Γράφει ο Γιάννης Δημάκης
Λιθαγωγία και Ανάβαση στον Ιερό Βράχο Ακρόπολης
Η χρήση των αντιστάθμων αμαξών περιγράφεται από τον Ήρωνα (Μηχανικά, 3.9), ενώ ο Μανόλης Κορρές (καθηγητής του ΕΜΠ, είναι από τα βασικά μέλη στην Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως και έχει συνδεθεί άμεσα με την αποκατάσταση του Παρθενώνα ) υποθέτει ότι θα ήταν ο μόνος πιθανός τρόπος για την αναβίβαση τόσο πολλών λίθων σε τόσο βραχύ χρόνο στην Ακρόπολη
Αρχαία Αρχιτεκτονική
Η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική γίνεται σε μας αντιληπτή σήμερα κυρίως μέσα από τα μεγάλα οικοδομήματα από τον 7ο αιώνα και εξής, αλλά οι ρίζες της είναι πολύ βαθύτερες ξεκινώντας από την ελλαδική προϊστορική εποχή.
Τα υλικά δομής της Αρχαίας Αρχιτεκτονικής
Από την πρώιμη εποχή ο άνθρωπος στήριξε την οικοδομική του δραστηριότητα σε υλικά διαθέσιμα στο φυσικό του περιβάλλον, όπως το χώμα, το ξύλο και η πέτρα. Τα βασικά υλικά της αρχιτεκτονικής μέχρι τον 7ο αιώνα ήταν το ξύλο και ο πηλός. Η παράδοση μάλιστα η οποία δημιουργήθηκε από τη χρήση των ξύλων στην αρχιτεκτονική, διατηρήθηκε στις μορφολογικές λεπτομέρειες των μεταγενέστερων λίθινων οικημάτων.
Ξύλο
Στην πρώιμη εποχή υπάρχουν πολλές πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του ξύλου, χωρίς όμως αντίστοιχο πλήθος σχετικών υλικών καταλοίπων, καθώς το ξύλο είναι ένα υλικό που αποσυντίθενται με τα χρόνια και έτσι οι πληροφορίες που έχουμε σε σχέση με τα ξύλινα αρχιτεκτονήματα από τις ανασκαφές είναι περιορισμένες. Από τα στοιχεία πάντως που υπάρχουν είτε από τις πηγές, είτε από τις ανασκαφές, συμπεραίνεται πως μέχρι τον 7ο αιώνα το ξύλο χρησιμοποιούνταν οπωσδήποτε για την παραγωγή διαφόρων αρχιτεκτονικών μελών, όπως για κίονες, δοκούς, στέγες, επενδύσεις παραστάδων κτλ. Κατά τη γεωμετρική περίοδο για τη διαμόρφωση των τοίχων παράλληλα με τα ωμά πλιθιά χρησιμοποιούνταν και ξυλοδεσιές, ενώ το κάτω μέρος των τοίχων γινόταν κυρίως από λίθους (λιθολόγημα) για λόγους καταπολέμησης της υγρασίας. Παράλληλα, σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρούνται και τοίχοι εξ΄ ολοκλήρου κατασκευασμένοι από λίθους.
Από τα είδη του ξύλου η δρυς εφαρμοζόταν για την κατασκευή κιόνων, κατωφλίων, τετραξύλλων των ανοιγμάτων κ.α. Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο (βιβλίο ΙΙ, κεφ. IX)
«τα δέντρα διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις ιδιότητές τους και κατά συνέπεια αυτό επηρεάζει και τη συμπεριφορά τους ως οικοδομικών υλικών. Η δρυς λοιπόν όντας δέντρο με πολλά «γήινα στοιχεία» περιέχει ελάχιστη υγρασία και διαρκεί για άπειρο χρόνο, κυρίως όταν είναι θαμμένη σε υπόγεια μνημεία. Αντίθετα όταν εκτεθεί σε υγρασία δημιουργεί ρωγμές στις κατασκευές στις οποίες χρησιμοποιείται. Η χειμωνιάτικη δρυς από την άλλη είναι πολύ χρήσιμη σε κτίρια, αλλά και αυτή όταν βρεθεί σε υγρό περιβάλλον, σαπίζει».
Το πεύκο και το έλατο χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή οροφών και πατωμάτων, ενώ από κέδρο κατασκευάζονταν οροφές, σκάλες και πατώματα. Από αυτά ο Βιτρούβιος (βιβλίο ΙΙ, κεφ. IX) αναφέρει για το έλατο ότι «περιέχει ως δέντρο ελάχιστη υγρασία, είναι από τη φύση του δύσκαμπτο και διατηρεί την ευθύτητά του όταν χρησιμοποιείται σε σκελετούς. Από τον κορμό του ελάτου το ψηλό μέρος που διακρίνεται για τη σκληρότητά του, ονομάζεται δεσμόξυλο, ενώ το κατώτερο σημείο, το καθαρό απόθεμα, διαχωρίζεται σε τέσσερα μέρη και ετοιμάζεται για τις ενώσεις».
Για τον κέδρο πάλι αναφέρει ότι
«ο κορμός του είναι ίσιος και από το συγκεκριμένο ξύλο ήταν κατασκευασμένο το άγαλμα της Άρτεμης και η οροφή στο ναό της Εφέσου, αλλά και πως η χρήση του ήταν διαδεδομένη καθώς πρόκειται για ένα ξύλο «αιώνιο».
Το κυπαρίσσι χρησιμοποιούνταν επίσης αρκετά - για παράδειγμα στη στέγη του Παρθενώνα - ενώ άλλα είδη προς οικοδομική χρήση ήταν η ελιά, η καρυδιά και η οξιά. Ο έβενος ήταν το κατεξοχήν ξύλο που εισάγονταν από το εξωτερικό.
Τα ξύλα τα μεταχειρίζονταν ακατέργαστα, πελεκητά (εν μέρει κατεργασμένα) και σχιστά (κατεργασμένα πλήρως με πριόνι). Παράλληλα, υπήρχαν και φύλλα ξύλου για επικολλήματα, όπως οι σημερινοί καπλαμάδες. Η μεταξύ τους σύνδεση πραγματοποιούνταν μέσω α) καθήλωσης με σιδερένια, ορειχάλκινα ή ξύλινα καρφιά (τύλους ή γόμφους) β) συνδέσμων σχήματος διπλής χελιδονούρας ή πελεκίνου γ) εντορμίας, όπως οι σημερινές πατούρες ή γκινισιές και δ) μέσω κόλλησης με ισχυρή κόλλα, ταυρόκολλα ή ιχθυόκολλα.
Τα ξυλουργικά εργαλεία
Οι ξυλουργοί, τέκτονες, χρησιμοποιούσαν ένα σύνολο εργαλείων όχι και πολύ διαφορετικά από τα σημερινά. Ορισμένα από τα βασικά εργαλεία των ξυλουργών ήταν ο πέλεκυς, το καμπύλον σκέπαρνον, οπρίων, το τρύπανον ή τέρετρον, ο τόρνος και η ρυκάνη (πλάνη), ενώ ως βοηθητικά όργανα χρησιμοποιούνταν η κάθετος ή σταφυλή (νήμα στάθμης), το προσαγωγείον (γωνιά), ο διαβήτης και οκανών .
Πηλός
Μεγάλη εφαρμογή κατά την αρχαϊκή περίοδο είχε ο ψημένος πηλός, καθώς χρησιμοποιούνταν όχι μόνο σε κεραμίδια, αλλά και σε στοιχεία επενδύσεως των ξύλινων μερών, σε μετόπες, επίκρανα παραστάδων κτλ. Στα κλασικά χρόνια συνεχιζόταν η ευρεία χρήση του οπτού πηλού σε κεραμίδια, υδρορροές, πηλοσωλήνες, ανθέμια, καθώς και σε αλλά ευπαθή στην υγρασία αρχιτεκτονικά μέλη.
Ο άψητος πηλός εφαρμοζόταν πολύ κυρίως σε τείχη, αλλά και σε σπίτια και κτίρια με δευτερεύουσα σημασία, χωρίς αυτό να αποκλείει τη χρήση τους ενίοτε και σε τοίχους μνημειωδών κτιρίων, όπως η στοά του Αμφιαράου ή το ανάκτορο της Βεργίνας.
Πετρώματα( τα υλικά από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της Γης)Τον 6ο αιώνα όλα τα μεγάλα και σημαντικά μνημεία ήταν λίθινα, καθώς ήδη από 620 π.Χ. περίπου ξεκινά η εφαρμογή του λίθου στους ναούς, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εγκατάλειψη του ξύλου και του ωμού πλίνθου. Τον 6ο αιώνα μάλιστα εξαιρετικά εκτεταμένη υπήρξε η χρήση του πωρόλιθου.
Tα ιζηματογενή πετρώματα είχαν για την αρχαία αρχιτεκτονική μεγάλη σημασία. Πρόκειται για διάφορα είδη ασβεστόλιθων, όπως ο πωρόλιθος, ο τόφφος, ο απολιθωματικός ασβεστόλιθος και ο ψαμμιτικός ασβεστόλιθος, καθώς και διάφορα είδη αμμολίθων και μεταμορφωμένων πετρωμάτων με βάση τον ασβεστόλιθο, δηλαδή διάφορα είδη μαρμάρου, κροκαλοπαγών και λατυποπαγών λίθων.
Πωρόλιθος
Ο όρος πωρόλιθος, πώρος ή λίθος πώρινος, περιλαμβάνει κατά περιοχές πετρώματα διαφορετικής ποιότητας, μαλακά με ερυθροκίτρινο χρώμα που μπορούν να δουλευτούν με το σκαρπέλο, καθώς και τόφφους και απολιθωματοφόρους ασβεστόλιθους κυρίως γκρίζου χρώματος, η σκληρότητα των οποίων αυξάνεται με την παραμονή τους στον αέρα. Τα πετρώματα αυτά συναντώνται σε μεγάλη ποικιλία στην Ελλάδα, τη Σικελία, καθώς και τη Μικρά Ασία.
Κατά την αρχαϊκή, αλλά και την κλασική περίοδο χρησιμοποιούνταν πολλά διαφορετικά είδη πωρόλιθου, όπως ο κογχυλιάτης λίθος, υποκίτρινος αλλά ελαφρά σκληρός, περιέχοντας πολλά απολιθωμένα κοχύλια παραδείγματα:
Ναός Δία στην Ολυμπία(Κύριο υλικό δομής του ναού είναι ο ντόπιος κογχυλιάτης λίθος, επιχρισμένος με λεπτό λευκό μαρμαροκονίαμα για να δίνει την εντύπωση μαρμάρου) και Αθηνάς στην Αλίφειρα, ο καστανέρυθρος ωολιθικός πωρόλιθος (παράδειγμα: θησαυροί στα πανελλήνια ιερά και μεγάλοι ναοί Κάτω Ιταλίας) και ο υποκίτρινος Αιγινίτης (παράδειγμα: ναός Αφαίας στην Αλέα Τεγέας).
Εξωτερικά τα πώρινα μέλη δέχονταν ένα λεπτό στρώμα επιχρίσματος (stucco). Tο πάχος του επιχρίσματος ήταν συνήθως λεπτό, ενώ η χρήση του είχε ως στόχο να εξομαλύνει τις μικρές, φυσικές κοιλότητες, τους αρμούς, καθώς και να προστατεύσει την επιφάνεια από την υγρασία και να διευκολύνει την τοποθέτηση των χρωμάτων. Ο πωρόλιθος χρησιμοποιούνταν για τα ορατά μέρη των κτιρίων, ενώ αργότερα με τη διάδοση της χρήσης του μαρμάρου, χρησιμοποιούνταν κυρίως για γεμίσματα ή δομές ή δευτερεύοντα αρχιτεκτονικά μέλη, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χτίζονταν και κτίρια εξ΄ ολοκλήρου από πωρόλιθο, όπως για παράδειγμα το Αφροδίσιον της Επιδαύρου ή το Γυμνάσιο της Σικυώνος.
Την πιο συχνή χρήση πάντως απ' όλους τους λίθους είχε ο σκληρός, γκρίζος ασβεστόλιθος ο οποίος χρησιμοποιούνταν για οικοδόμηση οχυρών, θεμέλια κτιρίων, αλλά και για κτίρια με απλά μνημειακά χαρακτηριστικά. Ο ασβεστόλιθος χαρακτηρίζεται από τον Παυσανία ως επιχώριος λίθος. Στην Πειραϊκή χερσόνησο εξορυσσόταν ο ακτίτης λίθος, λευκόφαιου χρώματος, από τον οποίο είναι κατασκευασμένος ο Κιμώνειος Πύργος της Αθηνάς Νίκης.
Μία άλλη κατηγορία εγχώριων φαιοκύανων ασβεστολίθων, οι μέλανες ασβεστόλιθοι, χρησιμοποιούνταν σε πολλές περιοχές αντί για μάρμαρο. Ο μέλας αυτός ασβεστόλιθος είχε χρησιμοποιηθεί και στα θεμέλια του Εκατόμπεδου της Ακρόπολης, εξορυσσόμενος μάλιστα από τον ίδιο τον φαιοκύανο βράχο της Ακρόπολης.] Άλλος βαθυκύανος ασβεστόλιθος ήταν και ο ελευσινιακός λίθος, ο οποίος εξορυσσόταν στην Ελευσίνα και είχε χρησιμοποιηθεί σε δευτερεύοντα αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως στο δάπεδο του μεσαίου κλίτους του σηκού του ναού του Δία στην Ολυμπία.
Τα λατομεία και η εξόρυξη του μαρμάρου..
Η εξόρυξη και χρήση του μαρμάρου στην Ελλάδα ανάγεται στα βάθη των αιώνων. Ήδη από το 5.000 π.Χ. αιώνα έχουμε μαρμάρινα γυναικεία εδώλια, που την ακολουθεί και η γνωστή σειρά των περίφημωνκυκλαδικών εδωλίων. Στην αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας το μάρμαρο αρχίζει να χρησιμοποιείται πολύ αργότερα και στον 6ο π.Χ. αιώνα η χρήση του μαρμάρου συνδυάζεται με τον πωρόλιθο σε πολλά μνημεία, όπως τον ναό του Δία στην Ολυμπία και του Απόλλωνα στους Δελφούς. Τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα το μάρμαρο αρχίζει να χρησιμοποιείται ευρύτερα. Πρώτη ύλη έδιναν σε αφθονία τα λατομεία των Κυκλάδων.
Τα τόσα μνημεία διάσπαρτα ανά την Ελλάδα, αλλά και τα γλυπτά αριστουργήματα, που κοσμούν τόσο τα μουσεία της όσο και αυτά του εξωτερικού, μαγνητίζουν τον παρατηρητή, αφού στην κάθε τους λεπτομέρεια κρύβουν μια ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια που μόνο το μάρμαρο μπορεί να διασφαλίσει, με αντιπροσωπευτικά δείγματα έκφρασης: την Αφροδίτη της Μήλου, τον Έρμη του Πραξιτέλη,την Νίκη του Παιωνίου, την Νίκη της Σαμοθράκης,Αφροδίτη ,Έρωτας και Πάνας το μαρμάρινο σύμπλεγμα αλλά και τον Παρθενώνα και το Ερεχθείο.
Στις μέρες μας διασώζονται πάμπολα εξορυκτικά κέντρα: Πεντέλη και Αγία Μαρίνα Αττικής, Νάξος, Πάρος, Θάσος, Φίλιπποι Καβάλας για τα λευκά μάρμαρα, Τήνος, Στύρα και Κάρυστος Ευβοίας, Χασάμπαλη Λάρισας και Κροκέες Πελοποννήσου για τα πράσινα μάρμαρα, Ερέτρια Ευβοίας για τα κόκκινα μάρμαρα και Σκύρος για τα χρωματιστά μάρμαρα.Αρχαίες μαρτυρίες για τον τρόπο εξόρυξης των μαρμάρων δεν υπάρχουν ,αλλά από ευρήματα και διαπιστώσεις στα αρχαία λατομεία που διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα φαίνεται ότι δεν υπήρχαν ιδιαίτερες διαφορές στην διαδικασία εξόρυξης από αυτήν που εφάρμοζαν οι λατόμοι, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, πριν δηλαδή να γενικευτεί η χρήση των σύγχρονων μηχανημάτων εξόρυξης (συρματοκοπές, εξοπλισμός πεπιεσμένου αέρα, κ.α.).
Tα αρχαία λατομεία υπήρξαν κοιτίδες έργων τέχνης!
Τα λατομεία, χώροι καθημερινής και επίπονης εργασίας ταπεινών ανθρώπων και ειδικευμένων τεχνιτών, συνέβαλαν αποφασιστικά -τις περισσότερες φορές χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει οι δημιουργοί-στην κατασκευή θαυμαστών μνημείων αρχιτεκτονικής και γλυπτικής, καθώς και αγγείων, εργαλείων και εργαστηριακών σκευών.
Ως εργοτάξια συστηματικής εξόρυξης και κατεργασίας λίθων, τα λατομεία υπήρξαν κοιτίδες δημιουργίας μεγάλων έργων της αρχαιότητας, αλλά και αντικειμένων που κάλυπταν τις καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων.
Η απόκτηση μεγάλων δομήσιμων λίθων στο λατομείο ήταν εύκολη μόνο εάν τύχαινε οι λίθοι να βρίσκονται αποσπασμένοι από το μητρικό τους πέτρωμα. Στην αντίθετη περίπτωση η απόσπαση των δομήσιμων λίθων γινόταν με τη βοήθεια κοπτικών και σχιστικών εργαλείων, παράλληλα με την εφαρμογή συγκεκριμένης μεθοδολογίας.
Η απόσχιση από το μητρικό πέτρωμα
Αρχαίες μαρτυρίες για τον τρόπο εξόρυξης των μαρμάρων δεν υπάρχουν, αλλά από ευρήματα και διαπιστώσεις στα αρχαία λατομεία που διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα φαίνεται ότι δεν υπήρχαν ιδιαίτερες διαφορές στην διαδικασία εξόρυξης από αυτήν που εφάρμοζαν οι λατόμοι, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, πριν δηλαδή να γενικευτεί η χρήση των σύγχρονων μηχανημάτων εξόρυξης (συρματοκοπές, εξοπλισμός πεπιεσμένου αέρα, κ.α.). Τα αρχαία λατομεία διακρίνονταν σε επιφανειακά και υπόγεια, όπως εκείνο της Πάρου, όπου εξορυσσόταν ο 'λυχνίτης λίθος'(ονομασία για το μάρμαρο της Πάρου, επειδή η εξόρυξή του γινόταν με το φως των λύχνων.) Από το μάρμαρο αυτό είναι κατασκευασμένα, μεταξύ άλλων, το άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλη και η πρόσοψη του ναού των Δελφών).. Επίσης, υπήρχαν λατομεία που τα άνοιγαν για να φτιάξουν ένα συγκεκριμένο έργο, καθώς και μεγάλα οργανωμένα λατομεία, όπου εξορυσσόταν μάρμαρο για διάφορα έργα και συχνά μεταφερόταν σε μεγάλες αποστάσεις. Τα μεγάλα αυτά αρχαία λατομεία, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους έχουν καταστραφεί από μεταγενέστερες εκμεταλλεύσεις, αφού κατά κανόνα όπου υπήρχε λατομείο οι μεταγενέστεροι συνέχιζαν την εκμετάλλευσή του. Στα υπαίθρια λατομεία η απόσπαση των όγκων γινόταν με τη δημιουργία κατακόρυφων και οριζοντίων αυλακιών με πριόνι και άμμο. Στη συνέχεια άνοιγαν σε αυτά υποδοχές για σφήνες από σίδερο ή ξερό ξύλο, το οποίο όταν βρεχόταν διογκωνόταν και βοηθούσε στην απόσπαση του όγκου από το μητρικό πέτρωμα.
Μετά την εξόρυξη του όγκου ακολουθούσε η πρώτη λάξευση ή 'πελέκησις'. Με τον τρόπο αυτό έφευγε το περιττό βάρος και γινόταν ευκολότερη η μεταφορά.Ο όγκος απαλλαγμένος από το μεγάλο βάρος του και ανεστραμμένος σε αρκετή απόσταση από κει όπου εξορύχθηκε, δεχόταν μία νέα κατεργασία ώστε να αποκτήσει σταδιακά μία νέα γεωμετρική μορφή κατά το δυνατόν πιο κοντά σ' αυτή του αρχιτεκτονικού μέλους για το οποίο προοριζόταν. Με τη χρήση των απαραίτητων εργαλείων - κανόνες, διαβήτες και γωνίες - το κομμάτι ξεχονδρύζονταν με τον τύκο και λαξεύονταν οι οδηγοί με τη βοήθεια του κοπέα, δηλαδή με το βελόνι. Τα κιονόκρανα, οι κολώνες και διάφορα μισοτελειωμένα αγάλματα που βρέθηκαν σε αρχαία λατομεία μαρμάρου, ενισχύουν αυτήν την πεποίθηση.
Η μεταφορά των ογκολίθων από το λατομείο στο εργαστήριο ονομαζόταν 'λιθαγωγία' ή ΄κομιδή' και δεν ήταν πάντα εύκολη, γιατί πολύ συχνά η απόσταση ήταν μεγάλη και το έδαφος ορεινό και ανώμαλο, ενώ άλλες φορές μεσολαβούσε η θάλασσα. Συνήθως, για μικρές και οριζόντιες και για όγκους όχι μεγάλους χρησιμοποιούσαν φάλαγγες ή σκυτάλες, δηλαδή ξύλινους κυλίνδρους. Από τις πλαγιές των βουνών και γενικότερα από κεκλιμένα επίπεδα η μεταφορά γινόταν πάνω σε ξύλινες εσχάρες ή χελώνες, τις 'ξυλογαϊδούρες' με τη βοήθεια μοχλών.
Στις σχάρες αυτές ήταν δεμένη η μια άκρη των σχοινιών τα οποία ξετυλίγονταν αργά- αργά από σταθερούς πασσάλους ή δέντρα για να συγκρατείται το βάρος από απότομη κατολίσθηση. Στην περίπτωση μεγαλυτέρων αποστάσεων με μικρή κλίση χρησιμοποιούνταν τετράτροχες άμαξες που τις έσυραν 'ζεύγη βοών ή ημιόνων'. Την ανύψωση των όγκων των μαρμάρων για να τοποθετηθούν πάνω στις άμαξες πετύχαιναν οι αρχαίοι με ειδικές μηχανές.
Μετά την κατάβαση από το ύψωμα, ο όγκος φορτώνονταν στην τετράκυκλη άμαξα, πράγμα που απαιτούσε δύο ισχυρές δοκούς, μερικές χονδρές φάλαγγες τορνευμένες με πολύ σκληρό ξύλο και τρεις - τέσσερις μεγάλους ξύλινους μοχλούς. Η μεταφόρτωση στην άμαξα θα έπρεπε να διευκολύνεται με κατάλληλες λιθόκτιστες, υπερυψωμένες διαμορφώσεις του κάτω μέρους της οδού καταγωγής, καθώς και με ισχυρά ξύλα για την ακινητοποίηση της άμαξας και τη σύνδεσή της με τη λιθόστρωτη επιφάνεια της οδού καταγωγής.
Η θαλάσσια μεταφορά, που κόστιζε πολύ φθηνότερα, γινόταν με 'φορτηγίδες λιθαγωγούς' στις οποίες στοίβαζαν τους μικρότερους όγκους, ενώ τους μεγαλύτερους - για να είναι ελαφρότεροι - τους κρεμούσαν στο νερό από τα ξύλινα δοκάρια που στηρίζουν σε δυο φορτηγίδες 'αμφίπρυμνες'.
Ηδιαδικασία της μεταφοράς του μαρμάρου μέσω της άμαξας από το λατομείο μέχρι τον τόπο του μνημείου ονομαζόταν λιθαγωγία. Αυτών των ειδών οι μεταφορές γινόταν κυρίως κατά τη θερινή περίοδο, ώστε οι δρόμοι να είναι στεγνοί και η διαδρομή να γίνεται πιο άνετα. Από τις επιγραφικές μαρτυρίες γίνεται γνωστό ότι για την έλξη των τετράτροχων, τετράκυκλων, αμαξών της λιθαγωγίας προς την Ακρόπολη χρησιμοποιήθηκαν ημιόνοι, παρόλα αυτά όμως οι πληροφορίες δεν επιτρέπουν ακριβή αναπαράσταση των αμαξών, αλλά ούτε και τον προσδιορισμό του ακριβούς αριθμού των ελκτικών ημιόνων.
Το σύστημα των αντίσταθμων αμαξών
Για την ανάβαση των λίθων στην Ακρόπολη προτείνεται το σύστημα των αντίσταθμων αμαξών το οποίο απαιτούσε τη χρήση πολύ μεγάλων, ισχυρών και ευκίνητων τροχαλιών στο άνω μέρος κάθε απλής διαδρομής, καθώς και πολύ ισχυρών σκοινιών. Με το σύστημα αυτό η προς τα πάνω έλξη μίας φορτωμένης άμαξας αντιστρεφόταν με την τροχαλία και γινόταν πολύ εύκολη, επειδή σ΄ ένα βαθμό προσφερόταν έτοιμη από το βάρος μιας άλλης άμαξας η οποία είχε ανέβει προηγουμένως και έπρεπε τώρα να καταβιβαστεί με ασφάλεια. Έτσι τα ζώα αντί να έλκουν προς την ανηφόρα έπρεπε απλώς να έλκουν την κενή άμαξα προς τα κάτω. Έτσι μετατρέπονταν το μειονέκτημα του νεκρού βάρους σε πλεονέκτημα, εξυπηρετώντας όχι μόνο την αναβίβαση των φορτωμένων αμαξών, αλλά και την ασφαλή καταβίβαση των κενών.
Ο αρχιτέκτονας Μανόλης Κορρές ισχυρίζεται στο βιβλίο του “Από το λατομείο στο Παρθενώνα” ότι σήμερα, με την υπάρχουσα τεχνολογία, θα ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να χτιστεί ο Παρθενώνας στο χρονικό διάστημα που χτίστηκε από τους αρχαίους(Οχτώ εως εννέα χρόνια). Ένα από τα μυστικά της κατασκευής ήταν η μεταλλουργία των λιθοξοϊκών εργαλείων και η απίστευτη επιδεξιότητα των αρχαίων λιθοξόων. Από την ποιότητα των ιχνών που άφησαν στα μάρμαρα, φαίνεται ότι τα εργαλεία τους ήταν πολύ ανώτερα από τα σημερινά. Είναι προφανές ότι εκείνη την εποχή είχαν καταλήξει σε κάποιες αξεπέραστες μεταλλουργικές συνταγές, μετά από πολύ αυστηρή πειραματική έρευνα.
ΠΗΓΕΣ
http://www.nikolaki.gr/topic.asp?TOPIC_ID=18&FORUM_ID=5&CAT_ID=1&Forum_Title=%CC%C1%D1%CC%C1%D1%C1&Topic_Title=%C7+%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E1+%F4%EF%F5+%EC%E1%F1%EC%DC%F1%EF%F5+%F3%F4%E7%ED+%C5%EB%EB%DC%E4%E1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου