“Ο.τιδήποτε βλέπεις, μπορεί να γίνει ένα παραμύθι και μπορείς να βγάλεις μια ιστορία από ο,τιδήποτε αγγίξεις” |
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (Hans Christian Andersen, 2 Απριλίου 1805 - 4 Αυγούστου1875) ήταν Δανός λογοτέχνης και συγγραφέας παραμυθιών.
Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1805 στο Όντενσε, στο νησί Φιονία της Δανίας. Ο πατέρας του με τον καιρό ξέπεσε και δούλευε τσαγκάρης, για να ζήσει την οικογένειά του. Αλλά, μην μπορώντας να αντέξει στη φτώχεια, πέθανε πολύ νέος, αφήνοντας το γιο του το Χανς ορφανό, με τη μητέρα του για μόνο στήριγμα.
Ο Χανς ήταν ένα περίεργο παιδί με εξαιρετική φαντασία. Πολλές φορές τον έβλεπαν να περπατά στο δρόμο σαν ονειροπαρμένος και το μυαλό του δεν το είχε πουθενά αλλού, παρά μόνο στα ποιήματα και στο διάβασμα. Προσπάθησε άδικα να μάθει την τέχνη του πατέρα του. Όταν τέλειωσε το σχολείο των άπορων παιδιών, μπήκε σε ένα ραφτάδικο, για να μάθει την τέχνη, αλλά ούτε και εκεί τα κατάφερε. Το ενδιαφέρον του κέρδισε το θέατρο, όπου αποστήθιζε ολόκληρες σκηνές από τα έργα που έβλεπε. Όταν ήταν με τους φίλους του, του άρεσε να απαγγέλλει και να τραγουδά. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών, όταν, κυνηγώντας μια καλύτερη τύχη, έφθασε στην Κοπεγχάγη, με μόνη του περιουσία 30 φράγκα με σκοπό να γίνει ηθοποιός. Έδωσε εξετάσεις στη Βασιλική Σχολή θεάτρου, αλλά ήταν τόσο άσχημος και αδύνατος, που δεν τον δέχτηκαν.
Ευτυχώς είχε ωραία φωνή κι άρχισε να σπουδάζει μουσική, αλλά αρρώστησε ξαφνικά και έχασε τη φωνή του. Έτσι, το μόνο ταλέντο που του έμεινε ήταν το ταλέντο της ποίησης. Οι στίχοι του άρεσαν και βρήκε έναν προστάτη, τον Κέλλαν, που τον έστειλε στο πανεπιστήμιο, όπου κέρδισε μια βασιλική επιχορήγηση. Το 1827 δημοσίευσε ποιήματά του και έπειτα εξέδωσε μια σειρά έργων που του εξασφάλισαν την παγκόσμια δόξα.
Αφού εξέδωσε αρκετά βιβλία, άρχισε τα ταξίδια του. Γύρισε τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Τουρκία και ταξίδεψε στην Ανατολή. Απόκτησε μεγάλη δόξα και η μεγαλύτερη ευτυχία του ήταν η υποδοχή που του έκανε η ιδιαίτερη πατρίδα του, το Όντενσε, που τον κάλεσε στα 1867. Πέθανε στις 4 Αυγούστου 1875 στην Κοπεγχάγη.
Έργο
Τα παραμύθια του εμφανίζουν καθαρά το δημοκρατικό στοιχείο. Οι κυριότεροι ήρωες των παραμυθιών του είναι φτωχοί και αδικημένοι άνθρωποι, που όμως έχουν ασυνήθιστα ψυχικά χαρίσματα, ευγένεια, ταλέντο, μεγαλοψυχία. Στα έργα του απεικονίζει τη ρεαλιστική και σύγχρονή του ζωή της μικροαστικής τάξης των πόλεων και χαρακτηρίζονται από δράση, χιούμορ και λεπτή σάτιρα. Η δημιουργία του Άντερσεν αποτελεί την κορυφή στις ρεαλιστικές τάσεις της δανικής φιλολογίας του 19ου αιώνα. Διηγήματα, δράματα, αλλά προπάντων παραμύθια, όλα του τα έργα διαπνέονται από γλυκιά μελαγχολία, συγκίνηση και ειλικρίνεια. «Οι δύο Βαρωνέσσες», «Παραμύθια για παιδιά», «Ιστορίες», «Καινούρια Παραμύθια» είναι μερικά από τα έργα του.
Μερικά από τα πολύ γνωστά παραμύθια του είναι:
Den lille havfrue (Η μικρή γοργόνα)
Kejserens nye klæder (Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα)
De vilde svaner (Οι αγριόκυκνοι)
Snedronningen (Η Βασίλισσα του χιονιού)
Prinsessen på ærten (Η Βασιλοπούλα και το ρεβίθι)
Tommelise (Η Τοσοδούλα)
Den grimme ælling (Το ασχημόπαπο)
De røde sko (Τα κόκκινα παπούτσια)
Holger Danske (Χόλγκερ ο Δανός)
Den lille pige med svovlstikkerne (Το κοριτσάκι με τα σπίρτα)
Den standhaftige tinsoldat (Το μολυβένιο στρατιωτάκι)
Dyndkongens datter (Η δύναμη της αγάπης)
En rose fra Homers grav (Ένα τριαντάφυλλο από τον τάφο του Ομήρου)
Πολλά από τα παραμύθια του μεταφράστηκαν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, όπως «Ο γιος του μπαλωματή», που περιγράφει όλη του τη ζωή, «Η ιστορία της μητέρας», «Η ιστορία μιας δραχμής». Επιλογή των παραμυθιών του δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις "ΑΤΛΑΝΤΙΣ" σε μετάφραση Ν.&Δ. Βοσταντζή. Αρκετά από αυτά εμφανίστηκαν και στα Μικρά Κλασσικά Εικονογραφημένα.
Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένας γκρινιάρης βασιλιάς. Κάθε μέρα ζητούσε από τους ράφτες του να του ράβουν καινούρια ρούχα για να εντυπωσιάζει τους υπηκόους του.
Ύστερα από μερικά χρόνια όμως, οι ράφτες του δε μπορούσαν να σκεφτούν νέα σχέδια. Όταν τόλμησαν να του το πουν, ο βασιλιάς θύμωσε πάρα πολύ και άρχισε να τους φωνάζει:
– Είστε τρελοί; Δε μπορώ να φοράω κάθε μέρα τα ίδια ρούχα!
Την επόμενη μέρα, ο βασιλιάς έστειλε τους φρουρούς του να ξεχυθούν στους δρόμους και να διαλαλήσουν ότι όποιος του έφτιαχνε τα πιο πρωτότυπα ρούχα θα ανταμειβόταν γενναιόδωρα.
Όλοι οι ράφτες της χώρας έβαλαν τα δυνατά τους για να τον ικανοποιήσουν, αλλά ο γκρινιάρης βασιλιάς τους έδιωχνε, γιατί έβρισκε πολύ συνηθισμένα τα ρούχα που του πρότειναν.
Ώσπου μια μέρα έφτασαν στο παλάτι δυο νεαροί, που ζήτησαν να δουν το βασιλιά.
– Μεγαλειότατε, ταξιδέψαμε από την Περσία μέχρι την όμορφη χώρα σας για να ικανοποιήσουμε την επιθυμία σας. Είμαστε δυο γνωστοί ράφτες και φτιάχνουμε ρούχα από ένα πολύ σπάνιο ύφασμα. Το ύφασμα αυτό μπορούν να το δουν μόνο οι έξυπνοι άνθρωποι!
-Χμμ.. πολύ ενδιαφέρον. Έτσι θα μπορέσω να καταλάβω ποιοι από τους υπηκόους μου είναι έξυπνοι και ποιοι είναι χαζοί. Εντάξει, λοιπόν! Ξεκινήστε αμέσως το ράψιμο.
…διέταξε ο βασιλιάς και τους έδωσε ένα μπαούλο γεμάτο χρυσά νομίσματα.
Οι ράφτες όμως, ήταν στην πραγματικότητα δυο απατεώνες που είχαν κοροϊδέψει το βασιλιά. Έτσι, κάθισαν στον αργαλειό και άρχισαν να προσποιούνται ότι ράβουν τα καινούρια ρούχα του βασιλιά.
Ύστερα από μερικές μέρες, ο βασιλιάς έστειλε τον έμπιστο σύμβουλό του να δει αν τα ρούχα του ήταν έτοιμα. Ο σύμβουλος κοίταζε και ξανακοίταζε τον αργαλειό, αλλά δεν έβλεπε τίποτα!
Ο καημένος ο σύμβουλος δεν ήξερε τι να κάνει. Αν του έλεγε ότι δε μπορούσε να δει το ύφασμα, ο βασιλιάς θα νόμιζε ότι ήταν χαζός και θα τον έδιωχνε από το παλάτι. Έτσι, αποφάσισε να του πει ψέματα.
– Μεγαλειότατε, δεν έχω ξαναδεί τόσο όμορφα ρούχα! Είμαι σίγουρος ότι θα ενθουσιαστείτε μόλις τα δείτε!
Ο βασιλιάς χάρηκε τόσο πολύ με τα νέα, που έδωσε στους δυο πονηρούς ράφτες άλλο ένα μπαούλο με χρυσά νομίσματα.
Ύστερα από λίγες μέρες, ο βασιλιάς έστειλε τον αξιωματικό της φρουράς του να ρωτήσει πότε θα ήταν έτοιμα τα καινούρια ρούχα του. Ο καημένος ο αξιωματικός κοίταζε και ξανακοίταζε τον αργαλειό, αλλά δεν έβλεπε το ύφασμα!
Όταν γύρισε στην αίθουσα του θρόνου, ο αξιωματικός φοβόταν τόσο πολύ μήπως χάσει τη θέση του, που αναγκάστηκε να πει στο βασιλιά ότι τα καινούρια ρούχα του ήταν περίφημα!
Ο βασιλιάς ήταν πολύ χαρούμενος, αλλά είχε αρχίσει να ανυπομονεί. Έτσι, αποφάσισε να επισκεφτεί τους ράφτες για να δει με τα ίδια του τα μάτια τα καινούρια του ρούχα.
Όταν ο βασιλιάς μπήκε στο εργαστήριο, πλησίασε στον αργαλειό, κοίταξε, ξανακοίταξε, αλλά δεν είδε τίποτα!
– Πως σας φαίνονται τα καινούρια σας ρούχα μεγαλειότατε; Δεν είναι υπέροχα;
…τον ρώτησαν ο σύμβουλος και ο αξιωματικός.
– Θεέ μου! Πως είναι δυνατόν; Γιατί δε βλέπω το ύφασμα; Μήπως είμαι χαζός;
…σκέφτηκε ο βασιλιάς που είχε αρχίσει να ιδρώνει από τον φόβο του. Δε μπορούσε όμως να ομολογήσει την αλήθεια στους αυλικούς του!
Τελικά ένα πρωί, οι δυο ράφτες επισκέφτηκαν το βασιλιά στο παλάτι για να του ανακοινώσουν ότι τα ρούχα του ήταν έτοιμα. Έπειτα, άνοιξαν μια τσάντα και προσποιήθηκαν ότι έβγαζαν από μέσα τα καινούρια ρούχα για να του τα δείξουν
– Πως σας φαίνονται μεγαλειότατε; Είμαστε σίγουροι ότι οι υπήκοοι σας θα μείνουν άφωνοι από θαυμασμό μόλις σας δουν μ’ αυτά τα ρούχα
…είπαν οι απατεώνες.
Οι δυο ράφτες τον βοήθησαν να βγάλει την στολή του και ο βασιλιάς άρχισε να προσποιείται ότι βάζει τα καινούρια του ρούχα κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του.
– Ω, είναι θαυμάσια! Και τόσο άνετα και δροσερά! Λοιπόν; Πως σας φαίνονται;
…ρώτησε το σύμβουλο και τον αξιωματικό του που τον παρακολουθούσαν έκπληκτοι.
– Είναι υπέροχα, μεγαλειότατε, και σας πηγαίνουν πάρα πολύ.
…του απάντησαν φοβισμένοι.
Έπειτα, ο βασιλιάς διέταξε να βγουν όλοι στους δρόμους για να θαυμάσουν τα καινούρια του ρούχα. Καθώς περνούσε ανάμεσα στους υπηκόους του, που είχαν μείνει άφωνοι, φώναζε καμαρώνοντας:
– Μόνο όσοι είναι έξυπνοι μπορούν να δουν τα ρούχα μου!
Και οι καημένοι οι άνθρωποι χειροκροτούσαν και φώναζαν ενθουσιασμένοι ότι τα καινούρια ρούχα του βασιλιά ήταν καταπληκτικά!
Ξαφνικά όμως, μέσα από το πλήθος, πετάχτηκε ένα αγοράκι που πλησίασε το βασιλιά και άρχισε να φωνάζει:
– Κοιτάξτε! Ο βασιλιάς βγήκε στο δρόμο γυμνός! Θα κρυώσει!
Ο κόσμος ξέσπασε σε δυνατά γέλια και ο βασιλιάς μονολόγησε ντροπιασμένος:
– Θεέ μου! Το παιδί έχει δίκιο! Είμαι γυμνός! Οι δυο ράφτες με κορόιδεψαν!
Έπειτα πήρε στην αγκαλιά του το αγοράκι, ανέβηκε βιαστικά στο άλογο του και κάλπασε προς το παλάτι.
Όλοι νόμιζαν ότι ο βασιλιάς θα σκότωνε το καημένο το παιδί που τον έκανε ρεζίλι. Το επόμενο πρωινό, όμως, ο βασιλιάς κάλεσε το σύμβουλο και τον αξιωματικό του και τους είπε:
– Αυτό το αγοράκι είναι πολύ έξυπνο και ειλικρινές. Δε φοβήθηκε να μου πει την αλήθεια. Γι’ αυτό θέλω να το ανταμείψετε με πολλά δώρα και να στείλετε μερικά σακιά χρυσές λύρες στους φτωχούς γονείς του!
Και από εκείνη τη μέρα ο βασιλιάς σταμάτησε να ασχολείται με τα ρούχα του και άρχισε να κυβερνά τη χώρα του δίκαια και σοφά! https://paramythades.org/
Κάποτε ένας κατασκευαστής παιχνιδιών αποφάσισε να φτιάξει μια σειρά από στρατιωτάκια. Πήρε λοιπόν ένα κομμάτι καλό ξύλο και άρχιζε να το ροκανίζει και να προσπαθεί να του δώσει μορφή. Αφού λοιπόν πέρασαν πολλές ημέρες και το αποτέλεσμα δεν ήταν καλό άρχισε να σκέφτεται με τι άλλο υλικό θα μπορούσε να φτιάξει τα μικρά του στρατιωτάκια. Κάποια μέρα ψάχνοντας στην αποθήκη του εργαστηρίου να βρει ένα εργαλείο έπεσε το μάτι του σε μια παλιά μολυβένια κατσαρόλα. Σκέφτηκε να κάνει ένα καλούπι και λιώνοντας την κατσαρόλα να φτιάξει μολυβένια στρατιωτάκια. Έτσι και έγινε.
Αφού έφτιαξε ένα πολύ καλό καλούπι έλιωσε την μολυβένια κατσαρόλα και κατασκεύασε 40 στρατιωτάκια. Μετά έκατσε και τα ζωγράφισε. Έκανε κόκκινες τις στολές τους και μαύρα τα παντελόνια τους και πράσινα τα καπελάκια τους με ένα κόκκινο φτερό.
Το ένα όμως στρατιωτάκι βγήκε από λάθος με ένα πόδι παρόλα αυτά το κουτσό στρατιωτάκι στεκόταν όρθιο όπως τα αλλά που είχαν δυο πόδια. Ο τεχνίτης ενθουσιασμένος από τους μικρούς στρατιώτες που έφτιαξε τους αράδιασε στη βιτρίνα του μαγαζιού με τέτοιο τρόπο που έδιναν την εικόνα ενός μικρού στρατού.
Κάποια μέρα ένα ανδρόγυνο αφού θαύμασε αρκετή ώρα την βιτρίνα με τα στρατιωτάκια μπήκε στο μαγαζί και τα αγόρασε όλα για να τα κάνει δώρο στη γιορτή του μικρού τους γιου. Ο μικρός μόλις άνοιξε το κουτί και αντίκρισε το μικρό στρατό έβγαλε μια φωνή από την χαρά του. Αχού τι ωραία στρατιωτάκια, σας ευχαριστώ που για το δώρο, θα τα βάλω αμέσως κάτω να παίξω. Αμέσως λοιπόν τα έστησε επάνω στο τραπέζι μαζί με τα άλλα δώρα πλάι στο ανάπηρο στρατιωτάκι στεκόταν στο ένα της πόδι σε μια χορευτική φιγούρα μια κούκλα μπαλαρίνα που φορούσε ένα κοντό φορεματάκι από ταυτα. Το στρατιωτάκι μόλις αντίκρισε την κούκλα δίπλα του αισθάνθηκε ένα σκίρτημα στην καρδιά του. Αυτή η γυναίκα είναι για μένα είπε. Κρύφτηκε πίσω από έναν χάρτινο πύργο και περίμενε να νυχτώσει για να πάει κρυφά από τα άλλα στρατιωτάκια να της μιλήσει.
Το βράδυ λοιπόν μόλις τα παιδιά πήγαν για ύπνο και στο σπίτι έπεσε σκοτάδι και σιωπή το στρατιωτάκι άρχισε να ψάχνει να βρει την πανέμορφη μπαλαρίνα μα πουθενά. Κουρασμένος μετά από αρκετή ώρα ξάπλωσε πάνω στο τραπέζι και αποκοιμήθηκε.
Την άλλη μέρα το πρωί μόλις ξύπνησε το αγόρι πήγε κατευθείαν στο τραπέζι με τα παιχνίδια πήρε τον κουτσό στρατιώτη και τον έβαλε στο έξω περβάζι του παράθυρου για να φυλαει το σπίτι. Σε λίγο έπιασε δυνατή βροχή και δυο παιδιά που περνούσαν απέξω στάθηκαν κάτω από την μαρκίζα του παραθύρου για να μη βραχούν.
Κάποια στιγμή είδαν το κουτσό στρατιωτάκι και το πήραν. Αφού έφτιαξαν ένα χάρτινο καραβάκι έβαλαν επάνω το μικρό στρατιωτάκι και το έβαλαν με προσοχή πάνω στην επιφάνεια του νερού που κυλούσε στο ρυάκι του δρόμου. Ο μικρός στρατιώτης ταξίδεψε έτσι πάνω στο φύλλο για πολύ ώρα ώσπου κάποια στιγμή έφτασε σε έναν αγωγό που τον παρέσυρε σε έναν σκοτεινό υπόνομο.
- Αχ! τι πυκνό σκοτάδι είναι αυτό εδώ μέσα;
- Αχ! τι καλά που ήταν να είχα την αγαπημένη μου χορεύτρια εδώ δίπλα μου.
Ξαφνικά την ησυχία του υπονόμου αναστάτωσαν στριγκλιές από τα ποντίκια που κατοικούσαν εκεί και ένας χοντρός ποντικός παρουσιάστηκε μπροστά του και του είπε:
- Για πες μου φιλαράκο πως βρέθηκες εσύ εδώ μέσα;
- Δεν ξέρεις πως εδώ είναι περιοχή ελεγχόμενη από εμάς τα ποντίκια;
- Έκανες παρά πολύ άσχημα που τρύπωσες στο σπίτι μας.
Το στρατιωτάκι χωρίς να δώσει καμία απάντηση συνέχισε το ήρεμο ταξίδι του στο φυλλαράκι που το παρέσυραν μακριά τα νερά του υπονόμου. Τα ποντίκια θυμωμένα από την περιφρόνηση του στρατιώτη όρχησαν αμέσως να φωνάζουν:
- Πιάστε τον, πιάστε τον μην το αφήσετε να απομακρυνθεί…
- Αυτός είναι κατάσκοπος... κατάσκοπος!
Τα νερά του υπονόμου σύντομα έφτασαν στη θάλασσα, μεγάλα κύματα αναποδογύρισαν το μεγάλο πλατύφυλλο και ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης άρχισε να βυθίζεται στα βαθιά νερά…
Όταν ένα μεγάλο ψάρι τον πλησίασε γρήγορα άνοιξε το στόμα του και τον κάταπιε ολόκληρο.
- Πωπωωω τι πυκνό σκοτάδι είναι εδώ μέσα….
Το μικρό στρατιωτάκι δεν έχασε το θάρρος του έμεινε ακίνητο με το όπλο στον ώμο του. Κάποια στιγμή το ψάρι άρχισε να σπαρταρά και να στριφογυρίζει σαν τρελό. Μετά από λίγο έμεινε ακίνητο και μετά από αρκετό χρονικό διάστημα κάποιος άνοιξε το στόμα του ψαριού και μια φωνή ακούστηκε:
- Αχ! απίστευτο το στρατιωτάκι μας που το παρέσυρε το ρυάκι πριν από μερικές μέρες βρίσκετε μέσα στο στόμα του ψαριού.
Τότε το στρατιωτάκι κατάλαβε τι είχε συμβεί… Κάποιος ψαράς έπιασε το ψάρι το πήγε στην αγορά και το αγόρασε η μαγείρισσα που δούλευε στο σπίτι που ζούσε ο μικρός και οι γονείς του που έκαναν δώρο για την γιορτή του τα μολυβένια στρατιωτάκια. Η μαγείρισσα πήρε προσεκτικά το στρατιωτάκι από το στομάχι του ψαριού και το πήγε στο τραπέζι που ήταν και τα άλλα στρατιωτάκια το μικρό αγόρι ξετρελαμένο από την χαρά του έπλυνε προσεκτικά το στρατιωτάκι τόκοι φάνηκαν πάλι λαμπερά τα ωραία χρώματα της στολής του. Ο μικρός όμως στρατιώτης ήταν ζαλισμένος από την ξαφνική επιστροφή του στο σπίτι και αισθανόταν ευτυχισμένος που βρισκόταν πάλι στην αγαπημένη του χορεύτρια. Τότε εκείνη γύρισε και κοίταξε επιτέλους το ανάπηρο στρατιωτάκι. Η καρδιά της σκίρτησε από λαχταρά να τον αγγίξει.
Ο στρατιώτης ένιωσε μια ευτυχία να πλημμυρίζει την καρδιά του.
Σε λίγες μέρες που το αγόρι είχε τους φίλους του μαζεμένους στο σπίτι ένα παιδί άθελα του έσπρωξε το μικρό στρατιωτάκι και εκείνο έπεσε στο αναμμένο τζάκι. Αμέσως η στολή του τυλίχτηκε στις φλόγες.
- Αχ! Αχ! καίγομαι…. Καίγομαι…
Σιγά σιγά το στρατιωτάκι άρχισε να λιώνει με την σκέψη του όμως πάντα στην πολυαγαπημένη του χορεύτρια. Εκείνη την στιγμή η πόρτα άνοιξε από έναν δυνατό άνεμο και ο αέρας που μπήκε στο δωμάτιο παρέσυρε την μικρή χορεύτρια και την έριξε και αυτή στο τζάκι δίπλα στον αγαπημένο της στρατιώτη. Άρχισε και αυτή λοιπόν να καίγεται πλάι του. Έτσι τελείωσε η θλιβερή αυτή ιστορία του μικρού μολυβένιου στρατιώτη και της πανέμορφης χορεύτριας που χάθηκαν μαζί!
Το ασχημόπαπο
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ'ένα καταπράσινο αγρόκτημα μια πάια. Είχε φτιάξει ανάμεσα σε κάτι καλάμια μία μικρή φωλιά κι εκεί κλωσούσε τα αυγά της. Κάθε μέρα καθόταν ώρες ολόκληρες πάνω στ'αυγουλάκια, τα ζέσταινε και περίμενε πως και πως να βγουν από μέσα τους τα μικρά παπάκια.
Ώσπου μια μέρα τ'αυγά άρχισαν να ραγίζουν κι από μέσα ξεπρόβαλλαν όμορφα κίτρινα παπάκια. Η πάπια καμάρωνε τα παιδάκια της, αλλά κοιτούσε με ανησυχία ένα αυγό που δεν είχε σπάσει ακόμη.
Όταν έσπασε από μέσα δεν βγήκε ένα παπάκι όπως τα προηγούμενα! Η πάπια κοίταξε με περιέργεια αυτό το πλασματάκι που είχε γκρίζο τρίχωμα και ήταν πιο άσχημο απο τ'άλλα παπάκια.
- Βρε λες το αυγό να ήταν από γαλοπούλα; σκεφτόταν η πάπια καθώς καμάρωνε τα παπάκια της. Θα δούμε.... Αν είναι γαλόπουλο θα φοβάται να μπει στο νερό.
Έτσι όταν πέρασαν λίγες μέρες η πάπια πήρε τα παπάκια της και πήγαν στην λιμνούλα που ήταν εκεί κοντά. Όλα τα παπάκια ακόμη και το γκρίζο βούτηξαν χαρούμενα στο νερό και ακολούθησαν τη μανούλα τους. Η πάπια σαν είδε και το γκρίζο παπί να μπαίνει στο νερό πείστηκε πως ήταν σίγουρα δικό της και αποφάσισε να το αγαπάει όπως και τα άλλα της παιδιά.
Ο καιρός περνούσε κι ενώ τα αδέρφια του γίνονταν όλο και πιο όμορφα, αυτό φαινόταν όλο και πιο άσχημο δίπλα τους. Τα ζώα του αγροκτήματος το κορόιδευαν, το ίδιο και τα αδέρφια του.
Εκείνο στεναχωρημένο έτρεχε και κρυβόταν κάτω από τα πούπουλα της μαμάς-πάπιας. Μην στεναχωριέσαι παιδάκι μου, του έλεγε εκείνη που το αγαπούσε. Δεν είσαι άσχημο, απλά είσαι διαφορετικό.
Μια μέρα όμως μία από τις κότες στο αγρόκτημα το πήρε στο κυνήγι τσιμπώντας το. Τα άλλα ζώα βρήκαν την ευκαιρία και άρχισαν να υποστηρίζουν την κότα.
Το παπάκι απογοητευμένο αποφάσισε να φύγει. Πήδηξε τον φράχτη της αυλής και ξεκίνησε να βρει ένα μέρος που δεν θα το κορόιδευαν πια. Μετα πολλά έφτασε σε μια απομονωμένη λίμνη κι εκεί κρύφτηκε σε μια σπηλιά.
Μια μέρα εκεί που βγήκε από τη σπηλιά μήπως έβρισκε τίποτα σκουλήκια για να φάει είδε στον ουρανό κάτι πανέμορφα πουλιά να πετούν.
Τα θαύμαζε πολύ ώρα μα μόλις πλησίασαν τη λίμνη τρομαγμένο μη το κοροϊδέψουν για την ασχήμια του κρύφτηκε πάλι στην σπηλιά του. Πέρασε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και ο χειμώνας και ήρθε ξανά η άνοιξη.
Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος από τότε που το παπάκι είχε φύγει από το σπίτι του. Μόλις είχαν λιώσει λίγο τα χιόνια βγήκε από την σπηλιά του για να κολυμπήσει στη λίμνη.
Ξάφνου εκεί που κολυμπούσε είδε στα νερά της λίμνης το είδωλό του! Έμεινε έκπληκτο να κοιτάει. Γιατί δεν ήταν πια το άσχημο παπάκι αλλά ένας μεγάλος και όμορφος κύκνος! Λίγο πιο ΄κει είδε τα όμορφα πουλιά που είχε θαυμάσει τότε, την ώρα που πετούσα. Ένα από αυτά το πλησίασε.
Για δες ένας κύκνος. Είσαι αδερφός μας λοιπόν. Θες να έρθεις μαζί μας; Να μας ακολουθείς στα μακρινά μας ταξίδια; Το παπάκι που είχε γίνει πια ένας πανέμορφος κύκνος δέχτηκε με χαρά. Αποφάσισε να ακολουθήσει τους κύκνους στα μακρινά ταξίδια τους κι έτσι γνώρισε όλο τον κόσμο.http://paramythenia-chora.webnode.gr/news
Η Βασίλισσα του χιονιού
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παμπόνηρο στοιχειό, πιο πονηρό απ' όλα τα ξωτικά. Μια μέρα είχε μεγάλα κέφια, γιατί είχε μόλις φτιάξει έναν καθρέφτη που έκανε καθετί καλό που καθρεφτιζόταν μέσα του να ζαρώνει και να χάνεται, κι όλα τα άσχημα κι άχρηστα πράγματα να μεγαλώνουν και να φαντάζουν δέκα φορές χειρότερα από πριν. Στον καθρέφτη αυτόν τα πιο όμορφα τοπία έμοιαζαν σαχλά κι απαίσια κι οι πιο όμορφοι άνθρωποι φάνταζαν μισητοί. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν τόσο αλλοιωμένα, που οι φίλοι τους ποτέ δε θα μπορούσαν να τους αναγνωρίσουν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αν κάποιος από αυτούς είχε μια φακίδα στο πρόσωπο, θαρρείς και πλάταινε και γέμιζε τη μύτη και το στόμα του. Κι αν μια ευγενική σκέψη περνούσε από το μυαλό του, ο καθρέφτης ράγιζε. Το στοιχειό πίστευε πως όλα τούτα ήταν απίστευτα διασκεδαστικά και καυχιόταν για το σπουδαίο του κατασκεύασμα.
Τα ξωτικά διέδωσαν τα νέα γι' αυτόν το μαγικό καθρέφτη και είπαν πως για πρώτη φορά όσοι κατοικούσαν στη γη θα μπορούσαν επιτέλους να δουν με τι μοιάζουν στ' αλήθεια. Ταξίδεψαν τον καθρέφτη σε κάθε άκρη της γης, ώσπου στο τέλος δεν υπήρχε χώρα ή άνθρωπος που να μην έχει καθρεφτιστεί κι αλλοιωθεί μέσα σ' αυτόν. Ύστερα τον πήραν μαζί τους ψηλά στα ουράνια, για να δουν αν μπορούν κι εκεί ψηλά να διασκεδάσουν το ίδιο καλά. Όμως, όσο πιο ψηλά ανέβαιναν, τόσο πιο πολύ ράγιζε ο καθρέφτης, και με δυσκολία πια τον κρατούσαν για να μη γίνει θρύψαλα. Πετούσαν, πετούσαν αδιάκοπα, όλο και πιο ψηλά, ώσπου ο καθρέφτης άρχισε να τραντάζεται όλο και πιο δυνατά, ξέφυγε από τα χέρια τους κι έπεσε στη γη σπάζοντας σε χιλιάδες, μυριάδες απειροελάχιστα κομμάτια. Κι έτσι βέβαια προξένησε ακόμα πιο πολλή δυστυχία απ' όση προξενούσε ως τότε, γιατί τα κομματάκια του, μικρά όσο οι κόκκοι της άμμου, τα πήρε ο αέρας και χώθηκαν στα μάτια των ανθρώπων, κάνοντάς τους να βλέπουν τα πάντα στραβά και να έχουν μάτια μονάχα για ό,τι ήταν κακό και διεφθαρμένο. Γιατί κάθε μικρό κομματάκι, βλέπετε, διατηρούσε τις αλλόκοτες ιδιότητες του καθρέφτη ολόκληρου. Μερικοί άνθρωποι, μάλιστα, ήταν πολύ άτυχοι, γιατί κάποιο κομμάτι χώθηκε στην καρδιά τους, κι αυτή γίνηκε κρύα και σκληρή, σαν μια μάζα από πάγο.
Μερικά θρύψαλα αυτού του απαίσιου καθρέφτη ακόμα πετούν στον αέρα και πολύ σύντομα θ' ακούσουμε γι' αυτά. .
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παμπόνηρο στοιχειό, πιο πονηρό απ' όλα τα ξωτικά. Μια μέρα είχε μεγάλα κέφια, γιατί είχε μόλις φτιάξει έναν καθρέφτη που έκανε καθετί καλό που καθρεφτιζόταν μέσα του να ζαρώνει και να χάνεται, κι όλα τα άσχημα κι άχρηστα πράγματα να μεγαλώνουν και να φαντάζουν δέκα φορές χειρότερα από πριν. Στον καθρέφτη αυτόν τα πιο όμορφα τοπία έμοιαζαν σαχλά κι απαίσια κι οι πιο όμορφοι άνθρωποι φάνταζαν μισητοί. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν τόσο αλλοιωμένα, που οι φίλοι τους ποτέ δε θα μπορούσαν να τους αναγνωρίσουν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αν κάποιος από αυτούς είχε μια φακίδα στο πρόσωπο, θαρρείς και πλάταινε και γέμιζε τη μύτη και το στόμα του. Κι αν μια ευγενική σκέψη περνούσε από το μυαλό του, ο καθρέφτης ράγιζε. Το στοιχειό πίστευε πως όλα τούτα ήταν απίστευτα διασκεδαστικά και καυχιόταν για το σπουδαίο του κατασκεύασμα.
Τα ξωτικά διέδωσαν τα νέα γι' αυτόν το μαγικό καθρέφτη και είπαν πως για πρώτη φορά όσοι κατοικούσαν στη γη θα μπορούσαν επιτέλους να δουν με τι μοιάζουν στ' αλήθεια. Ταξίδεψαν τον καθρέφτη σε κάθε άκρη της γης, ώσπου στο τέλος δεν υπήρχε χώρα ή άνθρωπος που να μην έχει καθρεφτιστεί κι αλλοιωθεί μέσα σ' αυτόν. Ύστερα τον πήραν μαζί τους ψηλά στα ουράνια, για να δουν αν μπορούν κι εκεί ψηλά να διασκεδάσουν το ίδιο καλά. Όμως, όσο πιο ψηλά ανέβαιναν, τόσο πιο πολύ ράγιζε ο καθρέφτης, και με δυσκολία πια τον κρατούσαν για να μη γίνει θρύψαλα. Πετούσαν, πετούσαν αδιάκοπα, όλο και πιο ψηλά, ώσπου ο καθρέφτης άρχισε να τραντάζεται όλο και πιο δυνατά, ξέφυγε από τα χέρια τους κι έπεσε στη γη σπάζοντας σε χιλιάδες, μυριάδες απειροελάχιστα κομμάτια. Κι έτσι βέβαια προξένησε ακόμα πιο πολλή δυστυχία απ' όση προξενούσε ως τότε, γιατί τα κομματάκια του, μικρά όσο οι κόκκοι της άμμου, τα πήρε ο αέρας και χώθηκαν στα μάτια των ανθρώπων, κάνοντάς τους να βλέπουν τα πάντα στραβά και να έχουν μάτια μονάχα για ό,τι ήταν κακό και διεφθαρμένο. Γιατί κάθε μικρό κομματάκι, βλέπετε, διατηρούσε τις αλλόκοτες ιδιότητες του καθρέφτη ολόκληρου. Μερικοί άνθρωποι, μάλιστα, ήταν πολύ άτυχοι, γιατί κάποιο κομμάτι χώθηκε στην καρδιά τους, κι αυτή γίνηκε κρύα και σκληρή, σαν μια μάζα από πάγο.
Μερικά θρύψαλα αυτού του απαίσιου καθρέφτη ακόμα πετούν στον αέρα και πολύ σύντομα θ' ακούσουμε γι' αυτά. .
Περιεχόμενα
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗΗ ΠΡΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Ο μαγεμένος ανθόκηπος
Η ΤΡΙΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Ο πρίγκιπας κι η πριγκίπισσα
Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η μικρή κλέφτρα
Η ΠΕΜΠΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η γυναίκα της Λαπωνίας κι η γυναίκα της Φιλανδίας
Η ΕΚΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Το παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου