Νικόλαος Γύζης - Γιαγιά χορεύει με τα εγγόνια της
Σοβαρός άνθρωπος να γράφει ποιήματα
για τη γιαγιά του;
Όμως, κι ας έχει φύγει τώρα είκοσι χρόνια
εμένα με βοηθάει να θυμηθώ
πως άλλοτε θυμόμουν μυρωδιές
κινήσεις φράσεις της και τα φορέματά της
κι ότι έβαζα σημάδια στο μυαλό
για κάθε τι δικό της.
Έτσι έλεγχα τη μνήμη κάθε τόσο
νομίζοντας πως αν θυμόμουν
αγαπούσα.
Τώρα θυμάμαι μόνο πως θυμόμουνα.
Αγωνιζόμουνα να συνεχίσω να την αγαπώ.
Κι άρα τα πρώτα χρόνια
έστω λιγότερο
την αγαπούσα.
Όπως την αγαπούσατε κι εσείς.
Όπως τους αγαπούσατε κι εσείς∙
πριν γίνει λίγο λίγο μόνη αγάπη μας
η πίκρα
όταν δεν σκεπτόμαστε
πως πάει
δεν αγαπάμε πια.
Νικόλαος Γύζης - Tο παραμύθι της γιαγιάς
Κάτια Γκορετσάν - Ποίημα για τη γιαγιά μου
Η γιαγιά κλαίει ακόμα στις οικογενειακές συγκεντρώσεις/η γιαγιά κλαίει ακόμα/
όλες αυτές οι αναμνήσεις/είπε κάποιος/είναι όνειρο/είπε κάποιος άλλος/η γιαγιά
κλαίει ακόμα/είπε/ήταν τόσο δύσκολο έμεινα μόνη με τη μητέρα μου/μπράβο γιαγιά/
ο αδελφός δολοφονήθηκε στο δάσος επειδή έσφαζε βόδια/ από συμμορία Νάνων/τον πατέρα τον έσυραν στο έδαφος ως το καλάθι και τον πήραν μακριά/ ήταν τόσο δύσκολο/ είπε η Γιαγιά/κανείς δεν τόλμησε να έρθει στο σπίτι μας/
ο πατέρας φυλακίστηκε στην παλιά φυλακή που τη λένε stari pisker/ τον έδειραν/τον ανέκριναν/η καλή γιαγιά τον επισκεπτόταν/στην ψυχιατρική κλινική/τρελός/όχι άνθρωπος/σα σκουπίδι/η γιαγιά κλαίει ακόμα/έχουν περάσει πολλά χρόνια/και τώρα που ‘χει χαθεί η μνήμη/θυμάται μόνο τις απώλειες/
η καλή γιαγιά ονειρεύεται στο δάσος/μακρά νύχτα και νεκρός θάνατος στην πόρτα σου/στη βαθιά νύχτα τρέχω μακριά απ’ τη μαύρη σκιά που δε μ’ αφήνει να κοιμηθώ/κάποιοι από ‘μας ποτέ δε θα κοιμηθούν ήρεμα/εφιαλτής όταν περπατώ στο νοσοκομείο και ψάχνω για άδεια σώματα/σώματα θανάτου/σώματα που ποτέ δεν κάηκαν/το δάσος κλαίει/καλεί τα φαντάσματα/το δάσος κλαίει/αγκαλιάζω τη γιαγιά/όταν μαζεύουμε λεβάντες μπροστά απ’το σπίτι της/περιπλανιέμαι στο δάσος/εκεί που χάθηκαν/ο χάρτης χάθηκε/η μαύρη σκιά μεγαλώνει/διατάζει να την πιάσει/να τη σκοτώσει/να τη σφάξει/ βρύση/και μετά ξεκινά η βροχή στο δάσος/δεν υπήρξε τίποτα εδώ/μετά κοιμήθηκα ήρεμα/το κομμένο δέντρο/και η γιαγιά συνέχιζαν να κλαίνε.
Κάτια Γκορετσάν, Μη φοβάσαι να πεθάνεις αγάπη μου, Mεταφράζει η Αγγελική Δημουλή
Και πήγαμε τον παππού στο γηροκομείο.
Όταν πήγαμε να τον επισκεφτούμε με την αδελφή μου
στάθηκα στο ασανσέρ και είπα:
δε μπορώ, δε μπορώ να τον δω. Πάω σπίτι.
Η αδελφή μου, εννοείται μεγαλύτερη, μου κράτησε το χέρι και είπε-πάμε μέσα.
Περπατήσαμε σ’ έναν λευκό χώρο.
Ο παππούς που τον αγαπάω απ’ τα βάθη της καρδιάς μου,
ήταν εκεί σε μια αναπηρική πολυθρόνα.
Ένας άνθρωπος που δούλεψε όλη του τη ζωή και αγάπησε τα δάση τακτοποιώντας με τόση λεπτομέρεια τα κλαδιά.
Σήμερα, αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά μου.
Και στάθηκα εκεί-νευρική και χεσμένη απ’ το φόβο- και ήθελα να του ζητήσω να μην πεθάνει αλλά δε θα μ’ άκουγε,
γιατί ήταν πάντα τόσο πολύ πεισματάρης και ούτε που θα ‘θελε ν’ ακούσει για βοήθεια.
Σκέφτηκα ότι τα μάτια μου θα πέσουν απ’το βάρος των δακρύων και είπα:
Γύρνα τον στον ήλιο.
Η αδελφή μου κι εγώ κλαίγαμε και κρατούσαμε τα χέρια του,
κι εκείνος ήταν απλώς εκεί, ήρεμος, ήσυχος, με τα μάτια κλειστά.
Πώς να του πω τώρα : λυπάμαι για όλες τις φορές που τις ξόδεψα με φλυαρίες,
λογομαχίες και άλλες παρόμοιες βλακείες;
Πώς να του πω τώρα: ντρέπομαι που δεν αφιέρωσα αυτόν το χρόνο στην αγάπη;
Πώς να του πω ο,τιδήποτε όταν δε μπορεί να με ακούσει και βρίσκεται κλεισμένος σ’ ένα άδειο, κρύο δωμάτιο;
Πώς να του πω ότι φεύγουμε ή πώς να του πω τώρα ό, τιδήποτε;
Σε τέτοιες στιγμές
η ποίηση για μένα δε σημαίνει τίποτα, βασικά, τίποτα περισσότερο:
Όταν τον κρατάω αγκαλιά
Όταν κρατάς τα παγωμένα χέρια και τα πιέζεις
Όταν προσπαθώ να του βάλω ένα πουλόβερ
Όταν γέρνω πάνω του κι εκείνος με φιλάει
Όταν του κάνω μασάζ στο σβέρκο
Όταν τον σηκώνουμε με την αδελφή μου και τον βάζουμε στην αναπηρική καρέκλα
Όταν τον ταίζω μ’ ένα κουτάλι και του δίνω να πιει
από τότε που δε μπορεί να κρατήσει με τα χέρια του το ποτήρι
Από τότε που έπεσε δίχως συναισθήματα στο λευκό κρεβάτι
Από τότε που πεθαίνει και δε μπορώ να κάνω τίποτα
για να τον προειδοποιήσω, γιατί δε μπορώ να γράψω ένα ποίημα γι’ αυτόν
ώστε να τον κρατήσω ζωντανό, δε μπορώ και δεν ξέρω τι άλλο να κάνω.
Ο Γιάνες πεθαίνει. Ο παππούς μου πεθαίνει
και τώρα ακριβώς
για πρώτη φορά
τον αγγίζω με τα χέρια μου.
Κάτια Γκορετσάν, Μη φοβάσαι να πεθάνεις αγάπη μου, Mεταφράζει η Αγγελική Δημουλή
Raul Gomez Jattin - Γιαγιά εξ ΑνατολήςΝικόλαος Γύζης - Παππούς και εγγονός |
Για εκείνην τη γιαγιά την ονειρεμένη
την ερχόμενη από Κωνσταντινούπολη
Για εκείνην τη γυναίκα την αδίστακτη
που το ψωμί μου καρπωνόταν
Για εκείνο το τέρας το μυθολογικό
με μια κοιλιά φουσκωμένη
σαν γιγάντια κολοκύθα
Όντας παιδί τη μίσησα
Κι όμως επιστρέφει
ετούτη τη μοιραία νύχτα
μ¢ έναν αέρα ομορφιάς
Θα υπάρχει λόγος που λένε
ότι ο χρόνος γιατρεύει σχεδόν τα πάντα
Επιστρέφει με πληγές στην ψυχή
απ¢ τη φυγή της απ¢ το χαρέμι
με το «να πάρει» σε γλώσσα αραβική κι ισπανική
Με τη μοναξιά της μες σ¢ αυτές τις δυο γλώσσες
Κι εκείνη την ακαθόριστη λάμψη στην πλάτη
απ¢ την ψηλή της Συρίας κορφή
Γεώργιος Ιακωβίδης - Τα πρώτα βήματα, 1892
Raul Gomez Jattin -Abuela Oriental
A esa abuela ensoñada
venida de Constantinopla
A esa mujer malvada
que me esquilmaba el pan
A ese monstruo mitológico
con un vientre crecido
como una calabaza gigante
Yo la odié en niñez
Y sin embargo vuelve
en esta noche aciaga
con algo de hermosura
Por algo se dice
que con el tiempo uno perdona casi todo
Vuelve con sus cicatrices en el alma
de fugada de un harén
con sus "mierda" en árabe y en español
Con su soledad en esos dos idiomas
Y ese vago destello en su espalda
de alta espiga de Siria
Raul Gomez Jattin
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Γιάννης Καρατζόγλου - Ο θάνατος του παππού
M’ εγκαταλείψατε όλοι, κραύγαζε ο γέρων μες στη νύχτα
ούτε έρχεστε να με δείτε ούτε με παίρνετε τηλέφωνο
δεν πλησιάζετε το θάνατο, θαρρείτε πώς είναι μεταδοτικός
πως, επειδή αυτός με τριγυρίζει, μ΄ ακουμπάει και με κλώθει
θα μολυνθείτε και εσείς με το υπέρτατο άρωμά του.
Δεν σας ζητάω φάρμακα κλύσματα κι εξετάσεις
από την τσέπη μου πληρώνω τους γιατρούς και τα νοσοκομεία.
Λίγη παρέα θέλω, λίγη ζεστασιά, ιδίως τα βράδια.
Δεν υποφέρεται η μοναξιά του τέλους, δεν μολογιέται…
Έτσι εγκαταλείψανε τον γέροντα παππού τους να φύγει μόνος στο ταξίδι
κόρες αγόρια εγγονές νύφες γαμπροί ξαδέρφες και ξαδέρφια.
Και τούτα βλέποντας η μόνη του γυναίκα
που ‘χε φύγει καιρό στον ουρανό
του ’δωσε χέρι και τον τράβηξε ψηλά, κοντά της…
Γιάννης Καρατζόγλου
από τη συγκεντρωτική έκδοση Πηγαίος κώδικας, ποιήματα 1964-2009, 2009
Ρένα Καρθαίου - Θέλω τον παππού και τη γιαγιά κοντούς
Θεέ μου, σε παρακαλώ
τον παππού μου να κοντύνεις,
και γιαγιά πολύ ψηλή
στα παιδιά μη δίνεις.
Εύκολα θέλω να φτάνω
τον παππού και τη γιαγιά,
να μπορώ να τους χαϊδεύω
τ΄ άσπρα, κάτασπρα μαλλιά.
Ο παππούλης κι η γιαγιούλα
θέλω να ΄ναι πιο κοντά.
Όχι να ΄ναι αυτοί στα ύψη
κι εγώ τόσο χαμηλά.
Θέλω να ‘μαστε ίσια, ίσια
και να παίζουμε μαζί.
Έτσι πιο όμορφη θα νιώθω
τη ζωή.
Γι’ αυτό άκουσέ με, Θεέ μου,
κάνε τους και τους δυο κοντούς.
Αυτό πάει να πει γιαγιούλα
και γλυκός γλυκός παππούς.
Σήμερα θέλω παραμύθι γι’ αγάπη, γιαγιά∙
μόνο γι’ αγάπη
και…-μην ξεχάσεις-
βάλε και άνθη νεραντζιάς μέσα.
Θέλω πολλή μοσκοβολιά από άνθη νεραντζιάς.
Βάλε και νύχτα με ανήσυχα άστρα.
Βάλε και σιωπή, πολλή σιωπή,
φορτωμένη με χτυποκάρδια.
Βάλε μέσα και δάκρυα
-όχι, μη βάζεις δάκρυα-
βάλε μέσα φιλιά.
Πρόσεξε όμως να μην πονάνε
γιατί είναι πολύ απαλό το στόμα της.
Έτσι γιαγιά;
Λοιπόν… Καληνύχτα.
Γιώργος Πέππας - Η γιαγιά μου λέει τα καλύτερα Παραμύθια
Στο κουρτινάκι της γιαγιάς
χορεύουν γράμματα
τραμπαλίζονται
λέξεις.
Υπάρχει ένα παιδί.
Εγώ.
Στο ζεστό
Και βρεγμένο
απ’ το πότισμα
τσιμέντο της αυλής
ξυπόλητο όπως πάντα
πλατσουρίζει
στις νερολακουβίτσες
κάτω απ’ το υπόστεγο.
Υπάρχει η γιαγιά.
Στο ντιβάνι.
Κοιμάται.
Στέκεται και την κοιτά.
Αφουγκράζεται.
«Ζεις γιαγιά
ή πέθανες;»
αναρωτιέται.
Η ανάσα της αδύναμη.
Μεσημέρι καλοκαιριού
στην αυλή με τις λεμονιές.
«Μια φέτα καρπούζι»
σκέφτεται,
μια φέτα καρπούζι
είναι το μεσημέρι
στο χέρι ενός παιδιού,
κατακαλόκαιρο._
Grandmother and Granddaughter ~ Max Rentel (German, 1850 - 1911)
ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ - ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
στην άλλη δέκα εγγόνια
κι απ’ το φεγγίτη η λευτεριά
τηράει κι αναστενάζει
μάνες τραβάνε τα μαλλιά
Γ. Ρίτσος - Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού
ΦΩΝΑΞΑΜΕ τον πλανόδιο φωτογράφο
που πέρναγε το πρωί στον κάμπο.
Κάτσαμε κάτου απ’ τις αμυγδαλιές,
βάλαμε στη μέση τη γιαγιά και τον παππού
και σφίγγαμε τα χείλια μη γελάσουμε
καθώς κοιτούσαμε το στρογγυλό τζαμάκι
που ‘μιαζε με το μάτι της νυσταγμένης αγελάδας.
Στην φωτογραφία δεν ήταν τίποτ’ άλλο
παρά λουλούδια, πεταλούδες και ήλιος.
Γέλασε κι η γιαγιά μαζί με τον παππού
γιατί δεν είμαστε παρά λουλούδια, πεταλούδες και ήλιος.
Γ. Ρίτσος, Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού- απόσπασμα
Γ Ρίτσος - Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής
[…]Απ’ τα προχτές μας το ’λεγε ο παππούς: θα βρέξει.
Κι ας έγραφε το μετεωρολογικό δελτίο: Καλοκαιρία
άνεμοι ασθενείς εις το Αιγαίον πέλαγος…
Μα αν ακούγαμε τον παππού (όλο βροχή και κρύο προμάντευε)
θα ’πρεπε να φοράμε διαρκώς τις μάλλινες φανέλες
το μάλλινο κασκόλ και το παλτό. Α, Θε μου…
Κι αν τύχαινε ποτές να κρυολογήσουμε:
«Δε στο ’λεγα – έλεγε ο παππούς στη μάνα μας –
να μην τ’ αφήνεις να γυρνούν χωρίς παλτό; Δε στο ’λεγα;»
[…]
…Είσαι ο καλός παππούς
που κάθεται ήσυχα στο σκαμνί του κήπου
ευλογημένος απ’ τον ήλιο
κουβεντιάζοντας με τη λιακάδα.
Μα τα παιδιά που δεν ξέρουν
τα παιδιά που δε νιώθουν τα λόγια σου
κλέβουν τα λουλούδια του περβολιού σου
και σου δείχνουν τη γλώσσα τους
πίσω απ’ τους θάμνους.
Κ’ εσύ χαμογελάς
τους πλέκεις μικρά καλάθια
τ’ ανεβάζεις τρυφερά στα γόνατά σου
και τ’ αφήνεις να περνούν στα γένια σου
παπαρούνες και πράσινα φύλλα.
Γίνεσαι πάλι ένα παιδί με τα παιδιά
για να τους μάθεις παίζοντας κ’ εσύ
το παλιό παραμύθι του νερού και του ήλιου.
Κι όπως κάθεσαι στο σκαμνί του κήπου
μέσα στην ανοιξιάτικη λιακάδα
και τα παιδάκια κάθουνται και παίζουν
στα πλατιά γόνατά σου
μοιάζεις με γέρικο χοντρόκλωνο δέντρο
γιομάτο λουλούδια και περιστέρια
που ανηφορίζει στον ουρανό.
Κ’ Εκείνος που κάθεται
πίσω από τ’ άσπρο συγνεφάκι
χαμογελάει κι Εκείνος σαν παιδί
καθώς βλέπει το δώρο που του φέρνεις.
Είσαστε κ’ οι δυο σας
ένα παιδί μονάχα
ένα παιδί στον ανθισμένο αγρό της άνοιξης…
[…]
Α, τίποτα δεν καταλάβαινε ο παππούς
απ’ τους μικρούς σπουδαστές με τα μεγάλα μάτια…
Τίποτα δεν πιστεύαμε και μεις απ’ όσα διάβαζε ο παππούς…
Μονόχρωμη φωνή δίχως τον ήλιο μας.
Καημένε παππού. Σα να διάβαζε κατάλογο λαϊκού εστιατορίου
με φτηνά φαγητά…
Βασίλης Ρώτας - Ο Παππούλης
Ο παππούλης σαν κοπέλι
κάθε μέρα πάει στ’ αμπέλι.
Το ραντίζει, το θειαφίζει
και το διπλοκαθαρίζει.
Και το Μάη με τους ανθούς
κορφοκόβει τους βλαστούς.
Κι ως να διπλοξεφυλλίσει
η αγουρίδα έχει γυαλίσει.
Τώρα φέρνει στο μαντήλι
κόκκινο γλυκό σταφύλι.
Τώρα κάθεται δραγάτης
ο παππούς ανοιχτομάτης.
Και του πάμε το φαΐ του
και μας δίνει την ευχή του.
Μας φιλεύει και σταφύλια
σε καλάθια, σε μαντήλια.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ - ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΠΑΠΠΟΥΣ
«Ἂχ ἔλεγε ὁ Κοκός,
παππούς να ἤμουν τώρα,
μα πληρώνω εισιτήριο
κι είναι ακριβό πολύ
για να μπω στο λούνα παρκ μου
δίνω σφυριχτό φιλί.
Βαγγέλης Ηλιόπουλος - Μεγαλώνω τη γιαγιά μου
Μάνος Κοντολέων - Φιλαράκια
Λίτσα Ψαραύτη - Το τριαντάφυλλο της αγάπης
Άλκη Ζέη - Ο ψεύτης Παππούς
Σμαραγδή Μητροπούλου - Ο θησαυρός της γιαγιάς
Σοφία Τσιάμη - Παιχνίδια με τον Παππού
Οι μοναχικές γιαγιάδες
Μουσική/Στίχοι/Ερμηνεία : Βιτάλη Ελένη Γίνεται γλέντι μάτια μου, ντύσου αν θέλεις κι έλα Μη βάλεις καθημερινά ούτε και τα καλά σου και μην το παίξεις γκόμενα και φοβηθεί η κοπέλα που κρύβεται στα στήθια σου και στη μικρή καρδιά σου Τη γρια που χαιρετίζω στο απέναντι μπαλκόνι τόσο λίγο την γνωρίζω, μα η ματιά της με πληγώνει Τόσο λίγο την γνωρίζω, μα η ματιά της με πληγώνει τη γριά που χαιρετίζω στο απέναντι μπαλκόνι Κι όπως φεύγουνε οι μέρες και περνάνε οι βδομάδες έτσι κρύβουνε οι κοπέλες τις μοναχικές γιαγιάδες Κι όπως φεύγουνε οι μέρες και περνάνε οι βδομάδες έτσι κρύβουν οι κοπέλες τις μελλοντικές γιαγιάδες Είναι μέσα μου κρυμμένη είμαι μέσα της κι εγώ τι να σκέφτεται η καημένη την κοιτάζω κι απορώ Τι να σκέφτεται η καημένη την κοιτάζω κι απορώ είναι μέσα μου κρυμμένη είμαι μέσα της κι εγώ
Χαΐνηδες – Τση γιαγιάς τα παραμύθια
Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης Πρώτη εκτέλεση : Χαΐνηδες Μια φορά γιε μου κι έναν καιρό βασιλιάς καλός όριζε τόπο μακρινό... Θυμούμαι ως τώρα τη γιαγιά έτοιας λογής ν' αρχίζει και σε καιρούς αλλοτινούς ο νους τση ν' αρμενίζει. Να μου μιλεί σιργουλευτά για κείνα και για τ' άλλα για μαγικά, για έρωτες, για φονικά μεγάλα. Για βασιλιάδες νιους καλούς που κάστρα επατούσαν τσι μάισσες και τα θεριά σκοτώναν κι ενικούσαν. Κι όντεν ο ύπνος ο γλυκύς δόξευγε το μυαλό μου στον κόσμο των παραμυθιών γύριζ' ο λογισμός μου. Έσβησ' ο χρόνος ο κακός μαζί με τη χαρά μου τσι ιστορίες τση γιαγιάς από τα όνειρά μου. Κι έρχουντ' απ' τον παλιό καιρό Θε μου νάταν αλήθεια ώρες αεροφύσημα κείνα τα παραμύθια. Μην κλαις μικρή μου και πληγές ανοίγεις μου στα στήθη εμείς οι δυο θα κάνουμε τον κόσμο παραμύθι.
Νοστράδαμος - Τα Παραμύθια Της Γιαγιάς
Στίχοι: Εύη Ρουμελιώτη
Μουσική: Στέλιος Φωτιάδης
1. Νοστράδαμος
Έα έα έα ε
Έα έα έα ε...
Θα `θελα να `μουν βασιλιάς
στα παραμύθια της γιαγιάς
ο μαχητής κι ο γενναίος
δρόμους να άνοιγα πλατιούς
με πλοία να `βρισκα γυαλούς
σημαία να `χα την ψυχή μου
Έα έα έα ε
Έα έα έα ε...
Θα `φερνα δόξα και χαρά
σε κάθε τόπο και μεριά
όπου το πόδι μου πατούσα
και θα `μουνα ο νικητής
δε θα μου έβγαινε κανείς
σ’ ό,τι απ’ το χέρι μου περνούσε
Έα έα έα ε
Έα έα έα ε...
Χρυσάφι θα `χαν τα παιδιά
και καραμέλες η γιαγιά
και τ’ όνειρο πάντα θα ζούσαν
μα η καλή μας η γιαγιά
έφυγε απ’ τον κόσμο πια
και παραμύθια δεν ακούμε
Έα έα έα ε
η γιαγιά μας πέθανε
Έα έα έα ε
η γιαγιά μας πέθανε
Έα έα έα ε
η γιαγιά μας πέθανε
Έα έα έα ε
η γιαγιά μας πέθανε
Γιώργος Ρωμανός - H γιαγιά
Στίχοι: Μουσική: Γιώργος Ρωμανός
1. Γιώργος Ρωμανός
Η καημένη μου η γιαγιά
μου `λεγε συχνά η φτωχιά
παραμύθια για παιδιά,
δράκους, φίδια και στοιχειά.
Μόλις σβήναμε το φως
λίγο πριν την προσευχή
μου `δινε ένα φιλί
σαν εικόνα ήταν χλωμή.
Περπατούσαμε μαζί
κει στην πράσινη πηγή
και κοιτούσε στα νερά
τα λευκά της τα μαλλιά.
Μάζευε κυκλάμινα
στη μικρή την καταχνιά
και θυμόταν τις στιγμές,
τις χαρές που φύγαν πια.
Αχ φτωχή μου γιαγιά
τώρα που είσαι στ’ αστέρια ψηλά,
αχ φτωχή μου γιαγιά
πώς σε θυμάμαι καμιά φορά.
Η καημένη μου η γιαγιά
παντρεύτηκε πολύ μικρή
μ’ έναν κάποιο μουσικό
που `παιζε τρελά βιολί.
Κι έτσι ξέρω πια καλά
πού και πώς την έχω βρει
την μανία που έχω εγώ
κι αγαπάω τη μουσική.
Αχ φτωχή μου γιαγιά
τώρα που είσαι στ’ αστέρια ψηλά,
αχ φτωχή μου γιαγιά
πώς σε θυμάμαι καμιά φορά.
Η καημένη μου η γιαγιά
έφυγε ένα πρωί
για να πάει στον ουρανό
και έμοιαζε μ’ ένα πουλί.
Χάθηκε μες στην βροχή
μες στη γκρίζα συννεφιά
κι ύστερα από δυο λεπτά
κανείς δεν την θυμόταν πια.
Αχ φτωχή μου γιαγιά
τώρα που είσαι στ’ αστέρια ψηλά,
αχ φτωχή μου γιαγιά
εγώ σε θυμάμαι καμιά φορά.
Αχ φτωχή μου γιαγιά
τώρα που είσαι στ’ αστέρια ψηλά,
αχ φτωχή μου γιαγιά
ο ήλιος μου χαμογελά.
Νίκος Παπάζογλου - Γιαγιάκα
Στίχοι: Τάκης Σιμώτας Μουσική: Νίκος Παπάζογλου Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Παπάζογλου Στη συμφορά του εικοσιδυό πρόσφυγας η γιαγιά μου από την Πάνορμο έφτασε στη χώρα του Αλεξάνδρου Τη νύχτα στους καταυλισμούς φέγγανε τα καντήλια στα στρώματα οικογένειες τσαμπιά από σταφύλια Γλυκιά πατρίδα, σπιτικό μια ιστορική αρλούμπα σε εικονοστάσι τα κλεισε καημένη κάτω Τούμπα θα πληρωθεί άραγε ποτέ και από ποιον γιαγιάκα η θλίψη που σε γιαλαντζή τύλιγες ντολμαδάκια
Τρέχω στο λιβάδι πέρα
στην αυλή μας να σου φέρω
το βοσκό με τη φλογέρα
Τι να κάνω δεν κατέχω
θέλω να σε νανουρίσω
και γλυκά να σε κοιμίσω
και καλή φωνή δεν έχω
Πες μου παππού
Στίχοι - Μουσική:Άκης Πάνου
Πες μου παππού, πες μου παππού Αυτός ο κόσμος πάει που Και του δικού σου του σκοπού μάθε μου την αξία Να σε συλλάβω δεν μπορώ μυαλό δεν έχω κοφτερό Ήμουν κι έμεινα μωρό στην κυριολεξία Πες μου γιαγιά, πες μου γιαγιά Γιατί αν δεν έχουμε μαγιά ότι κι αν κάνουμε γιαγιά Η ζύμη δεν φουσκώνει Και πες μου σε παρακαλώ όταν τ' αλεύρι είναι καλό Πως αβγαταίνει το κιλό και βγαίνουνε δυο τόνοι Πες μου μπαμπά, πες μου μπαμπά Τον κόσμο με τον αραμπά γιατί να τον ταράξεις Τώρα δεν πιάνεται μπαμπά πετάει τρέχει κολυμπά Μ' ένα λαχάνιασμα μπαμπά στις σκέψεις και στις πράξεις Πες μου μαμά, πες μου μαμά Γιατί όταν πάω σινεμά, Ενώ αλλάζω σινεμά το έργο δεν αλλάζει Κι έρχεται ο άγριος μαμά για νταηλίκι ψήνει τον ήμερο μαμά Τον τρώει κι ησυχάζει Πέστε μου όλοι σας καλέ Πως κάνουνε στο κυριλέ τα πάντα οι μεγάλοι Και τα στραβόμοιρα καλέ τα κρύβουν σε Γεντί Κουλέ Έτσι και κάψουν ναργιλέ και στρώσουνε κεφάλι Να χαχανίσουν τη ζωή και τούτη κι όποια άλλη
πηγές
https://itzikas.wordpress.com/
https://www.translatum.gr/
https://www.vakxikon.gr/
https://www.poeticanet.gr/
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
https://www.ekklisiaonline.gr/
https://www.sarantakos.com/
https://mandragoras-magazine.gr/
https://www.fractalart.gr/
http://www.timothyades.com/
http://www.palmografos.com/
http://iliastoutsoglidis.blogspot.com/
http://www.stixoi.info/
https://www.psychologynow.gr/
http://ebooks.edu.gr/
A esa abuela ensoñada
venida de Constantinopla
A esa mujer malvada
que me esquilmaba el pan
A ese monstruo mitológico
con un vientre crecido
como una calabaza gigante
Yo la odié en niñez
Y sin embargo vuelve
en esta noche aciaga
con algo de hermosura
Por algo se dice
que con el tiempo uno perdona casi todo
Vuelve con sus cicatrices en el alma
de fugada de un harén
con sus "mierda" en árabe y en español
Con su soledad en esos dos idiomas
Y ese vago destello en su espalda
de alta espiga de Siria
Raul Gomez Jattin
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Γεώργιος Ιακωβίδης - Παιδική Συναυλία, 1884-90
Γιάννης Καρατζόγλου - Ο θάνατος του παππού
M’ εγκαταλείψατε όλοι, κραύγαζε ο γέρων μες στη νύχτα
ούτε έρχεστε να με δείτε ούτε με παίρνετε τηλέφωνο
δεν πλησιάζετε το θάνατο, θαρρείτε πώς είναι μεταδοτικός
πως, επειδή αυτός με τριγυρίζει, μ΄ ακουμπάει και με κλώθει
θα μολυνθείτε και εσείς με το υπέρτατο άρωμά του.
Δεν σας ζητάω φάρμακα κλύσματα κι εξετάσεις
από την τσέπη μου πληρώνω τους γιατρούς και τα νοσοκομεία.
Λίγη παρέα θέλω, λίγη ζεστασιά, ιδίως τα βράδια.
Δεν υποφέρεται η μοναξιά του τέλους, δεν μολογιέται…
Έτσι εγκαταλείψανε τον γέροντα παππού τους να φύγει μόνος στο ταξίδι
κόρες αγόρια εγγονές νύφες γαμπροί ξαδέρφες και ξαδέρφια.
Και τούτα βλέποντας η μόνη του γυναίκα
που ‘χε φύγει καιρό στον ουρανό
του ’δωσε χέρι και τον τράβηξε ψηλά, κοντά της…
Γιάννης Καρατζόγλου
από τη συγκεντρωτική έκδοση Πηγαίος κώδικας, ποιήματα 1964-2009, 2009
Γεώργιος Ιακωβίδης - H αγαπημένη της γιαγιάς
Ρένα Καρθαίου - Θέλω τον παππού και τη γιαγιά κοντούς
τον παππού μου να κοντύνεις,
και γιαγιά πολύ ψηλή
στα παιδιά μη δίνεις.
Εύκολα θέλω να φτάνω
τον παππού και τη γιαγιά,
να μπορώ να τους χαϊδεύω
τ΄ άσπρα, κάτασπρα μαλλιά.
Ο παππούλης κι η γιαγιούλα
θέλω να ΄ναι πιο κοντά.
Όχι να ΄ναι αυτοί στα ύψη
κι εγώ τόσο χαμηλά.
Θέλω να ‘μαστε ίσια, ίσια
και να παίζουμε μαζί.
Έτσι πιο όμορφη θα νιώθω
τη ζωή.
Γι’ αυτό άκουσέ με, Θεέ μου,
κάνε τους και τους δυο κοντούς.
Αυτό πάει να πει γιαγιούλα
και γλυκός γλυκός παππούς.
Ναπολέων Λαπαθιώτης - Απόψε πέθανε η γιαγιά
Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρυνό το σπίτι·
ένα κερί θαμπό θαμπό στο τζάμι σιγοτρέμει,
κλαίει με πικρό παράπονο σε μια γωνιά η ανέμη…
θα πέταξε η ψυχούλα της προς τον Αποσπερίτη…
Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρινό το σπίτι.
Κοιμήθηκε. Πόσο απαλά κοιμάται όποιος πεθαίνει!
όλα βουβάθηκαν με μιας και ντύθηκαν στα μαύρα,
μια σκιά προς τα μεσάνυχτα φτερούγησε στην αύρα…
Μην ήταν η ψυχούλα της η παραπονεμένη;
Κοιμήθηκε. Πόσο απαλά κοιμάται όποιος πεθαίνει!
Την ύστερή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι,
όλα τα μύρα κ’ οι δροσιές ολόγυρα της ήσαν,
κι ήρθαν αγάλια οι άγγελοι και τη γλυκοφιλήσαν…
Σαν κύμα, μόνο τα παιδιά ψυχομαχούν κι οι γέροι…
Την ύστερή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι.
Άσπρες ψυχές των συντριμμιών και των παιδιών πού πάτε;
Με τη γιαγιά, ολομόναχο, την αποκοιμισμένη,
πώς φέγγει το θαμπό κερί και τρέμει κι ανασαίνει!
Ανατριχιάζει το θαμπό κερί, σαν να φοβάται…
Άσπρες ψυχές των συντριμμιών και των παιδιών πού πάτε;
Γράφτηκε 23.12.1907 και δημοσιεύτηκε στο τ. 9 (Ιαν. 1908) της Ηγησώς
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ - [Γιαγιά, βάλε και άνθη νερατζιάς]
Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρυνό το σπίτι·
ένα κερί θαμπό θαμπό στο τζάμι σιγοτρέμει,
κλαίει με πικρό παράπονο σε μια γωνιά η ανέμη…
θα πέταξε η ψυχούλα της προς τον Αποσπερίτη…
Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρινό το σπίτι.
Κοιμήθηκε. Πόσο απαλά κοιμάται όποιος πεθαίνει!
όλα βουβάθηκαν με μιας και ντύθηκαν στα μαύρα,
μια σκιά προς τα μεσάνυχτα φτερούγησε στην αύρα…
Μην ήταν η ψυχούλα της η παραπονεμένη;
Κοιμήθηκε. Πόσο απαλά κοιμάται όποιος πεθαίνει!
Την ύστερή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι,
όλα τα μύρα κ’ οι δροσιές ολόγυρα της ήσαν,
κι ήρθαν αγάλια οι άγγελοι και τη γλυκοφιλήσαν…
Σαν κύμα, μόνο τα παιδιά ψυχομαχούν κι οι γέροι…
Την ύστερή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι.
Άσπρες ψυχές των συντριμμιών και των παιδιών πού πάτε;
Με τη γιαγιά, ολομόναχο, την αποκοιμισμένη,
πώς φέγγει το θαμπό κερί και τρέμει κι ανασαίνει!
Ανατριχιάζει το θαμπό κερί, σαν να φοβάται…
Άσπρες ψυχές των συντριμμιών και των παιδιών πού πάτε;
Γράφτηκε 23.12.1907 και δημοσιεύτηκε στο τ. 9 (Ιαν. 1908) της Ηγησώς
Γεώργιος Ιακωβίδης -Ο κακός εγγονός, 1884
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ - [Γιαγιά, βάλε και άνθη νερατζιάς]
Σήμερα θέλω παραμύθι γι’ αγάπη, γιαγιά∙
μόνο γι’ αγάπη
και…-μην ξεχάσεις-
βάλε και άνθη νεραντζιάς μέσα.
Θέλω πολλή μοσκοβολιά από άνθη νεραντζιάς.
Βάλε και νύχτα με ανήσυχα άστρα.
Βάλε και σιωπή, πολλή σιωπή,
φορτωμένη με χτυποκάρδια.
Βάλε μέσα και δάκρυα
-όχι, μη βάζεις δάκρυα-
βάλε μέσα φιλιά.
Πρόσεξε όμως να μην πονάνε
γιατί είναι πολύ απαλό το στόμα της.
Έτσι γιαγιά;
Λοιπόν… Καληνύχτα.
Grandma's Quilting by Deborah L Chabrian
Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου - Η γιαγιά
Πέρσι τα εγγόνια στην Πρωτοχρονιά της έβαλαν δόντια της γιαγιάς και λάμπουν τώρα ολόασπρα μέσα απ' τα ζαρωμένα, ξεφλουδισμένα άχρωμα χείλη.
Μα τα σβησμένα μάτια της γιαγιάς δεν καλοβλέπουν τα εργόχειρά της, τα πέντε εγγόνια της που της τ' άφησε μωρά, τόσα δα, η μακαρίτισσα η μονάκριβή της κόρη που την έθαψε είκοσι πέντε χρονών και την έκλαψαν όλα τα Θεραπειά. Την έκλαψαν και την ξέχασαν οι συγγενείς και φίλοι. Την έκλαψε και η μανούλα της και τα δάκρυα έσβησαν τα μάτια της. Μα όχι μόνον τα δάκρυα, όχι.
Η γιαγιά κατάλαβε πως έπρεπε τα παιδιά να μεγαλώσουν· ένιωσε το παράπονο της υστερνής ματιάς της κόρης της, το ένιωσε και πήρε το βελονάκι της, στην αρχή μ' ένα ζευγάρι γυαλιά, ύστερα με δυο, δούλευε εκείνη την μπιμπίλα την πολυανθισμένην, που οι ξένοι που έρχουνταν να περάσουν το καλοκαίρι στα Θεραπειά την έβλεπαν κ' έλεγαν πως κι αυτή η εργασία είναι στ' αλήθεια ένα απ' τα θαύματα του Βοσπόρου.
Γιατί στο Βόσπορο περισσότερο εργάζουνται αυτό το ξακουστό εργόχειρο, που πολλές εργάτριες δόξασε, μα και που δεν καλυτέρευσε την τύχη τους.
Όπως σ' όλα τα χαμόσπιτα και στης γιαγιάς το σπίτι βλέπει κανείς μετάλλια τιμητικά από εκθέσεις.
Και λίγο λίγο τα άνθη της μπιμπίλας έκαμαν τα άλλα άνθη: τα εγγονάκια, καρπούς ωραίους.
Ο μεγαλύτερος, αφού έμαθε τα γράμματα στο δημοτικό σχολείον, άρχισε να καλλιεργή τα λίγα χωράφια τους και με τις φράγουλες που έστελνε στα ξένα, τις ανοικτόχρωμες τούρκικες φράγουλες τις στρογγυλές, άρχισε να διατηρή το σπίτι, και ήτον καιρός γιατί η γιαγιά δεν καλόβλεπε και δεν τα 'λεγε, μα της έκαμναν παρατήρηση οι πελάτισσες για την εργασία της. Και τ' άλλα εγγόνια έπαιρναν σειρά και το μικρό, που τ' άφησε η μανούλα του βυζανιάρικο, έγινε κ' εκείνο έξι επτά χρονών αγόρι.
Έμαθε και να διαβάζη αργά αργά τα μεγάλα γράμματα.
Πώς την αγαπούσε τη γιαγιά! Πώς την αγαπούσαν όλοι! Πώς την καμάρωναν σαν έλεγε παραμύθια και πώς χαίρουνταν σαν την έβλεπαν να τρώγη φουντούκια με τα δόντια τα ολόασπρα!
Μα το μικρό είχε ένα σχέδιο και δεν έλεγε σε κανένα τίποτε. Φύλαγε να έλθη η ώρα η καλή.
Όταν η γιαγιά τον έπαιρνε απ' το χεράκι και ανέβαινεν το δρόμο του Ζαρίφη για να πάνε στη κρύα βρύση, δεν μπορούσε να ιδή τους πράσινους λόφους η καημένη η γιαγιά. Ούτε όταν πήγαιναν στην Αγία Παρασκευή μπορούσε να ιδή το Βόσπορο και το βουνό του Έλληνα που παραφυλάγει εκεί στο άνοιγμα της Μαύρης Θάλασσας, να καταπιή τα θεριά που προβάλλουν απ' το βοριά. Τίποτα η γιαγιά δεν μπορεί να ιδή.
Και όταν ο δεύτερος εγγονός με τη γαλανόασπρη βαρκούλα, αφού φέρνει αρχόντισσες στις μαγεμένες ακρογιαλιές και βλέπει τόσα καμώματα και νιώθει άπρεπα λόγια, ευτυχώς σε ξένη γλώσσα, γιατί και όλα αυτά είναι ξένα — όταν φέρνει βράδυ βράδυ περήφανος τη γιαγιά και το αδελφάκι του να αναπνεύσουν το μυρωμένο αγέρι, η γιαγιά δεν βλέπει το εύμορφο ηλιοκαμένο πρόσωπο του εγγονού.
Και το μικρό πικραίνεται και της ζωγραφίζει όλα, μα έχει και το σχέδιό του.
Ο μεγάλος αδελφός, ο Μανώλης, αρραβωνιάστηκε με την ευχή της γιαγιάς. Τις αποκριές θα έλθη η νύφη να ξεκουράση από το νοικοκυριό τη γιαγιά.
Μιλούνε τ' αδέρφια και για το δώρο της νύφης, μιλούνε και για το δώρο της γιαγιάς, μιλούνε και για το δώρο του μικρού. Κοντεύει η Πρωτοχρονιά.
Ο μικρός πετιέται, με μάτια ολόλαμπρα.
— Για τη γιαγιά, εγώ θα σας μιλήσω. Εγώ δώρο δεν θέλω. Πέρσι της πήρατε δώρο της γιαγιάς δόντια. Φέτο... πέστε στο μεγάλο το γιατρό και ρωτήστε, δεν μπορούνε τάχα αυτοί που κάνουνε δόντια να κάμουνε και μάτια να βλέπη η γιαγιά μου; Αχ! ολοένα σβήνουνται τα μάτια της. Σε λίγο, σας το λέγω, και τον ήλιο δεν θα τον βλέπη. Εμένα όχι φέτο, ποτέ να μη μου κάνετε δώρο, αν τα μάτια είναι ακριβά· ποτέ. Και αν οι γιατροί δεν μπορούν να τα κάμουν, ο Θεός μπορεί. Να την πάτε στη Βαγγελίστρα. Να την πάτε για να βλέπη η γιαγιά, διά να ιδή εμένα πως έχω τα χρυσά μαλλιά και τα μάτια της μητέρας μας, να παρηγορηθή.
Τ' αδέλφια δεν είπαν τίποτε. Εμπρός τους φτερούγισε η μανούλα με τα χρυσά μαλλιά και τα γαλανά μάτια.
Άνοιξε σιγά σιγά η θύρα· έτριξε το πατωμα απ' το βαρύ βήμα της γιαγιάς, και σαν να είχε μάτια, ίσια έτρεξε στο Γιωργάκη της, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και είπε:
— Μάτια μου... μάτια μου...
Πολλά χείλη το λένε χαϊδευτικά το μάτια μου, μα στης γιαγιάς τα χείλη έχουν άλλη σημασία. Ναι, μάτια της. Έκανε το σταυρό της, ευχαρίστησε το Θεό χαρούμενη και, χαρούμενη, νέα, μεταμορφωμένη, είπε δυνατά.
— Θεέ μου, σ' ευχαριστώ.
Όλοι έκλαιαν. Αχ, από τέτοια δροσερά γλυκά δάκρυα δροσίζουνταν τα μάτια.
Οι κόποι της γιαγιάς καρποφόρησαν. Τη χαρά αυτή, χαρά άλλου κόσμου, της την έστελνε η πεθαμένη κόρη απ' τον ουρανό.
Και το Γεωργάκι χαρούμενο άρχισε να φωνάζη:
— Ούουουουου το βαπόρι· για την Τήνο, για τη Βαγγελίστρα, ούουουουου για την Τήνο.
Και όλοι γελούσαν, όλοι γελούσαν· γέλια αληθινά.
[πηγή: Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, Διηγήματα, εισαγ.-φιλ. επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1987, σ. σ. 171-173]
Παιδικός καυγάς», Γεώργιος Ιακωβίδης
Γιώργος Πέππας - Η γιαγιά μου λέει τα καλύτερα Παραμύθια
Η γιαγιά μου
σταμάτησε
να μιλά για την κατοχή, τον μεγάλο της έρωτα
να μιλά για το σχολείο
-δασκάλα χρόνια
μου μιλούσε
από συνήθεια ίσως
για τον Μυριβήλη
τον Παπαντωνίου
την Δέλτα
Τώρα τους ξέχασε και δε μου διαβάζει πια
σταμάτησε
να μιλά για την κατοχή, τον μεγάλο της έρωτα
να μιλά για το σχολείο
-δασκάλα χρόνια
μου μιλούσε
από συνήθεια ίσως
για τον Μυριβήλη
τον Παπαντωνίου
την Δέλτα
Τώρα τους ξέχασε και δε μου διαβάζει πια
η γιαγιά μου
τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια
τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια
σταμάτησε τη μνήμη της
και με κοιτάζει
όπως ένα ξένο παιδί ζητάει τη μάνα του
μέσα στο πλήθος
-πριν αρχίσει να κλαίει
με εκείνο το βλέμμα που ψάχνει γύρω του
κάτι οικείο
ή
κάτι δικό του
και με κοιτάζει
όπως ένα ξένο παιδί ζητάει τη μάνα του
μέσα στο πλήθος
-πριν αρχίσει να κλαίει
με εκείνο το βλέμμα που ψάχνει γύρω του
κάτι οικείο
ή
κάτι δικό του
η γιαγιά μου
τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια
τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια
η γιαγιά μου
κάθεται στο μπαλκόνι
και χαιρετάει τους περαστικούς
ίσως γιατί μένει στη δική της Αθήνα
με τις ξεκλείδωτες πόρτες
και τις ψάθινες καρέκλες στους δρόμους
ίσως γιατί στη δική της Αθήνα
ακόμη και οι άγνωστοι έλεγαν καλημέρα
καλό μήνα
χρόνια πολλά
η γιαγιά μου αποχαιρετάει τους περαστικούς της
προσωπικά
κάθεται στο μπαλκόνι
και χαιρετάει τους περαστικούς
ίσως γιατί μένει στη δική της Αθήνα
με τις ξεκλείδωτες πόρτες
και τις ψάθινες καρέκλες στους δρόμους
ίσως γιατί στη δική της Αθήνα
ακόμη και οι άγνωστοι έλεγαν καλημέρα
καλό μήνα
χρόνια πολλά
η γιαγιά μου αποχαιρετάει τους περαστικούς της
προσωπικά
η γιαγιά μου
τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια
τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια
η γιαγιά μου διαβάζει πολύ
πάντα την ίδια σελίδα
και κάθε που ρωτάω
μού δείχνει πάντα το εξώφυλλο
για να μου απαντήσει
ή για να δικαιολογηθεί
όπως κάνουμε κι εμείς
όταν κάποιος θέλει να μας γνωρίσει
να μας ερωτευτεί
πάντα την ίδια σελίδα
και κάθε που ρωτάω
μού δείχνει πάντα το εξώφυλλο
για να μου απαντήσει
ή για να δικαιολογηθεί
όπως κάνουμε κι εμείς
όταν κάποιος θέλει να μας γνωρίσει
να μας ερωτευτεί
η γιαγιά μου
τώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια
που δεν μιλάει
Κι όμως με κοιτάζει πραγματικά
με παρατηρεί
ξέρει ότι κάθε στιγμή
είμαι άλλος
ακόμη και όταν εγώ το ξεχνώ
—τι εγωισμός η μνήμη
η γιαγιά μου
σταμάτησε
Μαίρη Πέστροβα - Μια φέτα καρπούζιτώρα λέει τα καλύτερα παραμύθια
που δεν μιλάει
Κι όμως με κοιτάζει πραγματικά
με παρατηρεί
ξέρει ότι κάθε στιγμή
είμαι άλλος
ακόμη και όταν εγώ το ξεχνώ
—τι εγωισμός η μνήμη
η γιαγιά μου
σταμάτησε
Στο κουρτινάκι της γιαγιάς
χορεύουν γράμματα
τραμπαλίζονται
λέξεις.
Υπάρχει ένα παιδί.
Εγώ.
Στο ζεστό
Και βρεγμένο
απ’ το πότισμα
τσιμέντο της αυλής
ξυπόλητο όπως πάντα
πλατσουρίζει
στις νερολακουβίτσες
κάτω απ’ το υπόστεγο.
Υπάρχει η γιαγιά.
Στο ντιβάνι.
Κοιμάται.
Στέκεται και την κοιτά.
Αφουγκράζεται.
«Ζεις γιαγιά
ή πέθανες;»
αναρωτιέται.
Η ανάσα της αδύναμη.
Μεσημέρι καλοκαιριού
στην αυλή με τις λεμονιές.
«Μια φέτα καρπούζι»
σκέφτεται,
μια φέτα καρπούζι
είναι το μεσημέρι
στο χέρι ενός παιδιού,
κατακαλόκαιρο._
Grandmother and Granddaughter ~ Max Rentel (German, 1850 - 1911)
ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ - ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Πήραν στρατί στρατί τό μονοπάτι
βασιλοπούλες καί καλοκυράδες,
από τίς ξένες χώρες βασιλιάδες
καί καβαλάρηδες απάνω στ’ άτι.
βασιλοπούλες καί καλοκυράδες,
από τίς ξένες χώρες βασιλιάδες
καί καβαλάρηδες απάνω στ’ άτι.
Καί γύρω στής γιαγιάς μου τό κρεβάτι,
ανάμεσ’ από δυό χλωμές λαμπάδες,
περνούσανε καί σάν τραγουδιστάδες
τής τραγουδούσαν – ποιός τό ξέρει; – κάτι.
ανάμεσ’ από δυό χλωμές λαμπάδες,
περνούσανε καί σάν τραγουδιστάδες
τής τραγουδούσαν – ποιός τό ξέρει; – κάτι.
Κανείς γιά τής γιαγιάς μου τήν αγάπη
δέ σκότωσε τό Δράκο ή τόν Αράπη,
καί νά τής φέρη αθάνατο νερό.
δέ σκότωσε τό Δράκο ή τόν Αράπη,
καί νά τής φέρη αθάνατο νερό.
Η μάνα μου είχε γονατίσει κάτου·
μ’ απάνω – μιά φορά κι έναν καιρό –
ο Αρχάγγελος χτυπούσε τά φτερά του.
μ’ απάνω – μιά φορά κι έναν καιρό –
ο Αρχάγγελος χτυπούσε τά φτερά του.
The Four Seasons Of Life - Old Age by Currier and Ives, New York, 1868
Γ. Ρίτσος - Μνημόσυνο
Στη μια γωνιά στεκ’ ο παππούςστην άλλη δέκα εγγόνια
κι απ’ το φεγγίτη η λευτεριά
τηράει κι αναστενάζει
μάνες τραβάνε τα μαλλιά
και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ' το φεγγίτη η λευτεριά
τηρά κι αναστενάζει.
Morgan Weistling - art
Γ. Ρίτσος - Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού
ΦΩΝΑΞΑΜΕ τον πλανόδιο φωτογράφο
που πέρναγε το πρωί στον κάμπο.
Κάτσαμε κάτου απ’ τις αμυγδαλιές,
βάλαμε στη μέση τη γιαγιά και τον παππού
και σφίγγαμε τα χείλια μη γελάσουμε
καθώς κοιτούσαμε το στρογγυλό τζαμάκι
που ‘μιαζε με το μάτι της νυσταγμένης αγελάδας.
Στην φωτογραφία δεν ήταν τίποτ’ άλλο
παρά λουλούδια, πεταλούδες και ήλιος.
Γέλασε κι η γιαγιά μαζί με τον παππού
γιατί δεν είμαστε παρά λουλούδια, πεταλούδες και ήλιος.
Γ. Ρίτσος, Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού- απόσπασμα
Walter Beach Humphrey
Portrait of a young girl presenting a potted plant to an elderly women, 1924
Portrait of a young girl presenting a potted plant to an elderly women, 1924
[…]Απ’ τα προχτές μας το ’λεγε ο παππούς: θα βρέξει.
Κι ας έγραφε το μετεωρολογικό δελτίο: Καλοκαιρία
άνεμοι ασθενείς εις το Αιγαίον πέλαγος…
Μα αν ακούγαμε τον παππού (όλο βροχή και κρύο προμάντευε)
θα ’πρεπε να φοράμε διαρκώς τις μάλλινες φανέλες
το μάλλινο κασκόλ και το παλτό. Α, Θε μου…
Κι αν τύχαινε ποτές να κρυολογήσουμε:
«Δε στο ’λεγα – έλεγε ο παππούς στη μάνα μας –
να μην τ’ αφήνεις να γυρνούν χωρίς παλτό; Δε στο ’λεγα;»
[…]
…Είσαι ο καλός παππούς
που κάθεται ήσυχα στο σκαμνί του κήπου
ευλογημένος απ’ τον ήλιο
κουβεντιάζοντας με τη λιακάδα.
Μα τα παιδιά που δεν ξέρουν
τα παιδιά που δε νιώθουν τα λόγια σου
κλέβουν τα λουλούδια του περβολιού σου
και σου δείχνουν τη γλώσσα τους
πίσω απ’ τους θάμνους.
Κ’ εσύ χαμογελάς
τους πλέκεις μικρά καλάθια
τ’ ανεβάζεις τρυφερά στα γόνατά σου
και τ’ αφήνεις να περνούν στα γένια σου
παπαρούνες και πράσινα φύλλα.
Γίνεσαι πάλι ένα παιδί με τα παιδιά
για να τους μάθεις παίζοντας κ’ εσύ
το παλιό παραμύθι του νερού και του ήλιου.
Κι όπως κάθεσαι στο σκαμνί του κήπου
μέσα στην ανοιξιάτικη λιακάδα
και τα παιδάκια κάθουνται και παίζουν
στα πλατιά γόνατά σου
μοιάζεις με γέρικο χοντρόκλωνο δέντρο
γιομάτο λουλούδια και περιστέρια
που ανηφορίζει στον ουρανό.
Κ’ Εκείνος που κάθεται
πίσω από τ’ άσπρο συγνεφάκι
χαμογελάει κι Εκείνος σαν παιδί
καθώς βλέπει το δώρο που του φέρνεις.
Είσαστε κ’ οι δυο σας
ένα παιδί μονάχα
ένα παιδί στον ανθισμένο αγρό της άνοιξης…
[…]
Α, τίποτα δεν καταλάβαινε ο παππούς
απ’ τους μικρούς σπουδαστές με τα μεγάλα μάτια…
Τίποτα δεν πιστεύαμε και μεις απ’ όσα διάβαζε ο παππούς…
Μονόχρωμη φωνή δίχως τον ήλιο μας.
Καημένε παππού. Σα να διάβαζε κατάλογο λαϊκού εστιατορίου
με φτηνά φαγητά…
Grandma by Lewis A Ramsey
Βασίλης Ρώτας - Ο Παππούλης
Ο παππούλης σαν κοπέλι
κάθε μέρα πάει στ’ αμπέλι.
Το ραντίζει, το θειαφίζει
και το διπλοκαθαρίζει.
Και το Μάη με τους ανθούς
κορφοκόβει τους βλαστούς.
Κι ως να διπλοξεφυλλίσει
η αγουρίδα έχει γυαλίσει.
Τώρα φέρνει στο μαντήλι
κόκκινο γλυκό σταφύλι.
Τώρα κάθεται δραγάτης
ο παππούς ανοιχτομάτης.
Και του πάμε το φαΐ του
και μας δίνει την ευχή του.
Μας φιλεύει και σταφύλια
σε καλάθια, σε μαντήλια.
Aging and Grandparenting By Adolf Humborg
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ - ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΠΑΠΠΟΥΣ
«Ἂχ ἔλεγε ὁ Κοκός,
παππούς να ἤμουν τώρα,
να κάνω το σοφό,
να βήχω να ρουφῶ
ταμπάκο ὅλη την ὥρα.
Ἄσπρα να ἔχω γένια,
ταμπάκο ὅλη την ὥρα.
Ἄσπρα να ἔχω γένια,
ποτέ να μη διαβάζω,
σχολειό να μην πηγαίνω,
στο σπίτι μου να μένω
κι ὅλο να νυστάζω.
Να παίζω κάθε μέρα
με κάποιο κομπολόγι,
κι ὅλο να νυστάζω.
Να παίζω κάθε μέρα
με κάποιο κομπολόγι,
να μη μοῦ λένε για δουλειά,
και να φορῶ γυαλιά,
και να φορῶ γυαλιά,
και νἄχω και ρολόγι.
Να λέω παραμύθια
ἐπάνω από το στρῶμα,
Να λέω παραμύθια
ἐπάνω από το στρῶμα,
κι ὅλοι τους στη μιλιά μου,
να στέκουνε μπροστά μου
μ᾿ ὀρθάνοιχτο το στόμα.
Να μοῦ φιλοῦν το χέρι,
μ᾿ ὀρθάνοιχτο το στόμα.
Να μοῦ φιλοῦν το χέρι,
εὐχές πολλές να δίνω
και πάντα καθιστός
και σ᾿ ὅλους σεβαστός,
και πάντα καθιστός
και σ᾿ ὅλους σεβαστός,
να τρώγω και να πίνω.
Νἄχω και μια μαγκούρα,
Νἄχω και μια μαγκούρα,
να κάνω τον κακό
κι ἄμα θυμός με πάρει
ν᾿ ἀρχίζω στο στειλιάρι
και τον τρελλό–Κοκό».
Ἐτοῦτα κι ἄλλα λέει
με γνώση παιδική,
κι ἄμα θυμός με πάρει
ν᾿ ἀρχίζω στο στειλιάρι
και τον τρελλό–Κοκό».
Ἐτοῦτα κι ἄλλα λέει
με γνώση παιδική,
γιατί ὁ Κοκός δεν ξέρει
πως θέλουν κι ὅλοι οἱ γέροι
να γίνουνε Κοκοί…
Θέτη Χορτιάτη
Έχω μαγικό παππούλη
που ’ναι λούνα παρκ τρελό
έχει γόνατα αλογάκια
δίνω μια και καβαλώ
κάνω κούνια σε δυο χέρια
και τσουλήθρα σ’ αγκαλιά
παίζω ένα βουβό ταμπούρλο
τη μεγάλη του κοιλιά
φέγγουν πάνω του λαμπιόνια
μάτια πίσω από γυαλιά
τραγουδάει βραχνή κασέτα
και λαλεί σοφή μιλιά
έχει τσέπες μαγαζάκια
νύχτα μέρα ανοιχτά
παίρνω τσίκλες σοκολάτες
κι ό,τι θες χωρίς λεφτά
πως θέλουν κι ὅλοι οἱ γέροι
να γίνουνε Κοκοί…
Franz Erdmann Häussler Kleine Gratulantin 1874
Λέων Τολστόι - O παππούς και το εγγονάκι
Στο μικρό αυτό αφήγημα ο μεγάλος Ρώσος στοχαστής και συγγραφέας Λέων Τολστόι σκιαγραφεί με λιτότητα το θέμα της συμβίωσης του γέροντα γονιού με την οικογένεια του παιδιού του. Η στοιχειώδης πλοκή οδηγεί στη λύση-μήνυμα που είναι η αγάπη και η κατανόηση προς τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας.
O παππούς είχε γεράσει πολύ. Τα πόδια του δεν τον πήγαιναν, τα μάτια του δεν έβλεπαν, τ’ αυτιά του δεν άκουγαν. Δόντια δεν είχε. Κι όταν έτρωγε, του χυνόταν το φαγητό. O γιος του και η νύφη του δεν τον έβαζαν πια μαζί τους στο τραπέζι, αλλά του ’διναν να φάει πάνω στη μεγάλη χτιστή χωριάτικη θερμάστρα όπου πλάγιαζε.
Μια μέρα ο άντρας με τη γυναίκα του παρακολουθούσαν που ο γιος τους μαστόρευε κάτι σκαλίζοντας ένα μικρό κούτσουρο. O πατέρας λοιπόν τον ρώτησε:Κάποτε που του βάλανε να φάει στο πήλινο πιάτο, του ξέφυγε από τα χέρια, έπεσε κι έσπασε. Η νύφη του άρχισε τότε να τον μαλώνει πως όλα τα χαλάει στο σπίτι και σπάει τα πιάτα. Τέλος του είπε πως αποδώ και πέρα θα του 'διναν να τρώει στην ξύλινη γαβάθα. O παππούς αναστέναξε μόνο και δεν είπε τίποτα.
«Τι φτιάχνεις εκεί, Μίσα;».
Κι ο Μίσα απαντά:
«Φτιάχνω μια μεγάλη γαβάθα, πατερούλη. Όταν εσύ κι η μάνα μου γεράσετε, θα σας ταΐζω σ' αυτήν τη γαβάθα».
O άντρας κι η γυναίκα του κοιτάχτηκαν και δάκρυσαν. Νιώσανε ντροπή που είχαν προσβάλει τον παππού. Κι από τότε τον βάλανε να τρώει μαζί τους στο τραπέζι και τον πρόσεχαν όπως πρέπει.
Λ. Τολστόι, Διηγήματα, μύθοι και παραμύθια, μτφρ. Π. Ανταίος, Ωκεανίδα
Albert Anker art
Θέτη Χορτιάτη
Έχω μαγικό παππούλη
που ’ναι λούνα παρκ τρελό
έχει γόνατα αλογάκια
δίνω μια και καβαλώ
κάνω κούνια σε δυο χέρια
και τσουλήθρα σ’ αγκαλιά
παίζω ένα βουβό ταμπούρλο
τη μεγάλη του κοιλιά
φέγγουν πάνω του λαμπιόνια
μάτια πίσω από γυαλιά
τραγουδάει βραχνή κασέτα
και λαλεί σοφή μιλιά
έχει τσέπες μαγαζάκια
νύχτα μέρα ανοιχτά
παίρνω τσίκλες σοκολάτες
κι ό,τι θες χωρίς λεφτά
μα πληρώνω εισιτήριο
κι είναι ακριβό πολύ
για να μπω στο λούνα παρκ μου
δίνω σφυριχτό φιλί.
George Smith, Here's Granny
ΠΑΙΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ
To βιβλίο «Μεγαλώνω τη γιαγιά μου» είναι ο τίτλος του 1ου βιβλίου του Βαγγέλη Ηλιόπουλου στη ξεχωριστή σειρά του συγγραφέα που εκδίδει η Παιδική Νομική Βιβλιοθήκη με τίτλο «Μικρά βήματα – ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΡΟΜΟΙ».
Το βιβλίο θίγει το θέμα του σεβασμού και της προσφοράς στην Τρίτη Ηλικία. Θέμα σημαντικό για τα παιδιά, που βλέπουν τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος στα αγαπημένα πρόσωπα του παππού και της γιαγιάς, οι οποίοι πολλές φορές τα μεγάλωσαν. Η ιστορία του βιβλίου βοηθά τα παιδιά να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους για τη γιαγιά και τον παππού, ενώ δείχνει πως με την αγάπη μπορούμε να διατηρήσουμε τη σχέση μαζί τους ζωντανή ακόμη κι αν χρειαστεί οι ρόλοι να αλλάξουν.
Τις εικόνες – πίνακες του βιβλίου δημιούργησε η ζωγράφος Κάτια Βαρβάκη.
Το βιβλίο προλογίζει η ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια Ίρις Κρητικού,
Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, ένα σύντομο σημείωμα προς γονείς και εκπαιδευτικούς παρουσιάζει την ηθική, κοινωνική και νομική διάσταση του θέματος που πραγματεύεται η ιστορία και τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτό στα παιδιά.
Το βιβλίο διακρίθηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου - Greek IBBY με το 1ο Βραβείο στην κατηγορία βιβλίου αφήγησης βραχείας φόρμας για παιδιά.
Όλα τα βιβλία της νέας σειράς «Μικρά βήματα – ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΡΟΜΟΙ» της Παιδικής Νομικής Βιβλιοθήκης, προσεγγίζουν με σεβασμό και ειλικρίνεια μεγάλα θέματα - αξίες για τη ζωή του ενεργού πολίτη- με μικρά τρυφερά βήματα. Πρόκειται για βιβλία με σύντομες και απλές ιστορίες, οι οποίες παίρνουν τον αναγνώστη από το χέρι για μια περιδιάβαση στην αληθινή ζωή. Στη νέα σειρά, τις εικόνες δημιουργούν εξαιρετικοί ζωγράφοι, πολλοί από τους οποίους πρώτη φορά απευθύνονται σε παιδιά. Χέρι χέρι, η λογοτεχνία και η ζωγραφική μυούν το παιδί στην αληθινή ζωή και τις αξίες της. Ανοίγοντας κάθε βιβλίο ο αναγνώστης μπαίνει σε μια αίθουσα Τέχνης
Η σειρά έχει τεθεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. https://www.nb.org/
Λότη Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου - Η μικρή πολύχρωμη γιαγιά μου
Norman Rockwell, Attic memories
Γίνεται ποτέ μια γιαγιά να είναι μικρή και πολύχρωμη; Γίνεται, λέει η ηρωίδα αυτού του βιβλίου. Είναι η γιαγιά η δική της, που μπορεί να παίζει, να ζωγραφίζει, να λέει παραμύθια, να γελάει και να γεμίζει ο κόσμος χρώματα! Γι αυτό και η εγγονή της θα προσπαθήσει να την κάνει γιαγιά όλων των παιδιών της τάξης της!
"Η μικρή πολύχρωμη γιαγιά των παραμυθιών, των χρωμάτων, του κρυφτού, του κυνηγητού, των χατιριών, του κολάζ, των πάρτι, των ατελείωτων ωρών χαράς, είναι η γιαγιά που ξέρουμε ή θέλουμε όλοι. Είναι ο φύλακας άγγελος των παιδιών, είναι η ίδια η ζωή και το μεγάλο τους αποκούμπι στις ατελείωτες ώρες απουσίας των γονέων. Είναι η… δύο φορές μαμά, είναι η σούπερ γιαγιά που δεν κουράζεται ποτέ. Είναι η γιαγιά όλων, είναι η αδυναμία όλων και για αυτήν την ιστορία, είναι η μία και μοναδική γιαγιά, η κ. Λότη της Ίριδας, αλλά νομίζω και όλων μας!" https://www.fractalart.gr/
Alessandro Sani, A Gift From Grandpa
Ράνια Μπουμπουρή - Η γιαγιά μου και ο παππούς μου
H γιαγιά μου… με περιμένει, όταν πάω να τη δω, μ’ ανοιχτή την αγκαλιά της, κι εγώ σφίγγω τα χέρια στον λαιμό της και μυρίζω τα μαλλιά της. Ο παππούς μου… δε βλέπει λέξη να διαβάσει αν δε φοράει τα γυαλιά του, αλλά αστράφτει, όταν με βλέπει, απ’ τη χαρά του. Η γιαγιά μου και ο παππούς μου… δεν είναι πλούσιοι, σπουδαίοι, διάσημοι κι αστραφτεροί, μα νιώθω τυχερή γιατί τους έχω κι εκείνοι νιώθουν εξίσου τυχεροί.
https://www.ianos.gr/
Felix Schlesinger, Visiting Grandpa
Μάνος Κοντολέων - Φιλαράκια
Ένας παππούς και ο εγγονός του. Ο ένας προσφέρει την πείρα της ζωής. Ο άλλος το παιχνίδι της. Μαζί μαθαίνουν τι σημαίνει να δίνεις βοήθεια και να προσφέρεις αγάπη σε όσους υποφέρουν. Συμπαράσταση σε όσους πονάνε. Kαι ακόμα τη γοητεία των φανταστικών ταξιδιών, τη δύναμη των ονείρων. Και στο τέλος καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν και τη μεγάλη απώλεια∙ απλώς την καταργούν. Ίδια όπως όταν παίζει κανείς κρυφτό και βρίσκει αυτόν που έχασε και του φωνάζει: «Φτου ξελευθερία! Σε βλέπω!»
Ένα μυθιστόρημα σε τρία κεφάλαια.
Ένα παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο.
Ένας συγγραφέας που τον μαθαίνει γράφοντας τις δικές του ιστορίες.
Η γιαγιά χαρίζει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στη μικρή Μαρκέλλα. Όταν το λουλούδι μαραίνεται, το κοριτσάκι μαθαίνει πως οι αγαπημένοι μας φεύγουν κάποτε από κοντά μας. Όμως, εάν τους θυμόμαστε με αγάπη, αυτοί θα εξακολουθούν να ζουν στην καρδιά μας και η σκέψη τους θα γλυκαίνει πάντοτε τις μέρες μας.
Μια τρυφερή ιστορία που θα βοηθήσει τα μικρά παιδιά να συμφιλιωθούν με την έννοια της απώλειας και του κύκλου της ζωής.
Ο Σιντ αγαπάει τον Παππού. Ο Παππούς αγαπάει τον Σιντ.Και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ. Ένα όμορφο παρηγορητικό βιβλίο που μας δείχνει πως όσοι είναι πολύ αγαπημένοι μας,μένουν κοντά μας όσο μακριά κι αν φαίνονται.
Βούλα Μάστορη - Γιαγιά στο ψυγείο
Ο Λέανδρος και ο Φαίδων, αφού δοκιμάζουν διάφορους τρόπους για να διατηρήσουν τη γιαγιά φρέσκια, αποφασίζουν να τη βάλουν στο ψυγείο! Μένει τώρα να το αποφασίσει και η γιαγιά...
Μια τρυφερή ιστορία για την οικογένεια, που προσεγγίζει με χιούμορ και διακριτικότητα το θέμα των γηρατειών.
Hughes Merle, Grandmother's Story
Άλκη Ζέη - Ο ψεύτης Παππούς
«Να δούμε τι δικαιολογία θα βρει πάλι συλλογίστηκε ο Αντώνης. Πως ήταν μεγάλος ψεύτης ο παππούς, το ήξερε. Σαν τον βαρόνο Μινχάουζεν. Ο Μινχάουζεν είχε γίνει διάσημος σ’ όλο τον κόσμο για τις ψευτιές του. Ο παππούς όμως ούτε βαρόνος ήταν, ούτε θα γινόταν γνωστός στα πέρατα της γης για τα ψέματά του. Το περίεργο βέβαια ήταν πως οι ιστορίες που σκαρφιζόταν έβγαιναν πολλές φορές αληθινές». Ο δεκάχρονος Αντώνης και ο παππούς του ο Μάριος περνούν όλα σχεδόν τα απογεύματα μαζί. Ο παππούς, συνταξιούχος ηθοποιός, του διηγείται πολλές και απίθανες ιστορίες από όλα όσα έχει ζήσει. Ο Αντώνης όμως δεν τον πιστεύει, γιατί τις περισσότερες φορές οι ιστορίες που του αφηγείται ο «ψεύτης παππούς» τού φαίνονται υπερβολικές και απίστευτες. Για τη γιαγιά όμως ο παππούς δε λέει κουβέντα. Ένα οικογενειακό μυστικό θα έρθει σιγά σιγά στο φως κι έτσι ο Αντώνης θα ωριμάσει και θα καταλάβει τελικά την αλήθεια του «ψεύτη παππού».
Frederick Morgan, Off to the Fair
Σμαραγδή Μητροπούλου - Ο θησαυρός της γιαγιάς
Η γιαγιά Σμαραγδένια του παραμυθιού δε διαφέρει πολύ από την εικόνα που έχουμε μέσα μας για την ιδανική γιαγιά των παιδικών μας χρόνων. Στα παιδικά μάτια ακόμα και τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα μοιάζουν μεγάλα μυστικά καλά φυλαγμένα και συμβολίζουν κόσμους μαγικούς γεμάτους περιπέτειες.
Κι όταν τα παιδικά μάτια μεγαλώσουν και δουν την πραγματικότητα όπως είναι, ακόμα και τότε δεν μπορούν να απομυθοποιήσουν τα μεγάλα αυτά μυστικά γιατί ο κόσμος της γιαγιάς και του παππού παραμένει ένας κόσμος μαγικός μέσα στην ψυχή μας.https://www.openbook.gr/
Portrait of woman by Albert Anker
Σοφία Τσιάμη - Παιχνίδια με τον Παππού
Αν ήταν ο παππούς εδώ, θα παίζαμε τον κηπουρό... Θα φτιάχναμε χαρταετό... Θα παίζαμε και τον Ζορό! Ξέφρενο θα στήναμε χορό σαν Ινδιάνοι αρχηγοί γύρω τριγύρω απ' τη σκηνή... Πύργους θα χτίζαμε ψηλούς κι όρκες θα βάζαμε φρουρούς... Μα ο παππούς δεν είναι εδώ! Άλογο βρήκε φτερωτό κι ανέβηκε στον ουρανό... Όμως, δεν έφυγε παντοτινά! Μονάχα τριγυρίζει εκεί ψηλά και στήνει μαζί μου παιχνίδια... ονειρικά! Μια ιστορία για όσους κρατάμε ζωντανούς μες στο χρυσό κουτί της καρδιάς μας..
Jozef Israëls (Jozef Israels), In Grandfather's Arms
Gerda Muller - Στο λαχανόκηπο με τον παππού και τη γιαγιά
Η Σοφία είναι παιδί της πόλης, περνά όμως όλες τις διακοπές της στην εξοχή, στον παππού και στη γιαγιά, που έχουν έναν υπέροχο λαχανόκηπο με όλων των ειδών τα λαχανικά. Φέτος, μάλιστα, ο παππούς θα της δώσει εργαλεία στο μπόι της για να φυτέψει τα δικά της φυτά. Σιγά σιγά, η Σοφία θα μάθει όλα τα μυστικά της κηπουρικής και θ' ανακαλύψει τη χαρά να βλέπεις τα φυτά σου να μεγαλώνουν, να προστατεύεις τα χρήσιμα ζωύφια του κήπου και, βέβαια, να απολαμβάνεις τους κόπους σου στο πιάτο!
Επιστρέφοντας από την εξοχή, η Σοφία αποφασίζει να κάνει την κηπουρό και... στο μπαλκόνι της. Ένας μικρός λαχανόκηπος γεννιέται στην πόλη... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)https://www.politeianet.gr/
Edward Samuel Harper, At church With Grandmother
Που πήγε ο Παππούς, Στέλλα Μιχαηλίδου
- Γιαγιά, μήπως ο παππούς είναι στον ήλιο;
- Ε, βέβαια είναι στον ήλιο. Δεν βλέπεις πώς λάμπει και πώς σε ζεσταίνει με τις αχτίδες του;
- Όταν όμως ο ήλιος κρύβεται;
- Τότε μένει στο σκοτάδι και σε σκεπάζει απαλά.
Σε τυλίγει ολόκληρο και σε νανουρίζει για να κοιμηθείς ήσυχα και ζεστά χωρίς να φοβάσαι τίποτα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Arthur Hughes, Silver and Gold
ΜΟΥΣΙΚΗ
Οι μοναχικές γιαγιάδες
Μουσική/Στίχοι/Ερμηνεία : Βιτάλη Ελένη Γίνεται γλέντι μάτια μου, ντύσου αν θέλεις κι έλα Μη βάλεις καθημερινά ούτε και τα καλά σου και μην το παίξεις γκόμενα και φοβηθεί η κοπέλα που κρύβεται στα στήθια σου και στη μικρή καρδιά σου Τη γρια που χαιρετίζω στο απέναντι μπαλκόνι τόσο λίγο την γνωρίζω, μα η ματιά της με πληγώνει Τόσο λίγο την γνωρίζω, μα η ματιά της με πληγώνει τη γριά που χαιρετίζω στο απέναντι μπαλκόνι Κι όπως φεύγουνε οι μέρες και περνάνε οι βδομάδες έτσι κρύβουνε οι κοπέλες τις μοναχικές γιαγιάδες Κι όπως φεύγουνε οι μέρες και περνάνε οι βδομάδες έτσι κρύβουν οι κοπέλες τις μελλοντικές γιαγιάδες Είναι μέσα μου κρυμμένη είμαι μέσα της κι εγώ τι να σκέφτεται η καημένη την κοιτάζω κι απορώ Τι να σκέφτεται η καημένη την κοιτάζω κι απορώ είναι μέσα μου κρυμμένη είμαι μέσα της κι εγώ
Josephus Laurentius Dyckmans, Grandmother's Stories
Χαΐνηδες – Τση γιαγιάς τα παραμύθια
Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης Πρώτη εκτέλεση : Χαΐνηδες Μια φορά γιε μου κι έναν καιρό βασιλιάς καλός όριζε τόπο μακρινό... Θυμούμαι ως τώρα τη γιαγιά έτοιας λογής ν' αρχίζει και σε καιρούς αλλοτινούς ο νους τση ν' αρμενίζει. Να μου μιλεί σιργουλευτά για κείνα και για τ' άλλα για μαγικά, για έρωτες, για φονικά μεγάλα. Για βασιλιάδες νιους καλούς που κάστρα επατούσαν τσι μάισσες και τα θεριά σκοτώναν κι ενικούσαν. Κι όντεν ο ύπνος ο γλυκύς δόξευγε το μυαλό μου στον κόσμο των παραμυθιών γύριζ' ο λογισμός μου. Έσβησ' ο χρόνος ο κακός μαζί με τη χαρά μου τσι ιστορίες τση γιαγιάς από τα όνειρά μου. Κι έρχουντ' απ' τον παλιό καιρό Θε μου νάταν αλήθεια ώρες αεροφύσημα κείνα τα παραμύθια. Μην κλαις μικρή μου και πληγές ανοίγεις μου στα στήθη εμείς οι δυο θα κάνουμε τον κόσμο παραμύθι.
S. Campolmi, Visit from Grandmother
Νοστράδαμος - Τα Παραμύθια Της Γιαγιάς
Στίχοι: Εύη Ρουμελιώτη
Μουσική: Στέλιος Φωτιάδης
1. Νοστράδαμος
Έα έα έα ε
Έα έα έα ε...
Θα `θελα να `μουν βασιλιάς
στα παραμύθια της γιαγιάς
ο μαχητής κι ο γενναίος
δρόμους να άνοιγα πλατιούς
με πλοία να `βρισκα γυαλούς
σημαία να `χα την ψυχή μου
Έα έα έα ε
Έα έα έα ε...
Θα `φερνα δόξα και χαρά
σε κάθε τόπο και μεριά
όπου το πόδι μου πατούσα
και θα `μουνα ο νικητής
δε θα μου έβγαινε κανείς
σ’ ό,τι απ’ το χέρι μου περνούσε
Έα έα έα ε
Έα έα έα ε...
Χρυσάφι θα `χαν τα παιδιά
και καραμέλες η γιαγιά
και τ’ όνειρο πάντα θα ζούσαν
μα η καλή μας η γιαγιά
έφυγε απ’ τον κόσμο πια
και παραμύθια δεν ακούμε
Έα έα έα ε
η γιαγιά μας πέθανε
Έα έα έα ε
η γιαγιά μας πέθανε
Έα έα έα ε
η γιαγιά μας πέθανε
Έα έα έα ε
η γιαγιά μας πέθανε
Edwin Thomas Roberts-The First Of May
Γιώργος Ρωμανός - H γιαγιά
Στίχοι: Μουσική: Γιώργος Ρωμανός
1. Γιώργος Ρωμανός
Η καημένη μου η γιαγιά
μου `λεγε συχνά η φτωχιά
παραμύθια για παιδιά,
δράκους, φίδια και στοιχειά.
Μόλις σβήναμε το φως
λίγο πριν την προσευχή
μου `δινε ένα φιλί
σαν εικόνα ήταν χλωμή.
Περπατούσαμε μαζί
κει στην πράσινη πηγή
και κοιτούσε στα νερά
τα λευκά της τα μαλλιά.
Μάζευε κυκλάμινα
στη μικρή την καταχνιά
και θυμόταν τις στιγμές,
τις χαρές που φύγαν πια.
Αχ φτωχή μου γιαγιά
τώρα που είσαι στ’ αστέρια ψηλά,
αχ φτωχή μου γιαγιά
πώς σε θυμάμαι καμιά φορά.
Η καημένη μου η γιαγιά
παντρεύτηκε πολύ μικρή
μ’ έναν κάποιο μουσικό
που `παιζε τρελά βιολί.
Κι έτσι ξέρω πια καλά
πού και πώς την έχω βρει
την μανία που έχω εγώ
κι αγαπάω τη μουσική.
Αχ φτωχή μου γιαγιά
τώρα που είσαι στ’ αστέρια ψηλά,
αχ φτωχή μου γιαγιά
πώς σε θυμάμαι καμιά φορά.
Η καημένη μου η γιαγιά
έφυγε ένα πρωί
για να πάει στον ουρανό
και έμοιαζε μ’ ένα πουλί.
Χάθηκε μες στην βροχή
μες στη γκρίζα συννεφιά
κι ύστερα από δυο λεπτά
κανείς δεν την θυμόταν πια.
Αχ φτωχή μου γιαγιά
τώρα που είσαι στ’ αστέρια ψηλά,
αχ φτωχή μου γιαγιά
εγώ σε θυμάμαι καμιά φορά.
Αχ φτωχή μου γιαγιά
τώρα που είσαι στ’ αστέρια ψηλά,
αχ φτωχή μου γιαγιά
ο ήλιος μου χαμογελά.
Edwin Thomas Roberts The Storyteller
Νίκος Παπάζογλου - Γιαγιάκα
Στίχοι: Τάκης Σιμώτας Μουσική: Νίκος Παπάζογλου Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Παπάζογλου Στη συμφορά του εικοσιδυό πρόσφυγας η γιαγιά μου από την Πάνορμο έφτασε στη χώρα του Αλεξάνδρου Τη νύχτα στους καταυλισμούς φέγγανε τα καντήλια στα στρώματα οικογένειες τσαμπιά από σταφύλια Γλυκιά πατρίδα, σπιτικό μια ιστορική αρλούμπα σε εικονοστάσι τα κλεισε καημένη κάτω Τούμπα θα πληρωθεί άραγε ποτέ και από ποιον γιαγιάκα η θλίψη που σε γιαλαντζή τύλιγες ντολμαδάκια
Arnold Lorne Hicks art
Το νανούρισμα της γιαγιάς (τραγούδι)
(Στίχοι: Νίκος Κανάκης, Μουσική: Ορφέας Περίδης)
Τι να κάνω δεν κατέχω
να σου τραγουδήσω θέλω
και καλή φωνή δεν έχω
να σου τραγουδήσω θέλω
και καλή φωνή δεν έχω
Τρέχω στο ποτάμι, τρέχω
τ’ αηδονάκι να σου φέρω
κι αν δεν το βρω κι αν μου φύγει
τρέχω για να παραγγείλω
στο τζιτζίκι και στο γρύλο
A March Hatter' by Russell Sambrook
Πες μου παππού
Στίχοι - Μουσική:Άκης Πάνου
Πες μου παππού, πες μου παππού Αυτός ο κόσμος πάει που Και του δικού σου του σκοπού μάθε μου την αξία Να σε συλλάβω δεν μπορώ μυαλό δεν έχω κοφτερό Ήμουν κι έμεινα μωρό στην κυριολεξία Πες μου γιαγιά, πες μου γιαγιά Γιατί αν δεν έχουμε μαγιά ότι κι αν κάνουμε γιαγιά Η ζύμη δεν φουσκώνει Και πες μου σε παρακαλώ όταν τ' αλεύρι είναι καλό Πως αβγαταίνει το κιλό και βγαίνουνε δυο τόνοι Πες μου μπαμπά, πες μου μπαμπά Τον κόσμο με τον αραμπά γιατί να τον ταράξεις Τώρα δεν πιάνεται μπαμπά πετάει τρέχει κολυμπά Μ' ένα λαχάνιασμα μπαμπά στις σκέψεις και στις πράξεις Πες μου μαμά, πες μου μαμά Γιατί όταν πάω σινεμά, Ενώ αλλάζω σινεμά το έργο δεν αλλάζει Κι έρχεται ο άγριος μαμά για νταηλίκι ψήνει τον ήμερο μαμά Τον τρώει κι ησυχάζει Πέστε μου όλοι σας καλέ Πως κάνουνε στο κυριλέ τα πάντα οι μεγάλοι Και τα στραβόμοιρα καλέ τα κρύβουν σε Γεντί Κουλέ Έτσι και κάψουν ναργιλέ και στρώσουνε κεφάλι Να χαχανίσουν τη ζωή και τούτη κι όποια άλλη
The Visit To The Grandparents by Adolph Tidemand
Η συμμετοχή του παππού και της γιαγιάς στην ανατροφή των παιδιών
Ο Παππούς και η Γιαγιά φαίνεται να έχουν ένα μοναδικό τρόπο να προσφέρουν αγάπη και συμβουλές ενώ, ταυτόχρονα, θεωρούνται και καλοί ακροατές λόγω τις αντικειμενικότητάς τους, κάτι που οι γονείς δυσκολεύονται να επιτύχουν.
Ο ρόλος των παππούδων και των γιαγιάδων (Π/Γ ως συντομογραφία) στην ανατροφή των παιδιών άρχισε να γίνεται αντιληπτός κατά τον 19ο αιώνα, που μεταβλήθηκαν πολλοί βιολογικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες. Πριν το 19ο αιώνα, λίγα ήταν τα παιδιά που μεγάλωναν γνωρίζοντας τους γονείς των γονιών τους. Μία από αυτές τις αλλαγές που οδήγησε στην αναγνώριση της σημασίας των Π/Γ στην ανατροφή των παιδιών ήταν το φεμινιστικό κίνημα. Οι γυναίκες απελευθερώθηκαν από τους, μέχρι τότε, παραδοσιακούς ρόλους (π.χ. ως νοικοκυρές που φρόντιζαν το σπίτι, τα παιδιά και ικανοποιούσαν τις επιθυμίες του συζύγου) και ακολούθησαν το δρόμο της καριέρας (Castiglia, 1994).
Άλλες κοινωνικές αλλαγές που οδήγησαν τους Π/Γ να αναλάβουν μεγαλύτερες ευθύνες ήταν η αύξηση των οικογενειών με ανήλικα παιδιά όπου και οι δύο γονείς εργάζονταν και ο γεωγραφικός διασκορπισμός κάποιων μελών της οικογένειας για εύρεση εργασίας (Royal Children’s Hospital Centre for Community Child Health, 2010). Φυσικά, συνέβαλε και η αύξηση του ορίου ζωής καθώς και η ποιότητα της ζωής των ηλικιωμένων ανθρώπων (Griggs, Tan, Buchanan, Attar-Schwartz & Flouri, 2010). Οπότε, τη χρονική αυτή στιγμή, συνέβη μία μεταστροφή στις σχέσεις από πυρηνικές σε διαγενεακές.
Σημαντικά οφέλη της συμμετοχικής ανατροφής
Οι Π/Γ φαίνεται να έχουν ένα μοναδικό τρόπο να προσφέρουν αγάπη και συμβουλές ενώ, ταυτόχρονα, θεωρούνται και καλοί ακροατές λόγω τις αντικειμενικότητάς τους, κάτι που οι γονείς δυσκολεύονται να επιτύχουν (Milan & Hamm, 2003). Αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι στη ζωή των εφήβων αφού η πλειοψηφία των τελευταίων αναφέρει ότι έχει στενές σχέσεις και συναισθηματική εγγύτητα καθώς και ότι σέβεται τις απόψεις τους (Attar - Schwartz, Tan & Buchanan, 2009). Επίσης, οι Π/Γ από τη μεριά τους, γεμίζουν την καθημερινότητά τους με μαθήματα χορού, προπονήσεις ποδοσφαίρου και γίνονται δημιουργοί πολλών παραμυθιών για να κοιμίσουν τα εγγόνια τους (Jehlen, 2006).
Οι Goodfellow και Laverty (2003) μέσω συνεντεύξεων που πήραν από Π/Γ και εγγόνια, βρήκαν πως οι πρώτοι αξιολογούσαν μια στενή επαφή με το εγγόνι τους όσο ήταν νέο “ως την ευκαιρία που έπρεπε να αρπάξουν”. Θεωρούσαν ότι είναι κάτι περισσότερο από “φροντίδα”. Ανέφεραν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, το να εκπαιδεύεις, το να μεταδίδεις αξίες. Κατά την άποψή τους, δεν είναι απλώς παρατηρητές της ζωής των εγγόνων τους αλλά βοηθούν και διευκολύνουν την ανάπτυξή τους: Τα έφερα εδώ να δουν τη θάλασσα και την προηγούμενη μέρα τα πήγα να δουν τα μεγάλα μανιτάρια που φυτρώνουν σε αυτή την περιοχή.
Η συμμετοχή των Π/Γ σε δραστηριότητες και χόμπι των εγγόνων προσδίδει το αίσθημα πρακτικής και συναισθηματικής υποστήριξης. Το “να είναι παρόντες”, φαίνεται να θεωρείται σημαντικό για τα παιδιά αφού νιώθουν ότι έχουν κάποιον άνθρωπο που νοιάζεται γι’ αυτά και τα υποστηρίζει. Επιπλέον το να περνούν οι έφηβοι χρόνο με τους Π/Γ τους, το αντιλαμβάνονταν ως ευκαιρία για χαλάρωση και διασκέδαση και ως μία αλλαγή από τη ρουτίνα της καθημερινότητας (Griggs, Tan, Buchanan, Attar-Schwartz & Flouri, 2010).
Παππούδες που αισθάνονται ότι δεν ασχολήθηκαν πολύ με τα παιδιά τους όταν αυτά ήταν μικρά, φαίνεται να απολαμβάνουν να περνούν αρκετό χρόνο με τα εγγόνια τους καθώς αντιμετωπίζουν αυτή τη σχέση ως με μία δεύτερη ευκαιρία, μία ευκαιρία να τα καταφέρουν καλύτερα αυτή τη φορά. Από την άλλη μεριά, οι έφηβοι βλέπουν τους παππούδες τους ως φιγούρες που αντιπροσωπεύουν το παρελθόν και τις ρίζες της οικογένειας, κάτι που τους βοηθά να καταλάβουν από πού προέρχονται και από ποια μονοπάτια έχει περάσει η οικογένεια (Triadó, Villar, Solé, Osuna & Pinazo, 2005).
Φυσικά, η ανατροφή των παιδιών δεν είναι μία εύκολη διαδικασία για τους Π/Γ, παρ’ όλη την εμπειρία τους. Μαζί με την ευχαρίστηση στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, έρχονται και πολλές δυσκολίες (Royal Children’s Hospital Centre for Community Child Health, 2010).
Η φροντίδα των εγγόνων μπορεί να είναι και σωματικά εξαντλητική (Goodfellow & Laverty, 2003). Επίσης, πολλές φορές, οι Π/Γ νιώθουν ανίκανοι να καταλάβουν τον νέο, μοντέρνο τρόπο ζωής και τον τρόπο αντίληψης των εγγόνων τους, γεγονός που δυσκολεύει πολύ την επικοινωνία τους (Jehlen, 2006).
Σχέση Παππούδων/ Γιαγιάδων και Γονιών
Μία καλή σχέση των δύο αυτών γενεών κρίνεται απαραίτητη όχι μόνο γιατί οι γονείς αποτελούν τον συνδετικό κρίκο παππού/ γιαγιάς – παιδιού αλλά και γιατί πρέπει να αισθάνονται ασφάλεια όταν αφήνουν τα παιδιά τους στο σπίτι με τους Π/Γ, γνωρίζοντας ότι οι τελευταίοι θα ακολουθήσουν τις οδηγίες των γονιών για την ανατροφή των παιδιών τους. Οι Π/Γ πρέπει να κατανοήσουν ότι αλλαγές στη ρουτίνα των παιδιών μπορεί να επιφέρουν διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά που θέλουν οι γονείς να πετύχουν. Όμως, και οι γονείς από τη δική τους μεριά, πρέπει να καταλάβουν ότι οι παππούδες και οι γιαγιάδες θέλουν να δημιουργήσουν μία σχέση με τα εγγόνια τους, σύμφωνα με τους δικούς τους όρους. Σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να είναι δύσκολο οι γονείς να μάθουν να συνεργάζονται με το σωστό τρόπο με τους Π/Γ (Castiglia, 1994).
Επειδή, η ίδια συμπεριφορά από τους Π/Γ μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ενοχλητική ή παρεμβατική από κάποιους γονείς και ως σωστή ή βοηθητική από κάποιους άλλους, οι Π/Γ πρέπει να διευκρινίσουν τις προθέσεις τους στα παιδιά τους και να κατανοήσουν ότι πρέπει να τα βοηθάνε και όχι να παρεμβαίνουν, να κρίνουν αρνητικά και να αξιολογούν. Οι γονείς, από τη δική τους μεριά, πρέπει να γνωρίζουν τι είδους υποστήριξη χρειάζονται και πώς να θέσουν τα όριά τους στους δικούς τους γονείς. Οι Π/Γ πρέπει να μιλούν στα παιδιά τους για το ποιες πιστεύουν ότι είναι οι ανάγκες των εγγόνων τους και με ποιόν τρόπο αυτές μπορούν να ικανοποιηθούν. Όσο πιο ανοιχτή είναι η σχέση τόσο πιο εύκολα μπορεί να αναπτυχθεί ένα καλό διαγενεακό και αρμονικό περιβάλλον (Castiglia, 1994).
Όμως, στην κουλτούρα της Ελλάδας και των οικογενειακών πολυκατοικιών, τα πράγματα δυσκολεύουν. Η παρεμβατικότητα και η συγχώνευση είναι ο κανόνας. Η αυτονόμηση και η οριοθέτηση είναι απειλή. Έτσι, χρειάζεται αρκετή δουλειά εκ μέρους των γονιών ώστε να γίνουν ξεκάθαροι οι ρόλοι και η θέση του κάθε μέλους στο οικογενειακό σύστημα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το όφελος του να έχει ένας έφηβος στενές σχέσεις με τους παππούδες και τις γιαγιάδες αναδεικνύεται περισσότερο για εκείνους που αναφέρουν ότι έχουν συναισθηματική εγγύτητα και με τους γονείς τους. Έτσι, οι Π/Γ, αντί να αντικαθιστούν την δυσλειτουργική σχέση παιδιού – γονέα, λειτουργούν ως συμπλήρωμα στην καλή γονική σχέση. Αντίθετα, το να έχουν οι έφηβοι πιο καλές σχέσεις με τους παππούδες παρά με τους γονείς, τους δημιουργεί τελικά δυσφορικά συναισθήματα και, έτσι, η σχέση με τους γονείς επιδεινώνεται (Ruiz & Silverstein, 2007).
Χρυσαυγή Τσώλα Ψυχολόγος, Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια
Βιβλιογραφία
Castiglia, P. T. (1994). Grandparenting: Benefits and problems. Journal of Pediatric Health Care, 8, 79-81.
Goodfellow, J., &Laverty, J. (2003). Grandparents supporting working families. Family Matters, 66, 14-19.
Jehlen, A. (2006). Second time around. NEA Today, 24 (7), 21.
Milan, A., & Hamm, B. (2003). Across the generations: Grandparents and grandchildren. Statistics Canada: Canadian Social Trends. Catalogue No. 11-008.
Royal Children’s Hospital Centre for Community Child Health. (2010). The Changing Role of Grandparents. Policy Brief No 19. Ανακτήθηκε 10 May, 2012, από http://www.rch.org.au/emplibrary/ccch/PB19_Grandparents.pdf
Ruiz, S. A., & Silverstein, M. (2007). Relationships with grandparents and the emotional well-being of late adolescent and young adult grandchildren.Journal of Social Issues, 63(4), 793-808.
Triadó, C., Villar, F., Solé, C., Osuna, M. J., &Pinazo, S. (2005). The Meaning of grandparenthood: Do adolescent grandchildren perceive the relationship and role in the same way as their grandparents do?Journal of Intergenerational Relationships, 3(2), 101-121.
Alfredo Rodriguez art
https://itzikas.wordpress.com/
https://www.translatum.gr/
https://www.vakxikon.gr/
https://www.poeticanet.gr/
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
https://www.ekklisiaonline.gr/
https://www.sarantakos.com/
https://mandragoras-magazine.gr/
https://www.fractalart.gr/
http://www.timothyades.com/
http://www.palmografos.com/
http://iliastoutsoglidis.blogspot.com/
http://www.stixoi.info/
https://www.psychologynow.gr/
http://ebooks.edu.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου