Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Γιόζεφ Μπρόντσκι ( 24 Μαΐου 1940 - 28 Ιανουαρίου 1996)


Ο Γιόζεφ Μπρόντσκι ήταν Ρώσος και πολιτογραφημένος, αργότερα, Αμερικανός ποιητής. Εργάστηκε ως κριτικός και ως μεταφραστής. Γεννήθηκε στο Λένινγκραντ) (σημερινή Αγία Πετρούπολη) το 1940 και πέθανε το 1996. Τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1987.

Ο Μπρόντσκι γεννήθηκε ως τέκνο του Αλεκσάντρ Μπρόντσκι, επαγγελματία φωτογράφου του σοβιετικού ναυτικού, και της διερμηνέως Μαρία Βόλπερτ-Μπρόντσκι. Από την πλευρά του πατέρα του, καταγόταν από την επιφανή και παλαιά ραβινική οικογένεια Σορ (Schorr ή Shor), απευθείας απόγονος του Γαλλοεβραίου ποιητή του 12ου αιώνα Ζοζέφ μπεν Ισαάκ Μπεχόρ Σορ. Ως μικρό παιδί ο Μπρόντσκι επέζησε από την Πολιορκία του Λένινγκραντ, κατά την οποία ο ίδιος και οι γονείς του λίγο έλειψε να πεθάνουν από ασιτία, όπως συνέβη με μία θεία του. Αργότερα υπέφερε από διάφορα προβλήματα υγείας που προκλήθηκαν κατά την περίοδο αυτή. Ο Μπρόντσκι είχε σχολιάσει ότι αισθανόταν αντιφρονών από νεαρή ηλικία. Γράφει: «`Αρχισα να καταφρονώ τον Λένιν, ακόμα και από την πρώτη δημοτικού, όχι εξαιτίας της πολιτικής του φιλοσοφίας ή πρακτικής... αλλά εξαιτίας των εικόνων του, που βρίσκονταν παντού».
Ως μαθητής, ο Μπρόντσκι ήταν άτακτος και στα 15 του άφησε το σχολείο και επεχείρησε ανεπιτυχώς να εγγραφεί στη σχολή αξιωματικών των υποβρυχίων. Μετά εργάσθηκε στο νεκροτομείο των φυλακών Κρέστυ, έχοντας στο μυαλό του να σπουδάσει ιατρική, όπως και σε νοσοκομεία, σε πλοίο, ακόμα και σε γεωλογικές αποστολές, ενώ ταυτόχρονα σε ένα πρόγραμμα αυτοεκπαίδευσης έμαθε την πολωνική γλώσσα, ώστε να μπορεί να μεταφράσει Πολωνούς ποιητές όπως τον Τσέσλαφ Μίλος, και την αγγλική, ώστε να μεταφράσει Τζων Νταν. Στην πορεία, του δημιουργήθηκε ένα έντονο ενδιαφέρον για την κλασική φιλοσοφία και μυθολογία, καθώς και για τη βρετανική και αμερικανική ποίηση.

Σταδιοδρομία και οικογένεια

Το 1955 ο Μπρόντσκι άρχισε να γράφει τη δική του ποίηση και να μεταφράζει λογοτεχνία. Κυκλοφορούσε τα κείμενά του μυστικά και μερικά δημοσιεύθηκαν στο παράνομο περιοδικό Σύνταξις. Ωστόσο, τα γραπτά του δεν ήταν πολιτικού περιεχομένου και μέχρι το 1958 ήταν ήδη γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους για τα ποιήματά του «Το εβραϊκό κοιμητήριο κοντά στο Λένινγκραντ» και «Προσκυνητές». Ως προς το πώς αισθάνθηκε για πρώτη φορά κλήση προς την ποίηση, είχε πει: «Το 1959 στο Γιακούτσκ, περπατώντας σε αυτή την απαίσια πόλη, μπήκα σε ένα βιβλιοπωλείο και άρπαξα μία ποιητική συλλογή του Μπαρατίνσκυ, επειδή δεν είχα τίποτα να διαβάσω. Διαβάζοντάς τη, κατάλαβα τι τελικά έπρεπε να κάμω στη ζωή μου. Ή τουλάχιστον συναρπάστηκα. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν ο Εβγκένυ Μπαρατίνσκυ είναι υπεύθυνος.» Η γνωστή του Λουντμίλα Στερν έγραψε για τη συνεργασία της με τον Μπρόντσκι σε ένα αρδευτικό πρόγραμμα, όταν εργάζονταν ως βοηθοί γεωλόγου: «Περιτρέχαμε την επαρχία του Λένινγκραντ εξετάζοντας χιλιόμετρα καναλιών, ελέγχοντας τις όχθες τους, που ήταν σε φοβερή κατάσταση. Κατέπεφταν, διαλύονταν, είχαν κάθε είδους πράγματα να φυτρώνουν μέσα τους... Ωστόσο σε αυτά τα ταξίδια είχα το προνόμιο να ακούσω τα ποιήματα «Οι λόφοι» και «Θα καλπάζεις στο σκοτάδι». Ο Μπρόντσκι μού τα διάβασε ανάμεσα σε δύο βαγόνια του τρένου καθώς πηγαίναμε προς το Τιχβίν.»

Το 1960 ο εικοσάχρονος ποιητής συνάντησε την Άννα Αχμάτοβα, μία από τις κορυφαίες ποιήτριες της λεγόμενης «αργυρής εποχής», που τον ενθάρρυνε στο έργο του και στη συνέχεια έγινε μέντοράς του. Το 1962 στο Λένινγκραντ η Αχμάτοβα τον γνώρισε στη νεαρή ζωγράφο Μαριάννα Πάβλοβα Μπασμάνοβα (Марианна Павловна Басманова), η οποία ζωγράφιζε την προσωπογραφία της Αχμάτοβα. Ο Μπρόντσκι και η Μπασμάνοβα άρχισαν μία αισθηματική σχέση. Ωστόσο, ο τότε στενός φίλος του, ποιητής Ντιμίτρι Μπομπύσεφ ήταν ερωτευμένος με τη Μπασμάνοβα και την κυνηγούσε. Αμέσως, ο Μπρόντσκι άρχισε να έχει προβλήματα με το καθεστώς, και ο Μπομπύσεφ θεωρήθηκε ευρύτατα ότι ήταν υπεύθυνος για τη συκοφάντησή του στις αρχές. Ο Μπρόντσκι είχε αφιερώσει πολλή ερωτική ποίηση στη Μαριάννα:

`Ημουνα μόνο αυτό
που άγγιξες με την παλάμη σου,
που πάνω του στην κορακόάμαυρη νύχτα
έγειρες το κεφάλι σου...
`Ημουνα πρακτικά τυφλός.
Εσύ, εμφανιζόμενη,
μού δίδαξες να βλέπω.



Για τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Άννας Αχμάτοβα

Κάθε σελίδα και φωτιά, μυλόπετρα και σπόρος,
τσεκούρια ακονισμένα και κωνική κοτσίδα –
ο Θεός να σας φυλάει • ιδιαίτερα τα λόγια
της συγχώρεσης και της αγάπης, σαν αυτά που είπατε με την δική σας τη φωνή.

Τριγμός αχνός ακούγεται, μα ήρεμος είναι ο σφυγμός σʼ αυτά
και μια παρηγοριά • μονότονα είναι και πνιχτά,
αφού μία είναι η ζωή, αυτά από τα χείλη τα θνητά
ακόμη κι από το υπερπέραν ακούγονται πιο καθαρά,

Ψυχή μεγάλη, πέρα από τη θάλασσα βαθιά υπόκλιση σου κάνω
γιατί τʼ ανακάλυψες – σʼ εσένα και στη σήψη
που αναπαύεται στην πατρίδα, και που χάρη σʼ εσένα
θʼ αποκτήσει το χάρισμα της φωνής στην κωφάλαλη Οικουμένη.

1989

Κανάλι Λάντσβερ, Βερολίνο

Το κανάλι, στο οποίο έπνιξαν την Ρόζα
Λ., σα σβησμένο τσιγάρο,
έχει ουσιαστικά πνιγεί στα χόρτα.
Από τότε έχουν αποθέσει τόσα πολλά τριαντάφυλλα
Που ʽναι εύκολο να τρελαθεί ο τουρίστας.
Το τοίχος – από μπετόν είναι ο προάγγελος του Κριστό –
φεύγει από την πόλη για το κάρο και την αγελάδα
μέσα από χωράφια βαμμένα στο χρώμα του αίματος •
καπνίζει το τσιγάρο της επιχείρησης.
Και ο ξένος βγάζει το φόρεμα
της ιθαγενούς γυναίκας, – όχι ως Κατακτητής,
αλλά ως σχολαστικός υφαντής,
Έτοιμος να ξεγυμνώσει
εκείνο το άγαλμα, το οποίο θα ζήσει πιο πολύ
από την αντανάκλαση του στο κανάλι,
στο οποίο έπνιξαν την Ρόζα.

1989

Από την ποιητική συλλογή «Φυγή στην Αίγυπτο»

Αντίο.
Ξέχασε με.
Και μη με κρίνεις.
Σα να ʽταν γέφυρα
Τα γράμματα μου κάψε…
Ο δρόμος σου ας είναι ανδρειωμένος
Ευθύς ας είναι
Και απλός.
Το φως του αστεριού
Μέσʼ στο σκοτάδι για σένα
Ας φέγγει.
Την χούφτα ας σου ζεσταίνει η ελπίδα
Στην φωτιά σου.
Ας έχει θύελλες,
Χιόνια, βροχές,
Και της φωτιάς το λυσσασμένο ουρλιαχτό…
Στο μέλλον επιτυχίες να σε προσμένουν,
Πιο πολλές, απʼ ότι εμένα.
Η μάχη,
Που στα στήθη σου λαγοκοιμάται
Ας είναι όμορφη και δυνατή.
Είμαι ευτυχής για κείνους
Που, ίσως, πορευτούν μαζί σου.

Ημερολόγιο του Ρότερνταμ
1
Βρέχει στο Ρότερνταμ. Λυκόφως. Τετάρτη.
Ανοίγοντας την ομπρέλα, σηκώνω το γιακά μου.
Τέσσερις ημέρες βομβάρδιζαν την πόλη,
κι η πόλη χάθηκε. Οι πόλεις
δεν είναι άνθρωποι να κρυφτούν στην είσοδο
την ώρα της νεροποντής. Οι δρόμοι, τα σπίτια,
σʼ αυτές τις περιπτώσεις, δεν τρελαίνονται
και, πέφτοντας, δε ζητούν εκδίκηση.

2

Ένα μεσημέρι του Ιουλίου. Στάζει από την βάφλα
Στο παντελόνι. Χορωδία παιδικών φωνών.
Γύρω μου – οι ογκόλιθοι καινούργιων κτιρίων.
Ο Λε Κομπιρζιέ μοιάζει πολύ με την Λουτφάφε,
γιατί και οι δύο έβαλαν τα δυνατά τους
ώστε νʼ αλλάξει η μορφή της Ευρώπης.
Εκείνο που πάνω στην οργή τους θα ξεχάσουν οι κύκλωπες,
ήρεμα θα τʼ ολοκληρώσουν τα μολύβια.

3

Όσο πανδαμάτωρ κι αν είναι ο χρόνος, το πρόσθετο μέλος όμως,
μην βρίσκοντας τρόπο να ξεχωρίσει από το στόχο,
αιμορραγεί. Πολύ περισσότερο – από την πανάκεια.
Νύχτα. Μετά από τρεις δεκαετίες,
πίνουμε μπύρα κάτω από τα μεγάλα αστέρια του καλοκαιριού
στο διαμέρισμα του δωδέκατου ορόφου –
στο ίδιο ύψος με εκείνους που κάποτε
ήρθαν εδώ πετώντας.

Ρότερνταμ, Ιούλιος 1973


Ο εξερευνητής του πόλου

Φαγώθηκαν όλα τα σκυλιά. Στο ημερολόγιο
δεν απέμεινε καμιά σελίδα. Και οι χάντρες των λέξεων
σκεπάζουν την φωτογραφία της συζύγου, στο μάγουλο της
μια μύγα δίνει τις τσιμπιές της αμφιβολίας.
Πιο πέρα, μια φωτογραφία της αδελφής. Δεν λυπάται την αδελφή του:
πορεία για την μεγάλη ανοιχτωσιά!
Κι η γάγγραινα, μαυρίζοντας, φτάνει στα πλευρά,
σαν κάλτσα κοπέλας του βαριετέ.


Ο ορισμός της ποίησης

στη μνήμη του Φρεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Υπάρχει ο θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο πριν την εκτέλεση
είδε τον ήλιο να υψώνεται πίσω από το κεφάλι του στρατιώτη
Και τότε είπε:
– Παρόλα αυτά ο ήλιος ανατέλλει…

Πιθανόν αυτή να ήταν η αρχής του ποιήματος/

Να θυμάσαι τα τοπία
πίσω από τα παράθυρα των δωματίων των γυναικών,
πίσω από τα παράθυρα στα διαμερίσματα των συγγενών,
πίσω από τα γραφεία των συνεργατών.

Να θυμάσαι τα τοπία
πίσω από τους τάφους των ομοϊδεατών.

Να θυμάσαι
πόσο αργά πέφτει το χιόνι,
όταν μας καλεί ο έρωτας.

Να θυμάσαι τον ουρανό,
που απλώνεται πάνω στην υγρή άσφαλτο,
όταν μας θυμίζουν την αγάπη προς τον πλησίον.

Να θυμάσαι
πως σέρνονται πάνω στο τζάμι οι θολές σταλαγματιές της βροχής,
παραμορφώνοντας τις αναλογίες των κτιρίων,
όταν μας εξηγούν τι πρέπει να κάνουμε.

Να θυμάσαι
πως πάνω απʼ την αφιλόξενη γη
σβήνει τα τελευταία απλωμένα χέρια
ο σταυρός.

Μια φεγγαρόλουστη νύχτα
να θυμηθείς την μεγάλη σκιά,
που έπεφτε από ένα δέντρο ή έναν άνθρωπο.

Μια φεγγαρόλουστη νύχτα
θα θυμηθείς τα μεγάλα κύματα του ποταμού,
που λάμπουν θαρρείς κι είναι πτυχές φορεμένου παντελονιού.

Και την αυγή,
θα θυμηθείς τον δρόμο,
από τον οποίο θα σε οδηγήσουν οι φρουροί.

Να θυμηθείς
πως ανατέλλει ο ήλιος
πάνω από τους ξένους σβέρκους των φρουρών.

Το ποίημα των τυφλών μουσικών

Οι τυφλοί περιπλανιόνται τη νύχτα.
Τη νύχτα είναι πολύ πιο απλό
Να διασχίσεις την πλατεία.
Οι τυφλοί ζουν ψηλαφιστά.
Ψηλαφίζοντας,
Αγγίζουν τον κόσμο με τα χέρια
Δίχως να ξέρουν το φως και τη σκιά
Και ψηλαφίζοντας τις πέτρες:
Από πέτρες είναι φτιαγμένοι οι τοίχοι.
Σε βάρος τους ζουν άντρες.
Γυναίκες.
Παιδιά.
Λεφτά.
Γιʼ αυτό ακαταμάχητοι
Καλύτερα να παρακάμψετε τους τοίχους.
Η μουσική κρύβεται σʼ αυτούς
Οι πέτρες μπορεί να καταπιούν την μουσική.
Η μουσική πεθαίνει σʼ αυτές,
Έτσι όπως τις αρπάζουν τα χέρια.
Είναι κακό να πεθαίνεις τη νύχτα.
Είναι κακό να πεθαίνεις ψηλαφίζοντας.
Πάει να πει είναι πιο απλό για τους τυφλούς.
Ο τυφλός διασχίζει την πλατεία.

Το ιντερμέτζο του Ιούλη

Τα κορίτσια που αγκαλιάσαμε
Με τα οποία πλαγιάσαμε,
Τους φίλους που ήπιαμε παρέα,
Τους συγγενείς, που μας τάισαν και μας αγόραζαν τα πάντα,
Τʼ αδέλφια και τις αδελφές, που μας αγάπησαν τόσο,
Τους γνωστούς, τους τυχαίους γείτονες στο πάνω πάτωμα,
Τους συμμαθητές, τους δάσκαλους, – όλους μαζί,
– Γιατί δεν τους βλέπω πια,
Που εξαφανίστηκαν;
Πλησιάζει το φθινόπωρο, άλλη μια άνοιξη έρχεται,
Η νέα άνοιξη θορύβους άγνωστους βγάζει στις φυλλωσιές,
Μπροστά μου όμως ξαναπερνάνε, με προσπερνάνε μέσα στη νύχτα,
Στην ολόφωτη μέρα – όμορφα άγνωστα πρόσωπα.
Είναι άραγε όλοι αυτοί νεκροί, αν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια.
Καθένας που μʼ αγάπησε, μʼ αγκάλιασε, γέλασε,
Αν είναι δυνατόν να μην ακούω από μακριά του αδελφού την κραυγή,
Αν είναι δυνατόν να έχουν φύγει,
Και να απέμεινα μοναχός;
Εδώ είναι, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους δρόμους,
Περπατάω μόνος, δίχως να συναντώ κανέναν πια,
Απαγορεύεται να μπω: στα στενά καθαρά σκαλοπάτια
Και τα ξένα διαμερίσματα ηχούν στον πόνο μου.
Ήχησε, ήχησε, λοιπόν, νέα ζωή πάνω στον θρήνο μου,
Και, μέτρα πόσες ακόμη, νέες αγάπες, συνήθισε, πόσες και πόσες; ακόμη απώλειες,
Στʼ άγνωστα πρόσωπα, στον ξένο θόρυβο και στα νέα φορέματα,
Ήχησε, ήχησε, λοιπόν, κλείνοντας μου κατάμουτρα την πόρτα.
Φώναξε, λοιπόν, από πάνω μου με το νέο, μεγάλο λάβαρο σου,
Τράνταξε από πάνω μου, αντανακλώντας την σκιά μου
Με την σκληρή σου πέτρα,
Την φωτεινή πέτρα που ʽναι φάρος μέσʼ στο σκοτάδι,
Αφήνοντας με, αφήνοντας με μαζί με τους νεκρούς μου.

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©)
http://www.poiein.gr/


Ιθάκη

Να γυρίσεις πίσω ύστερα από είκοσι χρόνια
να βρεις στην άμμο χνάρια απ' τα γυμνά σου πόδια
κι ο σκύλος σου ν' αρχίσει ν' αλυχτά
από αγριάδα. Όχι από χαρά.

Βγάλε τα ιδρωμένα σου κουρέλια, είναι μια κάποια λύση.
Η δούλα σου νεκρή, την ουλή σου δεν θ' αναγνωρίσει.
Και την πιστή συμβία που 'λέγαν ότι σε προσμένει
δεν θα τη βρεις. Σε όλους είναι πια δοσμένη.

Μεγάλωσε και ο μικρός σου γιος και ψάχνει το ταξίδι,
σε κοιτάζει λες κι είσαι σκουπίδι.
Η γλώσσα που τριγύρω σου μιλάνε
σαν ξένη μοιάζει που κάποιοι την πουλάνε.

Μην είν' άλλο το νησί, και το λιμάνι άλλο;
Ή μήπως ειν' το μάτι σου που όλα τ' αηδιάζει.
Ένα κομμάτι γης που ορίζεις, μικρό όχι μεγάλο,
το κύμα θα το βρέχει κάθε που βραδιάζει.

Μετάφραση: Σοφία Σαμιανίδου - Μιχάλης Πιερής

http://eimaistahaimou.blogspot.com/


24 Δεκεμβρίου 1971

Τα Χριστούγεννα είμαστ’ όλοι μάγοι λίγο πολύ.
Στα μπακάλικα χώνονται και σπρώχνουν.
Χαλβά με γεύση καφέ ζητούν ένα κουτί,
το ταμείο πολιορκούν, μαλώνουν,
ένα πλήθος φορτωμένο πακέτα χιλιάδες
είναι μαζί και γκαμήλες και βασιλιάδες.
Δίχτυα, τσάντες, χαρτοσακούλες και ό, τι άλλο,
Καπέλα, γραβάτες, στραβά φορεμένα.
Μυρωδιά από βότκα, ρετσίνι, μπακαλιάρο,
μανταρίνια και μήλα με κανέλα φτιαγμένα.
Χάος προσώπων, κλειστοί είναι οι δρόμοι
προς τη Βηθλεέμ, φραγμένοι από χιόνι.
Κι οι φέροντες φτωχικά δώρα
στα λεωφορεία πηδούν, τσακίζονται στην πόρτα
την κλειστή/ χάνονται σε λάκκους στις αυλές
κι ας ξέρουν τώρα πια πως η φάτνη είναι αδειανή:
ούτε ζώα ούτε παχνί ούτ’ Εκείνη
που χρυσό ένα φωτοστέφανο τη ντύνει.
Άδειο. Όμως να τη σκεφτείς φτάνει
και βλέπεις ξαφνικά φως απ’ το πουθενά.
Να ’ξερε ο Ηρώδης πως όσο η δύναμή του αυξάνει
τόσο πιο αληθινό, πιο αναπόφευκτο το θαύμα θα ξεσπά.
Ο αδιάλειπτος αυτός δεσμός
είναι των Χριστουγέννων ο βασικός μηχανισμός.
Κι αυτό γιορτάζουν σήμερα παντού
κι όπως πλησιάζει η Εορτή
ενώνουν τα τραπέζια. Δεν απαιτούν
ακόμα τα’ άστρο, αλλά η θέληση η αγαθή
φαίνεται στους ανθρώπους από μακριά
κι οι ποιμένες συδαυλίζουν τη φωτιά.
Το χιόνι πέφτει, δεν καπνίζουν, σαλπίζουν
στη στέγη οι καμινάδες. Τα πρόσωπα ένας λεκές όλα.
Ο Ηρώδης πίνει. Οι γυναίκες τα μωρά τους κρύβουν.
Ποιος θα ‘ρθει; Κανείς δεν ξέρει τώρα:
το σημάδι δεν μας το ‘παν κι οι καρδιές μας ίσως
τον νιόφερτο να μην αναγνωρίσουν.
Όμως όταν στο κατώφλι διασκορπά
της νύχτας την ομίχλη την πυκνή το ρεύμα,
μια μορφή αναδύεται που πέπλο φορά
με το Βρέφος και το Άγιο Πνεύμα,
τη νιώθεις, δεν ντρέπεσαι, το μέσα σου χαίρει,
κοιτάς τον ουρανό και βλέπεις τ’ αστέρι.
Μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

https://dimartblog.com/






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου