"Σώσε με" φώναξε και τίναξε τα σκεπάσματα. Ήταν η σκέψη της που είχε ακουστεί. Φωνή απόγνωσης σε χώρο θορυβώδη και πνιγηρό. Κολυμπούσε σε νερά απροσδιόριστης καθαρότητας,όμως το ύπτιό της ομολογουμένως ήταν εξαιρετικό. Δεν φοβόταν τον κίνδυνο που ελλόχευε. Τις δυνάμεις της ήταν που αμφισβητούσε.Δέσμια των παρελθοντικών της σκέψεων και φυλακισμένη κάποιων υποτιθέμενων ενοχών που διέφθειραν-πίστευε- τη συνοχή του εσωτερικού της κόσμου. Είχε χωρίσει τη ζωή της σε "μουσικές" κλίμακες `"μακάμ" τις έλεγαν οι Άραβες κι ήταν αυτές που οι Έλληνες αργότερα τις είπαν "δρόμους" γιατί τους ταξίδευαν ως τα βάθη της ψυχής. Γεμάτη δρόμους η ζωή της. Άλλοι της εξασφάλιζαν ταξίδια μακρινά κι άλλοι την οδηγούσαν σε κακοτράχαλα μονοπάτια. 'Αλλοι την καθοδηγούσαν με τη χάραξή τους κι άλλοι την άφηναν να περιφέρεται άσκοπα πάνω τους. Μα γνώριζε πάντα πως όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν μέσα από το μύθο τους, άλλοτε στην άφιξη σε ένα προσδοκώμενο καταφύγιο, κι άλλοτε μέσα από μια σειρά ευρημάτων στην απομυθοποίησή τους, πριν καν αφήσουν υποψία προσέγγισης έστω σε κάποιο υποτιθέμενο τέρμα. Αυτά τα ταξίδια κουράζουν πάντα. Είναι κι ο χρόνος που επαναστατεί με συνήγορο την ίδια τη φθορά του. Μεταξύ πραγματικού και ιδεατού πάλευε με μόνη αποσκευή την καθημερινότητα που έπεφτε πολύ βαριά στους ώμους της.Ακόμη και τα όνειρα φοβόταν. Ήταν πανεύκολη η μετατροπή τους σε εφιάλτη. Αγνοούσε τα κατεστημένα, τις νομοτέλειες και τα δεδομένα. Πίστευε πως μόνο η ίδια μπορούσε να φτιάξει το δικό της παράδεισο, ή τη δική της κόλαση. Δεν έκανε παράτολμα σχέδια, δεν χαρτογραφούσε ποτέ άγνωστα εδάφη. Μισούσε το τέλμα της ακινησίας και ασφυκτιούσε μέσα σ' αυτό. Επιρρεπής σε εξομολογήσεις πάσης φύσεως αλλά και λάτρης των λεπτομερειών τους, επιζητούσε λύση γι αυτές μέσα από μια ουτοπική επιμήκυνση των σκέψεών της. Γνώριζε καλά πως τα λόγια αλλά περισσότερο οι σκέψεις των ανθρώπων δεν είναι πάντα ταυτόσημες και με τις πράξεις τους. Ζούσε μόνη σε ένα τεράστιο παλιό σπίτι στο Ψυχικό με τους γονείς της, που κάποτε ήταν γεμάτο κόσμο. Φίλοι αλλά και γνωστοί παρήλαυναν καθημερινά όσο η τσέπη του πατέρα της ανταποκρινόταν στις γαστριμαργικές και όχι μόνο απαιτήσεις τους. Αδέρφια δεν είχε. Όταν χάθηκε η μητέρα της έμεινε μόνη να φροντίζει τον πατέρα που χρόνο με το χρόνο όλο και κάποιες από τις δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Όταν το βάρος του αγαπημένου του σώματος έγινε αφόρητο για τους ντελικάτους ώμους της, όταν το τεράστιο εκείνο σπίτι άρχισε να παίρνει τη μορφή τής εγκατάλειψης και η ίδια συνειδητοποίησε την αδυναμία της να το φροντίσει, εγκατέστησε τον πατέρα, που πια δεν είχε μνήμη ούτε κρίση, σε έναν οίκο για υπερήλικες και η ίδια μετακόμισε σε ένα τριάρι. Ζούσε με τις μουσικές της κλίμακες παρέα, με τις μνήμες αλλά και τον πληθωρικό ρομαντισμό της που την πήγαινε όπου εκείνος ήθελε. Τα ταξίδια της αυτά ήταν οι σύντροφοι κι οι εραστές τής ζωής της. Το μοναδικό άντρα που μίλησε στη καρδιά της δεν ήταν δυνατό να τον έχει αφού ανήκε αλλού. Πιστή στη σκέψη του αρνήθηκε οποιαδήποτε άλλη σχέση. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία τους συνάντηση κι είχε χάσει τα ίχνη του. Αργότερα έμαθε πως είχε μετακομίσει σε άλλη πόλη. Το "Περιμένοντας τον Γκοντό" ήταν το μόνο βιβλίο που της έδινε ελπίδα. Μάλλον εστίαζε στο Περιμένοντας κι όχι στον Γκοντό που ποτέ δεν φάνηκε. Το "Σώσε με" δεν είχε παραλήπτη έκρυβε όμως μέσα του την ανάγκη τού κάποιος να υπάρχει και για μένα, κάποιος που να με νοιάζεται. Την άλλη μέρα πήγε στον οίκο για υπερήλικες και πήρε τον πατέρα της στο τριάρι. Ξαφνικά λες και συνειδητοποίησε ότι το "Σώσε με" είχε πάντα παραλήπτη, κι ας ήταν αμνήμων, κι ας ήταν πολύ δύσκολο για εκείνη να τον φροντίσει. Αρκεί που υπήρχε. Η αγαπημένη ρίζα και το αγκυροβόλι της. Θα ήταν η απάντηση στις σκέψεις της, η λύση που θα έδινε τέλος στη μοναξιά της και νόημα στη ζωή της. Πόσο κοντά μας είναι η αλήθεια και δεν τη βλέπουμε; ή μήπως δεν θέλουμε να τη δούμε;
περσα ζηκακη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου