Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
(Ανδρέας Κάλβος)

Eugene Delacroix 1830 - Η ελευθερία οδηγεί το λαό 


ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΗΣ-ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ - Για μιαν ελευθερία

Είμαι χειρότερος απ’ τους αλήτες, τις αρτίστες,
αυτοί μπορούν και ζουν δεν περιμένουνε
μα εγώ ό,τι παίρνω γίνεται προπέτασμα καπνού
για όσα ζητώ –και προπαντός μια εξιλέωση
στην τέλεια σχέση να σωθώ ή να μαρτυρήσω

Μα ο άλλος είναι ανέφικτος γιατί
δεν είναι μόνο σώμα ή κατανόηση
μα κάποια ανεπανάληπτη φωνή. Κι αν προχωρήσω
θα ιδώ πως μένει θεατής –δεν είναι
ετοιμασμένος για μαρτύριο ή για μοίρασμα
φυλάγεται και σε καλεί μονάχα αν υπογράψεις
πως όλα θα τα σεβαστείς και το κυριότερο
τη σίγουρη μικρή του ελευθερία

Ελευθερία του μυαλού -Rene Magritte 1948


Κώστας Βάρναλης - Η Λευτεριά του Σολωμού

Πώς του σπαθιού σου στόμωσεν η κόψη
και πώς μετράς τη γης με ανύπαρχτη όψη;
Κλεισμένη στων Ελλήνων τα ιερά
τα κόκαλά μας, σκούζε, Λευτεριά.

Αιώνες σε κρατάνε φυλακή
οι αφεντάδες σου ξένοι και δικοί.
Και σ’ αμολάνε λίγο, αν είναι χρεία
να πνίξεις αλλωνών ελευθερία!

Ο Περσέας ελευθερώνει την Ανδρομέδα -Peter Paul Rubens – 1622

Κώστας Βάρναλης - Πρόλογος

Ξαφνικά μοῦ φασκιώνουνε τα μάτια
για να  βλέπω το φῶς το ἀληθινό!
Με καρυδώνουν, για να  μη φωνάζω:
«Ὄρσε, Ἑλλάδα Γραικύλων ἀντιχρίστων!»
Ἄχερα εὲ μπουκώνουν κάθε μέρα.
Και ποιοί; Τοῦ σκλαβοπάζαρου ἡ σαβούρα.
Και πῶς; Ἔχουν ἀφέντη τα σκυλιά
και δαγκάνουν τα πόδια σου, Ἱστορία.

Πῶς θα σωθοῦμε ἀπ᾿ την «ἐλευθερία»
τῆς σκλαβιᾶς μας κι ἀπό τον «ὑπέρ πατρίδος»
τῶν προδοτῶν; Και πότε ἀπ᾿ τούς θεούς
τῶν ἀθέων και τῶν ἀνθρωποφάγων;

Ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος δίνει την ελευθερία στους Εβραίους – Noεl Coypel – 1675

Κώστας Βάρναλης - Για λευτεριά και δίκιο

«Μόχθους, βάσανα και πόνους
μάστιγας, σφαγάς και φόνους»
Ρήγας Φεραίος


«Και πάλι στον αγώνα σκοτωμένοι,
αλλ’ όχι νικημένοι. Η φλόγα μένει
κατάκορφα σε στήθια και σε νου,
στα πέρατα της γης και τ’ ουρανού.

Άχαρα νιάτα, αγέλαστα· και γέρα
σ’ ατέλειωτη σκλαβιά χωρίς αγέρα!
Στον τοίχο αλυσωμένοι το σκεβρό
τρέχουν οι σκλάβοι πριν απ’ τον καιρό.

Μαχαίρι στο λαό, φωτιά, κρεμάλα
ή περασμένοι αραδαριά με μπάλα!
Τα θύματα βουνό και στην κορφή,
ξένοι, ντόπιοι φονιάδες αδερφοί!

Και πάλι σκοτωμένοι στον αγώνα—
για λευτεριά και δίκιο στον αιώνα!
Απ’ τη λάσπη του αιμάτου νά! Παλεύει
ο Γήλιος στα μεσούρανα ν’ ανέβει.»
(Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος)

Το δαχτυλίδι της ελευθερίας – Eastman Johnson – 1860

Κ. Βάρναλης - Λεφτεριά

Ήρθα σ’ εσένα που δεσμά δεν ξέρεις, Νύχτα ονειρομάνα,
ψηλά στην ξάγναντη κορφή,
ρίγος κοινό να κρούει τα πεύκα, την καρδιά μου και τον μέγα
χορό των άστρων σου, αδερφή.

Στα νύχια απάνω τρέμουλο τάνυσα το λιανό κορμί μου,
την αγκαλιά ’νοιξα σταυρό
κι έκραξα μ’ όση δύναμη μου αφήσαν άφθαρτην οι πόνοι
κι οι πεθυμιές με τον καιρό.

Κι έτσι σε κοίταξα πολύ, που γέμισαν νερά και σπίθες
τα μάτια, όλο στα νύχια τανυστός.
Κι ένιωσα οι ρίζες μου της ζωής να ξεκολλάν και να βυθάνε
μες στο καθάριο Πνέμα του Παντός.
Ως έκραξα, έτσι κι έγινε. Διπλά φτερούγια με σηκώσαν,
η ίδια μου ανάσα με ύψωνε ώς εκεί·
σπαράζοντας μέρες πολλές και νύχτες το ’χα μελετήσει:
ήμουνα λεύτερη ψυχή!

Μα, ως έκαμα να κατεβώ στον Κόσμο, τη χαρά να σείσω
δαυλόν, που η φλόγα δεν τον καταλεί,
τα πόδια αιστάνθηκα στο χώμα καρφωμένα· και στα χέρια
αλυσίδες τριπλές· βάρος πολύ.

Κι έκλαψα. Πόσο; Στα βαθιά λάλησε ο κόκορας αλώνια
κι άκουσα ν’ ανεβαίνει μιαν ηχή:
«Τη λευτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, τηνε παίρνουν,
με τα δικά τους χέρια, μοναχοί.

Αν δεν υπάρχει όξω από σένα, ούτε και μέσα στην ψυχή σου
έργο δικό της θα την βρεις.
Από τους λίγους, που την έχουν, πάρ’ τη να τηνε δώσεις σ’ όλους
μ’ όλους μαζί να τη χαρείς.

Όπου κι αν πας, θα κουβαλείς τα σίδερα, που σου τα βάλαν
οι όμοιοι σου κι όχ’ οι ουρανοί.
Όσο μαζεύεις την ψυχή σου, την παρθενιά της για να σώσεις,
τόσο την κάνεις πιο στενή.

Την ύπαρξή σου την οκνή για να πλαταίνεις, να βαθαίνεις,
σμίξε με τον αμέτρητο Αριθμό!
Μέσα στου πόνου, που βογκά, την άσωτη Άβυσσο κατέβα.
Κει θά βρεις της Αλήθειας το Ρυθμό.

Της Ιστορίας το Νόμο ακλούθα πρώτος φωτεινά, δεν έχεις
Μοίρα δικιά σου για οδηγό.
Από τη Βία δε σε λυτρώνουν παρακάλια, καλοσύνη
και το ξετύλιμα τ’ αργό…»

Αντάρ’ από τη γης υψώθη. Η αυγή στον ουρανόν αντίκρα.
Άκουσα να βαρούν σπαθιά,
πελέκια και λοστοί. Πηχτό ποτάμι φούσκωνεν αιμάτου.
Η Πολιτεία σωριάζονταν βαθιά.

Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ’ είδα να ξετρέχει
τους άνομους γιγάντια Δίκη.
Και με τρεχάματα τρελά, μ’ αλαλητά του θανατά
στα Τάρταρα γκρεμίζονταν οι Λύκοι.»
(Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος)


Ελευθερία – Alexander Deineka – 1944


Κατερίνα Γώγου, [Η ελευθερία μου…]

«Η ελευθερία μου είναι στις σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω ότι ώρα μου γουστάρει.
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
Στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας, στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω,
με τα αλήτικα παπούτσια μου
πάνω από τις στέγες σας
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς-
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας «θαύμα, θαύμα»
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο, δεν λειώνουν,
όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο.
Σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θα έρθει η ώρα
που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
«συνοδοιπόροι» και «αποστάτες»
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ότι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.»

Ελεύθερη από τη μέριμνα – Thomas Faed – 1878

Cheryl Clarke - Ελεύθερη σάρκα

εάν δεν είχες επιλέξει την επικίνδυνη ενασχόληση με την
ελευθερία ίσως περπατούσες ξυπόλυτη στους
κόκκινους λόφους της Βόρειας Καρολίνας χέρι χέρι με
την Κακούγια* αντί να αλλάζεις μεταμφιέσεις και ταυτότητες
διασχίζοντας τους σταθμούς του μετρό κατασκηνώνοντας σε
ιερά εδάφη ιθαγενών.
Ίσως να ήσουν αυστηρή δασκάλα
πτυχιούχος
ακτιβίστρια
αντί για οδηγός σκλάβων προς την ελευθερία**
εικόνα σε ταχυδρομείο
ή σε προχειροσχεδιασμένες αφίσες που λανσάρουν
ελευθερία.

ίσως είχες συνεχίσει να μαθαίνεις μόνη
κιθάρα
να γράφεις πολιτικά ποιήματα
ή να ’χες γίνει ρήτορας
αντί για πρώην πολιτική κρατούμενη
παράδοξο ειρωνείας φαινόμενο
σάρκα ελευθερίας.

* Kakuya Shakur: Κόρη της μαύρης ακτιβίστριας και μέλους των Μαύρων Πανθήρων Assata Shakur (1947- ), στην οποία απευθύνεται το ποίημα. Τη δεκαετία του ’70 η Assata Shakur κατηγορήθηκε για σειρά εγκλημάτων λόγω της πολιτικής της δράσης, κυνηγήθηκε ανηλεώς από το αμερικανικό κράτος και φυλακίστηκε. Το 1979 απέδρασε και το 1984 βρήκε πολιτικό άσυλο στην Κούβα. Το 2013 έγινε η πρώτη γυναίκα που βρέθηκε στην κορυφή της λίστας καταζητούμενων τρομοκρατών του FBI.
** Αναφορά στους ανθρώπους που βοηθούσαν σκλάβους να δραπετεύσουν οδηγώντας τους στις βόρειες πολιτείες ή στον Καναδά μέσω διαφόρων μυστικών περασμάτων (underground railroad).
μετάφραση: Κυόκο Κισίντα, mmaleficia

Ελευθερία κι αιχμαλωσία – Erte

Πωλ Ελυάρ - Ελευθερία

Πάνω στα τετράδια του σχολείου
Στα θρανία μου και τα δένδρα
Πάνω στην άμμο και το χιόνι
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλες τις διαβασμένες σελίδες
Πάνω σ΄ όλες τις λευκές σελίδες
Στην πέτρα το αίμα το χαρτί τη στάχτη
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω στις χρυσωμένες εικόνες
Στ΄ άρματα των πολεμιστών
Στην κορώνα των βασιλιάδων
Γράφω τʼ όνομά σου
Στη ζούγκλα και την έρημο
Στις φωλιές και τα σπαρτά
Στην ηχώ των παιδικών μου χρόνων
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω στα θαύματα της νύχτας
Στο άσπρο ψωμί των ημερών
Στις μνηστευμένες εποχές
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλα τα γαλάζια κουρέλια μου
Στο μουχλιασμένο έλος του ήλιου
Στη ζωντανή λίμνη σελήνη
Γράφω τʼ όνομά σου
Στους αγρούς στον ορίζοντα
Στις φτερούγες των πουλιών
και στο μύλο των ίσκιων
Γράφω τʼ όνομά σου
Σε κάθε φύσημα της αυγής
Στη θάλασσα και τα πλοία
Πάνω στο τρελό βουνό
Γράφω τʼ όνομά σου
Στον αφρό απ΄ τα σύννεφα
Στους ιδρώτες της καταιγίδας
Στην βροχή την πυκνή και ανούσια
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω στα σχήματα που σπιθίζουν
Στις καμπάνες των χρωμάτων
Πάνω στη φυσική αλήθεια
Γράφω τʼ όνομά σου
Στα μονοπάτια που ξύπνησαν
Στους δρόμους που ξεδιπλώθηκαν
Στις πλατείες που ξεχείλισαν
Γράφω τʼ όνομά σου
Στη λάμπα που ανάβει
Στη λάμπα που σβήνει
Στα ενωμένα μου σπίτια
Γράφω τʼ όνομά σου
Στο φρούτο το κομμένο στα δύο
Του καθρέφτη και της κάμαράς μου
Στο κρεβάτι μου άδειο κοχύλι
Γράφω τʼ όνομά σου
Στο λαίμαργο και τρυφερό σκύλο μου
Στα ορθωμένα αυτιά του
Στο αδέξιο πόδι του
Γράφω τʼ όνομά σου
Στο σκαλοπάτι της πόρτας μου
Στα γνώριμά μου αντικείμενα
στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς
Γράφω τʼ όνομά σου
Σε κάθε σάρκα σύμφωνη
Στο μέτωπο των φίλων μου
Σε κάθε χέρι που προσφέρεται
Γράφω τʼ όνομά σου
Στο κρύσταλλο των εκπλήξεων
Στα προσεκτικά χείλια
Πολύ πιο πάνω απ΄ τη σιωπή
Γράφω τʼ όνομά σου
Στα χαλασμένα καταφύγιά μου
Στους γκρεμισμένους μου φάρους
Στους τοίχους της ανίας μου
Γράφω τʼ όνομά σου
Στην απουσία χωρίς πόθο
Στη γυμνή μοναξιά
Στα σκαλιά του θανάτου
Γράφω τʼ όνομά σου
Στην υγεία που ξανάρθε
Στον κίνδυνο που εξαφανίστηκε
Στην ελπίδα χωρίς ανάμνηση
Γράφω τʼ όνομά σου
Και με τη δύναμη της λέξης
Ξαναρχίζω τη ζωή μου
Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω
Για να πω τ΄ όνομά σου
Ελευθερία!

Ελευθερία στο τέλος της Μαύρης Θάλασσας – Ίλια Ρέπιν

Μιγκέλ Ερνάντεθ - Για την ελευθερία


«Για την ελευθερία αιμορραγώ, αγωνίζομαι, επιζώ.
Για την ελευθερία, τα μάτια και τα χέρια μου,
σαν ένα δέντρο σάρκινο, γενναιόδωρο και δέσμιο,
δίνω στους χειρούργους.
Για την ελευθερία πιότερες νιώθω καρδιές
από άμμους στο στήθος μου: οι φλέβες μου γεννούν αφρούς
και μπαίνω στα νοσοκομεία, και μπαίνω στα μπαμπάκια
όπως στους κρίνους.
Για την ελευθερία με πυροβολισμούς απομακρύνομαι
απ’ αυτούς που ρίξαν τ’ άγαλμά της στη λάσπη.
Και με χτυπήματα απομακρύνομαι απ’ τα πόδια μου, απ’ τα μπράτσα μου,
απ’ το σπίτι μου, από τα πάντα.
Γιατί όταν η μέρα χαράξει στα άδεια λεκανοπέδια
εκείνη θα τοποθετήσει δυο λίθους μελλοντικής ματιάς
και νέα μπράτσα και νέα πόδια θα κάνει να μεγαλώσουν
στην υλοτομημένη σάρκα.
Με φτερά σφρίγους θα βλαστήσουν δίχως φθινόπωρο
υπολείμματα του σώματός μου που χάνω σε κάθε πληγή.
Γιατί είμαι σαν το υλοτομημένο δέντρο, που βλασταίνω:
γιατί ακόμα έχω τη ζωή.»

ω τι ελευθερία! – Ilya Repin 1903


Πάνος Θασίτης -  Μαθήματα

Η λέξη Ελευθερία είναι σχετική, Ελλάς
επίσης σχετική – αυτό το παραδέχονται όλοι.-
Κόβοντας κάτι από τη μια, προσθέτοντας στην άλλη κάτι,
τουλάχιστον φαινόμαστε – κι εν μέρει είμαστε –
και φιλελεύθεροι κι εθνικοί συνάμα.

Αν κάποιοι βλάπτονται απ’ τα μέτρα μας, οι άλλοι ωφελούνται
κι αν μερικοί μεμψιμοιρούν, στραβοκοιτούν ή έστω κάνουν που αντιδρούνε
αυτό το επιτρέπουμε, το ενθαρρύνουμε αυτό – με μέτρο.-
Εμείς στενά δεν ερμηνεύουμε τ’ άγια των αγίων!

Άμα το παρακάνουν όμως κι αρχίσουν τις φωνές
τα «κλέφτες» «τύραννοι» τα «κάτω» κι άλλα που τα συνηθίζουν
και βγουν στους δρόμους συν γυναιξί και τέκνοις
και τα λένε στ’ ανοιχτά και πια δεν παίρνουν από λόγια κι απ’ αστεία,
ορμούν οι γυμνασμένοι νόμοι σα σκυλιά και τους κατασπαράζουν,
γονατιστοί στις πλάκες έλεος ζητούν, ομολογούν οι άθλιοι το λάθος
το διαλαλούνε στις πλατείες.

– Όχι, θα παίξουμε εν ου παικτοίς!

Ελευθερία -Peter Max 1980

Νίκος Καζαντζάκης -Λευτεριά

Πηδά η φωτιά κι οι σούβλες έτοιμες
κι αυτός ολόρθος στέκει
πεθαίνει αρνούμενος το θάνατο
και λευτεριά φωνάζει.
Ελευτεριά για 'σένα χάνομαι
μα θα 'ρθουν πίσω μου άλλοι
στρατοί οι γιοι μου και τα εγγόνια μου
και θα σ' ελευθερώσουν.

Μην κλαις κυρά κι εγώ θα αναστηθώ
και θα σ' αρπάξω πάλε
θα σπω τις αλυσίδες της σκλαβιάς
θα καταλύω τα κάστρα.

Λίγοι είμαστε κι αλίμονο στης γης
αν ξοφληθεί η γενιά μας
στρατοί οι γιοι μου και τα εγγόνια μου
και θα σ' ελευθερώσουν.



Nanine Vallain - Liberté


Nίκος Καζαντζάκης - Φράσεις 

Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος.

Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;

Tι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο.

Θέλει, λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!

Δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω. Είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος.

Γλίτωσα από την πατρίδα, γλίτωσα από τους παπάδες, γλίτωσα από τα λεφτά, ξεκοσκινίζω... Λευτερώνουμαι, γίνουμαι άνθρωπος.

Η ανώτατη αρετή δεν είναι νά’ σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.



Statue Of Liberty by Fabrizio Cassetta

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑΣ - ΜΗΝΥΜΑ

Πάντα να πολεμάς και ν’ αντιστέκεσαι
κι ας μένεις μόνος.

Μονάχος- έρημος – γαλήνιος
να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου.

Και στους πολλούς – στους λίγους – ν’ αντιστέκεσαι
κρατώντας την ψυχή σου βάτο φλεγόμενη
για φως- πάντα για φως – για το καλό του Ανθρώπου.

Στους δυνατούς ενάντια
στους σκληρόκαρδους
και στους Δειλούς – στους χωματένιους.

Ενάντια και του αφέντη του ανελεύτερου
και του τρεμόκαρδου του δούλου ενάντια.

Και να πονάς και να γελάς και να ονειρεύεσαι
πάντα για το αγαθό και το καλό του Ανθρώπου.

Να πολεμάς με το γνωστό και το άγνωστο
με την κακή και την καλή τη μοίρα.

Και με τους άπονους θεούς
και τους απάνθρωπους ανθρώπους
πάντα να πολεμάς και ν’ αντιστέκεσαι.

Και όλο για το καλό – το φως του ανθρώπου.

ΤΟ ΜΗΜΥΜΑ (ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ) περιλαμβάνεται στα κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ Γυμνασίου.

Ελευθερία στο ενυδρείο -Sabin Balasa
 
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι - Ελευθερία έκφρασης

Την πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.

Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.

Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.

Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα

Οι Ωρες και η Ελευθερία στα λιβάδια -Arthur B. Davies

Ευαγόρας Παλληκαρίδης - Λευτεριά

Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά

Θ' αφήσω αδέλφια συγγενείς
τη μάνα, τον πατέρα
μέσ' τα λαγκάδια πέρα
και στις βουνοπλαγιές

Ψάχνοντας για την Λευτεριά
θα 'χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι
βουνά και ρεματιές

Τώρα κι αν είναι χειμωνιά
θα 'ρθεί το καλοκαίρι
τη Λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά

Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά

Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ
θα μπω σ' ένα παλάτι
το ξέρω θάν' απάτη
δεν θάν' αληθινό

Μέσ' το παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω το θρόνο
βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ' αυτό

Κόρη πανώρια θα της πω
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου
μονάχα αυτό ζητώ

Ας πάρει μιαν ανηφοριά
ας πάρει μονοπάτια
να βρει τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά

Με την Ελευθεριά μαζί
μπορεί να βρει και μένα
Αν ζώ θα μ' εύρει εκεί




Carlo Saraceni -Icarus

Λένα Παππά - Ίκαρος

Με τα κέρινα φτερά
υψώθηκε — πέταξε·
πάνω απ’ τα σερνάμενα πλάσματα
μες στο μεγάλο φως.
Ο ήλιος οδηγός — ο ήλιος θάνατος.

Μια τέτοια πρόκληση
μια τέτοια ωραία τόλμη
μια τόσο αψήφιστην ορμή για λευτεριά
μ’ αιώνιο μίσος, πάντοτε
παραμονεύει ο πατέρας Δίας σκληρά
να τιμωρήσει.

Λένα Παππά. 1997. Τα ποιήματα. Β΄ τόμος. Αθήνα: Αρμός.

Η διανόηση της Γαλλίας μεταξύ Ελευθερίας και Θανάτου – Jean-Baptiste Regnault – 1795

Γιάννης Ποταμιάνος - Η ελευθερία είναι ο άνεμος

Του ανέμου δεσμώτης το σύννεφο
Ας ταξιδεύει
Το ταξίδι δεν είναι Ελευθερία
Η Ελευθερία είναι ο άνεμος
Ο έρωτας στα μάτια της
Και η θάλασσα
Πάθος η φουρτουνιασμένη θάλασσα
Αγάπη, η απαλή βροχή
Γι’ αυτό κάθε απόγευμα βρέχει
στα μάτια της
Όμως κουράστηκε η βροχή
και οι χείμαρροι φούσκωσαν

Δεσμώτης το σύννεφο,
Ο αέρας φυσάει προς το χειμώνα
Μονόδρομος το ταξίδι

Και εγώ να γλείφω τις νεροσυρμές
Που σμίλεψε ο χρόνος
στο κορμί σου
Νερό να πίνω
στα βοερά ποτάμια σου

Γλυκό το χιόνι στα μαλλιά σου
Κάποτε θα ‘ρθει και η νύχτα,
Κάποτε
Να χαϊδέψει τα μαλλιά σου
Να ξεπλέξει τα δάχτυλά μας
Ας έρθει

Ένα λευκό σύννεφο είναι η ζωή
Ένα σύννεφο Δεσμώτης
που ταξιδεύει στον άνεμο
και γίνεται νιφάδες
Η ελευθερία είναι ο άνεμος
Είναι όμορφο το χιόνι, ας έρθει
Θα ταξιδέψουμε μαζί για το χειμώνα
Καβάλα στον άνεμο
Άγριο άτι ο άνεμος, το καταχείμωνο
Μη φοβάσαι
Ας διαβούμε μαζί τους ολόλευκους λειμώνες
Ένα ταξίδι είναι η ζωή
Ένα απαλό χάδι στα χιονισμένα μαλλιά μας
η αγάπη

Καλπασμός στην ελευθερία – Δούλοι φυγάδες -Eastman Johnson – 1862


Γιάννης Ρίτσος - Ελευθερία

Θα ξαναπείς την ίδια λέξη
γυμνή
αυτήν
που γι’ αυτήν έζησες
και πέθανες
που γι’ αυτήν αναστήθηκες
(πόσες φορές;)
την ίδια.

Έτσι όλη νύχτα
όλες τις νύχτες
κάτω απ’ τις πέτρες
συλλαβή-συλλαβή
σαν τη βρύση που στάζει
στον ύπνο τού διψασμένου
στάλα-στάλα
ξανά και ξανά
κάτω απ’ τις πέτρες
όλες τις νύχτες

μετρημένη στα δάχτυλα
απλά
όπως λες πεινάω
όπως λες σ’ αγαπώ
έτσι απλά
ανασαίνοντας
μπροστά στο παράθυρο

ε-λευ-θε-ρί-α.»

(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, Δ’ Τόμος, Κέδρος)

The Guardian of Liberty by Luis Jose Estremadoyro


Γιάννης Ρίτσος - Ελευθερία

Δεν ξέρω τίποτα,
δεν έχω τίποτα,
δεν είμαι τίποτα’
αν είμαι εδώ,
μέσα στον κόσμο,
μ΄ ένα μεγάλο
φτερό
καρφωμένο
στο στήθος,
αυτό ΄ναι
που ‘μαθα
μια λέξη,
και τη λέω
και κλαίω:
ελευθερία-
αυτήν γνωρίζω,
αυτήν υπάρχω,
αυτήν ανεμίζω,
αυτήν που
μου ‘μαθαν
οι σκοτωμένοι
σε μουγκά νυχτέρια
κάτω απ΄
τις πέτρες
τόσων λιθοβολισμών΄
-μια λέξη μόνο:
Ελευθερία.
Ελευθερία.
Ελευθερία.
Liberty by Constantino Brumidi, 1869


Gianni Rodari - Viva la libertà!

Viva la primavera
che viaggia liberamente
di frontiera in frontiera
senza passaporto,
con un seguito di primule,
mughetti e ciclamini
che attraversando i confine
cambiano none come
passeggeri clandestine.
Tutti i fiori del mondo son fratelli.

`
Ζήτω η ελευθερία!
Ζήτω η άνοιξη
που ταξιδεύει ελεύθερα
από σύνορο σε σύνορο
χωρίς διαβατήριο,
μαζί με μια ακολουθία από
πρίμουλες, αγριόκρινα και κυκλάμινα,
που διασχίζοντας τα σύνορα
αλλάζουν όνομα όπως
οι παράνομοι μετανάστες.
Όλα τα λουλούδια του κόσμου είναι αδέλφια.

μτφρ. Μιχάλης Σερέπετσης

Theodor Kaufmann - On to Liberty
 
Διονύσιος Σολωμός -Ύμνος εις την Ελευθερίαν

Liberta vo cantando, ch’è si cara
Come sa chi per lei vita rifiuta.
DANTE


1.
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
2.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Starry Night Statue of Liberty by Robert R Splashy 

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ 

Κ. Καρυωτάκης - Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ περιέχεται στη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927) και είναι από τα λίγα ποιήματα του Καρυωτάκη που παρουσιάζουν, εκτός από τα κοινά χαρακτηριστικά της ποίησής του, και πολιτικό ενδιαφέρον. Για να κατανοήσουμε το ποιητικό κλίμα του Καρυωτάκη πρέπει να προσέξουμε, εκτός των άλλων, και τη μετρική του, για την οποία ο Τέλλος Άγρας παρατήρησε τα εξής: «Μειχτά μέτρα, παρατονισμοί, διασκελισμοί, μήτε ένας γνωμικός στίχος, μετάθεση της τομής, συνίζηση κακά τονισμένη, κενοί χρόνοι, χωλά μέτρα, χασμωδίες απροσδόκητες». Ερμηνεύοντας τους στιχουργικούς νεωτερισμούς του, ο Βάσος Βαρίκας παρατηρεί, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ο στίχος του Καρυωτάκη διακρίνεται από κάτι το αυθόρμητο, το εντελώς ξένο από κάθε τεχνική επιτήδευση. Ξεπηδάει τέτοιος που είναι από μια βαθύτερη εσωτερική ανάγκη. Μοιάζει με τη χειρονομία, με την γκριμάτσα που, χωρίς να το θέλουμε, εντελώς ασυνείδητα σχηματίζεται».

Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.



Immigrants and The Statue of Liberty  by ArtworkAssociates 


Μάρκος Αυγέρης -  Στο άγαλμα της Ελευθερίας

Φωνές, δάκρυα ικεσίας, χέρια υψωμένα,
φωνές της οργής, της κατάρας και του τρόμου.

Λαοί που μάχονται να ζήσουν στρέφονται σε σένα
που είσουνα υπόσχεση κι ελπίδα.

Το τεράστιο ανάστημά σου
είναι τώρα ο τρόμος των λαών.

Οι πρώτοι κάτοικοι σ’ αυτή τη χώρα
φυλές αρχαίες όσο κι ο κόσμος
είναι εξοντωμένοι.

Με μιας στιγμής χειρονομία σου μεγάλες πολιτείες
καίονται σα λαμπάδες.

Θα κάψει τη γη ο αναμμένος δαυλός σου;

Οι χώρες που η ρομφαία σου προστατεύει
πνίγονται στα δάκρυα.

Στρέφονται σε σένα που είναι τ’ όνομά σου
υποκρισία κι αίνιγμα το πρόσωπό σου.

Με τις γκρεμισμένες πολιτείες και την καμένη γη
τον ύμνο σου θα υψώσεις και τη δόξα;

Είναι τα σπλάχνα σου νεκρά;
κι είναι κλεισμένες σιδερόδετες οι ακοές σου;

Σαν πιο θανατερή κι απ’ το τραγούδι των Σειρήνων
είναι η φωνή σου, δολερή.

«Λάτε σε μένα οι πρόσφυγες της ζωής,
οι αποδιωγμένοι των εθνών,
όσοι δεν έχετε στον ήλιο μοίρα…».

Και ν’ ακούω του αητού σου το κρώξιμο
απάνω σε βουνά πτωμάτων.

Από τη συλλογή Αντίδρομα και παράλληλα (1969)

[πηγή: Μάρκος Αυγέρης, Άπαντα-Ποιητικά, Κέδρος, Αθήνα 1975, σ. 180-181]

Lady Liberty 2  by Richard Wallich

Κώστας Χατιάδης - Παράκληση στο άγαλμα της Ελευθερίας

Άγαλμα της Ελευθερίας
ασπίδα της σημαίας των σαράντα εννιά αστεριών
εγώ, ένα από τα χιλιάδες παιδιά σου
που παίζουν με τα πρόβατα στα λιβάδια της γης
ζητάω τη βοήθειά σου
όπως ο τυφλός απ’ το θεό το φως του.
Έλα μανούλα μου να με γλυτώσεις
προτού με ιδείς σαν τ’ άλλα μου τ’ αδέρφια
στο στόμα του Μολώχ,
έλα όσο μπορείς πιο γρήγορα
να βρεις την πόρτα μου ανοιχτή
και την καρδιά μου ακόμα να χτυπάει.
Σήκωσε τα χάλκινα ποδάρια σου
και πήδησε
πάνω απ’ τον τρικυμισμένο ωκεανό
της Μεσογείου τ’ ακρογιάλια
Ζήτησε συγγνώμη απ’ τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ\
κι απ’ τους αγαθούς αραπάδες του Λίγκολν
κι έλα για λίγο στο χώμα που γεννήθηκες.
Έλα να ιδείς πώς γιορτάζουμε τώρα τη Λαμπρή
μοιράζοντας μίσος και οβίδες στα μικρά παιδιά
αντίς για κόκκινα αυγά και παξιμάδια
Ν’ ακούσεις το τραγούδι του θανάτου
που σφυρίζουν οι κάμποι και τα βουνά
Έλα να ιδείς τα σύγνεφα μέσ’ στη ψυχή μας
μαύρα σαν τα φτερά του κορακιού
Ν’ ακούσεις τα βήματα της ερημιάς πάνω στο χιόνι
να τρίζουν σαν ξεραμένα φρύγανα
σε πολιτείες και σε χωριά.
Το ξέρω μάνα μου
πως αυτό που σου ζητάω είναι χάρη τρανή.
Ξέρω πως προστατεύεις
τις πορτοκαλιές των περιβολιών της Καλιφόρνιας
και τα απέραντα βοσκοτόπια του Φαρ Ουέστ.
Σκέψου όμως,
πως δεν είναι μόνο τα δικά μου μάτια που σε βλέπουν
όπως τα χλωρά σπαρτά τον ήλιο
Σε βλέπουν τα γυάλινα μάτια του Νέγρου
που τον κρεμάσανε οι διαλεχτοί της ράτσας
χτες το βράδυ με τη βροχή.
Τα μάτια του Τζακ Μιλς που ξέχασε τα πόδια στη Μπούρμα
και τώρα κρυώνει κάτω από τη γέφυρα του Μπρούκλιν.
Σε κοιτάνε τα μάτια του Νικ Πάτερσον
που πουλάει έμπλαστρα στο Σόχο.
Είναι αυτός που έπεσε πρώτος με αλεξίπτωτο στη Νορμανδία.



Το Άγαλμα της Ελευθερίας 

Το Άγαλμα της Ελευθερίας είναι μεγάλου μεγέθους γλυπτό, το οποίο εικονίζει την Ελευθερία ως γυναικεία μορφή, να κρατά στο υψωμένο δεξί της χέρι πυρσό και στο αριστερό μια πλάκα στην οποία αναγράφεται η ημερομηνία «4 Ιουλίου 1776», ημέρα ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Το άγαλμα αυτό δεσπόζει στην νησίδα Λίμπερτυ Άιλαντ (Liberty Island) στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Υόρκης.

Η ιδέα του αγάλματος ανήκει στον Γάλλο ιστορικό Εντουάρ ντε Λαμπουλέ, ο οποίος πρότεινε να κατασκευαστεί ένα μνημείο προς τιμήν της γαλλοαμερικανικής φιλίας. Το 1874, ο Φρεντερίκ Μπαρτολντί, έμπειρος γλύπτης, άρχισε να εργάζεται στο Παρίσι για την κατασκευή του χρησιμοποιώντας ένα παλιότερο σχέδιό του που είχε απορριφθεί. Συγκεκριμένα ο Μπαρτολντί είχε προτείνει στην κυβέρνηση της Αιγύπτου να χρηματοδοτήσει την κατασκευή ενός γιγάντiου αγάλματος στο πνεύμα του αρχαίου ελληνικού Κολοσσού της Ρόδου με αφορμή τα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ. Το άγαλμα θα αναπαριστούσε μια νεαρή Αιγύπτια χωρική με μαντήλα που θα κρατούσε έναν πυρσό, θα τοποθετούνταν στο Πορτ Σάιντ και θα είχε τίτλο «η Αίγυπτος διαφωτίζει την Ασία». Αλλά η Αίγυπτος που είχε ήδη επενδύσει τεράστια χρηματικά ποσά και πολύ χρόνο για την κατασκευή της διώρυγας αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει το άγαλμα και προτίμησε να χτίσει στη θέση του έναν φάρο ύψους 55 μέτρων. Όταν ο Λαμπουλέ πρότεινε στον Μπαρτολντί να κατασκευάσει ένα άγαλμα για την γαλλοαμερικανική φιλία, ο Μπαρτολντί βρήκε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το σχέδιό του και η Αιγύπτια φελάχα μετατράπηκε σε κολοσσιαία θεά ενώ ο τίτλος του αγάλματος άλλαξε και έγινε «η Ελευθερία διαφωτίζει τον κόσμο».

Τη στατική δομή του αγάλματος μελέτησε ο μηχανικός Γκυστάβ Άιφελ, για την κατασκευή ενός τεράστιου χαλύβδινου σκελετού. Τον σκελετό αυτό κάλυψε ο Μπαρτολντί με φύλλα χαλκού σφυρηλατημένα στο χέρι για να δώσει στο άγαλμα την μορφή που ήθελε. Το κολοσσιαίο άγαλμα αποσυναρμολογήθηκε σε 350 κομμάτια και μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ το 1885, όπου συναρμολογήθηκε ξανά.

Σχετικά με την ανέγερση του αγάλματος

Το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάσισε να τοποθετηθεί στη συγκεκριμένη νησίδα, από όπου είναι ορατό σε όποιον μπαίνει ή βγαίνει από το λιμάνι της Νέας Υόρκης. Εγκαινιάστηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1886 υπό την παρουσία μόνο δύο γυναικών, της συζύγου του Μπαρτολντί και την κόρη του προέδρου της γαλλικής επιτροπής, γεγονός που θεωρηθηκε οξύμορο αφού το άγαλμα απεικόνιζε μία γυναίκα. Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι δεν είχαν προσκληθεί γυναίκες για λόγους ασφαλείας αλλά ορισμένες σουφραζέτες κατάφεραν να πλησιάσουν με πλοίο που είχαν ναυλώσει για αυτόν τον σκοπό.

Το 1903, μετά από πρωτοβουλία της φιλάνθρωπου Τζορτζίνα Σκάιλερ, τοποθετήθηκε στη βάση του αγάλματος πλακέτα που αναγράφει το σονέτο της ποιήτριας και ακτιβίστριας Έμμα Λάζαρους «Ο Νέος Κολοσσός» που είχε γραφτεί το 1883 με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την ανέγερση του αγάλματος. Το ποίημα αντιπαρέβαλε στο αρρενωπό αρχαίο ελληνικό άγαλμα του Κολοσσού της Ρόδου το Άγαλμα της Ελευθερίας ως σύμβολο μητρικής ισχύoς και ισότητας που αντί να στέκεται φρουρός όπως ο αρχαίος Κολοσσός εκείνη, η «Μητέρα των εξόριστων», στέκεται στο λιμάνι καλοσωρίζοντας τους ξένους κραυγάζοντας «με χείλη βουβά» το καλωσήρθες. Το ποίημα της Λάζαρους που μέχρι σήμερα παραμένει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ποιήματα της σύγχρονης εποχής, μετέτρεψε το άγαλμα της ελευθερίας από σύμβολο του διεθνούς ρεπουμπλικανισμού, όπως ήταν η πρόθεση του Μπαρτολντί, σε σύμβολο μητρικής φιλοξενίας και ελπίδας για τους απανταχού κατατρεγμένους. Η φράση του ποιήματος «δώστε σε μένα τους φτωχούς, τους καταφρονεμένους σας» έγινε σύμβολο των Η.Π.Α. ως χώρα που προωθεί την ελευθερία και τα τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και ως χώρα υποδοχής μεταναστών η εργασία των οποίων συνέβαλλε στην ανάπτυξή της.

Δεν μοιάζει με τον μπρούτζινο τον κολοσσό της Ρόδου
Που τα κυρίαρχα σκέλη του σε δυο στεριές πατούσαν·
Εδώ στις πύλες του Ωκεανού τις δυτικές θα στέκει
Μι’ αντρογυναίκα με πυρσό, που αντίς για φλόγα υψώνει
Την αστραπή αιχμάλωτη, και τ’ όνομά της: Μάνα,
Μητέρα των εξόριστων. Από τον φάρο – χέρι της
Φωτοβολάει ως πέρα παγκόσμιο καλωσόρισμα
Και μ’ ένα βλέμμα ήρεμο στ’ απάνεμο λιμάνι
Δεσπόζει που δυο δίδυμες πόλεις το περιζώνουν.
«Κρατείστε εσείς τις τελετές Χώρες Παλιές», κραυγάζει.
«Δώστε σε μένα τους φτωχούς, τους καταφρονεμένους σας
Που τσάκισαν οι συμφορές και λαχταρούν γι’ ανάσα
Ελεύθερη, στείλτε μου εδώ τους ανεμοδαρμένους,
Τους άστεγους, τους ναυαγούς κι όλο τ’ ανθρωπολόι
Που περισεύει ανέλπιδο στις σκυθρωπές ακτές σας.
Πίσω απ’ την πύλη τη χρυσή τη λάμπα μου ανυψώνω».

Το άγαλμα ζυγίζει 228,456 τόνους και το ύψος του, χωρίς τη βάση, είναι 46,5 μέτρα, ενώ με τη βάση είναι 93. Στο εσωτερικό του, 168 σκαλιά επιτρέπουν την άνοδο στο κεφάλι, όπου υπάρχουν 25 παράθυρα, και άλλα 58 στο χέρι, που κρατάει τον πυρσό, ο οποίος το 1986 καλύφθηκε με λεπτά φύλλα χρυσού 24 καρατίων.

Η βάση του φιλοξενεί από το 1972 το Μουσείο Μετανάστευσης, το 1924 ανακηρύχθηκε σε εθνικό μνημείο ενώ από το 1986 αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.


Samuel Jennings -Study For Liberty Displaying the Arts and Sciences, or The Genius of America Encouraging the Emancipation of the Blacks


ΘΕΑΤΡΟ 

Γ. Θεοτοκάς - Το τίμημα της λευτεριάς 

ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ Το τίμημα της λευτεριάς (Κατσαντώνης) γράφτηκε, το 1958 και αντλεί την υπόθεσή του από την ιστορία: Αναφέρεται στη σύλληψη του Κατσαντώνη. Ο ξακουστός κλέφτης της Ρούμελης με ισχυρό ένοπλο σώμα και με ορμητήριο τα Άγραφα, το Βάλτο και το Ξηρόμερο έλεγχε ολόκληρη την περιοχή ως την Ήπειρο και είχε γίνει ο φόβος των Τούρκων και του Αλή Πασά. Τον συνέλαβαν το 1807, ενώ ήταν άρρωστος από ευλογιά, στη σπηλιά τον Μοναστηριού των Αγράφων, και τον εκτέλεσαν με φριχτό τρόπο στα Γιάννενα. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, παρουσιάζουμε την πρώτη σκηνή της πρώτης πράξης.


Στο σεράι του Αλή Πασά

Αίθουσα στο σεράι του Αλή Πασά, στα Γιάννενα. Μπαίνουν οργανοπαίχτες που παίζουν ανατολίτικο σκοπό. Ακολουθούν: ο Αλή Πασάς, γέρος, έτσι που τον έχει ζωγραφίσει ο L. Dupré· η Κυρά Βασιλική με εθνική φορεσιά· ο Βελή Γκέκας κι ο Γιουσούφ Αράπης με σαλβάρια, αρματωμένοι (ο πρώτος είναι ένας πελώριος Τουρκαλβανός, ο δεύτερος είναι Αφρικανός)· ο Μάνθος Οικονόμου, σοφολογιότατος με ρεντιγκότα· ο Θανάσης Βάγιας με φουστανέλα.

Ο Αλή Πασάς στρώνεται σ' ένα ντιβάνι, η Κυρά Βασιλική κάθεται, οι άλλοι μένουν όρθιοι.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Να σταματήσει αυτή η μουσική! Να μην ακούω τέτοιες κλάψες!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: [στους μουσικούς]. Χορέψτε, ωρέ! Χορέψτε, να κάνει χάζι ο Πασάς!

[Οι μουσικοί παίζουν ένα ζωηρό σκοπό και μερικοί απ' αυτούς χορεύουν.
Ο Αλή Πασάς παρακολουθεί το χορό με αδιαφορία, ενώ οι έμπιστοί του
συνοδεύουν χτυπώντας τις παλάμες.]

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Φτάνει! Φτάνει! Βαρέθηκα πια και τις μουσικές σας και τους χορούς σας!

[Οι μουσικοί στέκονται με αμηχανία]

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: [στους μουσικούς]. Τι αποσβολωθήκατε, ωρέ! Γκρεμιστείτε από δω! Δεν τ' ακούσατε που ο Πασάς σάς βαρέθηκε;

[Οι μουσικοί φεύγουν φοβισμένοι]

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Βαρύ φορτίο η εξουσία, ωρέ κοπέλια μου! Πιο βαρύ κι από τη γυναίκα ωρέ! [Χαϊδεύει το χέρι της Κυρα-Bασιλικής]

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Αναντιρρήτως Εκλαμπρότατε.

ΒΑΓΙΑΣ: Έτσι είναι.

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Σωστά. Πολύ σωστά.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Είμαι πολύ βασανισμένος άνθρωπος εγώ, ωρέ τσιράκια μου!

ΒΑΓΙΑΣ: Το τι τραβάς ολημερίς κι ολονυχτίς για το καλό αυτού τόπου, Πασά μου, μονάχα εμείς εδώ οι έμπιστοί σου το κατέχουμε.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Κοπιάζετε υπερανθρώπως, Εκλαμπρότατε. Ταλαιπωρείτε το υποκείμενό σας εις τον βωμόν του δημοσίου συμφέροντος.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ο κόπος, κυρ Μάνθο, είναι το λιγότερο. Εκείνο που με τρώει εμένα, είναι η αχαριστία της ανθρωπότητας.

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Σωστά. Άτιμος κόσμος!

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: [στο Μάνθο Οικονόμου]. Τι να λένε, άραγες, για ανθρώπους σαν κι ελόγου μου, εκείνα τα αρχαία κιτάπια που διαβάζεις όλη νύχτα;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Λέγουν: «Θαρσείν χρη». Λέγουν: «Αιέν αριστεύειν». Λέγουν «Μουσικήν ποίει και εργάζου».

[Παρουσιάζονται δειλά στην πόρτα οι μουσικοί και αρχίζουνε να παίζουν]

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Πάλι αυτοί; Πετάξτε τους όξω!

[Εξαφανίζονται οι μουσικοί. Ο Βελή Γκέκας βγαίνει από πίσω τους.
Ακούγεται θόρυβος από ξυλοκόπημα. Επιστρέφειο Βελή Γκέκας
διορθώνοντας το ζωνάρι του].

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Αθώοι άνθρωποι Πασά μου. Σε είδανε σεκλετισμένο και νομίσανε πως θα σε παρηγορήσουνε.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: [του πετά ένα πουγγί] Να, δώσε τους γρόσια!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: [πετά το πουγγί απ' το παράθυρο, φωνάζοντας] Να, ωρέ, πάρτε γρόσια! Ξεκουμπιστείτε τώρα! Άιντε να χαθείτε!

[Ο Αλή Πασάς γελά χωρίς κέφι. Οι έμπιστοί του γελούν αυτόματα.
Μόλις σταματήσει ο Πασάς, σταματούν όλοι]

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Πολύ μαύρος είσαι, ωρέ Γιουσούφ Αράπη.

ΓΙΟΥΣΟΥΦ: Ο Αλλάχ μ' έκανε Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Αχ! μες στη μαυρίλα ξεροψήνομαι. Μες στην όχτρητα και την προδοσία τρώω τη ζωή μου. Γιατί, ωρέ, με πολεμούνε άνθρωποι συντοπίτες μου; Γιατί μου σκοτώνουνε τους τσοχανταραίους μου; Γιατί μου καταστρέφουνε το βιος μου; Γιατί μου πίνει το αίμα αυτός ο χαΐνης ο Κλέφτης ο Κατσαντώνης; Μιλάτε, ωρέ!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Κλέφτης είναι, Πασά μου· πόλεμο κάνει. Τι ήθελες να κάνει;

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Γιατί να είναι Κλέφτης, ωρέ;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Ξέρω εγώ γιατί είναι Κλέφτης; Έτσι του σφύριξε. Μάζεψε καμπόσους τσαχπίνηδες κι έπιασε το βουνό και κάνει τον καπετάνιο.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Μου 'καψε πάλι τις θημωνιές μου, ο αγιογδύτης. Τη θροφή των παλικαριών μου, από το στόμα τους την πήρε. Καταστροφή μεγάλη μου 'καμε. Και για ποιον, ωρέ, τα μαζεύω εγώ τ' αγαθά μου, με το αίμα της καρδιάς μου; Για το λαό δεν τα μαζεύω;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Μάλιστα, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Όταν εγώ κυβερνώ, ποιος κυβερνά;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Ο λαός, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Όταν εγώ πλουτίζω, ποιος πλουτίζει;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Ο λαός, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Για ποιον, ωρέ Βασιλική, χτίζω γέφυρες, δρόμους, λιμάνια, κάστρα; Για ποιον κάνω πολέμους;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Για μας, Πασά μου, για το λαό σου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Τέτοιο εμπόριο, σαν το σημερινό, είδανε, ωρέ, αυτά τα μέρη άλλη φορά; Τέτοιες μανιφατούρες, ποιος τις ονειρεύτηκε πριν από μένα; Φτώχεια βρήκα, πλούτη έφερα. Τσαπατσουλιά και ρεμπελιό βρήκα, τάξη έφερα. Χωριατιά βρήκα, πολιτισμό έφερα, έργα μαστορικά έφερα, γιατροσόφια έφερα, τηλεσκόπια, μικροσκόπια έφερα. Τι θέλει λοιπόν και με κατατρέχει και με ρημάζει ο πεζεβέγκης αυτός, ο Κλέφτης ο Κατσαντώνης;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Θέλει, λέει, να φύγουν οι Οθωμανοί και να μείνουνε μοναχοί τους οι Χριστιανοί.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ποιος τους πειράζει, ωρέ, τους Χριστιανούς σαν κάθονται στ' αυγά τους; Ωρέ Μάνθο Οικονόμου, ωρέ Θανάση Βάγια, Χριστιανοί Ορθόδοξοι δεν είστε, που να σας φάει το μαύρο φίδι;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Μάλιστα, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Φιλία και εμπιστοσύνη δε σας χάρισα; Μινίστρους μου δε σας έκανα;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Μάλιστα, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ωρέ Κυρά Βασιλική, Ρωμιά δεν είσαι;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Με την ευχή της Παναγιάς, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Σα βασίλισσα δε σ' έχω, ωρέ;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Να 'σαι καλά, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Η γλώσσα που μιλούμε σε τούτο το σεράι, των Ρωμιών η γλώσσα δεν είναι;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Άλλη γλώσσα δεν ακούω εδώ μέσα, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: [στους άλλους]. Σχολειά ρωμαίικα δεν υποστηρίζω;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Μάλιστα, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Εκκλησιές χριστιανικές δε χτίζω;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑΣ: Μάλιστα, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Τι σας λείπει, ωρέ Ρωμιοί, και μου βγαίνετε στο κλαρί; Σπίτια έχετε καλύτερα από τα δικά μας, γυναίκες όμορφες παντρεύεστε, φαΐ τρώτε, παράδες μαζεύετε, στο γκουβέρνο σάς παίρνουμε, παπάδες έχετε, δασκάλους έχετε. Γιατί, ωρέ, δεν ησυχάζετε; Γιατί με παιδεύει και μου καίει τις θημωνιές μου ο εντεψίζης αυτός ο Κλέφτης ο Κατσαντώνης;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Οι δύστηνοι ομογενείς μου, Γαληνότατε, ευρήκαν προσφάτως λέξιν δαιμονικήν όπου πολλά ετάραξε τινάς εξ αυτών. Λιμπερτά είναι ο όρος· εις την αρχαίαν γλώσσαν των Ελλήνων, ελευθερία.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Και τι αξίζει, ωρέ, αυτό το λιμπερτά μπροστά σ' όλα τα καλά που έχετε σαν κάθεστε φρόνιμα;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Δεν είμαι αρμόδιος να κρίνω και να συγκρίνω. Είμαι υπάλληλος. Δια τον υπάλληλον τίποτε προσφιλέστερον δεν επιτρέπεται να υπάρχει από την υπεράνω αυτού κειμένην εξουσίαν.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Και τι θα το κάνουν, ωρέ, αυτό το λιμπερτά αν ποτές τους το δώσει ο Σατανάς;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Κανείς δεν το εστοχάσθη, Υπέρτατε Βεζίρη. Αυτό όπου τους συμβαίνει είναι έξαρσις, φαντασιοκοπία, βακχεία, παραφροσύνη ίσως ή έρως.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Για μια λέξη, το λοιπόν, για μια παλαβομάρα, μ' αφανίζει αυτός ο μπερμπάντης ο Κλέφτης ο Κατσαντώνης;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Άτιμος κόσμος!

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ωρέ, για κοιτάτε με στα μάτια!

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΒΑΓΙΑΣ, ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ, ΓΙΟΥΣΟΥΦ: Μάλιστα, Πασά μου!

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Τι σας έχω όλους εσάς και σας καμαρώνω; Μποστάν κουρκουλούκια σας έχω, ωρέ; Αμέσως θα μου τονέ φέρετε δεμένο, ειδαλλιώς δε σας βλέπω καλά πολύ καιρό ακόμα. Καταλάβατε, ωρέ;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Φυσικώ τω λόγω, οι εδώ παρόντες στρατηγοί είναι πλέον αρμόδιοι δια το προκείμενον.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Εσύ, ωρέ Βελή Γκέκα, που με τηράς σα χάχας, δική σου δουλειά είναι τούτη. Δερβέναγας δεν είσαι; Τι καρτεράς και δεν γκρεμίζεσαι να κάνεις το θέλημα του αφέντη σου;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Πασά μου, το κατέχεις καλά πως τρία χρόνια άλλη δουλειά δεν κάνω παρά να κυνηγώ τον Κατσαντώνη σ' όλα τα βουνά της Ρούμελης. Δέκα λαβωματιές έχει το κορμί μου· τις μισές, απ' του Κατσαντώνη το χέρι τις πήρα.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Και τι κατάφερες, ωρέ, με τις δέκα λαβωματιές σου;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Ό,τι μπορούσε να κάνει άνθρωπος, το 'κανα, μα τον Αλλάχ! Ζωντανός ο Κατσαντώνης δεν πιάνεται. Θεριό είναι. Μονάχα πεθαμένος θα πιαστεί, αν πιαστεί ποτές.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Χαράμι, ωρέ, να σου γίνει το ψωμί που τρως! Θα σε κρεμάσω, ωρέ!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Εγώ την αλήθεια σου μιλώ, κι ό,τι θες κάνε. Κρέμασέ με να ησυχάσω.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Όλους, ωρέ, θα σας κρεμάσω στην αράδα! Τίποτα δεν κατεβάζει η κούτρα σας, ωρέ;

ΒΑΓΙΑΣ: Μου φαίνεται πως υπάρχει κάποιος τρόπος, Πασά μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Τι τρόπος, ωρέ;

ΒΑΓΙΑΣ: Έμαθα ψες πως ο Κατσαντώνης έχει κρύψει τη γυναίκα του και το παιδί του στο χωριό το Κόρθι. [Μιλά στ' αυτί του Αλή Πασά].

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: [στο Βελή Γκέκα]. Το 'ξερες αυτό, ωρέ δερβέναγα;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Πρώτη φορά τ' ακούω.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Και τώρα που σου το 'πανε, ποιο είναι το σχέδιό σου;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Το σχέδιό μου; Και τι με νοιάζει εμένα για γυναίκες και παιδιά;

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Αφού δεν το κόβει το κεφάλι σου, θα σου πω εγώ τι σε νοιάζει, ωρέ. Θα πάρεις πενήντα τσοχανταραίους, θα ζώσεις το χωριό και θα μου φέρεις εδώ μάνι μάνι τη γυναίκα και το παιδί. Κι ο Κατσαντώνης, σαν το μάθει, πιλάλα θα τρέξει να προσκυνήσει.

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: [στοχάζεται]. Δε γίνεται!

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Πώς δε γίνεται, ωρέ, αφού εγώ προστάζω;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Εγώ είμαι παλικάρι. Πολεμώ με άντρες. Δεν πολεμώ με γυναικόπαιδα. Ντροπής!

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ωρέ, ντροπής δεν είναι ν' αφήνεις τον Κλέφτη να μου βρίζει τα γένια; Φοβάσαι, ωρέ!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Τι είπες;

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Φοβάσαι του Κατσαντώνη το γδικιωμό!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Ο Βελή Γκέκας, ωρέ, να φοβηθεί;

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ναι, ωρέ! Φουστάνι να βάλεις!

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Θα πάω!

ΒΑΓΙΑΣ: Αστεία σ' έβρισε ο Πασάς, Βελή Γκέκα. Δεν το ξέρεις πόσο μας αγαπά;

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Θα πάω· μα δεν έπρεπε να γίνει αυτό.

ΒΑΓΙΑΣ: Άιντε στο καλό και μην πικραίνεσαι. Μόνο κοίτα να κινήσεις τα χαράματα, με πολλή προφύλαξη, μην πάρουνε είδηση οι Κλέφτες. Σα γυρίσεις με την Κατσαντώναινα και με το παιδί της, όλα μια χαρά θα βολευτούνε· και του αφέντη μας το θέλημα θα γίνει κι ο τόπος θα ησυχάσει κι η δική σου δύναμη θα μεγαλώσει.

ΒΕΛΗ ΓΚΕΚΑΣ: Δεν έπρεπε. Εγώ λαχταρούσα να βρεθώ μόνος με τον Κατσαντώνη στο βουνό, ν' αρπαχτούμε σα θεριά, να τόνε σκοτώσω ή να σκοτωθώ. Τώρα πάω να κάνω ατιμία, Αλή Τεπελενλή, για το χατίρι σου· μα, ώσπου να πεθάνω, βάρος θα την έχω στην ψυχή μου.

ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ: Ατιμία που γίνεται για το Δοβλέτι, αν υπάρχει Θεός τη συχωρνά.

[Φεύγουν ο Αλή Πασάς, ο Θανάσης Βάγιας, ο Βελή Γκέκας,
ο Γιουσούφ Αράπης. Ο Μάνθος Οικονόμου κάνει να
τους ακολουθήσει].

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Παρακαλώ, κύριε Μάνθο· το εγκρίνετε εσείς αυτό;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Το ποιον; Α! αυτό όπου ελέχθη. Εγώ, δέσποινά μου, είμαι υπάλληλος. Καθήκον μου η υπακοή.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Μα το βρίσκετε σωστό, να πιάσουν τη γυναίκα και το παιδί του Κατσαντώνη για να τον αναγκάσουνε να προσκυνήσει;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Εν πάση ειλικρινεία, εις το βάθος του συνειδότος μου δεν το κρίνω ορθόν. Πλην ανήκω εις τον Βεζίρην.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Το ξέρω πως τον αγαπάτε. Κι εγώ τάχατες δεν τον αγαπώ; Γυναίκα του είμαι. Μα αφού το πιστεύουμε κι οι δυο πως τον βάζουνε και κάνει πράματα που μπορεί να βλάψουν την υπόληψή του, δεν έχουμε χρέος να τον προφυλάξουμε; Για το καλό του σας μιλώ.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Κυρία, προς Θεού, τι εννοείς;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Να ειδοποιήσουμε αυτή τη γυναίκα.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Κυρία, ώμοσα όρκον πίστεως. Τοιαύτην ευθύνην δεν ημπορώ να επωμισθώ.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Την ευθύνη την παίρνω απάνω μου. Από σας γυρεύω να με οδηγήσετε.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: [ταραγμένος]. Αλίμονον! Προβλέπω συμφοράς. Άκουσε. Επισήμως δεν γνωρίζω τίποτε· δεν μου είπες, δεν σου είπα τίποτε. Καταλαμβάνεις;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Ναι.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Δια την υπόληψιν του Βεζίρη, και μόνον δι' αυτήν, εγώ θα σου δώσω μίαν σύστασιν, πλην ό,τι πράξεις θέλω το αγνοήσει παντάπασιν.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Ναι, κυρ Μάνθο μου· λέγε λοιπόν.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Θα στείλεις άτομον εις την στάνην του Γερο-Δήμου, εις το βουνόν επάνω από το Κόρθιον τρεις ώρας. Ιδού, θα σου ετοιμάσω γραφήν. [Κάθεται και γράφει]. «Κυρ Δήμο, χαίρε! Ο κομίζων το παρόν χαρτίον είναι υποκείμενον της εμπιστοσύνης μου και ό,τι θέλει σου είπει, να το πράξεις ως εάν το έλεγα εγώ αυτοπροσώπως. Σε ασπάζομαι, Μάνθος» Λάβε, κυρία, και κάμε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Μα ποιον να στείλω; Εγώ μόνο γυναίκες βλέπω στο Σεράι.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Γυναίκα στείλε.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Γυναίκα μόνη στο βουνό;

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: Φόρεσέ της ένδυμα ανδρικόν. Πας τις θέλει την εκλάβει ως αθώον παιδάριον. Αλλά τι κάθομαι και χρονοτριβώ με συζητήσεις; όλα αυτά ας τα λησμονήσωμεν. Χαίρε!

[Φεύγει. Παρουσιάζεται η Τριανταφυλλιά που κρυφάκουε.]

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Τριανταφυλλιά! τ' άκουσες;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Τ' άκουσα.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Θ' αφήσουμε, καλέ, να γίνει, τέτοιο πράμα;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Να μην αφήσουμε.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Ποιάνα να στείλω, Θεέ και Κύριε;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Εμένα!

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Εσένα; Θα περάσεις εσύ ποτές για παλικάρι;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Γιατί να μην περάσω; Έχω καβαλικέψει αντρίκεια εγώ· έχω ρίξει με το καριοφίλι εκατό φορές. Μου μαθαίνανε τ' αδέρφια μου στο χωριό και κάνανε χάζι. Ξέρω και να μιλώ σαν άντρας. — [Με χοντρή φωνή]. Τράβα, ωρέ, από μπροστά μου, να μη σε κάνω πατσά!

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Και πού θα πας; Τι θα πεις;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Θα κινήσω να βρω το Γερο-Δήμο. Θα του δείξω τη γραφή και θα του πω να με πάει στο λημέρι του Κατσαντώνη. Θα τα εξηγήσω όλα του καπετάνιου, κι αυτός θα τρέξει να πάρει τη γυναίκα του και το παιδί του, πριν φανούνε οι Αρβανιτάδες.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Τον είδες ποτέ σου τον Κατσαντώνη;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Αν τον είδα; Καλέ, μου κόβεται το αίμα που το αναλογίζομαι. Τρεις νύχτες έμεινα άυπνη από την ταραχή μου.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Πού; Πότε; Λέγε, καλέ!

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Πέρσι, στο χωριό μου, στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Καβάλα μπήκε στον αυλόγυρο της εκκλησίας με καμπόσα παλικάρια. Του φέρανε την εικόνα και την προσκύνησε δίχως να πεζέψει, πήρε αντίδωρο, έριξε ένα πουγγί γεμάτο λίρες κι έφυγε αμίλητος.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Ήταν όμορφος;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Αρχάγγελος!

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: [σιάζει τα μαλλιά της εκνευρισμένη]. Δε μου 'πες πώς σου φαίνεται αυτό το χτένισμα που έκανα σήμερα το πρωί, έτσι με τις μπλεξούδες σα στεφάνι;

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Καλέ, είσαι σαν παραμύθι. Μονάχα ένα λουλούδι σου λείπει, να εδώ, επάνω από τ' αυτί.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Ένα λουλούδι; Τριανταφυλλιά, δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να μάθει ο Κατσαντώνης πως σ' έστειλα εγώ. Δεν μπορείς να παίζεις με την υπόληψή μου. Αν του πεις λέξη για μένα, δράκαινα θα γίνω και θα σε φάω.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ: Δεν είσαι στα καλά σου, κυρά μου, που θα μαρτυρήσω εγώ εσένα! Κοίτα! Άνοιξε ένα λουλούδι στη μεγάλη γαριφαλιά σου.

[Κόβει ένα λουλούδι από μια γλάστρα ακουμπισμένη σ' ένα παράθυρο].

ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Δώσ' το εδώ! [Της παίρνει το λουλούδι και το μπήγει στα μαλλιά της.]. Καλέ Τριανταφυλλιά, δεν είσαι στα καλά σου. Όλως διόλου πια λωλάθηκες. Γίνεσαι αιτία και χάνουμε τον καιρό μας με ζεβζεκιές, ενώ έπρεπε να είσαι κιόλας στο δρόμο. Γρήγορα μια φουστανέλλα! Μη στέκεσαι ούτε στιγμή! [Η Τριανταφυλλιά φεύγει τρέχοντας]. Ο καημένος ο Βεζίρης! Αν είχα δα κι εγώ παράπονα με τον άντρα μου, κεραυνός έπρεπε να πέσει να με κάψει. Όλο χάδια και καλοπέραση και γλυκομιλήματα και λούσα είναι η ζωή μου. Πως είναι λιγάκι γέρος στα χρόνια, τι σημασία έχει; Πιο καλά βαστιέται αυτός από αρκετούς νέους που έχω γνωρίσει. Κι αν είναι Μουσουλμάνος, είναι τάχα αμαρτία; Ένας Θεός υπάρχει για όλους. Μα πάλι ν' αφήσω να πιάσουνε αυτήν την κακομοίρα τη γυναίκα με το παιδί της —μια γυναίκα Ρωμιά σαν κι εμένα— είναι πράμα σωστό; Όμως είναι τάχα πιο σωστό να προδώσω τον ευεργέτη μου; Καλέ, δεν ξέρω τι να κάνω. Να τον προδώσω; Να μην τον προδώσω; [Τρέχει προς το μέρος από όπου έφυγε η Τριανταφυλλιά]. Τριανταφυλλιά! Έλα πίσω, καλέ, και μου φαίνεται πως άλλαξα ιδέα! Πού είσαι, Τριανταφυλλιά; Πάει, έφυγε. Τι να κάνω; Ό,τι έγινε έγινε. Αχ! δεν μπορώ να σκέφτομαι τόσο πολύ. Κουράστηκε το μυαλό μου. [Φεύγει από την αντίθετη μεριά].



 Liberty In Despair by David Deak 

Είπαν για την Ελευθερία 

Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον.
– Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι.
Θουκυδίδης

Ελεύθερον αδύνατον είναι τον πάθεσι δουλεύοντα και υπό παθών κρατούμενον.
– Είναι αδύνατο να θεωρείται ελεύθερος αυτός που είναι δούλος στα πάθη του και κυριαρχείται από αυτά. 
Πυθαγόρας

Η άγαν ελευθερία έοικε εις άγαν δουλείαν μεταβάλλειν.
– Φαίνεται πως η υπερβολική ελευθερία μετατρέπεται σε υπερβολική υποδούλωση.
Πλάτων

Την των δήμων ελευθερίαν η των αγαθών ανδρών άμιλλα φυλάττει.
– Την ελευθερία των λαών προφυλάσσει η άμιλλα μεταξύ τίμιων αντρών.
Δημοσθένης,

Έμφυτος πάσιν ανθρώποις ο της ελευθερίας πόθος.
Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, 

Legum servi sumus ut liberi esse possimus.
– Είμαστε σκλάβοι του νόμου για να μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι.
Κικέρων

Habere non Haberi.
– Να κατέχεις, όχι να κατέχεσαι.
D’ Annunzio

Ελευθερία ή Θάνατος.
Το σύνθημα της Επανάστασης του Εικοσιένα και σύμβολο του Ελληνισμού

Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα.
– Liberte, Egalite, Fraternite
Σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης

Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν πραγματικά ελευθερία, επειδή η ελευθερία προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης, και οι περισσότεροι άνθρωποι τρέμουν την ανάληψη ευθύνης.
Ζίγκμουντ Φρόυντ

Ελεύθερος είναι εκείνος που μπορεί να ζει χωρίς να λέει ψέματα.
Αλμπέρ Καμύ

Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.
Ρήγας Φεραίος

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.
Ρήγας Φεραίος

Το μυστικό της ύπαρξης είναι να μη φοβάσαι. Ποτέ μη φοβάσαι τι θα απογίνεις, ποτέ μην εξαρτάσαι από κάποιον. Μόνο τη στιγμή που αρνείσαι κάθε βοήθεια γίνεσαι πραγματικά ελεύθερος.
Βούδας

Η ελευθερία δεν αξίζει τίποτα αν δεν συμπεριλαμβάνει την ελευθερία να κάνεις λάθη.
Μαχάτμα Γκάντι

Η ελευθερία ενός ατόμου πρέπει να φτάνει ως το σημείο που δεν παραβιάζει την ελευθερία των άλλων.
John Stuart Mill

Φτηνά τη Λευτεριά δεν την πουλούν πουθενά. Ούτε και τη χαρίζουνε. Όσοι την πήραν χάρισμα τη χαράμισαν.
Μενέλαος Λουντέμης

Η ελευθερία στις καπιταλιστικές κοινωνίες λίγο πολύ παραμένει αυτό που ήταν στις αρχαίες Ελληνικές δημοκρατίες: Ελευθερία για ιδιοκτήτες σκλάβων.
Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν

Όσο υπάρχει κράτος δεν υπάρχει ελευθερία. Όταν υπάρχει ελευθερία, δεν υπάρχει κράτος.
Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν

Όταν ο λαός φοβάται την κυβέρνηση, υπάρχει τυραννία. Όταν η κυβέρνηση φοβάται το λαό, υπάρχει ελευθερία
Τόμας Τζέφερσον

Οι περισσότεροι άνθρωποι δουλεύουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, απλώς για να ζουν. Και η λίγη ελευθερία που τους μένει τους προβληματίζει και προσπαθούν να βρουν κάθε τρόπο να την ξεφορτωθούν.
Βόλφγκανγκ Γκαίτε

Ελευθερία είναι το δικαίωμα να λες στους ανθρώπους αυτό που δεν θέλουν ν’ ακούσουν.
Τζωρτζ Όργουελ

Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος από τη στιγμή που το θελήσει να είναι.
Βολταίρος

Οι άνθρωποι απαιτούν ελευθερία λόγου σαν αντιστάθμισμα στην ελευθερία σκέψης που σπάνια χρησιμοποιούν.
Σέρεν Κίρκεγκορ

Το πόσο ελεύθερος είσαι στη ζωή σου, είναι ευθέως ανάλογο με τον αριθμό των καλά επεξεργασμένων εναλλακτικών λύσεων που έχεις στη διάθεσή σου.
Bryan Tracy

Ελευθερία είναι η δυνατότητα να επιλέγουμε τις αλυσίδες μας.
Ζαν-Ζακ Ρουσσώ

Pacita Abad: L.A. Liberty, 1992

ΜΟΥΣΙΚΗ 



Περήφανοι όλοι

Στίχοι - Μουσική: ΣΤΙΧΟΙ-ΜΟΥΣΙΚΗ: ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗΣ, ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΝΣ ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Ήταν μαζεμένοι όλοι μια βραδιά και στο τζάκι έκαιγε η φωτιά μες τα μάτια τους φαινόταν καθαρά πως γι αυτούς τα χρόνια ήταν σκληρά Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά πολεμούσαν για τη λευτεριά Όλοι τους καπεταναίοι κι αρχηγοί ήταν κλέφτες και αρματολοί ποτέ τους δεν σκεφτόταν φόβος τι θα πει και το βόλι ας έπεφτε βροχή Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά πολεμούσαν για τη λευτεριά και τώρα μιλούσαν πάλι για τα παλιά καθισμένοι γύρω απ΄ τη φωτιά Πάνω που μιλούσαν για παλικαριές κι είχαν δυναμώσει οι φωνές θυμήθηκαν τα αδέρφια τους που χάθηκαν πολεμώντας και πικράθηκαν Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά πολεμούσαν για τη λευτεριά Γι αυτό πολεμήσανε και φτιάξαν παιδιά για να ζήσουν μες τη λευτεριά και βγήκαν λεβέντες με γενναία καρδιά σαν τους πατεράδες τους κι αυτά και πάνω σ΄ αυτή τη σκέψη ήσυχοι πια κοιμηθήκαν για παντοτινά


Statue of Liberty on the Île aux Cygnes, River Seine in Paris. Given to the city in 1889, it faces southwest, downriver along the Seine.




Για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά

Πέτρος Πανδής - Στ άρματα (Ανταρτικο) Petros Pandis - St armata (Antartiko) Το τραγούδι αυτό γράφτηκε στα τέλη του 1942 από τον Ιθακήσιο ποιητή και δημοσιογράφο Νίκο Καρβούνη (1880 - 1947 ) και μελοποιήθηκε από τον Άκη Σμυρναίο ( Αστραπόγιαννο ). Αποτελεί τον '' Παιάνα '' και το '' Θούριο '' της Εθνικής μας Αντίστασης . Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα, μουγκρίζουν τ' ʼγραφα, σείεται η στεριά. Στ' άρματα, στ' άρματα, εμπρός στον αγώνα, για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά. Ξαναζωντάνεψε τ' αρματωλίκι, τα μπράτσα σίδερο, φλόγα η ψυχή, λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι λύκοι στην εκδικήτρα μας αντρίκια ορμή. Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα στέλνει περήφανο χαιρετισμό, μιας ανάστασης νέας χτυπά καμπάνα, μηνάν τα όπλα μας το λυτρωμό. Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα που μας εβάραινε θανατερά, θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά.

Liberty in the Form of the Goddess of Youth Giving Support to the Bald Eagle i by Abijah Canfield 



Άμα λευτερωθεί η Κρήτη

Δεν ήταν νησί είναι τίτλος τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι που έχει τραγουδηθεί από αρκετούς Έλληνες τραγουδιστές. 
Τα λόγια του τραγουδιού δεν είναι ούτε στίχοι, ούτε ποίηση, αλλά πεζό κείμενο το οποίο ο συνθέτης προσάρμοσε από αυτούσιες φράσεις του βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Καπετάν Μιχάλης» (γράφηκε το 1953 και αναφέρεται στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη). Τα λόγια εκφράζουν τον πόθο για την απελευθέρωση. 
Το τραγούδι γράφηκε το 1966 με αφορμή τη θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος, ενώ ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1972, ερμηνευμένο από τη φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη. Αργότερα ερμηνεύτηκε κι από άλλους καλλιτέχνες, όπως Νάνα Μούσχουρη, Γιώργος Ζωγράφος, Λίτσα Σακελλαρίου, Μαρινέλλα κλπ. Έχει επίσης διασκευαστεί και ερμηνευθεί στην καταλανική γλώσσα από τη Maria del Mar Bonet, όταν η τελευταία τραγούδησε Έλληνες συνθέτες. 
Ο μύθος λέει: Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε μια αδελφή γοργόνα που ζούσε στα νερά γύρω από την Κρήτη. Ποτέ δεν αποδέχθηκε το θάνατο του αδελφού της και για να πειστεί ρωτούσε τους ναυτικούς των πλοίων που περνούσαν από την περιοχή αν ήταν ακόμη ζωντανός ή όχι. Αν η απάντηση ήταν όχι, έκλαιγε με τόσο πολλά δάκρυα που το φούσκωμα των νερών βύθιζε τα πλοία. Αλλά αν εκείνοι απαντούσαν «Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ακόμη ζωντανός και κατακτά τον κόσμο», τότε φύσαγε με χαρά τα πανιά τους για να τους στείλει με ασφάλεια στο σπίτι, τραγουδώντας... 

"Δεν ήταν νησί 
Ήταν θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα 
Ήταν η γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξαντρου 
Που θρηνούσε και φουρτούνιαζε το πέλαγο 
Άμα λευτερωθεί η Κρήτη 
Θα λευτερωθεί και μένα η καρδιά μου 
Άμα λευτερωθεί η Κρήτη, θα γελάσω"



Σοφία Βέμπο Το τραγούδι της λευτεριάς (1947)

Στίχοι: Γιώργος Ασημακόπουλος
Μουσική: Μενέλαος Θεοφανίδης

Θα σας πω για να το μάθει ο ντουνιάς
το τραγούδι της λεβέντικης γενιάς,
που το φέρνει ο αγέρας με τον πόνο της φλογέρας
και που κρύβει τον καημό της λευτεριάς.

Το τραγούδι της τρανής παλικαριάς
που το λέει στα κορφοβούνια ο βοριάς
και τ’ αντιλαλούν οι λόγγοι
πέρα από το Μεσολόγγι
κι απ’ το Σούλι ως το Χάνι της Γραβιάς.

Ααααα,
η Ελλάδα είναι απ’ το Θεό σταλμένη,
ααααα,
η Ελλάδα μας ποτέ της δεν πεθαίνει.

Το τραγούδι που οι στροφές του οι παλιές
φτάναν μέχρι τις ψηλές αητοφωλιές
κι έτσι οι αετοί μαθαίναν πολεμώντας πως πεθαίναν
παλληκάρια σε βουνά κι ακρογιαλιές.

Το τραγούδι που είν’ αθάνατη πνοή,
που το `λέγαν σαν γλεντούσαν κι οι θεοί,
που τη νίκη ενός αγώνα πέρα `κεί στον Μαραθώνα,
διηγιέται να ζηλεύουν οι λαοί.

Ααααα,
η Ελλάδα μας η χιλιοδοξασμένη,
ααααα,
η Ελλάδα μας η τόσο αδικημένη.

Replica of the Statue of Liberty in Cadaqués, Spain



Paul McCartney, Freedom

This is my right
A right given by God
To live a free life
To live in freedom

Talkin' about freedom
I'm talkin' 'bout freedom
I will fight
For the right
To live in freedom

Anyone tries to take it away
They'll have to answer
'Cause this is my right

I'm talkin' about freedom
Talkin' 'bout freedom
I will fight
For the right
To live in freedom

I'm talkin' 'bout freedom
I'm talkin' 'bout freedom
I will fight
For the right
To live in freedom

Everybody talkin' 'bout freedom
We're talkin' 'bout freedom
We will fight
For the right
To live in freedom

I'm talkin' 'bout freedom
Talkin' 'bout freedom
I will fight
For the right
To live in freedom

I'm talkin' 'bout freedom
I'm talkin' 'bout freedom
We will fight
For the right
To live in freedom
Writer(s): Paul Mccartney

Replica of the Statue of Liberty, Leicester UK



πηγές



Aγαλμα της Ελευθερίας στην Καλαμάτα, έργο του γλύπτη Νίκου Ι. Γεωργίου








2 σχόλια:

  1. Τεράστιο θέμα. Εξαιρετική προσπάθεια, αν και είναι μάλλον αδύνατο να καλυφθεί πλήρως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή