Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023

ΓΙΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ "ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ"



Φυσάει απόψε,
δε με θέλει η θάλασσα σιμά της.
Σύννεφα θύτες, εφήμεροι λυγμοί
του χρόνου την πορεία ακολουθούν,
προτού χαθούν
απ την απρόβλεπτη βροχή.
Στους ήχους της αιφνίδιας καταιγίδας οπισθοχωρώ.
Oi σιωπηλές απουσίες
γκρεμίζουν τα ενοχικά αστέρια.
Παρεμβάλλονται εκκωφαντικές παύσεις.
Άστεγο το φεγγάρι πέφτει θρυμματισμένο.
Η σαγήνη της θάλασσας αποδεσμεύει
το γόο των κυμάτων.
Δεν είναι η φύση σκληρή,
μόνον ο καιρός φρίττει
με την απερισκεψία.
Η θάλασσα προσελκύει το ζην επικινδύνως.
Στου γκρίζου του χειμώνα τη ρωγμή
μια αφορμή να βρουν
τα όνειρα ζητούν.
Αρχή νέας εποχής,
ο Μάρτης περιπαίζει
τους ατίθασους πόνους.
Νεκρά τα χαμόγελα,
αναμένουν ευπροσήγορες ιστορίες.
Λίγο έμεινε,
το ημερολόγιο το επιβεβαιώνει.
Προσδοκώ ασφαλείς εποχές.
Να φανεί η επουλωτική άνοιξη.
Για κάθε ενδεχόμενο
φορώ στο χέρι
την ασπροκόκκινη του Μάρτη την κλωστίτσα.
® Γιάννα Βλάχου


Φωτογραφία : Woman Facing Storm - Photo © David Whyte





Carpe "Στίγμα..."




Όμηρος του ονείρου
στροβιλίζομαι.
Τα κομμάτια μου στέκονται
εξαντλημένα στο χάος.
Μια παύση να λογοδοτήσω
για ένα κορμί αφημένο
στην έρημο των στεναγμών.
Τα μάτια παραμονεύουν,
επιχειρούν να δαμάσουν
τη ρευστότητα του χρόνου.
Η αφαίρεση της αγάπης
μια πληγή ανοιχτή στο σώμα.
Η σάρκα σχίζεται
τις ατέρμονες νύχτες,
το κρεβάτι άθικτο
αφέθηκε στη δίνη
των παραμιλητών... 
 ψάχνω το στίγμα σου...!

Carpe.

Φωτογραφία : Artist Jerry N. Uelsmann





ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΤΟΥΣΗ - ΣΥΨΑ "Καταφύγια"



Ανεπαίσθητα μάζευε υλικά... Με το πρώτο συνειδητό του κόσμου αντίκρισμα, χτιζόταν μέσα μυστικά ζεστό ένα καταφύγιο για δυνατους ανέμους. Τότε, που δεν ήξερε πως θα 'ρθουν... Ανάλαφρα τα υλικά: Η καλοσύνη της ζωής στην πρωινή λιακάδα,, το χώμα μα και το νερό στα παιδικά τα χέρια. Το χτύπημα της άνοιξης στο γελαστό της νιότης παραθύρι. Το γιορτινό το άκουσμα της μακρινής καμπάνας! Το μυστικό το κάλεσμα στου κόσμου το γιορτάσι... Και τα βαριά τα υλικά, που πέτρες γίνανε και στέργιωσαν εκείνη τη ζεστή γωνιά να κατοικεί η ελπίδα: Χέρια απλωμένα με ψωμί κι άλλα σε ακριβή αγκαλιά δοσμένα. Κι εκείνα τα γεροντικά της σιγουριάς τα χέρια... Της πατρικής κληρονομιάς πολύτιμα εφόδια κι αιώνια νοσταλγία. ....................... Γεμάτο μουσικές το καταφύγιο... Στίχοι που ακόμα τραγουδούν στη γοητεία του άγνωστου . Βιβλία - τραίνα... Σταθμοί πολύχρωμης ζωής σε γνωριμιάς ταξίδι. Κι άνθρωποι! Άλλοι οδηγοί, άλλοι συνεπιβάτες Κι από κοντά του μύθου η παρηγοριά Κι η άγκυρα της πίστης. .......................... Μάζευε και μαζεύει υλικά ... Χέρι να δώσει να χτιστούν και άλλα καταφύγια γερά. Τι οι καιροί αγριέψανε κι οι άνεμοι μαζί τους... Μ.Κ.


H φωτογραφία είναι από το https://br.pinterest.com/








Αθανάσιος Ευστρατίου Δεληγιάννης - Ο λαϊκός ποιητής της Σαμοθράκης

 



ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΣΟΥ ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΣ

Το άνθρωπό σου δεν ξεχνάς
και χρόνια να ‘χει φύγει
είναι αγιάτρευτη πληγή
που συνεχώς ανοίγει.
Θυμάσαι όμορφες στιγμές
που πέρασες μαζί του
και χρόνο που σου χάριζε
πολύ απ’ τη ζωή του.
Άνθρωπος που αγάπησες
πάντα στη σκέψη θα ‘ναι
την προσευχή σου για αυτόν
και τον σταυρό σου κάνε.
Σ΄έβγαζε απ’ αδιέξοδα
σε κάθε δυσκολία
και δεν μπορείς να τον ξεχνάς
με τόση ευκολία.
Κι αν έρχεται στα όνειρα
καμιά φορά το βράδυ
είναι η προστασία του
μην πέσεις στο σκοτάδι

🍁

ΤΩΡΑ ΝΑ ΖΗΣΕΙΣ ΤΗ ΖΩΗ

Αυτά που γράφω στο χαρτί
καλά να τα διαβάζεις
γιατί εσένα αφορούν
που δεν τα λογαριάζεις.
Είπα και ξανά λέω σου
διάβαζε το χαρτάκι
γιατί τα χρόνια μας κυλούν
και φεύγουν σαν νεράκι.
Στενά τα περιθώρια
και η ζωή μικραίνει
αλλού είναι η πορεία μας
και σ’ άλλα μας πηγαίνει.
Τώρα να ζήσεις τη ζωή
όσο σε παίρνει ακόμα
όχι όταν το σώμα σου
θα γέρνει προς το χώμα.
Μεγάλος εκμεταλλευτής
ο χρόνος κι είναι κρίμα
αν δεν τη ζήσεις τη ζωή
πάντα θα είσαι θύμα.

🍁

ΑΓΚΑΘΙΑ ΓΙΑ ΑΛΛΟΥΣ ΕΒΑΛΕΣ

Στον δρόμο πίσω σου ποτέ
αγκάθια μην αφήσεις
όταν γυρίσεις πάλι εσύ
μπορεί να τα πατήσεις.
Ίσως να πληγωθείς βαριά
επάνω όταν πατήσεις
μα έπρεπε να το σκεφτείς
προτού να τα αφήσεις.
Αγκάθια για άλλους έβαλες
έτσι να τους πληγώσουν
τον πόνο δεν λογάριασες
εσένα όταν καρφώσουν.
Δεν έχεις το δικαίωμα
τους άλλους να πληγώνεις
αφού τον πόνο δεν τον θες
ούτε και τον σηκώνεις.
Πάντα τα αγκάθια πρόσεχε
και μην ξανά σκορπίσεις
γιατί πληγές στο σώμα σου
το ίδιο θα αφήσεις.

🍁


ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΙ ΚΑΙ ΤΥΧΕΡΟΙ

Αναίσθητοι και τυχεροί
λένε αυτοί που ξέρουν
γιατί όλοι οι αναίσθητοι
ποτέ δεν υποφέρουν.
Άγχος δεν έχουνε ποτέ
καμία στενοχώρια
γι’ αυτούς είναι απανεμιά
τα δέκα τα μποφόρια.
Πάντοτε είναι ήρεμοι
κι έχουνε φαντασία
και ρητορεύει η γλώσσα τους
μα στ΄άλλα αφασία.
Το σπίτι τους να καίγεται
δεν δίνουνε δεκάρα
και κύριο τους μέλημα
να πούνε χαζομάρα.
Αναισθησία μια ζωή
και τι να συζητήσεις
αφού στα πέντε τα λεπτά
μάλλον θα αγανακτήσεις.

🍁

ΠΟΛΕΜΟΣ

Όσοι θαρρούν ο πόλεμος
πως είναι παιχνιδάκι
τους βλέπω απαρηγόρητα
να κλαίνε σε λιγάκι.
Κανείς δεν είναι νικητής
δεν βγαίνει κερδισμένος
κι ο νικητής απώλειες
έχει κι είναι χαμένος.
Ποιος κέρδισε τον πόλεμο
να μου το πει να ξέρω
μα έχω παραδείγματα
πολλά για να σας φέρω.
Κάποιος θα χάσει το παιδί
την μάνα τον πατέρα
καμιά φορά κι αδέσποτη
σε παίρνει καμιά σφαίρα.
Δεν πολεμάνε οι λαοί
τον θέλουν οι μεγάλοι
που έχουνε για το λαό
μία ιδέα άλλη.
Δεν είναι αστείο ο πόλεμος
μην τον επικαλείστε
μα ψυχραιμία να’χετε
και εγκρατείς να είστε.
Πείνα και φτώχεια δυστυχώς
ο πόλεμος θα φέρει
γι’ αυτό το έχω ξανά πει
κανένα δεν συμφέρει.
Τον πόλεμο τον θέλουν
αυτοί που ΄χουν συμφέρον
για τούτο δείχνουνε για αυτόν
μεγάλο ενδιαφέρον.









Poems by Mirela Leka Xhava (Albania-France)

 


Mirela Leka Xhava (Albania-France)

Shewasborn in Elbasan, Albania.
Having been passionate about literaturesincechildhood, sheis a graduate of AlbanianLanguage and Literature at the University "Aleksander Xhuvani" of Elbasan and isregularlypublished in variousjournals and newspapers. Until 2002, beforeemigrating to France, sheworked as a librarian at the city’sUniversity Library, whereshewas a member of the Elbasan Writers' Union. Herpoems are published in prestigious magazines and newspapers in Albania, Kosovo, England, Canada, Belgium, Bangladesh, Tunisia, Romania, the DominicanRepublic, Italy and France, including on online literary sites.
Sheis active in literary salons and exhibitions in France, as in ContemporaryLiterature, whereshe won the HonoraryDiploma of the 24th Spring of the Poets of Sartrouville, France. She'spublished in the literary journal Poetswithoutborders "Florilège" of Dijon, in the Canadian LiteraryAnthology of Poetry for the Protection of Children: "Ethics and Global Education", as well as in the International Anthology of Poets for Peace in Tunisia, "The window of Paris" volume 2. Shewasalso a finalist at the Mediterranean Poetry Festival in Rome in 2022.
Shecurrentlylives and works in Bordeaux, France.
Literary Works:
"I don’twant Winter in myeyes"/"S'e duadimrinnësy", 1999 (Poetry)
"Les fleurs de la rue Montesquieu"/"Lulet e rrugës Montesquieu" ("The flowers of Montesquieux Street"), 2022 in Albanian/French from the publishing house "ADA"Tirana.


POEMS 



Silence

Silence inside the crater, deafening
speakswithout a sound
as in a dream the cry of silence is not heard
within the solitude of the greatforming
of the sinking and rising chaos.

Silence listensbetween the cosmic stones
and withinitprojects the bridge upon the sighs
for some light beyond the darkness
sows a strongheartwithtwine
for a new world out there
after the icemelts
silence willspeak...

🌼

Fingers of the wind at night

(A LittleBreath of Edgar Poe)


Fingers of the wind,
hesitantlyknock on the window in the night
sometimesscary and sometimesanxious
outside the gates chaos envelops time
without stars,
withoutmoon,
so much so that youthink that the wind cannot bring good news.

Out of sadness, asks for morning to come quickly
and thenmay the windblowfreely
but the night is long and at everytick
togetherwith the wind composes a lullaby.
Night,
wind,
           seconds,
walktogether
and the wordsthat the daygatheredthroughwalls of teeth
at night the fingers of the windscatterthem.
to not bringanyunwanted news...

🌼


Morning will wake them up again

(to the children, victims of the earthquake in Turkey-Syria.)

Morning will come again
The moon will hide away in tears
watering the flowers that on beams of collapsed walls will sprout.
The sun will grow them without their chaste smile
and twilight willl eave them sad.
Earth will feel guilty
maybe even more than the Gods
over them, the innocent children
who know death before it comes
thinking that morning
in mother'sarms
will wake them up again...

🌼

 The streets that wore my shoes

The streets that wore my shoes
left me barefoot
I don't know if it is so I follow them.
Unnder the foot, footprints,
under the footprints, a song,
under the song, words
under the word, a Babel
                                            and further,
a Noah'sarkdescending to earth
dry
wet tracks towards a long walk.
Where gods wake and die
in the twilight of suns.

And I follow my paths bleeding
I fall and rise even though...
the streets that wore my shoes
left me barefoot.

 


 

ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΔΟΥ "Αχθοφόρος"



Αχθοφόρος φορτίων
χωρίς γογγυσμούς υπομένοντας με ιδρώτα και κόπο.
Κάθε φορά φτάνοντας στον προορισμό
πάλι ξεκινούσε αδιαμαρτύρητα σε διαδρομή αέναη
μέχρι πλησμονής ανάγκες εκπληρώνοντας.

Βαφτιστικούς σταυρούς στο λαιμό νηπίων τη Θεια χάρη εξαγνίζοντας,
ροζέτες για δάχτυλα αρραβωνιαστικιών την υπόσχεση του έρωτα στολίζοντας ,
υφάσματα μετάξια χρυσοκέντητα για χιτώνες και πέπλους δέρματα κάλλος ντύνοντας ,
ξύλα και αχάτες, φύλλα χρυσού απαύγασμα ευλάβειας ησυχαστών τη Θεοτόκο ζωγραφίζοντας ,
φορτώματα σιτάρι και αλεύρι «τροφή βεβαιούσα καρδίαν», ευλογία πεινασμένες ψυχές χορταίνοντας.
Τούτα τα βάρη τον αλάφραιναν.

Μα εκείνα τα άλλα , τα άχθη της καρδιάς , που μη χωρώντας σε αποσκευές ταξίδια να αποχαιρετίσει
σε βαλίτσες εξομολογιόταν ετοιμάζοντας ,
μα όλο εκείνα επέστρεφαν ως μη παραδοτέα .


Φωτογραφία: Εβραίος αχθοφόρος στο λιμάνι (δεκαετία 1910)










Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

"Έλενα Διογένους - Έλα μου." Τραγούδι σε Μουσική Ελένης Μπελιμπασάκη και Στίχους Αγγέλας Μαντιού

 




Μουσική : Ελένη Μπελιμπασάκη
Στίχοι : Αγγέλα Μαντιού 
Ερμηνεία : Έλενα Διογένους 
Studio : Earth sound studio 
Video : Μάνος Παπαδάκης
Έπαιξαν οι μουσικοί: Μπουζούκι - μπαγλαμά : Δημήτρης Χιονάς Μπάσο : Στέλιος Φρειδερίκος Κιθάρες : Χρήστος Ρεπούσης Πιάνο : Ελένη Μπελιμπασάκη Ηχογράφηση - μίξη - mastering : Earth Sound Studio
Έλα κοντά μου στη χαρά Στη λύπη και στο δάκρυ Έλα να σμίξουμε μαζί Πικρή μικρή μου αγάπη Έλα και πνίξε τον πόνο μου Μες τα γλυκά φιλιά σου Έλα να μπω όπως παλιά Μέσα στην αγκαλιά σου Ρεφρέν Έλα σου λέω μην αργείς Απόψε με φεγγάρι Τέσσερα μάτια δυο καρδιές Στο ίδιο προσκεφάλι Έλα και δωσ’ μου ένα φιλί Που λαχταρά η καρδιά μου Τότε θα έχουμε γιορτή Εσύ κι εγώ χαρά μου
Αγγέλα Μαντιού 





ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΚΑΛΗΣ "Μικροί και μεγάλοι"

The Lovers by Rene Magritte

Ο έρωτας μπορεί να γεννηθεί
και στα 40 και στα 50
και να είναι πολύ δυνατός
όπως ο έρωτας των νέων
κι ίσως πιο ποιοτικός
οι νέοι έχουν τη δύναμη
οι νέοι έχουν το πάθος
μα αυτά υπάρχουν
και στον έρωτα των μεγάλων
σε κάποιο βαθμό
ίσως σε καλύτερη δοσολογία
οι νέοι στον έρωτα
είναι χειμαρρώδεις
οι μεγαλύτεροι όχι
φιλτράρουν τον έρωτα
μέσα απ΄τη λογική
κι ίσως αυτή να είναι
η μεγαλύτερη διαφορά
από τους νέους.


Πίνακας :The Lovers by Rene Magritte







Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

ΤΟ ΤΖΑΚΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

The Fireplace by Childe Hassam

Γιάννης Βαρβέρης -ΈΛΑ ΓΙ’ ΑΠΟΨΕ

Φρόντισα όσο μπορούσα το ντεκόρ.
Στον καναπέ και στις καρέκλες
εξώφυλλα των δίσκων νεκροζώντανες
οι δόξες του ’50.
Δυο τρεις αφίσες από κέντρα του καιρού
κι ήδη το στερεό
με παπιγιόν δύο πλήκτρα ο Γιάννης ο Σπάρτακος.
Απέναντί του ο ξύλινος παλιός καλόγερος
με τ’ άσπρο σου λινό κοστούμι
τη μεταξωτή γραβάτα σου δεμένη στο κολάρο
το μαντήλι στο τσεπάκι.
Κι ανοίγω την τζαμόπορτα:
Έξω φυσάει κι είναι χρυσό κι είναι μπόρα Πού να’ σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
Απόψε μου λείπεις πολύ
Θα καθόμουνα πλάι σου
Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμήσω
Ας ερχόσουν για λιγο κι ας χανόσουν μετά.


Ακούς, μ’ άκούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα.


Cabin Fireplace is a painting by Doug Strickland


Τάκης Βαρβιτσιώτης - ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ

Εξόριστος μές σ’ ένα μακρινό χιονοστρόβιλο
Κρυμμένος πάντα μες στην ομίχλη
Απλώνεις το χέρι σου στα πιο ταπεινά πράγματα

Στον καπνό που στέφει το τζάκι
Στο κλειδί που σκουριάζει στην έρημη πόρτα
Στη μικρούλα φωτιά του χειμώνα

Ξυπνάς τη βροχή που κοιμάται
Μες σ’ ένα γυάλινο φέρετρο

Ξυπνάς τ’ αρώματα των κάμπων
Και ντύνεσαι τη μελωδία τ’ ουράνιου τόξου

Έτοιμος για τη συγκομιδή του κενού.


 Peasant Sitting by the Fireplace Vincent van Gogh


Κώστας Βάρναλης -Πρωτοχρονιάτικο

Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.

Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.

Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».
http://users.uoa.gr/


Margaret Tarrant - Christmas Eve



Μιχάλης Γκανᾶς  - Χριστουγεννιάτικη ἱστορία 

Κάθεται μόνος
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
Κανείς δέ θά’ ρθει καί τό ξέρει,
κλεῖσαν οἱ δρόμοι ἀπό το χιόνι, σάν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα καί πάλι
καί τά ποτά κρυώνουν στό ντουλάπι.
Τό τσίπουρο στυφό, τό οὖζο γάλα καί τό κρασί ραγίζει τά μπουκάλια.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δέ μιλάει.
Στήν τηλεόραση χιονίζει,
Τό στρώνει ἀργά στό πάτωμα καί στό τραπέζι
καί στίς παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια τῶν νεκρῶν,
πού τόν κοιτάζουν ἀπ’ τό μέλλον.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
Καί μόνο τό δικό της βλέμμα
ἔρχεται ἀπό τά περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του ἀπ’ το πρωί.
Πῶς νά τοῦ πῶ «Καλά Χριστούγεννα»,
Εὐχές δέ φθάνουν ὣς ἐδῶ,
Δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
ἡ σκέψη ἁρπάζεται ἀπ’ τό κλαδί τῆς μνήμης,
μά νά τρυπώσει δέν μπορεῖ στή μοναξιά του.
Μιά μοναξιά πού χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ ὅλα τά ὑλικά καί δίχως λόγια.

Κοντεύουν ξημερώματα κι ἀκόμη
Γυαλίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
μέ ἀργές κινήσεις σά νά τό χαϊδεύει.
Μένει στά δάχτυλα τό λάδι
ἀλλά τό χάδι χάνεται.
Θυμᾶται κυνηγετικές σκηνές
μέ ἀγριογούρουνα καί χιόνια ματωμένα,
πρίν γίνει θήραμα κι ὁ ίδιος
στήν μπούκα ἑνός κρυμμένου κυνηγοῦ,
πού τόν παραμονεύει ἀθέατος
ἀφήνοντας νά τόν προδίδουν κάθε τόσο
πότε μιά λάμψη κάνης,
πότε μιά κίνηση στίς κουμαριές
κι ἡ μυρωδιά ἀπ’ τό βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ὅτι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια καί μπαρούτι μαῦρο.
Ὅταν ἀποφασίσει νά τοῦ ρίξει
δέ θά προλάβει πάλι νά τόν δεῖ
πίσω ἀπ’ τό σύννεφο τῆς ντουφεκιᾶς του.

Ἂν σκέφτεται στ’ ἀλήθεια κάτι τέτοια,
καί δέν τόν τιμωρῶ ἐγώ μ’ αυτές τίς σκέψεις,
πῶς νά πλαγιάσει καί νά κοιμηθεῖ.
Λέω νά γίνω πατέρας τοῦ πατέρα μου,
ἕνας πατέρας πού τοῦ ἒτυχε
σιωπηλό καί δύστροπο παιδί,
καί νά τοῦ πῶ μιά ἱστορία
γιά νά τόν πάρει ὁ ὓπνος.

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά πάρε καί τόν πατέρα…
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε καί τόν πατέρα• ἀπ’ τίς μασχάλες πιάσ’ τονε
σά νά’ ταν λαβωμένος. Ὅπου πηγαίνεις τά παιδιά
ἐκεῖ περπάτησέ τον, μέ τό βαρύ ἀμπέχωνο
στίς πλάτες του ν’ ἀχνίζει.

Δῶσ’ του κι ἕνα καλό σκυλί
καί τούς παλιούς του φίλους, καί ρίξε χιόνι ὓστερα
ἄσπρο σάν κάθε χρόνο. Νά βγαίνει ἡ μάνα νά κοιτᾶ
ἀπό τό παραθύρι, τήν ἔγνοια της νά βλέπουμε
στά γαλανά της μάτια, κι ὅλοι νά τῆς τό κρύβουμε
πώς εἶναι πεθαμένη.

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε κι ἐμᾶς μαζί σου, μέ τούς ἀνήλικους γονεῖς,
παιδάκια τῶν παιδιῶν μας. Σέ στρωματσάδα ρίξε μας
μιά νύχτα τοῦ χειμώνα, πίσω ἀπ’ τά ματοτσίνορα
ν’ ακοῦμε τούς μεγάλους, νά βήχουν, να σωπαίνουνε,
νά βλαστημοῦν τό χιόνι. Κι ἐμεῖς νά τούς λυπόμαστε
πού γίνανε μεγάλοι καί νά βιαζόμαστε πολύ
νά μοιάσουμε σ’ εκείνους, νά δοῦν πώς μεγαλώσαμε
νά παρηγορηθοῦνε.

Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα. 



Komaromi-Kacz, Endre (b.1880)

Κώστας Καρυωτάκης - Χιόνι


Τί καλά που ’ναι στο σπίτι μαςτώρα που όξω πέφτει χιόνι!Το μπερντέ παραμερίζοντας,τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι5να σκεπάζει όλα τα πράματα:δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστησημαζεμένη τόση ασπρίλα!

Όμως κάτου, τουρτουρίζοντας10το κορίτσι εκείνο τρέχει.Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας.Ψωμί λέγει πως δεν έχει,πως κρυώνει, πως επάγωσε…«Έλα μέσα, κοριτσάκι.15Το τραπέζι μας εστρώθηκεκι αναμμένο είναι το τζάκι.»




Jυɗу Ɠιвѕση

Νίκος Λυγερός -Κοντά στο τζάκι

Έβλεπα το χαμόγελό σου
όταν κοίταζες το τζάκι
κι ένιωθα τη ζεστασιά
της ανθρωπιάς σου.
Δεν έκλεινες πια τα μάτια
ήθελες να πιεις τη ζωή
όπως το γλυκό μοσχάτο
της συντροφιάς σου.


Interior With A Woman In A Nightgown, 1899 by Felix Edouard Vallotton



Παύλος Νιρβάνας -Η τέχνη

Τα τζάμια παγωμένα,
μαύρο, σβυστό το τζάκι,
τα τζάμια παγωμένα.
Ψυχομαχάει μια λάμπα
απάνω στο τραπέζι,
ψυχομαχάει μια λάμπα.
Στο ξέστρωτο κρεβάτι
μια γάτα ερημοπαίζει
στο ξέστρωτο κρεβάτι.
Μέσ’ την καρδιά του ξύλου
ο σάρακας γκρινιάζει,
μέσ’ την καρδιά του ξύλου.

Από τον τοίχο στάζει,
στάζει, δροσιά φαρμάκι
από τον τοίχο στάζει.
Κι’ απάνω από την στέγη
μια κουκουβάγια κράζει
και κάτω από την στέγη
αργοξυπνούν δυο μάτια
—ένα τριζόνι τρίζει—
κ’ εμπρός στα δυο τα μάτια
μιαν άνοιξη από ρόδα,
ξανοίγεται κι ανθίζει,
μιαν άνοιξη από ρόδα.




Henry Edward Spernon Tozer (1864-1938)



Κωστής Παλαμάς - Σβησμένο το τζάκι


—Σβησμένο το τζάκι. Στο σπίτι! Στο σπίτι!
Προσμένει το ταίρι σου, κλαιν τα παιδιά!

—Αφήστε με! Ω δάσος! Τα πεύκα… Μια σκήτη…
Πώς κλαίει το φεγγάρι στα μαύρα κλαδιά,
πώς μέσα μου κάτι με λιώνει, με σώνει!…

—Σε χτύπησε, δόλιε, φωτιά τ’ ουρανού.
Στο σπίτι! Λυπήσου.

                                               —Τ’ αηδόνι! τ’ αηδόνι!

—Στο δάσος τ’ αηδόνι σού πήρε το νου.




Henry Edward Spernon Tozer



Μήτσος Παπανικολάου -Χειμώνας

Μη με προσμένει πια να ‘ρθω στο βουερό ακρογιάλι.
Την αμμουδιά να πάρουμε, να φθάσουμε ως το μώλο.
Στην καταχνιά της θάλασσας και στην ανεμοζάλη
Σα ροδοσύγνεφο σκορπά, σβήνει το είναι μου όλο.

Κάποια φωτιά ονειρεύομαι για το σβηστό μας τζάκι
Ν’ αστράφτει μες στη σκοτεινιά της σάλας της κλεισμένης.

Να κρούει το παραθύρι μας ο αέρας, το νεράκι
Και εσύ δειλή κι αμίλητη στο πλάι μου να μένεις.

Να λες σ’ αυτή σου τη σιωπή όσα ποτέ δεν είπες
Στις ανοιξιάτικες αυγές, στα θερινά τα βράδια,
Ν’ αντιστοράς στο βλέμμα σου χαρές μαζί και λύπες
Πόθους, παλμούς, ονείρατα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια.

Κι έτσι στην κρύα τη σκοτεινιά της νύχτας του Γενάρη
Μες στ’ όνειρο θ’ αγγίξουμε μια άνοιξη περασμένη,
Τα ρόδα τ’ απριλιάτικα που πια μας τα’ χουν πάρει
η μοίρα μας κι οι ξένοι.

Maria Theresa and her family celebrating Saint Nicholas, by Archduchess Maria Christina, in 1762
https://en.wikipedia.org/


Στέλιος Σπεράντζας  - Χριστούγεννα

Στὴ γωνιά μας κόκκινο
τ᾿ ἀναμμένο τζάκι.

Τοῦφες χιόνι πέφτουνε
στὸ παραθυράκι.

Ὅλο ἀπόψε ξάγρυπνο
μένει τὸ χωριό,
καὶ κτυπᾶ Χριστούγεννα
τὸ καμπαναριό.

Ἔλα, Ἐσὺ ποὺ Ἀρχάγγελοι
σ᾿ ἀνυμνοῦνε ἀπόψε,
πάρε ἀπὸ τὴν πίττα μας,
ποὺ εὐωδιᾶ καὶ κόψε.

Ἔλα, κι ἡ γωνίτσα μας
καρτερεῖ νὰ ῾ρθεῖς.
Σοὔστρωσα, Χριστούλη μου,
γιὰ νὰ ζεσταθεῖς.






Artwork by Jim Daly



Παιδική Χορωδία Σπύρου Λάμπρου - Το Τζάκι

Μουσική: Παραδοσιακό Στίχοι: Αγγελική Καψάσκη Άλμπουμ: "Τραγουδάκια Για Τον Χειμώνα" ΣΤΙΧΟΙ Τι ζεστά που είναι στο τζάκι Καιν' τα ξύλα μας καλά Κι η ψιψίνα ξαπλωμένη Ρουθουνίζει δυνατά Αχ φωτίτσα, αχ φωτίτσα Κόκκινη ζεστή φλογίτσα Ζέστανε μου τα χεράκια , Τα μικρά τα ποδαράκια Έξω ας πέφτει τόσο χιόνι Κι ας φυσάει ο βοριάς Άναβε καλή φωτίτσα Μες στο τζάκι μας γερά


Νινή Ζαχά ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ (1951)

Σύνθεση: Νινής Ζαχά Στίχοι: Κώστα Κοφινιώτη Ερμηνεία: Νινή Ζαχά Ορχήστρα Ζακ Ιακωβίδη Odeon G.A. 7651 (1951)

Κοντά στο τζάκι
πάλι θα `μαστε αλήθεια
θα σε χαίδεύω
θα σου λέω παραμύθια

Κοντά στο τζάκι
με φιλιά θα σε κοιμίζω
κι ως το πρωΐ σαν πρώτα
θα σε νανουρίζω

Έξω ο αέρας κι αν σφυρίζει
τι μ’ αυτό;
κι αν παίζουν τ’ άστρα
με τα σύννεφα κρυφτό

Κοντά στο τζάκι
αγκαλιά στην πολυθρόνα
θα `χουμε άνοιξη
στις νύχτες του χειμώνα

Έξω ο αέρας κι αν σφυρίζει
τι μ’ αυτό;
κι αν παίζουν τ’ άστρα
με τα σύννεφα κρυφτό

Κοντά στο τζάκι
αγκαλιά στην πολυθρόνα
θα `χουμε άνοιξη
στις νύχτες του χειμώνα




Woman with Children in an Interior is a painting by Pieter de Hooch






ΤΑ ΕΠΙΠΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ


-«Πάνω στο τραπέζι δυο μαραμένα λουλούδια που τρεμουλιάζουν σαν αναμμένα κεριά
Φτωχικό μνημόσυνο στ’ απολιθώματα της ομορφιάς σου..»

(Τάκης Βαρβιτσιώτης)



Van Goghs Bedroom at Arles by Vincent Van Gogh


Ένα παλιό αισθηματικό κερί
έκαιγε πάνω στο τραπέζι
τα φθαρμένα έπιπλα
μου είχαν διδάξει
την υπομονή
μόνο ένα, Θεέ μου-δεν έζησα:
έχοντας να μεριμνήσω
για τόσα φύλλα την άνοιξη.

Από την συλλογή "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου"

Τάσος Λειβαδίτης




Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - Ένα απλό κρεβάτι

Κινήσεις που οδηγούν
σ’ ένα απλό κρεβάτι
πώς να εμπνεύσουν πια;
Κρεβάτι χωρίς παραστάτη
χωρίς εφιδρώσεις
χωρίς εντυπώσεις
ένα άδειο στρωμένο πανί
μία οθόνη δίχως προβολή
και κινήσεις μονοσήμαντες
που σημαίνουν μόνο το τέλος
της μέρας.
Μια ειρήνη υπόγραψα φαίνεται
χωρίς καμιά μάχη
να ‘χει κερδηθεί ή χαθεί.
Ειρήνη είναι ο ύπνος
που έρχεται περιβρεγμένος
μόνο με την ελπίδα
του ονείρου.
Αλλά, αναπάντεχα
μια γλύκα απλώνεται στην επιφάνεια
της ταλαιπωρημένης σάρκας.
Τέλειωσε και τούτο το βράδυ.
Ακόμη ένα κομμάτι χρόνου
που δεν πρόδωσα
δε βλαστήμησα
την ώρα και τη στιγμή.
Ήταν η μέρα καλή
καμιά δεν ένιωσα νέα πληγή
καμιά δεν κακοφόρμισε παλιά.
Κρεβάτι απλό
με τέσσερα πόδια
και καλοκαιρινά σεντόνια
βάναυσα λευκά.
https://www.neolaia.gr/


1Edward Hopper, Morning Sun (1952). Courtesy of the Columbus Museum of Art.
https://news.artnet.com/


Βαγγέλης Αλεξόπουλος - Ιπτάμενες καρέκλες


Είχε γίνει συμφωνία
της γιαγιάς μας με την αδελφή μου
Όταν θα έφευγε, σε περίπτωση
που υπήρχε άλλη ζωή εκεί έξω
θα επέστρεφε και σαν σήμα
θα σήκωνε μια καρέκλα
από την κουζίνα

Η γιαγιά πέθανε

Έκτοτε αλλάξαμε πολλές κουζίνες τραπέζια και καρέκλες
καμιά όμως, ποτέ
δε σηκώθηκε

https://staxtes2003.com/



People in the Sun, Edward Hopper, Oils, 1960.


Γιάννης Βαρβέρης -ΈΛΑ ΓΙ’ ΑΠΟΨΕ

Φρόντισα όσο μπορούσα το ντεκόρ.
Στον καναπέ και στις καρέκλες
εξώφυλλα των δίσκων νεκροζώντανες
οι δόξες του ’50.
Δυο τρεις αφίσες από κέντρα του καιρού
κι ήδη το στερεό
με παπιγιόν δύο πλήκτρα ο Γιάννης ο Σπάρτακος.
Απέναντί του ο ξύλινος παλιός καλόγερος
με τ’ άσπρο σου λινό κοστούμι
τη μεταξωτή γραβάτα σου δεμένη στο κολάρο
το μαντήλι στο τσεπάκι.
Κι ανοίγω την τζαμόπορτα:
Έξω φυσάει κι είναι χρυσό κι είναι μπόρα Πού να’ σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
Απόψε μου λείπεις πολύ
Θα καθόμουνα πλάι σου
Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμήσω
Ας ερχόσουν για λιγο κι ας χανόσουν μετά.

Ακούς, μ’ άκούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα.




The Furniture Maker by Ludwig Deutsch


Κική Δημουλά - Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ε

Όταν στρώνεις το τραπέζι
πριν καθίσεις
να ελέγχεις σχολαστικά
την αντικρινή σου καρέκλα
αν είναι γερή μήπως τρίζει
μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές
μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί
αν υποσκάπτει το σκελετό
σκουλήκι
γιατί εκείνος που δεν κάθεται
γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς.



Artist Marc Whitney

Κωνσταντίνος Καβάφης - Ενδύματα

Μέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου.
Τα ρούχα τα κυανά. Και έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Και κατόπιν τα κίτρινα. Και τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.
Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ’ ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή — που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.
Όλως διόλου τελειωμένη. Τα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα καταγής. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Μερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κι εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά — άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.
[1894 – 1897;]
https://www.greek-language.gr/


Romance in the cupboard by Kestutis Kasparavicius

Κωνσταντίνος Καβάφης - Το διπλανό τραπέζι

Θάναι μόλις είκοσι δυο ετών.
Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα
χρόνια προτήτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.

Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.
Και μοναχά προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·
δεν είχα ούτε ώρα για να πιώ πολύ.
Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.

Κι αν δεν θυμούμαι, πού — ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.

A τώρα, να, που κάθησε στο διπλανό τραπέζι
γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει — κι απ’ τα ρούχα κάτω
γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.



Chair Tilt by Denise H Cooperman

Γιάννης Κοντός - Η λύπη του έρωτα

Σ’ ακούω με όλους τους πόρους μου
να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα χάρτινα
κάνοντας ένα θόρυβο
που προμηνύει μεγάλη θάλασσα.

Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα
της ζωής μου. Στο κανάλι σιωπή.

Ταριχευμένες κινήσεις:
μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο,
ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο.
Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια
μαγική εικόνα – δεν μπορώ
να ξεχωρίσω τον κυνηγό –

Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο
μυστικά και βροχές.




Wicker Porch by Bill Bell

Χλόη Κουτσουμπέλη, «Πώς να βγείτε από το καλοκαίρι σας ανώδυνα – ΙΙΙ»

Σκέπασε με λευκά πανιά 
τα χαμογελαστά έπιπλα μπαμπού 
τίναξε τις πετσέτες 
πριν τις απολιθώσεις στην ντουλάπα. 
Βγαίνοντας κλείσε το καλοκαίρι 
πίσω σου ανώδυνα. 
Έτσι κι αλλιώς ο πόνος 
θα σε περιμένει στην αποθήκη 
μαζί με τα βατραχοπέδιλα 
για να τον φουσκώσεις πάλι 
το άλλο καλοκαίρι.

(Από τη συλλογή «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης», εκδ. Γαβριηλίδης, 2016)




When Old Is Better by Les Ray

Χρίστος Λάσκαρης -ΜΑΝΤΕΝΙΑ

Ένα κρεβάτι
και να είναι Αύγουστος,
και ξέρω εγώ να ξαναζήσω.

https://artbloggr.wordpress.com/





Water Bed by Sarah Barnaby


Πάμπλο Νερούδα - ΤΟ ΠΛΟΙΟ

Αλλά αν έχουμε ήδη πληρώσει τα εισιτήριά μας σε αυτόν τον κόσμο,
γιατί, γιατί δεν μας αφήνουν να καθίσουμε να φάμε;
Θέλουμε να δούμε τα σύννεφα,
θέλουμε να κάνουμε ηλιοθεραπεία και να μυρίσουμε το αλάτι·
ειλικρινώς δεν πρόκειται να ενοχλήσουμε κανέναν,
είναι τόσο απλό: είμαστε επιβάτες.

Όλοι περνάμε, και ο χρόνος μαζί μας:
η θάλασσα περνά, το τριαντάφυλλο λέει αντίο,
η γη περνάει απ’ τη σκιά και από το φως,
και εσείς και εμείς περνάμε, επιβάτες.

Τότε τι τους συμβαίνει;
Γιατί είναι τόσο εξοργισμένοι;
Ποιον γυρεύουν κρατώντας περίστροφο;

Δεν ξέραμε
ότι τα είχαν πιάσει όλα:
τα κύπελλα, τις καρέκλες,
τα κρεβάτια, τους καθρέφτες,

τη θάλασσα, το κρασί, τον ουρανό.

Τώρα προκύπτει
ότι δεν έχουμε τραπέζι.
Δεν μπορεί, πιστεύουμε.
Δεν μπορούν να μας πείσουν.
Ήταν σκοτάδι, όταν γεμίσαμε το πλοίο.
Ήμασταν γυμνοί.
Από το ίδιο μέρος φτάσαμε όλοι.
Ήρθαμε, γυναίκες και άντρες, ήρθαμε όλοι.
Ήμασταν όλοι πεινασμένοι και είχαμε τα δόντια μας έτοιμα.
Σε όλους μας μεγάλωσαν τα χέρια και τα μάτια
για να δουλέψουν και να ποθήσουν ό,τι υπάρχει.

Και τώρα μας λένε πως δεν μπορούμε,
πως δεν υπάρχει χώρος στο σκάφος,
δεν θέλουν να μας χαιρετήσουν
δεν θέλουν να παίξουν μαζί μας.

Γιατί τόσα οφέλη για εσάς;
Το κουτάλι ποιος τους τό ’δωσε, προτού ακόμα γεννηθούν;
Δεν είναι ευχαριστημένοι εδώ,
δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα.

Δεν μου αρέσει στο ταξίδι
να συναντάω στις γωνιές τη θλίψη,
χωρίς αγάπη τα μάτια, πεινασμένο το στόμα.

Δεν υπάρχουν ρούχα για τούτο το φθινόπωρο που μεγαλώνει
και ακόμα πιο λίγα, πιο λίγα, πιο λίγα για τον χειμώνα που ’ρχεται.
Και χωρίς παπούτσια πώς θα γυρίζουμε
στον κόσμο, με τόσες πέτρες στους δρόμους;

Χωρίς τραπέζι πού θα φάμε,
πού θα καθίσουμε, αν δεν έχουμε καρέκλα;

Αν είναι σαχλό αστείο, αποφασίστε, κύριοι,
να το τελειώσετε σύντομα,
για να μιλήσουμε τώρα σοβαρά.

Κι έπειτα η θάλασσα είναι σκληρή.

Και βρέχει αίμα.

[Από την ποιητική συλλογή Navegaciones y Regresos (1959).]

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

https://mag.frear.gr/




Edward Hopper, “Western Motel,” 1957. Yale University Art Gallery
https://www.artsjournal.com/


Κώστας Ουράνης - Θα πεθάνω ένα πένθιμο…

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μεσ’ στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω
και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου.
Θε ναρθεί ο αστυνόμος
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «–Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε!…»
Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας: «–Μ’ αυτός έχει πεθάνει».

Μια στιγμή θα κοιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,
θε να πουν: «Τ’ είν’ ο άνθρωπος!… Χτες ακόμα ζούσε!»
Και βουβά το παιγνίδι τους θ’ αρχινήσουνε πάλι.

Κάποιος θάναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε κάποτ’ εκδώσει
συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην».

Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.
Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσιους παπάδες
όπου θάναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,
και μια Κίττυ θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην
θα μου γράψει ένα γράμμα – και νεκρό θα με βρίσει.




Madame Récamier by Jacques-Louis David


Κωστής Παλαμάς - Το χρυσό κρεβάτι


Το ξέρω· είμ’ ένα πλάσμα ταπεινόσαν τόσα, χωρίς δύναμη και χάρη,κι είμαι μια στάλα στον ωκεανό,κι είμαι στον κάμπο ασήμαντο χορτάρι.

5Όμως άκουσε τ’ όνειρο το πλάνοπου φάνηκε μπροστά μου αστραφτεράτην ώρα που είχα κλείσει μια φοράτα μάτια μου στα γόνατά σου επάνω.

Είδα πως εκοιμόμουνα βαριά10σφιχτός από έναν ύπνο μολυβένιο·και το κρεβάτι μου μαλαματένιοέλαμπεν από κάθε του μεριά.

Κι ενώ τα μάτια μ’ έμεναν κλειστά,έβλεπαν απ’ το φως αυτό λουσμένα.15Απ’ το χρυσό κρεβάτι μου μπροστάπολλοί, πολλοί περνούσαν ολοένα.

Κι έβλεπα, στο κρεβάτι μου μπροστάσταματούσανε, μήτε που μιλούσαν,και μ’ άνθη μύρια μοσχοβολιστά20με ράντιζαν και με μοσχοβολούσαν.

Κι έβλεπα κόσμο ακίνητο, σκυφτό,με γόνατα μπροστά μου λυγισμένα,αλλά κανένα μες στον κόσμο αυτόπου να πονεί δεν ένιωθα για μένα.

25Δεν έβλεπα ένα στόμα να γελά,μιαν όψη από φροντίδα να βαραίνει,δυο μάτια δεν αντίκρισα θολά·λάμψη παντού μαρμάρου ήταν χυμένη.

Παιδιά, γυναίκες, γέροι, νέοι, λαός30αμέτρητος μαρμάρωνεν εμπρός μου,κι έλεγες πως εγώ ήμουν ο θεόςτου στοιχειωμένου αλλόκοτου αυτού κόσμου.

Αλλά θεός που είχα για φιλιά,κι είχα για χάιδια περισσή τρεμούλα!35που μ’ όλη μου τη θεία φεγγοβολιάέκρυβα μια πολύπαθη καρδούλα.

Και κοίταζα καταφρονετικάλουλούδια, γονατίσματα, λιβάνια,θεός που λαχταρούσα πιο γλυκά40έναν περιστεριώνα απ’ τα ουράνια.

Θεός με δίχως δύναμη καμιά,παρά με το προσκύνημα των άλλωνπου μου πλάταιναν και την ερημιάκαι έκαναν τον καημό μου πιο μεγάλον.

45Είδα καημός πως μ’ έπιανε τρανόςνα διώξω τέτοιον ύπνο, να ξυπνήσω,και λόγια τρυφερά του καθενόςνα ειπώ και γέλια μ’ όλους ν’ αρχινήσω.

Και στέφανα οι ανθοί, από μέ πλεχτά,50σ’ όλους να τα μοιράσω πεταχτάκαι με τις νιες και με τα παλικάριαχορό να στήσω στα χλωρά χορτάρια.

Αλίμονο, μια δύναμη κρατάτο σώμα μου δεμένο στο κρεβάτι,55τα χέρια μου στο στήθος καρφωτά,το στόμα σφραγιστό, κλειστό το μάτι.

Και μου βαραίνουν οι χιονάτοι ανθοί,νεκρολούλουδα, χέρια μου και στήθια…αλλά του κάκου καρτερώ να ’ρθεί60να με γλιτώσει ανθρωπινή βοήθεια.

Και τότε μια φωνή λαχταριστήκι απ’ της καρδιάς μού ξέφυγε τα βάθη,στο λάρυγγά μου μέσα η φωνή μου εχάθη,κι έλεγε αυτά η φωνή προτού σβηστεί:

65«Ω! Κάλλιο να είμ’ αγνώριστος απ’ όλουςκαι καταφρονεμένος να γυρνώ,να τρέχω, να βογκάω, και να πονώμέσα σε λόγγους, μέσα σε τριβόλους,

«Καλύτερα τα πόδια μου γυμνά70σ’ αγκάθια, σε πρινάρια να ματώνω,και μες στις ερημιές και στα βουνάρόδα ποτέ, φίδια να βρίσκω μόνο,

»παρά να μ’ έχ’ η δόξα χαϊδευτόκι ανθοστεφάνωτο να μ’ έχει θύμα,75κι εμπρός μου κόσμο να θωρώ σκυφτόστης Φήμης το κρεβάτι, σα σε μνήμα.

»Μου φτάνει εμέ παράμερη ζωή,ψυχή και χέρια ελεύθερα να νιώθω,κι η αγάπη, μαλακότατη πνοή,80να μου ξανάβει της ζωής τον πόθο.

»Μου φτάνει ο ήλιος, άστρο ευλογητό,όπως για όλους και για με να λάμπει,κι οι κάμποι που δουλεύω και πατώνα μου είναι της γλυκιάς πατρίδας κάμποι.

85»Μου φτάνει να ’χω πάντα στο πλευρόπαρηγορήτρα συντροφιά μου Εσένα,του βάσανου μου φτάνει το σταυρόμαζί να τον κρατούμε αντρειωμένα».

Κι εξύπνησ’ από τ’ όνειρο το πλάνο90που πρόβαλε μπροστά μου αστραφτεράτην ώρα που είχα κλείσει μια φοράτα μάτια μου στα γόνατά σου επάνω.

Το ξέρω· είμ’ ένα πλάσμα ταπεινόσαν τόσα, χωρίς δύναμη και χάρη,95κι είμαι μια στάλα στον ωκεανό,κι είμαι της γης ασήμαντο χορτάρι.

Μα δεν ποθώ της δόξας τα παλάτια,και της Αθανασίας τον ουρανό·δόξα δική μου είναι τα δυο σου μάτια,100τα μάτια σου που κλαίνε όταν πονώ!






Painting  by Edward Hopper


Κώστας Γ. Παπαγεωργίου [Φωτιά στο δάσος]

Φωτιά στο δάσος φώναξε πριν γίνει δέντρο

.........................................................................

Τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή
από τη θέση τους ακίνητα σε παρακολουθούν
σε αποστηθίζουν μες στη στιλπνή ή θαμπή
           γυαλάδα τους
τραβούν κινήσεις μέλη εικόνες απ' το σώμα σου
ταΐζουν μ' αυτές τα ξύλινά τους σπλάχνα
τα έπιπλα αγριεύουν με τον καιρό
ξυπνούν τη νύχτα τρίζουν ή γαυγίζουν σα σκυλιά
με δόλο από την κλειδαρότρυπά τους σε κοιτούν
ή ουρλιάζοντας γυρεύουν τη φωτιά
θέλουν να ξαναγίνουν δέντρα η μνήμη τους
κοιμάται πράσινη παντού
                                                 — ξυπνάει
όταν τινάζει τα μαλλιά του ο ξυλοκόπος


Το Ποίημα Ανήκει στη συλλογή Το σκοτωμένο αίμα (1982). Είναι άτιτλο και αριθμείται ως ΣΤ'.




Attic Room by Louis Icart

 Νικανόρ Πάρρα  - [Γράμματα Του Ποιητή Που Κοιμάται Σε Μια Καρέκλα] 

Ι.

Λέω τα πράγματα όπως είναι
Ή ξέρουμε τα πάντα από πριν
Ή τίποτε ποτέ μας δεν θα ξέρουμε.
Το μόνο που μας επιτρέπεται
Είναι να μάθουμε σωστά να μιλάμε.

ΙΙ.

Όλη την νύχτα ονειρεύομαι γυναίκες
Κάποιες με κοροϊδεύουν απροκάλυπτα
Άλλες μου δίνουνε του κουνελιού το χτύπημα.
Δεν με αφήνουν σε ησυχία.
Βρίσκονται αδιάκοπα σε πόλεμο μαζί μου.
Ξυπνώ σαν κεραυνόπληκτος.
Εξ ου και συμπεραίνεται ότι είμαι παλαβός
Ή τουλάχιστον νεκρός από τον φόβο μου.

VII.

Είναι αρκετά σαφές
Πως δεν υπάρχουν στην σελήνη κάτοικοι
Πως οι καρέκλες είναι τραπέζια
Πως οι πεταλούδες είναι άνθη σε αέναη κίνηση
Πως η αλήθεια είν’ ένα λάθος συλλογικό
Πως το πνεύμα πεθαίνει μαζί με το κορμί
Είναι αρκετά σαφές
Πως οι ρυτίδες δεν είναι ουλές.

XIV.

Μόνο με την ομορφιά συμβιβάζομαι
Η ασχήμια με πονάει..

[Μετάφραση: Αργύρης Χιόνης]

(https://www.bibliotheque.gr/article/51502)


 THE BED, Henri de Toulouse-Lautrec, 1892



Γιάννης Ρίτσος Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

....Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
να δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.
.................

Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει —
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,

οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ' τήν κρεμάστρα στό
σκοτεινό διάδρομο

ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς
ἀπ' τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.


Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, — ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση
δυσπιστία —
λέω γιά τήν πολυθρόνα,πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες
νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει.......

.......

Τοῦτο τό σπίτι δέ μέ σηκώνει πιά.
Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου.
Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις,
νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ
νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες
νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου
νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε.
 Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο
. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.



Interior, 1904 by Edouard Vuillard

Γιάννης Ρίτσος  - Ελάχιστο χρονικό του έρωτα 

Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν.
Τις δυο καρέκλες τις άφησαν στον κήπο. Όσο έλειπαν
τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους, τις έκαναν
σκάλες για τα δωμάτια τους.
 Όταν βράδιασε,
όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους.
Οι δυο καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυο μικρά ικριώματα
στο χείλος μιας πράσινης μοναξιάς μπροστά στο φεγγάρι.

«Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου», επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, εκδόσεις Κέδρος

https://popaganda.gr/


 Mrs Osler by Sir John Lavery RA


Μίλτος Σαχτούρης - Ὀρυχεῖο

Σοῦ γράφω γεμάτη τρόμο μέσα ἀπὸ μιὰ στοὰ
νυχτερινὴ
φωτισμένη ἀπὸ μίαν ἐλάχιστη λάμπα σὰ δαχτυλίθρα
ἕνα βαγόνι περνάει ἀπὸ πάνω μου προσεχτικὰ
ψάχνει τὶς ἀποστάσεις του μὴ μὲ χτυπήσει
ἐγὼ πάλι ἄλλοτε κάνω πῶς κοιμᾶμαι ἄλλοτε
πῶς μαντάρω ἕνα ζευγάρι κάλτσες παλιὲς
γιατί ἔχουν ὅλα γύρω μου παράξενα παλιώσει

Στὸ σπίτι
χτὲς
καθὼς ἄνοιξα τὴ ντουλάπα ἔσβησε γίνηκε
σκόνη μ᾿ ὅλα τὰ ροῦχα της μαζὶ
τὰ πιάτα σπάζουν μόλις κανεὶς τ᾿ ἀγγίξει
φοβᾶμαι κι ἔχω κρύψει τὰ πηρούνια καὶ τὰ
μαχαίρια
τὰ μαλλιά μου ἔχουν γίνει κάτι σὰ στουπὶ
τὸ στόμα μου ἄσπρισε καὶ μὲ πονάει
τὰ χέρια μου εἶναι πέτρινα
τὰ πόδια μου εἶναι ξύλινα
μὲ τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρὰ παιδιὰ
δὲν ξέρω πῶς γίνηκε καὶ μὲ φωνάζουν μ ά ν α

Θέλησα νὰ σοῦ γράψω γιὰ τὶς παλιές μας τὶς χαρὲς
ὅμως ἔχω ξεχάσει νὰ γράφω γιὰ πράγματα
χαρούμενα

Νὰ μὲ θυμᾶσαι

http://users.uoa.gr/


Have A Seat II  by Ethan Harper

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ - ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ

Ο θάνατος ήσυχα κοιμόταν
στα παλιά καθίσματα
και ο δρόμος έμεινε ανοιχτός
για τους ταξιδευτές.

Γρήγορα προχώρησαν
για τις κορφές του ήλιου.
Ω ! Ψηλά είναι το φως.

Κι ο θάνατος
βλέπει ήσυχα όνειρα
στα παλιά καθίσματα.

https://www.fractalart.gr/



 Willem Steelink II 1856-


Αντώνης Φωστιέρης - Κατοικίδιο δάσος

Στο δροσερό σαλόνι σας θροΐζει ένα δάσος
Αυτά τα έπιπλα που ακούτε ν’ ανασαίνουν
Φυλάνε ακόμα ενστικτώδη φτερωτά

Μες στα φυλλώματα. Κι αν τρίζουνε
Κάθε που μπαίνει νέος επισκέπτης
Θα ‘ναι που νιώθουνε κρυμμένο το τσεκούρι
Να τροχίζεται. Σε ανώδυνο χαμόγελο
Αβροφροσύνης τούτη τη φορά.
Τις νύχτες αλαφιάζονται
Και το χοντρό τους νύχι από ρίζα
Χώνεται
Στο βράχο του τσιμέντου. Οι κλώνοι τους
Ρημάζουν τα ταβάνια — να οι ρωγμές
Του ξύλου που μουγκρίζει. Αφήστε τα·
Ούτε μ’ αλήθεια ούτε με πλάνη λειαίνονται
Οι ρόζοι σε μια φλούδα γηρατειών· αφήστε τα.
Κι αν το τικ τακ του σκουληκιού υποδύεται
Το χτύπο της καρδιάς τους
Αυτά ονειρεύονται το ηρωικό λαμπάδιασμα
Να ‘ρθεί επιτέλους να χωρίσει πνεύμα
Από κορμί.
— Λάμψη και κάρβουνο.




Komáromi Kacz Endre


Μάριος Χάκκας

IV

Μυρτώ των φθινοπωρινών ξενοδοχείων
Οι κάμαρες δε βλέπουν τη βροχή.
Μόνο κοιτάζουν σ’ άδειες ντουλάπες
σ’ ένα λαβομάνο χωρίς σεμνοτυφία
σ’ έναν καθρέφτη που μετράει ρυτίδες
χωρίς πρόσωπο ένα πόδι γυμνό
σκοπεύει τα κλειστά παράθυρα
κι είναι βγαλμένα πάνω στο σεντόνι
ζαρτιέρες μάτια και στηθόδεσμος

(Από την ενότητα «Μυρτώ στη φθινοπωρινή λιακάδα»)

https://www.poiein.gr/





 Close to my Heart  by Michael Humphries


Αργύρης Χιόνης.

Ω ναι! Ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουν πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,
μέσα στη βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο τους πάπλωμα.

Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,
σ΄ ένα κουπάκι του καφέ, σ΄ ένα κουταλάκι του γλυκού.

Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται.
Ας είναι γλυκός και ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.

«Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη» | Υάκινθος, 1986

https://tetartopress.gr/


View Summer Bouquet (1976) By Charles James McCall;
https://gr.pinterest.com/


Τζέην Χίρσφιλντ - ΜΙΑ ΚΑΡΕΚΛΑ ΣΕ ΧΙΟΝΙ

Μια καρέκλα σε χιόνι
θα έπρεπε να είναι
σαν ένα οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο
ασπρισμένο και στρογγυλεμένο

κι ωστόσο μια καρέκλα σε χιόνι
είναι πάντα θλιμμένη

περισσότερο από ένα κρεβάτι
περισσότερο από ένα καπέλο ή ένα σπίτι
μια καρέκλα είναι φτιαγμένη απλά για
ένα πράγμα

να βαστά
μια ψυχή τις βιαστικές και λίγες εύκαμπτες
ώρες της

ίσως έναν βασιλιά

όχι για να βαστά χιόνι
όχι για να βαστά λουλούδια

Μετάφραση: Κώστας Λιννός



ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ - βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος.
Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού, δίσκος 45 στροφών, 1965.

Η μελωδία πρωτοακούστηκε ως μουσική επένδυση στην ταινία «ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ» που γύρισαν το 1964 τέσσερις νέοι σκηνοθέτες της εποχής. Είχε γραφτεί ωστόσο, πάνω στους στίχους του Λ. Παπαδόπουλου που απεικόνιζαν την αισιοδοξία που κουβαλούσαν οι πολιτικές εξελίξεις της εποχής (οποιαδήποτε ομοιότητα με τη σημερινή κατάστασηθα ήταν ατυχής;-).
Εδώ είναι ένα απόσπασμα από μια εκπομπή - αφιέρωμα στη Βίκυ Μοσχολιού του Γιώργου Παπαστεφάνου (δεκαετία 70).

Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι βγάλε από την πόρτα το κλειδί το παιδί ξανάρχισε να παίζει το κανάρι πάλι κελαηδεί. Βάλε κι άλλη αγάπη στο τραπέζι κάποιος πονεμένος θα βρεθεί το παιδί ξανάρχισε να παίζει το κανάρι πάλι κελαηδεί. Άνοιξε στο φως το παραθύρι δέσε μια κορδέλα στα μαλλιά βάλε το λουλούδι στο ποτήρι να γεμίσει η κάμαρη ευωδιά. Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι βγάλε από την πόρτα το κλειδί το παιδί ξανάρχισε να παίζει
το κανάρι πάλι κελαηδεί.




Γιάννης Πουλόπουλος - Το ψωμί είναι στο τραπέζι


 Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης 
 Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του ληστή να πιει

Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του Χριστού να πιει

Δώσε μάνα του διαβάτη
του Χριστού και του ληστή
δώσε μάνα να χορτάσει
δωσ’ του αγάπη μου να πιει



Λαυρέντης Μαχαιρίτσας |Με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα

Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου

Στίχοι:
Με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα κι είδα πουλιά πάνω στα δέντρα. Σε μένα μερικά μιλούσαν, για σένα όμως κελαϊδούσαν.
Ζεϊμπέκικο του Κάτω Κόσμου χορεύει ο ηλεκτρισμός μου. κι έτσι κρατώ κεριά σβησμένα να βρω στα σκοτεινά εσένα.
Και δεν μπορώ να απολογούμαι και συνεχώς να τιμωρούμαι. Εγώ για σένα αιμοραγούσα, το 'ξερα: δε θα σ' αποκτούσα.
Και πώς να σε διεκδικήσω πρέπει φωτιές να διασχίσω. Με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα κι είδα ξανά μια μαύρη πέτρα, που στην καρδιά μου την πετούσες και στον αέρα ισορροπούσες. Πονάει για μένα ό, τι ανασαίνει κι ό, τι στον κόσμο δεν πεθαίνει. Συμπαραστέκονται μαζί μου τ' άψυχα και οι άγγελοί μου. Πώς ν' αρνηθώ αυτό που είμαι και να γραφτεί: ενθάδε κείμαι.


Σταμάτης Κραουνάκης - Η καρέκλα


Στίχοι: Σταμάτης Κραουνάκης Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης Πρώτη Εκτέλεση: Κώστας Μακεδόνας Του μπαμπά η καρέκλα έχει μείνει αδειανή εκεί κάτω απ’ τα πεύκα που σουβλίζαμε αρνί Δε μιλώ για θανάτους είναι άλλωστε κάτι κοινό μα τους βλέπω φευγάτους σαν γάτους στον καινούργιο ουρανό Του μπαμπά το φλιτζάνι είναι μες στο μπουφέ μια ζωή δε μας φτάνει έρωτά μου κρυφέ Από ένα σερβίτσιο με κομμάτια δεκαοκτώ ο μπαμπάς από ένα καπρίτσιο πάντα ζήταγε αυτό Κι όπως μια φορά να γλυκοχαράζει στο κήπο να πιάνει βροχή Να φοράν φτερά όλοι μου οι φευγάτοι, σαν γάτοι στη νέα εποχή


Women Taking Tea  by Albert Lynch