Απ' το πανέμορφο του δειλινού το φως,χρώμα πήρε η καρδιά μου.
Κι είδα μωρά να μπουσουλούν.Θα 'χω μουσαφιραίους.
Στόλισα το σαλόνι της ψυχής,το γιόμισα παντού με τραταμέντα.Στήλωσα τη ματιά στη στράτα τ'ουρανού,
και με λαχτάρα καρτερώ,πότε θα ξεκαμπίσουν.
Και στο μπαλκόνι τ' ουρανού αχνίζει φως,αργοπροβάλλει γελαστό τ' ολόγιωμο φεγγάρι.Ντύθηκε φόρεμα χρυσό,
με ροζ κορδέλα στα μαλλιά του.
Άρχισε το ταξίδι του,σε όλα της γης τα πλάτη.
Μα να το,ήρθε και στάθηκε πάνω στη θύμηση μου.
Άνοιξε διάπλατα την πόρτα του,κι ω! Ζκ . φββ ων θαυμάτων θαύμα!
Άρχισαν να προβαίνουνε με τη σειρά ένας ένας,
όσοι ξενητευτήκανε, νωρίς,στον κάτω κόσμο.
Κι μάνα, κι ο πατέρας, κι ο αδελφός, και οι γειτόνοι όλοι.
Νάτοι οι φίλοι, οι χωριανοί,οι συγγενείς, κι Εκείνος που ταξίδεψε
από τα τριανταέξι.
Να,πίσω πίσω στέκεται της νιότης μου το αστέρι, που μου 'δωσε έρωτα, ζωή και μου 'καψε τα στήθεια.
Όλοι γλυκοχαμογελούν, κι εγώ είμαι τρελλαμένος.
Και των ματιών μου οι κρουνοί άνοιξαν να δροσίσουν τους Καλοταξιδιώτες μου.
Έτρεχε από το αριστερό κρασί γλυκό και καδοπατημένο.
Νερό, έτρεχε απ'το αριστερό, δροσό και αγιασμένο, από τη βρύση της πηγής.
Και μπήκα σπίτι τρέχοντας, κεράσματανα φέρω.
Και γιόμισα την αγκαλιά απ'όλα τα καλούδια.
Όμως σαν βγήκα στην αυλή, τι μαχαιριά στα στήθεια.
Έφευγε και ξεμάκραινε τ' ολόγιωμο φεγγάρι.
Άδειασε ο νους κι η αγκαλιά, κι έσπασε η φοντανιέρα, και τ'άδεια ρακοπότηρα, βόλια καρδιάς γενήκαν.
Της πανσελήνου όνειρο μ' ανάστησες, μα πάλι με σταυρώνεις.
Με τα γυμνά τα χέρια μου μάζεψα
του κορμιού μου τα συντρίμια και κύλησα στο στρώμα μου βαρύς, σακατεμένος
Με τα κλινοσκεπάσματα κρύβω το πρόσωπό μου,
μήπως κι ο ύπνος με νοιαστεί και μου τους ξαναφέρει στο όνειρο το ψεύτικο,
κι ας ξαναγίνω σήμερα χιλιάδες δυό καμμάτια.
Κι είδα μωρά να μπουσουλούν.Θα 'χω μουσαφιραίους.
Στόλισα το σαλόνι της ψυχής,το γιόμισα παντού με τραταμέντα.Στήλωσα τη ματιά στη στράτα τ'ουρανού,
και με λαχτάρα καρτερώ,πότε θα ξεκαμπίσουν.
Και στο μπαλκόνι τ' ουρανού αχνίζει φως,αργοπροβάλλει γελαστό τ' ολόγιωμο φεγγάρι.Ντύθηκε φόρεμα χρυσό,
με ροζ κορδέλα στα μαλλιά του.
Άρχισε το ταξίδι του,σε όλα της γης τα πλάτη.
Μα να το,ήρθε και στάθηκε πάνω στη θύμηση μου.
Άνοιξε διάπλατα την πόρτα του,κι ω! Ζκ . φββ ων θαυμάτων θαύμα!
Άρχισαν να προβαίνουνε με τη σειρά ένας ένας,
όσοι ξενητευτήκανε, νωρίς,στον κάτω κόσμο.
Κι μάνα, κι ο πατέρας, κι ο αδελφός, και οι γειτόνοι όλοι.
Νάτοι οι φίλοι, οι χωριανοί,οι συγγενείς, κι Εκείνος που ταξίδεψε
από τα τριανταέξι.
Να,πίσω πίσω στέκεται της νιότης μου το αστέρι, που μου 'δωσε έρωτα, ζωή και μου 'καψε τα στήθεια.
Όλοι γλυκοχαμογελούν, κι εγώ είμαι τρελλαμένος.
Και των ματιών μου οι κρουνοί άνοιξαν να δροσίσουν τους Καλοταξιδιώτες μου.
Έτρεχε από το αριστερό κρασί γλυκό και καδοπατημένο.
Νερό, έτρεχε απ'το αριστερό, δροσό και αγιασμένο, από τη βρύση της πηγής.
Και μπήκα σπίτι τρέχοντας, κεράσματανα φέρω.
Και γιόμισα την αγκαλιά απ'όλα τα καλούδια.
Όμως σαν βγήκα στην αυλή, τι μαχαιριά στα στήθεια.
Έφευγε και ξεμάκραινε τ' ολόγιωμο φεγγάρι.
Άδειασε ο νους κι η αγκαλιά, κι έσπασε η φοντανιέρα, και τ'άδεια ρακοπότηρα, βόλια καρδιάς γενήκαν.
Της πανσελήνου όνειρο μ' ανάστησες, μα πάλι με σταυρώνεις.
Με τα γυμνά τα χέρια μου μάζεψα
του κορμιού μου τα συντρίμια και κύλησα στο στρώμα μου βαρύς, σακατεμένος
Με τα κλινοσκεπάσματα κρύβω το πρόσωπό μου,
μήπως κι ο ύπνος με νοιαστεί και μου τους ξαναφέρει στο όνειρο το ψεύτικο,
κι ας ξαναγίνω σήμερα χιλιάδες δυό καμμάτια.
Μίμης Κόυρτης - Αμπελάκι Αμφιλοχίας,12 Απρίλη 2 0 1 7.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου