Στις δονήσεις των ψυχικών και σωματικών χορδών της, έμεινε πάντα συνυφασμένη με το διαυγές πνεύμα της ανατριχιαστικής μυστηριακής μουσικής. Μια αστραπή ομορφιάς, μια στιγμή αισθητικής ηδονής, μια εκτυφλωτική λάμψη στον ορίζοντα, μια μουσική σαν την παντομίμα του Κούρτ Βάιλ, ένα ποίημα σαν τα « χέρια της Ζαν Μαρί » του Ρεμπώ, μια ζωγραφιά σαν τις μορφές του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Με την έβδομη του Μπετόβεν, ήταν φυσικό, σχεδόν αναπόφευκτο, να μας κάνει ν’ ακούσουμε από την καταπληκτική ακοή της ψυχής της, ένα υπόκωφο ρυθμικό βηματισμό την ώρα της ύστατης ώρας επάνω στη γη των προσώπων. Η σιωπηλή αθανασία της Κατίνας Παξινού, είχε σαρκώσει κάποιους από τους ακατάλυτους ιερούς ήχους που έχουμε αγαπήσει. Και ακούσαμε από την μοναδική και ανεπανάληπτη εξιλέωση της, το λουσμένο από το μαγικό φως του απάτητου ακόμα φεγγαριού Adante Moderato του κύκνειου μεγάλου άσματος του Μπράμς.
ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ : Μια από τις μεγαλύτερες τραγωδούς, φαινόμενο μοναδικό για το ελληνικό και το παγκόσμιο θέατρο. Όσοι ευτύχησαν να τη δουν στη σκηνή, τη δαιμόνια ηθοποιό, παραμιλούσαν από τις ερμηνείες της, με το κοινό να λατρεύει το θέατρο επειδή ακριβώς έπαιζε η Παξινού. Είχαμε πολλές φορές την εντύπωση πως η Παξινού αυξομείωνε το δέμας της, ψήλωνε και απλωνόταν ως σωματικό σημείο, ανάλογα με το μέγεθος του χώρου ή τις απαιτήσεις του ρόλου. Η Παξινού είχε πλούσιες εκφραστικές δυνατότητες που της επέτρεπαν να ερμηνεύει με ευκολία δραματικούς ρόλους κάθε θεατρικού ύφους, από την αρχαία ελληνική τραγωδία μέχρι το « μπρεχτικό » θέατρο. Επίσης η μουσική της καλλιέργεια, της επέτρεπε να χρωματίζει τη φωνή της, ώστε ν’ αναδεικνύεται η εκφραστικότητα και η ευαισθησία έντονα καθώς και ο μελωδικός ρυθμός του ποιητικού λόγου.
Η Κατίνα Παξινού…ένα από τα λαμπρότερα αστέρια που έχει να επιδείξει η θεατρική και κινηματογραφική τέχνη σε ολόκληρο τον κόσμο, ανήκει στην πινακοθήκη των τραγωδών του διαιώνιου θεάτρου. Η τραγωδία δεν ήταν για κείνη, μόνο μια καταβύθιση στο υπέδαφος της ανθρώπινης υπόστασης. Ήταν μια μνημειακή αρχιτεκτονική. Ανήκε στο ατελεύτητο « εσαεί » και όχι στο ατελεύτητο « παραχρήμα ». Προικίστηκε από τη φύση μ’ ένα σπάνιο φωνητικό όργανο, το μέταλλό της ήταν πολύτιμο και πολύσημο. Όμως ένα τέτοιο εφόδιο δεν αρκεί για να ευδοκιμήσει κανείς στο θέατρο και ιδίως στο ποιητικό αρχαίο ελληνικό δράμα. Με φιλοδοξίες πνευματικές και από πίεση αισθηματική μάλλον παρά από άποψη αισθητική, άσκησε μια τεράστια επιρροή επάνω της ν’ αφήσει τον άκαρπο θαυμασμό για τη μυθολογία και να στραφεί εγκαίρως στην αρχαία ελληνική όπου ανήκε σαν ελληνίδα τραγωδός πλασμένη.
Πνευματικός άνθρωπος και διψασμένος για γνώση, καλλιέργησε τα προσόντα της, διεύρυνε τη γκάμα της και με τις κατάλληλες οδηγίες της ανακάλυψε τις πτυχές των « σωματικών ηχείων ». Το φωνητικό όργανο της Παξινού ήταν το όχημα με το οποίο η μεγάλη αυτή τραγωδός υπηρέτησε το υποκριτικό της ήθος και αναδείκνυε την ουσία ενός κειμένου. Ο τραχύς τόνος της φωνής της, τα μειδιάματά της, οι κραυγές της, το βλέμμα της, οι σιωπές της, κάθε τι που έλεγε και που έκανε πάνω στη σκηνή, είχε τη σφραγίδα της μεγάλης δημιουργίας. Της μεγάλης μεγαλοφυΐας. Μας κατέπληξε η άνεση της Κατίνας Παξινού στο ανεβοκατέβασμα των φωνητικών τόνων, στο αστραπιαίο πέρασμά της από ένα σωρό ψυχολογικές καταστάσεις. Με το ίδιο ταλέντο της προσωπικότητας της και με τα άσπρα εκφραστικά χέρια της που έμοιαζαν με χελιδόνια, συνδύαζε τον τραχύ ρεαλισμό της ανέμελης αγροτικής ζωής, με τον αλύγιστο ιδεαλισμό μιας φανατικής προσήλωσης στην παράδοση. Και η αλάνθαστη άνθιση του τραγικού ύφους που έχουν ορισμένες σκηνές, επέτρεπε στην Κατίνα Παξινού να εκφράσει το τραγικό νόημα του « υπάρχειν ». Το μυστικό της γενναίας και αυθόρμητης Παξινού, ήταν ότι πήγαινε στην ουσία του ρόλου της και δεν πιανόταν από την ηχητική ομοιότητα. Την έτρεφε η σκηνή και ο θρίαμβος της έδιωχνε την κούραση. Μέσα στα σημάδια της, επάνω στη σκηνή, αναπαύονται η άδολη αγάπη και η τρυφερότητα, ο τίμιος αγώνας και η αγωνία μιας ακάματης μέλισσας να απομυζήσει την καρδιά του ανθού, για να την προσφέρει ως πάμφωτο μέλι. Κορυφαία ελληνίδα ηθοποιός, με πραγματικά διεθνή καριέρα στις πλάτες της, έδωσε τους χαρακτήρες του παγκόσμιο θεάτρου λίγη από τη λάμψη της : ( Kληταιμνήστρα, Ηλέκτρα, Ιοκάστη, Μπερνάρντα Άλμπα, Μήδεια, Μάνου Κουράγιο, Ολίβια, Αγαύη, Λαίδη Μάκβεθ, Γετρούδη, Έντα Γκάμπλερ ) και πολλές ακόμα ηρωίδες, μεγάλες μορφές του θεάτρου, άσαρκες σκιές έμπνευσης και ονείρου, βρήκαν την ιδανική ενσάρκωση του στις ερμηνείες της Κατίνας Παξινού. Η Παξινού, υπηρέτησε μ’ ευσυνειδησία και γνησιότητα την αυθεντικότητα. Μπροστά της κάθε αμφισβήτηση ερμηνείας σιγούσε. Καθώς ηγεμόνευε τη σκηνή είχε τη δυνατότητα να μας παρασύρει. Με τη φωνή, με την στάση, με την κίνηση, με την έκφραση του προσώπου, με την ψυχή, καθώς και με όλη την αγρύπνια της, έπλαθε από την κάθε λεπτομέρεια ένα σύμπαν μαγείας. Τόση δύναμη, τόση αλυγισιά, τόση αντοχή, τόσος πόνος, τόσο πάθος, τόση εγκαρτέρηση, η αποθέωση κι’ ύστερα η απέραντη ερημιά. Αυτή την ερημιά νιώσαμε με σιωπή και κατάνυξη, όταν έφυγε από κοντά μας.
Ξεκινώντας από έναν υψηλό στόχο, εκτίνονταν σ’ ένα πλάτος θεατρικά απέραντο, καθώς επόπτευε τις κορυφώσεις του ανθρώπινου πνεύματος. Γινόταν ανθρώπινη, πανανθρώπινη και δεν έδινε την κενή φιγούρα μιας γυναίκας του Βορά. Όταν σκεφτεί κανείς τι μπορούσε να δώσει με τα χρόνια, συλλογίζεται ότι πέθανε νέα. Ας αρκεστούμε στο ότι ήταν πολλά για το ελληνικό, αλλά και για το παγκόσμιο θέατρο αυτά που έδωσε. Βρισκόταν στη σκηνή κυριολεκτικά την κάθε στιγμή και έπρεπε να μεταδώσει διαδοχικά θλίψη, μίσος, μανία, απελπισία, κολοσσιαία έκπληξη και την έκταση δίκαιας εκδίκησης με απροκάλυπτη δύναμη. Έδινε άνεση στη δραματική της παρουσία. Πουθενά δεν χρειάστηκε ν’ αλλάξει, για να κινηθεί στο χώρο και στον τόνο που απαιτούσε το έργο. Μόνο με την παρουσία της στον ερμηνευτικό χώρο, έπαιρνε δύναμη και μια βαθιά λυτρωτική ανάσα, δημιουργώντας ερμηνείες αξεπέραστες του παγκόσμιου δραματολογίου. Ακόμα η Παξινού διέθετε ένα δώρο για μια πλαστική ακρίβεια της κίνησης, της χειρονομίας και μια συναρπαστική, ευλύγιστη φωνή. Όλα αυτά τα προσόντα στον υπέρτατο βαθμό, μαζί με μια φυσιογνωμική εκφραστικότητα, της επέτρεπε όχι μόνο ν’ αλλάζει όψεις, αλλά να διατηρεί μια κάπως πάγια, κυρίαρχη συγκίνηση στο πρόσωπό της. Υπήρχαν τέτοιες στιγμές, όταν το πρόσωπο της ήταν σαν μια μάσκα. Μια μάσκα που αδιάκοπα εναλλασσόταν.
Η Κατίνα Παξινού, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της μακρόχρονης σταδιοδρομία της στα θέατρα του κόσμου και κατ’ επέκταση όλων των τραγικών ηρωίδων που κατά καιρούς υποδύθηκε, δεν ήταν παρά το « ηδύ άχθος » μιας ζωής αφιερωμένης ολόψυχα στην ανάδειξη της μοναδικότητας του αρχαίου ελληνικού δράματος. Η αμεσότητά της, ήταν το κύριο συστατικό της ιδιοσυγκρασίας της. Τίποτα το θεωρητικό. Ήταν πάντα παντού ολόκληρη, Ένα υλοποιημένο πνεύμα στην τελειότητα. Μια αληθινή μορφή γεμάτη, απόλυτα πραγματοποιημένη από στέρεα ψυχωμένα στοιχεία δύναμης, ευαισθησίας και ρυθμικού κάλλους. Ανανεωνόταν ραγδαία από ώρα σε ώρα, που δεν πρόφταινες να προσδιορίσεις τις πηγές απ’ όπου ανάβλυζε ή τόση νεότητα. Βαδίζοντας στις κορυφές με τους επικίνδυνους γκρεμούς και με τις διεισδύσεις σε κάποια άδυτα, όπου η ανθρώπινη ύπαρξη αναδημιουργείτε, από τους εκλεκτούς με τον ποιητικό λόγο, η εντύπωση ήταν εκπληκτική και συγχρόνως, ωραία, καθώς η Παξινού πρόσθετε μια παράδοξη αξιοπρέπεια σε στυλ Giotto, στα πρωτόγονα πάθη που απεικονιζόταν. Το κατόρθωμά της, να παίζει θεατρικούς ρόλους σε ξένη γλώσσα ήταν αξιοθαύμαστο. Γιατί χωρίς να ψευτίσει και χωρίς να γίνει μίμος έπαιζε σε ξένη γλώσσα με την ίδια άνεση που μιλούσε τη δική της. Ποτέ προσποιημένη και γεμάτη καλοσύνη, δεν πρόδωσε ούτε για μια στιγμή την υψηλότατη αποστολή που έταξε στον εαυτό της. Δεν απαρνήθηκε και στις δυσκολότερες στιγμές την πραγμάτωση μιας διδασκαλίας υψηλού καλλιτεχνικού ήθους. Αγάπησε με πάθος τη ζωή, τις τέχνες, αναγνωρίστηκε στο Χόλυγουντ. Έγινε η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που κέρδισε όσκαρ και κατάφερε να ξεπεράσει τα όρια. Οι μνημειώδεις ερμηνείες της στο σανίδι, που σφράγισαν τους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου, και η 45χρονη καριέρα της στο θέατρο, μπορούν να ξεπεραστούν μόνο από τη δίψα της για ζωή. Απλή, ακατάστατη, απρόοπτη, εξαντλητική στη διαρκή της ένταση, στην παιδική της τρυφερότητα, αλλά και στην δημιουργική της ευφυΐα, μάζευε δυνάμεις για να ξαναρχίσει τον πετροπόλεμο. Έτσι ικανοποιούσε το ασύγκριτο ταλέντο της, ανακαλύπτοντας την τελειότητα της.
Δίνοντας το σωστό τόνο σε κάθε υπόσταση και απόχρωση, στάθηκε απαράμιλλη και στο νεώτερο δράμα. Από τους πολυπληθείς κορυφαίους ρόλους που ερμήνευσε, απέρριψε τις καλλιτεχνικές και ερμηνευτικές συλλήψεις του Μπρεχτ, που θέλει τη μάνα, « πρόσωπο πρόστυχο » και πέτρινο είδωλο κάποιας ανθρώπινης θρησκείας…γεμάτο ιδιοτέλεια,, τέλεια διεφθαρμένο απ’ την κερδοσκοπία του πολέμου που δεν νοιάζεται αν χάνει τα πόδια της ή όχι. Κάνοντας τη δραματική υπόκριση να μοιάζει πάρα πολύ με πραγματική βίωση, αποδέσμευσε με την τέχνη της, την ποίηση και την ανθρωπιά που φωλιάζει βαθιά στην καρδιά της μάνας. Η κίνησή της στον ευρύ σκηνικό χώρο, η φυσιογνωμική της έκφραση και οι χειρονομίες την βοήθησαν αποτελεσματικά στην απεικόνιση της πολύπαθης αλλά και φοβερής πραγματοποίησης της ακύμαντης γαλήνης του Ευριπίδη. Η ενσάρκωση των ρόλων της, σε συνδυασμό με το απαραίτητο θεωρητικό υπόβαθρο, της επέτρεπε να εισέλθει στον ψυχισμό των τραγικών ηρωίδων, να ταυτιστεί και να προσεγγίσει εκείνες τις αθέατες πτυχές που δύσκολα ανιχνεύονται σε μια αμιγώς ακαδημαϊκή έρευνα. Δεν άφηνε τον εαυτό της να παρασυρθεί προς τις κακοτοπιές, που έχουν εκμηδενίσει και κάθε μέρα εκμηδενίζουν τόσες ιδιοφυίες, προθέσεις και δυνατότητες που μεταμορφώνουν τον υποκριτή σε βολικό υπηρέτη της ανεξέλικτης θεατρικής αγωγής του μεγάλου κοινού.
Η Παξινού ήθελε να χειραγωγήσει, να ανυψώσει και ν’ ανεβάσει το κοινό στην κεφαλή της, όχι για να κατεβεί μαζί του και να γίνει ευάρεστη στους πολλούς. Αγνοούσε το θέατρο της εύκολης ψυχαγωγίας. Ο χώρος της ήταν η μεγάλη ποίηση, ο βαθύς στοχασμός, το αποκορυφωμένο πάθος και η δραματική σύγκρουση. Δηλαδή ο άνθρωπος στη ζωή και στην ιστορία του, στις μεγάλες στιγμές. Ερμηνεύοντας συγκρατημένα τον σχεδόν ανομολόγητο αισθησιασμό του τρικυμισμένου πάθους, η Παξινού απέδιδε συγκλονιστικά της μητέρας για τη μοίρα που απειλεί τα παιδιά της. Την αγωνιώδη προσπάθεια της να τα νουθετήσει και το σπαραγμό της για την αλληλοσφαγή τους που δε μπόρεσαν ν’ αποτρέψουν τις στοχαστικές τις παραινέσεις. Επιχειρούσε έναν σχηματικό διαχωρισμό των γυναικείων μορφών σε « γυναίκες του οίκου » και « γυναίκες της ανατροπής », με το εύλογο περιεχόμενο των δυο κατηγοριών να επιδέχεται και ορισμένες αποκλίνουσες συμπεριφορές που δεν εντάσσονται στα προαναφερθέντα σχήματα. Εύληπτη και συνοπτική, η έρευνά της απέδιδε ταυτόχρονα το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου π.χ αιώνα. Οι γυναικείες της μορφές της δραπέτευαν – έστω και σε συμβολικό επίπεδο – από τον περίκλειστο οικιακό χώρο και ενσωματώνονταν ισότιμα στην τραγική πράξη, αμφισβητώντας άμεσα ή υπαινικτικά την ανδροκρατούμενη αθηναϊκή κοινωνία. Η αμφισβήτησή της δηλαδη΄, εστιαζόταν σε επίπεδο δραματικών κανόνων καθώς και στο αντισυμβατικό περιεχόμενο του τραγικού λόγου. Σε μια εποχή που ευνοεί τον πάταγο και επωάζει μ’ εξαιρετική στοργή τις πρόωρες και χωρίς βέβαιο μέλλον φιλοδοξίες, είναι παρήγορο να νιώθει κανείς πως δεν λείπουν τ’ αναμφισβήτητα μεγέθη, οι προικισμένοι άνθρωποι, οι αφοσιωμένοι στον προορισμό που έχουν αναγνωρίσει τον εαυτό τους, καθώς και οι αδιάλεχτοι και οι ασυμβίβαστοι να κάνουν υποχωρήσεις. Τέτοια ανυποχώρητη ήταν η Κατίνα Παξινού και γι’ αυτό η θλίψη που ακολούθησε το άγγελμα του θανάτου της υπήρξε ομόθυμη και οικουμενική.
Η Κατίνα Παξινού τώρα έχει σωπάσει. Η φωνή της έχει σβήσει. Η παρουσία της γίνεται μνήμη. Η μνήμη της γίνεται ιστορία. Η ιστορία της έχει γίνει θρύλος. Η μνήμη της και η ιστορία της είναι για εμάς. Τους απογόνους και τους επιγόνους της.
Η Κατίνα Παξινού γεννήθηκε το 1900 στον Πειραιά και σπούδασε στο Ωδείο της Γενεύης, καθώς και σε σχολές του Βερολίνου και της Βιέννης. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή του Δημοτικού θεάτρου Πειραιά ως ηθοποιός του λυρικού θεάτρου, στην όπερα « Αδελφή Βεατρίκη » του Δημήτρη Μητρόπουλου. Το 1929, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο πρόζας ως μέλος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, παίζοντας στο έργο « Γυμνή Γυναίκα ». Το 1930 , με τον Αιμίλιο Βεάκη και τον σύζυγό της Αλέξη Μινωτή, συγκροτεί θίασο, ο οποίος παρουσιάζει σημαντικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως το « Πόθοι κάτω από τις Λεύκες » του Ευγένιου Ο’Νιλ, Ο Πατέρας» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ, «Ο θείος Βάνιας» του Τσέχοφ. Από το 1931 μέχρι το 1940, εμφανίζεται στο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμηνεύει ρόλους που την καταξιώνουν ως κορυφαία ηθοποιό της ελληνικής σκηνής. Η μουσική ιδιοσυγκρασία και παιδεία της Κατίνας Παξινού, καθώς και οι απεριόριστες δυνατότητες της φωνής της, η έμφυτη αίσθηση του ρυθμού και της αρμονίας, ο καίριος λόγος της και η αυθόρμητη κίνησή της, έδιναν στις ερμηνείες της ένα μοναδικό ύφος και μια εξαιρετική ποιότητα. Με τη σκηνή του εθνικού θεάτρου εμφανίστηκε στο Λονδίνο, στη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο, ερμηνεύοντας το ρόλο της «Ηλέκτρας» στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, τη Γερτρούδη στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, την κυρία Άλβινγκ στους «Βρικόλακες» του Ίψεν.
Την περίοδο του πολέμου εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εμφανίζεται στο θέατρο « Μπροντγουαίη» και ερμηνεύει σπουδαίους ρόλους στον κινηματογράφο με τους οποίους κερδίζει τη διεθνή αναγνώριση. Για την ερμηνεία της στο έργο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», της απονεμήθηκε το 1944 το βραβείο Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, ενώ το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτό στο Φεστιβάλ Μπιάριτς για την ερμηνεία της στην ταινία «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα ».
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1952 όπου και άρχισε ξανά τις εμφανίσεις της στο Εθνικό Θέατρο με τον Αλέξη Μινωτή όπου ανεβάζει Ίψεν και Λόρκα αλλά κύριο πλέον ενδιαφέρον τις παραστάσεις αρχαίων θεατρικών έργων, αποδίδοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στα έργα: «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, « Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας » του Ντύρενματ, « Η τρελή του Σαγιώ» του Ζιρωντού, « Το μακρύ ταξίδι » του Ο΄ Νηλ. Επίσης έλαβε μέρος στα διάφορα Φεστιβάλ της δεκαετίας του 1950 στις παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο. Ενώ εμφανίσθηκε και στις ταινίες « Ο κύριος Αρκάντιν» του Όρσον Γουέλς και « Ο Ρόκο και τ΄ αδέλφια του » του Λουκίνο Βισκόντι.
Το 1950 επιστρέφει στην Ελλάδα και εμφανίζεται πάλι μαζί με τον Αλέξη Μινωτή στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με το οποίο περιοδεύει στη Νέα Υόρκη, στη Γερμανία και στο Παρίσι. Ξαναπαίζει στη Νέα Υόρκη στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, έργο που επαναλαμβάνει στην Αθήνα στο Θέατρο «Κοτοπούλη». Μετά το 1957, εμφανίζεται μόνιμα στη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας έργα του Αρχαίου Θεάτρου και του σύγχρονου διεθνούς ρεπερτορίου. Ανάμεσα σ’ αυτά «Εκάβη», «Μήδεια» και «Βάκχες» του Ευριπίδη, «Η επίσκεψις της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ, «Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο’ Νιλ, «Η τρελή του Σαγιό» του Ζαν Ζιροντού, «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ. Το 1968, μετά τη θητεία της στο Εθνικό Θέατρο, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής συγκροτούν θίασο που εμφανίζεται στο Θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης και στο Θέατρο «Διάνα» της οδού Ιπποκράτους. Στο «Σινεάκ», το κινηματοθέατρο που αργότερα μετονομάστηκε σε Θέατρο «Παξινού», παίζει στα έργα «Η Ήρα και το παγώνι» του Σoν Ο’ Κέιζι, «Οι παλαιστές» του Στρατή Καρρά, «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα, ενώ την περίοδο 1971-1972 ερμηνεύει, στο Θέατρο «Πάνθεον», την τελευταία μεγάλη της επιτυχία, ως «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ.
Η Κατίνα Παξινού, εκτός από τις αξέχαστες ερμηνείες της στο Θέατρο και τον κινηματογράφο, έκανε μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο’ Νιλ και έγραψε τη μουσική για την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη το 1933 και σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή το 1952. Παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α` και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο « Ιζαμπέλα Ντ’ Εστέ ». Κατά την διάρκεια της δικτατορίας η Παξινού και ο Μινωτής συγκρότησαν δικό τους θίασο όπου και ανέβασαν μεταξύ άλλων τα έργα: « Ο ματωμένος γάμος » του Λόρκα, « Η Ήρα και το παγώνι » του Ο΄ Κέισυ, « Οι παλαιστές » του Στρατή Καρά κ.ά. Η τελευταία της παράσταση στο θέατρο ήταν στο ρόλο της μάνας στο έργο του Μπρεχτ « Μάνα κουράγιο» και στον κινηματογράφο « Το νησί της Αφροδίτης ». Για την παράσταση « Η Θυσία Του Αβραάμ », η Κατίνα Παξινού ως Σάρρα δικαίωσες τις ελπίδας όσων παρακολούθησαν με ενδιαφέρον τη εξέλιξη του ταλέντου της. Στις «Φοίνισσες» μετέδωσε βαθιά συγκίνηση, χωρίς να ξεπέσει ούτε στιγμή σε τραχύτητες και σκληρότητες. Για το « Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα », η Κατίνα Παξινού χρησιμοποίησε λεπτεπίλεπτες αποχρώσεις στην ερμηνεία της μητέρας. Ο αγώνας της και η απόγνωσή της κρατούσε την ευγένεια και λαχτάρα της γυναίκας, αποδόθηκαν από την πρωταγωνίστρια της εθνικής μας σκηνής κατά τρόπο υποδειγματικό.
Η Μαρία Χορς, μεταξύ πολλών περιστατικών που έζησε συνεργαζόμενη μαζί της, με συγκίνηση διηγήθηκε τις τελευταίες στιγμές που η μεγάλη ηθοποιός ανέβηκε άρρωστη στη σκηνή για το κύκνειο άσμα της, τη «Μάνα Κουράγιο»: « Μόλις τελείωσε και βγήκε για να χαιρετίσει το κοινό που χειροκροτούσε, έψαξε ανάμεσά τους με το βλέμμα της τον Μινωτή και αφού τον εντόπισε, του απευθύνθηκε… « Δεν ξέχασα τίποτε απόψε, τα είπα όλα ». Είναι τόσο σπάνιο στον καιρό μας » – είχε πει ο Ευγένιος Ο’ Νιλ για την Κατίνα Παξινού – « ν’ ανταμώσει κανείς στο θέατρο μια τόσο εκλεκτή και απλή γυναίκα και συνάμα μια τόσο σπουδαία καλλιτέχνιδα ». Η Κατίνα Παξινού ήξερε πια για την αρρώστια της, αλλά διάλεξε μια αναμέτρηση με τα όριά της. Έβγαινε κάθε βράδυ στη σκηνή σέρνοντας ένα ολόκληρο και βαρύ κάρο. Το καλοκαίρι του 1972, η Kατίνα Παξινού εμφανίζεται, για τελευταία φορά, στο θέατρο της Επιδαύρου, όχι ως ηθοποιός, πράγμα που δεν εμπόδισε το κοινό να υποκλιθεί χειροκροτώντας όρθιο την μεγάλη ιέρεια της Τέχνης, η οποία «έφυγε» στις 22 Φεβρουαρίου 1973.
« Κοιτάξτε τον ήλιο, όσο είναι εκεί, και προσπαθήστε να φέρετε το φως και την ζεστασιά του στην καρδιά σας. Μπορείτε να δώσετε λίγη απ’ αυτή την ζεστασιά σε κάποιον άλλον και αυτός σε κάποιον άλλον και αυτός σε άλλον;. Τότε δεν ήρθες μάταια στον κόσμο. Εχεις πετύχει κάτι. Είναι τόσο απλό ». Με αυτά τα λόγια «έκλεισε» ένα ντοκιμαντέρ του NBC που ήταν αφιερωμένο σε αυτήν, μια ιέρεια της Τέχνης, την Κατίνα Παξινού.
Από το υπό έκδοση βιβλίο : AΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΕΥΤΕΣ ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
" Η Δραματική αλήθεια και το κωμικό αθώο των Ελλήνων Ηθοποιών "
" Μίμηση Πράξεως στην 7η Τέχνη του Ουρανού"
[ Επεξήγηση: Aφιερώματα των εκλιπόντων Ηθοποιών από τον 19 ου αιώνα μέχρι σήμερα σε λογοτεχνική μορφή }
Χρήστος Αθανασίου
Aπόφοιτος της Βαρβακείου Σχολής. Kάτοχος πτυχίων Υποκριτικής Θεάτρου – Κινηματογράφου του Υπουργείου Παιδείας και Υπουργείου Πολιτισμού καθώς και τίτλων Μεταπτυχιακών Σπουδών και Σεμιναρίων Υποκριτικής, Σωματικού Θεάτρου, Δημιουργίας Θεατρικού Λόγου, Κορυφωμένης και Επεισοδιακής Δραματικής Δομής - Γραφής και Σημειολογίας προς την παραστασιολογία, ως επιστήμη που αναλύει σε βάθος φαινόμενα της θεατρικής πράξεως. Ακροατής – Φοιτητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Αθηνών.
Συγγραφικό έργο:
«Λογοτεχνικές Αστραπές»
«Όταν ο ηλεκτρικός σπινθήρας φωτίζει την ζωή και το όνειρο»
«Aφιερώματα στους ταξιδευτές της υποκριτικής τέχνης» ( Υπό έκδοση )
«Η Δραματική αλήθεια και το κωμικό αθώο των Ελλήνων Ηθοποιών»
«Μίμηση Πράξεως στην 7η Τέχνη του Ουρανού»
[Επεξήγηση: Aφιερώματα των εκλιπόντων Ηθοποιών απ’ τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα σε λογοτεχνική μορφή]
* Η φωτογραφία είναι από το Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου