Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΑΛΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - ΓΙΩΤΑΚΟΥ " Είμαστε όλοι ίδιοι, όταν η ίδια ιδέα μας κυβερνά...



Το ποίημα αυτό είναι αποτέλεσμα παλιών ωραίων εικόνων, που τις έζησα σε μικρή ηλικία σε μια Θεσσαλική πόλη, όπου το στοιχείο του γύφτου είχε έντονη την παρουσία του εκεί. Με δυνάμωνε πάντα αυτή η αδέσμευτη ψυχή, η αδούλωτη καρδιά που διέθεταν και ο τρόπος που διοχέτευαν τους πόθους και τις λαχτάρες τους. Α. Οικονόμου – Γιωτάκου


Πίνακας -  Richard Lipps


Και μάγεμα και πλανεύτρα η φύση και ο νους να ξεγελιέται και να γυρνά ολόγυρα και τες ωραίες εικόνες της φύσης να τις μετουσιώνει σε μια θεϊκή παρουσία, ως τα έγκατα τα βαθύτατα σημεία του είναι σου. Κι’ εξύπνησε η ζωή με τες αίσθησες όλες, ίδιες πλανεύτρες γυναίκες νου και κορμί να σου πάρουν! Κι’ εφάνηκε ο κόσμος αλλόκοτος, ωραίος και ονειρικός. Κι’ 

ονειρεύτηκα πως ήμουν σ’ αυτό το ίδιο μαγεμένο περιβόλι, 
με κόσμο γύρω μαζεμένο, με αυλούς και κλαρίνα και
μουσικές πολλές, που τον αέρα δονούσαν και λες και ο 
ήχος τους έφτανε ως τα πέρατα μακριά και ξάναφτε 
λαχτάρες και πόθους και όνειρα τρελά! Και σ’ αυτό το ίδιο, το ωραίο μέρος εχορεύανε όλοι και
εχτυπάγανε τα χέρια και με τα πόδια επατούσαν τη
βρεγμένη γης κι’ οι φωνές τους εταράζαν την πονηρή τη
νύχτα και τα χαχανητά τους ήταν ωραία και γλυκά, γιατί 
ήταν αληθινά. Κι’ ήτανε από άλλες φυλές, διαφορετικές 
μεταξύ τους. Κι’ ήτανε όλοι γενναίοι στην ψυχή και στο κορμί γεροί, μα
σπίτι δικό τους δεν είχαν ποτέ και ούτε που το 
λογαριάζανε! Γης κι’ ουρανός ήταν δικά τους κι’ αυτό τους έφτανε. Και
επαίζανε τα λαούτα και εχτυπάγανε τα ντέφια και 
εχορεύανε και επηδάγανε ολόγυρα στην αναμμένη θράκα 
κι΄εκυττάζανε τ’ άστρα με έκσταση κι’ εκαμάρωναν κι’ όλο 
ετραγουδούσαν, κι’ όλο εφώναζαν χτυπώντας τα
δουλεμένα σκληρά τους χέρια! Λεύτεροι είμαστ’ εμείς και λεύτερα θα ζούμε... Κι’ είμαστε γενιά γεννημένη από γη δυνατή που ξέρει να δίνει καρπούς και λεβέντες παιδιά να γεννάει. Κι΄οργίαζε η φύση η πράσινη και η κίτρινη και η μοβ κι’
εχορεύανε ολοένα οι νιοί, αγκαλιά με τις κοπελιές τις
πλανεύτρες, που απ’ άλλη ήτανε φυλή. Και ούτε που τους 
ένοιαζε πως στις φλέβες τους αίμα άλλων εκυλούσε... Και νάσου τα νταούλια και οι ζουρνάδες το χορό να
κυβερνάνε κι’ οι μεγάλες οι κυράδες το κρασάκι να κερνάνε
κι’ οι καρδιές φλόγες να βγάνουν, κι’ οι παρδαλές οι 
φούστες στον αέρα να πετάνε και ηδονικά να σειέται το 
κορμί. Κι’ όλο πάρε δόσε κι’ ο χορός καλά εκράτει και η φλόγα
στην καρδιά τους εγινότανε μεγάλη, κι’ ώσπου να ‘μπει το 
φεγγάρι στου ουρανού το μεσουράνι, όλοι εγίνανε ζευγάρι, κι’ ούτε ο ένας κι’ ούτε ο 
άλλος εξεχώριζε καθόλου! Κι’ η αγάπη ήταν τόση κι’ αυτοί την είχαν νιώσει κι’ ας
ήτανε φερμένοι, από άλλης γης τα μέρη, ετερόκλητες
παρέες που μαζί εγίναν ένα, χωρίς εμπόδιο κανένα. Κι’ η φύση πανηγύρι έστηνε τρελό και τα πουλιά 
σιγολαλούσαν το ντέφι συντροφεύοντας κι’ αυτά και το κλαρίνο λάλαγε
ηδονικά τόσο που μεσ’ τα σωθικά μου εμπήκε αυτός ο
παραδείσιος ήχος και με εξύπνησε λες από ύπνο βαθύ. Και τότε είδα τους άντρες τους λεβέντες με τα ξυπόλυτα 
τα πόδια
και το γεροδεμένο το κορμί, και τες γυναίκες με τα 
ξέπλεκα, τα κατσαρά τους τα μαλλιά, ίδιες Γενοβέφες, με 
τες πλουμιστές, τες νταντελένιες φούστες, που λάγνα 
στριφογυρνούσαν, καθώς χορεύαν το κορμί. Και τότε
εκατάλαβα το βάθος της ψυχής αυτού του αλλόφερνου
κόσμου, που ξέρει λέφτερος να ζει και λέφτερος 
χορεύοντας να φεύγει, χωρίς παλάτια κι’ άλλα πλούτη
περιττά και μόνη συντροφιά του να ‘χει, την κουρασμένη,
μα αλώβητη καρδιά. Κι’ ήταν όλοι τους ωραίοι, και ούτε που μπόραες να πεις πως αυτός είναι δικός μας κι’ ο άλλος αλλουνού. Κι’ η νύχτα προχωρούσε κι’ η φωτιά λαμποκοπούσε κι’
έφεγγε σαν αστραπή τες ψηλές κορμοστασιές τους, την
ωραία τους ψυχή. Κι’ όταν έφεξε η μέρα κι’ ο χορός είχε
κοπάσει ξεσηκώθηκ’ η παρέα με χαρές και πανηγύρια 
άλλους τόπους για να έβρει το χορό να συνεχίσει, τη χαρά 
του να ξεχύσει...
Κι’ ανταμώσαν την καρδιά τους για το νέο πανηγύρι, για τη νύχτα της χαράς, δίχως σκέψεις σκουριασμένες, δίχως δόλιες ψυχές. Κι’ έζησε όλη η παρά ένα χάρμα να το δεις, ένα όνειρο να ζήσεις μεσ’ τη δίνη της ζωής! Κι’ όταν γροίκισα στην υπνοφαντασιά μου αυτό το λόγο, επετάχτηκα ορθός, κι’ ήταν σαν να μην εκοιμήθηκα ποτέ, τόσο οι εικόνες εκείνες με είχαν συνεπάρει! Μα δεν εξύπνησα... Κι’ είδα πάλι όνειρο μοναδικό! Παιδάκια να χορεύουν τρόυρα στις μανάδες και να
βεργολυγίζουν το κορμί και με το χτύπο των ποδιών τους
τον κουρνιαχτό να σηκώνουνε που ν’ανεβαίνει ως τα 
μεσούρανα και πέφτοντας στη γης ένα να γίνεται μαζί της 
πάλι. Κι’ είδα παράξενα τριγύρω μου κι’ η ψυχή μου
αναγάλλιασε μ’ αυτή την ανεμελιά της λεβέντικης γενιάς, 
που ξέρει να μεταμορφώνει σε χρυσά και διαμαντένια τα 
κουρέλια τα βρεμένα απ’ τη βροχή τη βραδυνή. Και
φλόγιζε το πάθος και ο πόθος την καρδιά και την ανέβαζε
ψηλά και τραγουδώντας ηδονικά εγεμίζαν την ψυχή τους με
χαρά. «Κι αϊ μπαλαμό, ένα έχω εγώ σκοπό, όλον τον 
κόσμο ν’ αγαπώ με το τραγούδι να ξυπνώ το κοιμισμένο τ’
όνειρο και την ελπίδα να σκορπώ...Κι αϊ μπαλαμό, δούλος 
δεν γίνομαι εγώ, γη κι’ ουρανό ξανακοιτώ και το φεγγάρι
μάρτυρας για τη ζωή που λαχταρώ. Κι’ όσα βουνά κι’ αν ανεβώ, ψηλότερο εν’ άλλο θα ‘ναι, μα εγώ θα νιώθω δυνατό, αι μπαλαμό, αί μπαλαμό! Και σαν εκοπάσανε οι χοροί και τα τραγούδια, τότε 
ακούστη στον καθάριο αέρα, σαν αχός λυτρωτικός, η 
αψεγάδιαστη του γύφτου η Ιδέα «Αί μπαλαμό, αί 
μπαλαμό!» Λέφτερος ξέω γω να ζω, κι’ ‘εχω προστάτη ουρανό κι’ όπου κι’
αν πάω και διαβώ πατρίδα βρίσκω για να ζω! Και τότε αντιλαλήσαν οι κορφές και οι κάμποι, καθώς ο
αχός της αβασάνιστης Ιδέας ξαπλωνότανε στον βρεμένο 
ορίζοντα κι’ άναβε και θέριευε ψυχές κοιμισμένες ως τότε
σε κάτι που δεν είχε σκοπό και πορεία. Κι’ ο αντίλαλος 
ακούστη ξανά και ξανά σαν ένας προφητικός λόγος ! «Αί μπαλαμό, αί μπαλαμό! Λέφτερος ξέρω γω να ζω δούλος ποτέ δεν θα γενώ!»
Αλίκη Οικονόμου – Γιωτάκου 2-4-2οο2






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου