Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ (14 Οκτωβρίου 1852 - 21 Φεβρουαρίου 1942 )


 Πορτραίτο του Δημ. Καμπούρογλου, 1935 - Φωτογραφία Nelly’s - Νέλλη Σουγιουλτζόγλου

Ο Δημήτριος Καμπούρογλου (14 Οκτωβρίου 1852 - 21 Φεβρουαρίου 1942 ) ήταν ιστοριοδίφης, λογοτέχνης, ακαδημαικός, δικηγόρος, ποιητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης και ήταν γιος του Γρηγορίου Καμπούρογλου, ιδρυτή της Εθνικής σκηνής, και της λογίας Μαριάννας Σωτηριανού - Γέροντα, κόρης του Άγγελου Γέροντα. Βαφτίστηκε από τον αυλάρχη του Όθωνα, Π. Νοταρά. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1877 αναγορεύτηκε διδάκτορας.
Αρχικά εργάστηκε ως δικηγόρος και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την ιστορική αναδίφηση και την Ιστοριογραφία με την οποία και ασχολήθηκε τελικά. Από το 1873 έως το 1881 αναλαμβάνει την αρχισυνταξία της «Εφημερίδος», του εκδότη Δημήτριου Κορομηλά. To 1881 διαφωνώντας με τον Κορομηλά, αποχωρεί από την αρχισυνταξία της εφημερίδας και ιδρύει τη δική του εφημερίδα, που την ονομάζει «Νέα Εφημερίς» ενώ το 1882 υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος.
Την περίοδο 1884-1886 ήταν διευθυντής του περιοδικού «Εβδομάς». Το 1891 προσλήφθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε επιμελητής των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Την περίοδο 1904-1917 διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αλλά το 1917 με τον νόμο περί άρσης της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων παύθηκε από τη θέση του. Το 1923 τιμήθηκε από την πολιτεία με το αριστείο γραμμάτων. Το 1927 έγινε το πρώτο δια εκλογής μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών και την περίοδο 1934-1935 χρημάτισε πρόεδρος της Ακαδημίας. Στις αρχές του 1942 ασθένησε με πνευμονία, στις 10 Φεβρουαρίου υπέστη ένα ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 21 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς πέθανε.Ήταν παντρεμένος με την Καλλιόπη Μαράτου από το1884 και είχε τρία παιδιά: Τον Γρηγόρη, την Ελένη και την Τζένη. Στις 19 Απριλίου του 1939 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στην πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας στην Πλάκα.

Συγγραφικό έργο

Πριν ακόμα ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο Βαρβάκειο, είχε γράψει σατιρικούς στίχους και τρεις μονόπρακτες κωμωδίες: Η φθισιώσα, Αι αγχόναι, Η αγγελιοφοβία. Χάθηκαν όμως και οι τρεις. Η ιστορική του έρευνα σαν ιστορικός επικεντρώθηκε κυρίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αφορούσε μόνο στην περιοχή της Αθήνας, γι' αυτό και του δόθηκε το προσωνύμιο «Αθηναιογράφος». Το 1896 ολοκληρώθηκε η έκδοση του τρίτομου έργου του η Ιστορία των Αθηναίων στο οποίο και εργάστηκε περισσότερο σαν Λογράφος παρά σαν Ιστορικός..
Άλλα έργα του είναι: η Δούκισσα της Πλακεντίας, Αι παλαιαί Αθήναι (1922), Ιστορίες από την παλιά Αθήνα, Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων (3 τόμοι, 1893), Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής (2 τόμοι), Ο αναδρομάρης (1914), Ο αναδρομάρης της Αττικής (1920), Ο τρελός της Αθήνας, Τοπωνυμικά παράδοξα (1920), Αθηναϊκό αρχοντολόγιο-Μπενιζέλοι (1921), Μελέται και έρευναι (1923-1926), Οι Χαλκοκονδύλαι, Ο Ελαιών των Αθηνών, "Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Παλαιών Πατρών Γερμανού" (1916) κ.α.
Αλλά και το ποιητικό του έργο είναι αρκετά αξιόλογο αν και δεν διακρίθηκε αρκετά. Η ποιητική συλλογή Η φωνή της καρδιάς μου ήταν από τα σημαντικότερα έργα του. Ήταν γραμμένο στη δημοτική και είχε έντονα αντιρομαντικά στοιχεία σε σχέση με το κλίμα της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή βραβεύτηκε το 1873 στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, ενώ στον ίδιο διαγωνισμό το 1874 επαινέθηκε, χωρίς να διακριθεί, ποιητική συλλογή του στην οποία σατίριζε και παρωδούσε το ρομαντικό ύφος των συγχρόνων ποιητών. Το 1874 εξέδωσε τη συλλογή του Παλαιαί αμαρτίαι. Επίσης ασχολήθηκε και με την πεζογραφία, όπου αντλούσε τα θέματα του κυρίως από τη λαογραφία. Το 1881 εξέδωσε τα μη λαογραφικά αφηγήματα "Εικόνες. Σατυρικαί Διατριβαί", όπου σατιρίζει τα ήθη της εποχής. Μερικά από τα έργα του είναι: Αθηναϊκά διηγήματα, Αι Αθήναι που φεύγουν, Μύθοι και διάλογοι, Αττικοί έρωτες, Θρύψαλα, Ευσυνειδησία και ασυνειδησία κ.ά. Συνήθως υπέγραφε τα λογοτεχνικά του έργα με το ψευδώνυμο «Αναδρομάρης».




ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Η Μυρσίνη 

Ἤθελα κ’ ἐγὼ νὰ κάμω
μιὰ φορὰ τὸν ποιητή,
καὶ ἀγάπησα μιὰ κόρη,
ὅπως ἀγαποῦν αὐτοί.

Ἦτον ὅλο λυπημένη,
κίτρινη, ‘ψηλή, λυχνή,
σκελετός, δὲν εἶχε κρέας,
ψυχὴ μόνον καὶ φωνή.

Τὴν ἀγάπησα, μοῦ εἶπε
πῶς μὲ ἀγαπᾷ κι’ αὐτὴ,
‘πίστευσα γυναίκας λόγια,
κουταμάρα διαλεχτή.

Ἔχασα τὴν ἡσυχιά μου,
ἔχασα τὰ γέλοια μου,
ὅλο καὶ παραπατοῦσα,
κούναγα τὰ χέργια μου,

Μέσ’ ‘στὸ δρόμο τραγουδοῦσα,
μοὔφευγαν τὰ λόγια μου,
ἔσκυβα τὴν κεφαλή μου,
‘στράβονα τὰ πόδια μου.

Ὅποιος μ’ ἔβλεπε ‘στὸ δρόμο,
παραμέριζε εὐθύς,
κ’ ἔλεγε, αὐτὸς θὰ ἦναι,
ἢ τρελλός, ἢ ποιητής.

Καιρὸ εἶχα τὴν Μυρσίνη
νὰ ἰδῶ, ‘στὴ Μουσικὴ
ἔξαφν’ ἔξαφνα τὴν βλέπω,
μὰ διαφορετική.

Κατασπροκοκκινισμένη,
ζωηρὴ καὶ πεταχτὴ,
ἔτριψα τὰ ‘μάτια κ’ εἶπα,
ἡ Μυρσίνη νἆν’ αὐτή;

Πότε μ’ ἕναν ὁμιλάει,
πότε ἄλλον χαιρετᾷ,
σ’ ἄλλον τὸ μανδύλι ‘βγάζει,
ἄλλον βλέπει καὶ γελᾷ...

Ἔκανε πῶς δὲν μὲ ‘ξέρει,
μήπως ἄλλαξα κ’ ἐγὼ
καὶ δὲν μὲ γνωρίζει πλέον;
δὲν εἰξεύρω τί νὰ ‘πῶ!!

Μιὰ ἡμέρα τὴν εὑρίσκω
σ’ ἕνα σπίτι μοναχή,
- ἔλα νὰ σοῦ ‘πῶ Μυρσίνη,
τί κατάστασ’ εἶν’ αὐτή;

Γέλασε, κι’ ἀφοῦ μοῦ κάνει
μιὰ μετάνοια εὐγενικὴ,
χωρὶς νὰ μοῦ εἴπῃ λέξι,
φεύγει, καὶ μ’ ἀφίνει ‘κεῖ!

Τἄχασα ἀπ’ τὴ ‘ντροπή μου,
νὰ μὲ πάρῃ γιὰ κουτό!
νὰ γελάσῃ καὶ νὰ φύγῃ,
νὰ μ’ ἀφήσῃ μοναχό!!

Ἔσπασα τὴν κεφαλή μου,
κ’ ἐκοπίασα πολύ,
γιὰ νὰ εὕρω αὐτὸς ὁ τρόπος
τῆς Μυρσίνης τί δηλοῖ.

Ηὗρα ὅτι ἔχει δίκῃο
ἡ Μυρσίνη, καὶ πολύ,
καὶ τὰ γέλοια της πῶς ἦσαν
μιὰ ὡραία συμβουλή.

«Παιχνιδάκια θέλει ὁ ἔρως,
ὅπως ὅλα τὰ παιδιά,
καὶ γι’ αὐτὸ δὲν θὰ γεράσῃ,
ἔχει ἀνοιχτὴ καρδιά,

Θέλει θέλει τραγουδάκια
θέλει γέλοια καὶ χαραὶς,
ὄχι στεναγμοὺς καὶ δάκρυα,
κι’ ὁμιλίαις λυπηραίς!

Οὔτε στέκει ‘ς ἕνα μέρος,
πότε τρέχει καὶ πηδᾷ,
ἄλλοτε ἐδῶ κυλιέται,
πότε χώνεται ‘κεῖ δά.»

Κ’ ἐγὼ τόρα τὴν καρδιά μου,
μὲ τὴν συμβουλὴ αὐτὴ,
πεταλοῦδα θὰ τὴν κάμω,
πεταλοῦδα πεταχτή.

Πότε ν’ ἀγαπᾷ τοὺς κρίνους,
πότε τῂς τριανταφυλλιαὶς,
πότε νὰ πετᾷ ‘στὰ φούλια,
πότε ‘στῂς γαρουφαλιαίς.

Ἀγαπῶ καὶ τῂς ἀφράταις,
ἀγαπῶ καὶ τῂς λιγναίς,
θέλω τῂς ξανθαὶς τῂς ἄσπραις,
θέλω τῂς μελαχροιναίς.

Ηὗρα καὶ τὴν ἡσυχιά μου,
ηὗρα καὶ τὰ γέλοια μου,
δὲν παραπατάω πλέον,
δὲν κουνῶ τὰ χέργια μου,

Ἴσια στέκ’ ἡ κεφαλή μου,
ἴσια καὶ τὰ πόδια μου,
‘ξέρω ποῦ νὰ τραγουδήσω,
καὶ μετρῶ τὰ λόγια μου·

Οὔτε ποιητὴ μὲ λένε,
οὔτε καὶ τρελλὸ μαζί,
ἡ Μυρσίνη ἡ καϋμένη,
ἡ Μυρσίνη μου νὰ ζῇ.

❀❀❀❀

Ο σταυρός του λαιμού της

Εἰς τὸ λαιμό του
ἕνα κορίτσι
εἶχε κρεμάσει
ἕνα σταυρό·
διατί τάχα
νὰ προσκυνήσω,
νὰ τὸν φιλήσω,
νὰ μὴ ‘μπορῶ;

Γιατί ὁ ‘μαῦρος;
τί φταίω; μήπως
κ’ ἐγὼ δὲν εἶμαι
Χριστιανός;
κι’ ἂν κάμω λάθος
εἰς τὰ φιλιά μου,
τὰ χείλη φταῖνε,
ἢ ὁ λαιμός;

Καθένας πρέπει
σταυρὸ σἂν ἴδῃ,
ὅπου τὸν εὕρῃ
νὰ τὸν φιλῇ,
χωρὶς κἀνένας
νὰ τὸν καλῇ.

Ἐκείνη ποὔχει
λαιμὸ ὡραῖο,
καὶ ἔχει φόβο
μὴ φιληθῇ,
εἰς τὸ λαιμό της
σταυρὸ ποτέ της
ἂς μὴ κρεμάσῃ,
πρὶν ‘πανδρευθῇ.

Εἶν’ ἁμαρτία
κἀνένας θρῆσκος
ἀπ’ τὸ λαιμό της
νἀ ‘μποδισθῇ,
καὶ τὸ σταυρό της
νὰ μὴ φιλήσῃ,
γιατί ὁ καϋμένος
νὰ κολασθῆ;

❀❀❀❀

Το όνειρόν μου 

Σὲ δυὸ μεγάλαις κάμαραις
εἶδα εἰς τὤνειρό μου
πῶς μπῆκα, 'σὰν νὰ 'γύρευα
κἀνένα σύντροφό μου…

Ἡ μία ἦτο ἀπ' αὐταὶς
γεμάτη ἀπὸ βαρέλια,
καθὼς ἐμπῆκα μέσ' σ' αὐτὴ
ξεράθηκ' ἀπ' τὰ γέλοια.

Σὲ μιὰ βαρέλ' ἀνάσκελα
δυὸ γέροι μεθυσμένοι,
ἦσαν πεσμένοι, ἀγκαλιά,
βρεμένοι, λερωμένοι!

Καὶ 'στὴν κατάστασι αὐτὴ
μουρμούριζαν κ' οἱ δύο,
ὁ ἕνας «οἶνον βούλομαι»
ὁ ἄλλος «ἔ! νὰ πίω!!»

Ἀφένταις δὲν σηκόνεσθε;
ὡς πότε θὰ κοιμᾶσθε!!
ποιοὶ εἶσθε; ὁ Χριστόπουλος
κι' ὁ Ἀνακρέων θἆσθε!

Μένουν ξεροὶ κι' ἀκίνητοι,
δίκαιο τὸ κακό τους,
γιατί νὰ λὲν' τόσα καλὰ
γιὰ τὸ παλῃόκρασό τους.

Ὤ! πόσον εἶμαι εὐτυχής!
ποτὲ κρασὶ δὲν πίνω,
καὶ ὅπως τόρα εἶν' αὐτοί,
ποτέ μου δὲν θὰ γίνω.

Ἀφοῦ καὶ τὰ κορίτσ' αὐτὰ
ποῦ τόσῳ ἀγαπῆσαν,
'ντραπῆκαν καὶ γιὰ συντροφιὰ
τριγύρω τους δὲν ἦσαν!

Ἐνῷ κἀμπόσοι σἂν κι' ἐμὲ,
ὁπόταν ἀποθάνουν,
θἄχουν κορίτσια συντροφιὰ
νὰ ἔλθουν νὰ τοὺς κάνουν!!

Μπαίνω 'στὴν ἄλλη κάμαρα…
ἕνα σωρὸ κορίτσια,
βαστοῦσαν εἰς τὰ χέργια τους
τί σβίγκους, τί παστίτσια,

τὶ μπακλαβᾶ, τὶ σαβαρέν,
τὶ τοῦρταις, τὶ συνέχι,
τὶ καταΐφι, ῥεβανί…
καὶ ποιὸ γλυκὸ δὲν ἔχει!!!

Μοῦ λέγ' ἡ μία «ἄκουσε
αὐτὰ ποῦ θὰ σοῦ ποῦμε,
γιατὶ μᾶς ἀγαπᾷς πολύ,
γι' αὐτὸ σὲ ἀγαποῦμε».

«Ἀπ' ὅλα τὰ γλυκύσματα
πάρε ὅποιο θελήσῃς,
κι' ἀπ' ὅλα τὰ κορίτσ' αὐτά,
ποιὰ θέλῃς νὰ φιλήσῃς;»

Εὐθὺς ἐσυλλογίσθηκα,
ὅποιο γλυκὸ ζητήσω,
γλυκὸ θὰ ἦναι, ἂς ἰδῶ
ποι' ἀπ' ὅλαις νὰ φιλήσω…

Κάνω νὰ πιάσω τὴ μικρή,
μοῦ φεύγει κ' ἡ μεγάλη,
κάνω νὰ πιάσω τοῦτ' ἐδῶ,
μοῦ φεύγει καὶ ἡ ἄλλη…

Κάνω νὰ πιάσω τὴν παχειά,
μοῦ φεύγει κ' ἡ λυχνοῦλα,
νὰ πιάσω τὴν μελαγχροινή,
μοῦ φεύγει κ' ἡ ξανθούλα!!!

Σἃν εἶδα μιὰ μὲ καστανὰ
μαλλιά, μὲ 'μαῦρα 'μάτια,
ἐκόντεψ' ἡ καρδοῡλά μου
νὰ γίνῃ δυὸ κομμάτια!

Χύνομαι καταπάνω της,
καὶ στὴ 'στιγμὴ ὁ καϋμένος
τὴν πιάνω, ἄου! 'φώναξε…
ξυπνάω τρομασμένος…

Τὶ βλέπω!! Τὴ γατοῡλά μου
τὴ μαύρη, ποῡ κοντά μου
'κοιμώτανε καὶ μοὔτανε
ἡ μόνη συντροφιά μου,

τὴν εἶχα πιάσ' ἀπ' τὸ λαιμό,
καὶ 'φώναζ' ἡ καϋμένη!
Σκοτάδι 'μαῦρο, ἐρημιά,
ὅλ' ἦσαν κοιμισμένοι!

Οὔτε κορίτσια ὤμορφα
εἶχα ἐκεῖ κοντά μου,
οὔτε γλυκύσματα πολλὰ
εἶδα 'στὴν κάμαρά μου.

Ὡς καὶ 'στὸν ὕπνο εἴσασθε
μαργιόλικα, κορίτσια!!
Ἂς 'πρόφθανα τοὐλάχιστον
νἄτρωγα δυὸ παστίτσια!!

Ὑπομονή! κἀμμιὰ φορὰ
μοὖπαν πῶς ἀληθεύουν
τὰ ὄνειρα, ὤ! τότε πιὰ
πιστεύω δὲν μοῦ φεύγουν!

Ἄχ! καστανὴ ἀγάπη μου,
'στὰ ξύπνα μ' ἂν σὲ πιάσω,
ἂν σὲ ἀφήσ' ἀφίλητη,
σἂν τὸ κουκὶ νὰ σκάσω!

Διήγημα - Του Κορνήλιου το φάντασμα 


Ὁ Κορνήλιος, ἦτον ἕνας γέρων Ζακυνθινός, Γραμματικὸς τοῦ Ἰωάννου Παπαρρηγοπούλου, Γενικοῦ Προξένου τῆς Ρωσσίας καὶ ἀπὸ τοὺς σημαντικωτέρους Ἀγωνιστάς.

Ἦτο μικρόσωμος, ἰσχνὸς καὶ ὠχρὸς· εἶχε τρόπους εὐγενικούς· ἦτο φιλόκαλος, εὐαίσθητος καὶ εὐτράπελος· εἶχε ζωηρὰν φαντασίαν·ἦτο μανιακὸς διὰ τὴν μουσικήν. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸν πῇ κανεὶς παράξενον, οὔτε ἰδιότροπον, μόνον ποῦ ἀνάβ' εὔκολα.

Τὸ κάτω χεῖλι του − ἐπειδὴ τοὔλειπαν τὰ περισσότερά του δόντια − ἔμπαινε πρὸς τὰ μέσα. Τὸ σαγόνι του ἦτο σουβλερόν.
Εἶχε ψιλὴν φωνὴν τοῦ οὐρανίσκου. Τὸ σῖγμα τὸ ἐπρόφερε σἂν ch, καὶ τὸ λάμδα μὲ τὸν λάρυγγα. Διατηροῦσε τὴν Ζακυνθινὴν προφορὰν ἀμετάβλητον. Φοροῦσε μαῦρο πλατὺ σουρτοῦκον μὲ μακρυὰ μανίκια, ἔτσι ποῦ νὰ μπορῇ νὰ κρύβῃ τὰ χέρια του εὔκολα καὶ γιὰ τὸ κρύο καὶ γιὰ τὰ χειροπιασίματα τῶν ὀχληρῶν. Τὰ κολλάρα του ἦσαν μεγάλα, φαρδιὰ καὶ γυριστά, ὅπως ὅλων τοῦ καιροῦ ἐκείνου, μὲ μαῦρον πλατὺν καὶ μακρὺν λαιμοδέτην, ποῦ τὸν ἔφερνε πολλὲς βόλτες στὸν λαιμὸν του, καὶ ὕστερα τὸν παρουσίαζε μπροστά, δένοντας ἕνα φοβερὸν κόμπον.
Τὸ κεφάλι του ὁ Κορνήλιος τὤχωνε μέσα εἰς ἕνα μαῦρον πλατὺ ῥούσικον κασκέτον μὲ κεραμίδι γυρισμένον πρὸς τὰ κάτω.
Ἂν καὶ δὲν εἶχε − μπορεῖ καὶ νὰ μὴν τοῦ εἶχε πιὰ μείνῃ − φωνήν, ἐτραγουδοῦσε ἀρκετὰ καλά, ἀφοῦ δὲν ἐφαλτσάριζε καὶ ᾐσθάνετο τί ἔλεγε. Ἔπαιζε κιθάραν καλούτσικα. Ἦτο θεοξούριστος.
Ὅταν οἱ ἄλλοι ὡμιλοῦσαν, αὐτός, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ κάμῃ ἀλλιῶς, ἐπρόσεχεν, ἀπὸ εὐγένειας, ἢ καὶ ἀπὸ ἐνδιαφέρον ἀνθρώπου ποῦ ἔτυχε νὰ μὴ τὸν ἀπασχολῇ τότε ἄλλη σκέψις· ἀλλὰ δὲν προσπαθοῦσε νὰ καταλάβῃ καλὰ καλὰ τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας. Διὰ τοῦτο πολλὲς φορὲς ἐξεστόμιζε κἄτι ἀπορίας, ποῦ εἶχαν μοναδικὴν ἐλαφρότητα. Ὅσες δὲ φορὲς ἦτον ὑποχρεωμένος νὰ δώσῃ ὡρισμένην ἀπάντησιν, ἐπανελάμβανε δύο φορὲς τὴν ἐρώτησιν ποῦ τοῦ ἔκαμαν, καὶ ὕστερ' ἀπαντοῦσε μὲ ἐπιτυχίαν. Τοῦτο ἀποδεικνύει ὅτι εἶχε κρίσιν, ἀλλὰ δὲν τὴν μετεχειρίζετο.
Νὰ ἕνα κλασικὸν ἀλήθεια παράδειγμα κρίσεως ποῦ ἐλίμναζε.
Ὁ γέρων Ἄγγελος Σωτηριανὸς Γέροντας διηγεῖτο μίαν ἡμέραν, ὅτι στὰ 21, τὴν ὥραν ποῦ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δυὸ Δημογέροντας τῶν Ἀθηνῶν, τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν πήγαιναν νὰ τὸν φυλακίσουν στὴν Ἀκρόπολιν ἀπάνω, διὰ νὰ τὸν παλουκώσουν ἅμα θὰ ἔλθῃ ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης, ἕνας φανατικὸς Τοῦρκος τὸν ἐπυροβόλησεν. Ὁ Γέροντας ἔτυχε τὴν στιγμὴν ἐκείνην νὰ γυρίσῃ τὸ κεφάλι του διὰ νὰ ἰδῇ κἄτι, καὶ δὲν τὸν πῆρε ἡ σφαῖρα, ποῦ πέρασε σφυρίζοντας ἀπ' ταὐτιά του.
− Κάλλιο νὰ σἔπαιρνε. Εἶπεν ἔξαφνα τότε ὁ Κορνήλιος.
− Γιατὶ τόση καλωσύνη Κύριε Κορνήλιε;
−Παρὰ τὸ παλ−λούκι; …
− Μὰ τὸ παλοῦκι τὸ γλύτωσα, ἀφοῦ μὲ βλέπεις ζωντανό.
− Τὸ παλ−λοῦκι τὸ γλύτωσες, ἀφοῦ σὲ βλέπω ζωντανό… τὸ παλ−λοῦκι τὸ γλύτωσες, ἀφοῦ σὲ βλέπω ζωντανὸ… Ἆ ναί, βέβαια, δίκῃο ἔχεις.
Ὁ Κορνήλιος ἦτο τακτικώτατος καὶ τυπικώτατος σὲ ὅλα του· τόσον, ποῦ ἂν ἔγραφες τὸ πρόγραμμα μιᾶς του ἡμέρας θὰ εἶχες τὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς του.
Κάθε μέρα πήγαινε στὸ ἀρχοντικὸν τοῦ Σωτηριανοῦ διὰ νὰ περάσῃ τὴν βραδειά του· ἐφρόντιζε μάλιστα καὶ ἐκανόνιζε τὸ ρολόϊ του μὲ τὸ ρολόϊ τοῦ σπιτιοῦ, ποῦ ἔδειχνε τὴς ὧρες ποῦ περνοῦν ἀπάνω ἀπ' τὸ τζάκι τοῦ μεγάλου δωματίου, ὥστε μὲ τὰ τελευταῖα κτυπήματά του τῶν 8, ἠκουετο ἕνα κρρ… στὴν πόρτα, καὶ ἐπρόβαλλεν ἡ κεφαλὴ τοῦ Κορνηλίου.
− Καλη῾σπέρα σας! …
Ἡ ἐμφάνισίς του ἐζωντάνευε τότε τὰ πάντα.
Κίνησης, εὐθυμία, γέλια καὶ τραγοῦδι, ἕως τὰς ἕνδεκα τῆς νυκτὸς.
Πολλὲς φορὲς τὸν πείραζαν τὸν καϋμένον τὸν Κορνήλιον, χωρὶς ὅμως νὰ τοῦ ἐλαττώσουν τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν ἀγάπην ποῦ τοῦ εἶχαν. Αὐτὸς συνήθως γελοῦσε καὶ ἄλλες φορὲς πάλιν, ἔκαμνε πῶς δὲν καταλάβαινε, γιατὶ ἡ ἀγαθότης του δὲν εἶχεν ὅρια.
Θέλετε ἄλλο; Τῆς κιθάρας του, τῆς ἀχώριστης συντρόφισσας τῆς ζωῆς του, καμμιὰ φορὰ κατώρθωναν τὰ παιδιὰ τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς ἔτριβαν τὰ κλειδιὰ μὲ σαποῦνι· ὅταν δὲ προσπαθοῦσε νὰ τὴν χορδίσῃ καὶ μὲ τὴν πεποίθησιν πῶς ηὗρε τὸ σωστὸν σημεῖον τοῦ τόνου, ἄφινε τὸ κλειδί, ἐγύριζε τοῦτο ἀντιστρόφως μὲ ὁρμὴν καὶ βοὴν καὶ ἡ χορδὴ ἐχαλαρώνετο.
− Σκάσε διάολε! … περιωρίζετο νὰ πῇ καὶ ξανάρχιζε πάλιν.
Μιὰ χρονιὰ ὅμως, τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων − παράξενον πρᾶγμα − ὁ Κορνήλιος δὲν ἐφάνη. Ὁ γέρων Ἄγγελος ἀνησύχησε πολύ.
− Παιδιά· πρωῒ−πρωῒ νὰ πᾶτε νὰ δῆτε τί γίνεται ὁ Κορνήλιος. Δίχως ἄλλο ἄρρωστος θὰ εἶναι.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν τὰ παιδιὰ ἔφεραν τὴν πληροφορίαν, ὅτι ὁ Κορνήλιος ἦτον ὀλίγον συναχωμένος καὶ δὲν ἐβγῆκε ἀπ' τὸ σπίτι του. Ἔφτασε καὶ ἡ 30 Δεκεμβρίου. Ὁ Κορνήλιος δὲν ἐφάνη.
Νὰ καὶ ἡ παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς. Ὅλοι οἱ συγγενεῖς ἤρχισαν νὰ μαζεύωνται στοῦ παπποῦ τὸ σπίτι.
Μαζὶ μ' αὐτοὺς ἦλθε κ' ἕνας παλαιὸς φίλος τοῦ σπιτιοῦ, μελαχροινός, αἱματώδης, μὲ ζωηρὰ μάτια καὶ παχειὰ χείλη.
Θὰ ἔτρωγαν ὅλοι ἐκεῖ καὶ τὰ μεσάνυκτα θὰ ἔκοβαν τὴν πήττα.
Στὴν ἄκρην τοῦ καναπὲ καθότανε ἀκίνητος ὁ γέρων Ἄγγελος, μὲ τὰ πόδια του ἀπάνω σ' ἕνα σκαμνάκι. Ἀπὸ τὸν καιρὸν ποῦ τὸν ἔκλεισαν οἱ Τοῦρκοι, μὲ τὰ σίδερα στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια, μέσα στὸν Κουλᾶ τῶν Προπυλαίων − ποῦ ἦτο συγχρόνως καὶ ἀποθήκη ἅλατος − καὶ ἀπὰ τ' ἄλλα βάσανα τοῦ Ἀγῶνος, εἶχε πάθει ἀπὸ ποδάγραν. Πολὺ δύσκολα περπατοῦσε καὶ πονοῦσε πάντα, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἔχασε τὴν εὐθυμίαν του.
Σήμερα ὅμως ἦτο μεγλαγχολικός.
− Τί ἔχεις πατέρα; Τὸν ἐρωτᾷ ἕνα παιδί του.
− Τί νἄχω παιδιά! … Ἂν δὲν ἔρθῃ καὶ σήμερα ὁ Κορνήλιος ἄνοστα θὰ περάσωμε. Ἔχω ἀνησυχία κι' ὅλας γιὰ τὴν ὑγεία του. Δὲν ξαναπήγατε, εὐλογημένα καὶ σεῖς, νὰ ἰδῆτε τί κάνει.
− Κορνήλιος… Ποιὸς Κορνήλιος; … ἐρωτᾷ ὁ φίλος. Γιὰ τὸ γέρο γραμματικὸ τοῦ Παπαρρηγοπούλου μιλᾶτε;
− Ναί … τί τρέχει;…
− Ἄκουσα πῶς πέθανε· λέει ξερὰ ξερά. Μπορεῖ ὅμως νὰ εἶχαν καὶ λάθος. Ἂν καὶ μοῦ φαίνεται πῶς εἶμαι καλὰ πληροφορημένος.
− Πέθανε! … Τί λὲς χριστιανέ; … λίγο συνάχι εἶχε. Τὰ παιδιὰ πῆγαν καὶ τὸν εἶδαν. Πάντα τέτοιες εἰδήσεις μᾶς φέρνεις! … Τοῦ λέγει ὁ πιὸ εἰλικρινὴς τῆς συντροφιᾶς.
− Συνάχι ξεσυνάχι λοιπόν… πέθανε!
− Δὲν ξέρεις τί λές! τοῦ λέγει ὁ πιὸ αὐθάδης.
Ὁ καλὰ πληροφορημένος ἐρεθίζεται τώρα.
− Λοιπόν, ἐγὼ ἤθελα νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ τρόπο, γιατί ξέρω πῶς τὸν ἀγαπᾶτε. Ἀφοῦ ὅμως εἶμαι καὶ ψεύτης, μάθετε πῶς ἥμουνα καὶ στὴν κηδεία του σήμερα τὸ πρωΐ!
Θρῆνος γενικὸς τότε.
Ὁ παπποῦς συνῆλθε πρῶτος καὶ ἔλαβε τὸν λόγον.
− Ἂν δὲν ἦταν χρονιάρικη μέρα σήμερα, θὰ σᾶς ἔλεγα νὰ πᾶμε στὴς κάμαρές μας· ἡ πίκρα μοῦ βάρυνε τὸ στῆθος· τὸ κεφάλι μου θέλει νἀκουμπήσῃ κἄπου. Ὑπομονὴ ὅμως παιδιά. Νὰ καθήσωμε στὸ τραπέζι νὰ παίξωμε ὕστερα καὶ κἄτι, γιὰ νὰ περάσῃ ἡ ὥρα, καὶ νὰ κόψωμε καὶ τὴν πήττα μας τὰ μεσάνυχτα γιὰ τὸ καλό. Αὔριο τὸν κλαῖμε. Εἶδαν ἐμένα τὰ μάτια μου δυστυχήματα καὶ δυστυχήματα! … Ἦτον καλὸς καὶ πιστὸς φίλος· γλυκὸς καὶ σωστὸς ἄνθρωπος· καλὸς πατριώτης. Δὲ θὰ σᾶς τὸ συχωρέσω ποῦ ἕξη μέρες τώρα δὲν πήγατε νὰ τὸν δῆτε τί κάνει. Ὑπομονὴ ὅμως· ὅ,τι ἔγεινε, ἔγεινε. Σφουγγίστε πιὰ τὰ μάτια σας. Δὲ θέλω νὰ βλέπω κλαμμένους, μέρα ποῦνε σήμερα. Ἀκοῦτε;…
Καὶ διὰ νὰ τοὺς εὐθυμήσῃ ἤρχισε νὰ τοὺς διηγῆται διάφορα ἀνέκδοτα.
Τὸ τελευταίον ἀνέκδοτον μάλιστα ἦτο τοῦ Κορνηλίου.
Ἡ συντροφιὰ διὰ σήμερα τοὐλάχιστον παρηγορήθη.
Σὲ λίγο τὸ ρολόγι ἤρχισε νὰ κτυπᾷ … μία, δύο, τρεῖς…
− Ὀκτὼ ἡ ὥρα παιδιά! Ἡ ὥρα τοῦ μακαρίτη! Ἔ, καὶ νἀκούγαμε τώρα κρ… ρ… ρ… τὴν πόρτα! «Καλὴ ῾σπέρα σας»…
− Οὔ εὐλογημένε! παρεμβαίνει μὲ θυμὸν ἡ ἀρχόντισσά του· πάντα τέτοιος ἤσουν. Δὲ χρωστᾷς νὰ πῇς ἕναν καλὸ λόγο, μέρα μάλιστα ποὖναι σήμερα…
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως: κρ..ρ..ρ.. ἀκούεται ἡ πόρτα, καὶ προβάλλει ἡ κεφαλὴ τοῦ Κορνηλίου…
− Καλὴ ῾σπέρα σας…
Ὅπου φύγῃ φύγῃ ὅλοι.
Πρῶτος ἔδωσε τὸ σύνθημα τῆς φυγῆς ἐκεῖνος, ποῦ ἠκολούθησε τὴν κηδείαν του!…
Τὸ δωμάτιον ἄδειασε.
Ὁ γέρων Ἄγγελος, ὁ μόνος ποῦ δὲν μποροῦσε νὰ φύγῃ, ἤρχισε νὰ σταυροκοπιέται:
− «Κύριε ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου τὸν Σταυρόν σου ἡμῖν δέδωκας»! …
−Κα−λὲ τί πάθετε; !!! … Φωνάζει μὲ ἔκπληξίν του ὁ Κορνήλιος καὶ πλησιάζει τὸν παπποῦ:
− Κύριε Ἄγγελε! ; ; τί πάθετε ! ! ; …
Καὶ ὁ γέρων Ἄγγελος, κυττάζοντάς τον μέσ' ἀπ' τὰ ὁλόπυκνα φρύδια του ἀπαντᾷ μὲ φωνὴν βαθειὰν καὶ βραχνήν:
− Ζῇς … Κορνήλιε; ! …
− Ἂν ζῶ λέει !! ;;; Ἔ με! … ὁλάκερος.
Ὁ παπποῦς τώρα μόλις μπορεῖ νὰ κρατήσῃ τὰ γέλια.
− Πήγαινε, Κορνήλιε, μέσα μόνος σου. Πιάσε ἕνα φίλο μας, ποῦ θὰ τὸν βρῆς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀπ' τὸ σουρτοῦκο· φέρε μού τον ἐδῶ, καὶ ὕστερα σοῦ λέω τί πάθαμε.


ΓΝΩΜΙΚΑ 


( Στο έργο του "Θρύψαλα" (1911) περιέχονται μερικά από τα ωραιότερα γνωμικά.) 

✿ Καθαρόν πράγμα δεν είναι ό,τι επλύθη, αλλ’ ό,τι δεν ελερώθη. 
✿ Οι Έλληνες, για να πάνε μπροστά, πρέπει να κοιτάζουν πίσω. 
✿ Υπάρχουν άνθρωποι, που γκρεμίζουν με το χαρακτήρα τους ό,τι χτίζουν με το μυαλό τους. 
✿ Όλοι βρίζουν την θάλασσαν, ενώ πταίει ο άνεμος. 
✿Πολλούς ανθρώπους χαρακτηρίζομεν ως αχρήστους, διότι έχομεν την αξίωσιν να κανονίζωμεν ημείς την χρησιμότητά των. 
✿ Ότι η φιλία και το φιλί είναι της αυτής ρίζης, το λέγει το λεξικόν, αλλά το υποστηρίζει και η ιστορία με το φίλημα του Ιούδα. 
✿Τα ερειπωμένα κτίρια παντού στον κόσμο θλίβουν και τρομάζουν. Τα ελληνικά της αρχαιότητας εκπλήττουν και εμπνέουν 
✿ Διά να αισθανθή κανείς την ιδική του ευτυχίαν, πρέπει να παύση ενοχλούμενος από την ευτυχίαν των άλλων. 
✿ Δεν υπάρχει άλλος τόπος όπως εις την Ελλάδα διά την οποίαν εγράφησαν τα περισσότερα βιβλία και όπου διαβάζονται τα ολιγώτερα. 
✿ Παραπονούμεθα διά την ασθενή μνήμην μας, ενώ θα έπρεπε μάλλον να παραπονούμεθα διά την ασθενή λήθην μας. 
✿ Η μανία της αυξήσεως του πλούτου και η μανία της αυξήσεως των γνώσεων έχει τα κοινά χαρακτηριστικά, ότι όσον περισσότερα αποταμιεύει κανείς, τόσον ολιγότερα νομίζει ότι κατέχει. 
✿ Εις τον τόπον μας δεν αρκεί να γνωρίζη να γράφη κανείς, πρέπει να γνωρίζουν και οι άλλοι να διαβάζουν. 
✿ Όποιος έχει λυμένον το στόμα πρέπει να είναι πολύ τυχηρός διά να μην του δέσουν τα χέρια. 
✿Ο άνθρωπος ζει με τα ελαττώματά του, και επιζεί με τα προτερήματά του. 
✿ Η Τύχη παρακολουθεί τον άνθρωπον, δεν προηγείται αυτού. Ώστε άδικος είναι ο κόπος εκείνων που νομίζουν πως την κυνηγούν. 
✿ Κάποιος εις τον ύπνον του παρεκάλεσε τον Διάβολον να του υποδείξη μέρος χωρίς θλιβεράς αναμνήσεις. «Σκάψε, του είπεν εκείνος, σκάψε πολύ. Αρκεί. Τώρα έμπα μέσα και κουκουλώσου». 
✿Διά να ευδοκιμήσει κανείς σε κάθε πράγμα, χρειάζεται ιδιαιτέρα ανατροφή, και μόνον για να πλουτίσει, δεν χρειάζεται ανατροφή καμία. 
✿ Το μόνον που εφρόντισε για τον άνθρωπο ο Θεός είναι, κατά τη γνώμη μου, να τον κάμει ατελή, για να ‘χει διαρκώς την ανάγκη του Θεού του αυτού.
✿ Ατυχής είναι η παρομοίωσις του περιττού ανθρώπου με τον πέμπτον τροχόν της αμάξης· διότι ακριβώς αυτός αντικαθιστά πάντοτε εκείνον εκ των τεσσάρων που κατήντησεν άχρηστος.
✿ Ένας λόγος που προτιμώ τα ξένα φιλολογικά έργα από τα δικά μας είναι ότι δεν γνωρίζω τα πρόσωπα που τα έγραψαν. 
✿ Λέγουν “αγάπησε και τρελάθηκε”, ενώ έπρεπε να πουν “τρελάθηκε και αγάπησε”. 
✿ Δίκαιον είναι να ζητηθή ο μεγαλοφυής γλωσσολόγος, ο οποίος πρώτος ωνόμασε τα σκεύη από τα οποία βγαίνει η κυριαρχία, κάλπας. Οι Έλληνες κάλπας κυρίως ωνόμαζον τας θήκας της τέφρας των νεκρών. Θα είχε βεβαίως υπ’ όψιν του και τον ρόλον που παίζουν εις τας εκλογάς οι νεκροί. 












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου