Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ " Πάει κι ο Στέφανος… "


-Ζωή σε λόγου σας!

Ένας-ένας έπινε τον καφέ, σηκωνόταν, πλησίαζε τη μαυροφορεμένη θεια, της έσφιγγε το χέρι, έλεγε ένα καλό λόγο και έβγαινε από την πόρτα του καφενείου.
-Καλός άνθρωπος. Δουλευτής, τίμιος, μετρημένος.
Πάνω-κάτω τα ίδια λόγια σε όλα τα τραπέζια, από συγγενείς, γείτονες, συναδέλφους, φίλους.
-Κακιά κουβέντα δεν έβγαινε από το στόμα του.
-Οικογενειάρχης!
-Δουλειά, σπίτι. Σπίτι δουλειά!
-Οι καλοί άνθρωποι φεύγουν νέοι.
-ο-ο-ο-

Δεκαεξάρης μπήκε στο φαναρτζίδικο. Με καθαρή ραφ φόρμα και μαλλί τριζάτο από το μπριγιόλ χώθηκε κάτω από ένα Τσινκουετσέντο, να του αλλάξει λάδια.
Εβδομηντάρης βγήκε, χωρίς μαλλί, στο φορείο του ασθενοφόρου. Τον βρήκαν πεσμένο δίπλα σε ένα Ούνο.
Πενήντα πέντε χρόνια και βάλε, μισός αιώνας στη μουτζούρα: τσιμούχες, βαλβολίνες, φίλτρα βενζίνης, μπουζοκαλώδια, ντίζες, υγρά φρένων. Παραγιός από τα δεκάξι ως τα είκοσι ένα, χωρίς ένσημα φυσικά. Δυόμισι χρόνια στο πυροβολικό και ξανά στο συνεργείο, Φραγκούδη και Δεληγιάννη, πίσω από την Πάντειο κάτω από το λόφο Σικελίας. Από παραγιός έγινε βοηθός, έπειτα μάστορας, δεξί χέρι του αφεντικού, γαμπρός του αφεντικού και συνεταίρος, αφού πήρε τη μοναχοκόρη του, μόλις αυτή τέλειωσε το γυμνάσιο. Κολλούσε μερικά ένσημα πού και πού και μετά στο ΤΕΒΕ.
Όλη του τη ζωή στην ίδια γειτονιά, γύρω από το λόφο της Σικελίας. Στην Καλυψούς γεννήθηκε, λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Στο γήπεδο του Έσπερου έσυραν τον πατέρα του τον Αύγουστο του ’44 οι τσολιάδες. Τρελαμένη η μάνα του είχε πάρει τους δρόμους. Στη Δοϊράνης βρήκε τον πατέρα, γερμένο σε ένα δεντράκι, σα να κοιμόταν, και η ζωή της, η ζωή τους, άλλαξε. Η σκάφη στην αυλή τούς έδωσε ψωμί ώσπου να φανεί χνούδι στο μάγουλό του. Εκείνη στην μπουγάδα, εκείνος στα θελήματα. Στον Καλλιθαϊκό έπαιξε μπάλα, από εξωφυλαρούχας έφτασε ως την πρώτη ομάδα, δεξί χαφ. Μέσα από την καρότσα του φορτηγού που νοίκιαζε ο πρόεδρος της ομάδας γνώρισε την υπόλοιπη Αθήνα, όταν παίζανε εκτός έδρας: Νέα Σφαγεία, Ρουφ, Αιγάλεω, Κηπούπολη, Μαγκουφάνα, Χαϊδάρι, Πετρούπολη, μέχρι Νέα Λιόσια είχε φτάσει.
Πιάνανε τα χέρια του, μπήκε παραγιός στο συνεργείο του μάστρο-Φώτη, στη Φραγκούδη. Τον συμπάθησε το αφεντικό, γιατί ήταν σβέλτος, πρόθυμος και ξύπνιος. Μετά το στρατιωτικό τον ξαναπήρε στη δούλεψή του, του έμαθε τα μυστικά και όταν μέστωσε η μοναχοθυγατέρα του, η Σούλα, του την προξένεψε. Ξεκουράστηκε κι η μάνα. Άφησε τη σκάφη και πιάστηκε να φροντίζει τα εγγόνια που της αράδιασε.
Ο μάστρο-Φώτης έγινε γι’ αυτόν ο πατέρας που δεν γνώρισε. Τους πήρε διαμέρισμα στη Λαγουμιτζή, τριάρι στον τρίτο, προικώο. Μα και εκείνος, του στάθηκε σαν πραγματικός γιος. Με το κατσαβίδι έκανε θαύματα. Συνεργείο συνοικιακό παρέλαβε το μαγαζί, αντιπροσωπεία της ΦΙΑΤ το έκανε. Όλα τα μαστοράκια από Πετράλωνα μέχρι Δουργούτι και από τον Ταύρο ως το Κουκάκι, θέλανε να δουλέψουν στο συνεργείο του, στον καλό τον άνθρωπο που δεν κρατούσε τα μυστικά για τον εαυτό του αλλά τα μάθαινε στα μαστόρια του. Σχολή μαθητείας το συνεργείο του. Η ιστορία του αυτοκινήτου είχε περάσει από τα χέρια του: 500αράκια, 124άρια, 127άρια, 128άρια, Μιραφιόρι, Πούντο, Τέμπρα, Πάντα. Όλα τα ημερολόγια της Φίατ από το ’57 ως το ’12, υπήρχαν σε μια αποθήκη πίσω από το γραφειάκι του συνεργείου.
Περηφανευόταν πως η ΦΙΑΤ έστελνε να μάθουν κοντά του, όλους όσους θέλανε να ανοίξουν εξουσιοδοτημένα συνεργεία για τα αυτοκίνητά της. Χάρηκε όταν η εταιρία πήρε το γιο του στο Τορίνο, να τον εκπαιδεύσει στα νέα μοντέλα της, στα νέα συστήματα ελέγχου της μηχανής. Δανείστηκε. Έφτιαξε ένα συνεργείο κουκλί για τον πρωτογιό του. Να ντρέπεσαι να πατήσεις. Ο μάστρο-Φώτης καμάρωνε γαμπρό και εγγονό, ώσπου έκλεισε τα μάτια του ευχαριστημένος. Έφυγε και η μάνα του, κουρασμένη αλλά χαρούμενη, με το χαμόγελο στα χείλια της.
Τη Σούλα την είχε φεγγάρι και πρόσωπο. Το Σαββατόβραδο σε ταβερνούλες στη Χαροκόπου, την Κυριακή στο σινεμά «Καλυψώ», έβλεπαν όλες τις νέες ελληνικές ταινίες. Έκλαψαν με τη Μάρθα Βούρτση, γέλασαν με το Χατζηχρήστο. Υπόδειγμα οικογενειάρχη, είχαν να το λένε. Όταν η θυγατέρα του τέλειωσε τη Χαροκόπειο και διορίστηκε καθηγήτρια οικοκυρικών, ένιωσε ένα πετάρισμα που δεν το είχε ξανανιώσει. Έκλαψε για πρώτη φορά στη ζωή του. Σύντομα έφερε ένα παλληκάρι στο σπίτι, υπάλληλο στο ταχυδρομείο και η ζωή πήρε το δρόμο της. Της αγόρασε ένα μεγάλο τριάρι στην Ηρακλέους και μαζί με τη Σούλα καμάρωναν τα εγγόνια που ήρθαν σύντομα. Ο γιος ετοιμαζόταν κι αυτός να κάνει το μεγάλο βήμα. 
Όλα ήταν όμορφα, όταν μπήκε στο μαγαζί ο κλητήρας σταλμένος από την τράπεζα.
«Λόγω μη εξυπηρετήσεως του δανείου του Στεφάνου Βρασ… του Παρ…, το επί της οδού Φραγκούδη…, Καλλιθέα ενυπόθηκον κατάστημα ιδιοκτησίας του ως άνω, θέλει εκπλειστηριαστεί…».

Βρισκόταν κάτω από ένα Ούνο, να κοιτάξει την εξάτμιση, όταν ο κλητήρας θυροκόλλησε την ειδοποίηση. Εκεί τον βρήκε η συμφόρηση κι έσβησε ο κυρ-Στέφανος, ο καλός ο άνθρωπος, με το φωτοστέφανο που λες...

-ο-ο-ο-


-Καλός άνθρωπος. Δουλευτής, τίμιος, μετρημένος.
-Οικογενειάρχης!
-Δουλειά, σπίτι. Σπίτι δουλειά!
-Πάντρεψε την κόρη, σπούδασε το γιο. Χρεώθηκε...
Ένας-ένας έπινε τον καφέ, σηκωνόταν, πλησίαζε τη μαυροφορεμένη θεια, της έσφιγγε το χέρι, έλεγε ένα καλό λόγο και έβγαινε από την πόρτα του καφενείου.
Συλλυπηθήκαμε. Φύγαμε.
Πίσω μας, πάνω στις μαρμάρινες πλάκες, εκατοντάδες Στέφανοι κοιτούσαν με παγωμένα χαμόγελα.

Θοδωρής Μπελίτσος
28 Φεβρουαρίου 2017








1 σχόλιο: