Ο Τσέζαρε Παβέζε (ιταλικά: Cesare Pavese, 9 Σεπτεμβρίου 1908 - 27 Αυγούστου 1950) ήταν Ιταλός ποιητής, μυθιστοριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής που συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα στη χώρα του
Γεννήθηκε στο Santo Stefano Belbo, στην επαρχία Κούνεο, στις 9 Σεπτεμβρίου 1908. Ήταν το χωριό που γεννήθηκε κι ο πατέρας του και που η οικογένεια επέστρεφε για καλοκαιρινές διακοπές καθ´έτος. Ξεκίνησε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στο San Stefano Belbo, αλλά το υπόλοιπο της εκπαίδευσής του ήταν στο Τορίνο. Νεαρός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αγγλική λογοτεχνία κι ανάλαβε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, διατριβή για τη ποίηση του Ουόλτ Ουίτμαν και μετέφρασε Αμερικανούς και Βρετανούς συγγραφείς, που ήταν νεοεμφανιζόμενοι στο ιταλικό κοινό.
Πολιτική στράτευση
Φανατικός αντιφασίστας, συνελήφθη το 1935 και καταδικάστηκε για κατοχή επιστολών από πολιτικό κρατούμενο. Μετά από μερικούς μήνες στη φυλακή, εστάλη εξόριστος στο Confino, στη Nότια Ιταλία (μια συνήθης καταδίκη για ενόχους μικρών πολιτικών εγκλημάτων). Ο Κάρλο Λέβι, επίσης από το Τορίνο -συγγραφέας του "Ο Χριστός Σταμάτησε Στο Έμπολι"-, εστάλη ομοίως στο Confino. Ένα χρόνο μετά επέστρεψε στο Τορίνο κι εργάστηκε για τον αριστερό εκδότη Einaudi, ως συντάκτης και μεταφραστής. Ήταν στη Ρώμη όταν κλήθηκε από το φασιστικό στρατό, αλλά λόγω του άσθματός του πέρασε έξι μήνες σε στρατιωτικό νοσοκομείο.
Όταν επέστρεψε στο Τορίνο, τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τις οδούς κι οι περισσότεροι από τους φίλους του είχαν φύγει για να αντισταθούν ως αντάρτες. Φυγαδεύτηκε στους λόφους γύρω από το Serralunga Di Crea, κοντά στο Casale Monferrato και δεν πήρε μέρος σε καμία ένοπλη προσπάθεια που έγινε σε εκείνη τη περιοχή. Μετά τον πόλεμο προσχώρησε στο ΚΚΙ κι εργάστηκε στην εφημερίδα L'Unita. Προς το τέλος της ζωής του, επισκεπτόταν συχνά το Le Langhe, περιοχή που γεννήθηκε, όπου έβρισκε μεγάλη παρηγοριά. Εντούτοις, ερωτική απογοήτευση (από την Constance Dowling) και πολιτική απομυθοποίηση, τον οδήγησαν στην αυτοκτονία, από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών, στις 27 Αυγούστου 1950, έτος που κέρδισε το Βραβείο Strega για το La Bella Estate (Όμορφο Καλοκαίρι), που περιλάμβανε τρεις νουβέλες: La Tenda (1940), Il Diavolo Sulle Colline (1948) και Tra Donne Sole (1949).
Τα βιώματα του στην τέχνη του
Το περιστατικό της αυτοκτονίας του, που έγινε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, περιγράφεται στη τελευταία σκηνή του Tra donne sole, το προτελευταίο βιβλίο του. Τελευταίο ήταν το La Luna Ε Ι Falο, που δημοσίευσε στην Ιταλία το 1950 και μετέφρασε στα αγγλικά ως Φεγγάρι & Φωτιά.
Χαρακτηριστικός πρωταγωνιστής στο έργο του είναι ο μοναχικός άντρας, είτε εξ επιλογής, είτε λόγω περιστάσεων. Οι σχέσεις του με τους άντρες και τις γυναίκες τείνουν να είναι προσωρινές και επιφανειακές. Μπορεί να επιθυμήσει να έχει περισσότερη αλληλεγγύη με τους άλλους ανθρώπους, αλλά καταλήγει συχνά προδομένος από ιδανικά κι από φίλους.
Το Langhe, η περιοχή που περνούσε τις καλοκαιρινές διακοπές του ως αγόρι, είχε μεγάλη επίδραση πάνω του. Είναι χωριό γεμάτο λόφους κι αμπελώνες, μια περιοχή που αισθάνθηκε κυριολεκτικά σαν σπίτι του, και αναγνώριζε τις σκληρές και βασανιστικές συνθήκες διαβίωσης των φτωχών αγροτών της περιοχής. Πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις έλαβαν χώρα στη περιοχή, μεταξύ Γερμανών και παρτιζάνων. Αυτό ο τόπος είχε γίνει μέρος της προσωπικής μυθολογίας του.
Ελληνικές μεταφράσεις
La bella estate (Το ωραίο καλοκαίρι, 1949): Μυρσίνη Ζορμπά (Οδυσσέας)
La luna e i falò (Το φεγγάρι έπεσε, 1950): Τ. Καραϊσκάκη (Οδυσσέας)
Carlo Levi: πορτραίτο του Cesare Pavese |
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
O θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου
(Μετάφραση Σωτήρη Τριβιζά)
O θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ' το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια. Τα μάτια σου
θα 'ναι μια άδεια λέξη.
Κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω, αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε και εμείς
πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.
Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα
O θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου
Θα' ναι σαν ν' αφήνεις μια συνήθεια,
σαν ν' αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν' ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί.
Από το βιβλίο: Τσέζαρε Παβέζε, O θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου, Σωτήρης Τριβιζάς (μετ), εκδ. Καστανιώτης, σ. 68, 1997
✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿
Verrà la morte e avrà i tuoi occhi.
questa morte che ci accompagna
dal matino alla sera, insonne,
sorda, come un vecchio rimorso
o un vizio assurdo. I tuoi occhi
saranno una vana parola,
un grido taciuto, un silenzio.
Così li vedi ogni matina
quando su te sola ti pieghi
nello specchio. O cara speranza,
quel giorno sapremo anche noi
che sei la vita e sei il nulla.
Per tutti la morte ha uno sguardo.
Verrà la morte e avrà i tuoi occhi.
Sarà come smettere un vizio,
come vedere nello specchio
riemergere un viso morto,
come ascoltare un labbro chiuso.
Scenderemo nel gorgo muti.
✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿
Death will stare at me out of your eyes (English translation)
Death will stare at me out of your eyes;
this death who accompanies us
from morning to night, sleepless,
dull, like an old remorse
or an absurd vice. Your eyes
will be a vain word
an unspoken scream, a silence.
So you see them each morning
when you gaze alone
on the mirror. O dear hope,
that day we'll know too,
that you are the life and the void.
To everyone death has a look
Death will stare at me out of your eyes.
It will be like giving up a vice,
like seeing in the mirror
a dead face re-emerge,
like listening to a silent lip.
We'll go down into the whirlpool without words.
https://www.translatum.gr/
Κόκκινη γη
Κόκκινη γη μαύρη γη,
εσύ έρχεσαι απ’ τη θάλασσα,
απ’ τη φρυγμένη βλάστηση,
όπου λέξεις αρχαίες
κι αιμάτινος μόχθος
και γεράνια στα βράχια-
δε γνωρίζεις τι φέρνεις
από θάλασσα λέξεις και μόχθο,
εσύ, πλούσια σαν μνήμη,
σαν τ’ άνυδρα χώματα,
συ σκληρή και γλυκύτατη
λέξη, αρχαία από αίμα
συσσωρευμένο στα μάτια˙
νεαρή, σαν καρπός
που εποχή είναι και μνήμη-
αναπαύεται η ανάσα σου
κάτω απ’ τον αυγουστιάτικο τον ουρανό,
το βλέμμα σου ελιές
που γλυκαίνουν τη θάλασσα,
και συ ζει ξαναζείς
δίχως έκπληξη, σίγουρη
σαν τη γη σκοτεινή
σαν τη γη, πατητήρι
των ονείρων και των εποχών
που αναδύεται μες στο φεγγάρι
πανάρχαιο, όπως
τα χέρια της μάνας σου
η χύτρα της τζάκι.
✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿
Είσαι σαν κάποια γη
Είσαι σαν κάποια γη
που κανένας ποτέ δεν ονόμασε.
Δεν περιμένεις τίποτα
μόνο τη λέξη
που θ’ αναβλύσει απ’ το βάθος
σαν καρπός στα κλαριά.
Ένας άνεμος σε προλαβαίνει.
Στεγνά και μαραμένα πράγματα
σε κατακλύζανε και φεύγουν με τον άνεμο.
Μέλη και λόγια αρχαία. Τρέμεις
μέσα στο καλοκαίρι.
✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿
Το θλιμμένο κρασί
Το δύσκολο είναι να την αράξεις στη γωνίτσα σου δίχως να σε προσέξουν.
Τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους. Τρεις γουλίτσες
και σου ξανάρχεται η όρεξη να χάνεσαι στις σκέψεις σου.
Ορθώνεται ένα μακρινό κύμα με ξεχασμένους ψιθύρους,
τα πάντα θολώνουν, και είναι σαν θαύμα
να υπάρχεις για να χαζεύεις το ποτήρι. Η δουλειά
(γιατί οι άντρες δεν μπορούν να μη σκέφτονται τη δουλειά)
ξαναγίνεται το ανέκαθεν μοιραίο: ότι
είναι ωραίο να υποφέρεις
για να μπορείς να χάνεσαι στον πόνο. Μετά, τα μάτια
ατενίζουν το κενό, σαν πονεμένα μάτια τυφλού.
Αν αυτός ο άντρας σηκωθεί, τραβώντας σπίτι για ύπνο
θα μοιάζει μ’ έναν στραβό που ‘χασε το δρόμο. Ο καθένας
μπορεί να ξεμπουκάρει απ’ τη γωνιά και να τον αρχίσει στις γροθιές.
Μπορεί να εμφανιστεί μια γυναίκα, όμορφη και νέα,
αγκαζέ μ’ έναν άντρα, ανθίζοντας.
Όπως κάποτε μια γυναίκα άνθιζε μαζί του.
Μα δεν βλέπει. Δεν μπορεί να δει. Τραβάει σπίτι για ύπνο
και η ζωή του δεν είναι παρά ένας ψίθυρος σιγής.
Σαν τον γδύσεις, θα βρεις σαραβαλιασμένα μέλη
και την επιδερμίδα, καταφαγωμένη. Ποιος να έλεγε
ότι τον διατρέχουν άθερμες φλέβες
εκεί που άλλοτε ζεμάταγε η ζωή; Κανείς δεν θα πίστευε
πως κάποτε μια γυναίκα γέμιζε χάδια και φιλιά εκείνο το κορμί,
που, λουσμένο στα δάκρυα, τρέμει,
τώρα που έφτασε σπίτι για να κοιμηθεί,
μα δεν τα καταφέρνει, και αντί να κοιμάται, ανθίζει.
✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿
Το πρωί γυρίζεις πάντα
Η πρώτη αχτίδα της αυγής
ανασαίνει με το στόμα σου
στο βάθος των έρημων δρόμων .
Γκρίζο φως τα μάτια σου
γλυκές σταγόνες της αυγής
πάνω στους σκοτεινούς λόφους .
Το βήμα σου κι η αναπνοή σου
πλημμυρίζουν τα σπίτια
σαν τον άνεμο της αυγής .
Η πόλη ριγεί ,
ευωδιάζουν οι πέτρες -
είσαι η ζωή , το ξύπνημα .
Άστρο χαμένο
στο φως της αυγής
ψίθυρος αύρας ,
θαλπωρή , ανάσα -
τελείωσε η νύχτα .
Είσαι το φως και το πρωί .
✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿
Τη νύχτα που κοιμήθηκες
Ακόμα κι η νύχτα σου μοιάζει ,
η μακρινή νύχτα που κλαίει
βουβά , βαθιά στην καρδιά ,
και τ΄ άστρα περνούν κουρασμένα .
Κάποιο μάγουλο αγγίζει άλλο μάγουλο -
είναι ένα παγωμένο ρίγος , κάποιος
παλεύει , σ' ικετεύει , μόνος ,
χαμένος μέσα σου , μέσα στον πυρετό σου .
Η νύχτα υποφέρει , λαχταρά την αυγή ,
φτωχή καρδιά που τρέμεις .
Ω , κλειστό πρόσωπο , σκοτεινή αγωνία ,
πυρετέ που πικραίνεις τ' αστέρια ,
υπάρχει κάποιος που σαν κι εσένα
λαχταρά την αυγή
γυρεύοντας το πρόσωπο σου στη σιωπή .
Απλώθηκες κάτω απ' τη νύχτα
σαν ένας κλειστός , πεθαμένος ορίζοντας
Φτωχή καρδιά που τρέμεις ,
κάποτε ήσουν η αυγή .
✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿ ✿
Εσύ δεν ξέρεις Εσύ δεν ξέρεις τους λόφους
εκεί που χύθηκε το αίμα.
Όλοι μας φεύγαμε
όλοι μας ρίξαμε
το όπλο και τ’ όνομά μας. Μια γυναίκα
μας κοιτούσε που φεύγαμε.
Ένας μονάχα από μας
στάθηκε εκεί με σφιγμένη γροθιά,
είδε τον άδεια ουρανό,
έσκυψε το κεφάλι και πέθανε
μπροστά στον τοίχο, σωπαίνοντας.
Τώρα, ένα αιμάτινο κουρέλι
και τ’ όνομά του. Μια γυναίκα
μας περιμένει στους λόφους.
http://kokkinoprwi.blogspot.gr/
Βρέχει αθόρυβα στο λειβάδι της θάλασσας.
Κανείς δεν διαβαίνει τους βρώμικους δρόμους.
Μια γυναίκα μόνη κατέβηκε απ’ το τραίνο:
Μέσα από το παλτό της φάνηκε το ανοιχτόχρωμο μεσοφόρι
και τα πόδια της χάνονται στο σκοτάδι της πόρτας.
Ένα χωριό θα ’λεγες βυθισμένο. Το βράδυ
στάζει κρύο πάνω σ’ όλα τα κατώφλια και τα σπίτια
αφήνουν γαλανό καπνό μέσα απ’ τους ίσκιους. Κοκκινωπά
ανάβουν τα παράθυρα. Και κάποιο φως ανάβει
μέσα από τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα του σκοτεινού σπιτιού.
Αύριο θα κάνει κρύο κι ο ήλιος θα στέκει πάνω απ’ τη θάλασσα.
Μια γυναίκα με μεσοφόρι σφουγγίζει το στόμα της
στη βρύση, κι ο αφρός κοκκινίζει. Έχει σκληρά ξανθά
μαλλιά, όμοια με τις φλούδες των πορτοκαλλιών
που είναι στο χώμα. Σκυφτή στη βρύση λοξοκυττάει
ένα μαυριδερό μορτάκι που την κόβει μαγεμένο.
Γυναίκες μελαγχολικές διάπλατα ανοίγουν στην πλατεία τα παράθυρα
οι άντρες τους λαγοκοιμούνται ακόμα στο σκοτάδι.
Όταν το βράδυ επιστρέφει ξανάρχεται η βροχή
κροταλίζοντας πάνω σε πλήθος αναμμένων μαγκαλιών. Οι παντρεμένες
αερίζουν τα κάρβουνα, ρίχνουν ματιές στο σκυθρωπό
σπίτι και στην έρημη βρύση. Το σπίτι
έχει τα παραθυρόφυλλα κλειστά, όμως υπάρχει μέσα ένα κρεβάτι,
και πάνω μια ξανθιά κερδίζει τη ζωή.
Απ’ άκρη σ’ άκρη όλο το χωριό τη νύχτα αναπαύεται,
εκτός απ’ την ξανθιά που πλένεται με την αυγή.
Μετάφραση Θανάσης Κουτλής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου