Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

ΧΑΙΔΩ ΜΠΟΥΣΙΟΥ " Η ΦΩΤΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ "





Μεγάλη φωτιά είχε ανάψει στην πλατεία το βράδυ της Αποκριάς.
Όλο το χωριό μαζεμένο εκεί, σ’ ένα ξέφρενο ξεφάντωμα. Μασκαρεμένοι οι άντρες έπιναν και χόρευαν γύρω από τον ψύλλο, τραγουδώντας άπρεπα τραγούδια, γεμάτα υπονοούμενα. Οι γυναίκες πλάι τους κρυφογελούσαν και σιγοντάριζαν ψιθυριστά.
Τα πειράγματα έπαιρναν κι έδιναν, δίχως κανένας να παρεξηγεί.
Λεύτερη από συμβάσεις η νύχτα τούτη, επέτρεπε στους ανθρώπους να βγάλουν στην επιφάνεια τον κρυμμένο τους εαυτό, κείνον που τις άλλες μέρες αποκοίμιζαν, έκρυβαν και καταπίεζαν μέσα σε καθωσπρεπισμούς και σε αδιατάραχτους κανόνες επιβεβλημένους από την κοινωνία.
Η Λισάβη στεκόταν μπροστά στη φωτιά κι έβλεπε τις σπίθες απ’ τα κλαδιά που καίγονταν. «Σαν τις ευχές των ανθρώπων φεγγοβολούν», σκέφτηκε. « Σαν τις επιθυμίες που καίνε. Κι ύστερα ανεβαίνουν ψηλά και γίνονται άστρα . Γίνονται αλήθεια και πραγματικότητα». 
Της άρεσε να πλάθει εικόνες, να ονειρεύεται. Να ντύνει τα πιο ασήμαντα πράγματα με τη μαγεία του παραμυθιού. Κι είχε αφεθεί τόσο στις σκέψεις της, που δεν κατάλαβε ότι κάποιος την πλησίασε. Ένιωσε ένα χέρι να τυλίγεται γύρω απ’ τη μέση της και τινάχτηκε απότομα. Γύρισε πίσω, είδε έναν άντρα με γένια μακριά και πρόσωπο καπνισμένο, ζωσμένο φυσίγγια και με όπλο στο χέρι.
«Ληστής είμαι, της είπε, κι ήρθα να σου κλέψω την καρδιά. Μη σκιάζεσαι! Απόψε λάμπεις πιότερο κι απ’ το φεγγάρι. Κι είναι τα μάγουλά σου κόκκινα σαν τριαντάφυλλα».
Η φωνή του, βαριά και καθάρια. Την αναγνώριζε ανάμεσα σε χίλιες άλλες.
Τον κοίταξε στα μάτια. Λέξη δεν μπορούσε να αρθρώσει. Μόνο να τον ακούει ήθελε και να γαληνεύει. Ήταν καλός στο λέγειν ο Γεράσιμος κι όμορφος σ’ όλα του.
Ψηλός, μελαχρινός, αγέρωχος στην περπατησιά και στους τρόπους του, σαν έβγαινε στο σεργιάνι όλες οι κοπέλες του χωριού κάρφωναν τα μάτια τους απάνω του. Ζήλευε η Λισάβη, μα ήξερε πως τον είχε δικό της. Πως σε λίγον καιρό θα αρραβωνιαζόντουσαν. Κι αν ήταν φτωχός, δεν την ένοιαζε. Δουλευταράς ήταν και προκομμένος και κείνη οικονόμα και μετρημένη, θα τα ‘βγαζαν πέρα όπως όλοι.
Έκανε να την αγκαλιάσει πάλι, εκείνη τραβήχτηκε.
«Θα μας καταλάβουν», του είπε.
«Και τι σε μέλλει; Μόλις περάσει η Σαρακοστή θα ‘ρθω να σε γυρέψω απ’ τη μάνα σου. Κι αν δε σε δώσει, θα σε κλέψω»!
Τίποτα δεν μπορούσε να του αρνηθεί. Τον αγαπούσε, απ’ τα μικρά της χρόνια τον αγαπούσε και λαχταρούσε να γίνει γυναίκα του.
Οι μουσικές δυνάμωναν. Η φωτιά φούντωνε. Το γλέντι της Αποκριάς κρατούσε ως τα χαράματα. Από παρέα σε παρέα πήγαινε ο Γεράσιμος, όλους τους πείραζε, μ’ όλους αστειευόταν. Λίγο πιο κει, παράμερα, σ’ ένα σοκάκι έξω απ’ την πλατεία, διέκρινε μια φιγούρα να τον καρτεράει. Πήγε προς τη μεριά της , διστακτικά, μη και τους πάρουν οι χωριανοί χαμπάρι.
«Όλα εντάξει, του είπε χαμογελώντας. Κουβέντιασα με τον πατέρα μου, συμφώνησε. Είσαι καλό παιδί, λέει. Θα μας βοηθήσει . Εκατό λίρες θα μας δώσει. Να κάμεις μια δική σου δουλειά, να πάρουμε κι ένα σπίτι στην πόλη. Να ζήσουμε καλά, δίχως σκοτούρες».
Άστραψαν τα μάτια του Γεράσιμου, την άρπαξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε.
Η νύχτα σώνονταν, η φωτιά λιγόστευε, έσφιγγε το κρύο.
Σε λίγο θα κινούσαν όλοι για τα σπίτια τους. Σε λίγο όλα θα ξανάπαιρναν το δρόμο τους.
Στον τελευταίο χορό, τον πιο τρανό, πιάστηκαν χέρι- χέρι άντρες με γυναίκες.
Κοίταζε η Λισάβη τον άντρα που αγάπησε να στέκεται στο πλάι μιας άλλης και μάτωνε η ψυχή της. Σαν ληστής ήρθε στη ζωή της. Της γκρέμισε όσα όμορφα φύλαγε μέσα της, της έκλεψε ό,τι είχε και δεν είχε. Ζωντανή- νεκρή ήταν ούτε να κλάψει δεν μπορούσε.
Το βλέμμα της απόμεινε στυλωμένο στις στάχτες κι από το άδειο της μυαλό μονάχα μια σκέψη πέρασε. 
Πως το ψεύτικο καίγεται στη φωτιά κι αφανίζεται. 
Πως την Αποκριά οι άνθρωποι ντύνονται τον αληθινό τους εαυτό.

Χ.Μ.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου