Πίνακας : Αγγελική Κάλφα
|
στων αστέρων το ασύλληπτο χάνομαι,
νεκρωμένος προχωρώντας προς τη Γη.
Ουρανέ , καλέ μου και συ Μαύρη Οπή,
στο απέραντο, που χάνομαι, κρύψτε με,
αιωρούμενον τυφλόν, σε στροφορμή.
Μακρινή αγάπη, πεθαμένο κρασί,
ακατάλυτη ουσία της ύπαρξης,
εν τω τάφω , μετ’ εμού, έλα και Συ.
Των Αγγέλων σχήμα, πεταλούδα, ορμή,
προσγειώσου στο μηδέν, ω Μητέρα μου,
Συ που έδωσες αξία στο κορμί.
Γοερά θα κλάψω των ερώτων το φως
που στο μνήμα , εν τω άμα, τυφλώνεται,
εν αγνοία των νεκρών μου ηδονών.
Θεία πόνου άκρη, το τετέλεσται, ω!
θα φωνάξω, στεντορία, το τέλος μου
υπέρ πάντων όλων όσων αγαπώ.
Παρελθόν μου Μέγα, τεθλασμένη ζωή,
σκιερά η πορεία μας σήμερον,
στην ευθεία που εκλείπει η πνοή.
Μυροφόρες ώρες, ω της Άνοιξης φως,
ω ανθοί μου επαρμένοι στο έπακρον,
καν νεκρός , ενώπιόν σας δυνατός.
Δυνατός , εντέλει, ο του τέλους χορός!
Στροβιλίζομαι στο άπειρον ήρεμος,
ως αστέρας, εκ βαρύτητος, νεκρός.
Προσδοκώ το χώμα, ως ο σπόρος τη γη.
Ζωηφόρος είν’ ο θάνατος , Ήλιε μου,
αν αφήσεις πίσω αίμα ‘πο πληγή.
Με τα χρώματά σας, ανθοφόρες καρδιές,
αποθέστε με στο τέλειον σήμερα.
Στο λυκόφως προσδοκώ το λυκαυγές.
-.-
Άξιον εστί
μακαρίζειν Σε, τον Θάνατόν μου,
τον επί της Γης διερχόμενον,
τον Ωραίον, ως το κάλλος του φωτός.
Άπειρη στιγμή!
Καθαρμέ, ω Συ, του λογισμού μου,
Θάνατε, αξίωμα άγιον,
καλώς όρισες στο τέλος του παντός.
Όλως κραταιός,
Συ καθήλωση του μέλλοντός μου,
όμορφος χτυπάς την καρδία μου
κι είμαι όμορφος κι εγώ, καν άψυχος.
Κράτα τη φωνή,
που ζεστότατη στο πριν πλανιόταν,
κράτα την, ω θάνατε, κράτα την
στον ερχόμενον ας γίνει οδηγός.
Κι από τα τού νου,
τα των σπλάχνων επιτεύγματά του
σώσε προς τον νουν τον επόμενον.
Το αιώνιον τού νου αναλογεί.
Σώμα μου εσύ,
διχοτόμε του χωρόχρονού μου,
σώμα υλικό και αιθέριο,
αναπαύσου, σκότος, στ’ έλλειμμα φωτός.
Σάρκες και οστά,
λιγοχρόνια τεύχη του εγώ μου,
σκόνη του ανύπαρκτου αύριο,
ως αιώνιο εαυτό μου σας τιμώ.
Όνομα μικρό,
χαραγμένο πάνω στο σταυρό μου
συ, της ύπαρξης μου υπόλοιπον,
εν τιμή ας διανύσεις το κενό.
Γήινες πληγές,
ουρανόφερτα φαντάσματά μου,
ηρεμήστε τώρα στο μνήμα μου,
ότι έτεκεν το χάος το «καλώς».
Άνθρωποι εσείς,
πολυποίκιλτα της Φύσης δώρα,
πίσω που θα μείνετ΄ολόφωτα,
σεις δοξάστε την επόμενη στιγμή.
Κι από τον νεκρό,
τον ελάχιστο του κάτω κόσμου,
μην αναζητήσετε όνειρα.
Δεν ποθώ ο ταπεινός ν’ αναστηθώ.
-.-
Αι γενεαί ανθρώπων,
προστρέχουσι στο μέλλον,
ξεχνώντας σε, νεκρέ μου.
Αλλ’ όμως , ύπαρξή μου,
χαίρε, ότι επέστης
ως φλέγον πεφταστέρι.
Χαίρε ότι εφάνεις
εν μέσω των ανθρώπων,
άνθρωπος στιγμιαίος.
Λαμπρύνου όνειρό μου
ότι εναπετέθεις
στου λόγου σου την όψη.
Και συ καρδία μόνη,
που μόνη αιμορραγούσες,
χαίρε, ότι εζούσες.
Εζούσες κι η ψυχή σου
ευφράνθη , ως θεότης
που γεύθηκε το όλον.
Ω γλυκυτάτη πόρνη,
ω Άνοιξη , ερωμένη,
εσύ ας με ηδονίσεις,
Εσύ ας με τυλίξεις
με τη χαρά του τέλους,
ω, Άνοιξη , ανθοφόρα.
Ανάμεσα στα άνθη,
το άνθος μου ας εκλείψει
την ώρα του μη χρόνου.
Και μέσα στο μη χώρο
των ευγενών αστέρων
το άρωμά μου ας μείνει.
Το άρωμά μου, μνήμη
στα εσώψυχα του κόσμου
-χαρά νεκρού ας γίνει-.
(Από την ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου