Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ " Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΟΛΓΑ ΣΙΜΕΟΝΟΒΝΑ ΠΛΕΜΙΑΝΙΚΩΦ "

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΟΛΓΑ ΣΙΜΕΟΝΟΒΝΑ ΠΛΕΜΙΑΝΙΚΩΦ
Του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου


[Ο μονόλογος αυτός αποτελεί την προσωπική μου ανάγνωση του έργου του Άντον Τσέχωφ «Η ψυχούλα». Στόχος μου ήταν να στρέψω την ηρωίδα του έργου εναντίον του ίδιου της του δημιουργού. Η γυναίκα που δίνεται ψυχή τε και σώματι σε έναν άντρα ή σε ένα παιδί δεν είναι ηλίθια, αλλά γενναία. Θυσιάζει ελευθερία για να σπείρει ζωή και πάθος.]
Μια βροχούλα η ζωή μας
κάτω απ' των αστεριών το φως

ήσουν ήλιος
ήσουν κύμα
ήσουν η Πούλια κι ο Αυγερινός.

Βάνετσκα μου φυλλαράκι
στου κόσμου την φθινοπωριά

ο αγέρας σε ταξίδεψε
σ' άλλων παραλλήλων τη σκοτεινιά.

Κι όλα πιά ... χαθήκαν τώρα...

Έχω -σχεδόν- ξεχάσει το πρόσωπό σου Βάνετσκα. Πάνε τόσα χρόνια...πόσα;... ούτε το μνήμα σου δεν υπάρχει πια... θαρρώ πως εκεί χάσκει μονάχα μιαν εκκλησούλα...
Πουλάκι μου! Τι καλός που μου ήσουν! Ακόμη και τώρα νιώθω την ίδια τρυφερότητα, καθώς τότε που σήκωνα στους λευκούς νεανικούς μου ώμους την δική σου απελπισία.
Ήμασταν ευτυχισμένοι...
Ευτυχισμένοι λέω κι εννοώ πως στ' αλήθεια κρατούσαμε ο ένας τον άλλο, με μια βροχούλα να ξεπλένει την σκόνη της ζωής μας και με τα πυροτεχνήματα του Tivoli να φωτίζουν -μέρα και νύχτα- τις αγωνίες και τους μόχτους μας.
Μόνο... να... κλαίω που δε μου είπες ούτε μια φορά "σ' αγαπώ". "Ψυχούλα" μου' λεγες, κάθε που πλαγιάζαμε στο κρεβάτι... ψυχούλα και τίποτε άλλο. Και στα γράμματα όλο οδηγίες... πες μου, δεν ανησύχησες που μ' άφησες πίσω μονάχη; Τόσο δύσκολο ήταν να με ρωτήσεις ένα "τι κάνεις";
Βάνετσκά μου το ξέρω... δεν έχει νόημα πια να σε ρωτάω... όμως... μ' αγάπησες μια στάλα ή δε χωρούσε στην τόσο πολυάσχολη καρδούλα σου μια γωνίτσα και για μένα;
Γέρασα και ίσως να παραξένεψα λιγάκι. κι ετούτη η σιωπή...
... τα αστέρια μου κρατάνε ακόμη συντροφιά... πιστοί συνοδοιπόροι στην μοναξιά μου...
αχ, πουλάκι μου... χάθηκες κι εσύ
μέσα στα τόσα χαμένα φύλλα...
...γιατί τι είναι η ζωή;
Μιαν αλληλουχία φθινοπώρων και ξερών φύλλων,
που αφήνονται στον δροσερόν αγέρα...

και πόσο φοβάμαι ν' αφεθώ...!

Κι εσύ πατέρα... να κάθεσαι μονάχα σ' εκείνη την παλιά πολυθρόνα. Ο πόνος μου δε σ' άγγιξε. τίποτε δεν έσπαγε το παγερό σου βλέμμα. Μ' έδωσες όπως- όπως στον Κούκιν - άλλωστε, τον αγαπούσα!- σα να παρέδιδες μια γλάστρα με κυκλάμινα σ' έναν ξένο. Ούτε οι λυγμοί μου, εκείνο το βράδυ που φτάσανε τα μαντάτα, δε σε τάραξαν.
Κι όμως... μου μίλησες... μου μίλησες μ' έναν κώδικα μυστικό, με φθόγγους σιωπής και ήχους ερήμωσης. όταν ήρθα και φίλησα τα κρύα σου χέρια και σου' πα "πατέρα ορφάνεψα!"... εσύ μ' αποκρίθηκες... "ε, και;"...
Πόνεσα -αλλά- δε θύμωσα και συνέχισα την αποστολή μου, να σε φροντίζω και να σ' αγαπώ, ως έπρεπε σε μια καλή κόρη.
Γιατί η αγάπη είναι το δώρο της συμφιλίωσης με τον άλλο- μ' εκείνον, που αόρατοι δεσμοί μπλέκουν τις διαφορές μας...
κι εγώ- αλήθεια- συμφιλιώθηκα μ' ό, τι μου στερήθηκε...

Λένε πως ένα καλό αν κάνεις χίλια σου επιστρέφονται και το πιστεύω βαθιά, πως ο Βάσετσκα ήταν αυτό που μου ανταπέδιδε η μοίρα...
Έτσι, με ευγνωμοσύνη αφιερώθηκα στον καινούριο μου σύζυγο.
Προσαρμόστηκα αμέσως στα νέα δεδομένα και ήταν τέτοια η ζέση μου, που δε μπορούσα να ξεχωρίσω το ίδιο μου το κορμί από τα ξερά ξύλα, που εμπορευόμασταν τότε.
Ακόμα και στα όνειρά μου δοκάρια, σανίδια και μαδέρια γέμιζαν τη σκέψη μου και καμιάν οπερέτα κανένα αστέρι δε μπορούσε να διαταράξει ετούτη μου τη γαλήνη.
Δόξα να' χει ο Μεγαλοδύναμος! Ζήσαμε ήρεμη ζωή. Ένιωσα πάλι πως ανήκω κάπου. τα βράδια υπήρχε σιμά μου ένας άνθρωπος που μοιραζόταν τους εφιάλτες και τις ανησυχίες μου.
Κι ήταν στοργικός... έτοιμος ν' αδράξει το φόβο μου απ' τα κέρατα και ν' αποδιώξει τον δαίμονα του μεσονυκτίου.
Ακόμη, θυμούμαι τα χάδια του και την θερμή του ανάσα πίσω από τον σβέρκο μου. Τα δυνατά του χέρια, που με κλείναν μέσα τους και ήταν σα να' μπαινα σ' ένα άλλο Σύμπαν... δίχως κινδύνους και απώλειες...
Αλλά... αλλίμονο! Ποιανού ανθρώπου η ζωή δε ματώνει απ' τα κρυφά της τα μαχαίρια;
Σα πέρασε ο πρώτος χρόνος και δεν έκανα παιδί, άρχισες Βασίλι Αντρέιτς να με βλέπεις με άλληνε ματιά. όχι... δε μου φώναξες ποτέ... μήτε με κακολόγισες... που μακάρι να το' κανες!...  γιατί εκείνα σου τα γαλάζια μάτια ήτανε σα να ουρλιάζανε με λύσσα... στέρφα! στέρφα! στέρφα! Κι εγώ να μη τολμώ πια να σε κοιτάξω... και να ουρλιάζω στα κρυφά... στέρφα! στέρφα!... και να χτυπιέμαι μοναχή μου...
Σε ρώτησα και μ' απάντησες... "Έχει ο Θεός..."
Μα ο Θεός δεν μ' άκουσε αγάπη μου...

Κι έτσι, σα γλυκόπικρο τραγούδι, 
περάσανε έξι χρόνια
και η Όλιενκα
-ψυχούλα μου!-
κι άλλο δάκρυ...αχ, πόσο δάκρυ!
έσταξε για του Βασίλι Αντρέιτς τον χαμό...

έν' αστέρι πέταξε απ' τον ουρανό...
να! Δες το Όλιενκα πως κολυμπά
στον σκοτεινιασμένο ωκαιανό!


Και περιμένεις, τώρα, Βλαντίμιρ Πλατόνιτς, πως θα αναλογιστώ κι εσένανε; Τι μπορεί να θυμηθεί η βαρετή Όλγα Σιμεόνοβνα από τα καπρίτσια σου; Με εκμεταλλευόσουν και το ήξερα... μα εσύ δεν κατάλαβες ποτέ πως κι εγώ σε χρησιμοποιούσα...

...λες το τόσο ταλαιπωριμένο μου μυαλό να γοητεύτηκε από τα ακαταλαβίστηκα που μου αράδιαζες όλη μέρα; Κι εκεί που μιλούσα για αγάπες και αισθήματα, εσύ -τρομερά προβληματισμένος- ξεκινούσες να μου αναλύεις την μαργαρίτωση και την πανώλη των βοειδών...

Μα... Για να τα λέμε κι όλα σωστά... Αυτός ο άδειος άνθρωπος μου’ κανε το καλύτερο δώρο...
Εσένα Σάσα μου, αγόρι μου, παιδί μου!

Εκεί που έλεγα πως τέλειωσε η ζωή μου... Εκεί που αγκάζιαζα σκιές σα φάντασμα καταραμένο... Ήρθες παλικάρι μου! Πουλί μου! Άγγελέ μου! Και φώτισες την τσακισμένη μου ζωή...

Κι ήταν οι στιγμές- Πρώτη φορά- Ουράνιο τραγούδι. Και τα βράδια -Και τα πιο σκοτεινά- Χαρούμενη συμφωνία πανάρχαιων οργάνων!

Τα χρόνια περνάνε σα νεράκι... Θα φύγω κι εγώ όπως όλα ετούτα τα σκαλιστά ονόματα πάνω στο σκοτάδι...

Αχ...

Να’ ξερες μικρό μου τι πα να πει μοναξιά...

είναι σα την απελπισία των ανέμων

που ρίχνουν τους καημούς τους στα κομματάκια

θάλασσας και στο ξασπρισμένο τ’ ουρανού

μουσώνες γκρίζας θλίψης με φόβο για το άγνωστο

η απώλεια φίλου αγαπημένου και μια πένθιμη ομίχλη

στο μνήμα του.

Μου λέγανε από σποράκι να μη την φοβάμαι την μοναξιά

να την κάνω φίλη μου, γιατί μονάχα έτσι θα υποτάξω

το αναπόφευκτο-

μα εγώ

ακόμα και τώρα την τρέμω

κάθε που ακούω το βαρύ της βήμα έξω απ’ το παράθυρό μου

βράδυ

παίρνω αγκαλιά την κενή πλευρά του κρεβατιού μου

και φωνάζω ΘΑ ΖΗΣΩ.

Τα όνειρά μου εγκλωβίστηκαν στο ενδιάμεσο της επιθυμίας

και του τρόμου.

Κάθε χέρι άγνωστο σαν ευλογία φαντάζει στην θαμπάδα

της στιγμής

και η στιγμή ριπή

φεύγει μακριά

δε μ’ αφήνει τα την τρέξω στα δάχτυλά μου

λες και σιχαίνεται το σαθρό πετσί μου

λες και βρομάει το πεπερασμένο της ύπαρξής μου.

Και η αγάπη...

ο άπιαστος παράδεισος

ο κρυμμένος θησαυρός στα κατακάθια του κόσμου

το μακρινό σύμπαν και τα μυστήριά του...


μα εγώ σ’ αγαπώ...

με μιαν αγάπη κενή νοήματος

με ημερομηνία λήξης όμοια της δικής μου

γλυκιά

ειλικρινή

έξω από κανόνες και παιχνίδια

άηχη στο πολύβουο του συνωστισμένου πλήθους


μιαν αγάπη

κρινάκι μακρινού κήπου

που ο κηπουρός

το πότισε με την τελευταία σταγόνα...

σ’ αγαπώ.... 



Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος γεννήθηκε το 1989 στο Καρπενήσι. Ασχολείται με τη δημοσιογραφία και την κριτική λογοτεχνίας.

Το ποίημα στο τέλος του μονολόγου  έχει δημοσιευτεί και στο περιοδικό Αλλιώς 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου