Painting by Edouard Manet
Δεύτερη μέρα στην Πατρίδα.
Με συγκίνηση που περίσσευε κατέβηκα απ’ το λεωφορείο.
Ένα τετράγωνο πιο κάτω το σπίτι μου. Όχι των παιδικών μου χρόνων.
Το καινούργιο. Πάνε χρόνια που χτίστηκε.
Πάντα νιώθω μια ταραχή σαν βάζω το κλειδί στην εξώπορτα.
Διασχίζω το μακρύ διάδρομο.
Ανοίγω την πόρτα που βγαίνει στον κήπο. Ανοίγω και να, οι διψασμένες πορτοκαλιές, οι μανταρινιές οι λεμονιές.
Το μπένζαμιν παραμεγάλωσε και... φύλλα, φύλλα παντού.
Λίγα παχύφυλλα αφημένα στην τύχη τους.
Η τέντα πρέπει να κατέβει και δεν ξέρω αν τα καταφέρω, το αγιόκλημα, το γιασεμί, μετοίκησαν, οι ντάλιες, οι τζίνιες, οι βασιλικοί, οι.... Πάλι τα ίδια.
Κάθε φορά λέω... Αυτό είναι το σπίτι σου. Όχι, μου λέει η κραυγή μέσα μου.
Το άλλο είναι το σπίτι σου, το παλιό.
Με τα ξύλινα παντζούρια, τα κεραμίδια, τ’ ασβεστωμένα ντουβάρια,
το σκιάδιο από καλάμια στην αυλή, η τζιτζιφιά, η μυγδαλιά, το πηγάδι, ο χείμαρρος. Η ελιά, που είναι η ελιά στην έξω αυλή να με καλωσορίσει;
Κι η μάνα που αγνάντευε το δρόμο που βρίσκεται;
Ο πατέρας, η γιαγιά, ο παππούς;
Κι όλο λέω πως πρέπει να μεγαλώσω κι όλο παιδί μένω.
Υπεύθυνο μεν, παιδί δε. Ετούτα τα δάκρυα τα καυτά, δεν λένε να στερέψουν.
Πάνε κι οι ιβίσκοι στη νησίδα πιο κάτω απ’ το σπίτι μου.
Κόκκινοι, κατακόκκινοι , πανέμορφοι ως τα πέρσι. Τι έχουν φυτέψει;
Μήτε που ξέρω. Κάτι ισχνά δενδρύλλια στη ξερή τους έκδοση βλέπω.
Αχ, Πατρίδα, θαλασσογεννημένη μου, πλανεύτρα εσύ! Πόσο άλλαξες...
Θα μου πεις... Εδώ άλλαξαν οι εποχές, οι άνθρωποι, τα φυτά δεν θα άλλαζαν;
Τίποτα δεν είναι ίδιο. Πώς ν’ αγαπήσω κάτι που δεν είναι δικό μου;
Τα λευκά μου μαλλιά τα γκρίζαραν οι αναμνήσεις. Πόσο ν’ αντέξουν κι αυτές;
Η μαμά βράζει νερό για την μπουγάδα, η γιαγιά φτιάχνει γλυκό σταφύλι,
ο μπαμπάς αγόρασε καρύδια για το χειμώνα κι ο παππούς, καμαρώνει στην κορνίζα απέναντί μου, κάτω απ’ τη ροδιά που αγαπούσε.
Να και η Γαζί, το σκυλάκι μας.
Τι όνομα είναι αυτό μπαμπά; Γαζί παιδί μου, θα πει κυρίαρχος.
Και το Φωτεινή μπαμπά, εκτός του ότι είναι το όνομα της γιαγιάς, τι σημαίνει;
Σ’ όλες τις γλώσσες κοριτσάκι μου, Φωτεινή, θα πει Φως, Φως...
Μέσα κι έξω απ’ τα κάδρα, θαρρώ, όλοι μου χαμογελούσαν.
Και πως αλλιώς; Αφού είμαι το φως.
Από τη νέα Συλλογή αφηγημάτων --Το Λυβικό που με Βάφτισε-- (2019)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου