Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

ΝΙΚΟΣ ΜΠΡΙΑΣΟΥΛΗΣ " Εγχειρίδιο ερωτικής συμπεριφοράς: για την ποιητική συλλογή Πρώτη δημοτικού και άλλα του Νίκου Παπάνα (Εκδόσεις Ιωλκός, 2019)"

 

Εγχειρίδιο ερωτικής συμπεριφοράς: για την ποιητική συλλογή Πρώτη δημοτικού και άλλα του Νίκου Παπάνα (Εκδόσεις Ιωλκός, 2019)


Η ποιητική συλλογή Πρώτη δημοτικού και άλλα του Νίκου Παπάνα (Εκδόσεις Ιωλκός, 2019) κινείται, τρυφερά και ανάερα, στη σφαίρα του έρωτα. Αυτό φαίνεται, πρώτα απ’ όλα, στο ποίημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή. Σε αυτό ο ποιητής έχει το ρόλο μαθητή της πρώτης τάξης του δημοτικού. Υπόσχεται στο ίνδαλμά του να γίνει, όταν μεγαλώσει, αστροναύτης, λαχειοπώλης κι ένα μικρό σκυλάκι, για να την ακολουθεί μέρα και νύχτα.

Το ποίημα Οδός Λάμπρου Πορφύρα αναφέρεται στην ομώνυμη οδό της Θεσσαλονίκης. Σε αυτήν οι δύο νέοι περπάτησαν πολλές φορές μαζί, εκεί έγινε η γνωριμία και η ερωτική επικοινωνία τους. Και για τον ποιητή η γνωριμία αυτή ήταν μεγαλύτερη ανακάλυψη/απ’ ό,τι η Αμερική για τον Κολόμβο.

Στο ποίημα Ταπεινή ωδή στην ποίηση η αγαπημένη του ποιητή μεγάλωσε και είναι μαθήτρια λυκείου. Θέλει να κρυφτεί στα σχολικά της τετράδια. Κι όταν εκείνη πλαγιάζει, να δραπετεύει από τη φυλακή του, να την αγκαλιάζει ευλαβικά και να την παρασέρνει σ’ ένα χορό, που άλλος κανείς ποτέ δε θα γνωρίσει.

Τέλος στο ποίημα Παραλήρημα ο ποιητής περιγράφει το σπίτι τους, μάλλον εκεί που ονειρεύεται να κατοικήσουν. Αυτό το σπίτι βρίσκεται πέρ’ απ’ την πρώτη ανάμνηση των αηδονιών, ψηλότερα απ’ τα σιωπηλά βιολιά της νηνεμίας. Εκεί, μόνο εκεί, ανάμεσα στον έκτο και στον όγδοο ουρανό, μπορεί να κατοικήσει το ανθισμένο και πολυφίλητο όνομά της.

Είδαμε μερικά ενδεικτικά παραδείγματα. Ανάλογα και τα άλλα ποιήματα της συλλογής φωτίζουν με ιδιαίτερο τρόπο την αναγκαία και έκδηλα λυτρωτική ερωτική ανάταση στη ζωή των ανθρώπων, από την πρώτη δημοτικού μέχρι το τέλος της. Αυτό μας το μαθαίνει ο Νίκος Παπάνας με τον πιο πειστικό, ευφρόσυνο και γοητευτικό τρόπο. Η ποιητική αυτή συλλογή θυμίζει στον αναγνώστη το ιδανικό του έρωτα, και αποτελεί, πράγματι, εγχειρίδιο ερωτικής συμπεριφοράς.


Νίκος Μπριασούλης Φιλόλογος








ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Ζεύγος Καρατζά: Οι Θλιμμένοι, Φιλόμουσοι Ευεργέτες Της Λήμνου"


Γράφει ο Θοδωρής Μπελίτσος

Καταμεσής στην αγορά της Μύρινας, στη διασταύρωση Γαροφαλλίδου και Κυδά, πάνω από τον πολύβουο κεντρικό δρόμο στέκει ένα σιωπηλό κτίριο, με μεγάλα γαλάζια παράθυρα. Είναι η «Καρατζάδειος Βιβλιοθήκη», η μοναδική δημόσια βιβλιοθήκη της Λήμνου.

Κάθε φορά που την πλησιάζω από την οδό Γαροφαλλίδου, ειδικά αν είναι σούρουπο και τα παραθύρια της είναι ορθάνοιχτα και φωτισμένα, στέκομαι και την θαυμάζω. Το φως τους μοιάζει να ξεχύνεται και να πετά πάνω από την πόλη. Φωτεινές δέσμες γεμάτες λέξεις, φράσεις και συναισθήματα απλώνονται και λούζουν τα σπίτια. Τις «βλέπω» να χτυπούν απαλά τις θύρες και να μοιράζουν απλόχερα σε μικρά παιδιά, σε νεαρές κυρίες και σε ηλικιωμένες γιαγιάδες το υπέρτατο φωτεινό δώρο, τη γνώση.

Και τότε δακρύζω, γιατί δυο φλογισμένες λαμπάδες μέσα στο κτίριο της βιβλιοθήκης, χαμογελούν που ο πρόωρος και τραγικός θάνατός τους δεν πήγε χαμένος. Είναι η Λιλή και η Νένη Καρατζά, δυο κορίτσια δεκαεφτά-δεκαοχτώ ετών, που η ζωή τους κόπηκε ξαφνικά το Σεπτέμβρη του 1939. Οι γονείς τους, ο Απόστολος και η Ειρήνη, θέλησαν να τα θυμάται ο κόσμος σαν δύο μικρά αγγελάκια. Διέθεσαν το σπίτι τους, την προίκα που προόριζαν γι’ αυτές, για την ίδρυση Βιβλιοθήκης κι έβαλαν στην είσοδο τις παιδικές τους φωτογραφίες. Έτσι τα δυο αγγελάκια έγιναν οι αιώνιοι φύλακες άγγελοι της γνώσης.

Η Καρατζάδειος Βιβλιοθήκη

Το Καρατζάδειο Ίδρυμα είναι ένα από τα πολλά ευεργετήματα, με το οποία προικίστηκε το νησί από τους Λημνιούς της διασποράς. Είναι γνωστή η μεγάλη συνεισφορά των απόδημων στην ενίσχυση κοινωφελών σκοπών. Ειδικά οι Αιγυπτιώτες αλλά και οι υπόλοιποι ομογενείς, από τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, τον Καναδά, την Αφρική, έχουν συνεισφέρει είτε μεμονωμένα είτε μέσω των συλλόγων και των αδελφοτήτων που έχουν συστήσει τεράστια ποσά για την ανοικοδόμηση ιερών ναών, την ίδρυση, ανέγερση και εξοπλισμό σχολείων, τη μισθοδοσία διδασκάλων, τη λειτουργία των συσσιτίων μετά την κατοχή, την κατασκευή του Νοσοκομείου, τη διάνοιξη δρόμων, τη δημιουργία υδραγωγείων, την προικοδοσία απόρων κοριτσιών, την κατασκευή ξενώνων για τη διαμονή του ιερέα, του δάσκαλου ή του γιατρού, τη δημιουργία βιβλιοθηκών και την ενίσχυση αναρίθμητων άλλων έργων.

Ο κατάλογος των ευεργετών και των μικρών και μεγάλων δωρητών που ευεργέτησαν το νησί κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα είναι τεράστιος και η όποια παράθεση των ονομάτων τους θα είναι πάντοτε ελλιπής. Ίσως θα έπρεπε κάποια στιγμή να φιλοτεχνηθεί και να τοποθετηθεί σε δημόσιο χώρο η Στήλη του Ανώνυμου Λήμνιου Δωρητή και Ευεργέτη, για να τιμηθούν οι χιλιάδες Λήμνιοι, οι οποίοι προσπαθούσαν να καζαντίσουν δουλεύοντας στα βαμβακοχώραφα της Αιγύπτου, στα αδαμαντωρυχεία της Νότιας Αφρικής, στα χαλυβουργεία των ΗΠΑ, στην πάμπα της Αργεντινής, στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου, στις γερμανικές φάμπρικες, στην έρημο της Αυστραλίας, στα εργοστάσια του Καναδά, που ήταν παράνομοι εργάτες, παραγιοί σε εμπορικά καταστήματα, κορίτσια παραδουλεύτρες σε πλουσιόσπιτα ή ναυτικοί που θαλασσοδέρνονταν στους ωκεανούς του κόσμου.

Όλοι αυτοί που το όνομά τους υπάρχει καταχωνιασμένο στις δεκάδες λίστες εράνων, γιατί όταν άκουγαν την έκκληση της πατρίδας, έστελναν από το υστέρημά τους ένα ή δύο δολάρια ή μερικά γρόσια για να επισκευαστεί ο ναός ή το σχολείο του χωριού τους, για να φτιαχτεί η βρύση, για να ανοιχτεί ένας δρόμος, για να ισοπεδωθεί μια πλατεία. Αναγκαστικά κάθε φορά περιοριζόμαστε στην αναφορά των λίγων που η τύχη τούς ευνόησε κι απέκτησαν μεγάλες περιουσίες, τις οποίες διέθεσαν εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε κοινωφελείς σκοπούς. Στην κατηγορία αυτή ξεχωριστή θέση έχει το ζεύγος του Απόστολου Καρατζά και της Ειρήνης (Ποριάζη), περί ων ο λόγος στο παρόν σημείωμα.

 
Το ζεύγος Καρατζά στο ταξίδι του μέλιτος: ‘εν Ατλαντικώ 25 Αυγ. 1916’.

Ο Απόστολος Μιχ. Καρατζάς (Αθήνα 1880 – Αλεξάνδρεια 1964), Λήμνιος στην καταγωγή, υπήρξε γόνος επιχειρηματικής οικογένειας εγκατεστημένης στην Αίγυπτο από τα μέσα του 19ου αιώνα, στο Κάιρο και στην Μανσούρα. Είχε συγγενικές σχέσεις με τους Μπενάκηδες και κατοικία στην Κηφισιά. Ο πατέρας του, ο Μιχαήλ Καρατζάς, ήταν έμπορος.

Το Καρατζάδικο αρχοντικό, κτισμένο το 1857 σε πηλιορείτικο στυλ, είναι από τα παλιότερα στο Ρωμαίικο και σώζεται αναπαλαιωμένο μέχρι σήμερα. Το όνομα του Μιχαήλ Καρατζά αναφέρεται το 1875 περίπου ανάμεσα στους Αιγυπτιώτες συνδρομητές υπέρ των σχολείων της Λήμνου με 15 λίρες Αγγλίας. Επίσης, το 1887 υπέγραψε ως μάρτυρας την διαθήκη του Δημητρίου Παρισίδη, με την οποία προικοδότησε το Παρισίδειο Νηπιαγωγείο Κάστρου.

Ο Απόστολος Καρατζάς διαδέχθηκε τον πατέρα του και συνέχισε με επιτυχία την γονική εμπορική και επιχειρηματική δραστηριότητα. Παράλληλα στάθηκε αλληλέγγυος σε κοινωνικές και κοινωφελείς δράσεις στην Αίγυπτο και στη Λήμνο. Το 1905 αναφέρεται μεταξύ των ιδρυτικών μελών και χορηγών του νεοσύστατου Ελληνικού Αθλητικού Συλλόγου «Ίφιτος» Καΐρου.

Το Σεπτέμβριο του 1922 μετείχε στην επιτροπή για την περίθαλψη των προσφύγων που συγκρότησε η Παλλημνιακή Επιτροπή. Το 1923 διέθεσε 1000 δρχ. στον έρανο για τη μεταφορά των υδάτων του Λεύκου στη Μύρινα. Το 1925 επιχορήγησε γενναία τα νεοσύστατα σωματεία Φιλαρμονική και Λημνιακός Γυμναστικός Σύλλογος. Γενικά, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, συμμετείχε πρόθυμα σε κάθε κοινωνική προσπάθεια, εισφέροντας με τον οβολό του.

Το 1916 νυμφεύθηκε την Ειρήνη Ποριάζη, αρκετά νεότερη του, που ήταν μια από τις πέντε θυγατέρες του Άγγελου Ποριάζη (+1925). Μέσω των αδελφών της συζύγου του είχε συγγενικούς δεσμούς με τις οικογένειες Ν. Καράλη (Ιουλία), Ι. Κισεμλή (Δέσποινα) και Κατζουράκη (Αλεξάνδρα και Λουκία). Με την σύζυγό του απέκτησαν δύο θυγατέρες, τη Νένη (Ελένη) και την Λιλή (Ευαγγελία), με τις οποίες έκαναν κάθε χρόνο θερινές διακοπές στη Λήμνο.

Η οικογένεια Καρατζά πλήρης, προ του Ερεχθείου, Ιούνιος 1933.

Το Σεπτέμβριο του 1939 οι δυο γονείς βίωσαν μια τραγωδία. Στην γνωστή πυρκαγιά του κινηματογράφου στη Μύρινα έχασαν τα δυο κορίτσια τους, μαζί και την γιαγιά τους Όλγα Α. Ποριάζη, η οποία τα συνόδευε. Η Λιλή κάηκε στο σινεμά, ενώ η Νένη υπέκυψε από τα εγκαύματα λίγες ημέρες αργότερα. Ήταν 17 και 18 ετών αντίστοιχα. Το τραγικό γεγονός βύθισε στο πένθος το ζευγάρι αλλά και όλη τη Λήμνο, καθώς από το δυστύχημα έχασαν τη ζωή τους πάνω από 55 άτομα.

Δεκάδες κείμενα γράφτηκαν για να απαλύνουν τη θλίψη: άρθρα, χρονικά, επικήδειοι, ποιήματα. Ο ιατρός Θεολόγος Γ. Μαλαχιάς που έχασε τη γυναίκα του, αποχαιρετούσε με ποιήματα τους αδικοχαμένους συμπολίτες του.

Από το ποίημά του «Δακρύβρεχτες παρθένες» (εφ. Λήμνος, 26.10.1939) απομονώνω μερικούς στίχους που αναφέρονται στα δυο κορίτσια:

‘Και δυο κοπέλες ξέχωρα, παρθένες αδελφούλες

Στους τάφους των κοντά-κοντά, αντάμα σ’ άλλους κόσμους

Σαν σε κρεβάτι μοναξιάς με χωματένιους θόλους

Μένουν στ’ αλήθεια ζωντανές, σαν ψεύτικες νυφούλες’’

Οι αδερφές Καρατζά στον Ρωμαίικο Γιαλό, δεκ. ’20.

Για να καταπραΰνει τον αβάσταχτο πόνο του και να καλύψει το έλλειμμα που προέκυψε ξαφνικά στη ζωή του, ο Απόστολος Καρατζάς κατέφυγε στην συγγραφή δοκιμίων. Σε μικρά κείμενα, τα περισσότερα μονοσέλιδα ή δισέλιδα, κατέγραφε αποστάγματα της σκέψης και της εμπειρίας του, στα οποία εντοπίζονται πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Είναι συνολικά 217 και είναι γραμμένα από το Σεπτέμβριο του 1941 ως τον Αύγουστο του 1946, τα περισσότερα στην Κηφισιά, όπου έζησε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Τα εξέδωσε το 1946 στην Αθήνα, σε ένα τομίδιο τσέπης 368 σελίδων, πολύ μικρού μεγέθους (18×12 εκ), με τίτλο ‘Μια στο καρφί και μια στο πέταλο’.


Τα κείμενά του είναι αριθμημένα και χρονολογημένα, σε μορφή ημερολογίου, αλλά σπάνια περιγράφει γεγονότα. Συνήθως πιάνεται από κάποιον χαρακτήρα, ένα κοινωνικό γεγονός ή φαινόμενο και διατυπώνει παρατηρήσεις και κρίσεις πάνω σε πνευματικά και ψυχολογικά ζητήματα της ανθρώπινης φύσης. Μερικές φορές οι διαπιστώσεις του καταλήγουν σε διδάγματα και συμβουλές.

Η πολυμέρεια των ζητημάτων τα οποία πραγματεύεται, προδίδουν άνθρωπο με καλλιέργεια και με φιλοσοφημένη στάση ζωής, όπως έγραψε ο φιλόλογος Κώστας Μακρής (εφ. Λήμνος, 19.9.1954):

«…στηρίζονται σε μια πλούσια θεωρητική και πρακτική μόρφωση… και σε μια αξιόλογη λογοτεχνική κατάρτιση. Βλέπει κανείς μια ήρεμη, μια νηφάλια φιλοσοφική διάθεσι που περνά και διαποτίζει τις σελίδες του βιβλίου, χωρίς να ζημιώνη καθόλου τη στέρεη θέση που έχει πάρει ο συγγραφεύς με το θετικό αντίκρυσμα της αντικειμενικής πραγματικότητας. Φιλόσοφος και ρεαλιστής μαζύ ο κ. Καρατζάς».

Παρά ταύτα, του ξεφεύγουν φράσεις που δείχνουν πως κάτω από την επιφάνεια ήταν υπαρκτό και τον βασάνιζε το προσωπικό, οικογενειακό του δράμα.


Άλλοτε προσπαθεί να ξεγελάσει τον εαυτό του:

«Ενώ καταλαβαίνουμε ότι δεν λέμε την αλήθεια, όταν διαβεβαιούμε τον εαυτό μας και τους άλλους ότι το πήραμε πλέον απόφαση, ότι συνηθίσαμε με τη νέα κατάσταση, αισθανόμαστε μέσα μας ότι όλα αυτά δεν γίνονται παρά μόνον και μόνον για να γελαστούμε…»

Άλλοτε πνίγεται από καταθλιπτικές σκέψεις:

«Πέντε χρόνια έχουν περάσει. Εκείνο που θέλουμε είναι να παρουσιαζόμαστε εις τα μάτια του άλλου κόσμου, οι ίδιοι σαν κι’ αυτόν. Και όταν δεν μπορούμε να το κάνουμε, προτιμούμε να εξαφανισθούμε… Δεν θέλουμε να μας θυμίζουν την περίπτωσή μας, τότε δηλαδή που γελιόμαστε, ότι είμεθα και ημείς, όπως ο άλλος κόσμος».

Προσπαθώντας να θεραπεύσει τις αιμάσουσες πληγές του, αναρωτιέται με απελπισία:

«Ημπορεί να μην είναι δυνατόν να αντικατασταθεί το αίσθημα της αγάπης, το εσαεί απολεσθέν».

Σε συνομιλίες του, την δεκ. ’50, έλεγε πως συνέχιζε να γράφει κείμενα πάνω στο ίδιο μοτίβο. Όμως, άλλο βιβλίο δεν εξέδωσε ούτε έχω εντοπίσει κάποιο δικό του δημοσίευμα. Στη Λήμνο το ζεύγος ήρθε ξανά το καλοκαίρι του 1954, δεκαπέντε χρόνια μετά το δυστύχημα.

Συνέχισαν να έρχονται και τα επόμενα καλοκαίρια στο ιδιόκτητο σπίτι τους στον Ρωμαίικο Γιαλό. Αλλά δεν συμμετείχαν πλέον στις χοροεσπερίδες και τις εορταστικές εκδηλώσεις που αφθονούσαν στη Μύρινα κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.

Το πένθος τους ίσως είχε καταλαγιάσει αλλά ήταν πολύ βαρύ για να τους επιτρέψει να χαρούν ξανά τη ζωή. Επιπλέον ήταν και κάποιας ηλικίας, σχεδόν ογδοντάρης ο Απόστολος, κοντά στα εβδομήντα η σύζυγός του.

Το κενοτάφιο των αδερφών Καρατζά στο νεκροταφείο Μύρινας.

Η Βαρβάρα Βαγιάκου, παιδούλα τότε, τους θυμάται και τους περιγράφει σε ένα νοσταλγικό κείμενό της, με τίτλο ‘Το Καρατζάδικο!!!’.

Μεταφέρω ένα απόσπασμα:

«Θυμάμαι το ζεύγος Καρατζά.

Εκείνος περασμένος μεσήλιξ, ψηλός με άσπρο παναμαδάκι, λινό κουστούμι και χρυσοστόλιστο μπαστούνι. Όταν ο περίπατός του έφτανε μέχρι τον κάμπο και τους δροσερούς μπαξέδες, φόραγε το χακί σαφάρι κουστούμι, με τις φαρδιές πάνω κάτω τσέπες και την ασορτί κάσκα στο κεφάλι.

Η κυρία Καρατζά, μια από τις πέντε αδερφές Ποριάζη, είχε επιβλητική, ξεχωριστή αρχοντιά. Φορούσε πάντα απλά, μακριά ίσαμε τον αστράγαλο φορέματα από λινό και σαντακρούτα, με ίσια παπούτσια. Στηριζόταν σε ένα μπαστούνι με χρυσοστόλιστη λαβή.

Στον μπούστο της κρεμόταν μια χοντρή μαλαματένια αλυσίδα με διπλής όψης μενταγιόν. Από τη μια η φωτογραφία της Νένης κι από την άλλη της Λιλής. Αυτός ήταν πια ο μαρτυρικός της θησαυρός. Δυο φωτογραφίες… χιλιάδες αναμνήσεις… ένα κενοτάφιο… ένα κληροδότημα…»

Το ζεύγος Καρατζά ήταν ενεργά μέλη της Λημνιακής Αδελφότητας και της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας, στις οποίες πέραν της ετήσιας συνδρομής τους κατά καιρούς έκαναν δωρεές, όπως και σε άλλες ελληνικές κοινότητες της Αιγύπτου (Ζαγαζίκ, Ισμαηλίας κλπ), τις οποίες δωρεές βρίσκουμε σε εφημερίδες.

Ας σημειωθεί πως ο Απ. Καρατζάς ανήκε σε φιλόμουση και φιλότεχνη οικογένεια. Οι ανιψιές του, η Εύη και η Βικτωρία (Βίκη) Καρατζά, κόρες του αδερφού του Σαράντη (που απεβίωσε τον Μάρτη του 1961), ήταν ζωγράφοι και έλαβαν καλές κριτικές το 1959, όταν πραγματοποίησαν την πρώτη ατομική τους έκθεση. Συνέχισαν τα επόμενα χρόνια με εκθέσεις στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο και στην Αθήνα.

Ο Απόστολος Καρατζάς απεβίωσε το Δεκέμβριο του 1964, σε ηλικία 84 ετών. Η εφ. ‘Ταχυδρόμος’ Αλεξανδρείας (φ. 26.12.1964) έγραψε στη νεκρολογία του μεταξύ άλλων:

«Ο αείμνηστος Καρατζάς, ο οποίος είχε το ατύχημα να απωλέσει τας δύο θυγατέρας του εις δυστύχημα εις την Λήμνον, δεν εκάμφθη τελικώς από το βαρύ πλήγμα αλλά με στωικότητα αληθούς φιλοσόφου εσυνέχισε να εργάζεται και να δημιουργή. Καλλιεργών παραλλήλως προς τον Κερδώον και τον Λόγιον Ερμήν, συνέγραψεν βιβλίον εκ των προσωπικών εμπειριών του από την ζωήν… όπου εκτίθενται ιδέαι μιας ιδιομόρφου φιλοσοφίας με ύφος επαγωγόν και ρέον· εξετιμήθη από όλους όσους το ανέγνωσαν».

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1968, στη μνήμη των θυγατέρων και του συζύγου της, η Ειρήνη Καρατζά συνέστησε αυτοδιοικούμενο ίδρυμα με σκοπό τη δημιουργία βιβλιοθήκης στη Λήμνο. Το προικοδότησε με παλιό κτίριο στην αγορά της Μύρινας (κτίσμα του 1881-82 περίπου, το οποίο άλλοτε στέγαζε την Χωροφυλακή), οικόπεδα και αγροτεμάχια στην Μύρινα, ένα ‘ζευγάρι’ στην περιοχή «Βρίτη» του Κοντιά, χρηματικό ποσό, θυρίδα με χρυσαφικά κ.ά.


Το ψηλό κτίριο στην αγορά που στέγαζε την Χωροφυλακή, την δεκ.'60. Στη θέση του κτίστηκε η Καρατζάδειος.


Το παλιό ακίνητο στη Μύρινα κατεδαφίστηκε. Στη θέση του, κατά την δεκ. ’70, ανεγέρθηκε το κτίριο που αργότερα στέγασε την Καρατζάδειο Βιβλιοθήκη, η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα από τα έσοδα του ιδρύματος. Έχει αρκετές χιλιάδες τόμους, συλλογή βιβλίων Λημνιών συγγραφέων, αρχείο τοπικών εφημερίδων και αρχείο εγγράφων διαφόρων λογίων. Λειτουργεί πρωί και απόγευμα με βιβλιοθηκάριο και διαθέτει ευρύχωρο αναγνωστήριο, όπου μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να μελετήσει.

Η «ιδιόμορφος φιλοσοφία» του Απόστολου Καρατζά δεν έγινε τόσο γνωστή όσο η φιλοσοφία του Επίκουρου αλλά η διαθήκη του, με την οποία προίκισε το νησί με μια Βιβλιοθήκη, ίσως, τηρουμένων των αναλογιών, μπορεί να αναμετρηθεί με τη διαθήκη του αρχαίου σοφιστή.

Θοδωρής Μπελίτσος, 30.1.2022




Αναδημοσίευση από https://limnosxpress.gr/






ΣΟΦΙΑ Δ. ΝΙΝΙΟΥ "Έρωτας φάλτσος"




Ο φάλτσος έρωτας χιόνι που λιώνει

Σβησμένο κάρβουνο και πίσσα
το λευκό και το γλαυκό

Σκοτάδι
Ερημιά
Και δέντρα γυμνά

Ποίημα και φωτογραφία :Σοφία Δ. Νινιού






Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

ΣΕΒΑΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ "Ήλιος στο παράθυρο" Συλλογή Διηγημάτων

 


Σεβαστή Κωνσταντινίδου - Ήλιος στο παράθυρο
Εκδότης - ΙΩΛΚΟΣ
Χρονολογία Έκδοσης - Ιανουάριος 2022
Είδος - Διηγήματα 
Αριθμός σελίδων - 160
Διαστάσεις - 21x14
ISBN - 9789606400780

Οπισθόφυλλο

Μικρές ιστορίες, ιστορίες της μιας ανάσας, που αναφέρονται στα «εν οίκω», στα «εν δήμω» και στα «εν τω καιρώ εκείνω» αποκαλύπτοντας τους φόβους, τις αγωνίες και τα όνειρα των πρωταγωνιστών. Τι συμβαίνει όταν η γυναίκα με τη βαλίτσα στο χέρι βλέπει ένα ανθισμένο ζουμπούλι στην αυλή; Ποιος σκάβει νυχτιάτικα κάτω από τη μεγάλη καρυδιά; Τι γίνεται όταν μια κρυμμένη καταπακτή έρχεται στο φως; Πώς είναι να πίνεις γουλιές Metaxa ενώ ξεθάβεις στο κοιμητήριο μεσάνυχτα; Τι ζητάει μια γιαγιά με ένα νυχτικό και ένα μπουφάν στη μέση του δάσους; Τι σχέση μπορεί να έχει ένας καθηγητής Πανεπιστημίου με μια αχυρώνα που φλέγεται; Όλες οι ιστορίες της συλλογής αφήνουν σχισμές, χαραμάδες για να περάσει το φως και να εμφανιστεί ο ήλιος στο παράθυρο ακόμη κι όταν όλα φαίνονται να χάνονται.

Αποσπάσματα 

Στο παράθυρο

Τα χέρια έσπρωξαν το σκαμνί δίπλα στον τοίχο κάτω από το παράθυρο με τη σκούρα κουρτίνα.
Ανέβηκε πάνω και ψήλωνε και ψήλωνε ακόμη πιο πολύ καθώς σήκωνε τις μύτες των ποδιών της. Άπλωσε το μικρό χέρι και το βλέμμα κόλλησε στο λιγοστό πανί που κρεμόταν μπροστά της. Τα ακροδάχτυλα άγγιξαν το ύφασμα, το έπιασαν και προσπάθησαν να το παραμερίσουν.
Αισθάνθηκε να ψηλώνει παραπάνω. Κάτω από τα πόδια το σκαμνί έτριξε, ακούμπησε τον τοίχο, άλλαξε θέση.
Περισσότερο ένιωσε στο πρόσωπό της παρά είδε εκείνη τη λεπτή γραμμή, το απαλό χάιδεμα του ήλιου που γλυκαίνει και παρηγορεί τις μικρές τιμωρημένες καρδιές.
Μια ηλιαχτίδα ξάπλωνε μαζί της πάνω στο πάτωμα. Μέσα στη στενή αποθήκη.

🌼
Θεια

«Η νέα χρονιά ήρθε και θα είναι η δική σου χρονιά», ξέφυγε απ’ το μισάνοικτο στόμα της μόλις της έβαλα στα χέρια μια απ’ τις δυο βασιλόπιτες που είχα αγοράσει. Ήξερα ότι θα την έβγαζα με τσουρέκια. Αυτή καθισμένη σε ένα χαρτόνι στο πλακόστρωτο, παράμερα από την είσοδο του ζαχαροπλαστείου. «Ε, όχι κι η χρονιά μου, ρε θεια», είπα κι ευθύς κοκκάλωσα. Ο μικρός μου εαυτός ξεπρόβαλε αίφνης από τα στενά σοκάκια του χωριού μου χαιρετώντας όλες τις γιαγιάδες αδιακρίτως ως θείες…. «Αμάν», είπα και κοίταξα ολόγυρα. «Ψιτ, μην κοιτάς που αυτή την κοπάνησε. Δεν ξέρει τι έχασε». «Λες, ρε θεια;» «Λέω».

🌼

Από ψηλά

Τον έψαχνε από το πρωί. Είχε κιόλας ξεπορτίσει. Φυσούσε κι ο αέρας, θαρρείς, χτυπούσε με χαρά τα παντζούρια του σπιτιού. «Πάλι θα πήρε το μονοπάτι για τη θάλασσα», ψιθύρισε. Τον έφερε στα μάτια του, με κείνο το σκανταλιάρικο προσωπάκι, το παιδικό χαμόγελο και τη δίψα του για τη ζωή. Τον είδε να φέρνει το δάκτυλο στο στόμα και να του κλείνει το μάτι, σίγουρος ότι δεν θα τον προδώσει. Έπρεπε να τον βρει, πριν τον πάρει είδηση η γυναίκα του, πριν αρχίσουν οι ερωτήσεις και τον κατηγορήσουν πάλι για συνωμοσίες. Την τελευταία φορά που τον κάλυψε, του το είχαν πει, «αν πάθει κάτι, εσύ θα φταις». Έφερε τον καφέ στα χείλη καθώς σκεφτόταν από πού να ξεκινήσει.

«Δόξα τω Θεώ», είπε μόλις τον αντίκρυσε στο γνωστό μέρος πάνω απ’ τη χαράδρα.

«Ήθελα να δω τη γη από ψηλά. Τα καλύτερα ταξίδια είναι τα απρογραμμάτιστα. Το ξέρεις κι εσύ, έτσι;»

«Πάμε πατέρα», του είπε κι η φωνή του μαρτύρησε όλη την αγάπη που του είχε.

Βιογραφικό


Η Σεβαστή Κωνσταντινίδου γεννήθηκε στον Σοχό Θεσσαλονίκης το 1970. Σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη «Δημιουργική Γραφή» στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.Παρακολούθησε τριετή κύκλο θεατρικών εργαστηρίων στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνης. Αυτό τον καιρό σπουδάζει Ελληνικό Πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.Από το 2001 εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Τα τελευταία χρόνια μένει μόνιμα στην Κοζάνη. Διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικές ανθολογίες αλλά και σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Από τις Εκδόσεις Μολύβι κυκλοφορεί το παιδικό της βιβλίο «Μυστικοί πράκτορες σε δράση».Από τις εκδόσεις Ιωλκός κυκλοφορεί αυτές τις μέρες το «Ήλιος στο παράθυρο», το πρώτο βιβλίο της με διηγήματα










Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

ΛΙΑ ΣΙΩΜΟΥ - ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (ΚΟΣΜΟΣ ΣΙΓΗΣ & ΤΑΦΟΠΕΤΡΕΣ) {Εις Μνήμην Αθηνάς Κοτσόβολου}

Νικηφόρος Λύτρας – Το Λιβάνισμα


Εις Μνήμην Αθηνάς Κοτσόβολου.


ΚΟΣΜΟΣ ΣΙΓΗΣ


Κόσμος σιγής πλανιέται
               απόψε στις ταφόπετρες 
Κόσμος παλιών ονείρων
               κόσμος νεκρών ελπίδων.

Αναλαμπές σελήνης τις βραδιές 
               φωτάν τα κρύα μάρμαρα
των φύλλων,των ψυχών 
ανάλαφρες σκιές
              βγαίνουν και περπατάν το δείλι.

Μη και ακούς τη μουσική
   της ομορφιάς της ζήσης;
Μη και σ’αγγίζει η ψυχή
    μιας κάποιας περασμένης φύσης;

Μη και θωρείς παλιά ονείρατα ξανά 
              να βγαίνουνε σεργιάνι;
Μη και γρικάς τα παγωμένα μνήματα
               και θύμηση παλιά κοντά σου φθάνει;

Κάποιας αγάπης που σε ζέσταινε 
                τα χρόνια τα λησμονημένα
κάποιας μορφής που σου ανάσταινε
                Χριστούγεννα και Πασχαλιές
και άνοιξης ανθούς και κρίνα
                σε μονοπάτια γνώριμα μα ξεχασμένα;

Μη και σιγάζει ο κόσμος σου
      του σήμερα οι έγνοιες μη και σβήνουν
σαν τις θωρείς τις περασμένες τις μορφές
      να σε κοιτούν στοχαστικά
και θύμησες γλυκές να σε τυλίγουν;

Και δεν θυμάσαι πια τι σε πονά
            και ποια του νου σου η σκοτοδίνη
Τα πνεύματα στη σιγαλιά
               ντύνουν τον κόσμο σου γαλήνη.

Μας φαρμακώνουν τώρα στη ζωή
                της μοίρας μας οι σύντροφοι
Εδώ το πνεύμα των κεκοιμημένων 
              ειρήνη φέρνει στην ψυχή.

Περαστικός στη γη ο ίσκιοςσου
               πνοή ζωής που έσβησε
σε φύσημα απαλό του αγέρα.
              Κρινάκι κάποιας άνοιξης
κάποιου Μαγιού των χρόνων σου
               που βιάστηκε κι εχάθη.

Θύμησες και μπαλάντες όμορφες
             σ’αγγίζουν σαν σκιές μες στο σκοτάδι
και σου μιλούν για πάθη και ονείρατα
            για πονεμένα της ψυχής σκιρτήματα.

Κόσμος σιγής πλανιέται
               απόψε στις ταφόπετρες
Κόσμος παλιών ονείρων
               κόσμος χλομών ελπίδων.

23 Φεβρουαρίου 1996


ΤΑΦΟΠΕΤΡΕΣ

Άψυχες  πέτρες που σφαλάτε
               στα μνήματα ζωές χαμένες
ανθάκια η άνοιξη θ’απλώσει στη σκιά σας
                να σεργιανίσουν οι ψυχές
που βρίσκονται θαμμένες.

Μη και χαρούν ξανά
       της γης την τόση ομορφιά
παλιές μη ζήσουν θύμησες
        παλιές μην πουν μπαλάντες.

Πέτρες αμίλητες, ψυχρές
               τη σιωπή του απείρου
 κρύβετε στη σκιά σας
                παλιών ονείρων όραμα 
θροΐζει ανάμεσά σας.

Πέτρες αμίλητες,ψυχρές
      οστά μόνο φυλάτε.
Ω οι νεκροί γίναν πνοές
    μην τους μοιρολογάτε.

Θα ’ρθει καιρός και πνεύμα θα φυσήξει
                στα κόκαλα της γης τα μαραμένα
πνοή  Θεού,άνοιξης γεύση.
       Και οι ψυχές θε να γυρίσουν πίσω
τη σάρκα τους ξανά να βρουν
              Κι οι πέτρες θα κυλήσουν 
 τα μνήματα θ’ανοίξουν.

Ταφόπετρες,
που αιώνες καρτερείτε
μουχλιάζετε,σαπίζετε
στον ήλιο και τον ίσκιο
ξέρω καλά τι χρόνια περιμένετε . …
.Ανάσταση μια μέρα θε να δείτε

5 Απριλίου 1995



Από την συλλογή  ATTICA, Γαβριηλίδης 2014, Κόσμος Σιγής και Ταφόπετρες. 







Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

ΟΜΙΛΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΕΩΡΓΑΤΟΥ ΣΤΟ ΖΑΠΠΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟ "ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ ΗΤΑ" ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ




Εκλεκτοί προσκεκλημένοι-φίλοι-ες, σας ευχαριστώ για την παρουσία σας.

Ολοκληρώνοντας την μελέτη της ποιητικής συλλογής «Το αριστερό μισό του Ήτα» του Κώστα Βασιλάκου, μέσα στην καρδιά μου ήχησαν διάσπαρτες μελωδίες ανέσπερης γνώσης, αισθητικού προσανατολισμού αλλά και ξεκάθαρου υπεραισθητού προβληματισμού, που περιείχε όμως μέσα του διαυγέστατη τη λύση αλλά και την απόδοση της διαδρομής προς αυτήν.

Και νιώθω πραγματικά ευλογημένος να έχω μυηθεί στο φεγγοβόλημα της ποιητικής του μαγείας και ίσως να είμαι από τους τυχερούς που μπορώ να τρέφομαι με τέτοιου είδους και ποιότητας ποιητικά πνευματικά «συσσίτια».

Και ναι, νιώθω πως εκρήγνυμαι από το συμπιεσμένο ποιητικό πάθος του Κώστα Βασιλάκου και την αισθητική του αρτίωση.

Μέσα στην ομόφωνη παραδοχή των δύσκολων – σαν ασύμμετρη απειλή -εποχών που διανύουμε, η αληθινή ποίηση έρχεται να αποκαλύψει τη δύναμη που μας ελκύει προς μία ανώτερη πορεία ενάρετης βιωτής.

Μας διερμηνεύει τις αληθινές αξίες, με μία σταθερή γραμμή ασφαλούς πλεύσης που οδηγεί ταχέως και απρόσκοπτα σε ανώτερες εφέσεις, υψηλές αισθητικές εναρμονίσεις με τη βαθύτερη αλήθεια να κραυγάζει μέσα μας, αποκαλύπτοντας – σχεδόν εκλιπαρώντας μας – τα ταξίδια εκείνα που οδηγούν το αθάνατο μέρος της ύπαρξής μας από τα βαθιά της εσωτερικής μας πυξίδας, προς τα υψηλά του τελικού προορισμού, και του δροσερού μαΐστρου της «αγάπης» τα σπουδαία.

Πόσο μοιάζει η αληθινή ποίηση με το τόξο και το βέλος, που όσο αναπτύσσεται η χορδή του στοχαστικού λόγου, πάνω στο ακίνητο σώμα του τόξου, τόσο μακρύτερα το βέλος της γνώσης θα ταξιδέψει, τόσο πιο πολλά και τολμηρά θα δει, θα ανακαλύψει.

Και όπως το βέλος που ταξιδεύει δεν χάνει την ενέργειά του παρά μόνο όταν αυτό γίνει επιτρεπτό από την αρχική δύναμη που όρισε η έκταση της στοχαστικής του χορδής, έτσι και η αληθινή ποίηση συνεχίζει να ενεργεί ακόμα και μετά το πέρας της αρχικής της ροής, μετά το οριστικό «σβήσιμο» του λόγου.

Διότι η αληθινή ποίηση αρχίζει και αποδίδει καρπούς μέσα στη μεγάλη ησυχία που ακολουθεί τον πρώτο κυματισμό του αρχικού μηνύματος.

Και θέλω – κυρίες και κύριοι- σε αυτό ακριβώς το σημείο να ξεκαθαρίσω ευθύς εξαρχής τι θεωρώ αυθεντική ποίηση και ποια πιστεύω πως είναι η επήρειά της , και η ουσία της.

Γνωρίζω, γνώριζα πάντα, σαν μία υποσυνείδητη αλλά καταλάμπουσα λογική, πως η ποίηση είναι μία γλώσσα θεόσταλτη που ρέει με ζωογόνο ρυθμό μέσα σε άνυδρες γνωστικές αυλές, στεγνές πνευματικές λίμνες, απότιστες, άκαρπες και σκιερές κληματαριές, διψασμένες ανθρώπινες φωνές, αλμυρές εγκαταλελειμμένες ζωές, νεκρές ψυχικές αμπολές και άδειες από αγάπη αγκαλιές.

Και δεν θεωρεί η αληθινή ποίηση πως είναι κάτι το ξεχωριστό, το ιδιαίτερο – με την έννοια της εγωπαθούς και ευτελούς αυταξίας, αλλά έχει επίγνωση ενός έργου που επιτελεί, τόσο σημαντικού όσο και ζωογόνου. Κι όπως το σώμα για να ζήσει, δεκάδες λειτουργίες γίνονται συνεκτικές κι ομόθυμες ροές, έτσι και η ποίηση λειτουργεί για να ζωογονεί το σώμα της κοινωνίας έχοντας το ρόλο της αναπνοής και της καρδιακής λειτουργίας.

Φίλες και φίλοι,

Ο μεγάλος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ θα πει μεταξύ άλλων για την ποίηση:

«Νομίζω ότι η ποίηση πρέπει να ’ναι μυστηριώδης, συνάμα, όμως, διαφανής, με καθαρότητα και με ένα οιονεί γεωμετρικό υπόβαθρο. Είναι πολύ δύσκολο το να επιτύχεις σε ένα ποίημα να είναι διάφανο και οργανωμένο και ταυτοχρόνως πλήρες πυκνού μυστηρίου, όπως το μυστήριον του φωτός».

Έχει επίσης αναφέρει:

«Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα.»

Ο ποιητής Κώστας Βασιλάκος προσφέρει αυτήν ακριβώς την ορατότητα μέσα από τις μεγαλειώδεις στιγμές της υπέροχης ποίησής του, σχετικά με την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και σε σχέση πάντοτε με το περιβάλλον μέσα στο οποίο το άτομο αναπτύσσεται και δρα.

Σημείο αναφοράς αποτελεί η οικουμενικότητα του ανθρώπου, ο οποίος δεν αντιμετωπίζεται πια μόνο ως απλή οντότητα, ως ένα ακόμη δεδομένο, ως ένα επιπλέον στοιχείο μιας ιστορικής συγκυρίας, αλλά ως μια διαχρονική, οικουμενική έννοια που δίνει αξία και σκοπό στον κόσμο που μας περιβάλλει και από τον οποίο αντλεί με τη σειρά του μια ανεξάντλητη μετασχηματιστική δύναμη. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως έννοια που αποκτά νόημα και ουσία μέσα από τη σχέση αλληλεπίδρασης που έχει αναπτύξει με το περιβάλλον του. Πρόκειται στ’ αλήθεια, για ένα έργο επαναστατικό, αυτό της επανασύστασης της προσωπικής ταυτότητας του ατόμου και παράλληλα της ταυτότητας του κόσμου που στηρίζεται στη γνώση, μια γνώση που δεν αλλοιώνει, δεν παραμορφώνει, δεν αποξενώνει, δεν καταπιέζει ούτε περιορίζεται σε κανόνες και υποκειμενικές συνθήκες, αλλά απελευθερώνει, προβάλλει, προωθεί, μεταλλάσσει και αναδιαμορφώνει, επειδή και η ίδια αναδιαμορφώνεται.

Η πέμπτη ποιητική συλλογή του Κ. Βασιλάκου, με τίτλο “το αριστερό μισό του ήτα” είναι ένα «κόσμημα» για τα σύγχρονα ελληνικά γράμματα δοσμένη από έναν αυθεντικό όσο και ουσιώδη ποιητή του νεότερου ελληνικού ποιητικού λόγου.

Αλληγορικός και πνευματώδης, εξερευνά με έμπνευση και ακόρεστη δημιουργική φαντασία -καθώς τον διακατέχει ένα απαράμιλλο αισθητικό κριτήριο- την ανθρώπινη ύπαρξη με τις ατέλειες και τις υπερβολές της και αποτυπώνει με σταθερές και εμπνευσμένες παραδοχές ένα πρωταίτιο στίγμα, κάτι -σαν πυξίδα γνώσης- την πορεία προς την τελική σύγκλιση και την ενσάρκωση της ελπίδας.

Διαφαίνεται καθαρά η άριστη αισθητικά αλλά και «τεχνικά» χρήση του λόγου που υπηρετεί την ποιητική τελειότητα, με θαυμάσια στοίχιση των λέξεων και εξαιρετική οργάνωση των ποιητικών εννοιών.

Ο Ποιητής Κ. Βασιλάκος είναι δημιουργός της εύρυθμης μετάπλασης και μύστης της μαγείας της ιδέας. Διαθέτει μία φυσική σαγήνη γραφής και η ποιητική του γλώσσα και έκφραση εναρμονίζει πλήρως σημαίνοντα και σημαινόμενα. Το αποτέλεσμα της ποίησής του είναι αγαστό γιατί η έμπνευση και η γραμματεία στο δούλεμα των ιδεών ισχυροποιεί το γίγνεσθαι και όχι το είναι. Ο εξαιρετικός ποιητικός του νους, μπορεί να λαμπρύνει με ιδεατό φως το ερέθισμα καθώς του δίνει αρχιτεκτονικό χαρακτήρα γραφής και ποιητικής ουσίας. Γράφει αληθινή ποίηση καθώς σε κάθε ποιητική του έκφραση και έκρηξη η ποιητική πραγμάτωση έρχεται να την υπηρετήσει.

Υψώνεται δε με τρόπο γοργό και ασφαλή σε ύψη που ισορροπούν τον λόγο του με την προσωπική του ουσία.

Αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα ο μελετητής του έργου τούτου, την έντονη διάθεση του ποιητή να «βουτήξει» την πένα του μέσα σε τοπία συνεχών αποκαλύψεων, που δίνονται αργά και σταθερά με γλαφυρή γραφή και γλώσσα, εμβαθύνοντας με συλλογισμούς και στοχασμούς σε μία σειρά ενατενίσεων αλλά και εμπειρικών αναφορών που σκοπό έχουν όχι μόνο την περιγραφή του αντικειμενικού προορισμού αλλά και του οραματικού δημιουργικού ποιητικού τόξου. Ενός τόξου που το βέλος του στοχεύει πέρα και μακριά στην τελική πρόταση και λύση. Διεισδύει ο ποιητής στην ανθρώπινη ψυχή όχι μόνο εμπειρικά αλλά τολμώ να πω και μέσα από σπάνια προορατικά πεδία, κι όλο αυτό καταφαίνεται να συμβαίνει υπό άκρα συγκινησιακή καθαρότητα, συνεπικουρούμενη δε και υπό αλάνθαστη πνευματική ροή!

Λίγες φορές μπορώ να πω πως η «κρινόμενη ποίηση» υπηρετεί ακριβώς τον απώτερο σκοπό της που είναι η ύψιστη πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου και η αναβίωση των υπερπολύτιμων και ζωογόνων ψυχικών αρετών που τόσο πολύ – στην εποχή μας- αλλά και σε κάθε εποχή αποτελούν ζητούμενο και τελικό στόχο και σκοπό.

Απογειωτικό και τιμητικό για το ανθρώπινο γένος, το παρακάτω φιλοσοφικοποιητικό του «πύρωμα» της ποιητικής του διάνοιας:

«Μη σέρνεσαι κατάχαμα/ ποδοπατούν τα φτερά για να μην πετάξεις/ όρθωσε το ανάστημα/ ακόμα κι ο ίσκιος σου φέρνει τον κόσμο ανάποδα.

Και η συγκινητική όσο και πανανθρώπινη πύλη ικεσίας του:

«Θεέ μου,/ έχω μόνο μια προσευχή:/ Πλάσε μας και πάλι από την Αρχή».

Ένα έργο όχι μόνο απλά ποιητικό αλλά και με λόγο διδακτικό- όχι όμως πιεστικό -όπως κάθε ποιητικό έργο που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να αποδίδει:

Γράφει ο ποιητής:

«της ψυχής ξεχασμένες οφειλές», «οι έρωτες μελίσσι που τρυγάει την άνοιξη», «μην στερέψουν ελπίδες και όνειρα», «κι αυτοί στοχάζονται τον ουρανό/ λες και πλημμύρισε από αγάπη η γη», για να καταλήξει στο μοναδικά αληθινό και για τον μέτριο τούτο κόσμο που ζούμε και αληθινά υπερβατικό:

«το κάλλος της ζωής αντάμα με σοφία.»

Κυρίες και κύριοι,

Ο Κ. Βασιλάκος ακολουθεί με βαθύ αναστεναγμό την ουσία της λογοτεχνικής του έμπνευσης και υπηρετεί την ποιητική του τέχνη, διότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

Το τάλαντο είναι βαθύ και το χρέος μεγάλο κι ο ποιητής το νιώθει!

Γράφει: “αυτή η φωνή που με τρομάζει/ είναι ο αντίλαλος των προηγουμένων αιώνων στο σήμερα/ και προοιωνίζει το μέλλον της ανθρωπότητας./ Εσύ κράτησε στην ψυχή, την ομορφιά των μικρών πραγμάτων/ σαν ελάχιστη συμβολή στην αλλαγή του ρου της ιστορίας/ των επόμενων γενεών”

είναι μια καταιγιστική ομορφιά που μας την προσφέρει απλόχερα.

Δωρεάν έλαβε, δωρεάν δίδει!

Φίλες και φίλοι,

Η Ποίηση είναι μία «ψυχική αρετή» η οποία οδηγεί σε έναν αποκαλυπτικό λόγο, μέσω ενός ιδιαίτερου μουσικού κυματισμού έκφρασης, μίας μελωδικής ρυθμικής συχνότητας λόγου, προορισμένης να ταξιδέψει κατευθείαν στην καρδιά του ανθρώπου, να ριζώσει μέσα στις παρυφές του τριμερούς της ψυχής του και να ανθίσει ένα άνθος που το άρωμά του, σκοπό έχει την άνοδο του ανθρώπινου πνεύματος.

Ο αληθινός ποιητής είναι ένας ταχυδρόμος που αρκεί να έχει αγαθή ψυχή, ενάρετη φύση, καλή προαίρεση, και ελεύθερο πνεύμα.

Μόνο ο ποιητής με αυτά τα χαρακτηριστικά μπορεί να μεταφέρει το μήνυμα μέσα από μία αποκωδικοποίηση της γλώσσας που προέρχεται από την αρχική και μεγαλειώδη διάνοια.
Η πορεία είναι μοναδική και μοναχική συνάμα!
Ο αληθινός ποιητής είναι ελεύθερος ταξιδιώτης που μεταφέρει τα μηνύματα της αρχικής πηγής της ζωής και φύεται με τρόπο θαυμαστό και μυστηριώδη συνάμα μέσα σε κάθε διψασμένη για εξέλιξη ψυχή και μέσα σε κάθε ώριμο δοξαστικό λιβάδι που αναμένει την ανατολή της σποράς του για να ανθίσει.

Και ενώ όλοι πιστεύουν πως ο αληθινός ποιητής αισθάνεται «υπεροχή» και δικαίως στρέφεται στην «υψηλή διάνοια» της κοινωνίας, λίγοι είναι σε θέση να αντιληφθούν πως στην πραγματικότητα είναι ένας «εργάτης του πνεύματος» που η ευθύνη του δεν αποδίδεται με τρόπο ανθρώπινο αλλά μέσα από αψεγάδιαστα κι υπερούσια μνημεία υψηλής πνευματικής ευφορίας και λαμπρής κατανόησης της «αρχικής κι αδιαίρετης πηγής»
Ακούει μόνο εκείνος τις «εκρήξεις» του καθώς βρίσκεται σε δική του «τροχιά», αλλά οι εκρήξεις του προσφέρουν στην ανθρωπότητα «ζέστη», «ζωή», και «φως αληθείας»!
Και είναι αυτόφωτος κατά τα ανθρώπινα μέτρα, καθώς μπορεί να παράγει τα δώρα του και να τα μοιράζει παντού!
Είναι ευγνώμων, καθώς ξέρει πως «Εκείνος» που τον τρέφει με σχήματα ανώτερου νοηματικού λόγου, του επιτρέπει και τη δόξα την προσωρινή!
Και είναι μόνος...
Όλοι όμως τον αγαπούν, τον θέλουν και τον αποζητούν.

Φίλες και φίλοι,

Διαβάζοντας - μελετώντας τον ποιητή Κ.Βασιλάκο, ήρθε στο νου μου η παρατήρηση του Ελύτη για τη λειτουργία της γλώσσας . Ο νομπελίστας μας είχε πει : ‘’ Τριάντα αιώνες και πάνω, ο άνθρωπος πασχίζει να βάλει τη μια λέξη δίπλα στην άλλη με τέτοιο τρόπο που η σκέψη του να εξαναγκάζεται να παίρνει καινούριες αδοκίμαστες στροφές.’’

Ο Κ. Βασιλάκος τις έβαλε!
Ο Ποιητής Κ.Βασιλάκος είναι ένα διαμάντι στο στέμμα της σύγχρονης ελληνικής Ποίησης.

Αδαμάντινη γραφή, αυστηρή κύρωση της σύνθεσης. Κάτι σαν απάντηση στα ποιητικά θρύμματα τα απομονωμένα κι ασύντακτα που ξεθωριάζουν στο ρευστό νεφέλωμά τους. Το στοιχείο της αισθητής αρτίωσης είναι το ζητούμενο. Και τότε θα βοήσομεν τη ποιήσει: Χαίρε ακτίς Ηλίου, χαίρε βολίς του αδύτου φέγγους.

Ένας αληθινός ποιητής!

Σας ευχαριστώ θερμά και ολόψυχα για την τιμή της προσοχής σας.

Κωνσταντίνος Γεωργάτος
Ποιητής Συγγραφέας
Μέλος της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών
και της Ποιητικής Ακαδημίας









Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

ΑΘΗΝΑ ΚΟΤΣΟΒΟΛΟΥ ( 7 Ιανουαρίου 1965 - 17 Ιανουαρίου 2022 ) - ΠΟΙΗΜΑΤΑ & ΠΕΖΑ { Εις Μνήμην}

Γεννημένη στις 7 Ιανουαρίου του 1965 στην Αβία Μεσσηνίας. «ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού με την αύριο των Φώτων». Αν μη τι άλλο με στοιχειώνει η ποίηση του Ελύτη a priori… Αργότερα κατάλαβα πως η ποίηση με στοιχειώνει γενικώς. Φανατική στην ανάγνωση της ποίησης του Αναγνωστάκη και του Χικμέτ παθιασμένη με τη μουσική. Οι σπουδές κλασσικές Λύκειο, Lower (που εντέλει αποδείχθηκε μαϊμού), Πανεπιστήμιο (Νομικά), Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας. ολίγα Γαλλικά και Ιταλικά, (το πιάνο σοβαρή παράλειψη). Ολίγον δημοσιογράφος ολίγον ποιήτρια. Μεγαλωμένη στη γενιά του «ολίγον» και του «παρά λίγο» .Ακόμα χειρότερα στην γενιά του «πήραμε τη ζωή μας λάθος» .
΄Ισως γι αυτό όταν ο Νιόνιος στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ φτάνει σε κείνο το σημείο. «..να φωτίσω τις αιτίες που μ΄ αφήνουμε μισό»

Εγώ θέλω να κλάψω ....

Είμαι άνθρωπος με εμμονές , πορώνομαι, όταν αγαπώ και όταν εκνευρίζομαι, δεν μισώ δεν εκδικούμαι, αλλά δεν μπορώ να μείνω τυπικά ευγενική..
Ποιήματα έγραψα αρκετά νωρίς από μαθήτρια, ένα ποίημα μου δημοσιευμένο σε ένα περιοδικό των Αθηνών στα 15 μου, αργότερα φοιτήτρια πήρα έπαινο στο λογοτεχνικό διαγωνισμό των «Νέων» το 1986, για το ποίημα «ΝΟΜΙΚΗ 1985»
Εργάστηκα σα δημοσιογράφος σε τοπικές εφημερίδες της Καλαμάτας {Σημαία και Πατρίδα} και στα πρώτα «Φύλλα της Πελοποννήσου} ενώ ποιήματα μου δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ιθώμη»…

Αυτό το βιογραφικό έγραψε η Αθηνά για το αφιέρωμα που έκανα στο έργο της εδώ :https://homouniversalisgr.blogspot.com/


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


Θεριό

Όντας θεριό περπάτησα την γη τούτη 
Χρόνους κι αιώνες 
Καθώς αλλάζαν οι καιροί 
Πολέμησα με πλήθος των θεριών 
Που επιβουλεύτηκαν την ύπαρξη μου 
Μα δεν με νίκησαν ποτέ 
Ζω μέσα στους αιώνες 
Με αλλιώτικη μιλιά τρόπους και ρούχα 
Πετώντας σαν πουλί στον ουρανό 
Σαν ψάρι κολυμπώντας 
Και έφεξα στον ουρανό αστέρι. 
Ζω πάλι μέσα στους αιώνες 
Ο ίδιος σαρκοβόρο ζώο 
Και βορά των ομοίων μου 
Με κακολόγησαν πολλοί 
Μα ούτε ένας δεν τόλμησε ποτέ 
Τη δύναμη μου τούτη να πειράξει 
Γιατί είμαι θεριό και κάποτε 
Ξυπνάει μέσα μου το αίμα του πρόγονου 
Που φορούσε δέρματα και με κρέας ωμό 
Πολεμούσε την πείνα του.
Χωρίς δέρματα τώρα
 Με αγριάδα πιότερη 
Δίχως να σκοτώνω
 Κατασπαράζω τους εχθρούς μου
 ……………………………………. 
Άνθρωπο με ονομάζουν.

Η Αθηνά έγραψε αυτό το ποίημα σε ηλικία 15 ετών .


🌼
Για άλλη μια φορά...

ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ
Κάθε φορά λοξοδρομούν τα όνειρα
Μπερδεύοντας τα βήματα στις πλάκες του απείρου
Κι είναι πολλά τα σοκάκια που σε παρασύρουν
Και τα μάτια λαίμαργα δεν αντιστέκονται..
Έτσι απλά χάθηκα …
λοξοδρομώντας στα σοκάκια των ονείρων.
Πολύ πριν βρω το δρόμο της επιστροφής.
Ίσως κι από την ώρα που ξεκινούσα..
Γιατί το ξερα από την αρχή μα δεν τα αρνήθηκα
Πως θα χαθώ…
Κι αντάμωσα στο δρόμο μου χιλιάδες μάτια
Τους χαμογέλασα σ ‘όλα σχεδόν
Ελάχιστα σταθήκαν.. μα..
Πιότερο με παραπλάνησαν, με γήτεψαν..
Παρασύροντας με σε άλλα σοκάκια
να περπατώ αόρατη πλάι σε σκιές
Μα πόσες φόρες μου λοξοδρόμησε το όνειρο
Γιατί είχα μόνο μάτια διψασμένα
και την ψυχή μου ελεύθερη
Κι έστριβα στο λάθος δρόμο ,
Αν ήταν στην αρχή η στο τέλος δεν θυμάμαι.
Γιατί έπρεπε να χαθώ..
Αλλιώς θ ακολουθούσα μονάχα
Τα προκατασκευασμένα μου όνειρα..

Αθηνά Κοτσόβολου © 11/6/2011

🌼

ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ

Στην αρχή δώσανε τα χέρια σα φίλοι.
΄Υστερα από σεβασμό υποκλίθηκαν.
Ξάφνου τα χέρια χούφτωσαν τις λαβές
Και τράβηξαν τα σπαθιά απ΄ τα θηκάρια.
Κι άρχισαν να παλεύουν ώρες ατέλειωτες
Γιατί… Ούτε κι οι ίδιοι δεν το ξέρουν
Ίσως για να ξεφύγουν κάπως
Από την απραξία της ειρήνης.
Ώρες ολόκληρες πάλευαν..
Ήρθε το βράδυ και τ’ άλλο πρωί
Άναψαν τα σπαθιά..
Τέλος ξανάβαλαν τα σπασμένα σπαθιά
Στα θηκάρια τους
Μάζεψαν τα ματωμένα κουρέλια τους
ίσως και τα κομμένα χέρια τους-
Υποκλίθηκαν, έδωσαν τα χέρια κι έφυγαν.
Ένα βραβείο έμεινε στο ράφι σκονισμένο
Σε ποιον να το δώσω; Ποιος νίκησε;
Τι σημασία πια θα έχει αφού..
Εμείς ακόμα πολεμάμε;
Αθηνά Κοτσόβολου ©

🌼

ΜΟΙΡΑ

Ζωγραφίζαμε σχήματα πάνω στην σκόνη
Τρίγωνα τετράγωνα κύκλους κι ευθείες
Και σε θυμάμαι να μιλάς για σημασιολογίας συμβολισμούς
Και αριθμολογίες.
Κρύψε την Ταρό τράπουλα σου
Κι άλλη φορά στο χω πει
Αν πιστεύεις τόσο στη μοίρα
Είναι σαν να αποδέχεσαι απλά κι αμαχητί
Την αναπότρεπτη ήττα σου
Εμείς όμως πολεμήσαμε στ αλήθεια
Κι είναι κάτι που δεν μπορείς να αμφισβητήσεις.
Καπνίζαμε….
Σε θυμάμαι να βήχεις σε κάθε ρουφηξιά
Αργότερα οι γιατροί θα απέδιδαν σε αυτό
Ένα βαρύτατο έμφραγμα
Ύστερα κτύπαγες το χέρι στο τραπέζι οργισμένος
‘Μόνος θα μείνω κι αναπότρεπτα το χρέος θα πληρώσω
Μάνα μου μάνα μου μάνα μου
Με γέννησες με αίμα κι οφείλω να ματώσω
Με γέννησες με πόνο κι οφείλω να πονέσω.
Χρέος μου είναι να παλεύω
Μόνος ενάντια σε όλους…..

🌼
Το μαχαίρι

Στη γωνιά το μαχαίρι προσμένει
Η μαύρη νύχτα ξαγρυπνά
Άπλωσα να σου δώσω ένα χέρι
Το ‘κοψες σύρριζα βαθιά.

Στη γωνιά το μαχαίρι αστράφτει
Κάτω από το φως του φεγγαριού
Πόσο με καίει τούτη η λάμψη
Που χω καρδιά μικρού παιδιού

Στη γωνιά το μαχαίρι σκοτώνει
Μέσα βαθιά στην παιδική καρδιά
Γίναν τα νιάτα χελιδόνι
Χάθηκαν μέσα στην νυχτιά

Αυτή η νυχτιά σαν θα τελειώσει
Θα ΄ρθει ξανά η ανθρωπιά
Και το μαχαίρι θε να θάψει
Κάτω από τη γη πολύ βαθιά.

🌼

Βασισμένο πάνω σ' ένα μύθο

Έλα ήρωά μου
Για προίκα θα σου δώσω
τον τόπο με τα λιόδεντρα
Εκεί που σμίγουν
η θάλασσα κι ο ουρανός
Κι άλλες πολιτείες
σύνολο επτά
Ο ποιητής με τέσσερις αισθήσεις
Την τραγούδησε τυφλός..
Κι από το παλάτι μου
την κόρη να διαλέξεις..
Η πρώτη κόρη παραδομένη στο χρησμό
έπρεπε να πεθάνει
Για να έχεις εσύ τον ούριο άνεμο
Οι Τρώες να προσμένουν
κι η ντροπή να πληρωθεί
Τι κι αν πληρώσουν κι άλλοι;
Τι κι αν η κόρη με τα κόκκινα μαλλιά
έπρεπε να πεθάνει
Ένα ξημέρωμα πριν καν ξυπνήσει..
Έλα ήρωα μου. ..
πρέπει να συνεχίσεις τη θυσία
Τον αγώνα..
Γιατί η κόρη έφυγε για την δική σου μάχη
Μην την αρνείσαι.
. Εσύ θα γίνεις Ήρωας.
. κι όταν πεθάνεις -
Γιατί πάντα το γνώριζες πως θα πεθάνεις…
- Θα ναι μέσα στην μάχη
να πολεμάς σαν Ήρωας
Γιός μιας θεάς..
σε βάπτιζε στ αθάνατο νερό
Για να σε σώσει
μα η δική σου μοίρα
Είναι να σαι θνητός…
σε βάπτιζε στ αθάνατο νερό
Στους ήρωες ,μονάχα ο θάνατος ταιριάζει
Έλα ήρωά μου..
Δεν σου ταιριάζει εσέ το άρμα της διχόνοιας
Μα της μάχης .. του θανάτου…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Όταν ο Αγαμέμνονας αναγκάστηκε να επιστρέψει τη Χρυσηίδα άρπαξε την Βρισηίδα από τη σκηνή του Αχιλλέα. Θυμωμένος εκείνος σταμάτησε να πολεμά. Οι Αχαιοί έχασαν τον ήρωα τους και χωρίς αυτόν η νίκη ήταν πλέον ανέφικτη. Για να τον εξευμενίσει ο Αγαμέμνονας του έταξε:

Ιλιάδα Ραψωδία Ι. στίχοι 144-152:

144 Κι' έχω μες στ' ομορφόχτιστο παλάτι μου τρεις κόρες,)
145 (τη Λαοδίκη, Εφιάνασσα, και τη Χρυσόθεμή μου,)
146 (αν [ο Αχιλλέας] παύσει τον θυμό του και δεχθεί φιλία)
147 (προς τον οίκο του Πηλέα. Εγώ θα δώσω),
148 • (περισσότερα από ότι έχει δώσει κανείς σε κόρη)
149 (θα δώσω επτά καλές πόλεις)
150 (τίς Καρδαμύλη, Ενόπη και Ιρή)
151 (τις Φαρές με τις δροσιές, την Άνθεια με τα νερά)
152 (την ωραία Αίπεια και την γεμάτη αμπέλια Πήδασο»

🌼

ΦΥΓΗ

Δύσκολη υπόθεση να φεύγεις
να αφήνεις πίσω την ζωή σου
όπως κουτσά στραβά τη βόλεψες
και την στόλισες μέσα στις πλάνες σου
Συσσωρεύοντας άχρηστα πράγματα
και άσκοπη γνώση
-Ακόμα κι ανύπαρκτους ανθρώπους-
Κλείνοντας το τελευταίο πακέτο..
με τα εγκλωβισμένα σου όνειρα
Φεύγοντας, δεν χρειάζεσαι τίποτα μαζί σου
Ούτε καν τις μνήμες σου..
ιδίως αυτές..
Να ξαναγεννηθείς γυμνός…
Έτσι πρέπει…
.
🌼
ΑΤΙΤΛΟ

Να ονειρεύεσαι πάντα ακούς;
Να τρέχεις πάντα πίσω από τα όνειρά σου
Μη τρέξεις ποτέ πίσω από ένα λεωφορείο
Και μην κολυμπάς πίσω από ένα πλοίο
Όταν έχουν πια φύγει
Μάθε να τρέχεις και να κολυμπάς
Ή ακόμα και να πετάς μονάχος σου
Έστω και με τα φτερά σου τα κέρινα
Με την ελπίδα της αναχώρησης
Και όχι της επιστροφής.

🌼

ΑΝΤΙ-ΠΑΛΗ

Το θέμα είναι
Να αεροβατείς
Κόντρα στους ανεμοδείκτες
Χωρίς δίχτυ..
Κόντρα στους ανέμους
Χωρίς προγνώσεις
Και κόντρα στο κύμα
Χωρίς σωσίβιο ..

🌼

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Σε τούτη τη φωτογραφία ήμουν ακόμα
Ένας άνθρωπος ευτυχισμένος.
Χαμογελάω
Κάτω από τα μάρμαρα του αρχαίου ναού
Στο Σούνιο.
Πλάι μου είναι η θάλασσα
Μια ολόκληρη θάλασσα
Που αργοσαλεύει αιώνες τώρα
Στα πόδια του θεού της.
Ακούω ακόμα το μουρμούρισμα
Του ωκεανού.
Στα μάρμαρα στον ήλιο
Ένα σιγοψιθύρισμα μιας εποχής
Αλλόκοτα χαμένης…
Και οι πόθοι αρχέγονοι.
Ήθελα να ουρλιάξω
Ενάντια στην αμείλικτη σιωπή
Ενάντια στη αμείλικτη φθορά του χρόνου.
-Μου είχες πει πως πρέπει πάντα να θυμάμαι
Και στα σχολειά μας μάθαιναν
Πως λήθη και θάνατος το ίδιο είναι
Η λήθη, ίσως, χειρότερη-
Και ούρλιαξα ενάντια στη σιωπή
Πάρτε όλα, τα μάρμαρα το χώμα
Γεμίστε και τις τσέπες σας όσο χωράνε
Πηλό, χρυσό και ασήμι.
Όμως αυτός ο ήλιος
Παντοτινά θα ΄ναι δικός μας
Κι αυτή την ιστορία
Δύσκολα θα την αλλάξετε.
……………………………………
Σε τούτη τη φωτογραφία
Ζούσα ακόμα
Σαν ένας άνθρωπος ευτυχισμένος.
Ύστερα άρχισα να πολεμάω….

🌼

εν συντομία.. 

Βιάζομαι
δεν έχω πια καιρό για καλημέρες
αβρότητες και χασομέρειες.
Πρέπει να συλλέξω
τα στιχοδάκρυα των ποιητών.
Να φτιάξω χείμαρρους..

🌼

ΑΤΙΤΛΟ

Η βροχή δεν σταματάει..
Μουλιάσαμε...
Ακόμα και τα όνειρα
Η υποψία μιας μέρας
που θα ήταν όμορφη.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει
εκείνη η μικρή ανάμνηση
μιας παιδικής εικόνας.
Πήγαινε..πριν ξεθωριάσει.

🌼

ΑΤΙΤΛΟ

Τις μέρες της βροχής
σ' αυτόν τον τόπο κλαίω
τις γάτες που κουρνιάζουν
μουσκεμένες στ αυτοκίνητα..
Τις μέρες της βροχής
σ' αυτόν τον τόπο κλαίω τα παιδιά που φυλακίστηκαν
στα γυάλινα κλουβιά των λεωφόρων.

Μα πιο πολύ σ΄αυτόν τον τόπο
κλαίω τις φωτεινές επιγραφές που σβήνουν
γράμμα το γράμμα..
Η ..ραδυνή εφημερίδα σας
Α φάλειαι ζωής...

🌼 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Φτάσαμε στο τέλος λοιπόν οι τελευταίοι που ονειροβατούν
Ίσως αύριο μας ονομάσουν αυθαίρετα ποιητές..
Μπορούν τάχα να υπάρξουν ποιητές που να μιλούν μοναχά
Για ώρες αλλόκοτες και για λιμάνια των αποχωρισμών;
Όχι ποιητές δεν θα μπορέσουν πλέον να υπάρξουν
χωρίς τη συνεχομένη ροή της ιστορίας.
Κι είναι αυτή η ιστορία που αλλάζει κραυγαλέα
Όχι σε ρυθμό σελίδας αλλόκοτα αλλάζει
Πως φυσάει αίφνης ο αγέρας κι έρχεται στο τέλος το βιβλίο;
Που είναι οι ενδιάμεσες σελίδες;
Υπάρχει πράγματι ένας φονιάς σε όλη αυτή την ιστορία
Και δεν είναι ο ήλιος που έγινε τυχαία δολοφόνος
Όχι τυχαία προπάντων όχι αναπότρεπτα
Κάπου κάποιος πρώτος τον σκότωσε
Ο ίδιος που έκλεψε τον ύπνο μας
και τα γλυκό ξυπνήματα των πρωινών μας
Κι υστέρα δολοφόνησε τους ποιητές
Ήρθανε μέρες αδίστακτες….
Έφτασε στο τέλος το βιβλίο
Κι οι γραφές του ακόμα αναπόδεικτες
Που είναι οι ενδιάμεσες σελίδες;
Ίσως ο δολοφόνος να καραδοκεί ακόμα ανάμεσα τους.
Ίσως αύριο να γεννηθούνε ποιητές ελεύθεροι της αγωνίας
Που δεν θα πρέπει πρώτα να πεθάνουν
Για να αποδείξουν πως είναι στ αλήθεια ποιητές .
Ποιητές που δεν θα γραφούν μόνο επιθανάτιους ύμνους
Στα παιδιά που τολμούν ακόμα να ερωτεύονται….

🌼

Η τελευταία βραδιά

Αυτή η βραδιά μας ίσως και να είναι η τελευταία
Η τελευταία των μεγάλων εποχών
Ύστερα πια θα φύγω…
Όταν πια τίποτα δεν θα έχουμε να πούμε η
Δεν θα θέλουμε να πούμε
Κι άλλη φορά στο έχω πει
Θα φύγω μες στην νύχτα
Θα χαθώ μες στα σοκάκια των υπόκωφων ήχων
Πλάι στις διχασμένες προσωπικότητες των σκιών
Θα πλανηθώ πάνω απ’ τον κόσμο
Ίσως και να σκοτωθώ αεροβατώντας
Στα κάγκελα του μπαλκονιού μου στον τρίτο όροφο
………………………………………………………….
Μπορεί να φταίει κι η πανσέληνος
Ένα από κείνα τα φεγγάρια
Που άξαφνα ανακαλύπτεις τις νύχτες
Που ψάχνεις να ξαναβρείς τις χαμένες σου μνήμες
Ξέρω πως θα έρθουν στιγμές
Οπού δεν θα έχουμε πια τίποτα να πούμε
Η δεν θα ξέρουμε να πούμε
Θα μοιραζόμαστε το ίδιο σπίτι
Το ίδιο κρεβάτι και τα ίδια παιδιά
Κι ούτε μια –ούτε μια- κοινή ανάμνηση αγαπημένη
Ξέρω πως θα έρθουν στιγμές που πνίγουμε ακόμα
Και τις πιο δίκαιες κραυγές μας……

🌼

Αβία I

Καυτές μέρες του καλοκαιριού με τα στάχυα χρυσοκίτρινα
να λικνίζονται
ατελείωτες ώρες με φωνές
από τα παιδιά που παίζουν στη θάλασσα
ιδρώτας σκόνη και θαλασσινή αρμύρα
παρέες από εφήβους
στο στόμα το τσιγάρο
και τα τραγούδια του Μάνου αξέχαστα
......
και οι γυναίκες με τα σκαμμένα πρόσωπα
και οι άντρες με τα λιοκαμμένα μπράτσα
στις αυλές αμίλητοι αναπαύονται
το σούρουπο ένας κόκκινος ήλιος
αργοπεθαίνει πάνω απ το σταυρό

🌼

Αβία II

¨Ωσπου μέσα από το πλήθος προβάλει το φως σου
μες στις σκιές των δέντρων
και τ ατελείωτα απογεύματα
καλοκαιρινοί λειμώνες στο νου σου
στη θάλασσα ψαροπούλια
Η φλογέρα ενός ποιητή
κλαίει έναν έρωτα που χάθηκε
τώρα μες στα σκοτεινά σοκάκια
ασταμάτητα ψάχνεις
μπερδεμένες εικόνες μπερδεμένες ιδέες
\και το ρολόι του κόσμου αλύπητο.
Ξαφνικά.. εσύ που γεννήθηκες μες στις εικόνες
ανεπαίσθητα.. χάνεσαι

🌼

ΝΟΜΙΚΗ 1985 I

Εγκατάλειψη..
οι τοίχοι μισογκρεμισμένοι
και το νόημα του κόσμου
πάνω τους αποτυπωμένο
με κεφαλαία κόκκινα γράμματα
μια ιστορία κραυγαλέα
ανά πάσα στιγμή αλλάζει
Εδώ φωνές ελευθερίας ακούστηκαν
και γίναν κραυγές απελπισίας
εδώ το μέλλον του κόσμου
διαγράφεται νόμιμο
μέσα σε παρελθοντικές μνήμες
και δερματόδετους κώδικες
εδώ τα σημάδια των ηρώων
ταυτίζονται με κείνα τις ντροπής
εδώ οι σιωπές ενώνονται
σε μεγάλα θορυβώδη συνθήματα
Εδώ η εγκατάλειψη ξεθωριάζει
και τα τελευταία σημάδια της μνήμης

🌼

ΝΟΜΙΚΗ 1985 II

και ξαφνικά νοιώθεις το χρόνο να κυλά αδυσώπητος
και τη ζωή σου να χάνεται
στα φώτα μιας πόλης
που κάποτε -αλίμονο- λάτρεψες
Στους ασφάλτινους δρόμους της
-διαφορετικοί από τα μικρά σου όνειρα-
και στα τεράστια αμφιθέατρα αναλώνεσαι.
Κάθε αίθουσα και τέσσερεις τοίχοι
και το όνομα ενός σπουδαίου επιστήμονα
που κλαίει στον τάφο του..
Ψέματα δεν είναι ..κάθε φορά έξω από την Σβώλου
ένας Χάλκινος Μεγαλέξανδρος
βγάζει τη γλώσσα στις ανησυχίες μου..

🌼

ΑΝΤΙΟ

Τέλειωσε...
Ο Ποιητής σώπασε
Ο καημός μεγάλωσε
Το δίκιο μοιράστηκε
Αντίστροφα πάντα
Φεύγει ο καιρός
Προδόθηκα
Φοβάμαι την ηχώ
Σκληρά μου φωνάζει
"Προδόθηκες"
.................
Ο Ποιητής σωπαίνει ακόμα
Και αυτός προδόθηκε...

🌼

Στου λιμανιού το πέτρινο μουράγιο

Το καλοκαίρι μύρισε μπενζίνα
Στου λιμανιού το πέτρινο μουράγιο
Έφυγε η νιότη και τι κρίμα
Απόμεινε η ζωή σάπιο ναυάγιο.

Κάτω στο λιμάνι σκοτώσαν τους γάρους
Μια μέρα κόκκινη βαμμένη του καλοκαιριού
Μια αχτίδα ήλιου έπαιζε πάνω στους βράχους
Στο αίμα και έμοιαζε πορφύρα κοχυλιού.

Μια μέρα κόκκινη καλοκαιριού βαμμένη
Θυμήθηκα κάποια μικρή αγαπημένη
Που είχε γαλάζια θάλασσα μές στην ματιά
Και άσπρα κάτασπρα φτερά

Και σαν τους γλάρους την σκοτώσαν μια νυχτιά
Καλοκαιριάτικη που μύριζε μπενζίνα
Ένα μαχαίρι της καρφώσαν σφάλισε η ματιά
Βάφτηκε κόκκινη η θάλασσα από το κρίμα.

Το καλοκαίρι μύρισε μπενζίνα
Στου λιμανιού το πέτρινο μουράγιο
Σκοτώσανε τους γλάρους και τι κρίμα
Απόμεινε η ζωή σάπιο ναυάγιο…

🌼

Τα χέρια 

(Αφιερωμένο στην Eva Johanos που που διδάσκοντάς μου Αγγλικά μου έμαθε το τραγούδι που ακολουθεί το ποίημα)

Κοίτα αυτά τα χέρια –κεφάλια που μιλούν-
Τα χέρια μου δεν κλαίνε πια
Κι αν τρέμουν
Τα κρύβω μες στις τσέπες μου
Να μη φανούν
Δεν θέλω να προδίδουν
Έκρυψα κάθε τι σημάδι από τα χέρια μου
Έκρυψα κάθε τι σημάδι απ’ τη ζωή μου.
Στο μέτωπο μου δεν υπάρχει πια
Η χαρακιά σκαμμένης γης
Ούτε απ’ τα ρούχα μου
Μπορεί κανείς να καταλάβει
Τίναξα κι απ’ τα ρούχα μου
Της γης τη σκόνη
Και τη θαλασσινή αρμύρα
Απ’ τα μαλλιά μου
Κοίτα αυτά τα χέρια
Κίτρινα είναι απ’ τον καπνό
Μελανωμένα απ’ το μολύβι
Κοίτα αυτά τα χέρια
Μη ψηλαφίζεις άλλο τα χέρια μου
Αν θες να βρεις τα σημάδια μου
Πρέπει πρώτα να βρεις την ψυχή μου
©ΑΘΗΝΑ ΚΟΤΣΟΒΟΛΟΥ

Το ποίημα αυτό είναι βασισμένο πάνω στο στίχο των Τalking Heads " Born Under Punches"Songwriters: BYRNE, DAVID/FRANTZ, CHRISTOPHER/WEYMOUTH, TINA/HARRISON, JERRY/ENO, BRIAN PETER GEORGE

Take a look at these hands.
Take a look at these hands.
The hand speaks. the hand of a government man.
Well I'm a tumbler. born under punches.
I'm so thin.

All I want is to breathe I'm too thin
Won't you breathe with me?
Find a little space, so we can move in-between in-between it
And keep on step ahead, of yourself.
Don't you miss it, don't you miss it.
Some 'a you people just about missed it!
Last time to make plans!
Well I'm a tumbler...
I'm a government man.
Never seen anything like that before
Falling bodies tuble 'cross the floor well I'm a tumbler!
When you get to where you wanna be thank you! thank you!
When you get to where you wanna be don't even mention it!
Take a look at these hands. they're passing in-between us.
Take a look at these hands
Take a look at these hands. you don't have to mention it.
No thanks. I'm a government man.
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...where the hand has been...and the heat goes
On...and the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes
On...and the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes
On...where the hand has been...and the heat goes on...and the heat
Goes on...
I'm not a drowning man!
And I'm not a burning building! (I'm a tumbler!)
Drowning cannot hurt a man!
Fire cannot hurt a man. (not the government man.)
All I want is to breathe thank you. thank you
Won't you breathe with me?
Find a little space...so we move in-between I'm so thin
And keep one step ahead of yourself. I'm catching up with myself
All I want it to breathe
Won't you breathe with me hands of a government man
Find a little space so we move in-between
And keep one step ahead of yourself. don't you miss it! don't you
Miss it!
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
Where the hands has been...and the heat goes on...and the heat goes
On...and the heat goes on...


🌼

"Ατιτλο & Καλαμάτα 1986(Χρόνια χαμένα στην ομίχλη)" Δύο ποιήματα για τον σεισμό της Καλαμάτας στις 13 - 9 - 1986

ΑΤΙΤΛΟ

Οι φωταψίες και οι ταμπέλες κάθε βράδυ σαν ομίχλη
αυτή η πλατεία τρίζει
βήματα και φωνές
θεατρική σκηνή
και μεις άϋλοι κομπάρσοι
ενός δράματος
Πάμε και ερχόμαστε πάνω ως κάτω..
πατήσαμε άμετρες φορές
τα ίδια βήματα τις ίδιες πλάκες
μάθαμε πια κάθε στιγμή τους
και στην οδό Αριστομένους
κάθε βράδυ αυτή πόλη
δείχνει το χαμόγελο της
κάθε βράδυ στην πλατεία
με τα γιορτινά μας ρούχα
Γαλάξια και Ιντεάλ
δυο δυο τρεις τρεις
αυτή η πόλη τρίζει
κάτω από τα δειλά μας βήματα
................
Διονύση εσύ μονάχα γνώριζες τι έμελλε να γίνει..

Athena Kotsovolou - Untitled

The lighting and the signs each night like the fog
this square trembles
footsteps and voices
a theater set
and we immaterial extras
of a drama
We come and go up and down ...
we stepped countless times
the same steps the same paving stones
we learned already each of their moments
an on Aristomenous street
every evening this city
shows her smile
every evening in the square
with our holiday clothing
Galaxy and Ideal
two by two three by three
this city trembles
beneath our shy footsteps
(Translation: Eva Johanos)

Το ποίημα αυτό, αν και προσπαθούσα να περιγράψω τη ζωή μας στα στενά επαρχιακά δεδομένα της εποχής μου, αποδείχθηκε αρκετά προφητικό αφού λίγες ώρες μετά η πλατεία που έτριζε και η πόλη που έτριζε χτυπήθηκε από τον σεισμό, που στοίχισε πάνω από 20 ζωές και αμέτρητες ζημιές ( Αθηνά)

Αργότερα τον σεισμό τον περιέγραψε αλλιώς ...

(ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΕΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 13/9/1986)

Καλαμάτα 1986 ( Χρόνια χαμένα στην ομίχλη )

Νύχτες που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ
Και μέρες που δεν άρχισαν.
Είναι που φύγαμε νωρίς
Και δεν προλάβαμε.

Πάνω σε κείνα τα βουνά της Μεσσηνίας

Ο ήλιος ξύπναγε νωρίς
Τις νύχτες έφευγε νωρίς
Και δεν προλάβαμε.

Είναι που η δικιά μας η γενιά

Που χάθηκε μέσα στη σκόνη
Μιας τραγωδίας τόσο απογευματινής
Αναπόφευκτα θα θυμάσαι

Στη Μεσσηνία ο Σεπτέμβρης δεν έρχεται ολόκληρος

Ποτέ δεν θα ξανάρθει ολόκληρος.
Όταν φεύγει το πλοίο θα θυμάσαι
Την Παναγιά αποκεφαλισμένη

Κι ένα άλλο πλοίο που ποτέ δεν έφυγε.

Να το θυμάσαι
Τα χρόνια που χάθηκαν δεν ήταν από σκόνη
Ήταν από πέτρα….."
Αθηνά Κοτσόβολου

Το ποίημα ΚΑΛΑΜΑΤΑ 1986 έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά και στα Ιταλικά 

Αγγλικά - Kalamata 1986

Years lost in the mist.
Nights- which never were completed
and days- which did not begin.
It is- that we left early
and we didn’t have time. . .
On those mountains of Messinia
the sun woke early.
At nights it left early.
And we didn’t have enough time.
And it is our generation
which was lost in the dust
of a tragedy with such a late afternoon feeling.
Unavoidably you will remember.
In Messinia, September does not come in one piece.
It will never again come whole.
When the boat leaves, you will remember
the All Holy beheaded
and another boat, that never left.
Remember it...
The years- that disappeared were not made of dust.
They were made of stone...
-Athena Kotsovolou
(Translation: Eva Johanos)


Επίσης  είναι μεταφρασμένο στα ιταλικά και δημοσιευμένο - μαζί με το πρωτότυπο - στο βιβλίο:  ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ  ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΙΤΑΛΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (1996) 

🌼

Σου έχω νέα

Και προπαντός ποτέ σου μην πιστέψεις
Πως φθάνοντας στην απέναντι όχθη
Αφού πρώτα πρόλαβες να ανέβεις
Στη βάρκα που τυχαία δεν βούλιαξε
Που το σπίτι σου δεν γκρεμίστηκε
Και δεν μοιράστηκε στους τοκογλύφους
Και στους εμπόρους του αίματος
Ότι βρίσκεις ακόμα το πιάτο στο τραπέζι
Με αμφίβολη μεταλλαγμένη τροφή
Το γενόσημο σου στο φαρμακείο
Και ένα ράντζο στους διαδρόμους του νοσοκομείου
Και επειδή το αυτοκίνητό σου ακόμα κινείται
Ακόμα ακόμα που έφτιαξες μία ευτυχισμένη εικόνα
Με την έξυπνη συσκευή σου
Και η ανάρτηση σου στα κοινωνικά δίκτυα
Να προκαλεί επιφωνήματα θαυμασμού
Και τα «μου αρέσει»
Επαναλαμβάνω!!!!
Μην το πιστέψεις! Δεν γλίτωσες!
Στη νέα τάξη των πραγμάτων
-όπως σωστά έλεγε ο Τζίμης-
Εσύ κι εγώ είμαστε τα πράγματα..

🌼

 Υποθήκη

Δεν έχω παρακαταθήκες να αφήσω στα παιδιά μου.
Παρά μόνο μερικές αράδες στο χαρτί
μουτζουρωμένες, δυσνόητες και δυσανάγνωστες.
Συμβαίνει και εγώ να αναρωτιέμαι τι έχω γράψει.
Δεν έχω παρελθόν και ιστορίες αγώνων.
Της γενιάς μου οι αγώνες ήταν στο απυρόβλητο
Και πιότερο τον εαυτό μου αντιπάλευα
Και εκείνος εμένα στα "ίσως" "εάν" και "πρέπει"
Τα τιμαλφή μου πρόλαβαν και μου τα πήραν
Και άλλωστε ποτέ δεν είχα τιμαλφή.
Γιατί πιότερο αγάπησα τα βότσαλα απ’τα διαμάντια
Και το σπίτι το υποθήκευσα στην τράπεζα
Χαμένο σαν και μένα και τη ζωή μου ολάκερη
Δεν έχω τίποτα να αφήσω στα παιδιά μου….
…………………………………..
Δεν έχω καν παιδιά..


🌼

ΑΤΙΤΛΟ

Όλα κάποτε αλλάζουν 
Οι αισθήσεις 
Οι παραισθήσεις 
Οι εμμονές 
Το ανόητο δέσιμο 
Σχέσεις αστοργίας 
Μονόπλευρες
 Τελειώνουν όλα εδώ
 Επιτακτικά 
…………….. 
Είμαι ελεύθερη

🌼

ΑΤΙΤΛΟ

Δεν κάνουμε εκπτώσεις στον ουρανό
-ίσως μας κλέψανε τη γη μας-
ακόμα ακόμα και τη ζωή μας
και αναρωτιέμαι συχνά πόσο αμαχητί
παραδοθήκαμε....
όμως εκπτώσεις δεν κάνουμε στον ουρανό.

🌼

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ 


Ενθάδε κείται ο μεγάλος απών
πτέραρχος στρατηγός ή στρατηλάτης
που μόνος του κατέκτησε πόλεις κι ηπείρους.
Ενθάδε κείται ο μεγάλος απών
βασιλιάς φαραώ η αυτοκράτωρ
που μόνος του έκτισε Αγίες Σοφίες και πυραμίδες.
Ενθάδε κείται ο μεγάλος απών

Μοναδικός τετιμημένος της μνήμης μας.

🌼

Οπτασία

Πέρασε από δίπλα μου ειρωνικά
Σαν οπτασία
Ίσα που μ άγγιξε στο χέρι
η σκιά του…..
κι ύστερα μου αρνήθηκε
όχι μόνο τη μέρα
ούτε ακόμα τη νύχτα
την χαρά η τη θλίψη
μου τα αρνήθηκε όλα
το δίκαιο της προσμονής
το άδικο της αναμονής
και το δικαίωμα στο αντίο…
Παράξενο στ αλήθεια
το πέρασμα του δίπλα μου...

ΠΕΖΑ 

Η επόμενη μέρα 

Την επόμενη μέρα αναμετράς τις απώλειες,
τις νίκες και τις ήττες,
τα συν τα πλην..
τα σωστά και τα λάθη.
Η επόμενη γενιά θα σε κρίνει γι αυτά.
Και θα σ αμφισβητήσει σε όλα ακόμα και στο εάν πολέμησες...
Και είναι αυτό που πιότερο με πληγώνει, Ερχονται και αμφισβητούν οι επόμενοι, που δεν το ζησαν δεν αγωνίστηκαν -είτε αγωνίστηκαν με την ασφάλεια όμως του απυρόβλητου-.
Δεν είχαν περάσει 20 χρόνια από το πολυτεχνείο, όταν κάποιοι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί διαμαρτυρόμενοι είχαν προβεί σε κατάληψη του υπουργείου παιδείας.Εκεί λοιπόν στην οδό Μητροπόλεως τα "παιδιά" είχαν κάνει κατάληψη. Αδιόριστοι εκπαιδευτικοί τουλάχιστον τριαντάρηδες κι απέξω οι γονείς ανήσυχοι. Ο δημοσιογράφος του Δεύτερου τους μίλησε και στο ραδιόφωνο σπάραζε η αγωνία της μάνας "τα παιδιά δεν έχουν τρόφιμα δεν έχουν σερβιέτες, υγρά για τους φακούς επαφής " Ο αγώνας μεταλλάχθηκε.. Η επόμενη γενιά της σερβιέτας και των φακών επαφής, του διορισμού... της ανωριμότητας,Των παιδιών που δεν απογαλακτίστηκαν δεν ενηλικιώθηκαν, (και όχι δεν τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι). Αυτή η γενιά μας κατέστρεψε.. Η επόμενη...
Αφήστε το πολυτεχνείο ήσυχο.. πέντε δέκα ήταν που το εκμεταλλεύτηκαν. Οι άλλοι οι ανώνυμοι κυκλοφορούν αθόρυβα ανάμεσα μας ...και θλίβονται γιατί...
"Πέρασαν για πάντα
οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες
οι κραυγές.
Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών "

🌼

Μόνη ελπίδα η φωτιά... 

Η Δούκισσα της Πλακεντίας αγαπούσε πολύ την κόρη της, όπως άλλωστε και κάθε μάνα θα αγαπούσε την κόρη της. Λένε πως σαν εκείνη πέθανε , η μάνα ταρίχευσε το πτώμα κι έζησε μαζί της για χρόνια μέχρι που το μεγαλόπρεπο σπίτι κάηκε. Μαζί και η μούμια της κοπέλας και η μάνα αποτρελάθηκε… Τώρα αυτό που έχει απομείνει είναι ένα μεγαλόπρεπο ρημαγμένο κτίριο.

Κάνω πάλι περίεργους συνειρμούς. Σαν να βλέπω την Ελλάδα του σήμερα. Προσκολλημένοι στο χτες στα μεγαλόπρεπα αρχαία ονόματα,στις πέτρες και τα αγάλματα,τις μουσικές τους ποιητές, την δημοκρατία και τους αγώνες.
Όλα έχουν πεθάνει πια. Μα εμείς τα ταριχεύσαμε και τα συντηρούμε, τα αναπαράγουμε αλλά τρόπο να τα ζωντανέψουμε δεν έχουμε. Βέβαια στην Ελλάδα ο θάνατος δεν ήταν αναπόφευκτος.Τον επιτρέψαμε, παρακολουθώντας απαθείς παραδομένοι πλήρως σε λαοπλάνους αρχηγούς,που μας ξεπούλησαν πολύ εύκολα και πολύ απλά πολλά χρόνια πριν.
Και μείς απαθείς… Ζούμε μέσα στο κουφάρι μιας χώρας που έχει πεθάνει και απλά αναμασάμε το παρελθόν. Μόνη η ελπίδα η φωτιά. Είτε για να χαθούμε οριστικά, είτε για να αναγεννηθούμε μέσα από τις στάχτες..
Μόνη ελπίδα η φωτιά….

🌼

Αποκαθήλωση

Χιλιάδες κόσμου καθισμένοι στριμωχτά πάνω στις κερκίδες, τα διαζώματα ακόμα και καταγής στο γρασίδι περίμεναν με ανυπομονησία να ξεκινήσει η εκδήλωση. Κάποιοι κρατούσαν στα χέρια τους αναμμένα κεριά και άλλοι άναβαν τους αναπτήρες τους και σήκωναν τα χέρια τους ψηλά. Ένα υπόκωφο μουρμουρητό δυσφορίας είχε ξεσηκωθεί, η εκδήλωση κινδύνευε να καταλήξει σε φιάσκο αφού εκείνοι εκεί πάνω, οι διοργανωτές, δεν σταματούσαν τα άχαρα και προβλέψιμα λογύδριά τους.

Είχαν κάνει, άλλωστε άπειρες πρόβες μπροστά στον καθρέφτη, αναγκάζοντας τη φάτσα τους να δείχνει θλιμμένη, βουρκώνοντας τα μάτια τους. Μιλούσαν με σπασμένη φωνή για το χαμένο φίλο τους. Εκείνος- ο μεγάλος απών- τους κοιτούσε από ψηλά, από την τεράστια φωτογραφία , σκυθρωπός, αμέτοχος στα συμβάντα εκείνης της βραδιάς. Ο κόσμος είχε αγανακτήσει, ένα κλίμα αποδοκιμασίας πήγε να σηκωθεί να καλύψει τα λόγια των επάνω, αλλά εκείνοι πρόλαβαν έγκαιρα να σώσουν το φιάσκο.

Πρόσμενε και αυτός σαν το πλήθος να το βουλώσουν οι επάνω. Καθισμένος μπροστά μπροστά, στην καλύτερη θέση ανάμεσα στις διασημότητες και τους επίσημους, που σχολίαζαν το παρελθόν και το νεκρό, άκουγε σκόρπιες κουβέντες, κάποιοι έλεγαν ¨”ο καημένος” , κάποιοι άλλοι ο “φτωχός’, κενά λόγια θλίψης και οίκτου. Δεν έπρεπε να έρθει, έχει αποφασίσει μέρες πριν να μην έρθει, αλλά την τελευταία στιγμή μία εσωτερική παρόρμηση τον οδήγησε εδώ. Κι ας το ξερε καλά πώς΄δεν θα είχε το σθένος να ξεπεράσει μια τέτοια συγκίνηση. Μήνες τώρα οι αφίσες κατέκλυσαν την πόλη, καλώντας το κοινό στο στάδιο για τη συναυλία. Μήνες τώρα όπου και να γυρνούσε έβλεπε τη φωτογραφία του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτή η σύναξη, κάθε χρόνο στην επέτειο του θανάτου του, γινόταν εκδήλωση. Και ο κόσμος ερχόταν, πιστός φίλος, μοναδικός πιστός φίλος.

Εκείνος, τις προηγούμενες φορές είχε έρθει απρόσκλητος, ανώνυμος μέσα στο πλήθος. Έκλαιγε βουβά, δίχως δάκρυα προσπαθώντας να λυτρωθεί από τον πόνο που του δάγκωνε τα σπλάχνα. Τότε ήξερε πως δεν άντεχε άλλη τέτοια συγκινησιακή περιπέτεια. Δεν άντεχε να ξανακούσει την ίδια μουσική , τα ίδια λόγια συμπάθειας, δεν άντεχε να ξαναδεί τις ηλίθια θλιμμένες φάτσες τους. Θυμόταν έντονα της τελευταίας φοράς τα συμβάντα, καθόταν στις πίσω κερκίδες και είχε χαθεί στις αναμνήσεις του δίχως να συμμετέχει στο παρόν. Η συναυλία τελείωσε, ο κόσμος έφυγε και μόνο όταν ο φύλακας τον πέταξε με τις κλωτσιές έξω από το στάδιο, μόνο τότε, βρέθηκε στο παρόν. Συνειδητοποίησε τι έτρεχε και -μόνο τότε -πρόλαβε να δει να κατεβάζουν τη φωτογραφία του, έτσι ψυχρά. Η “αποκαθήλωση” είχε σκεφτεί μόνο.

Τώρα όμως ήταν αλλιώς, τον είχαν καλέσει επίσημα, με μπιλιετακι ταχυδρομικό λες κι ήταν ξένος, του είχαν παραχωρήσει μάλιστα θέση τιμητική. Ανακοίνωσαν την παρουσία του από τα μεγάφωνα και είχε νιώσει τα βλέμματα όλων στραμμένα πάνω του, ακόμα και την κάμερα της τηλεόρασης. Επιτέλους σταμάτησαν. Τώρα είχε το λόγο άλλος, ένα μπουζούκι άρχισε, μετά μία κιθάρα και ο γνώριμος σκοπός ξεχύθηκε σε όλο το στάδιο. Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτά και ύστερα ένα κερί άναψε ναι, κι έπειτα άλλο, κι άλλο, ώσπου στο τέλος το στάδιο μεταβλήθηκε σε ένα ατελείωτο κοιμητήρι. Πολλές μελωδικές φωνές που αποτελούσαν την χορωδία έψαλλαν θαρρείς με κατάνυξη τα τραγούδια του. Όλα είχαν αλλάξει με μιας και η μαγεία κατέκλυσε την ατμόσφαιρα. Ακόμα και η καρδιά του γέρου γλυκάθηκε. Ξέχασε για λίγο την πίκρα του κι έπιασε τον εαυτό του να σιγοτραγουδά. Μόνο εκείνος -ο νεκρός- είχε απομείνει στο βάθρο του αμέτοχος σε όλα. Η μουσική είχε φτάσει στο φόρτε της, ο κόσμος αποθέωνε χτυπώντας ρυθμικά παλαμάκια και ο πρώτος εκνευρισμός είχε ξεχαστεί. Ο γέρος πίστεψε ξάφνου πως όλα ήταν ένα όνειρο... πώς εκείνος ζούσε και διεύθυνε πάλι την ορχήστρα του και τραγουδούσε μόνος του. μα η φωνή ήταν ξένη.. Γύρισε στο παρόν απότομα, στην καρδιά του η ίδια πάλι δαγκωματιά , στο στήθος η σιδερένια γροθιά, κάτι έσπασε μέσα του. Η κάμερα πάλι επάνω του κι αυτός δεν ήθελε να κλάψει.
Εκείνος έμεινε αμέτοχος από ψηλά… ψηλότερα από όλους αδιαφορούσε. Δεν τον άγγιζε τίποτε, ούτε η αποθέωση του κοινού, ούτε τα ψεύτικα δάκρυα των φίλων του, ούτε τα αληθινά του γέρου. Σε αυτή τη φωτογραφία κόλλησε ο γέρος τα μάτια του, περιεργάστηκε το γνώριμο πρόσωπο, τα πρόωρα ασπρισμένα μαλλιά, η ματιά φουρτουνιασμένη, το ύφος κατσούφικο, διέκρινε κανείς τη μελαγχολία, σαν να ήθελε τούτη η φωτογραφία να υποδηλώσει την ιδιαιτερότητα του καλλιτέχνη. Το ήξερε καλά τούτο το πρόσωπο ο γέρος, τόσο καλά που και πάλι ξεχάστηκε, πήγε να του μιλήσει αλλά συγκρατήθηκε πάλι - ευτυχώς- η κάμερα ήταν επάνω του και δεν ήθελε, διάβολε, με τίποτα δεν ήθελε να φανερώσει τη θλίψη του. Γιατί στα αλήθεια του κόλλησε τόσο επίμονα τη λέξη; “Αδικία” . Άδικα υπήρχαν πολλά μα τούτο το άδικο ήταν το μεγαλύτερο, έτσι έλεγε ο γέρος.. “ άδικο για μένα, άδικο για σένα” πάλι είχε παρασυρθεί και του μιλούσε σαν να ήταν ζωντανός. Το συνήθιζε τα βράδια που κοιτούσε τις φωτογραφίες του. Από τότε που είχε φύγει και η γυναίκα του, είχε απομείνει μοναχός, το συνήθιζε ν΄ανοίγει το άλμπουμ και να μιλά με τα στιγμιότυπα. Κάποτε ξεχνιόταν και τους μιλούσε σαν να μην είχαν φύγει, όταν συνερχόταν, η σουβλερή γροθιά τον έκανε να κλαίει. Άλλοτε πάλι δεν κατάφερνε να ξεχαστεί και τότε δεν παρηγορούνταν ούτε στιγμή, “Άδικο”, μουρμούρισε τώρα ο γέρος “και για μένα και για σένα”.

Τα κεριά κόντευαν να λιώσουν, η μουσική όμως συνεχιζόταν χωρίς διακοπή. Ο κόσμος τραγουδούσε με την ψυχή του, πήγε πάλι να ξεχαστεί, να πάψει να πονάει, να παρηγορηθεί για λίγο, μα δεν πρόλαβε, του ήρθε στο μυαλό η αποκαθήλωση της προηγούμενης φοράς. Έτσι ξαφνικά. Οι αναπτήρες είχαν σβήσει και η μουσική ακουγόταν τώρα κουρασμένη και υποτονική. Μόνο ο κόσμος παρέμεινε πιστός και τραγουδούσε με το ίδιο σθένος.… και εκείνος ψηλά το ίδιο αμέτοχος και αδιάφορος πάνω στο μελαγχολικό βάθρο του. “Αδικία”σκέφτηκε ο γέρος “ πάλι θα σε αποκαθηλώσουν και σε λίγο καιρό, πάλι θα ξανά πιουν το αίμα σου πάλι και πάλι μέχρι να στερέψει” “Αδικία”, μουρμούρισε πάλι και ο διπλανός τον κοίταξε παραξενεμένος. Τον αγνόησε. Κοίταξε πάλι το πρόωρα γερασμένο πρόσωπο της φωτογραφίας. Μέτρησε μία μία τις ρυτίδες και που μίλησε για άλλη μία φορά νοερά. “ Μόνο εσύ μένεις εκεί μακριά από όλους χωρίς να σε ενδιαφέρει τίποτα πια... Η να σε αγγίζει.” Εκείνος δεν απάντησε. Ξάφνου όλη η πίκρα, που χρόνια έκλεινε μέσα του, στέρεψε ξαφνικά δεν μπορούσε άλλο να την αντέξει. Σηκώθηκε απότομα και διέσχισε το πλήθος παλεύοντας να βρει την έξοδο, τυφλωμένος από τα δάκρυα, αγνόησε την κάμερα δεν τον ένοιαζαν πια τα σχόλια, έφτασε στην έξοδο ψηλαφίζοντας….

Και μόνο τότε γύρισε και κοίταξε τη φωτογραφία για τελευταία φορά την φωτογραφία του πεθαμένου γιου του και του μίλησε συνεπαρμένος. “ Τα κοράκια…” Εκείνος για πρώτη φορά βγήκε από την αταραξία του, συμφώνησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι κι η ματιά του συννέφιασε πιότερο.

Όμως κανείς μα κανείς άλλος δεν το πρόσεξε.

Το κείμενο αυτό είναι φανταστικό, Γράφτηκε όμως με αφορμή τη μεγάλη συναυλία που δόθηκε το 1985 στη μνήμη του Μάνου Λοΐζου. Στην πρώτη σειρά καθόταν ο πατέρας του Ανδρέας Λοΐζου...Που είχε χάσει το μοναδικό παιδί του.
Αθηνά Κοτσόβολου

🌼

Αθηνά Μανωλακέα - Όταν οι Άγγελοι κατεβαίνουν στη γη.

Γεννήθηκα κατά τις γραφές του Ελύτη «ξημερώνοντας τoυ Αγιαννιού με την αύριο των Φώτων» και ίσως γι αυτό να με στοιχειώνει η ποίηση και η ανάγκη της καταγραφής εικόνων, γεγονότων, σκέψεων και συναισθημάτων. Γεννήθηκα στις αμμουδιές του Ομήρου στην «ομορφόκτιστη Ιρή» και το όνομα μου αρχαίο και βαρύ στους ώμους μου. Σαν γεννήθηκα, η τρίτη κόρη, οι γιαγιάδες είχαν ήδη ονοματιστεί και εγώ βρισκόμουν μεταξύ του «Δήμητρα» (από τον πατέρα του πατέρα μου) και του «Ιωάννα» της ημέρας της γεννήσεως μου και της μνήμης του Αγίου Ιωάννη. Παρ΄όλα αυτά η μητέρα μου είχε την εξαιρετική ιδέα να βαπτιστώ Αθηνά εις μνήμην και σε τιμή της Αθηνάς Μανωλακέα, που ποτέ δεν γνώρισα αλλά ακόμα και τώρα ο πατέρας μου δεν μπορεί να αναφερθεί σε αυτή χωρίς να κλάψει.

Για αυτή τη γυναίκα θέλω να μιλήσω σήμερα και είναι κάτι που το έχω τάξει εδώ και καιρό, χωρίς στοιχεία χωρίς υλικό ούτε μια φωτογραφία μόνο από τις διηγήσεις των ανθρώπων που βρέθηκε δίπλα τους και τους χάρισε την αγάπη της. Επρόκειτο για γυναίκα ιδιαίτερου ψυχικού μεγαλείου και ανθρωπιάς.
Θα πρέπει εδώ να αναφέρω κάτι από τα έθιμα και τα ήθη της Μάνης, όπου ήταν πολύ διαδεδομένος ο θεσμός της σύγκρυας (συν-κυρία). Ο χήρος συχνά ερχόταν σε δεύτερο γάμο, και η δεύτερη γυναίκα του (συνήθως κατώτερης οικονομικής τάξης) όφειλε σεβασμό στην μνήμη της πρώτης συζύγου, στους γονείς και τους συγγενείς αυτής (τον ίδιο σεβασμό βέβαια όφειλαν και αυτοί σε εκείνη). Επιπλέον αυτή όφειλε να φροντίσει τα παιδιά της μακαρίτισσας και να τελεί τα καθιερωμένα μνημόσυνα. Τέτοια περίπτωση θεωρείται η περίπτωση του Δημητρίου Κοτσόβολου, δηλαδή του παππού μου, ο οποίος ήρθε σε πρώτο γάμο με την Ελευθερία Μανωλακέα. Θεωρήθηκε σώγαμπρος γιατί κατοίκησαν στο σπίτι που αυτή είχε κατά συγκυριότητα με την ανύπαντρη αδελφή της Αθηνά. Το παιδί τους πέθανε βρέφος ύστερα από την πράξη της μαμής να κάψει λίγο τα γεννητικά όργανα του μωρού μην αρρωσταίνει. Αργότερα απεβίωσε και η Ελευθερία.
Την εποχή εκείνη, 1928, η συγκατοίκηση χήρου και ανύπαντρης κουνιάδας σ ένα σπίτι σε μια μικρή κοινωνία θα ήταν αντικείμενο κακόβουλου σχολιασμού. Τότε η Αθηνά μη θέλοντας να διώξει το γαμπρό της από το σπίτι ζήτησε από αυτόν να ξαναπαντρευτεί και μάλιστα του υπέδειξε τη Γιωργίτσα Αβράμη, τη γιαγιά μου, που για την εποχή της ήταν «γεροντοκόρη», ανύπαντρη στα 28 της. Οι δυο γυναίκες συγκατοίκησαν για πολλά χρονιά ακόμα μετά το θάνατο του παππού, και μάλιστα τις συνέδεσε μια ιδιαίτερη φιλία.
Οι εξιστορήσεις που έχω από το πατέρα μου και τη γιαγιά μου δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερείς, συγκλίνουν όμως στην ψυχική ομορφιά αυτής της γυναίκας. Πρέπει να ήταν κουτσή και πολύ καλή νοικοκυρά. Η γιαγιά μου αντίθετα έβλεπε τις δουλειές του νοικοκυριού σαν μπελά και ποτέ της δεν τα κατάφερε (ούτε ποτέ θέλησε), αγαπούσε να δουλεύει στα κτήματα και ήταν πιο δυνατή και από άντρα. «Μπορεί τα ρούχα μου να ήταν χιλιομπαλωμένα αλλά ήταν πάντα πεντακάθαρα» διηγείται ο πατέρας μου. Και όταν πέθανε ο παππούς, κάπου στα 1942, οι δύο γυναίκες συμβίωσαν σαν αδελφές, φτωχά μεν, η μία δουλεύοντας έξω και η άλλη φροντίζοντας τα παιδιά σαν ήταν δικά της. Και αν καμία φορά η γιαγιά μου λύγιζε από το φόβο της φτώχειας, της χηρείας και της ορφάνιας των παιδιών της, η Αθηνά τη γαλήνευε και της απαντούσε «για όλους έχει ο Θεός» και ο Θεός είχε στείλει στη γη αυτήν να προστατέψει εκείνους που μπορούσε… Δίχως να αναφέρει τίποτα και σε κανέναν, η Αθηνά είχε πάει μόνη της στο Συμβολαιογράφο και τα είχε όλα κανονισμένα και πληρωμένα να μείνουν όλα στον πατέρα μου( τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του είχαν ήδη πεθάνει) και όχι στους εξ αίματος συγγενείς της.. Και το σπίτι και τα κτήματα.
Ο πατέρας μου μεγάλωσε με δύο μανάδες που τον αγάπησαν και οι δύο. Οι Κινέζοι λένε κάτι σοφό «Το να μεγαλώνεις το παιδί ενός άλλου είναι μεγάλη ευθύνη» και η Αθηνά την ανέλαβε πρόθυμα όχι γιατί έπρεπε αλλά γιατί αυτό της υπαγόρευε η καρδιά της.
Έπασχε από βαρύ άσθμα και όταν η κατάσταση της χειροτέρεψε , προσβεβλημένη από μεταδοτική και θανατηφόρα ασθένεια έκανε αυτό που άλλοι δεν θα έκαναν, την πράξη της υπέρτατης καλοσύνης. Ζήτησε από τη γιαγιά μου να της φτιάξει ένα υποτυπώδες κρεβάτι από ξερά κλαδιά, στην αυλή κάτω από την πορτοκαλιά, βγήκε από το σπίτι της και αρνήθηκε να ξαναμπεί, ζητούσε μόνο από την γιαγιά μου να της αφήνει φαγητό και νερό σε απόσταση ασφαλείας και μόνο όταν εκείνη αποχωρούσε το έπαιρνε.. Γιατί νοιαζόταν.. από Αγάπη και μόνο.
Όταν πολλά χρόνια μετά το θάνατο της στα 1981 η γιαγιά μου η Γιωργίτσα βρέθηκε ετοιμοθάνατη στο νοσοκομείο μετά από ένα εγκεφαλικό που υπέστη κατά τη νοσηλεία της, όταν πήγα να τη δω με ρώτησε ποια είμαι. Ούτε εμένα ούτε τις αδελφές μου θυμόταν. Της είπα η «Αθηνά» …Η «Αθηνούλα μου», είπε … και κατάλαβα πως δεν έβλεπε εμένα μα εκείνη την Αθηνά την προστάτιδα της, τη φίλη της, την αδελφή της εκείνο τον Άγγελο στη Γη…
Ούτε η Αρχαία μεγαλόπρεπη θεά, ούτε ο Όμηρος , ούτε οι γραφές του Ελύτη… Το μεγαλείο βρίσκεται σε αυτές τις παλιές λησμονημένες ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων, που μέσα στην απλότητα της αμάθειας τους ήξεραν τη ζωή.
΄Ηξεραν να αγαπούν…΄

🌼

Με τα μάτια ενός παιδιού 

Πες μου τι βλέπεις, ρώτησα τη μικρή μου φίλη τη Βασιλική. Τι βλέπεις στα σύννεφα, δες με τη φαντασία σου.
Η Βασιλική με ρώτησε τι βλέπω εγώ .
"Πες πρώτη " της είπα.
Δεν δίστασε πολύ. "Μια μπαλαρίνα!!" και μου περιέγραψε και τη χορευτική κίνηση.
Ομορφη στιγμή να συνειδητοποιείς ότι στα πενήντα δυο σου βλέπεις ακόμα τα σύννεφα με τα μάτια ενός παιδιού...
Εβλεπα το ίδιο!!!
Μικρή Μαντίνεια 18/11/2016

🌼

Ήτανε μια Φορά κι ένας Καιρός που ψάχνανε απελπισμένα να βρουν παραμύθια. 

Ήτανε μια Φορά κι ένας Καιρός που ψάχνανε απελπισμένα να βρουν παραμύθια.

Τα παραμύθια είχαν πολύ καιρό χαθεί, πικραμένα γιατί κανείς δεν τα πίστευε πια. Έβλεπαν τις καρδιές των παιδιών να σκληραίνουν αλλά και των μεγάλων … και έτσι αποφάσισαν να φτιάξουν το δικό τους παραμύθι, για γλυκάνουν ξανά τις καρδιές των παιδιών.
-Να πάρουμε το μπλε του ουρανού, είπε η Φορά ενθουσιασμένη, που είχε σκεφτεί κάτι σπουδαίο.. Έτσι πάντα λειτουργούσε παρορμητικά και συχνά έσπαγε τα μούτρα της.
Ο Καιρός, που -αν μη τι άλλο- γνώριζε πολύ καλά πως είχε γυρίσματα, δεν συμμερίστηκε την ξαφνική της απόφαση.
-Για ποιόν ουρανό μιλάς, δεν βλέπεις που πλέον η γη γέμισε ψηλά τεράστια κτήρια που φτάνουν μέχρι κει πάνω;.. Όταν οι άνθρωποι σηκώνουν το κεφάλι δεν βλέπουν παρά μόνο τοίχους, επιγραφές και διαφημίσεις για προιόντα και νομίζουν πως αν τα αποκτήσουν θα είναι ευτυχισμένοι.
Η Φορά όμως παρά-ήταν ενθουσιώδης… Όταν της καρφωνόταν κάτι στο μυαλό, θα το έκανε. Το κουβέντιαζε βέβαια με τον Καιρό, πού ήταν έμπειρος και άρα σοφός, αλλά ποτέ δεν τον άκουγε ούτε έδινε σημασία στα σημάδια του.
-Θα πάρουμε και χρυσό από τα αστέρια, συνέχισε χωρίς να παίρνει ανάσα και τα μάγουλα της κοκκίνιζαν και τα μάτια λαμπύριζαν.
-Ξεχνάς είπε ο Καιρός ατάραχος.. ξεχνάς τ’ αστέρια είναι στον ουρανό και για να τα δεις θα πρέπει να σβήσουν όλα τα φώτα της γης. Και οι άνθρωποι έχουν καλύψει με τα κτήρια τους τον ουρανό και ανάβουν τόσα πολλά φώτα τις νύχτες που τα αστέρια δες φαίνονται.
Πεισματωμένη η Φορά ζάρωσε τα χείλη της και χτύπησε το πόδι κάτω …
-Να πάρουμε μαγεία από τις νεράιδες και τα ξωτικά του δάσους και τα φύλλα των δέντρων και…
Βλέποντας πως ο Καιρός ετοιμάσθηκε πάλι να την αντικρούσει, η Φορά πρόλαβε..
-..και ξέρω τι θες να πεις, ότι τα δάση τα κάψανε οι άνθρωποι , ότι δεν υπάρχουν νεράιδες και ξωτικά, όμως δεν μπορούμε να αφήσουμε τα παιδιά πικραμένα, πρέπει να τα βοηθήσουμε να ξαναβρούν ….
-Ξεχνάς, την διέκοψε ο Καιρός, ξεχνάς πως όλα αυτά που λες τα παραμύθια των παιδιών τα είχαν και δεν τους είναι πλέον αρκετά για να τα κάνουν χαρούμενα.
Ίσως για πρώτη φορά αυτή σώπασε… Άκουσε τα σημάδια του Καιρού και αναγνώρισε πώς είχε δίκιο. Σώπασε μα δεν ήταν για πολύ.
-Και θα αφήσουμε τα παιδιά έτσι λοιπόν; Δεν θα παλέψουμε;
Ο Καιρός στάθηκε να την ακούσει και αυτός. Συμφωνούσε…
Βρίσκοντας λοιπόν ένα πρώτο σημείο συμφωνίας αποφάσισαν να δράσουν. Και σαν πρώτη κίνηση πλησίασαν τα παιδιά και άρχισαν να ρωτούν, με τι υλικό έπρεπε να φτιαχτεί ένα παραμύθι για να τα κάνουν χαρούμενα…
Μα τότε τα παιδιά απάντησαν πως δεν πιστεύουν στα παραμύθια και πως θα προτιμούσαν μια χαρούμενη αλήθεια…
«Η αλήθεια δεν είναι χαρούμενη πια…είναι σκληρή και είσαστε παιδιά… πρέπει να είσαστε χαρούμενα και να έχετε όνειρα» επέμειναν σχεδόν βλακωδώς η Φορά και ο Καιρός… και τα παιδιά απάντησαν «Μας τα έκλεψαν τα όνειρα…»
…………………………………………………….
Τότε η Φορά ξέσπασε σε λυγμούς απελπισμένη. Και ο Καιρός παρά τα τόσα του γυρίσματα και την τόση εμπειρία του, δεν άντεξε μια τέτοια αλήθεια.
Και δάκρυσε….
Συνεχίζεται….

Υ.Γ.
Η συνέχεια θα εξαρτηθεί από την ψυχική διάθεση και το μέτρο ή άμετρο της απαισιοδοξίας της γράφουσας.
Αθηνά Κοτσόβολου

🌼

Ίσως πάλι να μη σημαίνει και τίποτα…..

Είναι από τη φύση μου να πλάθω ιστορίες.. Συγχωρέστε με… Μα τούτο το μαραμένο ματσάκι αγριολούλουδα, μου κέντρισε τη φαντασία μέρες τώρα. Μαζεμένες με επιμέλεια, λίγες μαργαρίτες και καμπανούλες, δεμένες σε ματσάκι. με την ίδια επιμέλεια τοποθετημένο στο κάγκελο της στάσης του λεωφορείου, εκεί στο σημείο που το κάγκελο σχηματίζει καρδιά. Ποια ευγενική ψυχή άραγε το έκανε; Πού βρέθηκε ρομαντισμός σε τούτες τις μέρες;
Μέρες το βλέπω να μαραίνεται και -αν και δεν είναι για μένα να γράφω για μεγάλες αγάπες- αποτύπωσα την εικόνα σήμερα το πρωί με την φωτογραφική μου μηχανή, θέλοντας να καταγράψω μια πιθανή ή απίθανη ιστορία.
Το ξανάπα είναι στη φύση μου να φαντάζομαι ακόμα και να ονειρεύομαι.
..........................................
Ίσως πάλι να μη σημαίνει και τίποτα…..
Αθηνά

🌼

Ζητείται Ανθρωπος..

Πενήντα μέρες νεκρή και δεν την αναζήτησε κανείς... Οχι σε μια μεγαλούπολη αλλά σε μια "ανθρώπινη" πόλη με γειτονιές, με ανθρώπους που γνωρίζονται μεταξύ τους και ακόμα μιλούν μεταξύ τους. Δεν θα κάνω διαπιστώσεις ούτε νεκρολογίες, ούτε μνημόσυνα. Δεν τα χρειάζεται δεν πεινούσε, δεν κρύωνε ούτε πονούσε από τα δαγκώματα των τρωκτικών.. Πριν πενήντα ημέρες, η φύση της επέτρεψε να αναπαυθεί, αφού η ζωή την είχε σκοτώσει προ πολλού, όταν της στέρησε το ένα της παιδί, όταν της σακάτεψε το άλλο της παιδί, όταν ο κόσμος περνούσε από δίπλα της και έκλεινε τα μάτια.. Ένα ανάλγητο κράτος και μια κοινωνία να σφυρίζει αδιάφορα μπροστά στην ανθρώπινη δυστυχία.

Πενήντα μέρες!!!

Καληνύχτα κυρία Αθανασία, δασκάλα μου.Εκεί πάνω δεν χρειάζεσαι κανέναν.

Εγώ μπορεί να μην τα κατάφερα αλλά "πήρα τη θέση" όπως μου έλεγες.
................................................................................................
Υποκλίνομαι στην μοναξιά σου, Άνθρωπε. Παγώνω στην αδιαφορία σου.
Και τρομάζω... Καληνύχτα κοινωνία που πεθαίνεις...

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε όταν δημοσιεύτηκε η είδηση ότι 87χρονη εκπαιδευτικός βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της,στην Καλαμάτα, μετά από 50 ημέρες. Σημειωτέον ότι στο σπίτι ζούσε μαζί της και ο 50χρονος γιος της,ο οποίος λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας δεν είχε συνείδηση περί του γεγονότος. Η γυναίκα αυτή ήταν καθηγήτρια της Αθηνάς όπως και πολλών από εμάς ..... ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ Κ. ΑΘΑΝΑΣΙΑ

🌼

Κάθε φέτος Μανόλη φοβάμαι και περισσότερο..

Ήρθανε μέρες αδίστακτες Μανόλη και φοβάμαι.. Ακόμα και η ατμόσφαιρα είναι εναντίον.
μουντή η αλλόκοτη υγρασία που μου διαβρώνει τα κόκκαλα και μου σαπίζει το είναι. Είναι η μουντή ατμόσφαιρα, που έκανε ασορτί κουστούμι με την γενικότερη κατάσταση. Κάθε φέτος Μανόλη κι εγώ φοβάμαι περισσότερο..
Γιατί οι αδίστακτες μέρες ήρθανε μα αυτές που θα έρθουν θα είναι ακόμα χειρότερες. Και φοβάμαι Μανόλη, φοβάμαι τους πολιτικούς στα προεκλογικά μπαλκόνια που μας τάζανε καλύτερες μέρες και τώρα βάλθηκαν να μας εκμηδενίσουν. .
Φοβάμαι αυτές τις μέρες της πλήρους συγχύσεως και ανοησίας, ότι σε λίγο θα πληρώνω και το λειψό αέρα που θα ανασαίνω. Γιατί σε λίγο καιρό δεν θα έχω δικαίωμα ούτε να ζήσω ούτε να πεθάνω.. Φοβάμαι Μανόλη γιατί η υγεία έγινε αγαθό για τους πλούσιους μόνο. Γιατί κάποτε έκλεισαν τις εντατικές κλινικές για να υποδεχθούν τους Ολυμπιακούς αθλητές κι άφησαν τον απλό κοσμάκη να πεθαίνει..
Φοβάμαι το άλλο πρόσωπο της δικαιοσύνης, αυτό που μου έδειξαν ήδη. Φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα ελέγχουν ακόμα και τη σκέψη μου.. Πως θα γίνουμε έρμαια των γεγονότων, ανήμποροι να αντιδράσουμε η να αντισταθούμε. Φοβάμαι τους λογής λογής νεόκοπους φωνασκούς, που επαναστατούν οργίζονται και κραυγάζουν χωρίς να καταλαβαίνουν το μοναδικό νόημα κάθε επανάστασης (όπως εσύ είχες πει!)
Φοβάμαι τα παιδιά που μεγαλώνουν στα ιντερνέτ καφέ και sites ξεχνώντας τις αλάνες και τις πλατείες.. φοβάμαι εκείνους που επιβιώνουν παντός καιρού και ξέρουν πάντα κατά που θα φυσήξει ο άνεμος.. τους έχοντες εξουσία που απλά φοβούνται και κατέληξαν διεκπεραιωτές αλληλογραφίας.. τους έχοντες την εξουσία που την χρησιμοποιούν προς ίδιο όφελος…Φοβάμαι τον βολεμένο υπάλληλο που έμαθε μόνο να μετρά τις ώρες μέχρι να φύγει από το γραφείο.
Φοβάμαι Μανόλη γιατί κάποιοι μου έκλεψαν τον ύπνο μου και τα γλυκά ξυπνήματα των πρωινών μου. Τον ήλιο που από ζωοδότης έγινε θανατηφόρος. Φοβάμαι το σκοτάδι που κρύβει την αλήθεια, μα με τρομάζει πιότερο η ασχήμια της αλήθειας.
Φοβάμαι πολλά Μανόλη. Για τους προφήτες ποιητές που θα ξεχαστούν, για τα παιδιά μας που σπουδάζουν για να γίνουν άβουλοι υπάλληλοι η φυγαδευμένοι μετανάστες.
Για τις μανάδες που θα ξαναβγούν ξυπόλητες στους δρόμους, για τους κουρεμένους καταδίκους με τις καραβάνες. Φοβάμαι γιατί φέτος η επέτειος του Πολυτεχνείου πέρασε στα ψιλά των ειδήσεων. Φοβάμαι για μας που δεχόμαστε επανωτά τα χτυπήματα από αυτούς που κυβερνούν και μεις ανήμποροι να αντιδράσουμε... απαθείς ...οργιζόμαστε θυμώνουμε αλλά μένουμε απαθείς .. Για την αμνησία που μας διακατέχει μπροστά στην κάλπη κάθε φορά..
Φοβάμαι Μανόλη την υποταγή που θα οφείλω όταν θα κυριαρχήσει η αμάθεια και η ανέχεια.
Φοβάμαι για μένα φοβάμαι για σένα, για το σήμερα και το αύριο ακόμα και για το χτες.. Φοβάμαι να πεθάνω Μανόλη αλλά αίφνης φοβάμαι ακόμα και να ζήσω..
Κάθε φέτος Μανόλη φοβάμαι και πιο πολύ.
© Αθηνά Κοτσόβολου
Παρασκευή, 26 Νοεμβρίου 2010

ΥΓ Γραμμένο με ερέθισμα το "Φοβάμαι" του Μανόλη Αναγνωστάκη.

"Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο."


Ελάχιστος φόρος τιμής στην πολυαγαπημένη μου πολυαγαπημένη μου αδελφή Αθηνά  που τόσο πρόωρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο . 
Κατέγραψα εδώ όσα γραπτά της είχα κατά καιρούς  δημοσιεύσει στο μπλογκ . ..
Για να μπορούμε όσοι την αγαπάμε , να την διαβάζουμε πιο εύκολα - χωρίς να χρειάζεται να ανατρέχουμε σε διάφορες σελίδες ....