Βρέχει, περίμενα καιρό αυτή την ευκαιρία. Μπήκα στο δωμάτιό μου. Βρήκα το τετράδιο με τα ποιήματα, παλιά νέα δεν έχει
σημασία . Σήμερα θα ταξιδέψουν να βρουν την πρώτη τους πατρίδα. Θα επιστρέψουν στον μεγάλο ωκεανό της σκέψης, στην
μήτρα που τα γέννησε πριν έρθουν εμένα επισκέπτες. Βγήκα έξω άρχισα να σκίζω σελίδες, να τις διπλώνω τριάντα
καραβάκια, τριάντα μικρές βαρκούλες. Τα ριξα ένα ένα στο φουσκωμένο ρείθρο του πεζοδρομίου. - Καλο ταξίδι αδέρφια Θα τα πούμε ξανά οταν και γω θα ταξιδέψω μια μέρα Για την μεγάλη θάλασσα Την πρώτη και μοναδική μητέρα.
Στην αγορά σαν πας στ'ανθρώπινο παζάρι Και πεις με ύφος σοβαρό σας δίνω ένα πούπουλο για δυο σπυριά φακής με αδικείς θα απαντήσουν κι αν πέτρα πας να δώσεις χρυσό για αγοράσεις ειρωνικά θα σε κοιτάξουν και θα γελάσουν που δεν γνωρίζεις την αξία των πραγμάτων κι όμως εντύπωση μου κάνει πως την ζωή τους γέμισαν με το ανάλαφρο και το βαρύ που τίποτα δεν έχει να τους δώσει
Στο τραπέζι δυο πιάτα αντικριστά μεταξύ τους. Οι πιατέλες
γεμάτες με αποφάγια που θα φταναν να χορτάσουν την
πείνα τους μ'αυτα δέκα γεροδεμένοι άντρες. Όλη αυτή η σπατάλη γεννά την υποψία του
προμελετημένου ενός σκοτεινού δόλου. Οι κόκκινες κηλίδες στο λευκό τραπεζομάντιλο να είναι
από κρασί??
Κι αυτά τα βογκητά μες'στη σιωπή της νύκτας? Να ήταν από τον εφιάλτη κάποιος κακού ονείρου η όντως
κάποιο έγκλημα φρικτό έχει συντελεστεί? - Αγάπη μου πέρασα υπέροχα! φεύγω τώρα η μητέρα μου θα ανησυχεί. Θα της πω το
γνωστό ψεματάκι ότι με πήρε ο ύπνος στην Κική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου