαμαντόπουλος Διαμαντής-Αετός, περ. 1940








 Όπυ Ζούνη, Χαρταετός (2001)








Στίχοι: Παντελής Ροδοστόγλου Μουσική: Διάφανα Κρίνα Απόψε θέλω να σε δω, όμως το ξέρω δεν έχω νόημα, δεν είμαι κανενός πάνω σε ό,τι με κάνει κι υποφέρω γελώντας πέφτω σαν σκισμένος χαρταετός Είναι η καρδιά μου ένα σπίτι στοιχειωμένο δε θα’πρεπε να υπάρχει τόση λύπη εκεί ό, τι αγαπάω με αφήνει νικημένο στ’άδειο μου σχήμα, μια σκιά που νοσταλγεί Κοντά σου δεν μπορώ, μακριά σου τρέμω κάτι με τρώει και δεν μπορώ να κοιμηθώ περνάω τις μέρες μου σαν δαίμονας κλεισμένος σ’ ένα κουφάρι φαγωμένο απ’ τον καιρό Κι αν τόσα χρόνια περπατήσαμε μαζί τον τελευταίο δρόμο θα τον κάνω μόνος θα `χω στην χούφτα μου μια μπούκλα σου χρυσή και μια ραγισματιά στα χείλη μου απ’ τον πόνο

1 σχόλιο: