Σαν είδαν «οι μεγάλοι» πως τα παιδιά βαστούσαν πεισματικά,
διάταξαν τον σιδερένιο δράκο να τα κατασπαράξει.
Κι’ εκείνος, βγάζοντας φωτιά απ’ το σκοτεινό του στόμα,
ξερίζωσε την πόρτα, που χώριζε την ιδέα απ’ το βόλεμα.
διάταξαν τον σιδερένιο δράκο να τα κατασπαράξει.
Κι’ εκείνος, βγάζοντας φωτιά απ’ το σκοτεινό του στόμα,
ξερίζωσε την πόρτα, που χώριζε την ιδέα απ’ το βόλεμα.
Ήταν κι’ ο «Πεταλούδας» καθώς τον φώναζαν.
Κούναγε τα χέρια του σαν σπαθιά σκαλωμένος στην κολόνα της πόρτας.
Τότες το τσιμέντο άρχισε να κοκκινίζει απ’ το αίμα των παιδιών.
Κι’ οι θαλασσοπνιγμένοι, παρέα με τους χρυσοκουμπήδες όρμησαν….
Κι’ έβγαλαν τότες τα παιδιά λευκά μαντήλια και πουκάμισα.
Κούναγε τα χέρια του σαν σπαθιά σκαλωμένος στην κολόνα της πόρτας.
Τότες το τσιμέντο άρχισε να κοκκινίζει απ’ το αίμα των παιδιών.
Κι’ οι θαλασσοπνιγμένοι, παρέα με τους χρυσοκουμπήδες όρμησαν….
Κι’ έβγαλαν τότες τα παιδιά λευκά μαντήλια και πουκάμισα.
Οι χρυσοκουμπήδες άρχισαν να ανεβοκατεβάζουν τα γκλόμπς
και τα λιγνά κορμιά έπεφταν σαν αγίνωτα στάχυα.
Ο θάνατος φτεροκοπούσε αδιάκοπα πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Μέσα στο Ιερό σκοτεινά σίδερα ξέρναγαν φωτιά
και μακριά ραβδιά σημάδευαν τα κορμιά.
και τα λιγνά κορμιά έπεφταν σαν αγίνωτα στάχυα.
Ο θάνατος φτεροκοπούσε αδιάκοπα πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Μέσα στο Ιερό σκοτεινά σίδερα ξέρναγαν φωτιά
και μακριά ραβδιά σημάδευαν τα κορμιά.
Έξω στους δρόμους χρυσοκουμπήδες και γραβατάκηδες
τους παίρναν στο κατόπι και σαν τους πρόφταιναν
τους χτύπαγαν με όλη τους τη λύσσα.
Άλλους μετά το ξύλο τους πέταγαν στη κλούβα άδεια τσουβάλια,
αποκαμωμένους απ’ την ένταση και τη φλόγα,
που τσουρούφλιζε τη ψυχή τους.
τους παίρναν στο κατόπι και σαν τους πρόφταιναν
τους χτύπαγαν με όλη τους τη λύσσα.
Άλλους μετά το ξύλο τους πέταγαν στη κλούβα άδεια τσουβάλια,
αποκαμωμένους απ’ την ένταση και τη φλόγα,
που τσουρούφλιζε τη ψυχή τους.
Δεν ήταν νύχτα αυτή...
ήταν ένας αιώνας στη κόλαση….
Και οι χρυσοκουμπήδες σατανάδες μακελάρηδες.
Δεν ήταν νύχτα αυτή...
ήταν οι στιγμές που το πνεύμα του κακού
είχε απλώσει τις κατάμαυρες φτερούγες του
για να σκεπάσει το φως.
ήταν ένας αιώνας στη κόλαση….
Και οι χρυσοκουμπήδες σατανάδες μακελάρηδες.
Δεν ήταν νύχτα αυτή...
ήταν οι στιγμές που το πνεύμα του κακού
είχε απλώσει τις κατάμαυρες φτερούγες του
για να σκεπάσει το φως.
Σώπα… όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες….
ΔΟΥΚΑΣ ΑΓΙΑΣΣΩΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου