Της Αγιά Σοφιάς -
|
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα, κι εξηνταδυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και Παπάς, κάθε Παπάς και Διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Nα μπούνε στο Χερουβικό και να βγει ο Βασιλέας.
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά, και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά να 'ρθουνε τρία καράβια,
τό 'να να πάρει το Σταυρό, και τ' άλλο το Ευαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
H Δέσποινα εταράχτηκε, και δάκρυσαν οι εικόνες.
-Σώπασε Κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι.
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Κωνσταντίνος Καρυωτάκης - Μαρμαρωμένε Βασιλιά |
Και ρίχτηκε με τ' άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια,
το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα,
και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια,
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.
Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ' αγνό το μέτωπό του,
θαρρείς ο φωτοστέφανος της Δόξας τ' αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα,
ένας Τιτάν π' ακόμα χτες εστόλιζ' ένα θρόνο,
κι εσφάλισε - οϊμένανε! - για πάντ' αυτό το στόμα,
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν' ελπίδες μόνο,
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ' τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!
το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα,
και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια,
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.
Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ' αγνό το μέτωπό του,
θαρρείς ο φωτοστέφανος της Δόξας τ' αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα,
ένας Τιτάν π' ακόμα χτες εστόλιζ' ένα θρόνο,
κι εσφάλισε - οϊμένανε! - για πάντ' αυτό το στόμα,
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν' ελπίδες μόνο,
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ' τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!
Ζωγραφική που χρονολογείται από το 1499. |
Γεώργιος Βιζυηνός - Ο τελευταίος Παλαιολόγος
- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα
ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα;
- Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι
σαν νάταν χθες μονάχα.
- Απέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται.
- Και τώρα πια δεν ημπορεί
γιαγιάκα να ξυπνήση;
- Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς,
σηκώνει το κεφάλι,
και βλεπ' αν ήρθεν η στιγμή,
πόχει ο Θεός ορίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Οταν τρανέψης, γιόκα μου,
να αρματωθείς, και κάμης,
τον όρκο στην Ελευθεριά,
συ κι όλη η νεολαία,
θα σώσετε την χώρα.
Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί
τον Τούρκο να χτυπήση.
Και χτύπα-χτύπα, θα τον πα
πίσω στην κόκκινη μηλιά,
και πίσω από τον ήλιο,
που πια να μη γυρίση!
Ε. Κριαράς (έκδ.),
Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 31.
"Καράβιν πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;"
"Έρκομαι ακ τ' ανάθεμα κ' εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην·
από την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάρι δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα:
Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην
απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν".
"Έρκομαι ακ τ' ανάθεμα κ' εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην·
από την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάρι δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα:
Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην
απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν".
Θεόφιλος - Ο Παλαιολόγος μπροστά στα τείχη της Πόλης Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως W. Wagner (έκδ.), Medieval Greek Texts, Λονδίνο 1870, σ. 147, 149. |
Εκείνη η μέρα η σκοτεινή, αστραποκαϊμένη
της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
έχασε μάνα το παιδί και το παιδίν τη μάναν,
και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα,
δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα
δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν.
με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας·
[. . .]
να πάτε όλοι κατ' εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων,
και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε,
τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,
την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε.
[. . .]
ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού 'χες,
και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,
σκοτίζει μου το λογισμόν ο χαλασμός της πόλης
της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
έχασε μάνα το παιδί και το παιδίν τη μάναν,
και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα,
δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα
δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν.
με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας·
[. . .]
να πάτε όλοι κατ' εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων,
και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε,
τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,
την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε.
[. . .]
ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού 'χες,
και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,
σκοτίζει μου το λογισμόν ο χαλασμός της πόλης
Jean Chartier, Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, 15ος αι Πάρθεν η Ρωμανία (Δημοτικό απόσπασμα) |
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην°
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης
Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;"
-"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
Η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, τοιχογραφία. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης - Θεόφιλος Παλαιολόγος |
Ο τελευταίος χρόνος είν' αυτός. Ο τελευταίος των Γραικών
αυτοκρατόρων είν' αυτός. Κι' αλλοίμονον
τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.
Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη
ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος
λέγει «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην».
Α Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο
πόσον καϋμό του γένους μας, και πόση εξάντλησι
(πόσην απηύδησιν από αδικίες και κατατρεγμό)
η τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν.
Πάρθεν
Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ' άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη,πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ' είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ' τ' άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ' μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ' την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ' αναγνώθ' σίτ' ανακλαίγ' σίτ' ανακρούγ' την κάρδιαν.
Ν' αοιλλή εμάς να βάϊ εμάς η Ρωμανία πάρθεν».
Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ' άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη,πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ' είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ' τ' άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλοίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλιν αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ' μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ' την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ' αναγνώθ' σίτ' ανακλαίγ' σίτ' ανακρούγ' την κάρδιαν.
Ν' αοιλλή εμάς να βάϊ εμάς η Ρωμανία πάρθεν».
Οδυσσέας Ελύτης "ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ"
Ι
Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός
μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες
στη λύπη του
στη λύπη του
Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να
λογαριάσει στο φάρ-
δος Παραδείσου Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που δεν τον
είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ - κάποτε τα στραβά δόντια του άσπρι-
ζαν παράξενα
δος Παραδείσου Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που δεν τον
είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ - κάποτε τα στραβά δόντια του άσπρι-
ζαν παράξενα
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο
πάνω απ' τους ανθρώ-
πους κι έβγανε απ' όλους Έναν που του χαμογελούσε τον
Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε
πους κι έβγανε απ' όλους Έναν που του χαμογελούσε τον
Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε
Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλί-
σουν μέσα της όλα τα δελφίνια Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο
Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει
σουν μέσα της όλα τα δελφίνια Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο
Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει
Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα
χρυσά να λάμπουν
και να φεύγουν Και μια νύχτα θυμάται σ' ώρα μεγάλης τρικυ-
μίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν έστερ-
ξε να του σταθεί
και να φεύγουν Και μια νύχτα θυμάται σ' ώρα μεγάλης τρικυ-
μίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν έστερ-
ξε να του σταθεί
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη
περηφάνια το άξιζε.
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1453 από γαλλική μινιατούρα της Βιβλιοθήκης του Παρισιού. |
II
Θεέ μου και τώρα τι Που 'χε
με χίλιους να παλέψει χώρια με τη
μοναξιά του ποιος αυτός που 'ξερε μ' ένα λόγο του να δώσει ολά-
κερης της γης να ξεδιψάσει τι
μοναξιά του ποιος αυτός που 'ξερε μ' ένα λόγο του να δώσει ολά-
κερης της γης να ξεδιψάσει τι
Που όλα του τα 'χαν
πάρει Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το
τρικράνι του το μυτερό
και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσή-
μερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδη-
χτό βαρκάκι
μερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδη-
χτό βαρκάκι
Και μια φούχτα λουίζα που
την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κορι-
τσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του
φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ' τη
θάλασσα...)
τσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του
φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ' τη
θάλασσα...)
Μεσημέρι από νύχτα Και μήτ'
ένας πλάι του Μονάχα οι λέξεις
του οι πιστές που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο
χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
του οι πιστές που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο
χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
Και αντίκρυ σ' όλο των
τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες
μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του
μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του
«Μεσημέρι από νύχτα - όλ' η ζωή μια
λάμψη!» φώναξε κι όρμησε
μες στο σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη
μες στο σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη
Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη
από μακριά η στερνή χλωμάδα
να τον κυριε
να τον κυριε
"Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στις επάλξεις, ξημέρωμα 29ης Μαΐου 1453", αριστερός πίνακας της τριλογίας "Κων. Παλαιολόγος, ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας" του ζωγράφου Ιωάννη Νίκου, |
III
Τώρα καθώς του ήλιου η
φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγο-
ρα οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατα-
κόκκινες απ' τα γεράνια
ρα οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατα-
κόκκινες απ' τα γεράνια
Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες
γαλάζιες έφταναν κά-
θε φορά και πιο ψηλά στ' ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας
γι' άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα
θε φορά και πιο ψηλά στ' ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας
γι' άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα
Κόρες παρθένες φέγγοντας η
αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών
σταλάζοντας ιώδιο τα κλωνάρια
φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών
σταλάζοντας ιώδιο τα κλωνάρια
Του 'φερναν Ενώ κάτω απ' τα
πόδια του άκουγε στη μεγάλη κα-
ταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ' αρχαία
και καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεο-
μήτορες επιτιμούσανε
ταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ' αρχαία
και καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεο-
μήτορες επιτιμούσανε
Αναποδογυρισμένα στις χωματερές
αλόγατα σωρός τα χτίσματα
μικρά μεγάλα θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα
μικρά μεγάλα θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια
του άσπαστη κειτάμενος
Αυτός
ο τελευταίος Έλληνας!
Μικρογραφία από γαλλικό χειρόγραφο του 15ου αι. της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους Ντίνος Χριστιανόπουλος "Η απάντηση του Πατριάρχη" |
Το 1955, μετά τα σεπτεμβριανά, ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα μήπως ήταν καιρός να φύγει το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη. «Γιατί;» είπε ο Πατριάρχης. «Μα έχετε μείνει ελάχιστοι εδώ», απάντησε ο δημοσιογράφος. «Πράγματι, μείναμε λίγοι», είπε ο Πατριάρχης. «Όμως ξεχνάτε πόσα εκατομμύρια είναι οι πεθαμένοι κάτω από τα πόδια μας; Αυτούς δεν τους υπολογίζετε; Μαζί μ’ αυτούς είμαστε πάρα πολλοί».
Χρόνια με απασχολεί αυτή η απάντηση του Πατριάρχη. Τι συγκινητικό,
η ορθοδοξία κι ο ελληνισμός επιβιώνουν με τα εκατομμύρια των πεθαμένων τους.
Αυτό το νιώθω και στον εαυτό μου. Τώρα που πια ξεράθηκα ερωτικά, οι δώδεκα
αλησμόνητοι έρωτές μου όχι μόνο μου φαίνονται πολλοί, αλλά τους νιώθω μέσα μου
να υπάρχουν ολοζώντανοι. Τόσο, που εξαιτίας τους κρατιέμαι ολοζώντανος κι εγώ.
ΠΗΓΕΣ
Benjamin Constant The Entry of Mahomet_II into Constantinople |
Τρία καράβια φεύγουνε από μέσα από την Πόλη, το ένα φορτώνει τον Σταυρό και το άλλο το Ευαγγέλιο, το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζα μας, μην μας την πάρουν τα σκυλιά και μας την μαγαρίσουν!
ΑπάντησηΔιαγραφή