Σάββατο 18 Μαΐου 2013

ΤΖΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ - ΠΕΖΑ



Γιώργος Θ. Τζιας

Γεννήθηκα λίγο μετά τη λήξη του εμφυλίου, το καλοκαίρι του 1950 στην Αθήνα.Γόνος εργατικής οικογένειας, μάστορας στη λαμαρίνα ο πατέρας  υπηρέτρια από  τα δώδεκα της η μάνα μου.Μεγάλωσα στα δυτικά προάστια της πρωτεύουσας όπου ζω και δραστηριοποιούμαι μέχρι σήμερα.
Σπούδασα οικονομικά στη Νομική σχολή της Αθήνας και από τα φοιτητικά μου χρόνια,δικτατορία βλέπεις τότε ασχολήθηκα ενεργά με την πολιτική στο χώρο της Αριστεράς.
Κατά καιρούς εργάστηκα στο χώρο του αθλητισμού.

Ως αναπληρωτής συντονιστής διευθυντής του Ο.Α.Κ.Α. και στη συνέχεια στο ποδόσφαιρο. (Ε.Π.Α.Ε και Σούπερ Λίγκα).
Κατά καιρούς επίσης έχω αρθρογραφήσει στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο με θεματολογία ειδικευμένη στα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα του αθλητισμού.
Διετέλεσα επίσης μέλος της οργανωτικής επιτροπής του παγκοσμίου πρωταθλήματος στίβου «ΑΘΗΝΑ 1997» ,
Μέλος της Eθνικής Ολυμπιακής Aκαδημίας,
Γενικός γραμματέας της ομοσπονδίας πάλης και διοικητικό μέλος αρκετών αθλητικών συλλόγων.
Το 2009, πραγματοποιώντας την κρυφή και από τα νεανικά χρόνια επιθυμία μου επεχείρησα τη πρώτη εκδοτική μου προσπάθεια με το βιβλίο μου:«προσκύνημα στους ξεχασμένους ζάνες». 
Μια έκδοση κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα μ’ άγνωστες καταγραφές και μαρτυρίες από το χώρο του αθλητισμού και μια πρώτη προσπάθεια για την κατάρριψη του μύθου του «Σπύρου Λούη».
Το 2010 εξέδωσα την ποιητική μου συλλογή «… του αστεριού ο τοκετός»,
το 2012 την ποιητική συλλογή « ονείρων κέρασμα» 
και εντός του 2013 αναμένεται να εκδοθεί ένας καινούργιος κύκλος ποιημάτων μου με τίτλο «τ’ Αδέσποτα».


 Από το βιβλίο «Προσκύνημα στους ξεχασμένους Ζάνες» απόσπασμα 



Με το τσιγάρο στο χέρι και τον ιδρώτα να περιλούζει το κορμί μου, μέτραγα τα πέτρινα βάθρα, κατά μήκος του κρηπιδώματος των θησαυρών, μπροστά από την κλασσική είσοδο του σταδίου της Ολυμπίας. Πρόκειται για δεκαέξι βάσεις, όλες σε σχήμα παραλληλογράμμου, που πάνω τους είχαν χάλκινα αγάλματα του Δία, τούς ονομαζόμενους Ζάνες. Κάθε άγαλμα, έργο ξακουστού καλλιτέχνη της εποχής, πληρώνονταν από το πρόστιμο που έτρωγε ο αθλητής, όταν παραβίαζε τους κανονισμούς των Ολυμπιακών αγώνων. Κάθε αρχαίο αθλητικό λαμόγιο δηλαδή, μιας και στον αθλητισμό, όπως και όπου αλλού υπάρχει χρήμα και δόξα, τα λαμόγια και οι αθλητικοί παράγοντες γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, μεγαλούργησαν και κυριάρχησαν μαζί με την ίδια την αθλητική δραστηριότητα Όπως αναφέρει ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας, επειδή σε τούτο τον τόπο τότε, όπως και τώρα, έχουμε μάθει να ξεχνάμε γρήγορα, στις βάσεις των αγαλμάτων χάραζαν μια επιγραφή με το όνομα του παραβάτη. Και μαζί με αυτό συμβουλές και παροτρύνσεις προς τους συμμετέχοντες να αγωνιστούν τίμια και καθαρά, χωρίς δόλο δηλαδή. Αυτή η αναγραφή του ονόματος του κατεργάρη αθλητή στον Ζάνα, αποτελούσε μόνιμη ντροπή, βαρύ δια βίου ανάθεμα, για τον ίδιο, την οικογένεια του και την πόλη που εκπροσωπούσε…. 
(διάθεση Κ. Μ. Ζαχαράκης)



 Από τη συλλογή  "...του αστεριού ο τοκετός"

                                                       I. Της νιότης μου εικόνες 



Πάστρα, ασβεστωμένος πλίνθινος μαντρότοιχος 
και μυρωδιά ροδόνερου οι παιδικές μου εικόνες.
Ρυτιδιασμένες κυράδες με ροζιασμένα δάχτυλα, 
περήφανα κεφάλια τυλιγμένα σε μαυροτσέμπερα.

Φουντωτά βασιλικά και πολύχρωμα τριαντάφυλλα, 
ένα με τα λασπόνερα από την πρωινή μπουγάδα. 
Τσιλίκι και μπάλα ξυπόλητοι στο χωματόδρομο, 
κλέφτες κι αστυνόμοι στης γειτονιάς το βασίλειο.

Ο κορμός της ακακίας η επαφή μας με τα άστρα, 
του χαρταετού το πέταγμα το δυνατό φτερούγισμα.
Αμούστακα, χνουδωτά σπυριασμένα προσωπάκια 
κουρεμένα στη ρίζα, παντελόνια γεμάτα μπάλωμα.

Παλιά εικονίσματα μαζί με το μπακαλοτέφτερο, 
βαρύ ανεξόφλητο χρέος σε θεούς και ανθρώπους.
Γεράνια και ηλίανθοι σε σκουριασμένους τενεκέδες, 
μικρός πολύχρωμος κόσμος στη κουρνιασμένη ελπίδα.

Χελιδονοφωλιές και χρυσόμυγες το δικό μας σαφάρι, 
ξύλινα όπλα, σφεντόνες και πέτρες το αντριλίκι μας.
Τραγούδι και μοιρολόγι συνηθισμένα ακούσματα, 
πόνος και βάσανα της μοίρας μας γραμμένο ριζικό. 

Ανάκατες μυρωδιές του φρεσκοποτισμένου μπαξέ, 
μπλεγμένες με την ιδρωτίλα του γείτονα οικοδόμου.
Μόνιμος ο φόβος από τα αστραπόβροντα τα βράδια, 
παγωμένα βλέμματα στο πέρασμα του χωροφύλακα.

Εικόνες και συναίσθημα αχταρμάς στο υποσυνείδητο, 
ανεξίτηλα στίγματα πληβείας ταπεινής καταγωγής.
Τσιμέντο και άσφαλτος οι νικητές, οι αυτοκράτορες, 
καγκελόφραχτα τα παραθύρια και τεχνητά τ’ αρώματα.
(γιώργος θ. τζιας, απο τη συλλογή "...του αστεριού ο τοκετός")

                                                    II  Στη γειτονιά των θεών 



Στα παλιατζίδικα 
φτηνοπουλιέται η μπέσα του πατέρα, 
αζήτητος αχταρμάς παραπεταμένων υλικών χωρίς αξία, 
ένα με τα σκουριασμένα εργαλεία του γέρο Ήφαιστου, 
σ’ αραχνιασμένες γωνιές 
πλάι σε λιμνάζοντα απόνερα.

Στ’ αζήτητα του μπιτ παζάρ 
η ανθρωπιά της κυρά Βάσως, 
σε σκουροπράσινο χρώμα της χολής η εικόνα του τοπίου, 
παλιά μισοκαμμένα εξώφυλλα δερμάτινων αναγνωστικών, 
αγκαλιά με άψυχες 
κιτρινισμένες απ’ το καιρό σελίδες.

Η γνώση των αιώνων ρακένδυτη, 
ηττημένη και φοβισμένη, 
με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ανήμπορο γέρικο ζευγάρι, 
κρύβεται στα σκουπίδια, 
έρμαιο στις ορέξεις των τρωκτικών, 
παραδομένη σε άρρωστα πρωτόγονα καταστροφικά ένστικτα.

Πλαστικά αγάλματα της Αθηνάς 
και κινέζικα τσολιαδάκια, 
κρεμασμένα λικνίζονται στις βιτρίνες των σουβλατζίδικων, 
κακέκτυπα απομηνάρια στο καινούργιο ναό του εμπορίου, 
νοτισμένα απ’ τη τσίκνα της ψησταριάς 
και τη ξινή οσμή της μπύρας.

Κουστουμαρισμένα διοπτροφόρα στελέχη των πολυεθνικών 
χαχανίζουν κάτω από τον Παρθενώνα 
τρωγοπίνοντας ασταμάτητα, 
σχολιάζουν τις διακυμάνσεις του πετρελαίου, του Dow jones, 
αγέλαστα ψυχρά πρόσωπα 
στο άψυχο βασίλειο των αριθμών. 

Το δάκρυ της Καρυάτιδας 
διαπερνά αλώβητο την όξινη βροχή, 
σμίγει με τις φωνές των παιδιών της μαθητικής διαδήλωσης, 
ποτίζει τις ξεραμένες ακακίες, 
τις βοκαμβίλιες και τα αγιοκλήματα, 
αγιασμένο μύρο, παλιό γιατρικό στων ανθρώπων το παίδεμα. 

Τα παιδιά σταματούν στα λασπόνερα, 
τη μπέσα, το φιλότιμο, 
την ανθρωπιά των γωνιών μου προσεκτικά μαζεύουν με ευλάβεια, 
από τα υλικά του Ήφαιστου φτιάχνουν σπαθιά και πανοπλίες, 
αγκαλιάζονται, φιλιούνται, ερωτεύονται, 
πλάθουν μονάχα τους το μέλλον.

Η χρυσή άρπα του Απόλλωνα 
μελωδικά ερεθίζει το είναι μας, 
μυρωδιές ανοιξιάτικες πλημμυρίζουν καρδιά και συναίσθημα, 
το διψασμένο χώμα 
ρουφά το σπέρμα των ερωτευμένων παιδιών, 
χαρούμενη η γη των γονιών και των παππούδων μας ξανακαρπίζει. 
(από τη συλλογή "...του αστεριού ο τοκετός")

                                                 III  Ευλαβικό προσκύνημα 



Απέραντο γαλάζιο το κορμί μου κυρίευσες, 
πορθητής της Βαστίλης την εποχή του τίποτα.
Νερό και αέρας στο σώμα μου παιχνιδίζουν ανέμελα, 
τη φωτιά της ψυχής χωρίς φόβο αψηφούν.
Δόγματα αρχέγονα το μυαλό μου κυρίευσαν, 
στη παγκόσμια εξουσία ύστατη αντίσταση.

Ήλιος και θάλασσα τις ορμές μου ζωντάνεψαν, 
στο πληβείο αίμα τη ζωή απλόχερα χαρίζουν.
Φως και αρμύρα τα κύτταρα μου κατέκτησαν, 
στα σημάδια του χρόνου, μαγικό μυστικό γιατρικό.
Αξίες κι οράματα πλαστουργοί στο συναίσθημα, 
στων βολεμένων την κριτική το μόνο αντίδοτο.

Ανοιξιάτικα αρώματα μύρο στο γύινο χώρο μου, 
οσμές χωμάτινες παιδικών ανέμελων χρόνων.
Μυρωδιές της πασχαλιάς της πατρίδας μου έμβλημα, 
πανάρχαια συνταγή στο πρώτο ερωτικό σκίρτημα.
Μουσκεμένα κορμιά εικόνες της νιότης μου, 
ο ιδρώτας του μόχθου κληρονομιά των προγόνων μου.

Χρυσαφένια ώριμα στάχια δώρα των δικών μου θεών,
το στόμα το δικό μου και της φαμίλιας μου χόρτασαν.
Αυλακιές στη γη με υνί οξύ από πυρωμένο σίδερο,
μαστορεμένο μαγικά στου γέρο Ήφαιστου το φυσερό.
Ηλιοκαμένα ρυτιδιασμένα πρόσωπα ένα με το αλέτρι,
ο σταυρός του Αντύπα ασήκωτο φορτίο στις πλάτες τους.

Μαυροφορεμένες μάνες, 
εργάτες του μετάλλου και της πέτρας, 
γητευτές του χωραφιού, απανταχού ξωμάχοι, 
κάθε λογής απόκληροι, 
οι δικοί μου όσιοι και Άγιοι, 
η δικιά μου θρησκεία.
Εκκλησιά τους η καρδιά μου, 
ευαγγέλιο μου ο μόχθος τους, 
προσκύνημα τις σχόλες οι ασπρόμαυρες εικόνες τους, 
ξωκλήσι της λατρείας τους, 
η άσφαλτος και το χώμα που πάτησαν. 
(γιώργος θ. τζιας, απο "... του αστεριού ο τοκετός" εκδόσεις Κ. Μ. Ζαχαράκης)

                                                        IV   Άλικο στίγμα 



Άλικο στίγμα, 
ματωβαμένο κόκκινο ο κόσμος μου, 
πορφυρένια χλαμύδα οι εικόνες στο μυαλό μου.
Κόκκινα τα βράχια της θάλασσας 
στης μέρας το φευγιό, 
βάλσαμο κι’ ανάσα στ’ ανθρώπου το παίδεμα. 

Κόκκινο μπρούσκο 
το δώρο του Νεστοριανού αμπελιού, 
σύντροφος πιστός 
στη παραζάλη και στα ταξίδια της σκέψης.
Άλικα τα τρυγημένα χείλη της ξένοιαστης παρθένας, 
κόκκινο σημάδι στα λευκοσέντονα των κοριτσιών.

Κόκκινες οι ανταύγειες 
τ’ αυγουστιάτικο ηλιοβασίλεμα, 
ερωτικό κάλεσμα στις αρσενικές ορμές και τις αισθήσεις.
Άλικο διάφανο πέπλο η μυρωδιά του γυμνού κορμιού,
θεϊκή των κυττάρων τροφή 
στης ψυχής το φτερούγισμα. 

Κόκκινο πύρινο ποτάμι 
στα έγκατα της μάνας γης, 
του θυμού των Θεών ξέσπασμα στην ανθρώπινη μιζέρια.
Άλικο το χρώμα της παλιάς μπολσεβίκικης παντιέρας, 
κατακόκκινο το αίμα 
στις φλέβες της δικιάς μου φυλής.

Κόκκινη η ελπίδα 
κουρνιάζει τρομαγμένη στα εσώψυχα,
το ροζιασμένο χέρι της μάνας αιώνιος τροφός της.
Άλικο άγριο ρόδο και κατακόκκινο μυρωδάτο γαρύφαλλο,
απλόχερη καθάρια πληρωμή 
στης ζωής το τελείωμα. 
(γιώργος θ. τζιας απο τη συλλογή μου "...του αστεριού ο τοκετός", εκδόσεις Κ. Χ. ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ )


  Από τη συλλογή «ονείρων κέρασμα»


                                                           I.Έστω κι έτσι



Άμμος και κόκαλα ανάκατα 
φόβος του γυπαετού το πέταγμα•
του κροταλία το σφύριγμα δίπλα μου.

Πύρινες φλόγες του ήλιου το παιχνίδισμα 
χθες και σήμερα στο ίδιο ολοκαύτωμα•
καύκαλο αμούστακου νεανία η κούπα μου.

Μονόφθαλμα τα αλαλάζοντα πλήθη 
λιπόσαρκες ρακένδυτες οντότητες•
Δέσποτα επίγειε, ευλόγησον ημάς.

Μολυσμένο υγρό στο αίμα μας 
νεκρών οσμή το ξεχασμένο δείλι•
συγνώμη, λησμόνησα το νούμερό μου.

Κυνηγημένος δραπέτης η σκέψη 
στην πυρά βιβλία και πάπυροι•
εταίρα στην Κόρινθο η Αθηνά.

Κρανίου τόπος τα στενοσόκακα 
πετρωμένο στην αυλή το χαμόγελο•
δωρεάν δακρυγόνα στον Παρθενώνα.

Θεοί και εωσφόροι συνέταιροι 
εμπόριο στους κοινούς βωμούς των•
ερριμμένα ατάκτως τα συναισθήματα. 

Έστω κι έτσι εγώ θα σ’ αγαπώ, 
και σένα, και μένα, και τους άλλους.
Έστω κι έτσι μέσα στα δρακόσπιτα 
ξαναμμένοι θα κυλιστούμε στα ξερολίθαρα. 
Γιατί; Έτσι, προσδοκώντας τα γεννητούρια. 
(γιώργος θ. τζιας, από τη συλλογή "ονείρων κέρασμα")

                                                        II .Άρατε πύλας 




άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι 
και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης*

Ο καρπός του λιόδεντρου 
τα καντηλέρια της ψυχής ανασταίνει, 
του αμπελιού ο τοκετός 
ζάλη γλυκιά στης καρδιάς το σκίρτημα. 
Άρατε πύλας 
θρησκεία του ανθρώπου ο συνεχής κάματος.

Το χρώμα του κυκλάμινου 
εικόνα του Θείου στο εικονοστάσι, 
της νερομάνας το γέννημα 
αγίασμα στα διψασμένα χείλη. 
Άρατε πύλας 
τα δώρα της φύσης απλόχερα προσφέρονται.

Στητό το στήθος της παρθένας 
προαιώνιες ορμές ανασύρει, 
πορφυρός χρυσοκέντητος χιτώνας 
η αφή στο βελούδινο δέρμα της. 
Άρατε πύλας 
ενωμένα τα κορμιά στον οργασμό παραδίνονται. 

Η άρπα του Απόλλωνα 
το κλάμα του νεογέννητου συνοδεύει, 
ήχος επίλεκτος
διαχρονική τροφή στις ναρκωμένες αισθήσεις. 
Άρατε πύλας 
φωνές νέων πλασμάτων οι καινούργιοι παιάνες.

Σε ναούς ταπεινούς 
του ανθρώπου το παίδεμα μυστικά αναφέρεται, 
υλικό ακατέργαστο 
στων σιωπηλών ποιητών τις ξεραμένες γραφίδες. 
Άρατε πύλας 
η οσμή του ιδρώτα σε παπύρους καθαγιάζεται.

Κοφτερά τα δρεπάνια 
της μάνας γης γεννήματα κουρσεύουν, 
παιδολόγι, γυναίκες, λιοκαμένοι ξωμάχοι 
ένα με το βιος τους. 
Άρατε πύλας 
πλούσια τα ελέη των δικών τους ροζιασμένων χεριών. 

Του ανέμου το ηχόχρωμα 
τη χειμέρια νάρκη αναστατώνει, 
επτασφράγιστα λόγια σοφών 
μυστικά ανασταίνονται. 
Άρατε πύλας 
η επανάσταση του πνεύματος κυοφορείται.

Χρυσοστόλιστα παλάτια 
η οργή του πλήθους καταστρέφει, 
της Περσεφόνης τα δώρα 
αφέντες μας στο ξύλινο τραπέζι. 
Άρατε πύλας 
ο ανώνυμος άνθρωπος τροπαιούχος εισέρχεται. 

*Ψαλμοί Δαυίδ 23-9 
(γιώργος θ. τζιας, από τη συλλογή μου "ονείρων κέρασμα")

                                             III  Αναμονή


Ν Λύτρας "Αναμονή"
Τώρα σιωπούμε.
Άλαλοι 
με ρυτιδιασμένα πρόσωπα 
αφουγκραζόμαστε.
Στην σχισμάδα του βράχου 
φοβισμένη 
κουρνιάζει η λαλιά μας.

Τώρα περιμένουμε. 
Ασάλευτες 
σκελετωμένες υπάρξεις 
σε καταστολή.
Συνθετικό υγρό το αίμα μας 
νεκρώνει 
τα κύτταρα της σκέψης.

Τώρα κοιτάμε.
Γερασμένα 
ανθρωπόμορφα όντα 
μ’ ορθάνοιχτα μάτια.
Ηλεκτρομαγνητικά πεδία 
πάνω μας 
τα χρώματα της ίριδας.

Τώρα αναπολούμε.
Ανέκφραστοι 
δεσμώτες της δικής μας 
λησμονιάς.
Ερμητικά κλεισμένη στο χθες 
η μυρουδιά 
του βρεγμένου χώματος.

Τώρα προσμένουμε.
Ταγοί και υπήκοοι 
το μεγαλείου της φύσης 
αναμένουμε.
Ο τοκετός της ελπίδας 
ύστατη μετάληψη 
στο κάλεσμα της ηλιαχτίδας. 
(από τη συλλογή «ονείρων κέρασμα»)

                             

                                    Από "τ'αδέσποτα"


I  Κυριακάτικο απόβραδο. Επιθυμίες και αναμνήσεις σ' αγουροξύπνημα.Στο μητάτο



Κείνα τα φτερά του Πήγασου 
στο ξύπνιο μου ονειρεύτηκα. 
Πουλάρι αχαλίνωτο 
να σχίζω θέλω τους αιθέρες. 
Λεύτερος σε δίχως τελειωμό ταξίδι. 
Κι όταν η ύλη κλείσει τον κύκλο της 
τροφή στ’ ουρανού τ’ άγρια πετούμενα να γίνω. 
Εκεί στου Ψηλορείτη την κορυφογραμμή 
κουφάρι άψυχο στου Δια το στερνό μητάτο. 
Κι αν ψάξεις να με βρεις 
πανσέληνο μονάχη σου ξεκίνα. 
Στις μυρωδιές των αγριμιών 
η άρπα του Απόλλωνα θέλει να σ’ οδηγήσει. 
Κι αν σε φοβίσουν οι Θεοί 
να μην λιποψυχήσεις 
του Ψαραντώνη η δοξαριά όλων μας είναι ασπίδα. 
(γιώργος θ. τζιας, από "τ'αδέσποτα")

                                                            II. Ζήτημα αρχών



Νύχτα.
Βαθύ σκοτάδι στο παγωμένο τοπίο.
Το φως ηττημένο αυτοκτόνησε.
Φλόγες από πυρά
στου ορίζοντα το βάθος.
Πλησιάζοντας αναθαρρώ.
Το κρύο αίμα αναζητά ζεστασιά.
Οι φλόγες υψώνονται στον ουράνιο θόλο.
Μένω μακριά.
Όχι, φωνάζω. Όχι.
Αρνούμαι τη θαλπωρή της φωτιάς
που δυναμώνει με καιόμενα βιβλία.
Από "τ' αδέσποτα"

                 ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

                                                      I   Επιλογές




Φως και σκοτάδι σ’ αλλόκοτες στρατιές 
της σκέψης τα γεννήματα 
με πόλεμο ζητούν να κατακτήσουν.
Φως Απολλώνιο τρισυπόστατο 
στης γνώσης το βασίλειο 
άπλετα χαρισμένο. 
Του ανθρώπινου χτήνους βρυχηθμός 
άγριο βαθύ σκοτάδι 
πρωτόγονο ένστικτο σ’ ανέμελο μυαλό. 
Πανάρχαιος κόντρα των αντίθετων 
ή για θνητούς κοινούς όπως εμείς 
σαθρό κυνήγι ουτοπίας;
Παιχνίδι ουράνιο έξω από εμάς 
στου χωροχρόνου την ανάπαυλα 
το χρώμα στο λυκόφως. 
Μήτε φως φεγγοβολά μήτε σκοτάδι πέφτει ̇ 
μήτε καλό μήτε κακό 
την ώρα της αδράνειας. 
Κοσμική τη λένε ανακωχή 
στου καθενός μας χωριστά 
τη μυστική παλαίστρα.
Κι εγώ μικρός ασήμαντος γραφιάς 
πείσμων κι αιθεροβάμων 
του μαχητή την προσμονή διάλεξα για θρησκεία.
Δεν τους ζητώ συμβιβασμό 
αρνούμαι συμφωνίες 
είναι γεμάτη στα στερνά του θέλω μου η φαρέτρα.
Θεοί και δαίμονες μαζί τ’ ανθρώπου η φοβία 
την ώρα του λυκόφωτος 
στ’ αλήθεια λέγω δεν μπορώ δεν πρέπει να πεθάνω. 
(γιώργος θ. τζιας, ποίημα ανέκδοτο)

                                                              II Ο ποιητής






Κοπάδι ανέμελο τριγύρω μου οι λέξεις. 
Άγριο μελίσσι αχόρταγο ̇ 
εικόνα αναγέννησης 
στης κουτσουπιάς τον άναρχο ανθό. 
Μπουμπούκι ανήμπορο τα γράμματα. 
Κύτταρα ζωτικά της γλώσσας ̇ 
χρώματα κι ευωδιές μου 
με χάρη άτακτη στα φύλλα αραδιασμένα.
Κανόνες σύνταξης διαχρονικού της φύσης λεξικού. 
Πρωτογενή δοκιμασμένα υλικά 
στης ιστορίας 
το δαιδαλώδες καθημερινό περπάτημα.
Υποχρεωτική προπατορική εντολή μάθησης.
Με της ψυχής το νοητό το χέρι 
τολμώ μ’ αυθάδεια περισσή 
στης φαντασίας ν’ ακροβατώ τ’ ανεξερεύνητα λιβάδια.
Παιάνες αναγγέλλουν του καρπού την ωρίμανση.
Με ευλάβεια σκύβω μαζεύοντας τις λέξεις 
μοναχικά παραπονεμένα
αρχαία γράμματα τρυγώ. 
Στρωμένο το τραπέζι της γνώσης αναμένει.
Αχόρταγα γεύομαι οσμές 
χάνομαι στη μαγεία των χρωμάτων 
ρουφώ λαίμαργα την αέναη περιπλάνηση τους. 
Πατρική εντολή η συνέχεια στο παιχνίδι των λέξεων.
Στου νου τ’ απόκρυφο εργαστήρι 
μ’ εργαλεία από μνήμες προγονικές 
στίχους για μας, για σένα Άνθρωπε με κόπο μαστορεύω.
Χρέος ανεξόφλητο στο δύσκολο εγώ μας. 
Στίχους πολλούς και ποιήματα και φράσεις 
λίπασμα πιστεύω ανόθευτο 
γνώσης τροφή στον οργασμό της φύσης.
(γιώργος θ. τζιας, ανέκδοτο)







1 σχόλιο:

  1. Εξαιρετικη δουλειά, πολύ δυνατή ποίηση,,, Γιώργο χαίρομαι που σ εχω γνωρίσει όχι μόνο ως ποιητή αλλα και ως ένα άνθρωπο , που τον χαρακτηρίζει ήθος και σεμνότητα.. Σπανίζουν αυτά σήμερα...
    Αθηνά Κοτσόβολου

    ΑπάντησηΔιαγραφή