Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Γιαννουσά Πηνελόπη "Ποιήματα"


Βιογραφικό σημείωμα
Νεραϊδο”- γεννημένη στην ελληνική ομορφιά της Ευρυτανίας, περπατώντας στα χνάρια της Σοφίας Του Θεού.
Αναζητώντας τη γνώση και τις απαντήσεις μέσα στις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Ευλογημένη με επαγγελματική ενασχόληση με παιδιά προσχολικής ηλικίας τα οποία προσφέρουν διαρκή ενόραση.
Με δυο υπέροχους γιούς, που ασκούν την υπομονή, την ελπίδα, την πίστη στο καλύτερο μέσα από μονοπάτια αγάπης.
Φιλοξενούμενη, ανάμεσα στο απέραντο γαλάζιο του μεσσηνιακού κόλπου, και την προστασία του Ταΰγετου, αγναντεύοντας της μαγεία της Μάνης.
Ακροβατώντας στα εκτός γενόμενα εκ των άλλων και την εντός αναζήτηση της αλήθειας." Πηνελόπη Γιαννουσά 

·                                                 Άνοιξη
  1.                        Γερανιώτης Δημήτριος-Κοπέλα σε Αγρό, 1905
 Τα περισσότερα λουλούδια 
τα μάζεψα στο αγρό
εκεί…
που λίγο πριν
είχαν περπατήσει ξυπόλητα πλάσματα
και….
καθώς στάθηκαν στην ξεχασμένη πέτρα
με τα κουρασμένα νύχια τους
να βγάλουν του κόπου την αγκίδα 
από τα τρυφερά πέλματα της ψυχής 
έρρεε ο πόνος από τα μάτια τους
και… 
δρόσισε τη φλογισμένη γη
και εγεννήθησαν τούτα
με…
με τα βελούδινα πέταλα 
που σέβεται ο άνεμος να αγγίξει….
π.γ (8.4.2013)

                                    Λύτρωση

Έβαλε το δάχτυλο
στις νωπές πληγές των καρφιών
κι έπειτα
με το ίδιο δάχτυλο
στη σκονισμένη γη
πήρε να σχεδιάζει τη διαδρομή
…..
Ένοιωσε το άυλο άγγιγμα στο ώμο του
στρέφοντας
είδε τις πορφυρές στάλες Του
να στάζουν 
και…
να κινούν τον τροχό των οριζόντων
Ξεκίνησε
π.γ (9/4/2013, σε ώρα που το φως ταξιδεύει)

                                               Σιωπή

ELAINE MURPHY LOVERS AT SUNSET

Τα ακροδάχτυλα επιδέξια, βιαστικά
την απογύμνωσαν
πέρασαν τη νύχτα καλπάζοντας 
να προλάβουν 
το απειροελάχιστο της προσφοράς
Βίαια η κραυγή τους
τίναξε τον ανθό της
Ντύσου
ΠΡΕΠΕΙ να πηγαίνω…
Σκούπισε 
στα λυτά μαλλιά της ένα ξεχασμένο δάκρυ
ίσιωσε το ισχνό κορμί της σαν δόρυ
Κύλησε
ως τη μισάνοιχτη πόρτα της ψυχής της
τυλιγμένη 
στον πορφυρό μανδύα της απόγνωσης
Λυσσαλέος άνεμος
σφάλισε τη θύρα
κρατώντας
την άκρη του πέπλου της στο φως
χρωματίζοντας τον ήλιο…..
π.γ (9/4/2013, στην καρδιά της νύχτας)


                                          Προδοσία

Πέταξε
την πέτρα της οργής
θρυμματίζοντας τα φρεσκογεννημένα του όνειρα
πολλοί,
κούνησαν το κεφάλι αδιάφορα
πατώντας στον αιώνιο βηματισμό τους
κάποιοι,
μουρμούρισαν το φόβο τους
λίγοι,
υψώθηκαν
Κι εκείνος, 
άφησε τη νιότη του να πατά στα θραύσματά του 
κρατώντας μια ακόμη πέτρα 
άρχισε,
να την πελεκά 
να σκαλίσει καινούριους αιώνες 
στο κουφάρι του κόσμου
π.γ (9/4/2013, χαράματα, για τον Φ.Χ-Π.)

                                  Αιώνια προσμονή

...ξέρεις τι γίνεται;
κάτσε να σου εξομολογηθώ
κάθε που σκάει η άνοιξη
ψάχνω το δαχτυλίδι
από το μικρό της δάχτυλο
μα δεν...
δεν το ομολογώ κάθε φιγούρα αν μυστικά κοιτώ
μη πεις,
εσύ, αυτός, ο άλλος
παράταιρο, προβληματικό
με μισό αιώνα δάκρυα
να μην ξεπλύνεις μια στιγμή
...........
γι' αυτό
δεν τρυπώνω κάτω από το μεσοφόρι της αγάπης
καμώνομαι τη δυνατή
γι' αυτό 
σκάω το χαμόγελο που δε γεννά φρικτά ερωτήματα
γι' αυτό 
διαλέγω γενναίους κορμούς να πλέξω το αγιόκλημα 
............
και μη θαρρείς
πώς δεν προδόθηκα ποτέ
το έκρυψα μονάχα 
σε κείνο το πηγάδι της ψυχής 
που όλο βαθαίνει
..........
μην τους πιστεύεις,
που σου λεν ο πόνος δύναμη γεννά
τροχίζει τις υπομονές
ποτίζει τον παράδεισο κάθε του δάκρυ
μα δεν το μαρτυρούν
..........
έλα λίγο πιο κοντά
κοίτα 
κρέμασα στο πιο ψηλό κλωνί του ήλιου
μια τούφα απ' τα αχτένιστα μαλλιά της
αυτά φυσούν τον αγέρα,
τη ζωή
............
μα γύρε λίγο πιο ψηλά
κοίτα,
κοίτα το χρυσαφί φεγγάρι το μισό της δακτυλίδι πως κρατά
γύρε έλα πιο κοντά
βάλε τα όνειρά σου σκάλα να ανεβώ
τη νύχτα μόλις κουρνιάζουν τα πουλιά
να πάρω πίσω τη χαρά
............
πρόσεξε ,
πρόσεξε καλά
αν κάπου τη δεις 
λιγνή, αγέρωχη με ξέπλεκα μαλλιά
κοίτα αν στο μικρό της δάκτυλο το άλλο μισό φορά
.......
εγώ
θα στέκω εδώ σιωπηλά
να γεύομαι ότι κρατά η νύχτα 
από το περίσσεμα του ήλιου
............
π.γ (10/4/2013, καθώς αποσπερίζει η μέρα)


                                   Αντιφέγγισμα

Στάθηκε στον καθρέφτη
κοιτώντας βαθιά το βλέμμα του 
με το λεπίδι 
μετέωρο, απειλητικό
Δίπλα του…
το απαλό σώμα της
γυμνό 
σε κάμψη
με τον υγρό του παράδεισο
έτοιμο
………………
Σήμερα….
ξυρίζομαι πάλι
κι εσύ πουθενά
η μορφή σου
η αύρα σου
το άρωμα σου
ο υγρός σου παράδεισος
πόσες φορές 
θα ξυριστώ ακόμη
χωρίς τα κάλλη σου;
…………………..
Στάθηκε στον καθρέφτη
έτοιμος
το λεπίδι να αγγίξει
Το γυμνό κορμί της
Ίσιο
απειλητικό σα δόρυ
άφηνε …
να ρέει 
η υγρή θαλπωρή…
γλύφοντας το περίγραμμά της
τρυπώνοντας
όπου 
εκείνος δε τόλμησε
Πόσο ύδωρ
θα ξοδέψω ακόμη
σε μια άνυδρη γη
χωρίς την ανάσα σου;
…………………
Αντιφέγγισε ο καθρέφτης 
διαθλώντας
τη μορφή τους 
Οδηγώντας 
σε αιώνια ένωση
μπρος
στο βίαιο
πρόσταγμα του ήλιου…
π.γ (9/4/2013, χαράματα)

                             Με έναν παλμό

...ξεγελάστηκα 
από τη ζέστα του ήλιου.... 
ήρθαν οι στάλες της 
πρόσεχε να μου πουν .....
μην λιάζεις ακόμη 
την ψυχή σου
....θυμήσου
πώς
από το ωσαννά
στο καρφί
του σταύρωσον
τα ίδια χείλη
τα ίδια ακροδάχτυλα
ο ίδιος παλμός
από
το ωσαννά
στο
σταύρωσον
αρκεί
μονάχα
ένας παλμός
π.γ (15/4/2013 σούρουπο)

                                        Μεταμόρφωση  

Το χώμα νωπό
μόλις είχε 
ανοίξει τα σπλάχνα της 
η γη 
να ενωθεί μαζί του
Ο ουρανός
με αιμάτινες στάλες
έραινε
τον τελευταίο χαιρετισμό 
Έστεκε 
κέρινη μορφή
τυλιγμένη 
στο ολόλευκο σάλι 
των ονείρων
έγειρε
όπως τότε
στο παρθενικό τους αγκάλιασμα
έλαιο και μύρο
να ξορκίσει τη φθορά
κυλώντας
στο αυλάκι της ψυχής της
λάβα καυτή
διαγράφοντας
το
κραταιά ως θάνατος αγάπη
σκληρός ως άδης ζήλος…
π.γ. (18/4/2013, με του γλάρου τον ίσκιο)


                                   Πηνελόπη

John William Waterhouse  Penelope and the Suitors 1912
Χαμογελούσε
αποκαλύπτοντας
τη θεία χάρτη της φύσης της
Υποσχόταν
αιώνια αφοσίωση
μέσα από το βάθος των ματιών της
Κάθε που
άλλα χέρια
χάιδευαν την έλλειψή της
η ίδια 
αιώνια υπόσχεση
δραπέτευε
απ’ τα ολάνοιχτα στήθη της
Ακροβατούσε 
από αγκαλιά σε αγκαλιά
μπήγοντας 
βαθύτερα
το νυστέρι της μοναξιάς της
Κάθε που σε κάποιο 
σταθμό
αποχαιρετούσε ένα όνειρο
Σμίλευε 
χωρίς σταματημό
το επόμενο ξεκίνημα
αφήνοντας
τον πόνο να ανεμίζει
το πέπλο της 
που ύφαινε 
το αδράχτι του ήλιου…
π.γ. (18/4/2013, στο γύρισμα του ήλιου)



                                  Ακροβασία



....εκεί που
ανέμιζα ένα ολόλευκο 
όνειρο
φύσηξε
ψεύδος
κλείνοντας
βίαια
κάθε σχισμάδα
αφήνοντας
απλωμένα τα χέρια
φτερά παράκλησης
για την 
επανάληψη 
σε όριο χαράδρας
άπλωσα 
σε στάση ευσταυρωμένου
τις ανοιχτές παλάμες μου
να συλλέξω 
τα κοράλλια
των δακρύων 
σκαλίζοντας
νέο βηματισμό
σε ολόλευκο 
τάπητα 
........
ασάλευτα 
τα όνειρα
καραδοκούν 
ουρλιάζοντας
μέσα στην αιώνια
σιωπή τους....
π.γ.(20/4/2013, γέρνοντας στο δείλι)


                                        Ζωοδoσία


Πήρα να ανηφορίζω
ωσάν αναστάσιμο φως
σιωπηλά
δεξιά το τσεκούρι
στο αριστερό χέρι την καρδιά
έτοιμη από καιρό
να θυσιαστώ
να θυσιάσω
εκεί
στην πλαγιά του θυμαριού
στον έρωτα των ανέμων
να κυλιστώ
θρέφοντας με αίμα
την πεινασμένη σάρκα της γης
κάθε πορφυρή στάλα
διαμάντι στα έγκατα 
απώλεια της ψυχής….
ελπίδα στη σχισμή
των σπλάχνων
που ακτινοβολεί
ζωή
π.γ. (13/5/2013)


                                               Αν

Τι απομένει;
αν κάτω από τη στάχτη δε βρεις ούτε ένα σπόρο ελπίδας
αν οι ψυχές περιδιαβαίνουν την ύλη που κατοικούν βεβηλώνοντας τη
αν τα απλωμένα χέρια δεν είναι για να σε αγκαλιάσουν μα για να σε κατασταράξουν 
αν ο ήλιος σκύβει ντροπιασμένος στην τόση ασκήμια που τάχθηκε να αποκαλύψει
αν το κυνήγι της ηδονής φυλακίστηκε στο απειροελάχιστο της στιγμής
αν η ιστορία του πολιτισμού αμαυρώθηκε στα χέρια των ελαχίστων
αν στη λήθη στηρίζεται η καταστροφή
αν τα αποφάγια δεν τρέφουν πια μονάχα τα πουλιά
αν το λεπίδι δεν ξέρεις προς τα που να στρέψεις
αν ο καθρεφτισμός των ονείρων αλλοιώνει το μεγαλείο τους 
αν η χαρά μικρότερη του πόνου ορθώνεται
αν η μπόρα ανίσχυρη είναι να ξεπλύνει τη σκόνη μας
αν η βολή μας σκοτεινιάζει το ορατό γύρω μας
αν το ουρλιαχτό γίνηκε σιωπή
αν ο έρωτας αιμορραγεί σε κρύα σεντόνια
αν τα επουράνια αισθήματα κλείνονται μονάχα σε στίχους
αν ο φόβος σε θωρακίζει σε σκουριασμένη πανοπλία
αν πιότερο από το να ζήσεις καμώνεσαι ότι ζεις 
αν ...............................................
αν κάτω από τη γη ο σπόρος κρύβεται κι αρνείται ν' ανθίσει....
.....................
Τι απομένει;
π.γ (16.5.2013 καταμεσήμερο)

                                      Μάνα

Εσύ, που εστάθεις πλάι στον Σταυρωμένο Χριστό, σιωπηλή, αγέρωχη, γλυκιά Παναγιά….
Εσύ, που στο χαμόγελό σου ανθεί γιασεμί και λεβάντα ευωδιάζοντας την ψυχή μας….
Εσύ, που με το βουβό σου κλάμα και την αδιάκοπη προσευχή επουλώνεις κάθε πληγή….
Εσύ, που στην αντάρα και τη γαλήνη κρατάς παντοτινά αγκαλιά ανοιχτή να κουρνιάσουν τα περιστέρια…
Εσύ, που στη θαλπωρή του ιδρωμένου σου στήθους μας ταξιδεύεις στο γαλάζιο μανδύα των ωκεανών….
Εσύ, που στο δαντελένιο μεσοφόρι σου υφαίνεις τα αμπαρωμένα μας όνειρα…
Εσύ, που με τη νωχελική σου ανάσα τιθασεύεις τους φόβους κάνοντάς μας γενναίους….
Εσύ, που με τ’ απαλά σου ακροδάχτυλα σκαλίζεις υμνωδίες στις Μούσες, ραίνοντας την τύχη μας με υάκινθους και μέλι…
Εσύ, που στο φλογισμένο φιλί σου πλημμυρίζει μ’ άστρα η νυχτιά….
Εσύ, που στα σπλάχνα σου φωλιάζει η Επουράνια προσφορά, χαράζοντας την πορεία μας προς τη Θέωση….
Εσύ, που γεφυρώνεις τη ζωή με το θάνατο οδηγώντας μας στο αιώνιο φως…..
Εσύ, σιωπηλή, αγέρωχη, γλυκιά, εικόνα Παναγιάς, ζωγραφίζεις με κοράλια την εωθινή γαλήνη των αγγέλων…
Εσύ…….
π.γ. (Νοέμβρης, 2004)

       Παραμύθι είναι και δεν είναι "TΟ ΚΛΕΙΔΙ"

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν τόπο μακρινό στον λόφο πάνω τον αψηλό έστεκε κάστρο μαγικό. Έκρυβε χίλια μυστικά πίσω απ τα πέτρινα τοιχιά. Κανένας δεν τολμούσε να φτάσει ως εκεί. Είχε κάποτε ακουστεί ότι μεγάλη συμφορά σκέπασε τη δόξα την παλιά. Φόβος και τρόμος φοβερός φώλιασε στις καρδιές τους, μήπως ετούτο το κακό χτυπήσει και στο δικό τους σπιτικό. 
Μονάχα ένα αγόρι ντροπαλό, έφτασε κάποτε ως εδώ. Σαλίγκαρους εμάζευε πολλούς και μελετούσε τους καιρούς. 
Πω, πω τι ήσυχα είναι εδώ! Είπε σιωπηλό. Άπλωσε τα χέρια του ψηλά, να φτάσει του ουρανού τα μυστικά. Μα ένα κελάηδημα γλυκό του έδειξε το μυστικό. Σπουργίτης αδύναμος, μικρός, του΄φερε κλειδί παλιό στα πόδια του εμπρός. Μαγεία ένιωσε πολύ κρατώντας το σπάνιο κλειδί. Πω πω ομορφιά που κρύβει αυτό κι ας είναι τόσο πια θαμπό. Ευθύς στου κάστρου τα ριζά ανοίγει την πόρτα τη βαριά κι ο μικρός εξερευνητής αργά αργά όπως προχωρά ταιριάζει το κλειδί σε κάθε πόρτα σφαλιστή. Απότομα! Αμέσως σταματά όταν ευρέθη να κοιτά της γριάς δούλας τα χαρτιά.
Άρχοντας ζούσε εδώ παλιά πολύ παλιά. Με νίκες χίλιες και παράσημα πολλά. Όμορφη αρχόντισσα είχε για κυρά κι επτά κόρες σαν τα κρυστάλλινα νερά. Μα είχε μια καρδιά από την πέτρα πιο σκληρή γιατί δεν ακούστει αγορίστικη φωνή. Κάτσε είπε η δούλα στο μικρό. Μη με φοβάσαι για τα τερτίπια της ζωής θε να σου πω. Το αγόρι έκατσε δειλά κι αρχίζει η δούλα να γρικά.
Όταν γεννήθει το πρώτο το παιδί τη χαρά του δεν άφηκε για να φανεί. Ντροπή απ’ άρχοντα σπουδαίο, ξακουστό να μην κάνει ένα γιο. Όταν κι άλλα ήρθαν θηλυκά τι κι αν ήταν απ΄το μέλι πιο γλυκά, οργή εφώλιασε στα σωθικά. Τι κι αν κυρά λουλούδι είχε στο πλευρό τίποτε δε στάθει δυνατό ν’ απαλλύνει τον καημό. Θεριό έτσι εγίνει φοβερό. Κλείνει τις κόρες σε δωμάτια υγρά και σκοτεινά για να χαθεί η ομορφιά. Η ομορφότερη μικρή διώχνει ελπίδα τη στερνή. Κατάρα δίνει φοβερή. Κι ο χρόνος κύλαε, καλό μου, γοργά. Έδιωξε τις έξι κόρες μακριά μες της ανατολής τα πολύχρωμα στενά. Τι κι αν ασπρίζαν τα μαλλιά δεν εμαλάκωσε η πέτρινη καρδιά. Όταν γάμος ετοιμάζονταν λαμπρός ο άρχοντας κλειδώθει μοναχός. Έστεκε μπρος σε μάχες και φωτιά που του ΄κρύβαν όλη τη χαρά. Τότε μπόρα ξεσπάει δυνατή που εσήστει θαρρείς όλη η γη. Ποτάμι εχήθει το νερό απ’ άκρη σ’ άκρη σ’όλο το κάστρο αυτό. Έτρεχαν όλοι βιαστικά για να ξορκίσουνε αυτή τη συμφορά. Μονάχα η μάνα εστάθει να κοιτά σαν Παναγιά. Το κεντημένο μισοφόρι που εχάθει στης λάσπης τα νερά. Από τότε καλό μου παιδί έπεσε απέραντη σιωπή. Άνθρωπος δεν εφάνει πια εδώ κι ας άφηκα τούτο το κλειδί στο φως του ήλιου να φανεί. Μονάχα τα πουλιά δεν τρέμουνε τα μυστικά. Όχι, όχι αγόρι μου καλό δάκρυ μη χύσεις ούτε σταλιά. Έτσι ορίζει η ζωή, για όποιον τα δώρα της περιφρονεί. Κι αν τρέξεις πίσω μπρος σε πύργους, κάστρα με το φως αλήθειες μόνο θε να βρεις στα παραμύθια της ζωής.
π.γ. (Ζάκυνθος, Αναστάσιμες μέρες, 2008)




















1 σχόλιο: