Ο Παύλος Μάτεσις (Δίβρη Ηλείας, 12 Ιανουαρίου 1933-Αθήνα, 20 Ιανουαρίου 2013) ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής.
Γεννήθηκε στο χωριό Δίβρη, στην Πελοπόννησο. Μέχρι τα 19 του έζησε σε πολλές επαρχιακές πόλεις. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή Βαχλιώτη, μουσική και ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά). Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος και εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του για να αφοσιωθεί στο θέατρο και τη λογοτεχνία. Ως ηθοποιός, εμφανίστηκε παίζοντας τον Υιό στη "Φαύστα" του Μποστ και τον Αϊνστάιν στην κωμωδία "Αρσενικό και παλιά δαντέλα" του Κέσελρινγκ. Δίδαξε υποκριτική στη Σχολή Σταυράκου (1963-64). Διετέλεσε βοηθός δραματουργός στο Εθνικό Θέατρο, μεταξύ 1971-1973. Επίσης, έγραψε και σκηνοθέτησε δύο τηλεοπτικές σειρές που παίχτηκαν στην ΥΕΝΕΔ (1974-76) καθώς και κείμενα για Floor Show. Στο χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε με το μονόπρακτο θεατρικό έργο "Ο σταθμός", το 1964, που διακρίθηκε στο διαγωνισμού του θιάσου "Δωδέκατη Αυλαία" και ακολούθησε "Η τελετή", που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου το 1966 και παραστάθηκε από το Θέατρο Νέας Ιωνίας του Γιώργου Μιχαηλίδη την επόμενη χρονιά, και δύο χρόνια αργότερα από το Εθνικό Θέατρο. Στην πρώτη φάση της θεατρικής του δημιουργίας, ο Μάτεσις κινήθηκε στο χώρο της σκληρής απομυθοποίησης του ελληνικού μικροαστισμού και στη συνέχεια -με οριακή δημιουργία το "Φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο"- στράφηκε προς μια γραφή που παραπέμπει στο λεγόμενο θέατρο του παραλόγου με σαφείς αναφορές στο έργο του Σάμουελ Μπέκετ. Με το θεατρικό έργο του "Προς Ελευσίνα", εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα του William Faulkner "Καθώς ψυχορραγώ", ο Μάτεσις επιχείρησε μια ανατρεπτική απεικονιση της ζωής από τη σκοπιά του θανάτου, με αναφορές στην ελληνική παράδοση από την αρχαία τραγωδία ως το δημοτικό τραγούδι και τα ελληνικά ήθη και έθιμα, όλα σε μια ανεστραμμένη οπτική. Στην πεζογραφία πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση το 1987 με τη νουβέλα "Αφροδίτη", και έγινε γνωστός το 1990 με τη "Μητέρα του σκύλου", στο οποίο αντιμετωπίζει τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία μέσα από τη ματιά της κεντρικής ηρωίδας του, της ψυχωσικής Ραραούς. "Η μητέρα του σκύλου" μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και περιλήφθηκε στη λίστα του αγγλικού εκδοτικού οίκου Quintet Publishing "1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος μέχρι το τέλος της ζωής του". Την ίδια προβληματική συνέχισε ο Μάτεσις με τη συλλογή διηγημάτων του "Ύλη δάσους" αλλά και το μυθιστόρημα "Ο παλαιός των Ημερών". Ανατρεπτικής γραφής ήταν και το μυθιστόρημά του "Πάντα καλά", το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτήρισε αισθηματικό μυθιστόρημα, καθώς και τα "Σκοτεινός οδηγός", "Μύρτος", "Αλδεβαράν" και το παρωδιακό "Graffito". Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση λογοτεχνικών και θεωρητικών έργων (από συγγραφείς όπως οι Σαίξπηρ, Μπεν Τζόνσον, Αριστοφάνης, Μολιέρος, Ίψεν, Μπωμαρσαί, Βιτράκ, Αρτώ, Πίντερ, Μάμετ, Σέπαρντ, Αραμπάλ). Πέθανε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2013, στα 80 του χρόνια, ενώ νοσηλευόταν σε ιδιωτικό θεραπευτήριο μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Βραβεία - Διακρίσεις:
1. Διάκριση στο διαγωνισμό μονόπρακτων του θεατρικού οργανισμού "12 Αυλαία" (1964) για το μονόπρακτο "Ο σταθμός".
2. Κρατικό βραβείο θεάτρου 1966 για το έργο "Η τελετή".
3. Έπαθλο "Κάρολος Κουν"-Πόλις των Αθηνών 1989 για το καλύτερο ελληνικό έργο της χρονιάς ("Περιποιητής φυτών").
4. Βραβείο Ελληνόφωνων Κάτω Ιταλίας (1998) για το μυθιστόρημα του "Η μητέρα του σκύλου".
5 . Μέγα Βραβείο Κριτικών Θεάτρου, 2000.
6. Βραβείο Acerbi (2002) για το μυθιστόρημα "Η μητέρα του σκύλου".
Έχει μεταφράσει στα ελληνικά: Mrojek, Ben Johnson, Roger Vitrac, Harold Pinter, Henrik Ibsen, Sean O' Casey, Fernando Arrabal, Joe Orton, Antonin Artaud, Margaret Atwood, Map. Macdonald, William Shakespeare, Beaumarchais, Stendhal, Alain Fournier, Στρατή Χαβιαρά, Alba Ambert, Peter Ackroyd, William Faulkner και στα νέα ελληνικά τα έργα του Αριστοφάνη: "Ειρήνη", "Πλούτος", "Βάτραχοι", "Νεφέλαι", "Όρνιθες", "Αχαρνής", "Θεσμοφοριάζουσαι", "Λυσιστράτη".
Στίχοι: Παύλος Μάτεσις
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Καρράς
Κόρη αμίλητη προβαίνει
Ηλιοθαλασσοδαρμένη
Μαυρομαντηλού...
Το κεφάλι αλαφρογέρνει
Δώρο ακριβό μου φέρνει
Λάμια του γιαλού...
Απ' τα χέρια Της κομμένα
Κόκκινα τριαντάφυλλα για μένα...
Η ματιά Της είναι αστρίτης
Θάμπωσε ο αποσπερίτης
Μη μου βασκαθεί...
Δεν φοράει τζοβαΐρια
Μα Της κάνω τα χατίρια
Μη μου μαραθεί...
Και στον κόρφο έχει κρυμμένα
Κόκκινα τριαντάφυλλα για μένα...
Εργογραφία:
Θεατρικά Έργα:
-"Προς Ελευσίνα", Αθήνα, Εστία, 1995
-"Εξορία", Αθήνα, Εστία, 1982
-"Λύκε-λύκε", Αθήνα, Εστία, 1984
-"Διηγήματα", Αθήνα, Κέδρος, 1976
-"Η καθαίρεση", Αθήνα, Κέδρος, 1969
-"Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο", Αθήνα, Κέδρος, 1973· Καστανιώτης, 1997.
-"Μικρό-Αστικό Δίκαιο", Αθήνα, Κέδρος, 1984
-"Περιποιητής φυτών", Αθήνα, Κέδρος, 1989, Καστανιώτης, 1997
-"Βιοχημεία", Αθήνα, Δωδώνη, 1971· Καστανιώτης, 1997
-"Η τελετή", Αθήνα, Καστανιώτης, 1997
-"Η βουή", Αθήνα, Καστανιώτης, 1997
-"Ενοικιάζεται φύλακας άγγελος", Αθήνα, Εστία, 2002
Πεζογραφία:
-"Αφροδίτη", Αθήνα, Εστία, 1986, 2000
-"Ύλη Δάσους", διηγήματα, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000
-"Η μητέρα του σκύλου", Αθήνα, Καστανιώτης, 1990
-"Ο παλαιός των ημερών", Αθήνα, Καστανιώτης, 1994
-"Πάντα καλά", Αθήνα, Καστανιώτης, 1998, 2002
-"Σκοτεινός οδηγός", Αθήνα, Καστανιώτης, 2002
-"Μύρτος", Αθήνα, Καστανιώτης, 2004
- "Αλδεβαράν", Αθήνα, Καστανιώτης, 2007
- "Graffito", Αθήνα, Καστανιώτης, 2009
Μεταφράσεις:
Στα αγγλικά:
- "The Daughter: A Novel" [tr.by]: Fred A. Reed. London, Arcadia Press, 2002
Στα γαλλικά:
-"L'enfant de chienne" [tr.by]: Jacques Bouchard. Paris, Editions Gallimard - Du Monde Entier, 1993
-"L' ancien des jours" [tr.by]: Jacwues Bouchard Paris, actes Sud, 1997
Στα γερμανικά:
-"Die Tochter der Hundin", [tr.by]: Birgit Hildebrand. Munchen, Carl Hanser Verlag, 2001.
Στα ιταλικά:
-"Madre di cane" [tr.by]: Alberto Gabrieli. Milano, Crocetti Editore, 1999
-"L' Antico dei Ciorni" [tr.by]: Alberto Cabrieli. Milano, Crocetti Editore, 1999
-"Πάντα καλά", [tr.by]: Alberto Gabrieli. Milano, Crocetti Editore, 1999
Στα ισπανικά:
-"Memorias de una hija de perra" [tr.by]: Kristina Serna. barcelona, Seix Barral, 1994
-"El Padre de los tiempos" [tr.by]: Kristina Serna. Barcelona, Seix Barral, 1994
-"El Padre de los tiempos" [tr.by]: Margarita Ramirez - Montesinos. Madrid, Amaranto, 1999
Στα ολλανδικά:
-"De Moeder Van De Hono", [tr.by]: Hero Hokwerda. Amsterdam, Uitgeverij Bakker, Prometeus, 1997
Στα γιουγκοσλάβικα:
-"Drevan od postanja dana", [tr.by]: Gaga Rosic. Beograd, Stubovi Kulture, 1998
-"MAJKA ΠCA", [tr.by]: Gaga Rosic. Beograd, Deyce Novine, 1994
Στίχοι: Παύλος Μάτεσις.
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος.
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης & Χορωδία, «Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΛΤΑΣ», 1976.
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Καρράς, «ΚΟΚΚΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ», 1974.
Πατρίδα χιλιονικημένη
Σπίτι και πόλη μου χαροκαμένη
Κουρέλια ταπεινά σε ντύνω
Καρτέρα κι αύριο θα σε λαμπρύνω.
Γίνε μου όρκος και φωτιά
Και βγες στον δρόμο με τουφέκι
Ώρα για αίμα για πυρκαγιά
Παρ' το κορμί μου γι' αστροπελέκι
Άγριος λύκος και στοιχειά
Ρουφάν το αίμα τ' ακριβό σου
Γίνε κατάρα γίνε οχιά
Πάρ' το κορμί μου κι αρματώσου.
ΒΙΒΛΙΑ
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2018) Η μητέρα του σκύλου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2011) Ο παλαιός των ημερών, Έθνος
(2011) Πάντα καλά, Έθνος
(2010) Graffito, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2009) Graffito, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2008) Η μητέρα του σκύλου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Αλδεβαράν, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Η μητέρα του σκύλου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2006) Έκθεσις ιδεών, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2004) Μύρτος, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2002) Ενοικιάζεται φύλακας άγγελος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2002) Πάντα καλά, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2002) Σκοτεινός οδηγός, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2000) Ο παλαιός των ημερών, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2000) Ύλη δάσους, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1999) Αφροδίτη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1997) Βιοχημεία, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Η βουή, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Η τελετή, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Περιποιητής φυτών, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Το φάντασμα του κυρίου Ραμόν Νοβάρο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1995) Προς Ελευσίνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1984) Λύκε, λύκε, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1982) Εξορία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1981) Η καθαίρεση, Κέδρος
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(1998) VIII Διεθνής συνάντηση αρχαίου ελληνικού δράματος, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
Μεταφράσεις
(2018) Faulkner, William, 1897-1962, Η βουή και η μανία, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2016) Casares, Adolfo Bioy, 1914-1999, Σχέδιο διαφυγής, Εκδόσεις Πατάκη
(2014) Vitrac, Roger, Βίκτορ ή Τα παιδιά στην εξουσία, Δωδώνη
(2013) Faulkner, William, 1897-1962, Η βουή και η μανία, Έθνος
(2013) Artaud, Antonin, 1896-1948, Το θέατρο και το είδωλό του, Δωδώνη
(2011) Vitrac, Roger, Βίκτορ ή τα παιδιά στην εξουσία, Ελευθεροτυπία
(2011) Fournier, Alain, 1886-1914, Ο μεγάλος Μωλν, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2010) Faulkner, William, 1897-1962, Η βουή και η μανία, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2010) Pinter, Harold, 1930-2008, Η συλλογή. Ο εραστής, Ελευθεροτυπία
(2010) Pinter, Harold, 1930-2008, Οι νάνοι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2010) Orton, Joe Kingsley, 1933-1967, Τα γούστα του κυρίου Σλόαν, Αστάρτη
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Η τραγική ιστορία του Άμλετ πρίγκιπα της Δανιμαρκίας, Τόπος
(2007) Faulkner, William, 1897-1962, Η βουή και η μανία, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2007) Genet, Jean, 1910-1986, Ο σκοινοβάτης, Ηλέκτρα
(2007) Αριστοφάνης, 445-386 π.Χ., Σφήκες, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2005) Pinter, Harold, 1930-2008, Οι νάνοι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2002) Faulkner, William, 1897-1962, Η βουή και η μανία, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2001) Αριστοφάνης, 445-386 π.Χ., Λυσιστράτη, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2001) Beaumarchais, Pierre Augustin Caron de, 1732-1799, Οι γάμοι του Φίγκαρο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2000) Ambert, Alba, Η απόλυτη σιωπή, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1999) Fournier, Alain, 1886-1914, Ο μεγάλος Μωλν, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1999) Fournier, Alain, 1886-1914, Ο μεγάλος Μωλν, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1999) Χαβιαράς, Στρατής, 1935-, Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1998) Αριστοφάνης, 445-386 π.Χ., Αχαρνής, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1998) Shakespeare, William, 1564-1616, Οι πρόσχαρες κυρίες του Γουΐνδσορ, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Αριστοφάνης, 445-386 π.Χ., Βάτραχοι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Αριστοφάνης, 445-386 π.Χ., Ειρήνη, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Stendhal, 1783-1842, Η Βιττόρια Ακκοραμπόνι, δούκισσα του Μπρατσιάνο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Αριστοφάνης, 445-386 π.Χ., Θεσμοφοριάζουσαι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Αριστοφάνης, 445-386 π.Χ., Νεφέλαι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Αριστοφάνης, 445-386 π.Χ., Όρνιθες, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Αριστοφάνης, 445-386 π.Χ., Πλούτος, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1996) Ibsen, Henrik, 1828-1906, Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν, Δωδώνη
(1995) Ackroyd, Peter, Καληνύχτα, κύριε Όσκαρ Ουάιλντ, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1993) McDonald, Marianne, Αρχαίος ήλιος, νέο φως, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1992) Artaud, Antonin, 1896-1948, Το θέατρο και το είδωλό του, Δωδώνη
(1991) Pinter, Harold, 1930-2008, Οι νάνοι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1990) Dassin, Jules, Ο μπαμπάς τρελαινόταν για Καρούζο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1989) Atwood, Margaret, 1939-, Η ιστορία της πορφυρής δούλης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1982) Orton, Joe Kingsley, 1933-1967, Αυτά που είδε ο μπάτλερ, Αστάρτη
(1980) Χαβιαράς, Στρατής, 1935-, Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα, Ερμής
(1977) O' Casey, Sean, Κόκκινα τριαντάφυλλα για μένα, Δωδώνη
(1974) O' Neill, Eugene, 1888-1953, Ο γυρισμός, Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας
(1974) Άιονς, Βερόνικα, Παγκόσμια μυθολογία χρωματιστή, Κεντικελένη / Ακμή
(1973) Williams, Tennessee, Λεωφορείο ο πόθος, Εκδόσεις Γκοβόστη
(1972) Mrożek, Sławomir, 1930-2013, Τάνγκο, Ηριδανός
(1971) Pinter, Harold, 1930-2008, Πάρτυ γενεθλίων, Δωδώνη
(1970) Vitrac, Roger, Βικτόρ ή Τα παιδιά στην εξουσία, Δωδώνη
(1970) Pinter, Harold, 1930-2008, Η συλλογή. Ο εραστής, Δωδώνη
(1970) Arrabal, Fernando, Νεκροταφείο αυτοκινήτων. Το τρίκυκλο, Δωδώνη
Jonson, Ben, 1572-1637, Ο αλχημιστής, Ηριδανός
ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΕΡΜΙΤΑΖ
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Στίχοι: Παύλος Μάτεσης
Τραγούδι: Χαρά Αργυροπούλου\
Δίσκος: ΑΚΥΡΟ - Ο Λάκης Με Τα Ψηλά Ρεβέρ (1982)
Με όνειρο κρυστάλλινο και Βλεφαρίδες Γαλλικές
χειρονομίες πλαστικές το ένα μου μάτι γυάλινο
και μακιγιαρισμένο σας περιμένω
Στο στήθος μαχαιριά φτιαγμένη με μακιγιάζ
κουρντίζω μια κιθάρα νοικιασμένη
σας την έχω στημένη δίπλα στο καφενείο Ερμιτάζ
Σας τραγουδάω και σας μαγεύω
με το γυάλινο μάτι κλαμμένο
εσένα όμως σε αρωσταίνω
που βοήθεια ποτέ δεν σου γυρεύω
Κλαις και μου βγάζεις τα γυαλιά για να με δεις
φορώ από κάτω δεύτερα γυαλιά δε θα με δεις
παρά μονάχα σαν με μαχαιρώσεις
που δε σ' αφήνω να μου δώσεις
Η μητέρα του Σκύλου - Αποσπάσματα
…Αυτό το χωματένιο πάτωμα όλο σε μπελάδες μας έβανε. Η μητέρα μου ήταν πολύ νοικοκυρά, από κείνη το ’χω τάλε κουάλε. Έπρεπε να το καταβρέχουμε. Όχι με νερό πεταχτό, για να μη λασπώνει. Γεμίζαμε το στόμα νερό, μπουχίζαμε το πάτωμα, για να κατακάθεται ο μπουχός και να τσιμεντώνει. Και τον χειμώνα το κάναμε αυτό, όλοι μαζί. Και μετά το πατικώναμε όλοι μαζί, βάναμε μια σανίδα, πατάγαμε, τη μετατοπίζαμε, και δόστου όλοι μας πάνω στη σανίδα. Δίοτι αν το αφήναμε έτσι, το πάτωμα ξαναγινόταν χώμα, και ξεφύτρωναν χόρτα, μολόχα κυρίως μια αφορά έσκασε και μια παπαρούνα δίπλα στο νεροχύτη.
Εμένα, να πω την αμαρτία μου, μου άρεσε που είχαμε πάτωμα χωματένιο. Διότι πάντα μου είχα μια προσήλωση στο χώμα, από παιδί, τρέχα γύρευε γιατί. Πάντα μου ονειρευόμουνα πως δήθεν κατέχω ένα κομμάτι γη ολοδικό μου. Και στη σχολική μου τσάντα είχα πάντα μια χεριά χώμα. Στην πίσω αυλίτσα μας είχα χωρίσει μια γωνιά και την έλεγα «το χτήμα μου ». Την είχα φράξει με βεργίτσες και φύτευα φασολιές, αλλά δε φτούραγαν, τις φύτευα λάθος εποχή. Μετά πήρα κι έφτιαξα ένα περιβολάκι κάτω απ’ το κρεβάτι μου.
Τον χειμώνα στρώναμε κουρελούδες και μικρά τσόλια, πλην τίποτα, όλο χόρτα ξεμύτιζαν. Μια φορά, ξημερώματα, έτυχε να δω την κουρελού να κουνιέται και να υψώνεται, λέω βγαίνει φίδι. Σηκώνω την κουρελού, βλέπω ήταν ένα μανιταράκι που έσκαγε. Σαν ανατολή ηλίου από το πάτωμα.
… Και την εικοστή έβδομη μέρα δίχως ψωμί, μας είχε τελειώσει και ο καφές, η μητέρα μου είχε βγει από το πρωί. Εμείς τα παιδιά καθόμαστε και τα τρία στο κρεβάτι να ζεσταινόμαστε, έλεγα μακάρι να ’χαμε τώρα την πουλακίδα στα πόδια μας να μας ζεσταίνει. Τα πουλερικά έχουν θερμοκρασία ανώτερη απ’ του ανθρώπου.
Αυτή την πουλακίδα μας την είχε χαρίσει η δεσποινίς Σαλώμη, καλή της ώρα εκεί που ζει τώρα, αν και όχι στας Αθήνας. Αυτή κάπου είχε ρημάξει ένα κοτέτσι. Την έδωσε της μητέρας μου, να τη βράσεις να πιούνε τα παιδιά το ζουμί της λέει, γιατί τα βλέπω αδενοπαθή σε λίγο.
Η πουλακίδα είχε ωραία χρώματα, ψηλό λαιμό, και ζωηρή, ούτε ήξερε αυτή ότι έχουμε Κατοχή. Λέμε εμείς, μαμά μη τη σφάξουμε. Καλά, λέει, ασ’ τη να μεγαλώσει λιγουλάκι, να μας βγει και μια μερίδα περσότερο, μπορεί να γεννήσει και κάνα αυγό. Αυγό όμως φάγαμε μόλις μπήκαν οι Εγγλέζοι ως ελευθερωτές. Κι έτσι την κρατήσαμε κάπου έξι μήνες, την ψευτοταίζαμε, της έβρισκα και κανένα σκουλήκι εγώ. Τη βγάζαμε για βοσκή, να τσιμπήσει χορταράκι και κανένα ζουζούνι, σε μια παραπλεύρως αλάνα. Την πηγαίναμε και τα τρία αδέρφια μαζί, μη μας ριχτούν και μας την κλέψουν, κουκουλωμένη μάλιστα κάτω από το πανωφόρι του Σωτήρη. Την κουβαλούσαμε στα χέρια σηκωτή, διότι είχε εξαντληθεί και περπατούσε πολύ σπάνια.
Μόλις φτάσαμε εκείνη την ημέρα στην αλάνα, την απιθώνω κάτω για να σκαλίσει να βρει σκουλήκι, αυτή έγειρε πλευρό και με κοίταζε. Δεν είχε δυνάμεις να σκαλίσει. Της δίνω νερό, το ήπιε με το ζόρι. Λέω παιδιά, το ζωντανό δεν είναι καλά, πάμε σπίτι να προλάβουμε να το σφάξουμε προτού ψοφήσει. Όχι, μας είπε η μάνα μου, δε τη σφάζω. Κι έτσι, τ’ απογευματάκι πια, η κότα με ξανακοίταξε και πέθανε. Από την πείνα. Τη σηκώνω, πεθαμένη ήταν βαρύτερη. Μουρλάθηκες που θα τη θάψεις, πότε μου γίνατε πλούσιοι, μου βάζει τη φωνή η δεσποινίς Σαλώμη απ’ το μπαλκόνι τους μόλις με είδε στην αυλή να σκάβω. Ζεστή είναι ακόμη, άντε μάδα την να τη βράσετε! Εγώ φταίω που σας την έδωσα και πήγε χαράμι.
Ξαναμπαίνω σπίτι, μαμά λέω, που ’ναι το σκαλιστήρι, φερ’ το. Τα αδέρφια μου τράβηξαν το κρεβάτι, έσκαψα στη γωνιά που είχα ορίσει να ’ναι το περιβολάκι μου, και την έθαψα μια χαρά, ξαναβάλαμε το κρεβάτι στη θέση του όμορφα. Κάθε πρωί τραβούσα το κρεβάτι, έτσι να βλέπω. Κι ένα πρωί ήταν ένα σαλιγκάρι δίπλα στον τάφο της πουλακίδας μου, τώρα βρήκες να ’ρθεις τρομάρα σου, του λέει η μάνα μου, δεν ερχόσουνα νωρίτερα να σε φάει η κοτούλα να ζήσει. Και το πήρε στην παλάμη της και το έβγαλε έξω στα χόρτα της αυλής. Και συχνά μνημόνευε την κότα, της είχαμε και όνομα, ούτε που θυμάμαι τώρα, τόσες δεκαετίες πια, πως την είχαμε βγάλει.
Παύλος Ματέσις – Η μητέρα του Σκύλου, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ 20,21,22,23,24
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Στην άσφαλτο κουρσάρος
με καράβι τη μοτοσυκλέτα,
παντιέρα το μπουφάν το πλαστικό.
Στα 18 σου έσπασες τα φρένα,
ταξιδεύεις για ταξίδια άλλα.
Κυκλοφοράς μονάχα φτιαγμένος,
ο κόσμος όλος χίλια κυβικά.
Είσαι αγριεμένος,
είσαι κουρασμένος,
έχεις τη ζωή στη σέλα σου γραμμένη.
Για κάποιο φόνο είσαι γεννημένος.
Από παρέες τριγυρισμένος,
δε τους φοβάσαι, δε σ’ αγαπούν.
Και η ζωή να περνάει λαθραία,
μα εσύ φοβάσαι,
φοβάσαι να κοιμηθείς
και το ταξίδι ξαναρχίζεις.
Το δάχτυλο στο φρένο κοκαλωμένο,
μια στάλα αίμα στο μπουφάν σου,
πλάι στα χίλια,
στα χίλια κυβικά σου,
πλάι στα χίλια κυβικά σου.
Μονάχος χάραμα,
χάραμα στη λεωφόρο
και περιμένεις ασθενοφόρο
από τις τρεις και δέκα σκοτωμένος.
Διήγημα - Ένοικος
Το διήγημα του Παύλου Μάτεσι «Ένοικος» δημοσιεύτηκε στο τεύχος 21 του περιοδικού Η Λέξη.
Κατοικεί σε νοικιασμένο σπίτι πολλών δωματίων μετέωρος. Του διαφεύγει πότε πραγματοποιήθηκε η μεταφορά τους εδώ. Υπολογιζει οτι θα έγινε πρόσφατα, γιατί οι εντυπώσεις του από το εδώ σπίτι είναι αποσπασματικές. Πάλι όμως, οι ενθυμήσεις από την προγενέστερη κατοικία τους περιέχουν κι αυτές σποραδική λήθη και χρόνο απόντα. Δεν θυμάται συνολικά το πριν σπίτι τους.
Η επίπλωσή τους δεν έχει μεταφερθεί ακόμη, και ορισμένα από τα έπιπλα κα σκεύη των προκατόχων υπάρχουν ακόμη εδώ. Εκτός αν τα έχουν παρατήσει.
Όλα αυτά τον συντηρούν σε μια κατάσταση μετεωρισμού.
Του κάνει επιπλέον εντύπωση που, τόσες μέρες εδώ (θα πρέπει να ζει αρκετό διάστημα εδώ, γιατί είναι σε θέση να θυμηθεί κάμποσα πρωινά του ξυπνήματα) δεν έχει συναντήσει την οικογένεια του μέσα στα πολλά δωμάτια του σπιτιού. Ενίοτε περνούν φευγαλέα στο βάθος τού διαδρόμου οι γονείς του. Αυτό τον ξενίζει, επειδή είναι σίγουρος πως οι γονείς του έχουν πεθάνει. Αυτό το ξέρει καλά, έχει και πιστοποιητικό κηδείας των.
Άλλο που τον θλίβει κάπως είναι που δεν πηγαίνει στην εργασία του. Όταν συνειδητοποιεί πως είναι ημέρα, η ώρα είναι δέκα πρωινή περασμένη. Αργά για γραφείο. Γνωρίζει πως θυμάται ότι εργάζεται υπάλληλος σε γραφείο από δεκαοχτώ ετών. Λογαριάζοντας δεκαοχτώ ετήσιες μετακομίσεις έκτοτε, θα πρέπει να πλησιάζει τα τριανταέξι. Άλλα στοιχεία δηλωτικά της ηλικίας του δεν διαθέτει, εξαιτίας μιας ενδοστρέφειας που τον ρουφάει. Σε ώρες εργάσιμες, πιάνει τον εαυτό του να περιφέρεται άρυθμα στα δωμάτια του σπιτιού. Με μια ενοχή αεργίας, κάθεται στην άκρη ξέστρωτου κρεββατιού, του οποίου τα σεντόνια δεν αναγνωρίζει, αλλά που χουν την δική του οσμή. Αυτό οφείλει να είναι το δικό του κρεββάτι. Τουλάχιστον το κρεβάτι όπου κοιμήθηκε την τελευταία νύχτα. Γιατί διατηρεί αλλιώτικη εικόνα του κρεβατιού όπου ξύπνησε χτες. Και αλλιώτικη από προχτές.
Φευγαλέα, αισθάνεται ότι αισθάνεται ενοχή που απέχει από την εργασία του. Ξέρει πως θα του δημιουργηθούν τύψεις. Μπορεί να υποστεί και επιπτώσεις — Αστυνομία. Ξέρει ότι από κάπου απέχει.
Άλλο που τον απασχολεί είναι εάν έχουν ενοικιάσει ολόκληρο το σπίτι ή ορισμένα μόνο δωμάτιά του. Γιατί κάθε πρωί, δηλαδη προχωρημένο πρωί, ίσως και μεσημέρι, αν κρίνει από τους έξω ήχους, βρίσκεται να απασχολεί διαφορετικό δωμάτιο. Όμως δεν διαθέτει ολοκληρωμένη μνήμη ολόκληρης ημέρας εδωμέσα.
Όλα τα δωμάτια μαρτυρούν πρόσφατη μετακόμιση εδώ, και διευθέτηση προσωρινής διαμονής: ζάχαρη σε χαρτοσακούλα ανοιγμένη ακατάστατα, ίχνη από καφέ πάνω στη σακούλα, σαχουλάκι μέ καφέ και απάνω του ακουμπισμένο κουταλάκι μέ κατάλοιπα ζάχαρης, φλιτζάνι με κατακάθια καφέ. Παρότι δεν συγκρατεί γεύση από καφέ. Επιπλέον του κάνει εντύπωση ότι δεν θυμάται να έχει πεινάσει, ενώ δεν διατηρεί καμία διαδικασία τροφής. Δεν έχει καθόλου μνήμη γεύσεων φαγητού τα τελευταία δυο χρόνια. Ίσως να τρώει σε στιγμές βίαιης εσωτερικής ζωής και δεν το συνειδητοποιεί. Τρόφιμα όμως στο σπίτι δεν έχει ανακαλύψει. Ούτε αποφάγια.
Και δεν ξέρει σε ποιά οδό έχει μετακομίσει, γιατί ακόμη δεν ευκαίρησε να βγει να κοιτάξει.
Περιέρχεται τα δωμάτια και με μια ενοχή, πρόθυμος να δεχτεί έξωση, γιατί δεν γνωρίζει πόσα δωμάτια δικαιούται η οικογένειά του. Τα παραθυρόφυλλα θα μένουν κλεισμένα, γιατί διατηρείται ημίφωτο. Εκτός αν είναι νύχτα. Η εκτός εάν διατηρείται μονίμως νύχτα. Ή εκτός εάν νομίζει μόνο πως όλα αύτά κρατούν μέρες, ενώ, ίσως, κατά την αληθινή πραγματικότητα, να πρόκειται για μια μόνο διαπλατυμένη στιγμή νύχτας.
Σε όλο το σπίτι, στα έπιπλα κυρίως, μια σαν παγιωμένη σκόνη. Γι’ αυτό προσπαθεί να εγγίζει όσο γίνεται λιγότερο.
Μια ή δυο στιγμες απόρησε που δεν βλέπει τ’ αδέρφιά του. Από το στρατό θα πρέπει να έχουν απολυθεί, γιατί θυμάται οτι γιόρτασαν την απόλυσή τους. Ίσως, πάλι, η απορία του δημιουργήθηκε σε ώρες εργάσιμες, όταν τ’ αδέρφια του λείπουν στα γραφεία τους.
Περισσότερο τον απασχολεί το θέμα των επανερχομένων γονέων του, και αυτές οι διαλείψεις παρουσίας. Υπάρχουν διαρροές πραγματικότητας. Δεν συγκρατεί μια ολοκληρωμένη μέρα, αλλά αποσπάσματα της. Κυρίως του λείπουν ηλιοβασιλέματα. Περιμένει να δει την αδερφή του να επιστρέφει από την εργασία της,αλλά τον παραξενεύει που την προσδοκά να εμφανιστεί με μαθητική ποδιά και τσάντα σχολική. Λέει μέσα του πως αυτό θα οφείλεται στην ενδοστρέφειά του. Τον στροβιλίζει υψηλή εσωτερική ζωή και φαίνεται, στην διάρκεια του στροβιλισμού, του διαφεύγουν ισχυρά τεμάχια πραγματικότητας. Μια φορά, πιστοποιητικό κηδείας των γονέων του διαθέτει, και αυτή τη διέλευσή τους από τους διαδρόμους θα πρέπει να την αποκαταστήσει.
Δεν καθόρισε ακόμη σε ποιο από τα δωμάτια κατοικούν oι γονείς του. Επιπλέον, κάθε μέρα του αποκαλύπτεται και καινούργιο δωμάτιο. Ίσως το σπίτι να είναι απέραντο. Ισως, πάλι, ο ίδιος να δρα με εξαιρετικά αργό ρυθμό και πραγματοποιεί ελάχιστη κίνηση κάθε μέρα.
Αλλο που να του δημιουργεί αμηχανία είναι πως, κάθε φορά που ανοίγει την πόρτα προς ένα καινούργιο δωμάτιο, βρίσκει μέσα έναν νέο, κάπου εικοσιδύο ετών, άνθρωπο υγείας, με μαλλιά κοντά σαν αποφασιστικά και μυς που ενεργούν εναρμονισμένα κάτω από το πουκάμισό τον. Ο νέος αυτός, κάθε φορά, σά να διαμαρτύρεται πως τελευταία φορά που ανέχεται να τον ενοχλούν, με λόγια κοφτά, ολίγων συλλαβών και χείλη έντονα, αλλά πολύ χαμηλόφωνα, σα να τον περιφρονεί τόσο που δε νιάζεται αν του διεκπεραιωθούν τα λόγια. Κι έτσι δεν συλλαμβάνει ούτε μία λέξη. Εκτός αν έχει χάσει την ακοή του και δεν του το έχουν αποκαλύψει.
Δίπλα στον νέο, σε κρεβάτι, μια γυναίκα και μόλις έχουν ολοκληρώσει έρωτα, ή έτοιμοι να ξαναρχίσουν. Στην τελευταία συνάντηση μπόρεσε και κατάλαβε πως είναι άλλη γυναίκα κάθε φορά. Και ο νέος σα να δηλώνει πως έτσι βγάζει το ψωμί του και λόγο δε δίνει κανενός.
Απάντησε στον νέο, η γυναίκα στο κρεβάτι σαν αμέτοχη, πώς τυχαία τον ενοχλεί, δεν έχει καθόλου πρόγραμμα να τον ενοχλήσει, και καθόλου δεν του πέρασε από το νου ότι ο νέος βρίσκεται εδώ παράνομα, αλλά, φαίνεται, δεν έχει αποσαφηνιστεί ποιά δωμάτια ανήκουν στον καθένα, γιατί και ο νέος μεταχειρίζεται κάθε φορά διαφορετικό δωμάτιο για τον έρωτά του.
Αποφάσισε πως ίσως πρέπει να σχηματίσει την πεποίθηση ότι μπήκε στο σπίτι από παρανόηση, χωρίς να το έχουν νοικιάσει οι δικοί του, αλλά σε στιγμή βιαιότερης ενδοστρέφειας και εσωτερικής ζωής μπήκε εδώ χωρίς νά προσέξει πως, και έκτοτε διαμένει εδώ εκκρεμής, πιστεύοντας λανθασμένα πως είναι νόμιμος ένοικος, ενώ το σπίτι ανήκει στον νέο και μεγάλη του η ανεκτικότητα που του επιτρέπει.
Πάλι, αν είναι έτσι, γιατί κυκλοφορούν στο διάδρομο οι γονείς του;
Όμως γνωρίζει ότι δεν είναι ιδιοκτήτης του σπιτιού.
© SanSimera.gr
Ταξίδι για την Πλάκα ( Οι θεατρίνοι ) - 1976
Στίχοι: Παύλος Μάτεσις
Μουσική: Νίκος Δανίκας
1. Γιώργος Μαρίνος
Τώρα η νύχτα σε φοβερίζει
τώρα στο σπίτι άλλο μη μένεις
τώρα κανέναν πια δεν περιμένεις
η Πλάκα σε καλησπερίζει,
τώρα στην πόρτα σου φώλιασε φίδι
και το λαχείο εκλήρωσε αλλού
και συ σπάσε τα φώτα σου
κάψε την πόρτα σου
έλα σε μας τους θεατρίνους
να ξεχαστείς με ξένους θρήνους.
Έβγα στην Πλάκα, στα φώτα στους ήχους
γράψε συνθήματα σε τοίχους
φώναζε βρίζε και τραγούδα
τον φίλο σου τον Αινειούδα
τον ανάπηρο περιπτερά
κλέψε τσιγάρα άστον ας βρίζει
χύμα ο έρωτας στην αγορά,
η Πλάκα σε καλωσορίζει.
έμπα στα φώτα να ξεχαστείς
στη μέση ξάπλωσε του δρόμου
τραγούδα φάλτσα να ακουστείς
πες το τραγούδι το δικό μου.
Μη περιμένεις τον ταχυδρόμο
τα όνειρα δεν είν’ χαρτιά,
είν’ από σάρκα τρέχουν στον δρόμο
τρέχα μη χάσεις τη νυχτιά
θυμήσου τώρα εμείς οι θεατρίνοι
τώρα που έχεις ξεχάσει το σωστό
ανάσα σου οι ψεύτικοί μας θρήνοι
άσ’ το πουκάμισό σου ανοιχτό
φτιάχτε μου τον παράδεισο είμαι εδώ
τον θέλω τον παράδεισό μου τώρα
μεθαύριο θα έρθει η μπόρα
θέλω φωνή να τραγουδώ.
Θα κάνω έρωτα, θα βλαστημάω
έξω να τρέχω να μεθάω
κι αν ο Ιούδας εφοβήθη
άφοβοι εμείς θα λέμε εδώ,
λέμε το ίδιο παραμύθι
για κάποιο θαύμα μυστικό
για τον ξανθόμαλλο τον Σταύρο
που ήταν είκοσι ενός
και πέθανε από αγάπη
μα μη το πείτε κανενός.
Την απαλή του ιστορία
θα τραγουδάμε κάθε βράδυ μυστικά
εσείς, εγώ και δυο στοιχειά
και θα τον ανασταίνουμε κρυφά
τραγούδα δυνατότερα από μένα
κάλεσε τα στοιχειά τα φοβισμένα
και κάθε βράδυ εγώ εδώ
για να ξεχνάς εσύ τον φόβο
και κάθε βράδυ εγώ εδώ
θα κάνω τάχα πως σου τραγουδώ.
Μερικά λόγια του Παύλου Μάτεσι
«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει αλλά και ποτέ δεν ανασταίνεται»
«Υπάρχει φθορά στο ήθος του Έλληνα πολίτη»
«Υπάρχει πνευματική τρομοκρατία. Τα μεγάλα ονόματα, ή οι μεγάλες φίρμες ασκούν ένα είδος τρομοκρατίας. Όταν ένα όνομα είναι πολύ μεγάλο, ο κοινός αναγνώστης ή κοινός ακροατής διστάζει να σχηματίσει γνώμη»
«Η πολιτική στη χώρα μας χαρακτηρίζεται από αθλιότητα και δουλοφροσύνη. Επίσης από απουσία ηγετών. Τα κόμματα δεν κινούνται για το συμφέρον της χώρας αλλά για τα δικά του, το καθένα, συμφέροντα. Η πολιτική πάσχει από τον καρκίνο της οικογενειοκρατίας η οποία μετά τη βασιλεία πέρασε στους κομματάρχες...»
«Σήμερα η Παιδεία ευνουχίζει επειδή έχει μεταβληθεί. Κάποτε η βάση της Παιδείας ήταν ο έρως προς τη γνώση. Σήμερα ο στόχος είναι κάποιος να διοριστεί και να βρει επαγγελματικούς προσανατολισμούς. Δεν υπάρχει έρως προς τη γνώση.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου